Μεξικό

Μεξικό

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3406/2005 ΦΕΚ. 265/2005

Κύρωση της Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των Ηνωμένων Πολιτειών Μεξικού για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και του κεφαλαίου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε ηΒουλή:

Άρθρο πρώτο

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των Ηνωμένων Πολιτειών Μεξικού για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους όρους εισοδήματος και του κεφαλαίου, που υπογράφηκε στην Πόλη του Μεξικού στις 13 Απριλίου 2004, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα έχει ως εξής:

ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΜΕΞΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ.

Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών Μεξικού επιθυμώντας να συνάψουν Σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους του εισοδήματος και του κεφαλαίου, συμφώνησαν τα ακόλουθα:



 

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής της σύμβασης

 

Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται σε πρόσωπα που είναι κάτοικοι του ενός ή και των δύο Συμβαλλομένων Κρατών.



 

Αρθρο 2. Φόροι στους οποίους αφορά η σύμβαση

 

1.   Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου που επιβάλλονται για λογαριασμό των Συμβαλλομένων Κρατών, ανεξάρτητα του τρόπου επιβολής τους.

2.   Θεωρούνται ως φόροι εισοδήματος και κεφαλαίου όλοι οι φόροι που επιβάλλονται στο συνολικό εισόδημα, στο συνολικό κεφάλαιο, ή σε στοιχεία του εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων των φόρων επί της ωφέλειας που προκύπτει από την εκποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας καθώς και των φόρων επί της υπεραξίας που προκύπτει από την ανατίμηση του κεφαλαίου.

3.   Οι υφιστάμενοι φόροι στους οποίους εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση είναι ειδικότερα:

α) Στην περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας

ι) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου φυσικών προσώπων
ιι) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου νομικών προσώπων (εφεξής καλούμενος «Ελληνικός φόρος»).

β) Στο Μεξικό:

Ο Φόρος εισοδήματος «elimpuesto sodre la renta»  (εφεξής καλούμενος «Μεξικανικός φόρος»).

4.   Η Σύμβαση εφαρμόζεται επίσης σε οποιουσδήποτε ταυτόσημους ή ουσιωδώς παρόμοιους φόρους που επιβάλλονται μετά την ημερομηνία υπογραφής της Σύμβασης επιπρόσθετα, ή αντί, των υφιστάμενων φόρων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών γνωστοποιούν η μία στην άλλη τις ουσιώδεις μεταβολές που έχουν επέλθει στην αντίστοιχη φορολογική νομοθεσία τους.



 

Αρθρο 3. Γενικοί ορισμοί

 

1.   Για τους σκοπούς αυτής της Σύμβασης, εκτός ανη έννοια του κειμένου απαιτεί διαφορετικά:

α) Ο όρος «Ελληνική Δημοκρατία» περιλαμβάνει το έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας και το τμήμα της θάλασσας, του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους του κάτω από τη Μεσόγειο Θάλασσα, επί των οποίων, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, η Ελληνική Δημοκρατία έχει κυριαρχικά δικαιώματα προς το σκοπό εξερεύνησης, εξόρυξης ή εκμετάλλευσης των φυσικώνπόρωναυτών τωνπεριοχών.

β) Ο όρος «Μεξικό» υποδηλώνει το υπό την εθνική αυτού κυριαρχία έδαφος περιλαμβανομένων των χωρικών υδάτων, ως και των θαλασσίων περιοχών επί των οποίων το Μεξικό ασκεί, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία.

γ) Οι όροι «το ένα Συμβαλλόμενο Κράτος» και «το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος» υποδηλώνουν το Μεξικό ή την Ελληνική Δημοκρατία όπως απαιτεί η έννοια του κειμένου.

δ) Ο όρος «πρόσωπο» περιλαμβάνει ένα φυσικό πρόσωπο, μία εταιρία και οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων.

ε) Ο όρος «εταιρία» υποδηλώνει οποιαδήποτε εταιρική μορφή κεφαλαιουχικού χαρακτήρα ή οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο το οποίο έχει την ίδια φορολογική μεταχείριση με μία εταιρία κεφαλαιουχικού χαρακτήρα.

στ) Οι όροι «επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους» και «επιχείρηση του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους» υποδηλώνουν, αντίστοιχα, μία επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και μια επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.

ζ) Ο όρος «διεθνείς μεταφορές» υποδηλώνει οποιαδήποτε μεταφορά με πλοίο ή αεροσκάφος, εκτός αν το πλοίο ή το αεροσκάφος εκτελεί δρομολόγια ή πλόες αποκλειστικά μεταξύ τόπων εντός του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους.

η) Οόρος «αρμόδια αρχή» υποδηλώνει:

ι) Στην Ελληνική Δημοκρατία, τον Υπουργό Οικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.
ιι) Στο Μεξικό, το Υπουργείο Οικονομικών και Δημόσιων Εσόδων.

θ) ο όρος «υπήκοος» υποδηλώνει:

ι) οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο που έχει την εθνικότητα ενός Συμβαλλόμενου Κράτους,
ιι) οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο, προσωπική εταιρία ή ένωση που αποκτά το νομικό καθεστώς του από τους νόμους που ισχύουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος.

2. Όσον αφορά στην εφαρμογή της Σύμβασης σε οποιοδήποτε χρόνο από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, κάθε όρος που δεν καθορίζεται σ’ αυτή, θα έχει, εκτός αν η έννοια του κειμένου απαιτεί διαφορετικά, την έννοια που έχει κατ’ εκείνο το χρόνο σύμφωνα με τους νόμους αυτού του Κράτους, σχετικά με τους φόρους που αποτελούν το αντικείμενο της Σύμβασης, οποιασδήποτε έννοιας η οποία δίδεται από την εφαρμοζόμενη φορολογική νομοθεσία αυτού του Κράτους υπερισχύουσας της έννοιας που δίδεται στον εν λόγω όρο από οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία του εν λόγω κράτους.



 

Αρθρο 4. Κάτοικος

 

1.   Για τους σκοπούς αυτής της Σύμβασης, ο όρος «κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο που σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους αυτού, υπόκειται σε φορολογία σ’ αυτό λόγω κατοικίας, διαμονής, τόπου διοίκησης, τόπου ιδρύσεως ή άλλου παρόμοιας φύσεως κριτηρίου, και περιλαμβάνει επίσης αυτό το ίδιο Κράτος και οποιαδήποτε πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού. Ο όρος αυτός, εν τούτοις, δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που φορολογείται σ’ αυτό το Κράτος μόνο, όσον αφορά σε εισόδημα από πηγές που προέρχονται από αυτό το Κράτος ή σε κεφάλαιο που βρίσκεται σ’ αυτό.

2.   Αν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος αμφοτέρων των Συμβαλλόμενων Κρατών, τότε η κατάσταση του καθορίζεται ως εξής:

α) Θεωρείται ότι είναι κάτοικος μόνο του Κράτους στο οποίο διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία. Αν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία και στα δύο Κράτη θεωρείται ότι είναι κάτοικος μόνο του Κράτους με το οποίο διατηρεί στενότερους οικονομικούς και προσωπικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων).

β) Αν το Κράτος στο οποίο έχει το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων δεν μπορεί να καθοριστεί, ή αν δεν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία σε κανένα από τα δύο Κράτη, θεωρείται ότι είναι κάτοικος μόνο του Κράτους στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του.

γ) Αν έχει την συνήθη διαμονή του και στα δύο Κράτη, ή σε κανένα από αυτά, θεωρείται ότι είναι κάτοικος μόνο του Κράτους του οποίου είναι υπήκοος.

