Ισλανδία

Ισλανδία

Νόµος 3684/2008 «Κύρωση της Σύµβασης µεταξύ της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και της Ισλανδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά µε τους φόρους εισοδήµατος»

 

(ΦΕΚ Α΄ 147/16.7.2008)

 

 

Ο ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

 

 

Άρθρο πρώτο

 

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος, η Σύµβαση µεταξύ της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και της Ισλανδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά µε τους φόρους εισοδήµατος, που υπογράφηκε στο Ρέυκιαβικ, στις 7 Ιουλίου 2006, το κείµενο της οποίας σε πρωτότυπο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα έχει ως εξής:

 

ΣΥΜΒΑΣΗ

 

ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝ∆ΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ∆ΙΠΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟ∆ΙΑΦΥΓΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΕΙΣΟ∆ΗΜΑΤΟΣ

 

Η Ελληνική ∆ηµοκρατία και η Ισλανδία, επιθυµώντας να συνάψουν Σύµβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και της αποτροπής της φοροδιαφυγής αναφορικά µε τους φόρους εισοδήµατος, συµφώνησαν τα ακόλουθα:

 

 

Αρθρο 1. Πρόσωπα στα οποία εφαρµόζεται η Σύµβαση

 

 

Η παρούσα Σύµβαση εφαρµόζεται επί προσώπων που είναι κάτοικοι του ενός ή και των δύο Συµβαλλοµένων Κρατών.

 

 

 

Αρθρο 2. Φόροι που καλύπτονται από τη Σύµβαση

 

 

1.   Η παρούσα Σύµβαση εφαρµόζεται στους φόρους εισοδήµατος που επιβάλλονται για λογαριασµό ενός Συµβαλλόµενου Κράτους ή των πολιτικών του υποδιαιρέσεων ή των τοπικών αρχών, ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιβάλλονται.

 

2.   Φόροι επί του εισοδήµατος θεωρούνται όλοι οι φόροι που επιβάλλονται στο συνολικό εισόδηµα ή σε στοιχεία του εισοδήµατος, συµπεριλαµβανοµένων των φόρων που επιβάλλονται στην ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας, καθώς και των φόρων επί της υπεραξίας που προκύπτει από την ανατίµηση του κεφαλαίου.

 

3.   Οι υφιστάµενοι φόροι στους οποίους εφαρµόζεται η παρούσα Σύµβαση είναι:

 

α) Στην περίπτωση της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας:

 

i) ο φόρος εισοδήµατος των φυσικών προσώπων και

ii) ο φόρος εισοδήµατος των νοµικών προσώπων,

 

β) Στην περίπτωση της Ισλανδίας:

 

i) ο φόρος εισοδήµατος προς το Κράτος και

ii) ο φόρος εισοδήµατος προς τους δήµους

 

4.   Η Σύµβαση εφαρµόζεται επίσης σε οποιουσδήποτε ταυτόσηµους ή ουσιωδώς παρόµοιους φόρους που επιβάλλονται µετά την ηµεροµηνία υπογραφής της Σύµβασης επιπρόσθετα, ή σε αντικατάσταση των υφιστάµενων φόρων. Οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών γνωστοποιούν η µια στην άλλη οποιεσδήποτε σηµαντικές αλλαγές έχουν επέλθει στις αντίστοιχες φορολογικές νοµοθεσίες τους.

 

 

 

Αρθρο 3. Γενικοί ορισµοί

 

 

1.   Για τους σκοπούς αυτής της Σύµβασης, εκτός αν η έννοια του κειµένου απαιτεί διαφορετικά:

 

α) ο όρος «Ελληνική ∆ηµοκρατία» περιλαµβάνει το έδαφος της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και το τµήµα της υφαλοκρηπίδας και του υπεδάφους της κάτω από τη Μεσόγειο θάλασσα, επί των οποίων η Ελληνική ∆ηµοκρατία, έχει σύµφωνα µε διεθνές δίκαιο, κυριαρχικά δικαιώµατα, προς το σκοπό εξερεύνησης, εξόρυξης ή εκµετάλλευσης των φυσικών πόρων αυτών των περιοχών,

 

β) ο όρος «Ισλανδία» σηµαίνει τη ∆ηµοκρατία της Ισλανδίας και, όταν χρησιµοποιείται µε την γεωγραφική του έννοια, σηµαίνει το έδαφος της ∆ηµοκρατίας της Ισλανδίας, περιλαµβανοµένων των χωρικών της υδάτων και οποιαδήποτε περιοχή πέραν των χωρικών υδάτων στην οποία η Ισλανδία, έχει σύµφωνα µε το διεθνές δίκαιο, δικαιοδοσία ή κυριαρχικά δικαιώµατα αναφορικά µε την υφαλοκρηπίδα, το υπέδαφός της και τα υπερκείµενα ύδατα, και τους φυσικούς τους πόρους,

 

γ) ο όρος «πρόσωπο» περιλαµβάνει ένα φυσικό πρόσωπο, µια εταιρεία και οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων,

 

δ) ο όρος «εταιρεία» σηµαίνει οποιαδήποτε εταιρική µορφή κεφαλαιουχικού χαρακτήρα ή οποιοδήποτε νοµικό πρόσωπο το οποίο έχει την ίδια φορολογική µεταχείριση µε µια εταιρεία κεφαλαιουχικού χαρακτήρα,

 

ε) οι όροι «επιχείρηση ενός Συµβαλλόµενου Κράτους» και «επιχείρηση του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους» υποδηλώνουν αντίστοιχα µια επιχείρηση που ασκείται από κάτοικο του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους και µια επιχείρηση που ασκείται από κάτοικο του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους,

 

ζ) οι όροι ένα «Συµβαλλόµενο Κράτος», και το «άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος», υποδηλώνουν την Ελληνική ∆ηµοκρατία ή την Ισλανδία, όπως το κείµενο απαιτεί,

 

η) ο όρος «διεθνείς µεταφορές» υποδηλώνει οιαδήποτε µεταφορά µε πλοίο ή αεροσκάφος, εκτός αν το πλοίο ή το αεροσκάφος εκτελεί δροµολόγια αποκλειστικά µεταξύ τοποθεσιών µέσα σε ένα από τα Συµβαλλόµενα Κράτη,

 

θ) ο όρος «αρµόδια αρχή» υποδηλώνει:

 

i) στην περίπτωση της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, τον Υπουργό Οικονοµίας και Οικονοµικών ή τον εξουσιοδοτηµένο αντιπρόσωπό του,

 

ii) στην περίπτωση της Ισλανδίας τον Υπουργό Οικονοµικών ή τον εξουσιοδοτηµένο αντιπρόσωπό του,

 

ι) ο όρος «υπήκοος» υποδηλώνει:

 

i) οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός Συµβαλλόµενου Κράτους

ii) οποιοδήποτε νοµικό πρόσωπο, προσωπική εταιρεία ή ένωση προσώπων που αποκτά το νοµικό καθεστώς του από τους νόµους που ισχύουν σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος.

 

2.   Όσον αφορά στην εφαρµογή της παρούσας Σύµβασης από ένα Συµβαλλόµενο Κράτος, οποιοσδήποτε όρος, ο οποίος δεν προσδιορίζεται σε αυτή έχει, εκτός αν η έννοια του κειµένου απαιτεί διαφορετικά, την έννοια που έχει σύµφωνα µε τους νόµους αυτού του Κράτους αναφορικά µε τους φόρους στους οποίους εφαρµόζεται η Σύµβαση, οποιαδήποτε έννοια σύµφωνα µε την υφιστάµενη φορολογική νοµοθεσία αυτού του Κράτους υπερισχύει της έννοιας που δίνεται σε τέτοιον όρο, σύµφωνα µε άλλους νόµους αυτού του Κράτους.

 

 

 

Αρθρο 4. Κάτοικος

 

 

1.   Για τους σκοπούς αυτής της Σύµβασης, ο όρος «κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους» σηµαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, σύµφωνα µε τους νόµους αυτού του Κράτους, υπόκειται σε φορολογία σε αυτό λόγω κατοικίας, διαµονής, τόπου διοίκησης των επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων του ή άλλου παρόµοιας φύσης κριτηρίου και επίσης περιλαµβάνει αυτό το Κράτος και κάθε πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού. Αλλά ο όρος αυτός δεν περιλαµβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που υπόκεινται σε φορολογία στο Κράτος αυτό µόνον όσον αφορά σε εισόδηµα που προέρχεται από πηγές µέσα σε αυτό το Κράτος.

