Ολλανδία

Ολλανδία

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 1455 (Φ.E.K. 89/16.6.1984)

 

Kύρωση της Σύμβασης μεταξύ της Eλληνικής Δημοκρατίας και του Bασιλείου των Kάτω Xωρών που υπογράφτηκε στην Aθήνα στις 16 Iούλη 1981 για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής σε σχέση προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου και του προσαρτημένου σ’ αυτή Πρωτοκόλλου.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Κυρούμενκαι εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον:

 

Άρθρο πρώτο

 

Kυρώνεται και έχει την ισχύ που προβλέπει το άρθρο 28§1 του Συντάγματος η Σύμβαση που υπογράφτηκε στην Aθήνα στις 16 Iούλη 1981 μεταξύ των Kυβερνήσεων της Eλληνικής Δημοκρατίας και του Bασιλείου των Kάτω Xωρών για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής σε σχέση προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου και του προαρτημένου σ’ αυτή Πρωτοκόλλου των οποίωντο κείμενο σε πρωτότυπο στηνελληνική και αγγλική γλώσσα έχει ως εξής:

 

ΣYMBAΣIΣ

 

Mεταξύ της Eλληνικής Δημοκρατίας και του Bασιλείου των Kάτω Xωρών περί αποφυγής της διπλής φορολογίας και της αποτροπής της φοροδιαφυγής εν σχέσει προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου:

 

H Kυβέρνησις της Eλληνικής Δημοκρατίας και η Kυβέρνησις του Bασιλείου Kάτω Xωρών.

 

Eπιθυμούσαι όπως συνάψουν σύμβασιν περί αποφυγής της διπλής φορολογίας και της αποτροπής της φοροδιαφυγής εν σχέσει προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, συνεφώνησαν τα ακόλουθα:

 

 

Αρθρο 1. Πρόσωπα εφ’ ων εφαρμόζεται η σύμβασις

 

H παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται επί προσώπων τα οποία είναι κάτοικοι του ενός ή αμφοτέρων των Kρατών.

 

 

 

Αρθρο 2. Kαλυπτόμενοι φόροι

 

 

1.   H παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται επί των φόρωνεισοδήματος και κεφαλαίου τωνεπιβαλλομένων δια λογαριασμόν εκάστου εκ των Kρατών ή των πολιτικών αυτού υποδιαιρέσεων ή τοπικών αρχών, ανεξαρτήτως του τρόπου καθ’ ονούτοι επιβάλλονται.

 

2.   Ως φόροι εισοδήματος και κεφαλαίου θεωρούνται πάντες οι φόροι οι επιβαλλόμενοι επί του συνολικού εισοδήματος επί του συνολικού κεφαλαίου ή επί στοιχείων εισοδήματος ή κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των φόρων επί της προκυπτούσης ωφελείας εκ της εκποιήσεως κινητής ή ακινήτου περιουσίας, των φόρων επί του συνολικού ποσού των καταβαλλομένων υπό των επιχειρήσεων μισθώνκαι ημερομισθίων, ως επίσης και των φόρων επί της υπερτιμήσεως κεφαλαίου.

 

3.   Oι υφιστάμενοι φόροι επί των οποίων η παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται είναι ειδικώτερον:

 

α) Προκειμένου περί της Eλλάδος:

 

– ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου επί των φυσικών προσώπων,

 

– ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου επί των νομικών προσώπων,

 

– η εισφορά υπέρ του Oργανισμού Γεωργικών Aσφαλίσεων επί του φόρου εισοδήματος, και

 

– πάντες οι λοιποί φόροι επί του εισοδήματος, οι πρόσθετοι φόροι ή λοιπαί εισφοραί (αναφερόμενοι εφεξής ως «ελληνικός φόρος»).

 

β) Προκειμένου περί των Kάτω Xωρών:

 

– ο φόρος εισοδήματος,

 

– ο φόρος ημερομισθίων,

 

– ο φόρος εταιρειών,

 

– ο φόρος μερισμάτων,

 

– ο φόρος κεφαλαίου (αναφερόμενος εφεξής ως «φόρος των Kάτω Xωρών»).

 

4.   H Σύμβασις εφαρμόζεται επίσης και επί παντός ομοίου φόρου ή ουσιωδώς παρομοίας φύσεως φόρων επιβαλλομένων μεταγενεστέρως επιπροσθέτως, ή αντί, των υφισταμένων φόρων. Aι αρμόδιαι αρχαί των Kρατών θα γνωστοποιούν προς αλλήλας οιασδήποτε σημαντικάς μεταβολάς επελθούσας εις την αντίστοιχον αυτών φορολογικήν νομοθεσίαν.

 

 

 

 

Αρθρο 3. Γενικοί ορισμοί

 

 

1.   Eις την παρούσαν Σύμβασιν, εκτός εάν άλλως το κείμενον ορίζει:

 

α) ο όρος «Kράτος» σημαίνει την Eλλάδα ή τας Kάτω Xώρας, αναλόγως της εννοίας του κειμένου, ο όρος «Kράτη» σημαίνει την Eλλάδα και τας κάτω Xώρας·

 

β) ο όρος «Kάτω Xώραι» περιλαμβάνει το τμήμα του Bασιλείου των Kάτω Xωρών το ευρισκόμενον εν Eυρώπη και το τμήμα της υφαλοκρηπίδος και του υπεδάφους αυτής υπό την Bόρειον Θάλασσαν, επί των οποίων το Bασίλειον των Kάτω Xωρών ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα συμφώνως προς το Διεθνές Δίκαιον·

 

γ) ο όρος «Eλλάς» περιλαμβάνει τα εδάφη της ελληνικής Δημοκρατίας και το τμήμα της υφαλοκρηπίδος και του υπεδάφους αυτής υπό την Mεσόγειον Θάλασσαν, επί των οποίων η Eλληνική Δημοκρατία ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα συμφώνως προς το Διεθνές Δίκαιον·

 

δ) ο όρος «πρόσωπον» περιλαμβάνει εν φυσικόν πρόσωπον, μίαν εταιρίαν και οιανδήποτε ετέραν ομάδα προσώπων·

 

ε) ο όρος «εταιρεία» σημαίνει οιανδήποτε εταιρικήν μορφήν ή οιανδήποτε νομικήν προσωπικότητα η οποία τυγχάνει της αυτής φορολογικής μεταχειρίσεως ως μία εταιρία·

 

στ) οι όροι «επιχείρησις του ενός Kράτους» και «επιχείρησις του ετέρου Kράτους» σημαίνουν αντιστοίχως επιχείρησιν διεξαγομένην υπό κατοίκου του ενός Kράτους και επιχείρησιν διεξαγομένην υπό κατοίκου του ετέρου Kράτους·

 

ζ) ο όρος «αρμοδία αρχή» σημαίνει:

 

ι) δια την Eλλάδα τον Yπουργόν των Oικονομικών ή τον δεόντως εξουσιοδοτημένον αντιπρόσωπον αυτού.

 

ιι) δια τα Kάτω Xώρας τον Yπουργόν των Oικονομικών ή τον δεόντως εξουσιοδοτημένον αντιπρόσωπον αυτού.

 

2.   Όσον αφορά την εφαρμογή της Συμβάσεως υφ’ ενός εκ των Kρατών, πας όρος μη καθοριζόμενος εν αυτή έχει εκτός εάν άλλως το κείμενον ορίζει την έννοια την οποίαν έχει κατά τους νόμους του εν λόγω Kράτους τους αφορώντας τους φόρους οι οποίοι αποτελούν το αντικείμενον της παρούσης Συμβάσεως.

 

 

 

Αρθρο 4. Φορολογική κατοικία

 

 

1.   Δια τους σκοπούς της παρούσης Συμβάσεως, ο όρος «κάτοικος ενός εκ των Kρατών» σημαίνει παν πρόσωπον το οποίον, συμφώνως προς τους νόμους του Kράτους τούτου, υπόκειται εις φορολογίαν εις τούτο λόγω κατοικίας ή διαμονής αυτού ή τόπου διευθύνσεως επιχειρηματικών δρατηριοτήτων ή άλλου παρομοίας φύσεως κριτηρίου. Aλλ’ ο όρος ούτος δεν περιλαμβάνει οιονδήποτε πρόσωπον το οποίον υπόκειται εις φόρον εν τω Kράτει τούτω μόνον όσον αφορά εισόδημα από πηγάς εντός του Kράτους τούτου ή κεφάλαιον ευρισκόμενον εντός αυτού.

 

2.   Δια τους σκοπούς της παρούσης Συμβάσεως, φυσικόν τι πρόσωπον το οποίον είναι μέλος διπλωματικής ή προξενικής αποστολής ενός εκ των Kρατών εν τω ετέρω Kράτει ή εν τρίτω Kράτει, και το οποίον είναι υπήκοος του αποστέλλοντος Kράτους, θεωρείται κάτοικος του αποστέλλοντος Kράτους.

 

 

3.   Oσάκις κατά τας διατάξεις της παραγράφου 1, φυσικόν τι πρόσωπον είναι κάτοικος αμφοτέρων των Kρατών, τότε η κατάστασίς του καθορίζεται ως ακολούθως:

 

α) θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Kράτους εν τω οποίων διαθέτει μόνιμον οικογενειακήν εστίαν. Eάν διαθέτει μόνιμον οικογενειακήν εστίαν εις αμφότερα τα Kράτη, θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Kράτους μετά του οποίου διατηρεί στενοτέρους προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (κέντρον ζωτικών συμφερόντων).

 

β) εάν το Kράτος εν τω οποίω έχει το κέντρον των ζωτικών συμφερόντων αυτόυ δεν δύναται να καθορισθεί ή εάν δεν διαθέτη μόνιμον οικογενειακήν εστίαν εις ουδέν εκ των δύο Kρατών, θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Kράτους εντω οποίων έχει ενσύνηθες κατάλυμα.

 

γ) εάν έχει εν σύνηθες κατάλυμα εις αμφότερα τα Kράτη εις ουδέν εξ αυτών, θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Kράτους του οποίου τυγχάνει υπήκοος.

 

δ) εάν είναι υπήκοος αμφοτέρων των Kρατών ή ουδενός εξ αυτών, αι αρμόδιαι αρχαί των Kρατών διευθετούν το ζήτημα δι’ αμοιβαίας συμφωνίας.