δ) Αν είναι υπήκοος και των δύο Κρατών ή κανενός από αυτά, οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών διευθετούν το ζήτημα με αμοιβαία συμφωνία.

3.   Αν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 ένα πρόσωπο εκτός από φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλομένων Κρατών, τότε θεωρείται ότι είναι κάτοικος μόνο του Κράτους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοίκησής του.



 

Αρθρο 5. Μόνιμη εγκατάσταση

 

1.   Για τους σκοπούς αυτής της Σύμβασης ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» υποδηλώνει ένα καθορισμένο τόπο δραστηριοτήτων μέσω του οποίου διεξάγονται οι εργασίες μίας επιχείρησης εν όλω ή εν μέρει.

2.   Ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» περιλαμβάνει κυρίως:

α) τόπο διοίκησης

β) υποκατάστημα

γ) γραφείο

δ) εργοστάσιο

ε) εργαστήριο και

στ) ορυχείο, πηγή πετρελαίου ή αερίου, λατομείο ή οποιοδήποτε άλλο τόπο εξόρυξης φυσικών πόρων.

3.   Ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» θα περιλαμβάνει επίσης εργοτάξιο ή έργο κατασκευής, εγκατάστασης ή συναρμολόγησης, ή δραστηριότητες επίβλεψης συνδεόμενες μ’ αυτά, αλλά μόνον αν το εργοτάξιο, το έργο ή οι δραστηριότητες έχουν διάρκεια μεγαλύτερη από έξι μήνες.

4.   Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις αυτού του Άρθρου, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» θεωρείται ότι δεν περιλαμβάνει:

α) τη χρήση διευκολύνσεων αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση,

β) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση,

γ) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την επεξεργασία από μία άλλη επιχείρηση,

δ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά με σκοπό την αγορά αγαθών ή εμπορευμάτων ή της συγκέντρωσης πληροφοριών, για την επιχείρηση.

ε) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά για σκοπούς διαφημίσεως, παροχής πληροφοριών, επιστημονικών ερευνών ή για οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες οι οποίες έχουν προπαρασκευαστικό ή βοηθητικό χαρακτήρα, για την επιχείρηση.

στ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά με σκοπό τον οποιοδήποτε συνδυασμό δραστηριοτήτων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους α) έως ε), υπό τον όρο ότι η όλη δραστηριότητα του καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που απορρέει από αυτόν τον συνδυασμό είναι προπαρασκευαστικού ή βοηθητικού χαρακτήρα.

5.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 αν ένα πρόσωπο - εκτός από ανεξάρτητο πράκτορα για τον οποίο έχει εφαρμογή η παράγραφος 7 ενεργεί για λογαριασμό μιας επιχείρησης και έχει εξουσιοδότηση, βάσει της οποίας ενεργεί συστηματικά, σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος για να συνάπτει συμβόλαια στο όνομα της εν λόγω επιχείρησης, αυτή η επιχείρηση θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στο Κράτος αυτό όσον αφορά σε οποιεσδήποτε δραστηριότητες αναλαμβάνει το εν λόγω πρόσωπο για την επιχείρηση, εκτός αν οι δραστηριότητες αυτού του προσώπου περιορίζονται σ’ εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 4, οι οποίες, και αν ακόμη ασκούνται μέσω καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, δεν καθιστούν αυτόν τον καθορισμένο τόπο μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου.

6.   Ασφαλιστική εταιρία ενός Συμβαλλόμενου Κράτους θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος εάν εισπράττει ασφάλιστρα σ’ αυτό το άλλο Κράτος μέσω ενός πράκτορα - εκτός από τον πράκτορα για τον οποίο εφαρμόζεται ή παράγραφος 7 - ή ασφαλίζει κινδύνους εντός του άλλου Κράτους μέσω ενός τέτοιου πράκτορα.

7.   Μια επιχείρηση δεν θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση σ’ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος απλά και μόνο επειδή διεξάγει εργασίες σ’ αυτό το Κράτος μέσω μεσίτη, γενικού αντιπροσώπου επί προμηθεία ή άλλου ανεξάρτητου πράκτορα, εφόσον τα εν λόγω πρόσωπα ενεργούν μέσα στα συνήθη πλαίσια της δραστηριότητάς τους και στις εμπορικές ή οικονομικές σχέσεις τους με την επιχείρηση οι όροι που επικρατούν ή επιβάλλονται δεν διαφέρουν από αυτούς που γενικά συμφωνούνται από ανεξάρτητους αντιπροσώπους.

8.   Το γεγονός ότι μια εταιρεία που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους ελέγχει ή ελέγχεται από εταιρεία που είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ή η οποία διεξάγει εργασίες σ’ αυτό το άλλο Κράτος (είτε μέσω μόνιμης εγκατάστασης είτε με άλλο τρόπο), δεν καθιστά την καθεμία απότις εταιρείες μόνιμη εγκατάσταση της άλλης.



 

Αρθρο 6. Εισόδημα από ακίνητη περιουσία

 

1.   Εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από ακίνητη περιουσία (συμπεριλαμβανομένου του εισοδήματος από γεωργία ή δασοκομία) που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Ο όρος «ακίνητη περιουσία» θα έχει την έννοια που ορίζεται από τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο βρίσκεται η εν λόγω περιουσία. Ο όρος περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση περιουσία παρεπόμενη της ακίνητης περιουσίας, τα ζώα και τον εξοπλισμό που χρησιμοποιούνται στην γεωργία και δασοκομία, δικαιώματα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του γενικού δικαίου για την έγγειο ιδιοκτησία, επικαρπία ακίνητης περιουσίας και δικαιώματα από τα οποία απορρέουν πληρωμές μεταβλητές ή σταθερές ως αντάλλαγμα για την εκμετάλλευση, ή δικαιώματα εκμετάλλευσης, μεταλλευτικών κοιτασμάτων, πηγών και άλλων φυσικών πόρων. Πλοία, πλοιάρια και αεροσκάφη δεν θεωρούνται ακίνητη περιουσία.

3.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται σε εισόδημα που προέρχεται από την άμεση χρήση, εκμίσθωση ή οποιασδήποτε άλλης μορφής χρήση ακίνητης περιουσίας.

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 έχουν επίσης εφαρμογή στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία μιας επιχείρησης και στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται για την παροχή ανεξάρτητων προσωπικών υπηρεσιών.



 

Αρθρο 7. Κέρδη επιχειρήσεων

 

1.   Τα κέρδη μιας επιχείρησης ενός Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο σ’ αυτό το Κράτος εκτός αν η επιχείρηση διεξάγει επιχειρηματικές δραστηριότητες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ’ αυτό. Αν η επιχείρηση διεξάγει επιχειρηματικές δραστηριότητες ως ανωτέρω, τότε τα κέρδη της επιχείρησης μπορούν να φορολογούνται στο άλλο Κράτος αλλά μόνο ως προς το τμήμα αυτών που αποδίδεται:

α) στην μόνιμη εγκατάσταση,

β) σε πωλήσεις σ’ αυτό το άλλο Κράτος αγαθών ή εμπορευμάτων ίδιου ή παρόμοιου είδους με τα αγαθά ή τα εμπορεύματα που πωλούνται διαμέσου αυτής της μόνιμης εγκατάστασης.

Ωστόσο, τα κέρδη που προκύπτουν από τις πωλήσεις που περιγράφονται στην υποπαράγραφο (β) δεν φορολογούνται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος εάν η επιχείρηση αποδείξει ότι τέτοιες πωλήσεις πραγματοποιούνται για λόγους άλλους εκτός από την απόκτηση των πλεονεκτημάτων από αυτή τη Σύμβαση.

