Καναδάς

Καναδάς

Αρ. Φύλλου 27(ΦΕΚ Α27/25.02.2010)

 

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3824 Κύρωση της Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Καναδά για την αποφυγή της διπλής φο-ρολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

Άρθρο πρώτο

 

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Καναδά για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, που υπογράφηκε στην Αθήνα, στις 29 Ιουνίου 2009, το κείμενο της οποίας σε πρωτότυπο στην ελληνική, αγγλική και γαλλική γλώσσα έχει ως εξής:

 

ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΝΑΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

 

Η Ελληνική Δημοκρατία και ο Καναδάς, επιθυμώντας να συνάψουν Σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, συμφώνησαν τα ακόλουθα:

 

I. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

 

Άρθρο 1 Πρόσωπα που καλύπτονται

 

Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στα πρόσωπα που είναι κάτοικοι του ενός ή των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών.

 

Άρθρο 2  Φόροι που καλύπτονται

 

1.   Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου που επιβάλλονται για λογαριασμό του κάθε Συμβαλλόμενου Κράτους, ανεξάρτητα από τον τρόπο επιβολής τους,

 

2.   Φόροι εισοδήματος και κεφαλαίου θεωρούνται όλοι οι φόροι που επιβάλλονται στο συνολικό εισόδημα, στο συνολικό κεφάλαιο ή σε στοιχεία εισοδήματος ή κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των φόρων στην ωφέλεια από την εκποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας, καθώς και των φόρων ανατίμησης κεφαλαίου.

 

3.   Οι υφιστάμενοι φόροι, στους οποίους εφαρμόζεται η Σύμβαση, είναι ειδικότερα,

 

α) στην περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας,

 

(i) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου των φυσικών προσώπων,

 

(ii) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου των νομικών προσώπων, (καλούμενοι εφεξής "ελληνικός φόρος") και

 

β) στην περίπτωση του Καναδά, οι φόροι που επιβάλλονται από την Κυβέρνηση του Καναδά κατά την Πράξη Φορολογίας Εισοδήματος (καλούμενοι εφεξής "καναδικός φόρος").

 

4.   Η Σύμβαση εφαρμόζεται επίσης σε οποιουσδήποτε ταυτόσημους ή ουσιωδώς παρόμοιους φόρους, οι οποίοι επιβάλλονται μετά την ημερομηνία υπογραφής της Σύμβασης επιπλέον ή αντί των υφιστάμενων φόρων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών γνωστοποιούν η μία στην άλλη οποιεσδήποτε σημαντικές τροποποιήσεις που έχουν επέλθει στις αντίστοιχες φορολογικές νομοθεσίες τους.

 

II. ΟΡΙΣΜΟΙ

 

Άρθρο 3  Γενικοί ορισμοί

 

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, εκτός εάν απαιτείται διαφορετικά από το κείμενο:

 

α) Ο όρος "Ελληνική Δημοκρατία" περιλαμβάνει την επικράτεια της Ελληνικής Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης της αιγιαλίτιδας ζώνης της, καθώς και του τμήματος του βυθού και του υπεδάφους της κάτω από τη Μεσόγειο θάλασσα, επί των οποίων η Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έχει κυριαρχικά δικαιώματα προς το σκοπό εξερεύνησης, εξόρυξης ή εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων αυτών των περιοχών.

 

β) Ο όρος "Καναδάς" σημαίνει την επικράτεια του Καναδά, συμπεριλαμβανομένου του χερσαίου εδάφους των εσωτερικών υδάτων και της αιγιαλίτιδας ζώνης του, και περιλαμβάνει τον εναέριο χώρο πάνω από τις περιοχές αυτές καθώς επίσης και την αποκλειστική οικονομική ζώνη και την υφαλοκρηπίδα, όπως προσδιορίζονται από το εσωτερικό του δίκαιο, σε συμφωνία με το διεθνές δίκαιο.

 

γ) Ο όρος "πρόσωπο" περιλαμβάνει το φυσικό πρόσωπο, το trust την εταιρεία και οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων.

 

δ) Ο όρος "εταιρεία" υποδηλώνει οποιαδήποτε εταιρική μορφή ή οποιαδήποτε οντότητα η οποία έχει την ίδια φορολογική μεταχείριση με μια εταιρεία.

 

ε) Οι όροι "επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους" και "επιχείρηση του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους" σημαίνουν, αντίστοιχα, την επιχείρηση που ασκείται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και την επιχείρηση που ασκείται από κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.

 

στ) Οι όροι "ένα Συμβαλλόμενο Κράτος" και "το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος" σημαίνουν την Ελληνική Δημοκρατία ή τον Καναδά, όπως προκύπτει από το κείμενο.

 

ζ) Ο όρος "υπήκοος" σημαίνει:

 

i) κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και

 

ii) κάθε νομικό πρόσωπο, προσωπική εταιρεία ή ένωση προσώπων, που η νομική του κατάσταση απορρέει από τους νόμους που ισχύουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος.

 

η) Ο όρος "αρμόδια αρχή" σημαίνει:

 

i) στην περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του,

 

ii) στην περίπτωση του Καναδά, τον Υπουργό Εθνικών Εσόδων ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

 

θ) Ο όρος "διεθνείς μεταφορές" σημαίνει οποιαδήποτε μεταφορά με πλοίο ή αεροσκάφος, εκτός εάν το πλοίο ή το αεροσκάφος εκτελεί δρομολόγια αποκλειστικά μεταξύ τοποθεσιών μέσα σ΄ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος.

 

2.   Όσον αφορά την εφαρμογή της Σύμβασης σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, οποιοσδήποτε όρος που δεν ορίζεται σ΄ αυτήν, εκτός εάν απαιτείται διαφορετικά από το κείμενο, έχει το νόημα που του αποδίδεται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή από το νόμο του Κράτους αυτού για τους σκοπούς των φόρων, στους οποίους εφαρμόζεται η Σύμβαση, και οποιοδήποτε νόημα δίδεται υπό την εφαρμοστέα φορολογική νομοθεσία του Κράτους αυτού θα υπερισχύει από το νόημα που δίδεται στον όρο σύμφωνα με άλλους νόμους του Κράτους αυτού.

 

Άρθρο 4  Κάτοικος

 

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος "κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους" σημαίνει

 

α) κάθε πρόσωπο, το οποίο, σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους αυτού, υπόκειται σε φόρο σ΄ αυτό το Κράτος λόγω κατοικίας του, διαμονής του, έδρας διοίκησής του ή οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου παρόμοιας φύσης, και

 

β) το Κράτος αυτό ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή του ή οποιονδήποτε οργανισμό ή όργανο αυτού του Κράτους υποδιαίρεσης ή αρχής.

 

Όμως, ο όρος αυτός δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που υπόκειται σε φορολογία σ΄ αυτό το Κράτος μόνο όσον αφορά εισόδημα από πηγές στο Κράτος αυτό.

 

2.   Όταν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλομένων Κρατών, τότε η νομική του κατάσταση καθορίζεται ως εξής:

 

α) Το φυσικό πρόσωπο θεωρείται ότι είναι κάτοικος μόνο του Κράτους, στο οποίο διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία, και εάν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία και στα δύο Κράτη, θεωρείται ότι είναι κάτοικος μόνο του Κράτους, με το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων),

 

β) Εάν το Κράτος, στο οποίο βρίσκεται το κέντρο ζωτικών συμφερόντων του προσώπου δεν μπορεί να καθορισθεί, ή εάν το πρόσωπο δεν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία σε κανένα από τα δύο Κράτη, θα θεωρείται κάτοικος μόνο του Κράτους, στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του,

 

γ) Εάν το πρόσωπο έχει συνήθη διαμονή και στα δύο Κράτη ή σε κανένα από αυτά, θα θεωρείται κάτοικος μόνο του Κράτους, του οποίου είναι υπήκοος, και

 

δ) Εάν το πρόσωπο είναι υπήκοος και των δύο Κρατών ή κανενός από αυτά, οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών θα επιλύουν το ζήτημα με αμοιβαία συμφωνία.

 

3.   Όταν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, μια εταιρεία είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών, τότε η νομική της κατάσταση καθορίζεται ως εξής:

 

α) θα θεωρείται ότι είναι κάτοικος μόνο του Κράτους, του οποίου είναι υπήκοος, ή

 

β) εάν δεν είναι υπήκοος κανενός από τα δύο Κράτη, θα θεωρείται ότι είναι κάτοικος μόνο του Κράτους, στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής της διοίκησης.

 

4.   Όταν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο εκτός από φυσικό πρόσωπο ή μία εταιρεία είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών, οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών θα προσπαθούν με αμοιβαία συμφωνία να επιλύουν το ζήτημα και να προσδιορίζουν τον τρόπο της εφαρμογής της Σύμβασης στο πρόσωπο αυτό. Σε περίπτωση απουσίας τέτοιας συμφωνίας, το πρόσωπο αυτό δεν θα μπορεί να αξιώσει οποιαδήποτε φορολογική ελάφρυνση ή απαλλαγή που προβλέπεται από τη Σύμβαση.

 

Άρθρο 5  Μόνιμη εγκατάσταση

 

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος "μόνιμη εγκατάσταση" σημαίνει έναν καθορισμένο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, μέσω του οποίου διεξάγονται οι εργασίες μιας επιχείρησης στο σύνολό τους ή εν μέρει.

 

2.   Ο όρος "μόνιμη εγκατάσταση" περιλαμβάνει ειδικότερα:

 

α) έδρα διοίκησης,

 

β) υποκατάστημα.