 

2.   Αν, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συµβαλλοµένων Κρατών, τότε η νοµική κατάστασή του καθορίζεται ως εξής:

 

α) Θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Κράτους στο οποίο διαθέτει µόνιµη οικογενειακή εστία. Αν διαθέτει µόνιµη οικογενειακή εστία και στα δύο Κράτη, θεωρείται κάτοικος του Κράτους µε το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και οικονοµικούς δεσµούς (κέντρο ζωτικών συµφερόντων),

 

β) Αν το Κράτος στο οποίο έχει το κέντρο των ζωτικών συµφερόντων του δεν µπορεί να προσδιορισθεί, ή αν δεν διαθέτει µόνιµη οικογενειακή εστία σε κανένα από τα δύο Κράτη, θεωρείται κάτοικος µόνο του Κράτους στο οποίο έχει την συνήθη διαµονή του,

 

γ) Αν έχει συνήθη διαµονή και στα δύο Κράτη ή σε κανένα από αυτά, θεωρείται κάτοικος του Κράτους του οποίου είναι υπήκοος,

 

δ) Αν είναι υπήκοος και των δύο Κρατών ή κανενός από αυτά, οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών διευθετούν το θέµα µε αµοιβαία συµφωνία.

 

3.   Αν κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 ένα πρόσωπο, εκτός από φυσικό πρόσωπο, είναι κάτοικος και των δύο Συµβαλλοµένων Κρατών, τότε το πρόσωπο αυτό θεωρείται κάτοικος του Συµβαλλόµενου Κράτους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγµατικής διοίκησής του.

 

 

 

Αρθρο 5. Μόνιµη εγκατάσταση

 

 

1.   Για τους σκοπούς αυτής της Σύµβασης, ο όρος «µόνιµη εγκατάσταση» υποδηλώνει ένα καθορισµένο τόπο επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων µέσω του οποίου οι εργασίες µιας επιχείρησης διεξάγονται εν όλω ή εν µέρει.

 

2.   Ο όρος «µόνιµη εγκατάσταση» περιλαµβάνει ειδικότερα:

 

α) τόπο διοίκησης,

 

β) υποκατάστηµα,

 

γ) γραφείο,

 

δ) εργοστάσιο,

 

ε) εργαστήριο, και

 

ζ) ορυχείο, πηγή πετρελαίου ή αερίου, λατοµείο ή οποιοδήποτε άλλο τόπο εξόρυξης φυσικών πόρων.

 

3.   Ένα εργοτάξιο ή ένα έργο κατασκευής ή εγκατάστασης ή δραστηριότητες σχεδιασµού ή επίβλεψης συνδεόµενες µε αυτά, συνιστά µόνιµη εγκατάσταση µόνο αν το εργοτάξιο, το έργο ή οι δραστηριότητες ή η εργασία (µαζί µε άλλες τέτοιες θέσεις, έργα, δραστηριότητες ή εργασία, αν υπάρχουν), έχουν διάρκεια µεγαλύτερη από εννέα (9) µήνες.

 

4.   Ο όρος µόνιµη εγκατάσταση επίσης περιλαµβάνει την παροχή συµβουλευτικών υπηρεσιών από µία επιχείρηση µέσω υπαλλήλων ή άλλου προσωπικού, το οποίο απασχολείται από την επιχείρηση για το σκοπό αυτό, όταν οι δραστηριότητες αυτής της µορφής συνεχίζονται για µία περίοδο ή περιόδους, οι οποίες αθροιστικά ανέρχονται σε 180 ηµέρες σε οποιαδήποτε δωδεκάµηνη περίοδο.

 

5.   Ανεξάρτητα από τις προηγούµενες διατάξεις αυτού του Άρθρου, ο όρος «µόνιµη εγκατάσταση» θεωρείται ότι δεν περιλαµβάνει :

 

α) τη χρήση διευκολύνσεων αποκλειστικά µε σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση αγαθών ή εµπορευµάτων που ανήκουν στην επιχείρηση,

 

β) τη διατήρηση αποθέµατος αγαθών ή εµπορευµάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά µε σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση,

 

γ) τη διατήρηση αποθέµατος αγαθών ή εµπορευµάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά µε σκοπό την επεξεργασία από άλλη επιχείρηση,

 

δ) τη διατήρηση καθορισµένου τόπου επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά µε σκοπό την αγορά αγαθών ή εµπορευµάτων ή για τη συλλογή πληροφοριών, για την επιχείρηση,

 

ε) τη διατήρηση καθορισµένου τόπου επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά µε σκοπό την άσκηση για την επιχείρηση οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας βοηθητικού ή προπαρασκευαστικού χαρακτήρα,

 

ζ) τη διατήρηση καθορισµένου τόπου επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων, αποκλειστικά µε σκοπό την άσκηση ενός συνδυασµού δραστηριοτήτων από τις αναφερόµενες στις υποπαραγράφους α) έως ε), εφόσον η συνολική δραστηριότητα του εν λόγω καθορισµένου τόπου που προκύπτει από αυτόν τον συνδυασµό είναι προπαρασκευαστικού ή βοηθητικού ή χαρακτήρα.

 

6.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 όταν ένα πρόσωπο - εκτός από ανεξάρτητο πράκτορα για τον οποίο έχει εφαρµογή η παράγραφος 8 ενεργεί για λογαριασµό µιας επιχείρησης και έχει εξουσιοδότηση βάσει της οποίας ενεργεί συστηµατικά στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος για να συνάπτει συµβόλαια στο όνοµα της εν λόγω επιχείρησης, αυτή η επιχείρηση θεωρείται ότι έχει µόνιµη εγκατάσταση στο Κράτος αυτό όσον αφορά σε οποιεσδήποτε δραστηριότητες αναλαµβάνει το εν λόγω πρόσωπο για την επιχείρηση, εκτός αν οι δραστηριότητες αυτού του προσώπου περιορίζονται σ' εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 5 οι οποίες, ακόµη και αν ασκούνται µέσω καθορισµένου τόπου επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων, δεν καθιστούν αυτόν τον καθορισµένο τόπο µόνιµη εγκατάσταση σύµφωνα µε τις διατάξεις αυτής της παραγράφου.

 

7.   Ανεξάρτητα από τις προηγούµενες διατάξεις αυτού του Άρθρου και τις διατάξεις του Άρθρου 14, ένα πρόσωπο το οποίο είναι κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους και ασκεί δραστηριότητες σχετικά µε προκαταρτικές έρευνες, εξερεύνηση, εξόρυξη ή εκµετάλλευση φυσικών πόρων που βρίσκονται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, θεωρείται ότι ασκεί, στο πλαίσιο αυτών των δραστηριοτήτων, επιχείρηση στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος µέσω µιας µόνιµης εγκατάστασης ή καθορισµένης βάσης που βρίσκεται εκεί, εκτός εάν αυτές οι δραστηριότητες ασκούνται για µια περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν τις 30 ηµέρες στο σύνολο µέσα σε οποιαδήποτε δωδεκάµηνη περίοδο. Πάντως, για τους σκοπούς αυτής της παραγράφου :

 

α) όταν µια επιχείρηση, η οποία ασκεί δραστηριότητες στο άλλο Κράτος συνδέεται µε άλλη επιχείρηση και αυτή η άλλη επιχείρηση συνεχίζει ως τµήµα του αυτού έργου τις ίδιες δραστηριότητες οι οποίες διεξάγονται ή διεξάγονταν από την πρώτη αναφερόµενη επιχείρηση και οι δραστηριότητες που ασκούνται από τις δύο επιχειρήσεις υπερβαίνουν -όταν προστίθενται µαζί- µια περίοδο 30 ηµερών, τότε κάθε επιχείρηση θεωρείται ότι διεξάγει την δραστηριότητα της για περίοδο η οποία υπερβαίνει τις 30 ηµέρες σε µια δωδεκάµηνη περίοδο.