2.   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, αν μια επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους διεξάγει επιχειρηματικές δραστηριότητες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ’ αυτό, τότε στο κάθε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος αποδίδονται στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση τα κέρδη τα οποία υπολογίζεται ότι θα πραγματοποιούσε αν ήταν μια διαφορετική και χωριστή επιχείρηση που ασχολείται με τις ίδιες ή παρόμοιες δραστηριότητες κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες και συναλλάσσεται εντελώς ανεξάρτητα με την επιχείρηση της οποίας αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση.

3.   Κατά τον προσδιορισμό των κερδών μιας μόνιμης εγκατάστασης, αναγνωρίζονται προς έκπτωση δαπάνες που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της δραστηριότητας της μόνιμης εγκατάστασης, περιλαμβανομένων των πραγματοποιούμενων για τους σκοπούς της μόνιμης εγκατάστασης διαχειριστικών και γενικών διοικητικών εξόδων, είτε στο Κράτος που βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση είτε αλλού. Όμως, δεν εκπίπτονται ποσά, εάν υπάρχουν, που καταβάλλονται (εκτός από την απόδοση πραγματικών δαπανών) από την μόνιμη εγκατάσταση στο κεντρικό ή σε οποιοδήποτε άλλο γραφείο της επιχείρησης, ως δικαιώματα, αμοιβές ή παρόμοιες πληρωμές για τη χρήση ευρεσιτεχνιών ή άλλων δικαιωμάτων, ή ως προμήθεια, για ειδικές υπηρεσίες ή για διαχείριση (management), ή, με εξαίρεση τις τραπεζικές επιχειρήσεις, ως τόκοι για κεφάλαια που δόθηκαν ως δάνεια στη μόνιμη εγκατάσταση. Ομοίως, δεν υπολογίζονται, κατά τον προσδιορισμό των κερδών της μόνιμης εγκατάστασης, ποσά που χρεώνονται (εκτός από την απόδοση πραγματικών δαπανών) από τη μόνιμη εγκατάσταση στο κεντρικό ή σε οποιοδήποτε άλλο γραφείο της επιχείρησης, ως δικαιώματα, αμοιβές ή παρόμοιες πληρωμές για τη χρήση ευρεσιτεχνιών ή άλλων δικαιωμάτων, ή ως προμήθεια, για ειδικές υπηρεσίες ή για διαχείριση (management), ή, με εξαίρεση τις τραπεζικές επιχειρήσεις, ως τόκοι για κεφάλαια που δόθηκαν ως δάνειο στο κεντρικό ή σε οποιοδήποτε άλλο γραφείο της επιχείρησης.

4.   Εφ’ όσον συνηθίζεται σ’ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος τα κέρδη που προέρχονται από μια μόνιμη εγκατάσταση να καθορίζονται με βάση τον καταμερισμό των συνολικών κερδών της επιχείρησης στα διάφορα τμήματά της, οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εμποδίζουν το Κράτος αυτό να καθορίζει τα φορολογητέα κέρδη μ’ αυτόν τον καταμερισμό, όπως συνηθίζεται. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος καταμερισμού πρέπει να είναι τέτοια, ώστε το αποτέλεσμα να συμφωνεί με τις αρχές που περιέχονται στο παρόν Άρθρο.

5.   Κανένα κέρδος δεν θεωρείται ότι ανήκει στη μόνιμη εγκατάσταση λόγω απλής αγοράς αγαθών και εμπορευμάτων από την μόνιμη εγκατάσταση για λογαριασμό της επιχείρησης.

6.   Για τους σκοπούς των προηγούμενων παραγράφων, τα κέρδη που αποδίδονται στη μόνιμη εγκατάσταση προσδιορίζονται με την ίδια μέθοδο κάθε χρόνο εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι και επαρκείς λόγοι για το αντίθετο.

7.   Σε περίπτωση που στα κέρδη περιλαμβάνονται στοιχεία εισοδήματος των οποίων η φορολογική μεταχείριση ρυθμίζεται χωριστά με άλλα Άρθρα αυτής της Σύμβασης, τότε οι διατάξεις αυτών τω νΆρθρων δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος Άρθρου.



 

Αρθρο 8. Ναυτιλιακές και αεροπορικές μεταφορές

 

1.   Κέρδη προερχόμενα από την εκμετάλλευση πλοίων σε διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο έχουν νηολογηθεί ή από το οποίο έχουν εφοδιασθεί με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα.

2.   Κέρδη προερχόμενα από την εκμετάλλευση αεροσκάφους σε διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοίκησης της επιχείρησης.

3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 έχουν επίσης εφαρμογή στα κέρδη που πραγματοποιούνται από συμμετοχή σε «POOL» κοινοπρακτικής μορφής εκμετάλλευση ή σε πρακτορείο που λειτουργεί σε διεθνές επίπεδο.



 

Αρθρο 9. Συνδεόμενες επιχειρήσεις

 

1. Αν

 

α) επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στονέλεγχο ή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ή

β) τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και μιας επιχείρησης άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, και σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές επικρατούν ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις εμπορικές ή οικονομικές σχέσεις τους όροι οι οποίοι διαφέρουν από εκείνους που θα επικρατούσαν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε οποιαδήποτε κέρδη τα οποία θα είχαν πραγματοποιηθεί από μια από τις επιχειρήσεις, αλλά, λόγω αυτών των όρων, δεν έχουν πραγματοποιηθεί, μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στα κέρδη αυτής της επιχείρησης και να φορολογούνται ανάλογα.

2.   Αν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος περιλαμβάνει, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, στα κέρδη μιας επιχείρησης αυτού του Κράτους  - και φορολογεί ανάλογα - κέρδη για τα οποία μια επιχείρηση του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους έχει φορολογηθεί σ’ αυτό το άλλο Κράτος, και τα περιληφθέντα κατ’ αυτόν τον τρόπο κέρδη είναι κέρδη τα οποία θα είχαν πραγματοποιηθεί από την επιχείρηση του πρώτου - μνημονευθέντος Κράτους αν οι όροι που επικρατούν μεταξύ των δύο επιχειρήσεων ήταν οι ίδιοι με εκείνους που θα επικρατούσαν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε αυτό το άλλο Κράτος προσαρμόζει ανάλογα το ποσό του φόρου που έχει επιβληθεί μέσα σ’ αυτό το Κράτος επί εκείνων των κερδών. Κατά τον καθορισμό μιας τέτοιας προσαρμογής, πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι λοιπές διατάξεις αυτής της Σύμβασης και οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών συμβουλεύονται η μια την άλλη αν κριθεί απαραίτητο.

3.   Οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση δόλου, βαριάς αμέλειας ή παράλειψης από πρόθεση.



 

Αρθρο 10. Μερίσματα

 

1.   Μερίσματα που καταβάλλονται από εταιρεία που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Τέτοια μερίσματα μπορούν, όμως, επίσης να φορολογούνται στο Συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος και σύμφωνα με τους νόμους αυτού του Κράτους, αλλά αν ο εισπράττων είναι ο δικαιούχος των μερισμάτων ο φόρος που επιβάλλεται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει το 10% του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία, τον τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού. Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει τη φορολογία της εταιρείας όσον αφορά στα κέρδη από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα.