 

γ) γραφείο,

 

δ) εργοστάσιο,

 

ε) εργαστήριο, και

 

στ) ορυχείο, πηγή πετρελαίου ή φυσικού αερίου, λατομείο ή οποιονδήποτε άλλο τόπο που σχετίζεται με την εξερεύνηση ή την εκμετάλλευση φυσικών πόρων.

 

3.   Ένα εργοτάξιο κατασκευής ή έργο κατασκευής ή εγκατάστασης συνιστά μόνιμη εγκατάσταση μόνο εφόσον διαρκεί περισσότερο από εννέα μήνες.

 

4.   Ο όρος μόνιμη εγκατάσταση περιλαμβάνει επίσης την παροχή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων της τεχνικής βοήθειας και των συμβουλευτικών υπηρεσιών, από μια επιχείρηση μέσω υπαλλήλων ή άλλου προσωπικού που απασχολείται από την επιχείρηση για τον ως άνω σκοπό, όπου οι δραστηριότητες αυτής της φύσης συνεχίζονται για μια περίοδο ή περιόδους που ανέρχονται εις, ή υπερβαίνουν αθροιστικά τις 183 ημέρες κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δωδεκάμηνης περιόδου.

 

5.   Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο όρος "μόνιμη εγκατάσταση" θεωρείται ότι δεν περιλαμβάνει:

 

α) χρήση εγκαταστάσεων αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση,

 

β) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση,

 

γ) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την μεταποίηση τους από άλλη επιχείρηση,

 

δ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά με σκοπό την αγορά αγαθών ή εμπορευμάτων ή τη συγκέντρωση πληροφοριών, για την επιχείρηση,

 

ε) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά με σκοπό την άσκηση, για την επιχείρηση, οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας προπαρασκευαστικού ή βοηθητικού χαρακτήρα,

 

στ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά γα κάθε συνδυασμό δραστηριοτήτων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους α) έως ε), υπό τον όρο ότι η όλη δραστηριότητα του καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, που προκύπτει από αυτόν τον συνδυασμό είναι προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρα.

 

6.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, όταν ένα πρόσωπο - εκτός από τον ανεξάρτητο πράκτορα, για τον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 9 - ενεργεί για λογαριασμό μιας επιχείρησης και έχει εξουσιοδότηση που την ασκεί συστηματικά, σ΄ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος για να συνάπτει συμβάσεις για λογαριασμό της επιχείρησης, αυτή η επιχείρηση θα θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στο Κράτος αυτό σε σχέση με οποιεσδήποτε δραστηριότητες που αναλαμβάνει το πρόσωπο αυτό για την επιχείρηση, εκτός εάν οι δραστηριότητες του ως άνω προσώπου περιορίζονται σ΄ εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 5, οι οποίες, αν ασκούνται μέσω ενός καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, δεν καθιστούν αυτόν τον καθορισμένο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μόνιμη εγκατάσταση κατά τις διατάξεις της εν λόγω παραγράφου.

 

7.   Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου και των διατάξεων του άρθρου 14 (Μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες), ένα πρόσωπο, το οποίο είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και διεξάγει δραστηριότητες σε σχέση με προκαταρκτικές έρευνες, εξερεύνηση, εξόρυξη ή εκμετάλλευση φυσικών πόρων που βρίσκονται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, θεωρείται ότι διεξάγει, όσον αφορά τις δραστηριότητες αυτές, επιχειρηματική δραστηριότητα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης ή καθορισμένης βάσης που βρίσκεται σ΄ αυτό.

 

8.   Οι διατάξεις της παραγράφου 7 δεν εφαρμόζονται, όταν οι δραστηριότητες διεξάγονται για μια περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν αθροιστικά τις 120 ημέρες κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δωδεκάμηνης περιόδου. Εντούτοις, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, δραστηριότητες που διεξάγονται από μια επιχείρηση που συνδέεται με άλλη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 9 (Συνδεόμενες επιχειρήσεις), θεωρούνται ότι διεξάγονται από την επιχείρηση, με την οποία αυτή συνδέεται, εάν οι εν λόγω δραστηριότητες είναι στην ουσία οι ίδιες με αυτές που διεξάγονται από την τελευταία αναφερόμενη επιχείρηση.

 

9.   Μια επιχείρηση δεν θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση σ΄ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος απλώς και μόνο επειδή ασκεί δραστηριότητα στο Κράτος αυτό μέσω μεσίτη, γενικού αντιπροσώπου με προμήθεια ή οποιουδήποτε άλλου ανεξάρτητου πράκτορα, με την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά ενεργούν μέσα στα συνήθη πλαίσια της δραστηριότητάς τους.

 

10.   Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, μια ασφαλιστική επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους θα θεωρείται, με εξαίρεση την αντασφάλιση, ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος εάν εισπράττει ασφάλιστρα στην επικράτεια του άλλου Κράτους ή ασφαλίζει κινδύνους που βρίσκονται μέσα σ΄ αυτό μέσω προσώπου εκτός από ανεξάρτητο πράκτορα, για τον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 9.

 

11.   Το γεγονός ότι μα εταιρεία, η οποία είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, ελέγχει ή ελέγχεται από εταιρεία, η οποία είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους ή η οποία ασκεί δραστηριότητα σ΄ αυτό το άλλο Κράτος (είτε μέσω μόνιμης εγκατάστασης είτε διαφορετικά), δεν καθιστά αυτό και μόνο ούτε τη μία ούτε την άλλη εταιρεία μόνιμη εγκατάσταση της άλλης.

 

III. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

 

Άρθρο 6  Εισόδημα από ακίνητη περιουσία

 

1.   Εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από ακίνητη περιουσία (συμπεριλαμβανομένου του εισοδήματος από γεωργική ή δασική δραστηριότητα) που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σ΄ αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος "ακίνητη περιουσία" έχει το νόημα, το οποίο έχει για τους σκοπούς του σχετικού φορολογικού νόμου του Συμβαλλόμενου Κράτους, στο οποίο βρίσκεται η εν λόγω περιουσία. Ο όρος σε κάθε περίπτωση περιλαμβάνει τα παραρτήματα της ακίνητης περιουσίας, ζώα και εξοπλισμό που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και τη δασοκομία, δικαιώματα στα οποία εφαρμόζονται οι γενικές νομικές διατάξεις για την έγγειο ιδιοκτησία, επικαρπία ακίνητης περιουσίας και δικαιώματα για μεταβλητές ή σταθερές προσόδους ως αντάλλαγμα για την εκμετάλλευση ή το δικαίωμα εκμετάλλευσης μεταλλευτικών κοιτασμάτων, πηγών και άλλων φυσικών πόρων. Πλοία και αεροσκάφη δεν θεωρούνται ακίνητη περιουσία.

 

3.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται στο εισόδημα που προέρχεται από την άμεση χρήση, εκμίσθωση ή οποιαδήποτε άλλη μορφή χρήσης ακίνητης περιουσίας και, στην περίπτωση του Καναδά, εφαρμόζονται επίσης στο εισόδημα από την εκποίηση τέτοιας περιουσίας.

 

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 εφαρμόζονται επίσης στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία επιχείρησης και στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται για την άσκηση μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών.

 

Άρθρο 7  Κέρδη επιχειρήσεων

 

1.   Τα κέρδη επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό, εκτός εάν η επιχείρηση ασκεί δραστηριότητα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ' αυτό. Εάν η επιχείρηση ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα κατ΄ αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη της επιχείρησης μπορεί να φορολογούνται στο άλλο Κράτος, αλλά μόνο σε όσα από αυτά αποδίδονται στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση.

 

2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, όταν μια επιχείρηση του ενός Συμβαλλομένου Κράτους ασκεί δραστηριότητα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό, τότε σε κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος αποδίδονται στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση τα κέρδη που υπολογίζεται ότι θα πραγματοποιούσε εάν αυτή αποτελούσε διαφορετική και ξεχωριστή επιχείρηση που ασχολείται με τις ίδιες ή παρόμοιες δραστηριότητες κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες και που ενεργεί εντελώς ανεξάρτητα από την επιχείρηση, της οποίας είναι μόνιμη εγκατάσταση.

 

3.   Κατά τον προσδιορισμό των κερδών μιας μόνιμης εγκατάστασης αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της μόνιμης εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των διαχειριστικών και των γενικών διοικητικών εξόδων που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της μόνιμης εγκατάστασης, είτε στο Κράτος, στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση, είτε αλλού.

 

4.   Δεν αποδίδονται κέρδη στην μόνιμη εγκατάσταση για το λόγο και μόνο της αγοράς από τη μόνιμη εγκατάσταση αγαθών ή εμπορευμάτων για την επιχείρηση.

 

5.   Για τους σκοπούς των προηγούμενων παραγράφων, τα κέρδη που αποδίδονται στη μόνιμη εγκατάσταση θα καθορίζονται με την ίδια μέθοδο κάθε έτος εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι και επαρκείς λόγοι για το αντίθετο.

 

6.   Στις περιπτώσεις που στα κέρδη συμπεριλαμβάνονται στοιχεία εισοδήματος, τα οποία αντιμετωπίζονται ξεχωριστά σε άλλα άρθρα της παρούσας Σύμβασης, τότε οι διατάξεις των άρθρων εκείνων δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

 

Άρθρο 8 Διεθνείς ναυτιλιακές και αεροπορικές μεταφορές

 

1.   Τα κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση πλοίων σε διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο τα πλοία έχουν νηολογηθεί ή από το οποίο έχουν εφοδιασθεί με ναυτιλιακά έγγραφα

 

2.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1, κέρδη που αποκτά μια επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από την εκμετάλλευση πλοίων που δραστηριοποιούνται σε διεθνείς μεταφορές, μπορούν να φορολογούνται και στο Κράτος αυτό.