 

β) δυο επιχειρήσεις θα θεωρούνται ότι σχετίζονται εάν η µια ελέγχεται από την άλλη και οι δύο ελέγχονται άµεσα ή έµµεσα από τρίτο πρόσωπο.

 

8.   Μια επιχείρηση δεν θεωρείται ότι έχει µόνιµη εγκατάσταση σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος απλά και µόνο επειδή διεξάγει εργασίες σ’ αυτό το Κράτος µέσω µεσίτη, γενικού αντιπροσώπου επί προµήθεια ή άλλου ανεξάρτητου πράκτορα, εφόσον τα εν λόγω πρόσωπα ενεργούν µέσα στα συνήθη πλαίσια της δραστηριότητάς τους.

 

9.   Το γεγονός ότι µια επιχείρηση που είναι κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους ελέγχει ή ελέγχεται από εταιρεία που είναι κάτοικος του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους, ή διεξάγει εργασίες σ' αυτό το άλλο Κράτος (είτε µέσω µόνιµης εγκατάστασης είτε µε άλλο τρόπο), δεν καθιστά την καθεµία από τις εταιρείες αυτές µόνιµη εγκατάσταση της άλλης.

 

 

 

Αρθρο 6. Εισόδηµα από ακίνητη περιουσία

 

 

1.   Εισόδηµα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συµβαλλόµενου Κράτους από ακίνητη περιουσία (συµπεριλαµβανοµένου του εισοδήµατος από γεωργία ή δασοκοµία) που βρίσκεται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος µπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Ο όρος «ακίνητη περιουσία» έχει την έννοια που ορίζεται από τη νοµοθεσία του Συµβαλλόµενου Κράτους στο οποίο βρίσκεται η εν λόγω περιουσία. Ο όρος περιλαµβάνει σε κάθε περίπτωση περιουσία παρεπόµενη της ακίνητης περιουσίας, τα ζώα και τον εξοπλισµό που χρησιµοποιούνται στη γεωργία και δασοκοµία, δικαιώµατα στα οποία εφαρµόζονται οι διατάξεις του γενικού δικαίου για την έγγειο ιδιοκτησία, επικαρπία ακίνητης περιουσίας και δικαιώµατα τα οποία παρέχουν προσόδους µεταβλητές ή σταθερές πληρωµές ως αντάλλαγµα για την εκµετάλλευση, ή δικαίωµα εκµετάλλευσης, µεταλλευτικών κοιτασµάτων, πηγών και άλλων φυσικών πόρων. Πλοία, πλοιάρια και αεροσκάφη δεν θεωρούνται ως ακίνητη περιουσία.

 

3.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρµόζονται σε εισόδηµα που προέρχεται από την άµεση χρήση, εκµίσθωση ή οποιασδήποτε άλλης µορφής χρήση ακίνητης περιουσίας.

 

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 εφαρµόζονται επίσης στο εισόδηµα από ακίνητη περιουσία µιας επιχείρησης και στο εισόδηµα από ακίνητη περιουσία που χρησιµοποιείται για την παροχή ανεξάρτητων προσωπικών υπηρεσιών.

 

 

 

Αρθρο 7. Κέρδη επιχειρήσεων

 

 

1.   Τα κέρδη µιας επιχείρησης ενός Συµβαλλόµενου Κράτους φορολογούνται µόνο σε αυτό χο Κράτος εκτός αν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος µέσω µιας µόνιµης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό. Αν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες ως ανωτέρω, τότε τα κέρδη της επιχείρησης µπορούν να φορολογούνται στο άλλο Κράτος αλλά µόνο ως προς το τµήµα αυτών που αποδίδεται στην µόνιµη εγκατάσταση.

 

2.   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, αν µια επιχείρηση ενός Συµβαλλόµενου Κράτους διεξάγει εργασίες στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος µέσω µιας µόνιµης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό, τότε στο κάθε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος αποδίδονται στη µόνιµη αυτή εγκατάσταση τα κέρδη τα οποία υπολογίζεται ότι θα πραγµατοποιούσε αν ήταν µια διαφορετική και χωριστή επιχείρηση που ασχολείται µε τις ίδιες ή παρόµοιες δραστηριότητες κάτω από τις ίδιες ή παρόµοιες συνθήκες και συναλλάσσεται εντελώς ανεξάρτητα µε την επιχείρηση της οποίας αποτελεί µόνιµη εγκατάσταση.

 

3.   Κατά τον προσδιορισµό των κερδών µιας µόνιµης εγκατάστασης αναγνωρίζονται προς έκπτωση δαπάνες που πραγµατοποιούνται για τους σκοπούς της µόνιµης εγκατάστασης, περιλαµβανοµένων των πραγµατοποιούµενων για τους σκοπούς της µόνιµης εγκατάστασης διαχειριστικών και γενικών διοικητικών εξόδων, είτε στο Κράτος που βρίσκεται η µόνιµη εγκατάσταση, είτε αλλού.

 

4.   Εφόσον συνηθίζεται σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος να καθορίζονται τα κέρδη που αποδίδονται σε µια µόνιµη εγκατάσταση µε βάση τον καταµερισµό των συνολικών κερδών της επιχείρησης στα διάφορα τµήµατα της, οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εµποδίζουν αυτό το Συµβαλλόµενο Κράτος να προσδιορίζει τα φορολογητέα κέρδη µε βάση αυτόν τον καταµερισµό, όπως συνηθίζεται. Η υιοθετηθείσα, όµως, µέθοδος καταµερισµού πρέπει να είναι τέτοια, ώστε το αποτέλεσµα να είναι σύµφωνο µε τις αρχές που περιέχονται σε αυτό το άρθρο.

 

5.   Κανένα κέρδος δεν θεωρείται ότι ανήκει στη µόνιµη εγκατάσταση λόγω απλής αγοράς αγαθών ή εµπορευµάτων από την µόνιµη εγκατάσταση για λογαριασµό της επιχείρησης.

 

6.   Για τους σκοπούς των προηγούµενων παραγράφων, τα κέρδη που αποδίδονται στη µόνιµη εγκατάσταση προσδιορίζονται µε την ίδια µέθοδο κάθε χρόνο, εκτός αν υπάρχουν βάσιµοι και επαρκείς λόγοι για το αντίθετο.

 

7.   Σε περίπτωση που στα κέρδη περιλαµβάνονται στοιχεία εισοδήµατος η φορολογική µεταχείριση των οποίων ρυθµίζεται χωριστά µε άλλα Άρθρα αυτής της Σύµβασης τότε οι διατάξεις εκείνων των Άρθρων δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος Άρθρου.

 

 

 

Αρθρο 8. Ναυτιλιακές και αεροπορικές µεταφορές

 

 

1.   Κέρδη προερχόµενα από την εκµετάλλευση πλοίων σε διεθνείς µεταφορές φορολογούνται µόνο στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο είναι νηολογηµένα τα πλοία ή από το οποίο έχουν εφοδιασθεί µε ναυτιλιακά έγγραφα.

 

2.   Τηρουµένων των διατάξεων της παραγράφου 1, εισόδηµα που αποκτάται από µια επιχείρηση ενός Συµβαλλοµένου Κράτους από την εκµετάλλευση πλοίου σε διεθνείς µεταφορές, φορολογείται µόνο στο Συµβαλλόµενο αυτό Κράτος.

 

3.   Κέρδη προερχόµενα από την εκµετάλλευση αεροσκάφους σε διεθνείς µεταφορές φορολογούνται µόνο στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγµατικής διεύθυνσης της επιχείρησης.

 

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 αυτού του Άρθρου έχουν επίσης εφαρµογή σε κέρδη που πραγµατοποιούνται από συµµετοχή σε «POOL», σε κοινοπρακτικής µορφής εκµετάλλευση ή σε πρακτορείο που λειτουργεί σε διεθνές επίπεδο.