3.   Ο όρος «μερίσματα», όπως χρησιμοποιείται σ’ αυτό το Άρθρο, υποδηλώνει εισόδημα από μετοχές, μετοχές «επικαρπίας» ή δικαιώματα «επικαρπίας», μετοχές μεταλλείων, ιδρυτικούς τίτλους ή άλλα δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη, που δεν αποτελούν απαιτήσεις από χρέη, καθώς επίσης και εισόδημα από εταιρικά δικαιώματα το οποίο υπόκειται στην ίδια φορολογική μεταχείριση με το εισόδημα από μετοχές σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους του οποίου είναι κάτοικος η εταιρεία που διενεργεί τη διανομή.

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή αν ο δικαιούχος των μερισμάτων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει επιχειρηματικές δραστηριότητες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, του οποίου η εταιρία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος, μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ’ αυτό, ή παρέχει ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες σ’ αυτό το άλλο Κράτος μέσω καθορισμένης βάσης που βρίσκεται σ’ αυτό, και η συμμετοχή (holding) σε σχέση με την οποία καταβάλλονται τα μερίσματα, συνδέεται ουσιαστικά μ’ αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ’ αυτή τη περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Άρθρου 7 ή του Άρθρου 14, ανάλογα με την περίπτωση.

5.   Αν μια εταιρεία που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους πραγματοποιεί κέρδη ή αποκτά εισόδημα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, αυτό το άλλο Κράτος δεν μπορεί να επιβάλλει φόρο στα μερίσματα που καταβάλλονται από την εταιρεία, εκτός αν αυτά τα μερίσματα καταβάλλονται σε κάτοικο αυτού του άλλου Κράτους ή η συμμετοχή (holding) σε σχέση με την οποία καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικά με μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ’ αυτό το άλλο Κράτος, ούτε μπορεί να υπαγάγει τα μη διανεμόμενα κέρδη της εταιρείας σε φόρο επί μη διανεμόμενων κερδών ακόμη και αν τα καταβαλλόμενα μερίσματα ή τα μη διανεμόμενα κέρδη αποτελούνται εν όλω ή εν μέρει από κέρδη ή εισοδήματα που προκύπτουν σ’ αυτό το άλλο Κράτος.



 

Αρθρο 11. Τόκοι

 

1.   Τόκοι που προκύπτουν σ’ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Εν τούτοις, τέτοιοι τόκοι μπορούν, επίσης να φορολογούνται στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τους νόμους αυτού του Κράτους αλλά αν ο εισπράττων είναι ο δικαιούχος των τόκων ο οποίος είναι και κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει το 10% του ακαθάριστου ποσού των τόκων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού.

3.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 2, τόκοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο ο δικαιούχος των τόκων είναι κάτοικος εάν ο δικαιούχος είναι ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή η Κεντρική Τράπεζα ή ένα χρηματοοικονομικό ίδρυμα που εκτελεί λειτουργίες κυβερνητικής φύσεως, υπό τον όρο ότι τέτοια χρηματοοικονομικά ιδρύματα παρέχουν δάνεια για περιόδους όχι μικρότερες των τριών ετών.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, οι όροι «Η κεντρική τράπεζα και χρηματοοικονομικά ιδρύματα που εκτελούν υπηρεσίες κυβερνητικής φύσεως» σημαίνουν:

α) Στην περίπτωση του Μεξικού:

ι) η Τράπεζα του Μεξικού (Banco de Mexico)
ιι) η Εθνική Τράπεζα Εξωτερικού Εμπορίου (Banco Nacional de Comercio Exterior).

β) Στη περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας:

ι) Η Τράπεζα της Ελλάδας
ιι) Η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης.

5.   Ο όρος «τόκοι» όπως χρησιμοποιείται στο παρόν Άρθρο, σημαίνει εισόδημα από απαιτήσεις από χρέη κάθε είδους, είτε, εξασφαλίζονται με υποθήκη ή όχι και είτε παρέχουν ή όχι δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη του οφειλέτη, και ειδικότερα, εισόδημα από κρατικά χρεόγραφα και εισόδημα από ομολογίες με ή χωρίς ασφάλεια, περιλαμβανομένων των δώρων (premiums) και βραβείων (Prizes) που συνεπάγονται τέτοιου είδους χρεόγραφα ή ομολογίες, καθώς και κάθε εισόδημα που θεωρείται ως τόκος σύμφωνα με την φορολογική νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους εις το οποίο τέτοια εισοδήματα προκύπτουν. Πρόστιμα για εκπρόθεσμη πληρωμή δε θεωρούνται ως τόκοι για τους σκοπούς αυτού του Άρθρου.

6.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν έχουν εφαρμογή αν ο δικαιούχος των τόκων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει επιχειρηματικές δραστηριότητες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν οι τόκοι, μέσω μόνιμης εγκατάστασης σ’ αυτό ή αν παρέχει στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ’ αυτό, και η απαίτηση από χρέος σε σχέση με την οποία καταβάλλονται οι τόκοι συνδέεται ουσιαστικά μ’ αυτήν την μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ’ αυτή τη περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Άρθρου 7 ή του Άρθρου 14, ανάλογα με την περίπτωση.

7.   Τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν σ’ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος όταν ο καταβάλλων είναι κάτοικος αυτού του Κράτους. Αν, όμως, το πρόσωπο που καταβάλλει τους τόκους, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, έχει σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η οφειλή για την οποία καταβάλλονται οι τόκοι, και αυτοί οι τόκοι βαρύνουν αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε οι εν λόγω τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Κράτος που βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.

8.   Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, εάν το δάνειο συνάπτεται από τα κεντρικά γραφεία της επιχείρησης και το ποσό του εν λόγω δανείου αφορά σε περισσότερες μόνιμες εγκαταστάσεις ή καθορισμένες βάσεις ευρισκόμενες σε διάφορες χώρες, τότε οι τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο ευρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση αλλά μόνο για το ποσό των τόκων που βαρύνουν αυτήν την μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση.

9.   Σε περίπτωση που, λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντα και του δικαιούχου ή μεταξύ αυτών και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των τόκων, λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης από το χρέος για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει για οιοδήποτε λόγο, το ποσό το οποίο θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντα και του δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις αυτού του Άρθρου έχουν εφαρμογή μόνο στο τελευταίο μνημονευμένο ποσόν. Σ’ αυτή τη περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με τους νόμους του καθενός Συμβαλλόμενου Κράτους, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.

10.   Οι διατάξεις του παρόντος Άρθρου δεν εφαρμόζονται εάν οι αρμόδιες αρχές συμφωνήσουν ότι, ή απαίτηση από χρέος για την οποία οι τόκοι καταβάλλονται δημιουργήθηκε ή εκχωρήθηκε με κύριο σκοπό το όφελος από αυτό το Άρθρο. Σ’ αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο οι τόκοι προκύπτουν.



 

Αρθρο 12. Δικαιώματα

 

1.   Δικαιώματα που προκύπτουν σ’ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Τέτοια δικαιώματα μπορούν, όμως, επίσης να φορολογούνται στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τους νόμους αυτού του Κράτους, αλλά αν ο εισπράττων είναι δικαιούχος των δικαιωμάτων ο φόρος που επιβάλλεται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει το 10% του ακαθάριστου ποσού των δικαιωμάτων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού.