 

3.   Τα κέρδη που αποκτά επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από την εκμετάλλευση αεροσκαφών σε διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό.

 

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 εφαρμόζονται επίσης σε κέρδη από τη συμμετοχή σε "POOL" σε κοινοπρακτικής μορφής εκμετάλλευση ή σε πρακτορείο που λειτουργεί σε διεθνές επίπεδο.

 

Άρθρο 9  Συνδεόμενες επιχειρήσεις

 

1. Όπου

 

α) μια επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ή

 

β) τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, και σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές επικρατούν ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις εμπορικές ή οικονομικές τους σχέσεις όροι που διαφέρουν από εκείνους που θα επικρατούσαν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε οποιαδήποτε κέρδη τα οποία, εάν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί, θα είχαν προκύψει σε μία από τις επιχειρήσεις, αλλά, λόγω των όρων αυτών δεν προέκυψαν, μπορεί να συμπεριλαμβάνεται στα κέρδη της επιχείρησης αυτής και να φορολογείται ανάλογα.

 

2.   Στις περιπτώσεις όπου ένα Συμβαλλόμενο Κράτος συμπεριλαμβάνει στα κέρδη μιας επιχείρησης του Κράτους αυτού - και φορολογεί ανάλογα - κέρδη για τα οποία μια επιχείρηση του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους έχει φορολογηθεί σ΄ αυτό το άλλο Κράτος και τα κέρδη που συμπεριλαμβάνονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο είναι κέρδη τα οποία θα είχαν προκύψει στην επιχείρηση του πρώτου μνημονευόμενου Κράτους εάν οι όροι που επικρατούν μεταξύ των δύο επιχειρήσεων ήταν εκείνοι που θα επικρατούσαν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε το άλλο αυτό Κράτος θα προβαίνει σε κατάλληλη προσαρμογή του ποσού του φόρου που επιβάλλεται μέσα σ' αυτό Κράτος επί εκείνων των κερδών. Κατά τον προσδιορισμό της προσαρμογής αυτής, πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι υπόλοιπες διατάξεις της παρούσας Σύμβασης και οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών θα συμβουλεύονται η μία την άλλη, εφόσον είναι αναγκαίο.

 

3.   Ένα Συμβαλλόμενο Κράτος δεν μεταβάλλει το εισόδημα μιας επιχείρησης υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 μετά την παρέλευση των προθεσμιών που προβλέπονται από την εθνική του νομοθεσία και, σε κάθε περίπτωση, αφού παρέλθει πενταετία από το τέλος του έτους, κατά το οποίο το εισόδημα που θα υπαγόταν στην ως άνω μεταβολή, θα είχε προκύψει στην επιχείρηση του Κράτους αυτού.

 

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 δεν θα εφαρμόζονται σε περίπτωση απάτης, δόλου ή αμέλειας.

 

Άρθρο 10   Μερίσματα

 

1.   Μερίσματα που καταβάλλονται από εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογούνται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Ωστόσο, τέτοια μερίσματα μπορούν επίσης να φορολογούνται στο Συμβαλλόμενο Κράτος, του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλλά εάν ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να υπερβαίνει:

α) το 5% τον ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων εάν ο πραγματικός δικαιούχος είναι εταιρεία που κατέχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το 25% του κεφαλαίου της εταιρείας που καταβάλλει τα μερίσματα και

β) το 15% του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

 

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν επηρεάζουν την φορολογία της εταιρείας σε σχέση με τα κέρδη, από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα.

 

3.   Ο όρος "μερίσματα", όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο σημαίνει εισόδημα από μετοχές, μετοχές "επικαρπίας" ή δικαιώματα "επικαρπίας", μετοχές μεταλλείων, ιδρυτικούς τίτλους ή άλλα δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη, που δεν αποτελούν απαιτήσεις από χρέη, καθώς επίσης και εισόδημα, το οποίο υπόκειται στην ίδια φορολογική μεταχείριση με το εισόδημα από μετοχές σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους, του οποίου είναι κάτοικος η εταιρεία που διενεργεί τη διανομή.

 

4.   Οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εφαρμόζονται, εάν ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, ασκεί δραστηριότητα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, του οποίου είναι κάτοικος η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα, μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ' αυτό, ή παρέχει στο άλλο αυτό Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ' αυτό, και η συμμετοχή, δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα, συνδέεται ουσιαστικά με την ως άνω μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση. Σ' αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14, κατά περίπτωση.

 

5.   Σε περίπτωση που μια εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους αποκτά κέρδη ή εισόδημα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, το άλλο αυτό Κράτος δεν μπορεί να επιβάλλει κανένα φόρο στα μερίσματα που καταβάλλονται από την εταιρεία, εκτός εάν τα ως άνω μερίσματα καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου αυτού Κράτους ή εάν η συμμετοχή, δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα, συνδέεται ουσιαστικά με μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση που βρίσκεται στο άλλο αυτό Κράτος, ούτε μπορεί να υπαγάγει τα μη διανεμηθέντα κέρδη της εταιρείας σε φόρο επί μη διανεμηθέντων κερδών, ακόμα και αν τα καταβαλλόμενα μερίσματα ή τα μη διανεμηθέντα κέρδη αποτελούνται εν όλω ή εν μέρει από κέρδη ή εισοδήματα που προκύπτουν σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

6.   Τίποτα στην παρούσα Σύμβαση δεν θα ερμηνεύεται κατά τρόπο που να εμποδίζει ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να επιβάλλει στην εκποίηση ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στο Κράτος αυτό από εταιρεία που ασκεί επάγγελμα σε ακίνητη περιουσία ή στα έσοδα εταιρείας, τα οποία αποδίδονται σε μόνιμη εγκατάσταση στο Κράτος αυτό, φόρο επιπλέον του φόρου που θα επιβαλλόταν στα έσοδα εταιρείας που είναι υπήκοος του Κράτους αυτού, πλην όμως οποιοσδήποτε πρόσθετος φόρος που επιβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν θα υπερβαίνει το 5 τοις εκατό του ποσού αυτών των εσόδων που δεν έχουν υποβληθεί σε τέτοιο πρόσθετο φόρο κατά τις προηγούμενες φορολογικές χρήσεις. Για το σκοπό της παρούσας διάταξης, ο όρος "έσοδα" σημαίνει τα έσοδα που αποδίδονται στην εκποίηση ακίνητης περιουσίας ευρισκόμενης σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, η οποία μπορεί να φορολογηθεί από το Κράτος αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου β ή της παραγράφου 1 του άρθρου 13 και τα κέρδη, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε ωφέλειας, που αποδίδονται σε μόνιμη εγκατάσταση σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος σε ένα έτος και σε προηγούμενα έτη μετά την αφαίρεση από αυτά όλων των φόρων, πλην των πρόσθετων φόρων που αναφέρονται εδώ, οι οποίοι επιβάλλονται στα παραπάνω κέρδη από το Κράτος αυτό.

 

Άρθρο 11 Τοκοι

 

1.   Τόκοι που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογούνται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Όμως, με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, οι τόκοι αυτοί μπορούν να φορολογούνται και στο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν, και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλλά εάν ο πραγματικός δικαιούχος των τόκων είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο δεν θα υπερβαίνει το 10 τοις εκατό του ακαθάριστου ποσού των τόκων.

 

3.   Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου 2

 

α) τόκοι που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος απαλλάσσονται από τη φορολογία στο Κράτος αυτό εάν πραγματικός δικαιούχος των τόκων είναι το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή μια πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή του ή η Κεντρική Τράπεζα του Κράτους αυτού,

 

β) τόκοι που προκύπτουν στην Ελληνική Δημοκρατία και καταβάλλονται σε κάτοικο του Καναδά θα φορολογούνται μόνο στον Καναδά εάν καταβάλλονται σε σχέση με δάνειο που σύναψε, εγγυήθηκε ή ασφάλισε ή σε σχέση με πίστωση που παράτεινε, εγγυήθηκε ή ασφάλισε ο Οργανισμός Ανάπτυξης Εξαγωγών του Καναδά (Export Development Canada),

 

γ) τόκοι που προκύπτουν στον Καναδά και καταβάλλονται σε κάτοικο της Ελληνικής Δημοκρατίας θα φορολογούνται μόνο στην Ελληνική Δημοκρατία εάν καταβάλλονται σε σχέση με δάνειο που σύναψε, εγγυήθηκε ή ασφάλισε ή σε σχέση με πίστωση που παρέτεινε, εγγυήθηκε ή ασφάλισε ο Ελληνικός Οργανισμός Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων.

 

4.   Ο όρος "τόκοι", όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει εισόδημα από κάθε είδους απαιτήσεις χρεών, είτε εξασφαλίζονται με υποθήκη είτε όχι, και ειδικότερα, εισόδημα από κρατικά χρεόγραφα και εισόδημα από ομολογίες, με ή χωρίς ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένων και των δώρων και βραβείων που συνδέονται με τα ως άνω χρεόγραφα και ομολογίες, καθώς επίσης και εισόδημα που υπόκειται στην ίδια φορολογική μεταχείριση με το εισόδημα από δανειζόμενα χρήματα σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους, στο οποίο προκύπτει το εισόδημα. Εν τούτοις, ο όρος "τόκοι" δεν συμπεριλαμβάνει εισόδημα που αντιμετωπίζεται στο άρθρο 10.

