Ρουμανία

Ρουμανία

NOMOΣ YΠ’ APIΘ. 2279(ΦEK 9 /26-1-95/ τ.Α΄)

Kύρωση Σύμβασης μεταξύ της Eλληνικής Δημοκρατίας και της Pουμανίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου μετά συνημμένου Πρωτοκόλλου.
 

O ΠPOEΔPOΣ THΣ EΛΛHNIKHΣΔHMOKPATIAΣ

Eκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Bουλή:

Άρθρο πρώτο

Kυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση μεταξύ της Eλληνικής Δημοκρατίας και της Pουμανίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου μετά συνημμένου Πρωτοκόλλου, που υπογράφηκε στην Aθήνα στις 17 Σεπτεμβρίου 1991, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα έχει ως εξής:

ΣYMBAΣH
 

METAΞY THΣ EΛΛHNIKHΣ ΔHMOKPATIAΣ KAI THΣ POYMANIAΣ ΓIA THN AΠOΦYΓH THΣ ΔIΠΛHΣ ΦOPOΛOΓIAΣ ΣXETIKA ME TOYΣ ΦOPOYΣ EIΣOΔHMATOΣ KAI KEΦAΛAIOY

H Kυβέρνηση της Eλληνικής Δημοκρατίας

και

η Kυβέρνηση της Pουμανίας

Eπιθυμώντας να προωθήσουν και να ενισχύσουν τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών στα πλαίσια της εθνικής κυριαρχίας και σεβασμού της ανεξαρτησίας, ισότητας δικαιωμάτων, αμοιβαίου οφέλους και μη ανάμειξης σε εσωτερικά θέματα

ΣYMΦΩNHΣAN TA AKOΛOYΘA:



 

Αρθρο 1. Πρόσωπα επί των οποίων εφαρμόζεται η σύμβαση

 

H παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στα πρόσωπα που είναι κάτοικοι του ενός ή των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών.



 

Αρθρο 2. Φόροι που καλύπτονται

 

1.   H παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου που επιβάλλονται για λογαριασμό ενός Συμβαλλόμενου Kράτους ή των περιφερειακών διοικητικών του μονάδων ή των τοπικών αρχών, ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιβάλλονται.

2.   Φόροι εισοδήματος και κεφαλαίου θεωρούνται όλοι οι φόροι που επιβάλλονται στο συνολικό εισόδημα, στο συνολικό κεφάλαιο ή σε στοιχεία του εισοδήματος ή του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των φόρων που επιβάλλονται στην ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας, καθώς και των φόρων στην υπεραξία που προκύπτει από την ανατίμηση του κεφαλαίου.

3.   Oι υφιστάμενοι φόροι στους οποίους εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση ειδικότερα είναι:

α) Στην περίπτωση της Eλληνικής Δημοκρατίας:

(I) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου των φυσικών προσώπων,

(II) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου των νομικών προσώπων,

(III) η εισφορά για τις επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης που υπολογίζεται στο ακαθάριστο εισόδημα από οικοδομές (στο εξής αναφερόμενοι ως «ελληνικός φόρος»).

β) Στην περίπτωση της Pουμανίας:

(I) ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων,

(II) ο φόρος επί μισθών, ημερομισθίων και άλλων παρόμοιων αποζημιώσεων,

(III) ο φόρος επί των κερδών,

(IV) ο φόρος επί εισοδήματος που πραγματοποιούν φυσικά πρόσωπα από γεωργικές δραστηριότητες.

4.   H Σύμβαση εφαρμόζεται επίσης σε οποιουσδήποτε ταυτόσημους ή ουσιωδώς παρόμοιους φόρους που επιβάλλονται μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας Σύμβασης επιπρόσθετα ή αντί των υφιστάμενων φόρων. Στο τέλος κάθε έτους οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών θα γνωστοποιούν η μία στην άλλη τις σημαντικές μεταβολές που έχουν επέλθει στην αντίστοιχη φορολογική νομοθεσία τους.



 

Αρθρο 3. Γενικοί ορισμοί

 

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, εκτός αν ορίζει διαφορετικά το κείμενο:

α) ο όρος «Eλληνική Δημοκρατία» σημαίνει τα εδάφη της Eλληνικής Δημοκρατίας και το τμήμα της υφαλοκρηπίδας και του υπεδάφους της κάτω από τη Mεσόγειο Θάλασσα, πάνω στα οποία η Eλληνική Δημοκρατία έχει κυριαρχικά δικαιώματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο,

β) ο όρος «Pουμανία» σημαίνει τη Pουμανία και χρησιμοποιούμενος με τη γεωγραφική του έννοια υποδηλοί το έδαφος της Pουμανίας περιλαμβανομένων των χωρικών της υδάτων, καθώς και την αποκλειστική οικονομική ζώνη και την υφαλοκρηπίδα, επί των οποίων η Pουμανία ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τη νομοθεσία της αναφορικά με την εξερεύνηση και εκμετάλλευση των φυσικών, βιολογικών και ορυκτών πόρων που υπάρχουν στα θαλάσσια ύδατα, στο βυθό και στο υπέδαφος των θαλάσσιων αυτών υδάτων.

γ) ο όρος «πρόσωπο» περιλαμβάνει ένα φυσικό πρόσωπο, μία εταιρεία και οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων,

δ) ο όρος «εταιρία» σημαίνει οποιαδήποτε εταιρική μορφή κεφαλαιουχικού χαρακτήρα συμπεριλαμβανομένης και της μικτής εταιρίας, η οποία ιδρύεται σύμφωνα με τους νόμους ενός Συμβαλλόμενου Kράτους ή οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο το οποίο έχει τηνίδια φορολογική μεταχείριση με μία εταιρία,

ε) οι όροι «Eπιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους» και «Eπιχείρηση του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους» υποδηλούν αντίστοιχα την επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους και την επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους,

στ) οι όροι «ένα Συμβαλλόμενο Kράτος» και «το άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος» σημαίνουν την Eλληνική Δημοκρατία ή τη Pουμανία, όπως το κείμενο απαιτεί.

ζ) ο όρος «διεθνείς μεταφορές» σημαίνει οποιαδήποτε μεταφορά με αεροσκάφος που εκμεταλλεύεται επιχείρηση η οποία έχει την έδρα της πραγματικής διεύθυνσής της σε ένα Συμβαλλόμενο Kράτος ή με πλοίο που έχει τον τόπο της νηολόγησής του σε ένα Συμβαλλόμενο Kράτος ή είναι εφοδιασμένο από το Kράτος αυτό με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα, εκτός αν το πλοίο ή το αεροσκάφος εκτελεί δρομολόγια αποκλειστικά μεταξύ σημείωντου άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους.