3.   Ο όρος «δικαιώματα», όπως χρησιμοποιείται σ’ αυτό το Άρθρο υποδηλώνει πληρωμές κάθε είδους που εισπράττονται ως αντάλλαγμα για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης οποιουδήποτε δικαιώματος αναπαραγωγής, ευρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος, σχεδίου ή προτύπου, μηχανολογικού σχεδίου, μυστικού τύπου ή διαδικασίας παραγωγής, ή άλλης άϋλης περιουσίας, ή για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού, ή για πληροφορίες που αφορούν σε βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική εμπειρία και περιλαμβάνει κάθε είδους πληρωμές που αφορούν σε κινηματογραφικές ταινίες και εργασίες επί ταινιών, βιντεοκασέτες ή άλλα μέσα αναπαραγωγής για χρήση σε σχέση με την τηλεόραση και περιλαμβανομένων κάθε είδους πληρωμών που εισπράττονται ως αντάλλαγμα για τη λήψη ή για το δικαίωμα λήψης οπτικών εικόνων ή ήχων ή και των δύο που μεταδίδονται στο κοινό μέσω δορυφόρου ή καλωδιακού δικτύου, οπτικών ινών ή παρόμοιας τεχνολογίας, ή για τη χρήση σε σχέση με εκπομπές τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου. Ο όρος «δικαιώματα περιλαμβάνει επίσης τα κέρδη που προκύπτουν από την εκποίηση κάθε δικαιώματος ή περιουσίας τα οποία (κέρδη) εξαρτώνται από την παραγωγικότητα ή τη χρήση των εν λόγω δικαιωμάτων ή της εν λόγω περιουσίας.

4.   Οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή αν ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει επιχειρηματικές δραστηριότητες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν τα δικαιώματα, μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ’ αυτό, ή παρέχει σ’ αυτό το άλλο Κράτος ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ’ αυτό, και το δικαίωμα ή το περιουσιακό στοιχείο σε σχέση με το οποίο καταβάλλονται τα δικαιώματα συνδέεται ουσιαστικά με αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ’ αυτή τη περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του ‘Αρθρου7 ή του Άρθρου 14, ανάλογα με την περίπτωση.

5.   Δικαιώματα θεωρούνται ότι προκύπτουν σ’ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος αν ο καταβάλλων είναι κάτοικος αυτού του Κράτους. Αν, όμως, το πρόσωπο που καταβάλλει τα δικαιώματα, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, έχει σ’ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η υποχρέωση καταβολής των δικαιωμάτων και τα δικαιώματα αυτά βαρύνουν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε τα εν λόγω δικαιώματα θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.

6.   Σε περίπτωση που, λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντα και του δικαιούχου ή μεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσόν των δικαιωμάτων, λαμβανομένης υπόψη της χρήσης ή του δικαιώματος (right) ή των πληροφοριών για τα οποία καταβάλλονται τα δικαιώματα, υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντα και του δικαιούχου, ελλείψει μίας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του παρόντος Άρθρου έχουν εφαρμογή μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσόν. Σ’ αυτή τη περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος της καταβολής φορολογείται σύμφωνα με τους νόμους του καθενός Συμβαλλόμενου Κράτους, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.

7.   Οι διατάξεις του παρόντος Άρθρου δεν εφαρμόζονται εάν οι αρμόδιες αρχές συμφωνήσουν ότι: τα δικαιώματα για τα οποία τα δικαιώματα (Royalties) καταβάλλονται δημιουργήθηκαν ή εκχωρήθηκαν με κύριο σκοπό το όφελος από αυτό το Άρθρο. Σ’ αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο τα δικαιώματα (Royalties) προκύπτουν.



 

Αρθρο 13. Ωφέλεια από κεφάλαιο

 

1.   Ωφέλεια που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από την εκποίηση ακίνητης περιουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 6 και βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Επιπρόσθετα της ωφέλειας που φορολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος Άρθρου, ωφέλεια που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από την εκποίηση μετοχών, συμμετοχών ή άλλων δικαιωμάτων στο κεφάλαιο μιας εταιρίας ή άλλου νομικού προσώπου το οποίο είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους δύναται να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος εάν ο λήπτης της ωφέλειας, σε οποιοδήποτε χρόνο εντός της δωδεκάμηνης περιόδου που προηγείται αυτής της εκποίησης, συμμετείχε άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον κατά ποσοστό 5 τοις εκατό (5%) στο κεφάλαιο αυτής της εταιρίας ή του άλλου νομικού προσώπου. Τέτοια ωφέλεια θεωρείται ότι προκύπτει σ’ αυτό το άλλο Κράτος κατά το βαθμό που είναι αναγκαίο ώστε να αποφεύγεται η διπλή φορολογία.

3.   Ωφέλεια από την εκποίηση κινητής περιουσίας που αποτελεί τμήμα της επαγγελματικής περιουσίας μιας μόνιμης εγκατάστασης που έχει μια επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή κινητής περιουσίας που ανήκει σε καθορισμένη βάση την οποία κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους διαθέτει στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για τον σκοπό της παροχής ανεξάρτητων προσωπικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένης της ωφέλειας από την εκποίηση μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης (μόνης ή με ολόκληρη την επιχείρηση) ή τέτοιας καθορισμένης βάσης, μπορεί να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.

4.   Ωφέλεια από την εκποίηση πλοίων ή αεροσκαφών που εκτελούν διεθνείς μεταφορές ή κινητής περιουσίας που συνδέεται με την εκμετάλλευση τέτοιων πλοίων ή αεροσκαφών, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 8.

5.   Ωφέλεια από την εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας εκτός από εκείνη που αναφέρεται στο Άρθρο 12 ή στις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος Άρθρου φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου είναι κάτοικος ο εκποιών την περιουσία.



 

Αρθρο 14. Ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες

 

1.   Εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλομένου Κράτους έναντι επαγγελματικών υπηρεσιών ή άλλων δραστηριοτήτων ανεξάρτητου χαρακτήρα φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό. Όμως, τέτοιο εισόδημα δύναται επίσης να φορολογείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος εάν:

α) ο κάτοικος, φυσικό πρόσωπο, ευρίσκεται στο άλλο Κράτος για περίοδο ή περιόδους που υπερβαίνουν συνολικά τις 183 ημέρες για κάθε δωδεκάμηνη περίοδο που αρχίζει ή λήγει στο οικείο οικονομικό έτος, ή

β) ο κάτοικος διατηρεί κατά συνήθη τρόπο μια καθορισμένη βάση στο άλλο Κράτος για το σκοπό άσκησης των δραστηριοτήτων του, αλλά μόνο για το εισόδημα που αποδίδεται στις υπηρεσίες που προσφέρονται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Ο όρος «επαγγελματικές υπηρεσίες» περιλαμβάνει ιδιαίτερα ανεξάρτητες επιστημονικές, φιλολογικές, καλλιτεχνικές, εκπαιδευτικές ή διδακτικές δραστηριότητες καθώς επίσης και τις ανεξάρτητες δραστηριότητες ιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.



 

Αρθρο 15. Εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες

 

1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των Άρθρων 16, 18 και 19, μισθοί ημερομίσθια και άλλες παρόμοιες αμοιβές που αποκτά κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους έναντι εξαρτημένης απασχόλησης φορολογούνται μόνο σ’ αυτό το Κράτος εκτός αν η απασχόληση ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος. ΄Αν η απασχόληση ασκείται έτσι, η αμοιβή που αποκτάται από αυτήν μπορεί να φορολογείται στο άλλο Κράτος.

2.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1, αμοιβή που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους έναντι εξαρτημένης απασχόλησης που ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος φορολογείται μόνο στο πρώτο μνημονευόμενο Κράτος εάν:

α) ο δικαιούχος της αμοιβής βρίσκεται στο άλλο Κράτος για περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν συνολικά τις 183 μέρες σε μία περίοδο δώδεκα μηνών η οποία αρχίζει ή λήγει στο οικείο οικονομικό έτος, και

β) η αμοιβή καταβάλλεται από, ή για λογαριασμό, εργοδότη που δεν είναι κάτοικος του άλλου κράτους, και

γ) η αμοιβή δεν βαρύνει μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση που έχει ο εργοδότης στο άλλο Κράτος.