 

5.   Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 δεν εφαρμόζονται αν ο πραγματικός δικαιούχος των τόκων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, ασκεί δραστηριότητα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν οι τόκοι, μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ' αυτό ή παρέχει στο άλλο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ' αυτό και η απαίτηση χρέους, σε σχέση με την οποία καταβάλλονται οι τόκοι, συνδέεται ουσιαστικά με αυτήν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ' αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14, κατά περίπτωση.

 

6.   Τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος όταν ο καταβάλλων είναι κάτοικος του Κράτους αυτού. Όπου, όμως, το πρόσωπο που καταβάλλει τους τόκους, ανεξαρτήτως εάν ο καταβάλλων είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους ή όχι, έχει στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση, σε σχέση με την οποία προέκυψε το χρέος, επί του οποίου καταβάλλονται οι τόκοι, και οι τόκοι αυτοί βαρύνουν την ως άνω μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση, τότε οι τόκοι αυτοί θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Κράτος, στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.

 

7.   Σε περίπτωση που, λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του πραγματικού δικαιούχου ή μεταξύ αυτών και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των τόκων, λαμβανομένης υπόψη της αξίωσης από χρέος, για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό που θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντος και του πραγματικού δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σ' αυτήν την περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε Συμβαλλόμενου Κράτους, λαμβανομένων δεόντων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.

 

8.   Ο περιορισμός που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν εφαρμόζεται εάν η απαίτηση από χρέος, σε σχέση με την οποία καταβάλλονται οι τόκοι, έχει δημιουργηθεί ή αποκτηθεί κυρίως για το σκοπό αποκόμισης οφέλους από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και όχι για καλόπιστους (bona fide) εμπορικούς σκοπούς. Γ αυτήν την περίπτωση, τέτοιοι τόκοι μπορούν να φορολογούνται στο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν, και σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους αυτού.

 

Άρθρο 12  Δικαιώματα

 

1.   Δικαιώματα που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογούνται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Ωστόσο, με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, τα δικαιώματα αυτά μπορούν να φορολογούνται και στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν, και σύμφωνα με τη νομοθεσία τον Κράτους αυτού, αλλά αν ο πραγματικός δικαιούχος των δικαιωμάτων είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν θα υπερβαίνει το 10 τοις εκατό του ακαθάριστου ποσού των δικαιωμάτων.

 

3.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 2, δικαιώματα δημιουργού (copyright) και άλλες παρόμοιες πληρωμές σε σχέση με την παραγωγή ή αναπαραγωγή οποιασδήποτε πολιτιστικής ή καλλιτεχνικής εργασίας (αλλά μη συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων σε σχέση με κινηματογραφικές ταινίες ούτε δικαιωμάτων σε σχέση με εργασίες πάνω σε ταινίες ή βιντεοκασέτες ή άλλα μέσα αναπαραγωγής για χρήση σχετιζόμενη με τηλεοπτική μετάδοση) που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους ο οποίος είναι ο πραγματικός δικαιούχος των δικαιωμάτων, φορολογούνται μόνο σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

4.   Ο όρος "δικαιώματα" όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει πληρωμές κάθε είδους που εισπράττονται ως αντάλλαγμα για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης οποιουδήποτε λογισμικού, δικαιώματος δημιουργού (copyright) σε πολιτιστική, καλλιτεχνική ή επιστημονική εργασία, περιλαμβανομένων των κινηματογραφικών ταινιών και εργασιών πάνω σε ταινίες, μαγνητοταινίες ή άλλα μέσα αναπαραγωγής για τηλεοπτική ή ραδιοφωνική μετάδοση, οποιασδήποτε ευρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος σχεδιασμού ή προτύπου, σχεδίου, μυστικού τύπου ή διαδικασίας παραγωγής ή για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού ή για πληροφορίες που αφορούν βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική εμπειρία.

 

5.   Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 δεν εφαρμόζονται εάν ο πραγματικός δικαιούχος των δικαιωμάτων, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, ασκεί δραστηριότητα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν τα δικαιώματα, μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ' αυτό ή παρέχει σ' αυτό το άλλο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ' αυτό και το δικαίωμα ή το περιουσιακό στοιχείο, σε σχέση με το οποίο καταβάλλονται τα δικαιώματα, συνδέεται ουσιαστικά με την ως άνω μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση. Σ΄ αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14, κατά περίπτωση.

 

6.   Τα δικαιώματα θεωρούνται ότι προκύπτουν σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος όταν ο καταβάλλων είναι κάτοικος του Κράτους αυτού. Όταν, όμως, το πρόσωπο που καταβάλλει τα δικαιώματα, είτε είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους είτε όχι, διατηρεί στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση, σε σχέση με την οποία προέκυψε η υποχρέωση καταβολής των δικαιωμάτων, και τα δικαιώματα αυτά βαρύνουν την ως άνω μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση, τότε τα δικαιώματα αυτά θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Κράτος, στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.

 

7.   Σε περίπτωση που, λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του πραγματικού δικαιούχου ή μεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των δικαιωμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση, το δικαίωμα ή την πληροφορία για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό, το οποίο θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντος και του πραγματικού δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Στην περίπτωση αυτή, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κάθε Συμβαλλόμενου Κράτους, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης β. Ο περιορισμός που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν εφαρμόζεται αν το δικαίωμα ή το περιουσιακό στοιχείο, από το οποίο προκύπτουν τα δικαιώματα, έχει δημιουργηθεί ή αποκτηθεί κυρίως για το σκοπό της αποκόμισης οφέλους από το παρόν άρθρο και όχι για καλόπιστους (bona fide) εμπορικούς σκοπούς. Γ αυτήν την περίπτωση, τέτοια δικαιώματα μπορούν να φορολογούνται στο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν, και σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους αυτού.

 

Άρθρο 13  Ωφέλεια από κεφάλαιο

 

1.   Η ωφέλεια που αποκτά κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από την εκποίηση ακίνητης περιουσίας, η οποία βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Η ωφέλεια από την εκποίηση κινητής περιουσίας, η οποία αποτελεί μέρος της επιχειρησιακής περιουσίας μόνιμης εγκατάστασης που έχει επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή κινητής περιουσίας που συνδέεται με καθορισμένη βάση, η οποία διατίθεται σε κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για το σκοπό της παροχής μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης τέτοιας ωφέλειας από την εκποίηση μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης (μόνης ή μαζί με όλη την επιχείρηση) ή μιας τέτοιας καθορισμένης βάσης, μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Κράτος.

 

3.   Η ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση πλοίων ή αεροσκαφών που εκτελούν διεθνείς μεταφορές ή κινητής περιουσίας που συνδέεται με την εκμετάλλευση τέτοιων πλοίων ή αεροσκαφών φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Κράτος ή στα Συμβαλλόμενα Κράτη, στα οποία τα κέρδη από την εκμετάλλευση των ως άνω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.

 

4.   Η ωφέλεια που αποκτά κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από την εκποίηση

 

α) μετοχών (πλην των μετοχών που είναι εισηγμένες σε εγκεκριμένο χρηματιστήριο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος) εταιρείας, η αξία των οποίων προκύπτει κυρίως από ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στο άλλο αυτό Κράτος ή

 

β) ουσιώδους συμμετοχής σε προσωπική εταιρεία ή trust, η αξία της οποίας προκύπτει κυρίως από ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στο άλλο αυτό Κράτος, μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Κράτος. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ο όρος "ακίνητη περιουσία" περιλαμβάνει τις μετοχές εταιρείας που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α) ή συμμετοχή σε προσωπική εταιρεία ή trust που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (β), αλλά δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε περιουσία, εκτός από μισθωμένη περιουσία, στην οποία ασκείται η επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας, της προσωπικής εταιρείας ή συνασπισμού επιχειρήσεων.

 

5.   Η ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας, πλην της αναφερόμενης στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος, του οποίου είναι κάτοικος ο εκποιών.

 

6.   Σε περίπτωση που ένα φυσικό πρόσωπο, το οποίο παύει να είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και αμέσως μετά γίνεται κάτοικος του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, τυγχάνει φορολογικής μεταχείρισης στο πρώτο αναφερόμενο Κράτος ως εάν είχε εκποιήσει περιουσία και φορολογείται στο Κράτος αυτό γι' αυτόν το λόγο, το φυσικό πρόσωπο μπορεί να επιλέξει να τύχει φορολογικής μεταχείρισης στο άλλο Κράτος ως εάν, αμέσως πριν να γίνει κάτοικος του Κράτους αυτού, είχε πωλήσει και επαναγοράσει την περιουσία αντί ποσού ίσου με την πραγματική αγοραία αξία της κατά το χρόνο αυτό.

 

Άρθρο 14 Μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες

 

1.   Το εισόδημα που αποκτά φυσικό πρόσωπο, το οποίο είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, σε σχέση με επαγγελματικές ή άλλες δραστηριότητες μη εξαρτημένου χαρακτήρα, φορολογείται μόνο στο Κράτος αυτό, εκτός εάν το φυσικό πρόσωπο έχει τακτικά στη διάθεσή του καθορισμένη βάση στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για το σκοπό παροχής των υπηρεσιών. Εάν το φυσικό πρόσωπο έχει ή είχε τέτοια καθορισμένη βάση, το εισόδημα μπορεί να φορολογείται στο άλλο Κράτος, αλλά μόνο κατά το μέρος αυτού, το οποίο αποδίδεται σ' αυτήν την καθορισμένη βάση. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, όταν ένα φυσικό πρόσωπο είναι παρόν σ' αυτό το άλλο Κράτος για το σκοπό της παροχής τέτοιων υπηρεσιών για περίοδο ή περιόδους που υπερβαίνουν αθροιστικά τις 183 ημέρες σε κάθε δωδεκάμηνη περίοδο, η οποία αρχίζει ή τελειώνει στο οικείο οικονομικό έτος, το φυσικό πρόσωπο θα θεωρείται ότι έχει τακτικά στη διάθεσή του καθορισμένη βάση στο άλλο Κράτος και το εισόδημα που αποκτάται από τις υπηρεσίες, οι οποίες παρέχονται σ' αυτό το άλλο Κράτος, θα θεωρείται ότι αποδίδονται σ' αυτήν την καθορισμένη βάση.