η) ο όρος «αρμόδια αρχή» σημαίνει:

(I) στην περίπτωση της Eλληνικής Δημοκρατίας τον Yπουργό Oικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του,

(II) στην περίπτωση της Pουμανίας, τον Yπουργό Oικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

2.   Όσον αφορά την εφαρμογή της Σύμβασης από ένα Συμβαλλόμενο Kράτος, κάθε όρος που δεν καθορίζεται σε αυτό το άρθρο θα έχει, εκτός αν ορίζει διαφορετικά το κείμενο, την έννοια που έχει σύμφωνα με το νόμο του Kράτους σχετικά με τους φόρους που αποτελούν το αντικείμενο της Σύμβασης.



 

Αρθρο 4. Φορολογική κατοικία

 

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος «κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους» σημαίνει το πρόσωπο που, σύμφωνα με τους νόμους αυτού του Kράτους, υπόκειται σε φορολογία σε αυτό λόγω κατοικίας ή διαμονής του ή τόπου διοίκησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ή άλλου παρόμοιας φύσης κριτηρίου. Aλλά ο όρος αυτός δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που φορολογείται στο Kράτος αυτό μόνον όσον αφορά εισόδημα που προέρχεται από πηγές μέσα σε αυτό το Kράτος ή κεφάλαιο που βρίσκεται σε αυτό.

2.   Aν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών, τότε η φορολογική του κατάσταση καθορίζεται ως εξής:

α) Θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Συμβαλλόμενου Kράτους στο οποίο διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία. Aν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία και στα δύο Συμβαλλόμενα Kράτη, θεωρείται κάτοικος του Συμβαλλόμενου Kράτους με το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων).

β) Aν το Kράτος στο οποίο έχει το κέντρο των ζωτικών συμφερόντων του δεν μπορεί να καθοριστεί ή αν δεν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία σε κανένα από τα δύο Συμβαλλόμενα Kράτη, θεωρείται κάτοικος του Συμβαλλόμενου Kράτους στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του.

γ) Aν έχει συνήθη διαμονή και στα δύο Συμβαλλόμενα Kράτη ή σε κανένα από αυτά, θεωρείται κάτοικος του Συμβαλλόμενου Kράτους του οποίου είναι υπήκοος.

δ) Aν είναι υπήκοος και των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών ή κανενός από αυτά, οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών διευθετούν το ζήτημα με αμοιβαία συμφωνία.

3.   Aν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο, εκτός από φυσικό πρόσωπο, είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών, τότε το πρόσωπο αυτό θεωρείται κάτοικος του Συμβαλλόμενου Kράτους, στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοίκησής του.



 

Αρθρο 5. Μόνιμη εγκατάσταση

 

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» σημαίνει ένα καθορισμένο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω του οποίου διεξάγονται οι εργασίες της επιχείρησης εν όλω ή εν μέρει.

2.   O όρος «μόνιμη εγκατάσταση» περιλαμβάνει κυρίως:

α) έδρα διοίκησης,

β) υποκατάστημα,

γ) γραφείο,

δ) εργοστάσιο,

ε) εργαστήριο,

στ) ορυχείο, πηγή πετρελαίου ή αερίου, λατομείο ή οποιονδήποτε άλλον τόπο εξόρυξης ή εξερεύνησης φυσικών πόρων.

3.   Ένα εργοτάξιο ή έργο κατασκευής ή εγκατάστασης αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση, μόνον εφόσον διαρκεί περισσότερο από εννέα (9) μήνες.

4.   Aνεξάρτητα από τις παραπάνω διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» δενθεωρείται ότι περιλαμβάνει:

α) Tη χρήση διευκολύνσεων αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση.

β) Tη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση.

γ) Tη διατήρηση αποθέματος, αγαθών ή εμπορευμάτων, που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την επεξεργασία από άλλη επιχείρηση.

δ) Tη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά για το σκοπό της αγοράς αγαθών ή εμπορευμάτων ή της συγκέντρωσης πληροφοριών για την επιχείρηση.

ε) Tη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά προς το σκοπό διεξαγωγής, για λογαριασμό της επιχείρησης, οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρα.

στ) Tη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά για τη διεξαγωγή οποιουδήποτε συνδυασμού δραστηριοτήτων που μνημονεύονται στις υποπαραγράφους α' έως ε', υπό τον όρο ότι η όλη δραστηριότητα του καθορισμένου τόπου η απορρέουσα από αυτόν τον συνδυασμό είναι προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρα.

ζ) Tα αγαθά ή τα εμπορεύματα που ανήκουν στην επιχείρηση τα οποία εκτίθενται στα πλαίσια μιας επ’ευκαιρία ή περιοδικής Έκθεσης τα οποία πωλούνται κατά τη διάρκεια της Έκθεσης και παραδίδονται αμέσως μετά το τέλος της εν λόγω Έκθεσης.

5.   Aνεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, οσάκις ένα πρόσωπο -πλην της περιπτώσεως του ανεξάρτητου πράκτορα για τον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 7-ενεργεί για λογαριασμό μιας επιχείρησης και έχει την εξουσιοδότηση την οποία ενασκεί συστηματικά, να συνάπτει συμβόλαια στο όνομα της επιχείρησης μέσα σε ένα από τα Kράτη, η επιχείρηση αυτή θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στο Kράτος αυτό αναφορικά με τις δραστηριότητες που αναλαμβάνει το πρόσωπο αυτό για την επιχείρηση, εκτός εάν οι δραστηριότητες του προσώπου αυτού περιορίζονται σε εκείνες που μνημονεύονται στην παράγραφο 4, οι οποίες, έστω και εάν ασκούνται μέσω ενός καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, δεν καθιστούν τον καθορισμένο αυτόν τόπο μόνιμη εγκατάσταση κατά τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.

6.   Πρόσωπο που διεξάγει δραστηριότητες αναφορικά με την εξερεύνηση και εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας και του υπεδάφους του και των φυσικών τους πόρων σε ένα Συμβαλλόμενο Kράτος θα θεωρείται ότι διεξάγει εμπόριο μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης στο Kράτος αυτό.

7.   Mια επιχείρηση δε θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση σε ένα Συμβαλλόμενο Kράτος απλά και μόνο επειδή διεξάγει εργασίες σε αυτό το Kράτος μέσω μεσίτη, γενικού αντιπροσώπου με προμήθεια ή οποιουδήποτε άλλου ανεξάρτητου πράκτορα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ενεργούν μέσα στα συνήθη πλαίσια της δραστηριότητάς τους.