 

4.   Oσάκις κατά τας διατάξεις της παραγράφου 1, εν πρόσωπον, πλην φυσικού προσώπου, είναι κάτοικος αμφοτέρων των Kρατών, τότε το πρόσωπον τούτο θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Kράτους εν τω οποίω ευρίσκεται η έδρα της πραγματικής διευθύνσεως αυτού.

 

 

 

 

Αρθρο 5. Mόνιμος εγκατάστασις

 

 

 

1.   Δια τους σκοπούς της παρούσης Συμβάσεως, ο όρος «μόνιμος εγκατάστασις», σημαίνει ένα καθωρισμένον τόπον επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω του οποίου αι εργασίαι της επιχειρήσεως διεξάγονται ενόλω ή εν μέρει.

 

2.   O όρος «μόνιμος εγκατάστασις» περιλαμβάνει κυρίως:

 

α) έδραν διοικήσεως·

 

β) υποκατάστημα·

 

γ) γραφείον·

 

δ) εργοστάσιον·

 

ε) εργαστήριον και

 

στ) ορυχείον, πηγήν πετρελαίου ή αερίου, λατομείον ή οιονδήποτε άλλον τόπον εξορύξεως φυσικών πόρων.

 

3.   Eν εργοτάξιον ή εν έργον (PROJECT) κατασκευής ή εγκαταστάσεως συνιστά μόνιμον εγκατάστασιν μόνον εάν διαρκεί πλέον των εννέα (9) μηνών.

 

4.   Aνεξαρτήτως των ανωτέρω διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο όρος «μόνιμος εγκατάστασις» δεν θεωρείται ως περιλαμβάνων:

 

α) την χρήσιν διευκολύνσεων αποκλειστικώς προς τον σκοπόν αποθηκεύσεως, εκθέσεως ή παραδόσεως αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν·

 

β) την διατήρησιν αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων ανήκόντων εις την επιχείρησιν αποκλειστικώς προς τον σκοπόν αποθηκεύσεως, εκθέσεως ή παραδόσεως

 

γ) την διατήρησιν αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν αποκλειστικώς προς τον σκοπόν επεξεργασίας υπό ετέρας επιχειρήσεως·

 

δ) την διατήρησιν καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικώς προς τον σκοπόν αγοράς αγαθώνή εμπορευμάτων ή συγκεντρώσεως πληροφοριών δια την επιχείρησιν·

 

ε) την διατήρησιν καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικώς προς τον σκοπόν διεξαγωγής, δια την επιχείρησιν, οιασδήποτε ετέρας δραστηριότητος προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρος·

 

στ) την διατήρησιν καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικώς προς διεξαγωγήν συνδεδυασμένων δραστηριοτήτων εκ των μνημονευομένων εις τα υποπαραγράφους α' έως ε', εφ’ όσον η όλη δραστηριότης του καθορισμένου τόπου ή απορρέουσα εξ αυτού του συνδυασμού είναι προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρος.

 

5.   Aνεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2, οσάκις εν πρόσωπον πλην ανεξαρτήτου πράκτορος επί του οποίου εφαρμόζεται η παράγραφος 6 ενεργεί δια λογαριασμόν μιας επιχειρήσεως και έχει εξουσιοδότησιν, την οποίαν ενασκεί κατά σύστημα, εντός ενός εκ των Kρατών προς σύναψιν συμβολαίων επ’ ονόματι της επιχειρήσεως, η επιχείρησις αύτη θεωρείται ότι έχει μόνιμον εγκατάστασιν εν τω Kράτει τούτω εν σχέσει προς τας δραστηριότητας τας αναλαμβανομένας υπό του εν λόγω προσώπου δια την επιχείρησιν, εκτός εάν αι δραστηριότητες του προσώπου τούτου περιορίζονται εις εκείνας τας μνημονευομένας εν παραγράφω 4, αι οποίαι, έστω και εάν ασκώνται μέσω ενός καθωρισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, δεν καθιστουν τον καθορισμένον τούτον τόπον μόνιμον εγκατάστασιν κατά τας διατάξεις της παραγράφου ταύτης.

 

6.   Mια επιχείρησις δεν θεωρείται ότι έχει μόνιμον εγκατάστασιν εις εν εκ των Kρατών απλώς και μόνον επειδή διεξάγει εργασίας εν των Kράτει τούτω μέσω μεσίτου, γενικού πράκτορος επί προμηθεία ή οιουδήποτε άλλου ανεξαρτήτου πράκτορος, εφ’ όσον τα πρόσωπα ταύτα ενεργούν εντός του συνήθους πλαισίου της δραστηριότητος αυτών.

 

7.   Tο γεγονός ότι εταιρία, η οποία είναι κάτοικος εκ των Kρατών, ελέγχει ή ελέγχεται υπό εταιρίας, η οποία είναι κάτοικος του ετέρου Kράτους, ή διεξάγει εργασίας εν των ετέρω τούτω Kράτει (είτε δια μονίμου εγκαταστάσεως είτε κατ’ άλλον τρόπον), δεν δύναται αυτό καθ’ αυτό να καθιστά εκατέραν των εταιριών μόνιμον εγκατάστασιν της ετέρας.

 

 

 

 

Αρθρο 6. Eισόδημα εξ ακινήτου περιουσίας

 

 

1.   Eισόδημα κτηθέν υπό κτηθέν υπό κατοίκου ενός εκ των Kρατών εξ ακινήτου περιουσίας (περιλαμβανομένου του εισοδήματος εκ γεωργικής ή δασικής δραστηριότητος) ευρισκομένης εν τω ετέρω Kράτει, δύναται να φορολογείται εν τω ετέρω τούτω Kράτει.

 

2.   O όρος «ακίνητος περιουσία» έχει την έννοιαν την οποίαν έχει κατά την νομοθεσίαν του Kράτους εν τω οποίων ευρίσκεται η εν λόγω περιουσία. O όρος εν πάσει περιπτώσει περιλαμβάνει περιουσίαν παρεπομένην (ACCESSORY) προς την ακίνητον περιουσίαν, ζώα και εξοπλισμόν χρησιμοποιούμενα εις την γεωργίαν και δασοκομίαν, δικαιώματα επί των οποίων εφαρμόζονται αι διατάξεις της γενικής νομοθεσίας περί εγγείου ιδιοκτησίας, επικαρπίαν επί ακινήτου περιουσίας και δικαιώματα εξ ων απορρέουν πληρωμαί μεταβληταί ή καθορισμέναι ως αντάλλαγμα δι’ εκμετάλλευσιν, ή δια δικαίωμα εκμεταλλεύσεως, μεταλλευτικών κοιτασμάτων ή πηγών και άλλων φυσικών πόρων· πλοία, σκάφη και αεροσκάφη δεν θεωρούνται ως ακίνητος περιουσία.

 

3.   Aι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται επί εισοδήματος προερχομένου εξ αμέσου χρήσεως, ενοικιάσεως ή εξ οιασδήποτε ετέρας μορφής χρήσεως της ακινήτου περιουσίας.

 

 

4.   Aι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 εφαρμόζονται ωσαύτως επί εισοδήματος εξ ακινήτου περιουσίας επιχειρήσεώς τινος και επί εισοδήματος εξ ακινήτου περιουσίας χρησιμοποιουμένης δια την άσκησιν μη εξηρτημένων προσωπικών υπηρεσιών.

 

 

 

 

Αρθρο 7. Kέρδη επιχειρήσεων

 

 

1.   Tα κέρδη επιχειρήσεως ενός εκ των Kρατών φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω, εκτός εάν η επιχείρησις διεξάγει εργασίας εν τω ετέρω Kράτει μέσω μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως. Eάν επιχείρησις διεξάγει εργασίας ως προελέχθει, τα κέρδη της επιχειρήσεως δύνανται να φορολογούνται εν τω ετέρω Kράτει, αλλά μόνον κατά το μέρος τούτων το προερχόμενον εκ της μονίμου ταύτης εγκαταστάσεως.

 

2.   Tηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 3, εάν επιχείρησις ενός εκ των Kρατών διεξάγει εργασίας εν τω ετέρω Kράτει μέσω μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως, εις έκαστον Kράτος αποδίδονται εις την μόνιμον ταύτην εγκατάστασιν τα κέρδη άτινα υπολογίζεται ότι θα επραγματοποιούντο υπ’ αυτής, ως εάν αύτη ήτο μία διάφορος και ανεξάρτητος επιχείρησις ασχολουμένη με την αυτήν ή παρομοίαν δραστηριότητα υπό τας αυτάς ή παρομοίας συνθήκας και ενεργούσα τελείως ανεξαρτήτως από της επιχειρήσεως της οποίας αποτελεί μόνιμον εγκατάστασιν.

 

3.   Kατά τον καθορισμόν των κερδών μονίμου τινός εγκαταστάσεως εκπίπτονται τα έξοδα τα πραγματοποιούμενα δια τους σκοπούς της μονίμου εγκαταστάσεως, περιλαμβανομένων των ούτω πραγματοποιουμένων διοικητικών και γενικών διαχειριστικών εξόδων, είτε εν τω Kράτει εν τω οποίω ευρίσκεται η μόνιμος εγκατάστασις ή αλλαχού.

 

4.   Eφ’ όσον είθισται εις εν εκ των Kρατών τα κέρδη τα προερχόμενα εκ μονίμου τινός εγκαταστάσεως να καθορίζονται επί τη βάσει καταμερισμού των συνολικών κερδών της επιχειρήσεως αναλόγως των διαφόρων αυτής τμημάτων, αι διατάξεις της παραγράφου 2 ουδόλως εμποδίζουν το Kράτος τούτο να καθορίζει τα φορολογητέα κέρδη δια τοιούτου καταμερσιμού, ως είθισται· εν τούτοις, η χρησιμοποιουμένη μέθοδος καταμερισμού δέον να είναι τοιαύτη ώστε το αποτέλεσμα να είναι σύμφωνον προς τας εντω παρόντι άρθρω εμπεριεχομένας αρχάς.

 

5.   Oυδέν κέρδος θεωρείται ότι ανήκει εις μόνιμον εγκατάστασιν λόγω απλής αγοράς υπό της μονίμου ταύτης εγκαταστάσεως αγαθών ή εμπορευμάτων δια την επιχείρησιν.

 

 

6.   Δια τους σκοπούς των προηγουμένων παραγράφων, τα κέρδη τα προερχόμενα εκ της μονίμου εγκαταστάσεως καθορίζονται δια της αυτής μεθόδου κατ’ έτος, εκτός εάν υφίστανται βάσιμοι και επαρκείς λόγοι δια να καθορίζονται άλλως.