3.   Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις αυτού του Άρθρου, αμοιβή που αποκτάται έναντι εξαρτημένης απασχόλησης που ασκείται σε πλοίο ή αεροσκάφος σε διεθνείς μεταφορές, μπορεί να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση του πλοίου ή του αεροσκάφους φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 8.



 

Αρθρο 16. Αμοιβές διευθυντών

 

1.   Αμοιβές διευθυντών και άλλες παρόμοιες πληρωμές που αποκτώνται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους υπό την ιδιότητά του ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και, στην περίπτωση του Μεξικού υπό την ιδιότητα του ως «administrador» ή «comisario», μίας εταιρίας που είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορεί να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, οι όροι «administrador» και «comisario» σημαίνουν αντίστοιχα το πρόσωπο που διευθύνει μια εταιρία και το πρόσωπο που έχει την εποπτεία μίας εταιρίας.

3.   Οι αμοιβές διευθυντών περιλαμβάνουν επίσης τις αμοιβές του εταίρου που λειτουργεί ως διαχειριστής σε Ελληνική Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης ή σε Ελληνική προσωπική Εταιρία.



 

Αρθρο 17. Καλλιτέχνες και αθλητές

 

1.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Άρθρων 14 και 15, εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους ως πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας, όπως καλλιτέχνης θεάτρου, κινηματογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεόρασης ή ως μουσικός ή ως αθλητής, από την άσκηση των εν λόγω προσωπικών δραστηριοτήτων του στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορούν να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Κράτος. Το εισόδημα στο οποίο αφορά αυτή η παράγραφος περιλαμβάνει και το εισόδημα που αποκτά κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από την εκμετάλλευση της προσωπικής του φήμης ως καλλιτέχνη ή ως αθλητή.

2.   Αν εισόδημα από την άσκηση προσωπικών δραστηριοτήτων από πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή αθλητή, υπό την ιδιότητά του αυτή, δεν περιέρχεται στο ίδιο το πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή στον ίδιο τον αθλητή αλλά σε άλλο πρόσωπο, αυτό το εισόδημα μπορεί, ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Άρθρων 7, 14 και 15, να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο ασκούνται οι δραστηριότητες του προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή του αθλητή.

3.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, εισόδημα που αποκτάται από πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή αθλητές που είναι κάτοικοι ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από δραστηριότητες που ασκούνται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος στα πλαίσια ειδικών προγραμμάτων πολιτιστικών ανταλλαγών τα οποία συμφωνούνται μεταξύ των Κυβερνήσεων αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Κρατών απαλλάσσεται της φορολογίας σ’ αυτό το άλλο Κράτος.



 

Αρθρο 18. Συντάξεις

 

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του Άρθρου 19, συντάξεις και άλλες παρόμοιες αμοιβές που καταβάλλονται σε κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους έναντι προηγούμενης εξαρτημένης απασχόλησης φορολογούνται μόνοσε αυτό το Κράτος.



 

Αρθρο 19. Κυβερνητικές υπηρεσίες

 

1.

α) Μισθοί, ημερομίσθια και άλλες παρόμοιες αμοιβές, εκτός από σύνταξη, που καταβάλλονται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή μία πολιτική υποδιαίρεση ή μία τοπική αρχή αυτού σ’ ένα φυσικό πρόσωπο έναντι υπηρεσιών που παρασχέθηκαν προς το Κράτος αυτό ή την υποδιαίρεση ή την τοπική αρχή, φορολογούνται μόνο σ’ αυτό το Κράτος.

β) Εντούτοις, αυτοί οι μισθοί, ημερομίσθια και άλλες παρόμοιες αμοιβές φορολογούνται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος αν οι υπηρεσίες παρέχονται μέσα στο Κράτος αυτό και το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος αυτού του Κράτους και:

ι) είναι υπήκοος αυτού του Κράτους, ή
ιι) δεν έγινε κάτοικος αυτού του Κράτους αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό παροχής των υπηρεσιών.

2.

α) Οποιαδήποτε σύνταξη που καταβάλλεται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή μία πολιτική υποδιαίρεση ή μία τοπική αρχή αυτού ή από φορείς που συστήθηκαν από το Κράτος αυτό ή την πολιτική υποδιαίρεση ή την τοπική αρχή αυτού, σ’ ένα φυσικό πρόσωπο έναντι υπηρεσιών που παρασχέθηκαν προς το Κράτος αυτό ή προς την υποδιαίρεση ή προς την αρχή φορολογείται μόνο σ’ αυτό το Κράτος.

β) Μία τέτοια σύνταξη, όμως, φορολογείται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος αν το φυσικό πρόσωπο είναι υπήκοος και κάτοικος του Κράτους αυτού.

3.   Οι διατάξεις των Άρθρων 15, 16 και 18 εφαρμόζονται σε μισθούς, ημερομίσθια και άλλες παρόμοιες αμοιβές και συντάξεις έναντι υπηρεσιών που παρασχέθηκαν σε σχέση με επιχειρηματική δραστηριότητα που διεξάγεται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή μία πολιτική υποδιαίρεση ή μία τοπική αρχή αυτού.



 

Αρθρο 20. Σπουδαστές

 

Χρηματικά ποσά τα οποία σπουδαστής ή μαθητευόμενος ο οποίος είναι ή ήταν αμέσως πριν από τη μετάβασή του στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους και ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο μνημονευόμενο Κράτος αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της εκπαίδευσης ή εξάσκησής του λαμβάνει για το σκοπό της συντήρησής, εκπαίδευσης ή εξάσκησής του δεν φορολογούνται σε αυτό το Κράτος, με την προϋπόθεση ότι τα καταβαλλόμενα αυτά ποσά προκύπτουν από πηγές που βρίσκονται εκτός αυτού του Κράτους.



 

Αρθρο 21. Άλλα εισοδήματα

 

1.   Εισοδήματα κατοίκου ενός Συμβαλλομένου Κράτους, οπουδήποτε και αν προκύπτουν, των οποίων η φορολογική μεταχείριση δεν ρυθμίζεται με τα προηγούμενα Άρθρα αυτής της Σύμβασης, φορολογούνται μόνο σ’ αυτό το Κράτος.

2.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται επί εισοδήματος, με εξαίρεση το εισόδημα από ακίνητη περιουσία όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2 του Άρθρου 6, αν ο εισπράττων αυτού του εισοδήματος, ο οποίος όντας κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μόνιμης σ’ αυτό εγκατάστασης ή ασκεί σ’ αυτό το άλλο Κράτος ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση του βρίσκεται σ’ αυτό και το δικαίωμα (right) ή η περιουσία σε σχέση με την οποία καταβάλλεται το εισόδημα συνδέεται ουσιαστικά με αυτήν την μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε μια τέτοια περίπτωση θα εφαρμόζονται οι διατάξεις των Άρθρων 7 και 14 αντίστοιχα.

3.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, εισοδήματα κατοίκου ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, των οποίων η φορολογική μεταχείριση δεν ρυθμίζεται με τα προηγούμενα άρθρα αυτής της Σύμβασης και τα οποία προκύπτουν στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μπορούν να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.



 

Αρθρο 22. Κεφάλαιο

 

1.   Κεφάλαιο αντιπροσωπευόμενο από ακίνητη περιουσία όπως αναφέρεται στο Άρθρο 6, η οποία ανήκει σε κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και η οποία βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Κεφάλαιο αντιπροσωπευόμενο από κινητή περιουσία που αποτελεί τμήμα της επαγγελματικής περιουσίας μίας μόνιμης εγκατάστασης την οποία μία επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους έχει στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή από κινητή περιουσία η οποία συνδέεται με καθορισμένη βάση την οποία διαθέτει κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για τον σκοπό άσκησης ανεξάρτητων προσωπικών υπηρεσιών, μπορεί να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.