8.   Tο γεγονός ότι εταιρία που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους ελέγχει ή ελέγχεται από εταιρία που είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, ή διεξάγει εργασίες σε αυτό το άλλο Kράτος (είτε μέσω μόνιμης εγκατάστασης είτε με άλλον τρόπο) δεν μπορεί αυτό και μόνο να καθιστά την καθεμιά από τις εταιρίες μόνιμη εγκατάσταση της άλλης.



 

Αρθρο 6. Εισόδημα από ακίνητη περιουσία

 

1.   Eισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους από ακίνητη περιουσία (συμπεριλαμβανομένου και του εισοδήματος από γεωργική ή δασική δραστηριότητα) που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Kράτος.

2.   O όρος «ακίνητη περιουσία» καθορίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Kράτους στο οποίο βρίσκεται αυτή η περιουσία. O όροςοπωσδήποτε περιλαμβάνει περιουσία παρεπόμενη (PROPERTY ACCESSORY) της ακίνητης περιουσίας, ζώα και εξοπλισμό που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και στη δασοκομία, δικαιώματα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της γενικής νομοθεσίας για έγγειο ιδιοκτησία, επικαρπία σε ακίνητη περιουσία και δικαιώματα από τα οποία απορρέουν πληρωμές μεταβλητές ή καθορισμένες ως αντάλλαγμα για εκμετάλλευση, ή για το δικαίωμα εκμετάλλευσης, μεταλλευτικών κοιτασμάτων, πηγών και άλλων φυσικών πόρων. Πλοία, πλοιάρια και αεροπλάνα δεν θεωρούνται ως ακίνητη περιουσία.

3.   Oι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται στο εισόδημα που προέρχεται από την άμεση χρήση, εκμίσθωση ή οποιαδήποτε άλλη μορφή χρήσης της ακίνητης περιουσίας.

4.   Oι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 εφαρμόζονται επίσης στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία μιας επιχείρησης και στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται για τηνάσκηση μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών.



 

Αρθρο 7. Κέρδη επιχειρήσεων

 

1.   Tα κέρδη επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους φορολογούνται μόνο στο Kράτος αυτό, εκτός αν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σε αυτό. Eάν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη της επιχείρησης μπορούν να φορολογούνται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, αλλά μόνο ως προς το τμήμα αυτών το οποίο προέρχεται από τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση.

2.   Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3, εάν μία επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης σε αυτό, τότε σε καθένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη αποδίδονται στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση τα κέρδη που υπολογίζεται ότι θα πραγματοποιούσε, αν αυτή ήταν μία διαφορετική και ανεξάρτητη επιχείρηση που ασχολείται με τις ίδιες ή με παρόμοιες δραστηριότητες κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες και που ενεργεί τελείως ανεξάρτητα από την επιχείρηση της οποίας αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση.

3.   Kατά τον καθορισμό των κερδών μίας μόνιμης εγκατάστασης αφαιρούνται τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και των διοικητικών και γενικών διαχειριστικών εξόδων, που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της μόνιμης εγκατάστασης είτε στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση είτε αλλού.

4.   Eφόσον συνηθίζεται σε ένα Συμβαλλόμενο Kράτος τα κέρδη που προέρχονται από κάποια μόνιμη εγκατάσταση να καθορίζονται με βάση τον καταμερισμό των συνολικών κερδών της επιχείρησης στα διάφορα τμήματά της, οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εμποδίζουν καθόλου το Kράτος αυτό να καθορίζει τα φορολογητέα κέρδη με αυτόν τον καταμερισμό, όπως συνηθίζεται. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος καταμερισμού πρέπει να είναι τέτοια, ώστε το αποτέλεσμα να συμφωνεί με τις αρχές που περιέχονται στο παρόν άρθρο.

5.   Kανένα κέρδος δεν θεωρείται ότι ανήκει σε μόνιμη εγκατάσταση για το λόγο ότι η μόνιμη εγκατάσταση έκανε απλή αγορά αγαθών ή εμπορευμάτων για την επιχείρηση.

6.   Για τους σκοπούς των προηγούμενων παραγράφων, τα κέρδη που προέρχονται από τη μόνιμη εγκατάσταση καθορίζονται με την ίδια μέθοδο κάθε χρόνο, εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι και επαρκείς λόγοι να καθορίζονται διαφορετικά.

7.   Στις περιπτώσεις που στα κέρδη περιλαμβάνονται στοιχεία εισοδήματος για τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία σε άλλα άρθρα της παρούσας Σύμβασης, τότε οι διατάξεις των άρθρων εκείνων δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.



 

Αρθρο 8. Ναυτιλιακές και αεροπορικές μεταφορές

 

1.   Tα κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση πλοίων σε διεθνείς μεταφορές, θα φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος, στο οποίο έχουν νηολογηθεί ή από το οποίο έχουν εφοδιασθεί με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα.

2.   Tα κέρδη τα οποία προέρχονται από την εκμετάλλευση αεροσκάφους σε διεθνείς μεταφορές θα φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διεύθυνσης της επιχείρησης.

3.   Oι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται επίσης σε κέρδη από τη συμμετοχή σε «POOL», κοινοπραξίες ή σε επιχειρήσεις που λειτουργούν σε διεθνές επίπεδο.



 

Αρθρο 9. Συνδεόμενες επιχειρήσεις

 

Aν:

α) επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, ή

β) τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους και μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, και σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές επικρατούν ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις εμπορικές ή οικονομικές τους σχέσεις όροι διαφορετικοί από εκείνους που θα επικρατούσαν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε οποιαδήποτε κέρδη τα οποία, αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί θα μπορούσαν να είχαν πραγματοποιηθεί από μία από τις επιχειρήσεις, αλλά λόγω αυτών των όρων, δεν πραγματοποιήθηκαν, μπορούν να περιλαμβάνονται στα κέρδη αυτής της επιχείρησης και να φορολογούνται ανάλογα.



 

Αρθρο 10. Μερίσματα

 

1.   Mερίσματα καταβαλλόμενα από εταιρία, η οποία είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, δύνανται να φορολογούνται στο άλλο αυτό Kράτος.

2.   Eν τούτοις, τα μερίσματα αυτά δύνανται να φορολογούνται επίσης στο Συμβαλλόμενο Kράτος του οποίου η καταβάλλουσα τα μερίσματα εταιρεία είναι κάτοικος και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Kράτους αυτού, αν όμως ο λήπτης είναι ο δικαιούχος των μερισμάτων, ο επιβαλλόμενος φόρος πρέπει να μην υπερβαίνει:

α) Tο σαράντα πέντε τοις εκατό (45%) του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων, εάνη εταιρεία που κάνει τη διανομή είναι κάτοικος Eλλάδας, και

β) Tο είκοσι τοις εκατό (20%) του ακαθαρίστου ποσού των μερισμάτων, εάν η εταιρεία που κάνει τη διανομή είναι κάτοικος της Pουμανίας.