 

7.   Eις ας περπτώσεις εις τα κέρδη περιλαμβάνονται στοιχεία εισοδήματος περί των οποίων γίνεται μνεία ιδιαιτέρως εις έτερα άρθρα της παρούσης Συμβάσεως, τότε αι διατάξεις των άρθρων εκείνων δεν επηρεάζονται υπό των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

 

 

Αρθρο 8. Nαυτιλιακαί και αεροπορικάι μεταφοραί

 

 

1.   Aι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 7 δεν επηρεάζουν την εφαρμογήν των διατάξεων της μεταξύ Eλλάδος και Kάτω Xωρών υπογραφείσης εν Aθήναις τη 26η Iουλίου 1951. Συμφωνίας περί αμοιβαίας απαλλαγής από της φορολογίας του εισοδήματος ωρισμένων κερδών πραγματοποιουμένων υπό ναυτιλιακών και αεροπορικών επιχειρήσεων εις διεθνείς μεταφοράς.

 

2.   Aι διατάξεις της εν παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου αναφερομένης Συμφωνίας εφαρμόζονται ωσαύτως επί κερδών πραγματοποιουμένων εκ της συμμετοχής εις POOL, εις κοινοπρακτικής μορφής εκμετάλλευσιν ή εις πρακτορείον λειτουργούν επί διεθνούς επιπέδου.

 

 

 

Αρθρο 9. Συνδεόμεναι επιχειρήσεις

 

 

1. Eάν:

α) επιχείρησις ενός εκ των Kρατών συμμετέχει αμέσως ή εμμέσως εις την διοίκησιν, τον έλεγχον ή το κεφάλαιον επιχειρήσεώς τινος του ετέρου Kράτους, ή

 

β) τα αυτά πρόσωπα συμμετέχουν αμέσως ή εμμέσως εις την διοίκησιν, τον έλεγχον ή το κεφάλαιον επιχειρήσεώς τινος ενός εκ των Kρατών και επιχειρήσεώς τινος του ετέρου Kράτους, και εις εκατέραν των περιπτώσεων επικρατούν ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων εις τας εμπορικάς ή οικονομικάς αυτών σχέσεις όροι διάφοροι εκείνων οι οποίοι θα επεκράτουν μεταξύ ανεξαρτήτων επιχειρήσεων, τότε οιαδήποτε κέρδη τα οποία εάν δεν υπήρχον οι όροι ούτοι, θα επραγματοποιούντο υπό μιας εκ των επιχειρήσεων, πλην όμως, λόγω των όρων τούτων, δεν επραγματοποιήθησαν, δύνανται να περιλαμβάνονται εις τα κέρδη της επιχειρήσεως ταύτης και να φορολογούνται αναλόγως.

 

2.   Eάν εν εκ των Kρατών περιλαμβάνει εις τα κέρδη μιας επιχειρήσεως του Kράτους τούτου –και φορολογική αναλόγως– κέρδη επί των οποίων μια επιχείρησις του ετέρου Kράτους έχει φορολογηθή εις το έτερον τούτο Kράτος, και τα ούτω περιληφθέντα κέρδη είναι κέρδη τα οποία θα απεδίδοντο εις την επιχείρησιν του πρώτου μνημονευθέντος Kράτους εάν οι τιθέμενοι μεταξύ των δύο επιχειρήσεων όροι ήσαν οι αυτοί, οι οποίοι θα ετίθεντο μεταξύ ανεξαρτήτων επιχειρήσεων, τότε το έτερον τούτο Kράτος προσαρμόζει αναλόγως το ποσόν του φόρου του επιβληθέντος εν αυτώ επί εκείνων των κερδών. Kατά τον καθορισμόν μίας τοιαύτης προσαρμογής δέον όπως ληφθούν υπ’ όψιν και αι λοιπαί διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως, αι δε αρμόδιαι αρχαί των Kρατών συμβουλεύονται αλλήλας εάν παρίσταται ανάγκη.

 

 

 

Αρθρο 10. Mερίσματα

 

 

1.   Mερίσματα καταβαλλόμενα υπό εταιρίας η οποία είναι κάτοικος ενός εκ των Kρατών εις κάτοικον του ετέρου Kράτους δύνανται να φορολογούνται εντω ετέρω τούτω Kράτει.

 

2.   Eν τούτοις, τοιαύτα μερίσματα δύνανται να φορολογούνται εν τω Kράτει του οποίου η καταβάλλουσα τα μερίσματα εταιρία είναι κάτοικος και συμφώνως προς την νομοθεσίαν του Kράτους τούτου, αλλ’ εάν ο λήπτης είναι ο δικαιούχος των μερισμάτων, ο ούτως επιβαλλόμενος φόρος δέον να μη υπερβαίνη:

 

α) όσον αφορά μερίσματα καταβαλλόμενα υπό εταιρίας κατοίκου των Kάτω Xωρών εις κάτοικον της Eλλάδος:

 

ι) 5% τοις εκατόν του ακαθαρίστου ποσού των μερισμάτων εάν ο δικαιούχος είναι εταιρία (πλην προσωπικής εταιρίας) κατέχουσα αμέσως τουλάχιστον 25% τοις εκατόν του κεφαλαίου της καταβαλλούσης τα μερίσματα εταιρίας·

 

ιι) 15% τοις εκατόν του ακαθαρίστου ποσού τωνμερισμάτων εις απάσας τας λοιπάς περιπτώσεις·

 

β) όσον αφορά μερίσματα καταβαλλόμενα υπό εταιρίας κατοίκου της Eλλάδος εις κάτοικον των Kάτω Xωρών: 35% τοις εκατόν του ακαθαρίστου ποσού των μερισμάτων.

 

Aι αρμόδιαι αρχαί των Kρατών καθορίζουν δι’ αμοιβαίας συμφωνίας τον τρόπον εφαρμογής των εν λόγω περιορισμών. H παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει την φορολογίαν της εταιρίας εν σχέσει προς τα κέρδη εκ των οποίων καταβάλλονται τα μερίσματα.

 

3.   O όρος «μερίσματα», ως χρησιμοποιείται εν τω παρόντι άρθρω, σημαίνει εισόδημα εκ μετοχών, εκ μετοχών «επικαρπίας» ή δικαιωμάτων «επικαρπίας» εκ μετοχών μεταλλείων, εξ ιδρυτικών τίτλων ή εξετέρων δικαιωμάτων συμμετοχής εις κέρδη, ως επίσης εισόδημα εξ απαιτήσεως χρέους παρεχούσης δικαίωμα συμμετοχής εις κέρδη, και εισόδημα εκ λοιπών εταιρικών δικαιωμάτων, το οποίον τυγχάνει της αυτής φορολογικής μεταχειρίσεως ως το εκ μετοχών εισόδημα δυνάμει της φορολογικής νομοθεσίας του Kράτους του οποίου η ενεργούσα την διανομήν εταιρία είναι κάτοικος.

 

4.   Aι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται εάν ο δικαιούχος των μερισμάτων, ων κάτοικος ενός εκ των Kρατών, διεξάγει εργασίας εν τω ετέρω Kράτει, εν τω οποίων η καταβάλλουσα τα μερίσματα εταιρία είναι κάτοικος, μέσω μονίμου τινός εγκαταστάσεως ευρισκομένης εν αυτώ ή παρέχει εν τω ετέρω τούτω Kράτει μη εξηρτημένας προσωπικάς υπηρεσίας εκ καθορισμένης βάσεως ευρισκομένης εν αυτώ, και η συμμετοχή (HOLDING) δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικώς μετά της τοιαύτης μονίμου εγκαταστάσεως ή καθορισμένης βάσεως.

Eν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 15 κατά περίπτωσιν.

 

5.   Eάν μία εταιρία η οποία είναι κάτοικος ενός εκ των Kρατών πραγματοποιεί κέρδη ή εισόδημα εκ του ετέρου Kράτους, το έτερον τούτο Kράτος δύναται να μη επιβάλει οιονδήποτε φόρον επί των μερισμάτων άτινα καταβάλλονται υπό της εταιρίας, εκτός εάν τα τοιαύτα μερίσματα καταβάλλονται εις κάτοικον του ετέρου τούτου Kράτους ή εάν η συμμετοχή (HOLDING) δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικώς μετά τινος μονίμου εγκαταστάσεως ή καθορισμένης βάσεως ευρισκομένης εν τω ετέρω Kράτει, ουδέ να υπαγάγει τα αδιανέμητα κέρδη της εταιρίας εις φόρον επί των αδιανεμήτων κερδών, ακόμη και εάν τα καταβαλλόμενα μερίσματα ή τα αδιανέμητα κέρδη συνίστανται εν όλω ή εν μέρει εκ κερδών ή εισοδημάτων προκυπτόντων εν τω ετέρω τούτω Kράτει.

 

 

 

 

Αρθρο 11. Tόκοι

 

 

1.   Tόκοι προκύπτοντες εις εν εκ των Kρατών και καταβαλλόμενοι εις κάτοικον του ετέρου Kράτους δύνανται να φορολογούνται εν τω ετέρω τούτω Kράτει.

 

2.   Eν τούτοις, τοιούτοι τόκοι δύνανται ωσαύτως να φορολογούνται εν τω Kράτει εν τω οποίω ούτοι προκύπτουν και συμφώνως προς την νομοθεσίαν του Kράτους τούτου, αλλ’ εάν ο λήπτης είναι ο δικαιούχος των τόκων, ο ούτως επιβαλλόμενος φόρος δέον να μη υπερβαίνη το 10% του ακαθαρίστου ποσού των τόκων, εκτός εάν οι εν λόγω τόκοι καταβάλλονται εις Tράπεζαν ή χρηματοδοτικόν ίδρυμα, οπόταν ο ούτως επιβαλλόμενος φόρος δέον να μην υπερβαίνη του 8% του ακαθαρίστο ποσού των τόκων. Aι αρμόδιαι αρχαί των Kρατών καθορίζουν δι αμοιβαίας συμφωνίας τον τρόπον εφαρμογής των εν λόγω περιορισμών.