3.   Κεφάλαιο αντιπροσωπευόμενο από πλοία ή αεροσκάφη σε διεθνείς μεταφορές ή από κινητή περιουσία που συνδέεται με την εκμετάλλευση τέτοιων πλοίων ή αεροσκαφών, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση των ανωτέρω αναφερθέντων πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 8.

4.   Όλα τα άλλα στοιχεία κεφαλαίου κατοίκου του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο σ’ αυτό το Κράτος.



 

Αρθρο 23. Εξάλειψη της διπλής φορολογίας

 

1.   Σύμφωνα με τις διατάξεις και τηρουμένων των περιορισμών της Νομοθεσίας του Μεξικού, που αφορούν στην έκπτωση που παρέχεται ως πίστωση, έναντι του Μεξικανικού φόρου του φόρου του καταβλητέου σε έδαφος εκτός Μεξικού, όπως τροποποιούνται κάθε φορά και χωρίς να αλλάζουν τη γενική αρχή αυτού του κειμένου, το Μεξικό θα αναγνωρίζει στους κατοίκους του ως έκπτωση από τον Μεξικανικό Φόρο:

α) Τον Ελληνικό φόρο που καταβλήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης, για εισόδημα που προκύπτει στην Ελληνική Δημοκρατία, κατά ποσό που δεν υπερβαίνει το ποσό του φόρου του καταβλητέου στο Μεξικό για το εν λόγω εισόδημα,

β) Τον Ελληνικό φόρο που καταβλήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης, επί κεφαλαίου που βρίσκεται στην Ελληνική Δημοκρατία, κατά ποσό που δεν υπερβαίνει το ποσό του φόρου του καταβλητέου στο Μεξικό για το εν λόγω κεφάλαιο, και

γ) Στην περίπτωση εταιρίας που κατέχει τουλάχιστον 10% (δέκα τοις εκατό) του κεφαλαίου εταιρίας, κατοίκου της Ελληνικής Δημοκρατίας και από την οποία η πρώτη μνημονευόμενη εταιρία εισπράττει μερίσματα, το ποσό του Ελληνικού φόρου που καταβλήθηκε από τη διανέμουσα εταιρία για τα κέρδη από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα.

2.   Στην περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, εάν κάτοικος της Ελληνικής Δημοκρατίας αποκτά εισόδημα ή κατέχει κεφάλαιο τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης, δύναται να φορολογούνται στο Μεξικό, η Ελληνική Δημοκρατία θα αναγνωρίζει:

α) ως έκπτωση από το φόρο εισοδήματος αυτού του κατοίκου, το φόρο εισοδήματος που καταβλήθηκε στο Μεξικό, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης.

β) ως έκπτωση από το φόρο κεφαλαίου αυτού του κατοίκου, το φόρο κεφαλαίου που καταβλήθηκε στο Μεξικό, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης, και

γ) Στην περίπτωση εταιρίας που κατέχει τουλάχιστον 10% (δέκα τοις εκατό) του κεφαλαίου εταιρίας κατοίκου του Μεξικού και από την οποία η πρώτη μνημονευόμενη εταιρεία εισπράττει μερίσματα, ως έκπτωση το φόρο που καταβλήθηκε στο Μεξικό από τη διανέμουσα εταιρία για τα κέρδη από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα. Μία τέτοια έκπτωση όμως, σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει εκείνο το τμήμα του φόρου εισοδήματος ή του φόρου κεφαλαίου, όπως υπολογίσθηκε πριν να δοθεί η έκπτωση, το οποίο αντιστοιχεί, ανάλογα με την περίπτωση, στο εισόδημα ή στο κεφάλαιο το οποίο μπορεί να φορολογείται στο Μεξικό.



 

Αρθρο 24. Μη διακριτική μεταχείριση

 

1.   Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους δεν υπόκεινται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική με αυτή διαδικασία, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές διαδικασίες στις οποίες υπόκεινται ή μπορούν να υπαχθούν οι υπήκοοι του άλλου Κράτους κάτω από τις ίδιες συνθήκες, ειδικότερα σε σχέση με την κατοικία. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 1, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης σε πρόσωπα τα οποία δεν είναι κάτοικοι του ενός ή και των δύο Συμβαλλομένων Κρατών.

2.   Η φορολογία που επιβάλλεται σε μόνιμη εγκατάσταση την οποία μία επιχείρηση ενός Συμβαλλομένου Κράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος δεν επιβάλλεται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό σ’ αυτό το άλλο Κράτος από τη φορολογία που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις αυτού του άλλου Κράτους που διεξάγουν τις ίδιες δραστηριότητες. Οι διατάξεις αυτού του Άρθρου δεν ερμηνεύονται ότι υποχρεώνουν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να χορηγεί σε κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους οποιεσδήποτε προσωπικές εκπτώσεις, απαλλαγές και μειώσεις για φορολογικούς σκοπούς λόγω προσωπικής κατάστασης ή οικογενειακών υποχρεώσεων τις οποίες χορηγεί στους δικούς του κατοίκους.

3.   Εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του Άρθρου 9, της παραγράφου 6 του Άρθρου 11, ή της παραγράφου 6 του Άρθρου 12, τόκοι, δικαιώματα και άλλες πληρωμές που καταβάλλονται από μία επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, αναγνωρίζονται κατά τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών της εν λόγω επιχείρησης, ως έκπτωση με τους ίδιους όρους σαν να είχαν καταβληθεί σε κάτοικο του πρώτου - μνημονευόμενου Κράτους. Ομοίως, οποιαδήποτε χρέη μιας επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους προς κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, αναγνωρίζονται κατά τον υπολογισμό της φορολογητέας περιουσίας αυτής της επιχείρησης, ως έκπτωση με τους ίδιους όρους σαν να είχαν συμφωνηθεί με κάτοικο του πρώτου – μνημονευόμενου Κράτους.

4.   Επιχειρήσεις του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, των οποίων το κεφάλαιο εν όλω ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα, από ένα ή περισσότερους κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους δεν υπόκεινται στο πρώτο μνημονευόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική με αυτή διαδικασία η οποία είναι διάφορη η περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές διαδικασίες στις οποίες υπόκεινται ή μπορούν να υπαχθούν άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις του πρώτου – μνημονευόμενου Κράτους.

5.   Οι διατάξεις αυτού του Άρθρου, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 2, έχουν εφαρμογή σε φόρους κάθε είδους και μορφής.



 

Αρθρο 25. Διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού

 

1.   Αν ένα πρόσωπο θεωρεί ότι οι ενέργειες του ενός ή και των δύο Συμβαλλομένων Κρατών έχουν ή θα έχουν γι’ αυτό ως αποτέλεσμα την επιβολή φορολογίας η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης, μπορεί, ανεξάρτητα από τα μέσα θεραπείας που προβλέπονται από την εσωτερική νομοθεσία αυτών των Κρατών, να παρουσιάσει την υπόθεσή του στην αρμόδια αρχή του Συμβαλλόμενου Κράτους του οποίου είναι κάτοικος ή, αν εφαρμόζεται γι’ αυτό το πρόσωπο η παράγραφος 1 του Άρθρου 24, στην αρμόδια αρχή του Συμβαλλόμενου Κράτους του οποίου είναι υπήκοος. Η υπόθεση αυτή πρέπει να παρουσιασθεί μέσα σε τρία χρόνια από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης που έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή της φορολογίας η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Σύμβασης.