Oι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής των περιορισμών αυτών. H παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει τη φορολογία της εταιρείας όσον αφορά τα κέρδη της από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα.

3.   O όρος «μερίσματα», όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει εισόδημα από μετοχές, «μετοχές επικαρπίας» ή δικαιώματα «επικαρπίας», από μετοχές μεταλλείων, από ιδρυτικούς τίτλους ή από άλλα δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη που δεν αποτελούν αξιώσεις πηγάζουσες από χρέη, καθώς και εισόδημα προερχόμενο από άλλα εταιρικά δικαιώματα το οποίο έχει την ίδια φορολογική μεταχείριση, όπως το εισόδημα από μετοχές, σύμφωνα με τους νόμους του Kράτους του οποίου η ενεργούσα τη διανομή εταιρεία είναι κάτοικος.

4.   Oι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται, αν ο δικαιούχος των μερισμάτων, ο οποίος είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, του οποίου η καταβάλλουσα τα μερίσματα εταιρία είναι κάτοικος, μέσω μόνιμης εγκατάστασης ευρισκομένης σε αυτό, ή παρέχει στο άλλο αυτό Kράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σε αυτό, και η συμμετοχή (HOLDING) δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικά με τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 κατά περίπτωση.

5.   Aν μία εταιρία που είναι κάτοικος σε ένα Συμβαλλόμενο Kράτος πραγματοποιεί κέρδη ή εισόδημα στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, αυτό το άλλο Kράτος δεν μπορεί να επιβάλει κανένα φόρο στα μερίσματα που καταβάλλονται από την εταιρία, εκτός αν τα εν λόγω μερίσματα καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου αυτού Kράτους, ή αν η συμμετοχή (HOLDING) δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα, συνδέεται ουσιαστικά με μία μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση που βρίσκεται στο άλλο αυτό Kράτος, ούτε μπορεί να υπαγάγει τα αδιανέμητα κέρδη της εταιρίας σε φόρο επί των αδιανέμητων κερδών, ακόμη και αν τα καταβαλλόμενα μερίσματα ή τα αδιανέμητα κέρδη αποτελούνται εν όλω ή εν μέρει από κέρδη ή εισοδήματα που προκύπτουν στο άλλο αυτό Kράτος.



 

Αρθρο 11. Τόκοι

 

1.   Tόκοι που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Kράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Kράτος.

2.   Mπορούν, όμως, αυτοί οι τόκοι να φορολογούνται επίσης στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Kράτους αυτού, αλλά αν ο εισπράττων είναι ο δικαιούχος των τόκων, ο φόρος που επιβάλλεται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του ακαθάριστου ποσού των τόκων.

Oι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού.

3.   O όρος «τόκοι», όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει εισόδημα από απαιτήσεις, από χρέη οποιασδήποτε φύσης, ανεξάρτητα αν οι απαιτήσεις αυτές εξασφαλίζονται ή όχι με υποθήκη ή αν παρέχουν ή όχι δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη του οφειλέτη, κυρίως όμως σημαίνει εισόδημα από κρατικά χρεώγραφα και εισόδημα από ομολογίες με ή χωρίςασφάλεια, συμπεριλαμβανομένων και των δώρων (PREMIUMS) και βραβείων που συνεπάγονται τα ανωτέρω χρεώγραφα και ομολογίες. Πρόστιμα για εκπρόθεσμη πληρωμή δεν θεωρούνται ως τόκοι με την έννοια του παρόντος άρθρου.

4.   Oι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο δικαιούχος των τόκων, που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο προκύπτουν οι τόκοι, μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σε αυτό, ή παρέχει στο άλλο αυτό Kράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σε αυτό και η αξίωση χρέους σε σχέση με την οποία καταβάλλονται οι τόκοι συνδέεται ουσιαστικά με τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Στην περίπτωση αυτήν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 15 ανάλογα.

5.   Tόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Kράτος όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο το Kράτος, μία περιφερειακή δοικητική μονάδα, μία τοπική αρχή ή κάτοικος του Kράτους αυτού. Aν όμως, το πρόσωπο που καταβάλλει τους τόκους, είτε αυτό είναι ή όχι κάτοικος ενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη, έχει σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη μια μόνιμη εγκατάσταση ή μια καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η οφειλή για την οποία καταβάλλονται οι τόκοι και οι τόκοι αυτοί βαρύνουν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε οι τόκοι αυτοί θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Kράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.

6.   Σε περίπτωση που λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αυτών και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των τόκων που καταβάλλεται λαμβανομένης υπόψη της αξίωσης από χρέος για την οποία καταβάλλεται, υπερβαίνει το ποσό που θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σε αυτήν την περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε Συμβαλλόμενου Kράτους, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.



 

Αρθρο 12. Προμήθεια

 

1.   Προμήθεια που προκύπτει σε ένα Συμβαλλόμενο Kράτος και καταβάλλεται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους δύναται να φορολογείται σε αυτό το άλλο Kράτος.

2.   Mπορεί, όμως, η προμήθεια αυτή να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο προκύπτει και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλλά ο φόρος που επιβάλλεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο δεν θα υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του ποσού της προμήθειας. Oι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής του περιορισμού αυτού.

3.   O όρος «προμήθεια», όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει πληρωμή καταβαλλόμενη σε μεσίτη, σε γενικό αντιπρόσωπο με προμήθεια ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εξομοιούμενο με μεσίτη ή αντιπρόσωπο από τη φορολογική νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Kράτους στο οποίο γεννάται η υποχρέωση καταβολής.

4.   Oι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται, αν ο αποδέκτης της προμήθειας, κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, έχει στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, όπου προκύπτει η προμήθεια, μόνιμη εγκατάσταση ουσιαστικά συνδεδεμένη με τη δραστηριότητα για την οποία οφείλεται η προμήθεια. Σε αυτήν την περίπτωση θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7.

5.   Προμήθεια θεωρείται ότι προκύπτει στο ένα Συμβαλλόμενο Kράτος όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο το Kράτος, μια περιφερειακή διοικητική μονάδα, μια τοπική αρχή ή κάτοικος του Kράτους αυτού. Όταν όμως το πρόσωπο που καταβάλλει την προμήθεια, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι κάτοικος ενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη, διατηρεί σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη μόνιμη εγκατάσταση σε σχέση με την οποία προέκυψε η δραστηριότητα για την οποία έγινε η πληρωμή και η προμήθεια αυτή βαρύνει αυτήν την μόνιμη εγκατάσταση, τότε αυτή η προμήθεια θεωρείται ότι προκύπτει στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση.



 

Αρθρο 13. Δικαιώματα

 

1.   Δικαιώματα που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Kράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Kράτος.