 

2.   Ο όρος "επαγγελματικές υπηρεσίες" περιλαμβάνει ειδικότερα μη εξαρτημένες επιστημονικές, λογοτεχνικές, καλλιτεχνικές, εκπαιδευτικές ή παιδαγωγικές δραστηριότητες, καθώς και τις μη εξαρτημένες δραστηριότητες ιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.

 

Άρθρο 15 Εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες

 

1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 16, 18 και 19, μισθοί, ημερομίσθια και άλλες αμοιβές που αποκτά κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κρότους σε σχέση με εξαρτημένη εργασία φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό, εκτός εάν η εξαρτημένη εργασία ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος. Αν η εξαρτημένη εργασία ασκείται κατ' αυτόν τον τρόπο, οι ως άνω αμοιβές που αποκτώνται από αυτήν μπορούν να φορολογούνται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1, μισθοί, ημερομίσθια και άλλες αμοιβές που αποκτά κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σε σχέση με εξαρτημένη εργασία που ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, φορολογούνται μόνο στο πρώτο μνημονευόμενο Κράτος εάν:

 

α) ο παραλήπτης της αμοιβής βρίσκεται στο άλλο κράτος για χρονική περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν συνολικά τις 183 ημέρες σε οποιαδήποτε δωδεκάμηνη περίοδο που αρχίζει ή τελειώνει στο οικείο ημερολογιακό έτος και

 

β) οι αμοιβές καταβάλλονται από, ή για λογαριασμό, εργοδότη που δεν είναι κάτοικος του άλλου Κράτους και

 

γ) οι αμοιβές δεν βαρύνουν μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση που διατηρεί ο εργοδότης στο άλλο Κράτος.

 

3.   Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, μισθοί, ημερομίσθια και άλλες αμοιβές που αποκτώνται σε σχέση με εξαρτημένη εργασία που παρέχεται πάνω σε πλοίο ή αεροσκάφος, το οποίο εκτελεί διεθνείς μεταφορές, μπορούν να φορολογούνται στο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο φορολογούνται τα κέρδη από την εκμετάλλευση του πλοίου ή αεροσκάφους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.

 

Άρθρο 16   Αμοιβές μελών Διοικητικού Συμβουλίου

 

1.   Αμοιβές μελών Διοικητικού Συμβουλίου και άλλες παρόμοιες πληρωμές που αποκτά κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους με την ιδιότητα του κατοίκου αυτού ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου εταιρείας, η οποία είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, μπορούν να φορολογούνται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Οι αμοιβές που αποκτά εταίρος, ο οποίος ενεργεί με την ιδιότητα διαχειριστή ελληνικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή ελληνικής προσωπικής εταιρείας, μπορούν να φορολογούνται στην Ελληνική Δημοκρατία.

 

Άρθρο 17  Πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες ψυχαγωγίας και αθλητές

 

1.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15, εισόδημα που αποκτά κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους για την παροχή υπηρεσιών ψυχαγωγίας, όπως ο καλλιτέχνης του θεάτρου, του κινηματογράφου, του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης ή ο μουσικός ή ως αθλητής, από προσωπικές δραστηριότητες του κατοίκου αυτού που ασκούνται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Εάν το εισόδημα σε σχέση με προσωπικές δραστηριότητες που ασκούνται από πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή από αθλητή υπό την ιδιότητα τους αυτή δεν περιέρχεται στο πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή στον αθλητή προσωπικά, αλλά σε άλλο πρόσωπο, το εισόδημα αυτό μπορεί, ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 7, 14 και 15, να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο ασκούνται οι δραστηριότητες του προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή του αθλητή.

 

3.   Οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν θα εφαρμόζονται, εάν διαπιστώνεται ότι ούτε το πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή ο αθλητής ούτε πρόσωπα συνδεόμενα με αυτούς, συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στα κέρδη του προσώπου που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο.

 

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται σε εισόδημα που αποκτά από δραστηριότητες που εκτελούνται στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ο οποίος είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή αθλητής, εφόσον η επίσκεψη στο πρώτο αναφερόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος χρηματοδοτείται σε σημαντικό βαθμό από δημόσια κεφάλαια και οι δραστηριότητες δεν εκτελούνται με σκοπό το κέρδος.

 

Άρθρο 18  Συντάξεις και πρόσοδοι

 

1.   Συντάξεις και πρόσοδοι που προκύπτουν σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογούνται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Συντάξεις που προκύπτουν σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογούνται και στο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους αυτού, αλλά από το συνολικό ποσό των συντάξεων αυτών που καταβάλλονται κάθε ημερολογιακό έτος σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, το πρώτο αναφερόμενο Κράτος θα εξαιρεί από το φόρο δεκαπέντε χιλιάδες δολάρια Καναδά ή το ισότιμο ποσό σε Ευρώ. Όμως, στην περίπτωση περιοδικών συνταξιοδοτικών πληρωμών, ο φόρος που θα επιβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν θα υπερβαίνει το κατώτερο του

 

α) 15 τοις εκατό του ακαθάριστου ποσού επί του συνόλου των πληρωμών αυτών για το οικείο ημερολογιακό έτος άνω των δεκαπέντε χιλιάδων δολαρίων Καναδά ή του ισοτίμου τους σε Ευρώ και

 

β) του συντελεστή που προσδιορίζεται με αναφορά στο ποσό του φόρου, το οποίο θα έπρεπε διαφορετικά να πληρώσει ο λήπτης της πληρωμής για το έτος επί του συνολικού ποσού των περιοδικών συνταξιοδοτικών πληρωμών που εισπράττει το φυσικό πρόσωπο εντός του έτους, εάν το φυσικό πρόσωπο ήταν κάτοικος του Συμβαλλόμενου Κράτους, στο οποίο προκύπτει η πληρωμή.

 

Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών μπορούν, εφόσον είναι αναγκαίο, να συμφωνήσουν να τροποποιήσουν το παραπάνω αναφερόμενο ποσό ως αποτέλεσμα νομισματικών ή οικονομικών εξελίξεων.

 

3.   Πρόσοδοι (annuities) που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογούνται και στο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν, και σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους αυτού, αλλά ο φόρος που επιβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν θα υπερβαίνει το 15 τοις εκατό της αναλογίας αυτών, που υπόκειται σε φόρο στο Κράτος αυτό. Ωστόσο, αυτός ο περιορισμός δεν εφαρμόζεται σε κατ' αποκοπήν πληρωμές που προκύπτουν κατά την εξαγορά, ακύρωση, εξόφληση, πώληση ή άλλη εκποίηση προσόδου ή σε πληρωμές κάθε είδους σύμφωνα με σύμβαση προσόδου, το κόστος των οποίων ήταν εκπιπτόμενο, στο σύνολό του ή εν μέρει, κατά τον υπολογισμό του εισοδήματος οποιουδήποτε προσώπου που απέκτησε τη σύμβαση.

 

4.   Ανεξάρτητα από οτιδήποτε στην παρούσα Σύμβαση

 

(α) πολεμικές συντάξεις και επιδόματα (συμπεριλαμβανομένων συντάξεων και επιδομάτων που καταβάλλονται σε βετεράνους πολέμου ή καταβάλλονται λόγω ζημιών ή τραυματισμών που προκλήθηκαν ως συνέπεια του πολέμου) που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους θα εξαιρούνται από το φόρο στο άλλο αυτό Κράτος στην έκταση που θα εξαιρούνταν από το φόρο εάν εισπράττονταν από κάτοικο του πρώτου αναφερομένου Κράτους,

 

(β) η διατροφή και άλλες παρόμοιες πληρωμές που προκύπτουν σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ο οποίος υπόκειται σε φόρο στο Κράτος σε σχέση με αυτά, φορολογούνται μόνο σ' αυτό το άλλο Κράτος, αλλά το φορολογητέο ποσό σ' αυτό το άλλο Κράτος δεν θα υπερβαίνει το ποσό που θα ήταν φορολογητέο στο πρώτο αναφερόμενο Κράτος, εάν ο εισπράττων ήταν κάτοικος του.

 

Άρθρο 19  Κυβερνητικές υπηρεσίες

 

1.

α) Μισθοί, ημερομίσθια και άλλες παρόμοιες αμοιβές, εκτός από συντάξεις, που καταβάλλονται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεσή του ή τοπική αρχή του σε φυσικό πρόσωπο σε σχέση με υπηρεσίες που προσφέρονται προς το Κράτος αυτό ή την υποδιαίρεση ή αρχή, φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό.

 

β) Εν τούτοις, οι ως άνω μισθοί, ημερομίσθια και άλλες παρόμοιες αμοιβές φορολογούνται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος εάν οι υπηρεσίες παρέχονται μέσα στο Κράτος αυτό και το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος του Κράτους αυτού, ο οποίος:

 

(i) είναι υπήκοος του Κράτους αυτού ή

 

(ii) δεν έγινε κάτοικος του Κράτους αυτού αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της παροχής των υπηρεσιών.