 

 

 

Αρθρο 9. Συνδεδεµένες επιχειρήσεις

 

 

1. Αν

 

α) επιχείρηση ενός Συµβαλλόµενου Κράτους συµµετέχει άµεσα ή έµµεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο µιας επιχείρησης του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους ή

 

β) τα ίδια πρόσωπα συµµετέχουν άµεσα ή έµµεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο µιας επιχείρησης του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους και µιας επιχείρησης άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους, και σε κάθε µια από τις περιπτώσεις αυτές επικρατούν ή επιβάλλονται µεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις εµπορικές ή οικονοµικές σχέσεις τους όροι οι οποίοι διαφέρουν από εκείνους που θα επικρατούσαν µεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε οποιαδήποτε κέρδη τα οποία θα είχαν πραγµατοποιηθεί από µια από τις επιχειρήσεις, αλλά, λόγω αυτών των όρων, δεν έχουν πραγµατοποιηθεί, µπορούν να συµπεριλαµβάνονται στα κέρδη αυτής της επιχείρησης και να φορολογούνται ανάλογα.

 

2.   Αν ένα Συµβαλλόµενο Κράτος περιλαµβάνει στα κέρδη µιας επιχείρησης αυτού του Κράτους - και φορολογεί ανάλογα - κέρδη για τα οποία µια επιχείρηση του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους έχει φορολογηθεί σε αυτό το άλλο Κράτος και τα κέρδη που έχουν έτσι περιληφθεί είναι κέρδη τα οποία θα είχαν πραγµατοποιηθεί από την επιχείρηση του πρώτου - µνηµονευθέντος Κράτους, αν οι όροι που επικρατούν µεταξύ των δύο επιχειρήσεων ήταν οι ίδιοι µε εκείνους που θα επικρατούσαν µεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε αυτό το άλλο Κράτος προσαρµόζει ανάλογα το ποσό του φόρου που έχει επιβληθεί µέσα σε αυτό το Κράτος επί εκείνων των κερδών. Κατά τον καθορισµό µιας τέτοιας προσαρµογής, πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι λοιπές διατάξεις αυτής της Σύµβασης και οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών συµβουλεύονται η µια την άλλη, αν κριθεί απαραίτητο.

 

 

Αρθρο 10. Μερίσµατα

 

 

1.   Μερίσµατα που καταβάλλονται από εταιρεία που είναι κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους µπορούν να φορολογηθούν σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Τέτοια µερίσµατα µπορούν, όµως, επίσης να φορολογούνται στο Συµβαλλόµενο Κράτος του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα µερίσµατα είναι κάτοικος και σύµφωνα µε τους νόµους αυτού του Κράτους, αλλά εάν ο εισπράττων είναι ο δικαιούχος των µερισµάτων, ο φόρος που επιβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει:

 

α) το 5% του ακαθάριστου ποσού των µερισµάτων εάν ο δικαιούχος είναι µία εταιρεία, (εκτός προσωπικής εταιρείας), η οποία κατέχει άµεσα τουλάχιστον 25% του κεφαλαίου της εταιρείας που καταβάλλει τα µερίσµατα,

 

β) το 15% του ακαθάριστου ποσού των µερισµάτων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

 

Οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών καθορίζουν µε αµοιβαία συµφωνία, τον τρόπο εφαρµογής αυτών των περιορισµών.

 

Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει τη φορολογία της εταιρείας σε σχέση µε τα κέρδη, από τα οποία καταβάλλονται τα µερίσµατα.

 

3.   Ο όρος «µερίσµατα», όπως χρησιµοποιείται σε αυτό το Άρθρο, σηµαίνει το εισόδηµα από µετοχές, µετοχές «επικαρπίας» ή δικαιώµατα «επικαρπίας», µετοχές µεταλλείων, ιδρυτικούς τίτλους ή άλλα δικαιώµατα συµµετοχής σε κέρδη, τα οποία δεν αποτελούν απαιτήσεις από χρέη, καθώς και το εισόδηµα από άλλα εταιρικά δικαιώµατα, το οποίο έχει την ίδια φορολογική µεταχείριση, όπως το εισόδηµα από µετοχές σύµφωνα µε τη νοµοθεσία του Κράτους του οποίου η εταιρεία που διενεργεί τη διανοµή είναι κάτοικος.

 

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν έχουν εφαρµογή αν ο δικαιούχος των µερισµάτων, όντας κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα µερίσµατα είναι κάτοικος, µέσω µόνιµης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό ή παρέχει ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες σ' αυτό το άλλο Κράτος µέσω καθορισµένης βάσης που βρίσκεται α' αυτό και η συµµετοχή (holding) σε σχέση µε την οποία καταβάλλονται τα µερίσµατα, συνδέεται ουσιαστικά µ' αυτή τη µόνιµη εγκατάσταση ή την καθορισµένη βάση. Σε αυτή τη περίπτωση, έχουν εφαρµογή οι διατάξεις των άρθρων 7 ή 14, ανάλογα µε την περίπτωση.

 

5.   Αν µια εταιρεία που είναι κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους πραγµατοποιεί κέρδη ή αποκτά εισόδηµα στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, αυτό το άλλο Κράτος δεν µπορεί να επιβάλλει φόρο στα µερίσµατα που καταβάλλονται από την εταιρεία, εκτός αν αυτά τα µερίσµατα καταβάλλονται σε κάτοικο αυτού του άλλου Κράτους ή η συµµετοχή (holding) σε σχέση µε την οποία καταβάλλονται τα µερίσµατα συνδέεται ουσιαστικά µε µόνιµη εγκατάσταση ή καθορισµένη βάση που βρίσκεται σε αυτό το άλλο Κράτος, ούτε µπορεί να υπαγάγει τα µη διανεµόµενα κέρδη σε φόρο επί µη διανεµόµενων κερδών, ακόµη και αν τα καταβαλλόµενα µερίσµατα ή τα µη διανεµόµενα κέρδη αποτελούνται εν όλω ή εν µέρει από κέρδη ή εισοδήµατα που προκύπτουν σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

 

 

Αρθρο 11. Τόκοι

 

 

1.   Τόκοι που προκύπτουν σ' ένα Συµβαλλόµενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους µπορούν να φορολογούνται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Εντούτοις, αυτοί οι τόκοι µπορούν επίσης να φορολογούνται στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύµφωνα µε τους νόµους αυτού του Κράτους, αλλά αν ο εισπράττων είναι ο δικαιούχος των τόκων, ο φόρος που επιβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει το 8% του ακαθάριστου ποσού των τόκων. Οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλόµενων Κρατών καθορίζουν µε αµοιβαία συµφωνία τον τρόπο εφαρµογής αυτού του περιορισµού.

 

3.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 2, τόκοι που προκύπτουν σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος εξαιρούνται από το φόρο σε αυτό το Κράτος:

 

α) εάν ο οφειλέτης τέτοιου τόκου είναι η Κυβέρνηση αυτού του Κράτους, µια πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού ή

 

β) εάν ο τόκος καταβάλλεται στην Κυβέρνηση του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους, µια πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού ή ένα ίδρυµα ή ένωση προσώπων, (συµπεριλαµβανοµένου ενός οικονοµικού ιδρύµατος) το οποίο ανήκει εξ ολοκλήρου σε αυτό το άλλο Κράτος, σε συνδυασµό µε οποιαδήποτε χρηµατοδότηση η οποία χορηγείται από αυτά, βάσει συµφωνίας ανάµεσα στις Κυβερνήσεις των Συµβαλλοµένων Κρατών.

 

4.   Ο όρος «τόκοι» όπως χρησιµοποιείται σε αυτό το Άρθρο υποδηλώνει εισόδηµα από απαιτήσεις από χρέη κάθε είδους, είτε εξασφαλίζονται µε υποθήκη ή όχι, είτε παρέχουν ή όχι δικαίωµα συµµετοχής στα κέρδη του οφειλέτη και, ιδιαίτερα, εισόδηµα από κρατικά χρεόγραφα και εισόδηµα από οµολογίες µε ή χωρίς ασφάλεια, περιλαµβανοµένων των δώρων (premiums) και βραβείων που συνεπάγονται τέτοιου είδους χρεόγραφα και οµολογίες. Πρόστιµα για καθυστερηµένη πληρωµή δεν θεωρούνται τόκοι για τους σκοπούς αυτού του Άρθρου.