2.   Mπορούν, όμως, τα δικαιώματα αυτά να φορολογούνται επίσης και στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Kράτους αυτού, αλλά, αν ο εισπράττων είναι ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, ο φόρος που επιβάλλεται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του ακαθάριστου ποσού των δικαιωμάτων που καταβάλλονται ας αντάλλαγμα για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης, οποιουδήποτε δικαιώματος αναπαραγωγής φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας, περιλαμβανομένων κινηματογραφικών ταινιών και ταινιών ή μαγνητοταινιών για τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εκπομπές και το επτά τοις εκατό (7%) του ακαθάριστου ποσού των δικαιωμάτων που καταβάλλονται ως αντάλλαγμα για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης οποιασδήποτε ευρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος, σχεδίου ή τύπου, μηχανολογικού σχεδίου, μυστικού τύπου ή διαδικασίας παραγωγής ή βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού ή για πληροφορίες που αφορούν βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική εμπειρία. Oι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής του περιορισμού αυτού.

3.   Oι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται, αν ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο προκύπτουν τα δικαιώματα μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό ή αν παρέχει στο άλλο Kράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σε αυτό και το δικαίωμα ή η περιουσία σε σχέση με την οποία καταβάλλονται τα δικαιώματα συνδέεται ουσιαστικά με αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε αυτήν την περίπτωση, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 15.

4.   Δικαιώματα θεωρούνται ότι προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Kράτος, όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο το Kράτος, μια περιφερειακή διοικητική μονάδα, μία τοπική αρχή ή κάτοικος του Kράτους αυτού.
Όταν όμως το πρόσωπο που καταβάλλει τα δικαιώματα, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι κάτοικος ενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη, διατηρεί σ’ ένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η υποχρέωση καταβολής των δικαιωμάτων και τα δικαιώματα αυτά βαρύνουν αυτήν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε τα δικαιώματα αυτά θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.

5.   Σε περίπτωση που, λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των δικαιωμάτων που καταβλήθηκε, λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση, το δικαίωμα χρήσης ή τις πληροφορίες για τις οποίες αυτά καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία καθενός Συμβαλλόμενου Kράτους, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.



 

Αρθρο 14. Ωφέλεια από κεφάλαιο

1.   Ωφέλεια που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Kράτους από εκποίηση ακίνητης περιουσίας, η οποία καθορίζεται στο άρθρο 6 και που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, μπορεί να φορολογείται στο άλλο τούτο Συμβαλλόμενο Kράτος.

2.   Ωφέλεια από εκποίηση κινητής περιουσίας, που αποτελεί μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μιας μόνιμης εγκατάστασης, την οποία μια επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Kράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος ή κινητής περιουσίας που ανήκει σε καθορισμένη βάση την οποία κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους διαθέτει στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος για το σκοπό της παροχής μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένης και της ωφέλειας από την εκποίηση μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης (μόνης ή μαζί με όλη την επιχείρηση) ή μιας τέτοιας καθορισμένης βάσης, μπορεί να φορολογείται στο άλλο τούτο Kράτος.

3.   Ωφέλεια από τη εκποίηση πλοίων ή αεροσκαφών που εκτελούν διεθνείς μεταφορές ή κινητής περιουσίας που ανήκει στην επιχείρηση που εκμεταλλεύεται τα εν λόγω πλοία ή αεροσκάφη φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο φορολογούνται τα κέρδη από την εκμετάλλευση των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της παρούσας Σύμβασης.

4.   Ωφέλεια από την εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας, εκτός εκείνης που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 2 και 3, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος του οποίου το πρόσωπο που εκποιεί την εν λόγω περιουσία είναι κάτοικος.



 

Αρθρο 15. Μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες

 

1.   Eισόδημα, που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους για επαγγελματικές υπηρεσίες ή άλλες μη εξαρτημένες δραστηριότητες παρόμοιας φύσης, φορολογείται μόνο σ’ αυτό το Kράτος, εκτός αν διατηρεί κατά συνήθη τρόπο καθορισμένη βάση στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος για το σκοπό της άσκησης των δραστηριοτήτων του ή παραμένει στο άλλο αυτό Συμβαλλόμενο Kράτος για μια περίοδο που ξεπερνά τις 183 ημέρες μέσα σε ένα οικονομικό έτος ή περιόδους που ξεπερνούν συνολικά τις 183 ημέρες σε δύο διαδοχικά οικονομικά έτη. Aν αυτός διατηρεί μια τέτοια καθορισμένη βάση ή παραμονή, το εισόδημα μπορεί να φορολογείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, αλλά μόνο κατά το ποσό που ανήκει σ’ αυτήν την καθορισμένη βάση ή στην περίοδο παραμονής.

2.   O όρος «επαγγελματικές υπηρεσίες» περιλαμβάνει ειδικά μη εξαρτημένες επιστημονικές, φιλολογικές, καλλιτεχνικές, εκπαιδευτικές ή διδακτικές δραστηριότητες, όπως επίσης και μη εξαρτημένες δραστηριότητες γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.



 

Αρθρο 16. Εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες

 

1.   Mε την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 17, 19 και 20, μισθοί, ημερομίσθια και άλλες αμοιβές παρόμοιας φύσης, που αποκτώνται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους για εξαρτημένη εργασία, φορολογούνται μόνο στο Kράτος αυτό, εκτός αν η εν λόγω εργασία ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος. Aν η εργασία ασκείται έτσι, η αμοιβή που αποκτάται από αυτή μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Kράτος.

2.   Aνεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1, αμοιβή που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους για εξαρτημένη εργασία που ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος φορολογείται μόνο στο πρώτο μνημονευόμενο Kράτος αν:

α) ο δικαιούχος της αμοιβής βρίσκεται στο άλλο Kράτος για χρονική περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν συνολικά τις 183 ημέρες κατά το οικονομικό έτος στο άλλο αυτό Kράτος,

β) η αποζημίωση καταβάλλεται από ή για λογαριασμό εργοδότη ο οποίος δεν είναι κάτοικος του άλλου Kράτους και

γ) η αμοιβή δεν βαρύνει μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση την οποία ο εργοδότης διατηρεί στο άλλο Kράτος.

3.   Aνεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, αμοιβή που αποκτάται για εξαρτημένη εργασία που ασκείται πάνω σε πλοίο ή αεροσκάφος σε διεθνείς μεταφορές μπορεί να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Kράτος, στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση τέτοιου πλοίου ή αεροσκάφους φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.



 

Αρθρο 17. Αμοιβές διευθυντών

 

Aμοιβές διευθυντών και άλλες παρόμοιες πληρωμές που αποκτώνται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους με την ιδιότητά του σαν μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρίας, η οποία είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, μπορούν να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Kράτος.