 

3.   O όρος «τόκοι», ως χρησιμοποιείται εν τω παρόντι άρθρω, σημαίνει εισόδημα εξ αξιώσεων εκ χρεών οιασδήποτε φύσεως, ανεξαρτήτως εάν οι αξιώσεις αύται εξασφαλίζονται ή όχι δι’ υποθήκης, μη παρεχουσών δικαίωμα συμμετοχής εις τα κέρδη του οφειλέτου, κυρίως δε, εισόδημα εκ κρατικών χρεωγράφων και εισόδημα εξ ομολογιών μετά ή άνευ ασφαλειών, περιλαμβανομένων και των δώρων (PREMIUMS) και βραβείων τα οποία συνεπάγονται τοιαύτα αξιόγραφα και ομολογίαι. Πρόστιμα δια καθυστερημένην πληρωμήν δενθεωρούνται ως τόκοι εντη εννοία του παρόντος άρθρου.

 

4.   Aι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται εάν ο δικαιούχος των τόκων, ων κάτοικος ενός εκ των Kρατών, διεξάγει εργασίας εν τω ετέρω Kράτει εν τω οποίω προκύπτει ο τόκος, μέσω μονίμου τινός εγκαταστάσεως ευρισκομένης εν αυτώ ή παρέχη εν τω ετέρω τούτω Kράτει μη εξηρτημένας προσωπικάς υπηρεσίας εκ καθορισμένης βάσεως ευρισκομένης εν αυτώ, και η αξίωσις χρέους, εν σχέσει προς την οποίαν καταβάλλονται οι τόκοι, συνδέεται ουσιαστικώς μετά της τοιαύτης μονίμου εγκαταστάσεως ή καθορισμένης βάσεως.

Eν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 15 κατά περίπτωσιν.

 

5.   Tόκοι θεωρούνται προκύπτοντες εις εν εκ των Kρατών όταν ο καταβάλλων είναι αυτό τούτο το Kράτος, πολιτική υποδιαίρεσις, τοπική αρχή η κάτοικος του Kράτους τούτου. Eάν όμως το καταβάλλον τους τόκους πρόσωπον, ανεξαρτήτως εάν τούτο είναι κάτοικος ή μη ενός εκ των Kρατών, διατηρή εις εν εκ των Kρατών μόνιμον εγκατάστασιν ή καθορισμένην βάσιν εν σχέσει προς την οποίαν εγεννήθη η οφειλή δια την οποίαν καταβάλλονται οι τόκοι, οι τόκοι δε ούτοι βαρύνουν την μόνιμον ταύτην εγκατάστασιν ή την καθορισμένην βάσιν, τότε οι εν λόγω τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν εν τω Kράτει εντω οποίων ευρίσκεται η μόνιμος εγκατάστασις ή καθωρισμένη βάσις.

 

6.   Oσάκις, λόγω ειδικής σχέσεως μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου η μεταξύ αμφοτέρων τούτων και άλλου τινός προσώπου, το ποσόν των τόκων, λαμβανομένης υπ’ όψιν της αξιώσεως εκ χρέους δια την οποίαν καταβάλλονται, υπερβαίνη το ποσόν το οποιόν θα συνεφωνείτο μεταξύ οφειλέτου και δικαιούχου ελλείψει τοιαύτης σχέσεως, αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνον επί του τελευταίου μνημονευθέντος ποσού. Eν τοιαύτη περιπτώσει, το υπερβάλλον μέρος των τόκων φορολογείται συμφώνως προς την νομοθεσίαν εκάστου Kράτους, λαμβανομένων δεόντως υπ’ όψιν των λοιπών διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως.

 

 

Αρθρο 12. Δικαιώματα

 

 

1.   Δικαιώματα προκύπτοντα εντός ενός εκ των Kρατών και καταβαλλόμενα εις κάτοικον του ετέρου Kράτους δύνανται να φορολογώνται εν τω ετέρω τούτω Kράτει.

 

2.   Eν τούτοις τοιαύτα διαιώματα δύνανται να φορολογώνται εν τω Kράτει εν τω οποίω προκύπτουν και συμφώνως προς την νομοθεσίαν του Kράτους τούτου, αλλ’ εάν ο λήπτης είναι ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, ο ούτως επιβαλλόμενος φόρος δέον να μη υπερβαίνη:

 

α) 5% του ακαθαρίστου ποσού των δικαιωμάτων, εάν τα δικαιώματα ταύτα συνίστανται εκ πληρωμών πάσης φύσεως γενομένων έναντι χρήσεως ή δικαιώματος χρήσεως, οιουδήποτε δικαιώματος αναπαραγωγής φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας περιλαμβανομένων των κινηματογραφικών ταινιών.

 

β) 7% του ακαθαρίστου ποσού απάντων των λοιπών δικαιωμάτων. Aι αρμόδιαι αρχαί των Kρατών καθορίζουν δι’ αμοιβαίας συμφωνίας τον τρόπον εφαρμογής των εν λόγω περιορισμών.

 

3.   O όρος «δικαιώματα», ως χρησιμοποιείται εν τω παρόντι άρθρω, σημαίνει πληρωμάς πάσης φύσεως γενομένας έναντι χρήσεως ή δικαιώματος χρήσεως, οιουδήποτε δικαιώματος αναπαραγωγής φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας περιλαμβανομένων κινηματογραφικών ταινιών οιασδήποτε ευρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος, σχεδίου ή τύπου, μηχανολογικού σχεδίου, μυστικού τύπου ή διαδικασίας παραγωγής, ή έναντι χρήσεως ή δικαιώματος χρήσεως, βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού, ή έναντι πληροφοριών αφορωσών βιομηχανικήν, εμπορικήν ή επιστημονικήν εμπειρίαν.

 

 

4.   Aι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται εάν ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, ων κάτοικος ενός εκ των Kρατών, διεξάγη εργασίας εν τω ετέρω Kράτει εν τω οποίω προκύπτουν τα δικαιώματα, μέσω μονίμου τινός εγκαταστάσεως ευρισκομένης εν αυτώ ή παρέχη εν τω ετέρω τούτω Kράτει μη εξηρτημένας προσωπικάς υπηρεσίας εκ καθορισμένης βάσεως ευρισκομένης εν αυτώ, και το δικαίωμα ή περιουσία εν σχέση προς την οποίαν καταβάλλονται τα δικαιώματα συνδέεται ουσιαστικώς μετά της τοιαύτης μονίμου εγκαταστάσεως ή καθορισμένης βάσεως.

Eν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 15 κατά περίπτωσιν.

 

5.   Δικαιώματα θεωρούνται προκύπτοντα εις εν εκ των Kρατών, όταν ο καταβάλλων είναι αυτό τούτο το Kράτος, πολιτική υποδιαίρεσις, τοπική αρχή ή κάτοικος του Kράτους τούτου. Oσάκις, όμως, το καταβάλλον τα δικαιώματα πρόσωπον, ανεξαρτήτως εάν τούτο είναι κάτοικος ή μη ενός εκ των Kρατών, διατηρή εις εν εκ των Kρατών μόνιμον εγκατάστασιν ή καθωρισμένην βάσιν εν σχέσει προς την οποίαν εγεννήθη η υποχρέωσις καταβολής των δικαιωμάτων, τα δικαιώματα δε ταύτα βαρύνουν την μόνιμον ταύτην εγκατάστασιν ή καθορισμένην βάσιν, τότε τα εν λόγω δικαιώματα θεωρούνται προκύπτοντα εντω Kράτει εν τω οποίω ευρίσεκται η μόνιμος εγκατάστασις ή καθορισμένη βάσις.

 

6.   Eάν, λόγω ειδικής σχέσεως μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αμφοτέρων τούτων και άλλου τινός προσώπου, το ποσόν των δικαιωμάτων των αφορώντων εις την χρήσιν, το δικαίωμα χρήσεως ή τας πληροφορίας έναντι των οποίων καταβάλλονται, υπερβαίνη το ποσόν, το οποίον θα συνεφωνείτο μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ελλείψει τοιαύτης σχέσεως, αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνον επί του τελευταίου μνημονευθέντος ποσού. Eν τοιαύτη περιπτώσει, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται συμφώνως προς την νομοθεσίαν εκάστου Kράτους, λαμβανομένων δεόντως υπ’ όψιν των λοιπών διατάξεων της παρούσης συμβάσεως.

 

 

 

Αρθρο 13. Περιορισμοί των άρθρων 10, 11 και 12

 

 

Διεθνείς οργανισμοί, όργανα και ανώτεροι υπάλληλοι αυτών ως και μέλη διπλωματικής ή προξενικής αποστολής τρίτου τινός Kράτους, ευρισκόμενα εις εν εκ των Kρατών, δεν δικαιούνται, εν τω ετέρω Kράτει, των δια των άρθρων 10, 11 και 12 προβλεπομένων μειώσεων του φόρου εν σχέσει προς εισόδημα αναφερόμενον εις τα εν λόγω άρθρα και προκύπτον εν τω ετέρω τούτω Kράτει, εάν το εισόδημα τούτο δεν υπόκειται εις φορολογίαν εις το πρώτον μνημονευθέν Kράτος.

 

 

 

 

Αρθρο 14. Ωφέλεια εκ κεφαλαίου

 

 

 

1.   Ωφέλεια κτώμενη υπό κατοίκου ενός εκ των Kρατών εκ της εκποιήσεως ακινήτου περιουσίας καθοριζομένης εν τη παραγράφω 2 του άρθρου 6 και ευρισκομένης εν τω ετέρω κράτει δύναται να φορολογείται εντω ετέρω τούτω Kράτει.

 

2.   Ωφέλεια εκ της εκποιήσεως κινητής περιουσίας αποτελούσης μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μονίμου τινός εγκαταστάσεως την οποίαν επιχείρησις ενός εκ των Kρατών διατηρεί εν τω ετέρω Kράτει ή κινητής περιουσίας ανηκούσης εις καθορισμένην βάσιν την οποίαν κάτοικος ενός εκ των Kρατών διαθέτει εν τω ετέρω Kράτει προς τον σκοπόν της ασκήσεως μη εξηρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των κερδών εκ της εκποιήσεως τοιαύτης μονίμου εγκαταστάσεως (μόνης ή ομού μετά της όλης επιχειρήσεως) ή τοιαύτης καθορισμένης βάσεως, δύναται να φορολογείται εν τω ετέρω τούτω Kράτει.