 

5.   Οι διατάξεις των παραγράφων Ι και 2 δεν έχουν εφαρµογή αν ο δικαιούχος των τόκων, που είναι κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν οι τόκοι, µέσω µόνιµης εγκατάστασης σ' αυτό ή παρέχει στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισµένη βάση που βρίσκεται σ' αυτό και η απαίτηση χρέους σε σχέση µε την οποία καταβάλλονται οι τόκοι συνδέεται ουσιαστικά µ' αυτήν την µόνιµη εγκατάσταση ή την καθορισµένη βάση. Σ' αυτή τη περίπτωση, έχουν εφαρµογή οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14, ανάλογα µε την περίπτωση.

 

6.   Τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο αυτό το Κράτος, µια πολιτική υποδιαίρεση, τοπική αρχή ή κάτοικος αυτού του Κράτους. Αν, όµως, το πρόσωπο που καταβάλλει τους τόκους, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, έχει σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος µόνιµη εγκατάσταση ή καθορισµένη βάση σε σχέση µε την οποία προέκυψε η οφειλή για την οποία καταβάλλονται οι τόκοι, και αυτοί οι τόκοι βαρύνουν αυτή τη µόνιµη εγκατάσταση ή την καθορισµένη βάση, τότε αυτοί οι τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Κράτος που βρίσκεται η µόνιµη εγκατάσταση ή η καθορισµένη βάση.

 

7.   Σε περίπτωση που, λόγω ειδικής σχέσης µεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή µεταξύ αυτών και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των τόκων, λαµβανοµένης υπόψη της απαίτησης από το χρέος για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα είχε συµφωνηθεί µεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ελλείψει µιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις αυτού του Άρθρου έχουν εφαρµογή µόνο στο τελευταίο µνηµονευόµενο ποσόν. Σ’ αυτή την περίπτωση, το υπερβάλλον µέρος των πληρωµών φορολογείται σύµφωνα µε τους νόµους του καθενός Συµβαλλόµενου Κράτους, λαµβανοµένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύµβασης.

 

 

 

Αρθρο 12. Δικαιώµατα

 

 

1.    Δικαιώµατα που προκύπτουν σ' ένα Συµβαλλόµενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους µπορούν να φορολογούνται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Τέτοια δικαιώµατα µπορούν, όµως, να φορολογούνται επίσης στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύµφωνα µε τους νόµους αυτού του Κράτους, αλλά αν ο εισπράττων είναι ο δικαιούχος των δικαιωµάτων, ο φόρος πού επιβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει το 10% του ακαθάριστου ποσού των δικαιωµάτων

Οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών ρυθµίζουν µε αµοιβαία συµφωνία τον τρόπο εφαρµογής αυτού του περιορισµού.

 

3.   Ο όρος «δικαιώµατα», όπως χρησιµοποιείται σε αυτό το Άρθρο, σηµαίνει πληρωµές κάθε είδους που εισπράττονται ως αντάλλαγµα για τη χρήση ή το δικαίωµα χρήσης, οποιουδήποτε δικαιώµατος αναπαραγωγής, φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστηµονικής εργασίας, περιλαµβανοµένων των κινηµατογραφικών ταινιών και ταινιών ή µαγνητοταινιών για την τηλεοπτική ή ραδιοφωνική αναµετάδοση ή αναµετάδοση µέσω δορυφόρου, καλωδιακού δικτύου, οπτικών ινών ή µέσω παρόµοιας τεχνολογίας, η οποία χρησιµοποιείται για την αναµετάδοση, µαγνητοταινιών, δίσκου ή οπτικού δίσκου (laser disc), οιασδήποτε ευρεσιτεχνίας, εµπορικού σήµατος, σχεδίου ή προτύπου, µηχανολογικού σχεδίου, µυστικού τύπου ή διαδικασίας παραγωγής ή για τη χρήση ή το δικαίωµα χρήσης, βιοµηχανικού, εµπορικού ή επιστηµονικού εξοπλισµού ή για πληροφορίες που αφορούν σε βιοµηχανική, εµπορική ή επιστηµονική εµπειρία.

 

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν έχουν εφαρµογή αν ο δικαιούχος των δικαιωµάτων, όντας κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν τα δικαιώµατα, µέσω µόνιµης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό ή παρέχει σε αυτό το άλλο Κράτος ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισµένη βάση που βρίσκεται σε αυτό, και το δικαίωµα ή η περιουσία σε σχέση µε την οποία καταβάλλονται τα δικαιώµατα συνδέεται ουσιαστικά µε αυτή τη µόνιµη εγκατάσταση ή την καθορισµένη βάση. Σε αυτή τη περίπτωση έχουν εφαρµογή οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14, ανάλογα µε την περίπτωση.

 

5.   Δικαιώµατα θεωρούνται ότι προκύπτουν σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος αν ο καταβάλλων είναι αυτό το ίδιο το Κράτος. Αν, όµως, το πρόσωπο που καταβάλλει τα δικαιώµατα, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, έχει σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος µόνιµη εγκατάσταση ή καθορισµένη βάση σε σχέση µε την οποία προέκυψε η υποχρέωση καταβολής των δικαιωµάτων, και τα δικαιώµατα αυτά βαρύνουν τη µόνιµη εγκατάσταση ή την καθορισµένη βάση, τότε τα εν λόγω δικαιώµατα θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Συµβαλλόµενο Κράτος, στο οποίο βρίσκεται η µόνιµη εγκατάσταση ή η καθορισµένη βάση.

 

6.   Σε περίπτωση που, λόγω ειδικής σχέσης µεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή µεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσόν των δικαιωµάτων, λαµβανοµένης υπόψη της χρήσης ή του δικαιώµατος χρήσης ή των πληροφοριών για τα οποία καταβάλλονται τα δικαιώµατα, υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα είχε συµφωνηθεί µεταξύ του καταβάλλοντα και του δικαιούχου ελλείψει µιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του παρόντος Άρθρου έχουν εφαρµογή µόνο στο τελευταίο µνηµονευόµενο ποσόν. Σε αυτή την περίπτωση, το υπερβάλλον µέρος των πληρωµών φορολογείται σύµφωνα µε τους νόµους του καθενός Συµβαλλόµενου Κράτους, λαµβανοµένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύµβασης.

 

 

 

Αρθρο 13. Ωφέλεια από κεφάλαιο

 

 

1.   Ωφέλεια που αποκτάται από κάτοικο ενός Συµβαλλόµενου Κράτους από την εκποίηση ακίνητης περιουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 6 και βρίσκεται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος µπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Ωφέλεια από την εκποίηση κινητής περιουσίας, η οποία αποτελεί µέρος της επαγγελµατικής περιουσίας µιας µόνιµης εγκατάστασης, την οποία διατηρεί επιχείρηση του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος-ή κινητής περιουσίας που ανήκει σε µία καθορισµένη βάση, την οποία κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους διαθέτει στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, για το σκοπό της άσκησης µη εξαρτηµένων προσωπικών υπηρεσιών, συµπεριλαµβανοµένης της ωφέλειας από την εκποίηση µιας τέτοιας µόνιµης εγκατάστασης (µόνης ή µαζί µε ολόκληρη την επιχείρηση), ή µιας τέτοιας καθορισµένης βάσης µπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Κράτος.

 

3.   Ωφέλεια από την εκποίηση πλοίων ή αεροσκαφών που εκτελούν διεθνείς µεταφορές ή κινητής περιουσίας που συνδέεται µε την εκµετάλλευση τέτοιων πλοίων ή αεροσκαφών, φορολογείται µόνο στο Συµβαλλόµενο Κράτος, στο οποίο τα κέρδη από την εκµετάλλευση των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται σύµφωνα µε τις διατάξεις του Άρθρου 8.

 

4.   Ωφέλεια από την εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας, διαφορετικής από αυτήν που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 2 και 3, φορολογείται µόνο στο Συµβαλλόµενο Κράτος του οποίου ο εκποιών είναι κάτοικος.