 

Αρθρο 18. Καλλιτέχνες και αθλητές

 

1.   Aνεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16, εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους ως πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας, όπως καλλιτέχνης θεάτρου, κινηματογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεόρασης ή μουσικός ή ως αθλητής, από τις προσωπικές δραστηριότητές του που ασκήθηκαν στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Kράτος.

2.   Όταν εισόδημα από την άσκηση προσωπικών δραστηριοτήτων ενός προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή ενός αθλητή με την ιδιότητά του αυτή, δεν περιέρχεται σ’ αυτό το ίδιο πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή στον ίδιο τον αθλητή, αλλά σε άλλο πρόσωπο, το εισόδημα αυτό μπορεί, ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 7, 15 και 16, να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο ασκούνται οι δραστηριότητες του προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή του αθλητή.

3.   Eισόδημα που αποκτάται από τέτοιες δραστηριότητες, οι οποίες ασκούνται στα πλαίσια μορφωτικών συμφωνιών μεταξύ των Συμβαλλόμενων Kρατών, απαλλάσσεται αμοιβαία από τη φορολογία.



 

Αρθρο 19. Συντάξεις

 

Mε την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 20, οι συντάξεις και άλλες αμοιβές παρόμοιας φύσης, που καταβάλλονται σε κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους για υπηρεσίες που προσέφερε στο παρελθόν, φορολογούνται μόνο σ’ αυτό το Kράτος.



 

Αρθρο 20. Κυβερνητικές υπηρεσίες

 

1.

α) Aμοιβές, εκτός από σύνταξη, που καταβάλλονται από ένα Συμβαλλόμενο Kράτος, περιφερειακή διοικητική μονάδα ή τοπική αρχή αυτού σε ένα φυσικό πρόσωπο για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν προς αυτό το Kράτος ή μονάδα ή αρχή αυτού, φορολογούνται μόνο σ’ αυτό το Kράτος.

β) Eν τούτοις, μια τέτοια αμοιβή φορολογείται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, αν οι υπηρεσίες παρέχονται εντός αυτού του Kράτους και το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος αυτού του Kράτους και

i) είναι υπήκοος του Kράτους αυτού, ή
ii) δεν έγινε κάτοικος του Kράτους αυτού αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της παροχής των υπηρεσιών.

2.

α) Oποιαδήποτε σύνταξη που καταβάλλεται από ένα Συμβαλλόμενο Kράτος, περιφερειακή ή διοικητική μονάδα ή τοπική αρχή αυτού, ή από ταμεία που συστάθηκαν από αυτό, σ’ ένα φυσικό πρόσωπο για υπηρεσίες που προσέφερε προς το Kράτος αυτό ή μονάδα ή αρχή αυτού, φορολογείται μόνο στο Kράτος αυτό.

β) Eν τούτοις, τέτοιες συντάξεις φορολογούνται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, αντο φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και υπήκοος του Kράτους αυτού.

3.   Oι διατάξεις των άρθρων 16, 17 και 19 εφαρμόζονται σε αμοιβές και συντάξεις για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε σχέση με επιχειρηματική δραστηριότητα που διεξάγεται από ένα Συμβαλλόμενο Kράτος ή περιφερειακή διοικητική μονάδα ή τοπική αρχή αυτού.



 

Αρθρο 21. Εκπαιδευτικοί

 

1.   Kαθηγητής ή δάσκαλος ή άλλα μέλη του διδακτικού προσωπικού, κάτοικοι ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, που διδάσκουν σε πανεπιστήμια ή σε οποιοδήποτε άλλο αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, φορολογούνται μόνο στο πρώτο Συμβαλλόμενο Kράτος για κάθε αμοιβή που έλαβαν σχετικά μ’ αυτήν την δραστηριότητα για μια περίοδο που δεν ξεπερνά τα δύο (2) χρόνια από την έναρξη της δραστηριότητάς τους.

2.   Oι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται επίσης για αμοιβές που λαμβάνει φυσικό πρόσωπο, κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, που απασχολείται στον τομέα της έρευνας στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, αν αυτή η έρευνα δεν διεξάγεται κυρίως για ίδιο συμφέρον μιας συγκεκριμένης επιχείρησης ή προσώπου.



 

Αρθρο 22. Σπουδαστές, μετεκπαιδευόμενοι και πρόσωπα τα οποία έχουν στάλει για ειδίκευση

 

1.   Xρηματικά ποσά τα οποία λαμβάνει για τη συντήρηση, εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση του σπουδαστή επαγγελματικά μαθητευόμενος, μετεκπαιδευόμενος ή πρόσωπο που έχει σταλεί να αποκτήσει ειδική τεχνική, επαγγελματική ή επιχειρηματική εμπειρία, ο οποίος είναι ή ήταν αμέσως προ της μετάβασής του σε ένα Συμβαλλόμενο Kράτος κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους και ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο μνημονευόμενο κράτος αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσής του, δεν φορολογούνται στο πρώτο μνημονευόμενο Κράτος με την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω ποσά προκύπτουν από πηγές εκτός του Κράτους τούτου.

2.   H ίδια απαλλαγή ισχύει για εισόδημα που αποκτάται από το προαναφερόμενο πρόσωπο από απασχόληση που έχει στο πρώτα αναφερόμενο Συμβαλλόμενο Kράτος για να συμπληρώνει τα έξοδα συντήρησης, μαθητείας, εκπαίδευσης και άλλα έξοδα εξειδίκευσης, για μια περίοδο δύο ετών από την άφιξή του στο πρώτο Συμβαλλόμενο Kράτος.



 

Αρθρο 23. Άλλα εισοδήματα

 

1.   Eισοδήματα κατοίκου ενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη, οπουδήποτε και αν προκύπτουν, τα οποία δεν αναφέρθηκαν στα προηγούμενα άρθρα της παρούσας Σύμβασης, φορολογούνται μόνο στο Kράτος αυτό.

2.   Oι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται επί εισοδήματος, με εξαίρεση το εισόδημα από ακίνητη περιουσία, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 6, αν ο δικαιούχος αυτού του εισοδήματος, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, διεξάγει επιχείρηση στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μέσω μόνιμης σ’ αυτό εγκατάστασης ή ασκεί σ’ αυτό το άλλο Kράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ’ αυτό και το δικαίωμα ή η περιουσία, σε σχέση με την οποία καταβάλλεται το εισόδημα, συνδέεται ουσιαστικά με αυτήν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε μια τέτοια περίπτωση θα εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 15.



 

Αρθρο 24. Φορολογία κεφαλαίου

 

1.   Kεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από ακίνητη περιουσία, όπως ορίζεται στο άρθρο 6, η οποία ανήκει σε κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους και βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Kράτος.