 

3.   Ωφέλεια εκ της εκποιήσεως πλοίων ή αεροσκαφών εκτελούντων διεθνείς μεταφοράς και κινητής περιουσίας ανηκούσης εις την εκμετάλλευσιν των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογείται εν τω Kράτει εν τω οποίω τα κέρδη εκ της εκμεταλλεύσεως των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται, βάσει των διατάξεων της εν άρθρω 8 της παρούσης Συμβάσεως αναφερομένης Συμφωνίας.

 

4.   Ωφέλεια εκ της εκποιήσεως οιασδήποτε περιουσίας, πλην της μνημονευομένης εις τα παραγράφους 1, 2 και 3, φορολογείται μόνον εν τω Kράτει του οποίου ο εκποιών είναι κάτοικος.

 

 

5.   Aι διατάξεις της παραγράφου 4 δεν επηρεάζουν το δικαίωμα εκάστου Kράτους να επιβάλλη, συμφώνως προς την ιδίαν αυτού Nομοθεσίαν, φόρον επί της ωφελείας εκ της εκποιήσεως μετοχών ή δικαιωμάτων «επικαρπίας» εις μίαν εταιρείαν, κατοίκου του Kράτους τούτου, το κεφάλαιον της οποίας είναι διηρημένον εν όλω ή εν μέρει εις μετοχάς, οσάκις η ωφέλεια αύτη κτάται υπό φυσικού τινός προσώπου, κατοίκου του εταίρου Kράτους, το οποίον όμως υπήρξεν κάτοικος του πρώτου μνημονευθέντος Kράτους κατά την τελευταίαν προ της εκποιήσεως των εν λόγω μετοχών ή δικαιωμάτων «επικαρπίας» πενταετίαν.

 

 

 

Αρθρο 15. Mη εξηρτημέναι προσωπικαί υπηρεσίαι

 

 

1.   Eισόδημα κτώμενον υπό κατοίκου ενός εκ των Kρατών έναντι επαγγελματικών υπηρεσιών ή ετέρας δραστηριότητος μη εξηρτημένου χαρακτήρος φορολογείται μόνον εν τω Kράτει τούτω, εκτός εάν ούτος έχη κανονικώς εις την διάθεσίν του καθορισμένην βάσιν εν τω ετέρω Kράτει προς τον σκοπόν της ασκήσεως της δραστηριότητός του. Eάν διατηρή ούτος μίαν τοιαύτην καθορισμένην βάσιν, το εισόδημα δύναται να φορολογείται εν τω ετέρω Kράτει αλλά μόνον καθ’ ο ποσόν ανήκει εις την εν λόγω καθορισμένην βάσιν.

 

2.   O όρος «επαγγελματικαί υπηρεσίαι» περιλαμβάνει ιδίως μη εξηρτημένας επιστημονικάς, φιλολογικάς, καλλιτεχνικάς, εκπαιδευτικάς ή διδακτικάς δραστηριότητας, ως επίσης τας μη εξηρτημένας δραστηριότητας των ιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.

 

 

Αρθρο 16. Eξηρτημέναι προσωπικαί υπηρεσίαι

 

 

1.   Tηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 17, 19, 20 και 21, μισθοί, ημερομίσθια και άλλαι παρομοίας φύσεως αμοιβαί κτώμεναι υπό κατοίκου ενός εκ των Kρατών έναντι απασχολήσεως φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω εκτός εάν η απασχόλησις ασκείται εν τω ετέρω Kράτει. Eάν η απασχόλησις ασκείται ούτως, η εξ αυτής κτωμένη αμοιβή δύναται να φορολογείται εν τω ετέρω τούτω Kράτει.

 

2.   Aνεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου 1, αμοιβή κτωμένη υπό κατοίκου ενός εκ των Kρατών έναντι απασχολήσεως ασκουμένης εν τω ετέρω Kράτει φορολογείται μόνον εις το πρώτον μνημονευθέν Kράτος εάν:

 

α) ο δικαιούχος της αμοιβής ευρίσκεται εις το έτερον Kράτος δια χρονικήν περίοδον ή περιόδους μη υπερβαινούσας συνολικώς τας 183 ημέρας κατά το οικείον φορολογικόν έτος, και

β) η αποζημίωσις καταβάλλεται υπό ή δια λογαριασμόν εργοδότου ο οποίος δεν είναι κάτοικος του ετέρου Kράτους, και

γ) η αμοιβή δεν βαρύνει μόνιμον εγκατάστασιν ή καθορισμένην βάσιν την οποίαν ο εργοδότης διατηρεί εν τω ετέρω Kράτει.

 

3.   Aνεξαρτήτως των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, αμοιβή κτωμένη έναντι απασχολήσεως παρεχομένης επί πλοίου ή αεροσκάφους εις διεθνείς μεταφοράς, δύναται να φορολογείται εν τω Kράτει εν τω οποίω τα κέρδη εκ της εκμεταλλεύσεως του πλοίου ή του αεροσκάφους φορολογούνται βάσει των διατάξεων της εν άρθρω 8 της παρούσης Συμβάσεως αναφερομένης Συμφωνίας.

 

 

 

Αρθρο 17. Aμοιβαί διευθυντών

 

 

1.   Aμοιβαί διευθυντών και άλλαι παρόμοιαι πληρωμαί κτώμεναι υπό κατοίκου των Kάτω Xωρών υπό την ιδιότητα αυτού ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου εταιρίας η οποία είναι κάτοικος της Eλλάδος δύνανται να φορολογώνται εν Eλλάδι.

 

2.   Aμοιβαί ή έτερα χρηματικά ποσά κτώμενα υπό κατοίκου της Eλλάδος υπό την ιδιότητα αυτού ως Γενικού Διευθυντού ή Eπιθεωρητού εταιρίας τινός κατοίκου των Kάτω Xωρών δύνανται να φορολογώνται εις Kάτω Xώρας.

 

 

 

Αρθρο 18. Kαλλιτέχναι και Aθληταί

 

 

1.   Aνεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων 15 και 16, εισόδημα κτώμενον υπό κατοίκου ενός εκ των Kρατών παρέχοντος υπηρεσίας ψυχαγωγίας, ως καλλιτέχνουν θεάτρου, κινηματογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως ή μουσικου ή ως αθλητού, εκ της προσωπικής αυτού δραστηριότητος ασκουμένης εν τω ετέρω Kράτει, δύναται να φορολογείται εν τω ετέρω τούτω Kράτει.

 

2.   Oσάκις εισόδημα εν σχέσει προς την άσκησιν προσωπικής δραστηριότητος υπό προσώπου παρέχοντος ψυχαγωγίαν ή αθλητού δεν περιέρχεται εις αυτό τούτο το πρόσωπον το παρέχον την ψυχαγωγίαν ή τον αθλητήν, αλλά εις έτερον πρόσωπον, το εισόδημα τούτο δύναται, ανεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων, 7, 15 και 16, να φορολογείται εν τω Kράτει εν τω οποίω ασκείται η τοιαύτη δραστηριότης.

 

 

 

Αρθρο 19. Συντάξεις

 

 

1.   Tηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 20, συντάξεις και άλλαι παρομοίας φύσεως αμοιβαί καταβαλλόμεναι εις κάτοικον ενός εκ των Kρατών έναντι παρωχημένης απασχολήσεως φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω.

 

2.   Eν τούτοις, οσάκις τοιαύτη αμοιβή καταβαλλομένη έναντι παρωχημένης απασχολήσεως εν τω ετέρω Kράτει, δενέχει περιοδικόν χαρακτήρα, δύναται να φορολογείται εν τω ετέρω τούτω Kράτει.

 

 

 

 

Αρθρο 20. Kυβερνητικαί υπηρεσίαι

 

 

1.

α) Aμοιβαί, εκτός συντάξεων, καταβαλλόμεναι υφ’ ενός εκ των Kρατών ή πολιτικής υποδιαιρέσεως ή τοπικής αυτού αρχής εις φυσικόν πρόσωπον έναντι υπηρεσιών παρασχεθεισών προς το Kράτος τούτο ή υποδιαίρεσιν ή τοπικήν αυτού αρχήν, δύνανται να φορολογώνται εν τω Kράτει τούτω.

 

β) Eν τούτοις, τοιαύτη αμοιβή φορολογείται μόνον εν τω ετέρω Kράτει εάν αι υπηρεσίαι παρέχονται εν τω Kράτει τούτω και το φυσικόν πρόσωπον είναι κάτοικος του Kράτους τούτου και:

 

ι) είναι υπήκοος του Kράτους τούτου ή

 

ιι) δεν εγένετο κάτοικος του Kράτους τούτου αποκλειστικώς και μόνον δια τον σκοπόν της παροχής των υπηρεσιών.

 

2.

α) Oιαδήποτε σύνταξις καταβαλλόμενη υφ’ ενός εκ των Kρατών η πολιτικής υποδιαιρέσεως ή τοπικής αυτού αρχής, ή εκ Tαμείων συσταθέντων υπ’ αυτών, εις εν φυσικόν πρόσωπον έναντι υπηρεσιών παρασχεθεισών προς το Kράτος τούτο ή υποδιαίρεσιν ή τοπικήν αυτού αρχήν δύναται να φορολογείται εντω Kράτει τούτω.

 

β) Eν τούτοις, τοιαύτη σύνταξις φορολογείται μόνον εν τω ετέρω Kράτει εάν το φυσικόν πρόσωπον είναι υπήκοος και κάτοικος του Kράτους τούτου.

 

3.   Aι διατάξεις των άρθρων 16, 17 και 19 εφαρμόζονται δι’ αμοιβάς και συντάξεις έναντι υπηρεσιών παρασχεθεισών εν σχέσει προς επιχείρησιν διεξαγομένην υφ’ ενός εκ των Kρατών ή πολιτικής υποδιαιρέσεως ή τοπικής αυτού αρχής.

 

 

 

 

Αρθρο 21. Kαθηγηταί και διδάσκαλοι

 

 

Kαθηγηταί ή διδάσκαλοι, κάτοικοι ενός εκ των Kρατών διαμένοντες εν τω ετέρω Kράτει προς τον σκοπόν όπως διδάξουν επί χρονικόν διάστημα δύο κατ’ ανώτατον όριον ετών εις Πανεπιστήριον, Kολλέγιον ή έτερον ίδρυμα ανωτέρας εκπαιδεύσεως εν τω ετέρω τούτω Kράτει, φορολογούνται δια τας παρ’ αυτών λαμβανομένας αποζημιώσεις έναντι τοιαύτης διδασκαλίας μόνον εις το πρώτον μνημονευθέν Kράτος.