 

5.   Οι διατάξεις της παραγράφου 4 δεν επηρεάζουν το δικαίωµα του καθενός από τα Συµβαλλόµενα Κράτη, να επιβάλλει σύµφωνα µε την εσωτερική του νοµοθεσία, φόρο στην ωφέλεια από την εκποίηση µετοχών ή δικαιωµάτων «επικαρπίας» σε µια εταιρεία, το κεφάλαιο της οποίας έχει διαιρεθεί εν όλω ή εν µέρει σε µετοχές και η οποία είναι, σύµφωνα µε τους νόµους του Κράτους αυτού, κάτοικος τον, όταν η ωφέλεια αυτή αποκτάται από φυσικό πρόσωπο, το οποίο είναι κάτοικος του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους και υπήρξε κάτοικος του πρώτου µνηµονευόµενου Κράτους κατά την περίοδο των τελευταίων πέντε ετών που προηγούνται της εκποίησης αυτών των µετοχών ή των δικαιωµάτων «επικαρπίας».

 

 

 

Αρθρο 14. Ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες

 

 

1.   Εισόδηµα που αποκτά κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους έναντι επαγγελµατικών υπηρεσιών ή άλλων δραστηριοτήτων ανεξάρτητου χαρακτήρα φορολογούνται µόνο σε αυτό το Κράτος. Παρόλα αυτά, τέτοιο εισόδηµα µπορεί να φορολογηθεί στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος εάν :

 

α) το φυσικό πρόσωπο διαθέτει κατά συνήθη τρόπο µια καθορισµένη βάση στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος για τον σκοπό άσκησης των δραστηριοτήτων του ή

 

β) το φυσικό πρόσωπο είναι παρόν στο άλλο Κράτος για περίοδο ή περιόδους που υπερβαίνουν συνολικά τις 183 ηµέρες σε κάθε δωδεκάµηνη περίοδο, η οποία αρχίζει και τελειώνει στο οικείο οικονοµικό έτος, αλλά µόνο κατά το τµήµα εκείνο που αποδίδεται σ' αυτήν την καθορισµένη βάση ή σε υπηρεσίες που ασκούνται σε αυτό το Κράτος.

 

2.   Ο όρος «επαγγελµατικές υπηρεσίες» περιλαµβάνει ιδιαίτερα ανεξάρτητες επιστηµονικές, φιλολογικές, καλλιτεχνικές, εκπαιδευτικές ή διδακτικές δραστηριότητες καθώς επίσης και τις ανεξάρτητες δραστηριότητες ιατρών, δικηγόρων, µηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.

 

 

 

Αρθρο 15. Εξαρτηµένες προσωπικές υπηρεσίες

 

 

1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 16, 18 και 19 µισθοί, ηµεροµίσθια και άλλες παρόµοιες αµοιβές που αποκτά κάτοικος - ενός Συµβαλλόµενου Κράτους για εξαρτηµένη απασχόληση φορολογούνται µόνο σ' αυτό το Κράτος, εκτός αν η απασχόληση ασκείται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος. Αν η απασχόληση ασκείται έτσι, η αµοιβή που αποκτάται από αυτήν µπορεί να φορολογείται στο άλλο Κράτος.

 

2.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου Ι, αµοιβή που αποκτάται από κάτοικο ενός Συµβαλλόµενου Κράτους έναντι εξαρτηµένης απασχόλησης που ασκείται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος φορολογείται µόνο στο πρώτο µνηµονευόµενο Κράτος εάν:

 

α) ο δικαιούχος της αµοιβής βρίσκεται στο άλλο Κράτος για περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν συνολικά τις 183 µέρες σε οποιαδήποτε περίοδο 12 µηνών που αρχίζει ή τελειώνει στο οικείο οικονοµικό έτος αυτού του άλλου Κράτους, και

 

β) η αµοιβή καταβάλλεται από, ή για λογαριασµό, εργοδότη που δεν είναι κάτοικος του άλλου Κράτους, και

 

γ) η αµοιβή δεν βαρύνει µόνιµη εγκατάσταση ή καθορισµένη βάση που έχει ο εργοδότης στο άλλο Κράτος.

 

3.   Ανεξάρτητα από τις προηγούµενες διατάξεις αυτού του Άρθρου, αµοιβή που αποκτάται από εξαρτηµένη απασχόληση που ασκείται σε πλοίο ή αεροσκάφος από δραστηριότητες σε διεθνείς µεταφορές, µπορεί να φορολογείται στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκµετάλλευση ενός τέτοιου πλοίου ή αεροσκάφους φορολογούνται σύµφωνα µε τις διατάξεις του Άρθρου 8.

 

4.   Ανεξάρτητα από τις προηγούµενες διατάξεις, µισθοί, ηµεροµίσθια και άλλες παρόµοιες αµοιβές, που αποκτά κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους έναντι απασχόλησης, η οποία συνδέεται µε τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του Άρθρου 5 και ασκείται µέσω µιας µόνιµης εγκατάστασης ή καθορισµένης βάσης στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, µπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Κράτος.

 

 

 

Αρθρο 16. Αµοιβές διευθυντών

 

 

Αµοιβές διευθυντών και άλλες παρόµοιες πληρωµές που καταβάλλονται σε κάτοικο ενός Συµβαλλόµενου Κράτους υπό την ιδιότητα του ως µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου µιας εταιρείας που είναι κάτοικος του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους µπορεί να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Κράτος.

 

 

 

Αρθρο 17. Καλλιτέχνες και αθλητές

 

 

1.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Άρθρων 14 και 15, εισόδηµα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συµβαλλόµενου Κράτους ως πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας, όπως καλλιτέχνης θεάτρου, κινηµατογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεόρασης ή µουσικός ή ως αθλητής, από την άσκηση των προσωπικών δραστηριοτήτων του στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, µπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Αν εισόδηµα από την άσκηση προσωπικών δραστηριοτήτων από πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή έναν αθλητή υπό την ιδιότητα του αυτή, δεν περιέρχεται στο πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή του αθλητή αλλά σε άλλο πρόσωπο, αυτό το εισόδηµα µπορεί, ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Άρθρων 7, 14 και 15, να φορολογείται στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο ασκούνται οι δραστηριότητες του προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή του αθλητή.

 

 

 

 

Αρθρο 18. Συντάξεις και ετήσιες παροχές

 

 

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 19, συντάξεις και άλλες παρόµοιες αµοιβές που καταβάλλονται σε κάτοικο του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους για απασχόληση που πρόσφερε στο παρελθόν φορολογούνται µόνο στο Κράτος αυτό.

 

 

 

 

Αρθρο 19. Κυβερνητικές υπηρεσίες

 

 

1.

α) Μισθοί, ηµεροµίσθια και άλλες παρόµοιες αµοιβές, εκτός από σύνταξη, που καταβάλλονται από ένα Συµβαλλόµενο Κράτος ή µία πολιτική υποδιαίρεση ή µια τοπική αρχή αυτού σε ένα φυσικό πρόσωπο έναντι υπηρεσιών που παρασχέθηκαν προς το Κράτος αυτό ή προς την υποδιαίρεση ή προς την τοπική αρχή φορολογούνται µόνο σε αυτό το Κράτος,

 

β) Εντούτοις, αυτοί οι µισθοί, ηµεροµίσθια και άλλες παρόµοιες αµοιβές φορολογούνται µόνο στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος αν οι υπηρεσίες παρέχονται µέσα στο Κράτος αυτό και το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος αυτού του Κράτους και:

 

i) είναι υπήκοος αυτού του Κράτους, ή

ii) δεν έγινε κάτοικος αυτού του Κράτους αποκλειστικά και µόνο για το σκοπό παροχής των υπηρεσιών.

 

2.

α) Οποιαδήποτε σύνταξη που καταβάλλεται από ένα Συµβαλλόµενο Κράτος ή µία πολιτική υποδιαίρεση ή από τοπική αρχή αυτού ή από ταµεία που συστάθηκαν από αυτά, σ' ένα φυσικό πρόσωπο για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν προς το Κράτος αυτό ή προς την υποδιαίρεση ή προς την τοπική αρχή φορολογείται µόνο σε αυτό το Κράτος.

 

β) Μια τέτοια σύνταξη όµως, φορολογείται µόνο στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος αν το φυσικό πρόσωπο είναι υπήκοος και κάτοικος του άλλου αυτού Κράτους.

 

3.   Οι διατάξεις των άρθρων 15, 16, και 18 εφαρµόζονται σε µισθούς, ηµεροµίσθια και άλλες παρόµοιες αµοιβές και συντάξεις για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε σχέση µε επιχειρηµατική δραστηριότητα που διεξάγεται από ένα Συµβαλλόµενο Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού.