2.   Η αρμόδια αρχή προσπαθεί, αν η ένσταση θεωρηθεί απ’ αυτήν ως βάσιμη και η ίδια δεν μπορεί να δώσει ικανοποιητική λύση, να επιλύει τη διαφορά με αμοιβαία συμφωνία με την αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους με σκοπό την αποφυγή φορολογίας που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Σύμβασης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών προσπαθούν να επιλύουν με αμοιβαία συμφωνία οποιεσδήποτε δυσχέρειες ή αμφιβολίες ανακύπτουν ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης.

4.   Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους απευθείας, ή μέσω μίας μικτής επιτροπής αποτελούμενης από τις ίδιες ή τους αντιπροσώπους τους, με σκοπό την επίτευξη μίας συμφωνίας κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων.

5.   Εάν οποιαδήποτε δυσκολία ή αμφιβολία, που προκύπτει ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή αυτής της Σύμβασης, δεν μπορεί να επιλυθεί από τις αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους αυτού του Άρθρου, η υπόθεση μπορεί, εφόσον και οι δύο αρμόδιες αρχές και ο φορολογούμενος συμφωνήσουν, να παραπεμφθεί σε διαιτησία, υπό τον όρο ότι ο φορολογούμενος συμφωνεί γραπτώς ότι θα αποδεχθεί την απόφαση της Επιτροπής διαιτησίας. Η απόφαση της Επιτροπής διαιτησίας για μία συγκεκριμένη υπόθεση θα είναι υποχρεωτική και για τα δύο Κράτη όσον αφορά σ’ αυτήν την υπόθεση. Η διαδικασία θα οργανώνεται μεταξύ των Κρατών με διακοινώσεις που θα ανταλλάσσονται μέσω της διπλωματικής οδού.

6.   Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συμφωνία διεθνούς εμπορίου ή επενδύσεων στην οποία τα Συμβαλλόμενα Κράτη είναι η μπορεί να γίνουν μέλη, οποιαδήποτε αμφισβήτηση επί ενός μέτρου που λαμβάνεται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και αφορά στους φόρους που καλύπτονται από το Άρθρο 2, ή, στη περίπτωση της μη διακριτικής μεταχείρισης, επί οποιουδήποτε φορολογικού μέτρου που λαμβάνεται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, περιλαμβανομένης και της αμφισβήτησης, ανεξάρτητα αν αυτή η Σύμβαση εφαρμόζεται, θα ρυθμίζεται μόνο σύμφωνα με τη Σύμβαση, εκτός αν οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών συμφωνήσουν διαφορετικά.



 

Αρθρο 26. Ανταλλαγή πληροφοριών

 

1.   Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών ανταλλάσσουν πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της Σύμβασης ή των εσωτερικών νομοθεσιών των Συμβαλλομένων Κρατών σε σχέση με τους φόρους που καλύπτονται από τη Σύμβαση στο μέτρο που η φορολογία σύμφωνα με αυτές δεν είναι αντίθετη με τη Σύμβαση. Η ανταλλαγή πληροφοριών δεν περιορίζεται από το Άρθρο 1. Όλες οι πληροφορίες που λαμβάνει ένα Συμβαλλόμενο Κράτος θωρούνται ως απόρρητες κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του Κράτους αυτού και αποκαλύπτονται μόνο σε πρόσωπα ή αρχές (συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων) που σχετίζονται με τη βεβαίωση ή είσπραξη, την αναγκαστική εκτέλεση ή δίωξη, ή την εκδίκαση προσφυγών, αναφορικά με τους φόρους που καλύπτονται από τη Σύμβαση. Τα πρόσωπα αυτά ή οι αρχές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες μόνο για τους ως άνω σκοπούς. Μπορούν να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες στο δικαστήριο κατά την έπ’ ακροατηρίω διαδικασία ή σε δικαστικές αποφάσεις.

2.   Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν ερμηνεύονται ότι επιβάλλουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος την υποχρέωση να:

α) λαμβάνει διοικητικά μέτρα αντίθετα με τη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,

β) παρέχει πληροφορίες που δεν μπορούν ν’ αποκτηθούν σύμφωνα με τη νομοθεσία ή κατά τη συνήθη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,

γ) παρέχει πληροφορίες που να αποκαλύπτουν οποιοδήποτε συναλλακτικό, επιχειρηματικό, βιομηχανικό, εμπορικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή παραγωγική διαδικασία, ή πληροφορία, η αποκάλυψη των οποίων θα ήταν αντίθετη με κανόνα δημόσιας τάξης (ordre public).



 

Αρθρο 27. Μέλη διπλωματικών και προξενικών αποστολών

 

Τίποτα σ’ αυτή τη Σύμβαση δεν επηρεάζει τα φορολογικά προνόμια των μελών των διπλωματικών ή των προξενικών αποστολών τα οποία προβλέπονται από τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου ή από διατάξεις ειδικών συμφωνιών.



 

Αρθρο 28. Θέση σε ισχύ

 

1.   Η Σύμβαση αυτή θα επικυρωθεί και τα όργανα επικύρωσης θα ανταλλαγούν εις την Αθήνα το ταχύτερο δυνατό.

2.   Η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ από της ανταλλαγής των οργάνων επικύρωσης και οι διατάξεις της θα έχουν εφαρμογή:

α) στην Ελληνική Δημοκρατία: επί εισοδήματος που προκύπτει η επί κεφαλαίου που κατέχεται την πρώτη ή μετά την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που αμέσως ακολουθεί το έτος μέσα στο οποίο η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ.

β) στο Μεξικό: επί εισοδήματος που προκύπτει η επί κεφαλαίου που κατέχεται την πρώτη ή μετά την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που αμέσως ακολουθεί το έτος που μέσα στο οποίο η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ.



 

Αρθρο 29. Λήξη

 

1.   Η παρούσα Σύμβαση παραμένει σε ισχύ μέχρι να καταγγελθεί από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος. Καθένα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να καταγγείλει την Σύμβαση, μέσω της διπλωματικής οδού, επιδίδοντας γνωστοποίηση της καταγγελίας έξι τουλάχιστον μήνες πριν από το τέλος οποιουδήποτε ημερολογιακού έτους που αρχίζει μετά το πέρας πέντε ετών από την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύη παρούσα Σύμβαση.

2.   Η Σύμβαση θα πάψει να έχει εφαρμογή επί εισοδήματος που προκύπτει ή επί κεφαλαίου που κατέχεται την πρώτη ή μετά την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που αμέσως ακολουθεί το έτος μέσα στο οποίο η γνωστοποίηση καταγγελίας επιδίδεται.

ΣΕ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΩΝΑΝΩΤΕΡΩ οι υπογεγραμμένοι, νόμιμα εξουσιοδοτημένοι γι’ αυτό, υπέγραψαν τη παρούσα Σύμβαση.

ΕΓΙΝΕ στην Πόλη του Μεξικού την δεκάτη τρίτη (13) Απριλίου του δύο χιλιάδες τέσσερα (2004) σε δύο πρωτότυπα στην Ισπανική, Ελληνική και Αγγλική γλώσσα, όλα τα κείμενα είναι εξ’ ίσου αυθεντικά.

Σε περίπτωση οποιασδήποτε διάστασης ερμηνείας, θα υπερισχύει το Αγγλικό κείμενο.

Για την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας

Για την Κυβέρνηση  των Ηνωμένων Πολιτειών Μεξικού

Άρθρο δεύτερο

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύμβασης που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 28 αυτής.

Αθήνα, 21 Οκτωβρίου 2005