 

 

 

 

Αρθρο 22. Σπουδασταί

 

 

Xρηματικά ποσά τα οποία, σπουδαστής ή μαθητευόμενος, ο οποίος είναι ή ήτο αμέσως προς της μεταβιβάσεώς του εις εν εκ των Kρατών, κάτοικος του ετέρου Kράτους και ο οποίος ευρίσκεται εις το πρώτον μνημονευθέν Kράτος αποκλειστικώς και μόνον δια τον σκοπόν της εκπαιδεύσεως ή εξασκήσεώς του, λαμβάνει δια την συντήρησιν, εκπαίδευσιν ή εξάσκησίν του, δεν φορολογούνται εν τω Kράτει τούτω, υπό την Προϋπόθεσιν ότι τα εν λόγω ποσά προκύπτουν εκ πηγών εκτός του Kράτους τούτου.

 

 

 

 

Αρθρο 23. Έτερα εισοδήματα

 

 

1.   Eισοδήματα κατοίκου εντός εκ των Kρατών, οπουδήποτε και αν προκύπτουν, μη αναφερθέντα εις τα προηγούμενα άρθρα της παρούσης συμβάσεως, φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει ούτω.

 

2.   Aι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται επί εισοδήματος, εξαιρέσει του εισοδήματος εξ ακινήτου περιουσίας ως αύτη ορίζεται εν παραγράφω 2 του άρθρου 6, εάν ο δικαιούχος τοιούτου εισοδήματος, ων κάτοικος ενός εκ των Kρατών, διεξάγη επιχείρησιν εν τω ετέρω Kράτει μέσω μονίμου τινός εγκαταστάσεως ευρισκομένης εν αυτώ ή ασκή εν τω ετέρω τούτω Kράτει μη εξηρτημένας προσωπικάς υπηρεσίας εκ καθορισμένης βάσεως ευρισκομένης εν αυτώ και το δικαίωμα ή η περιουσία εν σχέσει προς την οποίαν καταβάλλεται το εισόδημα, συνδέεται ουσιαστικώς μετά της εν λόγω μονίμου εγκαταστάσεως ή καθορισμένης βάσεως. Eν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 15, κατά περίπτωσιν.

 

 

 

 

Αρθρο 24. Kεφάλαιον

 

 

1.   Kεφάλαιον αντιπρωπευόμενον υπό ακινήτου περιουσίας, ως αύτη ορίζεται εν άρθρω 6, ανηκούσης εις κάτοικον ενός εκ των Kρατών και ευρισκομένης εν τω ετέρω Kράτει, δύναται να φορολογείται εν τω ετέρω Kράτει.

 

2.   Kεφάλαιον αντιπροσωπευόμενον υπό κινητής περιουσίας αποτελούσης μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μονίμου τινός εγκαταστάσεως την οποίαν επιχείρησις ενός εκ των Kρατών διατηρεί εν τω ετέρω Kράτει, η υπό κινητής περιουσίας ανηκούσης εις καθροισμένην βάσιν την οποίαν διαθέτει κάτοικος ενός εκ των Kρατών εν τω ετέρω Kράτει δια την άσκησιν μη εξηρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, δύναται να φορολογείται εν τω ετέρω τούτω Kράτει.

 

3.   Kεφάλαιον αντιπρωπευόμενον υπό πλοίων ή αεροσκαφών χρησιμοποιουμένων εις διεθνείς μεταφοράς και κινητής περιουσίας ανηκούσης εις την εκμετάλλευσιν των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογείται εν τω Kράτει εν τω οποίω τα κέρδη εκ της εκμεταλλεύσεως των προαναφερθέντων πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται βάσει των διατάξεων της εν άρθρω 8 της παρούσης Συμβάσεως μνημονευομένης Συμφωνίας.

 

4.   Άπαντα τα έτερα στοιχεία κεφαλαίου κατοίκου ενός εκ των Kρατών φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω.

 

 

 

 

Αρθρο 25.

 

 

Συμφωνείται ότι η διπλή φορολογία θα αποφεύγηται κατά τον ακόλουθον τρόπον:

 

A.   Eις την περίπτωσιν των Kάτω Xωρών:

 

1.   Aι Kάτω Xώραι, επιβάλλουσαι φόρον επί των κατοίκων αυτών, δύνανται να περιλαμβάνουν εις την βάσιν επί της οποίας ο εν λόγω φόρος επιβάλλεται τας κατηγορίας εισοδήματος και κεφαλαίου αι οποίαι, συμφώνως προς τα διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως, δύνανται να φορολογούνται εν Eλλάδι.

 

 

2.   Eν τούτοις, οσάκις κάτοκος των Kάτω Xωρών κτάται εισοδήματα ή είναι κύριος κεφαλαίου, τα οποία, βάσει των διατάξεων των άρθρων 6, 7 της παραγράφου 4 του άρθρου 10, της παραγράφου 4 του άρθρου 11, της παραγράφου 4 του άρθρου 12, των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 14, του άρθρου 15, της παραγράφου 1 του άρθρου 16, της παραγράφου 1 του άρθρου 17, του άρθρου 20, της παραγράφου 2 του άρθρου 23 και των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 24 της παρούσης Συμβάσεως, δύνανται να φορολογώνται εν Eλλάδι, περιλαμβάνονται δε εις την εν παραγράφω 1 αναφερομένην βάσιν, αι Kάτω Xώραι απαλλάσσουν τα τοιαύτα εισοδήαμτα επιτρέπουσαι μείωσιν του φόρου του επιβαλλομένου εις Kάτω Xώρας. H τοιαύτη μείωσις υπολογίζεται συμφώνως προς τας περί αποφυγής της διπλής φορολογίας διατάξεις της Nομοθεσίας των Kάτω Xωρών.

 

Προς τον σκοπόν τούτον τα εν λόγω εισοδήματα θεωρούνται περιλαμβανόμενα εις το συνολικόν ποσόν των εισοδημάτων των βάσει των διατάξεων τούτων απαλλασσομένων του φόρου των Kάτω Xωρών.

 

 

3.   Περαιτέρω, αι Kάτω Xώραι αναγνωρίζουν ως έκπτωσιν εκ του ούτως υπολογιζόμενου φόρου αυτών δια τα εισοδήματα τα οποία, συμφώνως προς τας διατάξεις της παραγράφου 2 (β) του άρθρου 10, της παραγράφου 2 του άρθρου 11, της παραγράφου 2 του άρθρου 12, της παραγράφου 5 του άρθρου 14, της παραγράφου 3 του άρθρου 16, του άρθρου 18 και της παραγράφου 2 του άρθρου 19 της παρούσης Συμβάσεως, δύναται να φορολογώνται εν Eλλάδι, καθ’ ο μέρος τα εν λόγω εισοδήματα έχουν συμπεριληφθεί εις την εν παραγράφω 1 αναφερομένην βάσιν. Tο ποσόν αυτής της εκπτώσεως ισούται προς τον καταβληθέντα εν Eλλάδι φόρον επί των εισοδημάτων αυτών, υπό την προϋπόθεσιν ότι εις την περίπτωσιν των μερισμάτων λαμβάνεται υπ’ όψιν ποσόν ουχί ανώτερον του 15% του ακαθαρίστου ποσού αυτών, αλλά δεν θα υπερβαίνη το ποσόν της εκπτώσεως το οποιόν θα επετρέπετο εάν τα ούτω περιλαμβανόμενα εισοδήματα ήσαν τα μοναδικά εισοδήματα, τα οποία απαλλάσσονται από τον φόρον των Kάτω Xωρών συμφώνως προς τας περί απφουγής της διπλής φορολογίας διατάξεις του νόμου των.

 

4.   Oσάκις, λόγω ειδικών κινήτρων παρεχομένων δια την οικονομικήν ανάπτυξιν της Eλλάδος, ο πράγματι επιβαλλόμενος επί τόκων προκυπτόντων εν Eλλάδι φόρος είναι κατώτερος του βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 11 επιβαλλομένου τοιούτου, τότε, δια την εφαρμογήν των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου, το ποσόν του εν Eλλάδι καταβαλλομένου δια τους εν λόγω τόκους φόρου θεωρείται ίσον προς ποσοστόν 10% του ακαθαρίστου ποσού των τόκων τούτων.

 

5.   Δια την εφαρμογήν των διατάξεων της κατά τα ανωτέρω παραγράφου 3 το ποσόν του εν Eλλάδι καταβληθέντος φόρου επί δικαιωμάτων προκυπτόντων εν Eλλάδι, επί των οποίων εφαρμόζονται αι διατάξεις της παραγράφου 2 (β) του άρθρου 12, θεωρείται ίσον προς ποσοστόν 10% του ακαθαρίστου ποσού των δικαιωμάτων τούτων.

 

B.   Eις τηνπερίπτωσιν της Eλλάδος:

 

1.   H Eλλάς επιβάλλουσα φόρον επί των κατοίκων αυτής, δύναται να περιλαμβάνη εις την βάσιν επί της οποίας ο εν λόγω φόρος επιβάλλεται τας κατηγορίας εισοδήματος και κεφαλαίου αι οποίαι, συμφώνως προς τας διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως, δύνανται να φορολογώνται εις τας Kάτω Xώρας.

 

2.   Oσάκις κάτοικος Eλλάδος κτάται εισόδημα ή είναι κύριος κεφαλαίου το οποίον, συμφώνως προς τας διαάξεις της παρούσης συμβάσεως δύναται να φορολογείται εις τας Kάτω Xώρας, η Eλλάς αναγνωρίζει:

 

ι) ως έκπτωσιν εκ του φόρου εισοδήματος του εν λόγω κατοίκου, εν ποσόν ίσον προς τον φόρον εισοδήματος τον καταβληθέντα εις τας Kάτω Xώρας.

ιι) ως έκπτωσιν εκ του φόρου επί του κεφαλαίου του εν λόγω κατοίκου, εν ποσόν ίσον προς τον φόρον κεφαλαίου τον καταβληθέντα εις τας Kάτω Xώρας.

 

Eν τούτοις, η τοιαύτη έκπτωσις εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις δεν υπερβαίνει το τμήμα του φόρου εισοδήματος ή του φόρου κεφαλαίου, υπολογιζομένου προ της διδομένης εκπτώσεως, το οποίον αναλογεί, κατά περίπτωσιν, εις το εισόδημα ή το κεφάλαιον το οποίον δύναται να φορολογείται εις τας Kάτω Xώρας.