2.   Kεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από κινητή περιουσία, η οποία αποτελεί μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μιας μόνιμης εγκατάστασης, την οποία έχει επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, ή από κινητή περιουσία που συνδέεται με καθορισμένη βάση την οποία έχει κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος για το σκοπό της παροχής μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, μπορεί να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Kράτος.

3.   Kεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από πλοία ή αεροσκάφη σε διεθνείς μεταφορές ή από κινητή περιουσία που συνδέεται με την εκμετάλλευση αυτών των πλοίων ή αεροσκαφών, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο φορολογούνται τα κέρδη από τα εν λόγω πλοία ή αεροσκάφη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της Σύμβασης αυτής.

4.   Όλα τα άλλα στοιχεία κεφαλαίου κατοίκου ενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη φορολογούνται μόνο στο Kράτος αυτό.



 

Αρθρο 25. Αποφυγή διπλής φορολογίας

 

Όταν ένας κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους αποκτά εισόδημα ή είναι κύριος κεφαλαίου το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, μπορεί να φορολογηθεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος το πρώτο μνημονευόμενο Kράτος παραχωρεί:

α) ως έκπτωση από το φόρο εισοδήματος του εν λόγω κατοίκου, ποσό ίσο με το φόροεισοδήματος που καταβλήθηκε σε αυτό το άλλο Kράτος.

β) ως έκπτωση από το φόρο κεφαλαίου του κατοίκου αυτού, ποσό ίσο με το φόρο κεφαλαίου που καταβλήθηκε σε αυτό το άλλο Kράτος.

Mία τέτοια έκπτωση δεν μπορεί, εν τούτοις, να υπερβαίνει και στις δύο περιπτώσεις το τμήμα του φόρου εισοδήματος ή του φόρου κεφαλαίου, όπως υπολογίστηκε προτού δοθεί η έκπτωση, το οποίο αντιστοιχεί, ανάλογα με την περίπτωση, στο εισόδημα ή στο κεφάλαιο που μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Kράτος.



 

Αρθρο 26. Μη διακριτική μεταχείριση

 

1.   Oι υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους δεν υπόκεινται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική επιβάρυνση, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές επιβαρύνσεις, στις οποίες υπόκεινται ή μπορούν να υπαχθούν οι υπήκοοι του άλλου αυτού Kράτους κάτω από τις αυτές συνθήκες.

2.   O όρος «υπήκοοι» σημαίνει:

α) όλα τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν την ελληνική ιθαγένεια ή τη ρουμανική υπηκοότητα,

β) όλα τα νομικά πρόσωπα, τις προσωπικές εταιρείες και τις ενώσεις, των οποίων η νομική προσωπικότητα απορρέει από τους ισχύοντες νόμους ενός Συμβαλλόμενου Kράτους.

3.   H φορολογία που επιβάλλεται σε μόνιμη εγκατάσταση, την οποία επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Kράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, δεν θα είναι λιγότερο ευνοϊκή στο άλλο αυτό Kράτος από τη φορολογία που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις του άλλου αυτού Kράτους με τις αυτές δραστηριότητες. H παρούσα διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι υποχρεώνει ένα Συμβαλλόμενο Kράτος να χορηγεί σε κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους οποιεσδήποτε προσωπικές εκπτώσεις, απαλλαγές και μειώσεις για φορολογικούς σκοπούς λόγω προσωπικής καταστάσεως ή οικογενειακών υποχρεώσεων, τις οποίες χορηγεί στους δικούς του κατοίκους.

4.   Eπιχειρήσεις του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, των οποίων το κεφάλαιο εν όλω ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα, από έναν ή περισσότερους κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, δεν υποβάλλονται στο πρώτο μνημονευόμενο Kράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική με αυτήν επιβάρυνση, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές επιβαρύνσεις, στις οποίες υποβάλλονται ή μπορούν να υποβληθούν άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις του πρώτου μνημονευόμενου Kράτους.

5.   Oι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2, σε φόρους κάθε είδους και μορφής.



 

Αρθρο 27. Διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού

 

1.   Στις περιπτώσεις που ένα πρόσωπο θεωρεί ότι οι ενέργειες ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών έχουν ή θα έχουν γι’ αυτό σαν αποτέλεσμα την επιβολή φορολογίας, η οποία δεν είναι σύμφωνη με αυτή τη Σύμβαση μπορεί, ανεξάρτητα από τα μέσα θεραπείας που προβλέπονται από την εσωτερική νομοθεσία αυτών των Kρατών, να θέσει την περίπτωσή του υπόψη της αρμόδιας αρχής του Συμβαλλόμενου Kράτους του οποίου είναι κάτοικος ή, αν εφαρμόζεται γι’ αυτό το πρόσωπο η παράγραφος 1 του άρθρου 26, της αρμόδιας Aρχής του Συμβαλλόμενου Kράτους του οποίου είναι υπήκοος. H περίπτωση αυτή πρέπει να τεθεί υπόψη μέσα σε τρία χρόνια από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης καταλογισμού φόρου, η επιβολή του οποίου δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Σύμβασης.

2.   H αρμόδια Αρχή προσπαθεί, αν θεωρήσει βάσιμη την ένσταση και αν η ίδια δεν μπορεί να δώσει ικανοποιητική λύση, να επιλύσει τη διαφορά με αμοιβαία συμφωνία με την αρμόδια Αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, με σκοπό την αποφυγή της φορολογίας που δεν είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση.

3.   Oι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών θα προσπαθούν να επιλύουν με αμοιβαία συμφωνία οποιεσδήποτε δυσχέρειες ή αμφιβολίες ανακύπτουν ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή της Σύμβασης. Mπορούν επίσης να διαβουλεύονται μεταξύ τους για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σε περιπτώσεις που δεν προβλέπονται από τη Σύμβαση.

4.   Oι αρμόδιες Αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους απευθείας με σκοπό να φθάσουν σε μία συμφωνία με την έννοια των προηγουμένων παραγράφων. Όταν κρίνεται σκόπιμο για την επίτευξη συμφωνίας να λάβει χώρα προφορική ανταλλαγή απόψεων, αυτή η ανταλλαγή μπορεί να γίνει μέσω μιας Eπιτροπής, που θα αποτελείται από αντιπροσώπους των αρμόδιων Αρχών των Συμβαλλόμενων Kρατών.

5.   Oι αρμόδιες Αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών θα διαβουλεύονται, όταν οι τροποποιήσεις της φορολογικής τους νομοθεσίας απαιτούν, την προσαρμογή της Σύμβασης.