 

2.   Οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και 17, κατά περίπτωση, εφαρμόζονται αντί των διατάξεων της παραγράφου 1 στην περίπτωση μισθών, ημερομισθίων και άλλων παρόμοιων αμοιβών για υπηρεσίες που παρέχονται σε σχέση με επιχειρηματική δραστηριότητα που ασκείται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή πολική υποδιαίρεσή του ή τοπική αρχή του.

 

Άρθρο 20   Σπουδαστές

 

Πληρωμές, τις οποίες σπουδαστής ή. μαθητευόμενος που είναι ή ήταν αμέσως πριν τη μετάβασή του σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους και ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο μνημονευόμενο Κράτος αποκλειστικά για το σκοπό της εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισής του, λαμβάνει για το σκοπό της διαβίωσης, εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισής του δεν φορολογούνται σ' αυτό το Κράτος, εφόσον οι πληρωμές αυτές προέρχονται από πηγές εκτός του Κράτους αυτού.

 

Άρθρο 21  Άλλα εισοδήματα

 

1.  Εισοδήματα κατοίκου ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, οπουδήποτε και αν προκύπτουν, τα οποία δεν ρυθμίζονται στα προηγούμενα άρθρα της παρούσας Σύμβασης, φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό.

 

2.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται σε εισόδημα, με εξαίρεση το εισόδημα από ακίνητη περιουσία, εάν ο λήπτης του εισοδήματος αυτού, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, ασκεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος επιχειρηματική δραστηριότητα μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ΄ αυτό ή παρέχει στο άλλο αυτό Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ΄ αυτό και το δικαίωμα ή περιουσία, σε σχέση με τα οποία καταβάλλεται το εισόδημα, συνδέεται ουσιαστικά με τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Γ αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14, ανάλογα με την περίπτωση.

 

3.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, εισοδήματα κατοίκου ενός Συμβαλλόμενου Κράτους που δεν ρυθμίζονται στα προηγούμενα άρθρα της Σύμβασης και προκύπτουν στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μπορούν επίσης να φορολογούνται και στο άλλο αυτό Κράτος και σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους αυτού. Σε περίπτωση που το ως άνω εισόδημα είναι εισόδημα από trust, εκτός από trust στο οποίο οι εισφορές ήταν εκπιπτόμενες, ο φόρος που επιβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο, εάν το εισόδημα είναι φορολογητέο στο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο είναι κάτοικος ο πραγματικός δικαιούχος, δεν θα υπερβαίνει το 15 τοις εκατό επί του ακαθαρίστου ποσού του εισοδήματος.

 

IV. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

 

Άρθρο 22  Κεφάλαιο

 

1.   Κεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από ακίνητη περιουσία, η οποία ανήκει σε κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Κεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από κινητή περιουσία, η οποία αποτελεί μέρος της επιχειρηματικής περιουσίας μόνιμης εγκατάστασης, την οποία διατηρεί επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, ή από κινητή περιουσία που συνδέεται με καθορισμένη βάση την οποία διαθέτει κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για το σκοπό της παροχής μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, μπορεί να φορολογείται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

3.   Κεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από πλοία και αεροσκάφη που εκτελούν διεθνείς μεταφορές και από κινητή περιουσία που συνδέεται με την εκμετάλλευση των ως άνω πλοίων ή αεροσκαφών, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο φορολογούνται τα κέρδη από την εκμετάλλευση των ως άνω πλοίων ή αεροσκαφών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου θ.

 

4.   Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία κεφαλαίου κατοίκου ενός Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό.

 

V. ΜΕΘΟΔΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

 

Άρθρο 23  Εξάλειψη της διπλής φορολογίας

 

1.   Στην περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, η διπλή φορολογία αποφεύγεται ως εξής:

 

α) όταν κάτοικος της Ελληνικής Δημοκρατίας αποκτά εισόδημα ή έχει στην κυριότητά του κεφάλαιο, το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, μπορεί να φορολογείται στον Καναδά, η Ελληνική Δημοκρατία θα αναγνωρίζει

 

(i) ως έκπτωση από το φόρο επί του εισοδήματος του κατοίκου αυτού, ποσό ίσο με το φόρο εισοδήματος που έχει καταβληθεί στον Καναδά,

 

(ii) ως έκπτωση από το φόρο επί του κεφαλαίου του κατοίκου αυτού, ποσό ίσο με το φόρο κεφαλαίου που έχει καταβληθεί στον Καναδά.

 

β) Με την επιφύλαξη των υφιστάμενων διατάξεων του δικαίου της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με την αναγνώριση ως πίστωσης έναντι φόρου της Ελληνικής Δημοκρατίας φόρου πληρωτέου σε επικράτεια εκτός της Ελληνικής Δημοκρατίας και οποιασδήποτε μεταγενέστερης τροποποίησης των διατάξεων αυτών - η οποία δεν θα επηρεάζει τη γενική αρχή που τις διέπει - όπου μια εταιρεία που είναι κάτοικος του Καναδά καταβάλλει μέρισμα σε εταιρεία που είναι κάτοικος της Ελληνικής Δημοκρατίας και η οποία ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον 10 τοις εκατό της εξουσίας ψήφου στην πρώτη αναφερόμενη εταιρεία, η πίστωση θα λαμβάνει υπόψη το φόρο που είναι πληρωτέος στον Καναδά από την πρώτη αυτή αναφερόμενη εταιρεία σε σχέση με τα κέρδη, από τα οποία καταβάλλεται το ως άνω μέρισμα και

 

(γ) η έκπτωση αυτή, όμως, δεν μπορεί σε ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση να υπερβαίνει το τμήμα εκείνο του φόρου εισοδήματος ή φόρου κεφαλαίου, όπως υπολογίζεται πριν δοθεί η έκπτωση, η οποία αποδίδεται, ανάλογα με την περίπτωση, στο εισόδημα ή στο κεφάλαιο που μπορεί να φορολογείται στον Καναδά.

 

2.   Στην περίπτωση του Καναδά, η διπλή φορολογία θα αποφεύγεται ως εξής:

 

α) με την επιφύλαξη των υφιστάμενων διατάξεων του δικαίου του Καναδά σχετικά με την έκπτωση από φόρο πληρωτέο στον Καναδά του φόρου που καταβλήθηκε σε επικράτεια εκτός του Καναδά και οποιασδήποτε μεταγενέστερης τροποποίησης των διατάξεων αυτών - η οποία δεν θα επηρεάζει τη γενική αρχή που τις διέπει - και εφόσον δεν παρέχεται μεγαλύτερη έκπτωση ή ελάφρυνση σύμφωνα με τους νόμους του Καναδά, ο φόρος που είναι πληρωτέος στην Ελληνική Δημοκρατία επί των κερδών, του εισοδήματος ή της ωφέλειας που προκύπτουν στην Ελληνική Δημοκρατία, θα εκπίπτει από κάθε Καναδικό φόρο που είναι πληρωτέος σε σχέση με τα ως άνω κέρδη, εισόδημα ή ωφέλεια

 

β) με την επιφύλαξη των υφιστάμενων διατάξεων του δικαίου του Καναδά που αφορούν την αναγνώριση ως πίστωσης έναντι Καναδικού φόρου του φόρου που είναι πληρωτέος σε επικράτεια εκτός του Καναδά και οποιασδήποτε μεταγενέστερης τροποποίησης των διατάξεων αυτών - η οποία δεν θα επηρεάζει τη γενική αρχή που τις διέπει - σε περίπτωση που μια εταιρεία, η οποία είναι κάτοικος της Ελληνικής Δημοκρατίας, καταβάλλει μέρισμα σε εταιρεία, η οποία είναι κάτοικος Καναδά και η οποία ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον 10 τοις εκατό της εξουσίας ψήφου στην πρώτη αναφερόμενη εταιρεία, η πίστωση θα λαμβάνει υπόψη το φόρο που είναι πληρωτέος στην Ελληνική Δημοκρατία από αυτήν την πρώτη αναφερόμενη εταιρεία σε σχέση με τα κέρδη, από τα οποία καταβάλλεται το ως άνω μέρισμα και

 

γ) όπου, σύμφωνα με οποιαδήποτε διάταξη της Σύμβασης, εισόδημα που αποκτάται ή κεφάλαιο που ανήκει σε κάτοικο του Καναδά εξαιρείται του φόρου στον Καναδά, ο Καναδάς μπορεί παρ' όλα αυτά, κατά τον υπολογισμό του ποσού του φόρου επί άλλου εισοδήματος ή κεφαλαίου, να λάβει υπόψη το εισόδημα ή κεφάλαιο που εξαιρέθηκε.

 

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα κέρδη, το εισόδημα ή η ωφέλεια κατοίκου του ενός

 

Συμβαλλόμενου Κράτους, που μπορούν να φορολογούνται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, θεωρούνται ότι προκύπτουν από πηγές στο άλλο αυτό Κράτος.

 

VI. ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 24  Μη διακριτική μεταχείριση

 

1.   Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους δεν υπόκεινται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε απαίτηση συνδέεται μ΄ αυτήν, η οποία είναι διαφορετική ή επαχθέστερη από τη φορολογία και τις συνδεόμενες απαιτήσεις, στην οποία υπόκεινται ή μπορεί να υπαχθούν οι υπήκοοι του άλλου αυτού Κράτους υπό τις ίδιες περιστάσεις, ιδίως σε σχέση με την κατοικία. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται επίσης, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 1, σε φυσικά πρόσωπα που δεν είναι κάτοικοι του ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών.