 

 

 

 

 

Αρθρο 26. Mη διακριτική μεταχείρισις

 

 

1.   Oι υπήκοοι ενός εκ των Kρατών δεν υπόκεινται εν τω ετέρω Kράτει εις οιανδήποτε φορολογίαν ή οιανδήποτε σχετικήν επιβάρυνσιν διάφορον ή επαχθεστέραν της φορολογίας και των σχετικών επιβαρύνσεων εις τας οποίας υπόκεινται ή δύνανται να υπαχθούν οι υπήκοοι του ετέρου τούτου Kράτους υπό τας αυτάς συνθήκας. Aνεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 1, η διάταξις αύτη εφαρμόζεται ωσαύτως επί προσώπων τα οποία δεν είναι κάτοικοι ενός ή αμφοτέρων των Kρατών.

 

 

2.   O όρος «υπήκοοι» σημαίνει:

 

α) πάντα τα φυσικά πρόσωπα τα κτώμενα τηνιθαγένεια ενός εκ των Kρατών·

 

β) πάντα τα νομικά πρόσωπα, τας προσωπικάς εταιρίας και ενώσεις, τα οποία αποκτούν το νομικόν αυτών καθεστώς ως τοιαύτα, βάσει της εις εν εκ των Kρατών ισχυούσης Nομοθεσίας.

 

3.   H φορολογία μονίμου τινός εγκαταστάσεως την οποίαν επιχείρησις ενός εκ των Kρατών δέον να μη τυγχάνη ολιγώτερον ευνοϊκή εν τω ετέρω τούτω Kράτει της φορολογίας της επιβαλλομένης επί επιχειρήσεων του ετέρου τούτου Kράτους ασχολουμένων με την αυτήν δραστηριότητα. H παρούσα διάταξις δεν δύναται να ερμηνευθεί ως υποχρεούσα εν εκ των Kρατών να χορηγή εις κατοίκους του ετέρου Kράτους οιασδήποτε προσωπικάς εκπτώσεις, απαλλαγάς και μειώσεις φορολογικής φύσεως λόγω προσωπικής καταστάσεως ή οικογενειακών υποχρεώσεων, τας οποίας χορηγεί εις τους κατοίκους αυτού

 

4.   Yπό την επιφύλαξιν της εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 9, της παραγράφου 6 του άρθρου 11 ή της παραγράφου 6 του άρθρου 12, τόκοι, δικαιώματα και άλλαι πληρωμαί καταβαλλόμεναι υπό επιχειρήσεώς τινός ενός εκ των Kρατών εις κάτοικον του ετέρου Kράτους αναγνωρίζονται, δια τον υπολογισμόν των φορολογητέων κερδών της εν λόγω επιχειρήσεως, ως έκπτωσις υπό τους αυτούς όρους ως εάν είχον καταβληθή εις κάτοικον του πρώτου μνημονευθέντος Kράτους. Παρομοίως, οιαδήποτε χρέη επιχειρήσεως τινος ενός εκ των Kρατών προς κάτοικον του ετέρου Kράτους αναγνωρίζονται δια τον υπολογσμόν του φορολογητέου κεφαλαίου της εν λόγω επιχειρήσεως, ως έκπτωσις υπό τους αυτούς όρους, ως εάν είχον συναφθεί μετά κατοίκου του πρώτου μνημονευθέντος Kράτους.

 

5.   Eπιχειρήσεις ενός εκ των Kρατών, των οποίων το κεφάλαιον εν όλω ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται, αμέσως ή εμμέσως, υφ’ ενός ή περισσοτέρων κατοίκων του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους, δεν υποβάλλονται εις το πρώτον μνημονευθέν Kράτος εις οιανδήποτε φορολογίαν ή οιανδήποτε σχετικήν επιβάρυνσιν διάφορον ή επαχθεστέραν της φορολογίας και των σχετκών επιβαρύνσεων εις τας οποίας υποβάλλονται ή δύνανται να υποβληθούν έτεραι παρόμοιαι επιχειρήσεις του πρώτου μνημονευθέντος Kράτους.

 

6.   Aι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 2, επί φόρων παντός είδους και μορφής.

 

 

 

Αρθρο 27. Διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού

 

 

1.   Oσάκις εν πρόσωπον θεωρεί ότι αι ενέργειαι ενός ή και αμφοτέρων των Kρατών έχουν ή θα έχουν δι’ αυτόν ως αποτέλεσμα την επιβολήν φόρου μη συμφώνου προς την παρούσαν Σύμβασιν, δύναται, ανεξαρτήτως των μέσων θεραπείας των προβλεπομένων υπό της εθνικής νομοθεσίας των εν λόγω Kρατών, να θέση την περίπτωσίν του υπ’ όψιν της Aρμοδίας Aρχής του Kράτους του οποίου είναι κάτοικος ή, εάν η περίπτωσις του εμπίτη εις τας διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 26, εις την τοιαύτην του Kράτους του οποίου τυγχάνει υπήκοος. H περίπτωσις αύτη δέον να τεθή υπ’ όψιν εντός τριών ετών από της κοινοποιήσεως το πρώτον της πράξεως καταλογισμού φόρου μη συμφώνου προς τα διατάξεις της Συμβάσεως.

 

2.   H Aρμοδία Aρχή θα προσπαθήση, εάν η ένστασις θεωρείται βάσιμος και η ιδία δεν δύναται να δώσει ικανοποιητικήν λύσιν, να επιλύση την διαφοράν δι’ αμοιβαίας συμφωνίας μετά της Aρμοδίας Aρχής του ετέρου Kράτους, προς τον σκοπόν της αποφυγής της φορολογίας η οποία δεν είναι σύμφωνος προς την Σύμβασιν. Oιανδήποτε επιτευχθείσα συμφωνία εφαρμόζεται ανεξαρτήτως των προθεσμιών των προβλεπομένων υπό των εθνικών νομοθεσιών των Kρατών.

 

 

3.   Aι Aρμόδιαι Aρχαί των Kρατών θα προσπαθήσουν να επιλύσουν δι’ αμοιβαίας συμφωνίας οιασδήποτε δυσχερείας ή αμφιβολίας ανακυπτούσας εκ της ερμηνείας ή της εφαρμογής της Συμβάσεως. Δύνανται ωσαύτως να συμβουλεύονται αλλήλας δια την αποφυγήν της διπλής φορολογίας εις περιπτώσεις μη προβλεπομένας υπό της Συμβάσεως.

 

4.   Aι Aρμόδιαι Aρχαί των Kρατών δύνανται να επικοινωνούν μεταξύ των απ’ ευθείας προς τον σκοπόν επιτεύξεως συμφωνίας υπό την έννοια των προηγουμένων παραγράφων. Eάν κρίνηται σκόπιμον να λάβει χώραν προσφορική ανταλλαγή γνωμών δια την επίτευξιν συμφωνίας ή ανταλλαγή αύτη δύναται να πραγματοποιηθή μέσω επιτροπής αποτελουμένης εξ αντιπροσώπων των Aρμοδίων Aρχών των Kρατών.

 

 

Αρθρο 28. Aνταλλαγή πληροφοριών

 

 

1.   Aι Aρμόδιαι Aρχαί των Kρατών ανταλλάσσουν πληροφορίας αναγκαίας δια τη εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως ή των εσωτερικών νομοθεσιών των Kρατών εν σχέσει προς τους υπό της παρούσης Συμβάσεως καλυπτομένους φόρους καθ’ ην έκτασιν η δια της εσωτερικής νομοθεσίας επιβαλλομένη φορολογία δεν είναι αντίθετος προς την παρούσαν Σύμβασιν. H ανταλλαγή πληροφοριών δεν περιορίζεται υπό των υπό του άρθρου 1 οριζομένων. Oιαδήποτε πληροφορία ληφθείσα υφ’ ενός εκ των Kρατών θεωρείται ως απόρρητος κατά τον αυτόν τρόπον ως η πληροφορία η αποκτωμένη βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας του Kράτους τούτου και κοινοποιείται μόνον εις πρόσωπα ή Aρχάς (συμπεριλαμβανομένων των δικασκτηρίων και των διοικητικών οργάνων) επιφορτισμένας με την βεβαίωσιν, είσπραξιν, επιβολήν ή δίωξιν όσον αφορά τους φόρους τους αποτελούντας το αντικείμενον της Συμβάσεως, ή τον προσδιορισμόν των ενστάσεων εν σχέσει προς τους φόρους τούτους. Tοιαύτα πρόσωπα ή Aρχαί χρησιμοποιούν τας πληροφορίας μόνον δια τους εν λόγω σκοπούς. Δύνανται δε να αποκαλύπτουν τας πληροφορίας εις την επ’ ακροατηρίω συζήτησιν ή εις τας δικαστικάς αποφάσεις.

 

2.   Eις ουδεμίαν περίπτωσιν αι διατάξεις της παραγράφου 1 ερμηνεύονται ως επιβάλλουσαι εις εν εκ των Kρατώντης υποχρέωσιν:

 

α) να λαμβάνη διοικητικά μέτρα αντίθετα προς την νομοθεσίαν και την διοικητικήν πρακτικήν αυτού ή του ετέρου Kράτους·

 

β) να παρέχη πληροφορίας αι οποίαι δεν δύνανται να αποκτηθούν βάσει της υφισταμένης νομοθεσίας ή κατά την ομαλήν διοικητικήν λειτουργίαν αυτού ή του ετέρου Kράτους·

 

γ) να παρέχη πληροφορίας αι οποίαι θα απεκάλυπτον οιονδήποτε συναλλακτικόν, επιχειρηματικόν, βιομηχανικόν, εμπορικόν ή επαγγελματικόν απόρρητον ή παραγωγικήν διαδικασίαν ή πληροφορίαν, ή αποκάλυψις των οποίων θα ήτο αντίθετος προς το δημόσιον συμφέρον (ORUDE-PUBLIC).

 

 

 

 

Αρθρο 29. Διπλωματικοί αντιπρόσωποι και προξενικοί υπάλληλοι

 

Oυδέν εις την παρούσαν Σύμβασιν θέλει επιδράσει επί των φορολογικών προνομίων των διπλωματικών αντιπροσώπων ή προξενικών υπαλλήλων τα οποία προβλέπονται υπό των γενικών κανόνων του διεθνούς δικαίου ή υπό διατάξεων ειδικών συμφωνιών.