 

 

 

Αρθρο 20. Καθηγητές και σπουδαστές

 

 

1.   Αµοιβές τις οποίες κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους λαµβάνει για τη διεξαγωγή µελέτης ή έρευνας ανωτέρου επιπέδου ή για τη διδασκαλία, κατά τη διάρκεια περιόδου που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, σε πανεπιστήµιο, ερευνητικό κέντρο ή άλλο παρόµοιο οργανισµό ανώτατης ή ανώτερης εκπαίδευσης στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, δεν φορολογούνται σε αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Χρηµατικά ποσά, τα οποία σπουδαστής ή µαθητευόµενος, ο οποίος είναι ή ήταν αµέσως πριν από την µετάβαση του σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος, κάτοικος του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους και ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο - µνηµονευόµενο Συµβαλλόµενο Κράτος µόνο για το σκοπό της εκπαίδευσης του ή της εξάσκησης του. λαµβάνει για το σκοπό της συντήρησης του, της εκπαίδευσης του ή της εξάσκησης του, δεν φορολογούνται σε αυτό το Κράτος, υπό την προϋπόθεση ότι τα χρηµατικά αυτά ποσά προκύπτουν από πηγές εκτός του Κράτους αυτού.

 

 

 

Αρθρο 21. Άλλα εισοδήµατα

 

 

1.   Εισοδήµατα κατοίκου ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, οπουδήποτε και αν προκύπτουν, η φορολογική µεταχείριση των οποίων δεν ρυθµίζεται µε τα προηγούµενα άρθρα αυτής της Σύµβασης φορολογούνται µόνο στο Κράτος αυτό.

 

2.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρµόζονται επί εισοδήµατος, µε εξαίρεση το εισόδηµα από ακίνητη περιουσία, όπως ορίζεται στη παράγραφο 2 του άρθρου 6, αν ο δικαιούχος αυτού του εισοδήµατος όντας κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, διεξάγει επιχειρηµατική δραστηριότητα στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος µέσω µόνιµης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό, ή ασκεί σε αυτό το άλλο Κράτος ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες από µια καθορισµένη βάση που βρίσκεται σε αυτό, και το δικαίωµα ή η περιουσία σε σχέση µε την οποία καταβάλλεται το εισόδηµα συνδέεται ουσιαστικά µε αυτή τη µόνιµη εγκατάσταση ή την καθορισµένη βάση. Σε µια τέτοια περίπτωση εφαρµόζονται οι διατάξεις του Άρθρου 7 ή του Άρθρου 14, ανάλογα µε την περίπτωση.

 

 

 

Αρθρο 22. Αποφυγή της διπλής φορολογίας

 

 

1.   Όταν κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους αποκτά εισόδηµα, το οπού σύµφωνα µε τις διατάξεις αυτής της Σύµβασης, µπορεί να φορολογηθεί στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, το πρώτο µνηµονευθέν Κράτος αναγνωρίζει ως έκπτωση από το φόρο εισοδήµατος αυτού του κατοίκου, ποσό ίσο µε το φόρο που καταβλήθηκε σε αυτό το άλλο Κράτος.

Μια τέτοια έκπτωση δεν µπορεί παρόλα αυτά να υπερβαίνει το τµήµα του φόρου εισοδήµατος, όπως υπολογίστηκε πριν δοθεί η έκπτωση, το οποίο αντιστοιχεί, ανάλογα µε την περίπτωση, στο εισόδηµα, το οποίο µπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Όταν σύµφωνα µε οποιαδήποτε διάταξη της Σύµβασης εισόδηµα που αποκτήθηκε από κάτοικο ενός Συµβαλλόµενου Κράτους εξαιρείται από τη φορολογία σε αυτό το Κράτος, το Κράτος αυτό, παρόλα ταύτα, κατά τον υπολογισµό του ποσού του φόρου στο εναποµείναν εισόδηµα αυτού του κατοίκου, µπορεί να συνυπολογίζει το εξαιρεθέν εισόδηµα.

 

 

 

 

Αρθρο 23. Μη διακριτική µεταχείριση

 

 

1.   Υπήκοοι ενός Συµβαλλόµενου Κράτους δεν υπόκεινται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική µε αυτήν επιβάρυνση, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και την σχετική µε αυτήν επιβάρυνση, στην οποία υπόκεινται ή µπορούν να υπαχθούν υπήκοοι αυτού του άλλου Κράτους κάτω από τις ίδιες συνθήκες και ιδίως σε σχέση µε την κατοικία. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 1, η διάταξη αυτή εφαρµόζεται επίσης σε πρόσωπα τα οποία δεν είναι κάτοικοι του ενός ή και των δύο Συµβαλλοµένων Κρατών.

 

2.   Πρόσωπα, τα οποία στερούνται υπηκοότητας, που είναι κάτοικοι του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, δεν υποβάλλονται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος σε καµία φορολογία ή καµία σχετική επιβάρυνση διαφορετική ή περισσότερο επαχθή από την φορολογία και τις σχετικές επιβαρύνσεις, στις οποίες υποβάλλονται ή µπορεί να υποβληθούν υπήκοοι αυτού του άλλου Κράτους κάτω από τις ίδιες συνθήκες και ιδίως σε σχέση µε την κατοικία.

 

3.   Η φορολογία επί µιας µόνιµης εγκατάστασης την οποία επιχείρηση ενός Συµβαλλόµενου Κράτους διατηρεί στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος δεν επιβάλλεται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό σε αυτό το άλλο Κράτος από τον τρόπο που επιβάλλεται η φορολογία επί επιχειρήσεων αυτού του άλλου Κράτους που διεξάγουν τις ίδιες δραστηριότητες. Η διάταξη αυτή δεν ερµηνεύεται ότι υποχρεώνει ένα Συµβαλλόµενο Κράτος να χορηγεί σε κατοίκους του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους οποιεσδήποτε προσωπικές εκπτώσεις, απαλλαγές και µειώσεις για φορολογικούς σκοπούς λόγω προσωπικής κατάστασης ή οικογενειακών υποχρεώσεων, τις οποίες χορηγεί στους δικούς του κατοίκους.

 

4.   Εκτός των περιπτώσεων-κατά τις οποίες οι διατάξεις της παραγράφου 1 του Άρθρου 9, της παραγράφου 7 του Άρθρου 11, ή της παραγράφου 6 του Άρθρου 12, εφαρµόζονται, τόκοι, δικαιώµατα, και άλλες πληρωµές που καταβάλλονται από µία επιχείρηση ενός Συµβαλλόµενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους, αναγνωρίζονται κατά τον υπολογισµό των φορολογητέων κερδών της εν λόγω επιχείρησης, ως έκπτωση µε τους ίδιους όρους σαν να είχαν καταβληθεί σε κάτοικο του πρώτου - µνηµονευόµενου Κράτους.

 

5.   Οι διατάξεις του παρόντος Άρθρου εφαρµόζονται, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 2, σε φόρους κάθε είδους και µορφής.

 

 

 

Αρθρο 24. Διαδικασία αµοιβαίου διακανονισµού

 

 

1.   Αν ένα πρόσωπο θεωρεί ότι οι ενέργειες ενός ή και των δύο Συµβαλλοµένων Κρατών έχουν ή θα έχουν γι' αυτό ως αποτέλεσµα την επιβολή φορολογίας η οποία δεν είναι σύµφωνη µε τις διατάξεις αυτής της Σύµβασης, µπορεί, ανεξάρτητα από τα µέσα θεραπείας που προβλέπονται από την εσωτερική νοµοθεσία αυτών των Κρατών, να παρουσιάσει την υπόθεση του στην αρµόδια αρχή του Συµβαλλόµενου Κράτους του οποίου είναι κάτοικος ή, αν εφαρµόζεται γι' αυτό το πρόσωπο η παράγραφος 1 του Άρθρου 23,- της αρµόδιας αρχής του Συµβαλλόµενου Κράτους του οποίου είναι υπήκοος. Η υπόθεση πρέπει να παρουσιαστεί µέσα σε τρία χρόνια από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης η οποία έχει ως αποτέλεσµα την επιβολή φορολογίας, η οποία δεν είναι σύµφωνη µε τις διατάξεις της Σύµβασης.