 

2.   Η φορολογία που επιβάλλεται σε μόνιμη εγκατάσταση, την οποία διατηρεί επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, δεν θα επιβάλλεται λιγότερο ευνοϊκά στο άλλο αυτό Κράτος από τη φορολογία που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις του άλλου αυτού Κράτους που ασκούν τις ίδιες δραστηριότητες. Η παρούσα διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να υποχρεώνει ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να χορηγεί σε κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους οποιεσδήποτε προσωπικές εκπτώσεις, απαλλαγές και μειώσεις για φορολογικούς σκοπούς λόγω προσωπικής κατάστασης ή οικογενειακών υποχρεώσεων, τις οποίες χορηγεί στους δικούς του κατοίκους.

 

3.   Επιχειρήσεις του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, το κεφάλαιο των οποίων εν όλω ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται, άμεσα η έμμεσα, από έναν ή περισσοτέρους κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, δεν υπόκεινται στο πρώτο μνημονευόμενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή άλλη απαίτηση συνδεόμενη μ' αυτήν, η οποία είναι διαφορετική ή επαχθέστερη από τη φορολογία και τις συνδεόμενες απαιτήσεις, στις οποίες υπόκεινται ή μπορεί να υπαχθούν άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις που είναι κάτοικοι του πρώτου μνημονευόμενου Κράτους, το κεφάλαιο των οποίων εν όλω ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται, άμεσα η έμμεσα, από έναν ή περισσοτέρους κατοίκους τρίτου Κράτους.

 

4.   Στο παρόν άρθρο, ο όρος "φορολογία" σημαίνει τους φόρους, οι οποίοι είναι το αντικείμενο της παρούσας Σύμβασης.

 

Άρθρο 25  Διαδικασία αμοιβαίας συμφωνίας

 

1.   Όταν ένα πρόσωπο θεωρεί ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί από ένα ή και από τα δύο Συμβαλλόμενα Κράτη έχουν ή θα έχουν ως αποτέλεσμα γι' αυτό το πρόσωπο φορολογία που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, το πρόσωπο αυτό μπορεί, ανεξάρτητα από τα μέσα επανόρθωσης που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο των Κρατών αυτών, να υποβάλει την υπόθεση εγγράφως στην αρμόδια αρχή του Συμβαλλόμενου Κράτους, του οποίου είναι κάτοικος, ή, αν η περίπτωση εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 24, στην αρμόδια αρχή του Συμβαλλόμενου Κράτους, του οποίου είναι υπήκοος. Η υπόθεση πρέπει να υποβληθεί εντός τριών ετών από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης που έχει ως αποτέλεσμα φορολογία που δεν συνάδει με τις διατάξεις της Σύμβασης.

 

2.   Η αρμόδια αρχή καταβάλλει προσπάθειες, εάν κρίνει την ένσταση βάσιμη και αν δεν μπορεί η ίδια να καταλήξει σε ικανοποιητική λύση, να επιλύσει την υπόθεση με αμοιβαία συμφωνία με την αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, προκειμένου να αποφευχθεί φορολογία που δεν είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση. Οποιαδήποτε συμφωνία επιτυγχάνεται, θα εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τυχόν προθεσμίες στο εσωτερικό δίκαιο των Συμβαλλόμενων Κρατών.

 

3.   Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών θα καταβάλλουν προσπάθειες, να επιλύουν με αμοιβαία συμφωνία οποιεσδήποτε δυσκολίες ή αμφιβολίες τυχόν ανακύπτουν ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης. Μπορούν επίσης να διαβουλεύονται από κοινού για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περιπτώσεις που δεν προβλέπονται από τη Σύμβαση.

 

4.   Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών μπορούν να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους για το σκοπό της επίτευξης συμφωνίας κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων.

 

5.   Εάν οποιαδήποτε δυσκολία ή αμφιβολία που τυχόν ανακύψει ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης δεν μπορεί να επιλυθεί από τις αρμόδιες αρχές, μπορεί, εφόσον συμφωνούν και οι δύο αρμόδιες αρχές, να υποβληθεί σε διαιτησία. Οι διαδικασίες για τη διαιτησία θα θεσπισθούν μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

 

Άρθρο 26  Ανταλλαγή πληροφοριών

 

1.   Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που είναι, όσο μπορεί να προβλεφθεί, σχετικές για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης ή για τη διοίκηση ή εκτέλεση της εσωτερικής νομοθεσίας όσον αφορά φόρους κάθε είδους και περιγραφής, που επιβάλλονται εκ μέρους των Συμβαλλόμενων Κρατών, στο μέτρο που η φορολογία κατά τα ως άνω δεν αντιβαίνει στη Σύμβαση. Η ανταλλαγή πληροφοριών δεν περιορίζεται από τα άρθρα 1 και 2.

 

2.   Οποιεσδήποτε πληροφορίες λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος θα τυγχάνουν μεταχείρισης ως απόρρητες κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του Κράτους αυτού και θα αποκαλύπτονται μόνο σε πρόσωπα ή αρχές (συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων) που σχετίζονται με τη βεβαίωση ή την είσπραξη, την εκτέλεση ή τον καθορισμό προσφυγών αναφορικά με φόρους ή την επίβλεψη των ανωτέρω. Τα ως άνω πρόσωπα ή αρχές θα χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές μόνο για τέτοιους σκοπούς. Μπορούν να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες αυτές σε δίκες που διεξάγονται δημόσια ή σε δικαστικές αποφάσεις.

 

3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να ερμηνευθούν κατά τρόπο ώστε να επιβάλλουν σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος την υποχρέωση

 

α) να εκτελεί διοικητικά μέτρα που αντιβαίνουν στη νομοθεσία και στη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,

 

β) να παρέχει πληροφορίες, οι οποίες δεν μπορούν να ληφθούν σύμφωνα με τη νομοθεσία ή κατά τη συνήθη πρακτική της διοίκησης αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ή

 

γ) να παρέχει πληροφορίες που θα αποκάλυπταν οποιοδήποτε εμπορικό, επιχειρηματικών, βιομηχανικό, συναλλακτικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή εμπορική παραγωγική διαδικασία ή πληροφορία, η αποκάλυψη των οποίων θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη.

 

4.   Εάν ζητούνται πληροφορίες από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με το παρόν άρθρο, το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος θα χρησιμοποιήσει τα μέτρα που έχει για τη συλλογή πληροφοριών, προκειμένου να αποκτήσει τις πληροφορίες που ζητήθηκαν, παρ' όλο που το άλλο Κράτος δεν χρειάζεται τις πληροφορίες αυτές για τους δικούς του φορολογικούς σκοπούς. Η υποχρέωση που περιέχεται στο προηγούμενο εδάφιο, εμπίπτει στους περιορισμούς της παραγράφου 3, αλλά σε καμία περίπτωση τέτοιοι περιορισμοί δεν θα ερμηνεύονται ώστε να επιτρέπουν σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες αποκλειστικά για το λόγο όπ δεν έχει εσωτερικό ενδιαφέρον για τις ως άνω πληροφορίες.

 

5.   Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 3 δεν ερμηνεύονται ώστε να επιτρέπουν σ΄ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες αποκλειστικά για το λόγο ότι οι πληροφορίες αυτές τηρούνται από τράπεζα, άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή πρόσωπο που ενεργεί με την ιδιότητα αντιπροσώπου ή θεματοφύλακα ή επειδή οι πληροφορίες σχετίζονται με ιδιοκτησιακά συμφέροντα ενός προσώπου.

 

Άρθρο 27  Μέλη διπλωματικών αποστολών και προξενικών θέσεων

 

1.   Τίποτα στην παρούσα Σύμβαση δεν επηρεάζει τα φορολογικά προνόμια των μελών των διπλωματικών αποστολών ή προξενικών θέσεων κατά τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου ή κατά τις διατάξεις οδικών συμφωνιών.

 

2.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 4, ένα φυσικό πρόσωπο που είναι μέλος διπλωματικής αποστολής, προξενικής θέσης ή μόνιμης αποστολής ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, η οποία βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή σε τρίτο Κράτος, θεωρείται για τους σκοπούς της Σύμβασης ότι είναι κάτοικος του Κράτους αποστολής, εάν αυτό το φυσικό πρόσωπο υπόκειται στο Κράτος αποστολής στις ίδιες υποχρεώσεις σχετικά με το φόρο επί του συνολικού εισοδήματος όπως οι κάτοικοι αυτού του Κράτους αποστολής.

 

3.   Η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται σε διεθνείς οργανισμούς, σε όργανα ή αξιωματούχους αυτών των οργανισμών και σε πρόσωπα που είναι μέλη διπλωματικής αποστολής, προξενικής θέσης ή μόνιμης αποστολής τρίτου Κράτους ή ομάδας Κρατών, τα οποία βρίσκονται σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και δεν υπόκεινται σε κανένα Συμβαλλόμενο Κράτος στις ίδιες υποχρεώσεις σε σχέση με το φόρο επί του συνολικού τους εισοδήματος όπως οι κάτοικοί του.

 

Άρθρο 28   Διάφοροι κανόνες

 

1.   Οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης δεν θα ερμηνεύονται ώστε να περιορίζουν με οποιονδήποτε τρόπο οποιαδήποτε απαλλαγή, παροχή, πίστωση ή άλλη μείωση που χορηγείται ήδη ή εφεξής

 

(α) από τους νόμους ενός Συμβαλλόμενου Κράτους κατά τον προσδιορισμό του φόρου που επιβάλλεται από το Κράτος αυτό ή

 

(β) από οποιαδήποτε άλλη συμφωνία που συνάπτεται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος.

 

2.   Τίποτα στη Σύμβαση δεν θα ερμηνεύεται ώστε να εμποδίζει τον Καναδά από την επιβολή φόρου σε ποσά που περιλαμβάνονται στο εισόδημα κατοίκου του Καναδά σε σχέση με προσωπική εταιρεία, trust εταιρεία, ή άλλη οντότητα, στην οποία έχει συμμετοχή ο κάτοικος αυτός.