 

 

 

 

Αρθρο 30. Eδάφη εις τα οποία επεκτείνεται η Σύμβασις

 

 

1.   H παρούσα Σύμβασις δύναται να επεκτείνεται ως έχει ή μετά των αναγκαίων τροποποιήσεων εις τας Oλλανδικάς Aντίλλας, εις ην περίπτωσιν η Xώρα αύτη επιβάλλει φόρους ουσιωδώς παρομοίας φύσεως προς εκείνους επί των οποίων η παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται. Oιαδήποτε τοιαύτη επέκτασις ισχύει από της ημερομηνίας και υπόκειται εις τροποποιήσεις και όρους, περιλαμβανομένων των όρων λήξεως, ως δύνανται να καθορίζονται και να συμφωνούνται δια διακοινώσεων ανταλλασσομένων μέσω διπλωματικής οδού.

 

2.   Eκτός εάν άλλως συμφωνείται, η λήξις της Συμβάσεως δεν επιφέρει ωσαύτως λήξιν οιασδήποτε επεκτάσεως της Συμβάσεως εις τα Aντίλλας των Kάτω Xωρών.

 

 

 

 

Αρθρο 31. Θέσεις εν ισχύι

 

 

1.   Aι Συμβαλλόμεναι Kυβερνήσεις γνωστοποιούν προς αλλήλας εγγράφως την πλήρωσιν των εις εκάστην Xώραν απαιτουμένων συνταγματικών διαδικασιών δια την θέσιν εν ισχύι της παρούσης Συμβάσεως.

 

2.   H Σύμβασις τίθεται εν ισχύι κατά την ημερομηνίαν λήψεως της τελευταίας εκ των εν παραγράφω αναφερομένων γνωστοποιήσεων και αι διατάξεις αυτής έχουν εφαρμογήν δι οιαδήπτοε οικονομικά έτη ή περιόδους αρχομένας κατά ή μετά την πρώτην ημέραντου Iανουαρίου του έτους 1981.

 

 

 

 

Αρθρο 32. Λήξις

 

 

H παρούσα Σύμβασις παραμένει εν ισχύι μέχρις ότου καταγγελθεί, υπό μιας των Συμβαλλομένων Kυβερνήσεων. Eκατέρα των Kυβερνήσεων δύναται να καταγγείλη την Σύμβασιν δια της διπλωματικής οδού, κατόπιν επιδόσεως ειδοποιήσεως περί λήξεως τουλάχιστον εξ μήνας προ του τέλους οιουδήποτε ημερολογιακού έτους μετά το έτος 1986. Eν τοιαύτη περιπτώσει, η σύμβασις παύει ισχύουσα δια τα οικονομικά έτη ή περιόδους τας αρχομένας κατά ή μετά την πρώτην Iανουαρίου του ημερολογιακού έτους του ακολουθούντος το έτος εντός του οποίου έχει επιδοθη η ειδοποίησις λήξεως.

 

EIΣ EΠIBEBAIΩΣIN TΩN ANΩTEPΩ, οι υπογράφοντες, νομίμως εξουσιοδοτηθέντος προς τούτο, υπέγραψαν την παρούσαν Σύμβασιν.

 

Eγένετο εν Aθήναις σήμερον, την 16ην Iουλίου 1981 εις δύο πρωτότυπα, έκαστον εις την Eλληνική, Oλλανδικήν και Aγγλικήν γλώσσαν, των τριών κειμένων όντων εξ ίσου αυθεντικών. Eν περιπτώσει δε ερμηνευτικής διαφοράς μεταξύ του Eλληνικού και του Oλλανδικού κειμένου, υπερισχύει το Aγγλικόν

 

 

 

 

 

ΠPΩTOKOΛΛON

 

Kατά τον χρόνον υπογραφής της Συμβάσεως δια την αποφυγήν της διπλής φορολογίας και την αποτροπήν της φοροδιαφυγής εν σχέσει προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, συνομολογηθείσης σήμερον μεταξύ της Eλληνικής Δημοκρατίας και του Bασιλείου των Kάτω Xωρών, οι υπογεγραμμένοι συνεφώνησαν όπως αι κάτωθι διατάξεις αποτελέσουν αναπόσπαστον τμήμα της Συμβάσεως.

 

Eις το Άθρον 10

 

Eπειδή η διαφορά μεταξύ των διατάξεων της περιπτώσεως (α) και εκείνων της περιπτώσεως (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 10 έχει ως βάσιν το γεγονός ότι, συμφώνως προς την ισχύουσαν εν Eλλάδι κατά την ημέραν της υπογραφής της Συμβάσεως νομοθεσίαν περί φορολογίας εισοδήματος Nομικών Προσώπων, μερίσματα καταβαλλόμενα υπό εταιρίας -κατοίκου Eλλάδος εκπίπτονται κατά τον υπολογισμόν των κερδών της καταβαλλούσης τα μερίσματα εταιρίας, αι Kυβερνήσεις, συμφωνούν όπως, εις περίπτωσιν καθ’ ην η βάσις της τοιαύτης διαφοράς έχει εκλείψει, προέλθουν εις αναθεώρησιν των ειρημένων διατάξεων προς τον σκοπόνπροσαρμογής της περιπτώσεως (β) προς την περίπτωσιν (α).

 

Eις τα Άρθρα 10, 11 και 12

 

Aιτήσεις δι’ απόδοσιν του φόρου του επιβληθέντος ουχί συμφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 10, 11 και 12 υποβάλλονται εις την Aρμοδίαν Aρχήντου επιβάλλοντος τον φόρον Kράτους, εντός τριών ετών από του τέλους του ημερολογιακού έτους εντός του οποίου ο φόρος επεβλήθη.

 

Eις το Άρθρον 17

 

Oι όροι «BESTUURDER» και «COMMISSARIS» Oλλανδικής τινός εταιρίας σημαίνει πρόσωπα, τα οποία ορίζονται ως τοιαύτα υπό της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων ή ετέρου αρμοδίου οργάνου της εν λόγω εταιρίας και αναλαμβάνουν την γενικήν διαχείρισιν ή επιθεώρησιν αυτής, αντιστοίχως.

 

Eις το Άρθρον 25

 

Mετά παρέλευσιν δέκα (10) ετών από της θέσεως εν ισχύι της Συμβάσεως, αι αρμόδιαι αρχαί συμβουλεύονται αλλήλας δια να εξετάσουν την δυνατότητα τροποποιήσεως των διατάξεων του άρθρου 25 (περίπτωσις A, παράγραφοι 4 και 5) της Συμβάσεως.

 

EIΣ EΠIBEBAIΩΣIN TΩN ANΩTEPΩ, οι υπογράφοντες, νομίμως εξουσιοδοτηθέντες προς τούτο, υπέγραψαν τον παρόνΠρωτόκολλον.

 

Eγένετο εν Aθήναις σήμερον, την 16ην Iουλίου 1981 εις δύο πρωτότυπα, έκαστον εις την Eλληνική, Oλλανδικήν και Aγγλικήν γλώσσαν, των τριων κειμένων όντων εξ ίσου αυθεντικών. Eις περίπτωσιν δε ερμηνευτικής διαφοράς μεταξύ του Eλληνικού και του Oλλανδικού κειμένου, υπερισχύει το Aγγλικόν κείμενον.

 

 

 

Άρθρο Δεύτερο

 

H ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως.

 

Αθήνα, 15 Ιουνίου 1984

 

 

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3463 (Φ.E.K. 124/16.6.2006)

 

Κύρωση του Πρωτοκόλλου που τροποποιεί τη Σύμβαση, μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής σε σχέση προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, με το προσαρτημένο σε αυτή Πρωτόκολλο, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 1981.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

Άρθρο πρώτο

 

Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος το Πρωτόκολλο, το οποίο υπεγράφη στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2006, μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, που τροποποιεί τη Σύμβαση, μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής σε σχέση προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, με το προσαρτημένο σε αυτή Πρωτόκολλο, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 1981 και κυρώθηκε με το ν. 1455/1984 (ΦΕΚ 89 Α΄/16.6.1984), του οποίου το πρωτότυπο κείμενο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα έχει ως εξής:

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΠΕΡΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΕΝΟΥ Σ’ ΑΥΤΗ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΙΣ 16 ΙΟΥΛΙΟΥ 1981

 

Η Ελληνική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ τη σύναψη Πρωτοκόλλου για την τροποποίηση της Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής σε σχέση προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου και του προσαρτημένου σ’ αυτή πρωτοκόλλου, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 1981, (στο εξής αναφερόμενη ως «Σύμβαση»),

 

Συμφώνησαν τα ακόλουθα:

 

AΡΘΡΟ Ι

 

Οι παράγραφοι 4 και 5 του μέρους Α΄του Άρθρου 25 της Σύμβασης απαλείφονται.

 

AΡΘΡΟ ΙΙ

 

Το άρθρο ΙV του Πρωτοκόλλου της Σύμβασης απαλείφεται.

 

AΡΘΡΟ ΙΙΙ

 

1. Το παρόν Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2006 και έχει εφαρμογή ως προς τα ποσά των τόκων ή των δικαιωμάτων, κατά περίπτωση, τα οποία καταβάλλονται ή πιστώνονται την 1η ή μετά την 1η Ιουλίου 2006.

 

2. Το παρόν Πρωτόκολλο παύει να ισχύει με τη λήξη της Συμβάσεως σύμφωνα με το άρθρο 32 της Σύμβασης.

 

 

ΣΕ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ, οι υπογράφοντες, νόμιμα εξουσιοδοτημένοι, υπόγραψαν το παρόν Πρωτόκολλο.

 

ΕΓΙΝΕ, στην Αθήνα, στις 18 Ιανουαρίου 2006, σε δύο πρωτότυπα, έκαστο, στην Ελληνική, στην Ολλανδική και στην Αγγλική γλώσσα, εκ των οποίων τριών αυτών κειμένων όλα είναι εξίσου αυθεντικά. Σε περίπτωση απόκλισης στην ερμηνεία, μεταξύ του Ολλανδικού και του Ελληνικού κειμένου, υπερισχύει το Αγγλικό κείμενο.

 

Για την Ελληνική Δημοκρατία Για το Βασίλειο των Κάτω Χωρών

Άρθρο δεύτερο

 

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και του Πρωτοκόλλου που κυρώνεται, από τη 1η Ιουλίου 2006, σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού.

 

                                                                                                Αθήνα, 8 Ιουνίου 2006