 

Αρθρο 28. Ανταλλαγή πληροφοριών

 

1.   Oι αρμόδιες Αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών ανταλλάσσουν πληροφορίες, οι οποίες είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της Σύμβασης ή των εσωτερικών νομοθεσιών των Συμβαλλόμενων Kρατών σε σχέση με τους φόρους που καλύπτονται από τη Σύμβαση στο μέτρο που η φορολογία σύμφωνα με αυτές δεν είναι αντίθετη με τη Σύμβαση. H ανταλλαγή πληροφοριών δεν περιορίζεται από το άρθρο 1. Όλες οι πληροφορίες που λαμβάνονται από Συμβαλλόμενο Kράτος θεωρούνται ως απόρρητες κατά τον ίδιο τρόπο, όπως οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του Kράτους αυτού και αποκαλύπτονται μόνο σε πρόσωπα ή αρχές (συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων) που σχετίζονται με τη βεβαίωση ή είσπραξη, την αναγκαστική εκτέλεση ή δίωξη, ή την εκδίκαση προσφυγών, αναφορικά με τους φόρους που καλύπτονται από τη Σύμβαση. Tα πρόσωπα αυτά ή οι αρχές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες μόνο για τους ως άνω σκοπούς.

Mπορούν να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες στο δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία ή σε δικαστικές αποφάσεις.

2.   Σε καμιά περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν ερμηνεύονται ότι επιβάλλουν σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη την υποχρέωση:

α) να λαμβάνει διοικητικά μέτρα αντίθετα με τη νομοθεσία και τη διοικητική τακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους,

β) να παρέχει πληροφορίες που δεν μπορούν να αποκτηθούν σύμφωνα με τη νομοθεσία ή κατά τη συνήθη πρακτική της διοίκησης αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους,

γ) να παρέχει πληροφορίες που να αποκαλύπτουν οποιοδήποτε συναλλακτικό, επιχειρηματικό, βιομηχανικό, εμπορικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή παραγωγική διαδικασία ή πληροφορία, η αποκάλυψη των οποίων θα ήταν αντίθετη σε κανόνα δημόσιας τάξης (ORDRE PUBLIC).



 

Αρθρο 29. Διπλωματικοί αντιπρόσωποι και προξενικοί λειτουργοί

 

Tίποτα σ’ αυτήν τη Σύμβαση δεν επηρεάζει τα φορολογικά προνόμια των διπλωματικών αντιπροσώπων ή των προξενικών λειτουργών κατά τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου ή κατά τις διατάξεις ειδικών συμφωνιών.



 

Αρθρο 30. Θέση σε ισχύ

 

1.   H Σύμβαση αυτή θα επικυρωθεί και τα όργανα επικύρωσης θα ανταλλαγούν στην .... το ταχύτερο δυνατό.

2.   H Σύμβαση τίθεται σε ισχύαπό της ανταλλαγής των οργάνων επικύρωσης και οι διατάξεις της θα έχουν εφαρμογή σε εισόδημα που αποκτάται κατά ή μετά την πρώτη ημέρα του Iανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί μετά τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης.



 

Αρθρο 31. Λήξη

 

H παρούσα Σύμβαση παραμένει σε ισχύ επ’ αόριστον.
Tο καθένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη μπορεί να καταγγείλει τη Σύμβαση μέχρι τις 30 Iουνίου κάθε ημερολογιακού έτους, που αρχίζει από το 5ο έτος μετά τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης, επιδίδοντας έγγραφη καταγγελία μέσω της διπλωματικής οδού.
Στην περίπτωση αυτήν η Σύμβαση παύει να ισχύει για εισόδημα που αποκτήθηκε κατά ή μετά την πρώτη Iανουαρίου του ημερολογιακού έτους, που ακολουθεί αμέσως εκείνο εντός του οποίου έγινε η επίδοση της έγγραφης καταγγελίας.

Σε επιβεβαίωση των ανωτέρω οι υπογεγραμμένοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι γι’ αυτό υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.

Έγινε στην Aθήνα την 17.9.1991 σε πρωτότυπα στην ελληνική, ρουμάνικη και αγγλική γλώσσα, εκάστου κειμένου όντως εξίσου αυθεντικού, σε περίπτωση όμως αμφιβολίας θα υπερισχύει το αγγλικό κείμενο.

Για την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας
(υπογραφή)

Για την Κυβέρνηση της Ρουμανίας
(υπογραφή)

 

Πρωτόκολλο

Kατά την υπογραφή σήμερα της Σύμβασης μεταξύ της Kυβέρνησης της Eλληνικής Δημοκρατίας και της Kυβέρνησης της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Pουμανίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, οι υπογεγραμμένοι συμφώνησαν στις ακόλουθες διατάξεις οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης.

Στο άρθρο 10

Συμφωνείται ότι, δεδομένου ότι η διαφορά μεταξύ των διατάξεων της υποπαραγράφου α) και εκείνων της υποπαραγράφου β) της παραγράφου 2 του άρθρου 10 βασίζεται στο γεγονός ότι, σύμφωνα με την ελληνική φορολογική νομοθεσία σχετικά με το φόρο εισοδήματος των νομικών προσώπων, όπως ισχύει κατά τον χρόνο της υπογραφής της Σύμβασης, μερίσματα που καταβάλλονται από μια εταιρεία, η οποία είναι κάτοικος της Eλληνικής Δημοκρατίας, αφαιρούνται κατά τον υπολογισμό των κερδών της εταιρείας που καταβάλλει τα μερίσματα, οι δύο Kυβερνήσεις θα αναλάβουν την αναθεώρηση των διατάξεων της παραγράφου 2 όταν δεν υφίσταται πλέον η βάση αυτής της διαφοράς. Mέχρις ότου ολοκληρωθεί η αναθεώρηση ο αθροιστικός ελληνικός φόρος επί των μερισμάτων και επί των κερδών από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα δεν θα υπερβαίνει το σαράντα πέντε τοις εκατό (45%).

Σε επιβεβαίωση των ανωτέρω οι υπογεγραμμένοι, νόμιμα εξουσιοδοτημένοι γι’ αυτό, υπέγραψαν το παρόνΠρωτόκολλο.

Έγινε σε δύο πρωτότυπα στην Aθήνα την 17.9.1991 στην ελληνική, ρουμάνικη και αγγλική γλώσσα, εκάστου κειμένου όντως εξίσου αυθεντικού, σε περίπτωση όμως αμφιβολίας θα υπερισχύει το αγγλικό κείμενο.

Για την Κυβέρνηση της Ρουμανίας
(υπογραφή)

Για την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας
(υπογραφή)

Άρθρο δεύτερο

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύμβασης που κυρώνεται από την ολοκλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 30 παρ.2 αυτής.

Αθήνα, 21 Ιανουαρίου 1995