 

3.   Εισφορές ενός έτους σε σχέση με υπηρεσίες που παρέχονται κατά το έτος αυτό, που καταβάλλονται από φυσικό πρόσωπο ή νια λογαριασμό φυσικού προσώπου που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους ή το οποίο βρίσκεται προσωρινά στο Κράτος αυτό, σε συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που αναγνωρίζεται για φορολογικούς σκοπούς στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που δεν υπερβαίνει αθροιστικά τους 60 μήνες, θα έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση στο πρώτο αναφερόμενο Κράτος με εισφορά που καταβάλλεται σε συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, το οποίο αναγνωρίζεται για φορολογικούς σκοπούς σ' αυτό το πρώτο αναφερόμενο Κράτος, εάν

 

(α) το ως άνω φυσικό πρόσωπο κατέβαλλε εισφορές σε τακτική βάση στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα για περίοδο που τελείωνε αμέσως πριν το φυσικό πρόσωπο να γίνει κάτοικος ή πριν να βρεθεί προσωρινά στο πρώτο αναφερόμενο Κράτος, και

 

(β) η αρμόδια αρχή του πρώτου αναφερομένου Κράτους συμφωνεί ότι το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα αντιστοιχεί γενικά σε συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που αναγνωρίζεται για φορολογικούς σκοπούς από το Κράτος αυτό.

 

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, το "συνταξιοδοτικό πρόγραμμα" συμπεριλαμβάνει ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που δημιουργήθηκε κατά το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος.

 

VII. ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 29  Θέση σε ισχύ

 

1.   Καθένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη γνωστοποιεί στο άλλο, μέσω της διπλωματικής οδού, την ολοκλήρωση των διαδικασιών που απαιτούνται από το νόμο για τη θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης. Η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία της τελευταίας από τις γνωστοποιήσεις αυτές και οι διατάξεις της έχουν εφαρμογή

 

(α) στην Ελληνική Δημοκρατία, σε εισόδημα που αποκτάται κατά ή μετά την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί αμέσως εκείνο, κατά το οποίο τίθεται σε ισχύ η Σύμβαση.

 

(β) στον Καναδά

 

(i) όσον αφορά τους παρακρατούμενους στην πηγή φόρους επί ποσών που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν σε μη κατοίκους, κατά ή μετά την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί αμέσως εκείνο, κατά το οποίο τίθεται σε ισχύ η Σύμβαση, και

 

(ii) όσον αφορά άλλους καναδικούς φόρους για φορολογικές χρήσεις που αρχίζουν κατά ή μετά την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί αμέσως εκείνο, κατά το οποίο τίθεται σε ισχύ η Σύμβαση.

 

2.   Η από 30 Σεπτεμβρίου 1929 ανταλλαγή επιστολών, η οποία καταγράφει Συμφωνία μεταξύ του Καναδά και της Ελληνικής Δημοκρατίας που προέβλεπε την αμοιβαία απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος εσόδων που αποκτώνται από την εκμετάλλευση πλοίων, τερματίζεται. Οι διατάξεις της θα παύσουν να ισχύουν από την ημερομηνία, κατά την οποία οι αντίστοιχες διατάξεις της παρούσας Σύμβασης θα τεθούν σε ισχύ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1.

 

Άρθρο 30  Λήξη Σύμβασης

 

Η παρούσα Σύμβαση θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι να τεθεί σε λήξη από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος. Καθένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη μπορεί να θέσει σε λήξη τη Σύμβαση, μέσω της διπλωματικής οδού, απευθύνοντας ειδοποίηση τουλάχιστον έξι μήνες πριν το τέλος οποιουδήποτε ημερολογιακού έτους. Σ' αυτήν την περίπτωση, η Σύμβαση θα παύσει να ισχύει

 

(α) στην Ελληνική Δημοκρατία, σε εισόδημα που αποκτάται κατά ή μετά την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου του αμέσως επόμενου ημερολογιακού έτους.

 

(β) στον Καναδά

 

(i) όσον αφορά φόρο παρακρατούμενο στην πηγή επί ποσών που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν σε μη κάτοικους, κατά ή μετά την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου του αμέσως επόμενου ημερολογιακού έτους και

 

(ii) όσον αφορά άλλους καναδικούς φόρους για φορολογικές χρήσεις που αρχίζουν κατά ή μετά την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου του αμέσως επόμενου ημερολογιακού έτους.

 

ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ, οι υπογράφοντες, νόμιμα εξουσιοδοτούμενοι προς τούτο, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.

 

ΕΓΙΝΕ σε δύο αντίγραφα στην Αθήνα σήμερα, την 29η Ιουνίου 2009 το καθένα στην ελληνική, αγγλική και γαλλική γλώσσα και κάθε κείμενο είναι εξίσου αυθεντικό.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ                                                                  ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΝΑΔΑ

 

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ

 

1. Κατά το χρόνο υπογραφής της παρούσας Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Καναδά για την Αποφυγή της Διπλής Φορολογίας και την Πρόληψη της Φοροδιαφυγής αναφορικά με τους Φόρους Εισοδήματος και Κεφαλαίου, οι υπογράφοντες συμφώνησαν επί των ακόλουθων διατάξεων, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Σύμβασης.

 

2. Συμφωνείται ότι

 

(i) στην παράγραφο 1(i) του άρθρου 3, για μεγαλύτερη βεβαιότητα, ο όρος "εκτελεί δρομολόγια αποκλειστικά μεταξύ τοποθεσιών μέσα σ΄ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος" αναφέρεται σε μεμονωμένο ταξίδι που εκτελείται από ένα πλοίο ή αεροσκάφος.

 

(ii) Ανεξάρτητα από τα άρθρα 7 και 8, κέρδη που αποκτώνται από την εκμετάλλευση πλοίων ή αεροσκαφών που χρησιμοποιούνται κυρίως για μεταφορά επιβατών ή αγαθών αποκλειστικά μεταξύ τοποθεσιών σ΄ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορούν να φορολογούνται σ' αυτό το Κράτος. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης σε κέρδη από τη συμμετοχή σε κοινοπραξία (pool), σε μικτή εταιρεία (joint business) ή σε πρακτορείο που λειτουργεί σε διεθνές επίπεδο.

 

(iii) Όσον αφορά την παράγραφο 6 του άρθρου 13, σε περίπτωση που οι καναδικοί κανόνες φορολογίας αναχώρησης, με τους οποίους συσχετίζεται η παράγραφος αυτή, τροποποιηθούν σημαντικά ή αντικατασταθούν, η παράγραφος 6 του άρθρου 13 θα αντικατασταθεί από την ακόλουθη:

 

"6. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 δεν επηρεάζουν το δικαίωμα ενός Συμβαλλόμενου Κράτους να επιβάλλει, σύμφωνα με το δίκαιό του, φόρο επί της ωφέλειας από την εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας, την οποία αποκτά φυσικό πρόσωπο που είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους και έχει γίνει κάτοικος του πρώτου αναφερόμενου Κράτους οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά την αμέσως προηγούμενη πενταετία πριν από την εκποίηση της περιουσίας".

 

(iv) Για τους σκοπούς του Άρθρου 15, ο όρος "εργοδότης" σημαίνει το πρόσωπο που έχει δικαιώματα επί της παραχθείσας εργασίας και που φέρει τη σχετική ευθύνη και κινδύνους.

 

(v) Η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε εταιρεία, trust ή άλλη οντότητα που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους και της οποίας είναι πραγματικός δικαιούχος ή η οποία ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεν είναι κάτοικοι του Κράτους αυτού, εάν το ποσό του φόρου που επιβάλλεται στο εισόδημα ή στο κεφάλαιο της εταιρείας, του trust ή άλλης οντότητας από το Κράτος αυτό είναι ουσιαστικά χαμηλότερο από το ποσό, το οποίο θα επιβαλλόταν από αυτό το Κράτος (αφού ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε μείωση ή συμψηφισμός του ποσού του φόρου με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένων της επιστροφής φόρου, επιστροφής χρημάτων, εισφοράς, πίστωσης ή παροχής προς την εταιρεία, το trust ή σε άλλη οντότητα ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο), εάν πραγματικός δικαιούχος όλων των μετοχών του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ή όλων των μεριδίων συμμετοχής στο trust ή σε άλλη οντότητα, ανάλογα με την περίπτωση, ήταν ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα που είναι κάτοικοι του Κράτους αυτού.

 

(vi) Ανεξάρτητα από τη συμμετοχή των Συμβαλλομένων Κρατών στη Γενική Συμφωνία για το Εμπόριο Υπηρεσιών (GATS) ή σε άλλες διεθνείς συμφωνίες, τα Συμβαλλόμενα Κράτη στις φορολογικές τους σχέσεις θα καλύπτονται από τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης.

 

ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ, οι υπογράφοντες, νόμιμα εξουσιοδοτημένοι προς τούτο, από πς αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν το παρόν Πρωτόκολλο.

 

ΕΓΙΝΕ σε δύο αντίγραφα στην Αθήνα σήμερα, την 29η Ιουνίου 2009, το καθένα στην ελληνική, αγγλική και γαλλική γλώσσα και τα τρία κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ                                                               ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΝΑΔΑ

 

Άρθρο δεύτερο

 

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύμβασης που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 29 παρ. 1 αυτής.

 

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

 

Αθήνα, 24 Φεβρουαρίου 2010

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

 

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ    ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ  ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ

 

ΛΟΥΚΙΑ − ΤΑΡΣΙΤΣΑ ΚΑΤΣΕΛΗ

 

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

 

Αθήνα, 25 Φεβρουαρίου 2010

 

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