 

2.   Η αρµόδια αρχή προσπαθεί, αν η ένσταση θεωρηθεί απ' αυτήν ως βάσιµη και η ίδια δεν µπορεί να δώσει ικανοποιητική λύση, να επιλύσει τη διαφορά µε αµοιβαία συµφωνία µε την αρµόδια αρχή του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους, µε σκοπό, την αποφυγή φορολογίας που δεν είναι σύµφωνη µε τις διατάξεις της Σύµβασης. Οποιαδήποτε συµφωνία επιτευχθεί εφαρµόζεται ανεξάρτητα από τις προθεσµίες που ορίζονται στην εσωτερική νοµοθεσία των Συµβαλλοµένων Κρατών.

 

3.   Οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών προσπαθούν να επιλύουν µε αµοιβαία συµφωνία οποιεσδήποτε δυσχέρειες ή αµφιβολίες ανακύπτουν ως προς την ερµηνεία ή την εφαρµογή της Σύµβασης. Μπορούν επίσης να συµβουλεύονται η µία την άλλη µε σκοπό την αποφυγή της διπλής φορολογίας σε περιπτώσεις που δεν προβλέπονται από τη Σύµβαση.

 

4.   Οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών µπορούν να επικοινωνούν µεταξύ τους απευθείας, µε σκοπό την επίτευξη µιας συµφωνίας κατά την έννοια των προηγούµενων παραγράφων. Όταν κρίνεται σκόπιµο για την επίτευξη συµφωνίας να λάβει χώρα προφορική ανταλλαγή απόψεων, αυτή η ανταλλαγή µπορεί να γίνει µέσω µιας Επιτροπής, που θα αποτελείται από αντιπροσώπους των αρµοδίων αρχών των Συµβαλλοµένων Κρατών.

 

 

 

Αρθρο 25. Ανταλλαγή πληροφοριών

 

 

1.   Οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών ανταλλάσσουν πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για την εφαρµογή των διατάξεων αυτής της Σύµβασης ή των εσωτερικών νοµοθεσιών των Συµβαλλοµένων Κρατών σε σχέση µε τους φόρους που καλύπτονται από τη Σύµβαση στο µέτρο που η φορολογία σύµφωνα µε αυτές δεν είναι αντίθετη µε τη Σύµβαση. Η ανταλλαγή πληροφοριών δεν περιορίζεται από τα Άρθρα 1 και 2. Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται θεωρούνται ως απόρρητες κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι πληροφορίες που συλλέγονται σύµφωνα µε την εσωτερική νοµοθεσία του Κράτους αυτού και αποκαλύπτονται µόνο σε πρόσωπα ή αρχές (συµπεριλαµβανοµένων δικαστηρίων και διοικητικών οργάνων) που σχετίζονται µε τη βεβαίωση ή είσπραξη, την αναγκαστική εκτέλεση ή δίωξη, ή την εκδίκαση προσφυγών, αναφορικά µε τους φόρους που καλύπτονται από τη Σύµβαση. Τα πρόσωπα αυτά ή οι αρχές χρησιµοποιούν τις πληροφορίες µόνο για τους ως άνω σκοπούς. Μπορούν να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες στο δικαστήριο κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία ή σε δικαστικές αποφάσεις.

 

2.   Σε καµία περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν ερµηνεύονται ότι επιβάλλουν σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος την υποχρέωση:

 

α) να λαµβάνει διοικητικά µέτρα αντίθετα µε τη νοµοθεσία και τη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους,

 

β) να παρέχει πληροφορίες που δεν µπορούν να αποκτηθούν σύµφωνα µε τη νοµοθεσία ή κατά τη συνήθη πρακτική της διοίκησης αυτού ή του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους,

 

γ) να παρέχει πληροφορίες που αποκαλύπτουν οποιοδήποτε συναλλακτικό, επιχειρηµατικό, βιοµηχανικό, εµπορικό ή επαγγελµατικό απόρρητο ή παραγωγική διαδικασία, ή πληροφορία, η αποκάλυψη των οποίων θα ήταν αντίθετη µε κανόνα δηµόσιας τάξης (ordre public).

 

 

 

Αρθρο 26. Μέλη διπλωµατικών και προξενικών αποστολών

 

 

Τίποτα σ' αυτή τη Σύµβαση δεν επηρεάζει τα φορολογικά προνόµια των µελών των διπλωµατικών ή των προξενικών αποστολών τα οποία προβλέπονται από τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου ή από διατάξεις ειδικών συµφωνιών.

 

 

 

Αρθρο 27. Θέση σε ισχύ

 

 

1.   Οι Κυβερνήσεις των Συµβαλλοµένων Κρατών γνωστοποιούν η µία στην άλλη την πλήρωση των απαραίτητων συνταγµατικών διαδικασιών για τη θέση σε ισχύ αυτής της Σύµβασης.

 

2.   Η Σύµβαση τίθεται σε ισχύ την ηµεροµηνία της παραλαβής της τελευταίας από τις γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο Ι, και οι διατάξεις της έχουν εφαρµογή σε εισόδηµα που αποκτάται κατά το ηµερολογιακό έτος που ακολουθεί το έτος κατά το οποίο πραγµατοποιήθηκε η τελευταία, από τις γνωστοποιήσεις, που αναφέρονται στην παράγραφο Ι', καθώς και στα επόµενα έτη.

 

 

 

Αρθρο 28. Λήξη

 

 

Η παρούσα Σύµβαση παραµένει σε ισχύ µέχρι να καταγγελθεί από ένα Συµβαλλόµενο Κράτος. Καθένα από τα Συµβαλλόµενα Κράτη µπορεί να καταγγείλει τη Σύµβαση, µέσω της διπλωµατικής οδού, επιδίδοντας έγγραφη καταγγελία τουλάχιστο έξι µήνες πριν το τέλος οποιουδήποτε ηµερολογιακού έτους, το οποίο ακολουθεί µετά από περίοδο πέντε ετών από την ηµεροµηνία θέσης σε ισχύ της Σύµβασης. Σε τέτοια περίπτωση η Σύµβαση παύει να ισχύει αναφορικά µε εισόδηµα που αποκτάται στο ηµερολογιακό έτος που ακολουθεί εκείνο κατά το οποίο επιδόθηκε η έγγραφη καταγγελία και στα επόµενα έτη.

 

 

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ

 

Η Ελληνική δηµοκρατία και η Ισλανδία συµφώνησαν, κατά την υπογραφή της Σύµβασης µεταξύ των δυο Κρατών για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά µε τους φόρους εισοδήµατος, ότι οι ακόλουθες διατάξεις αποτελούν αναπόσπαστο µέρος της ως άνω Σύµβασης.

 

 

Πρόσθετο Άρθρο 11

 

Οι διατάξεις του άρθρου 11 δεν έχουν εφαρµογή εάν η απαίτηση από χρέος αναφορικά µε την οποία καταβάλλεται ο τόκος, έχει δηµιουργηθεί ή καθοριστεί κυρίως µε σκοπό την άντληση πλεονεκτηµάτων από αυτό το άρθρο και όχι για πραγµατικούς εµπορικούς λόγους.

 

Στην περίπτωση αυτήν, το ποσό της πληρωµής φορολογείται σύµφωνα µε τους νόµους κάθε Συµβαλλόµενου Κράτους.

 

 

Πρόσθετο Άρθρο 12

 

Οι διατάξεις του άρθρου 12 δεν εφαρµόζονται εάν το δικαίωµα ή η περιουσία σε σχέση µε την οποία προκύπτουν τα δικαιώµατα έχει δηµιουργηθεί ή καθοριστεί κυρίως µε σκοπό την άντληση πλεονεκτηµάτων από αυτό το άρθρο και όχι για πραγµατικούς εµπορικούς λόγους. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό της πληρωµής φορολογείται σύµφωνα µε την νοµοθεσία κάθε Συµβαλλόµενου Κράτους.

 

 

Άρθρο δεύτερο

 

Η ισχύς του παρόντος νόµου αρχίζει από τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύµβασης που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 27 αυτής.