Λουξεμβούργο

Λουξεμβούργο

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 2319 (ΦΕΚ 19 Α/19-6-95)

Κύρωση Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, που υπο­γράφτηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 1991, της οποίας το κείμενο σε πρωτό­τυπο στην ελληνική, γαλλική και αγγλική γλώσσα έχει ως εξής :

ΣΥΜΒΑΣΗ

ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΑΤΟΥ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, επιθυμώντας να συνάψουν Σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, συμφώνησαν τα ακόλουθα:



 

Αρθρο 1. Πρόσωπα επί των οποίων εφαρμόζεται η σύμβαση

 

Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στα πρόσωπα που είναι κάτοικοι του ενός ή των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών.



 

Αρθρο 2. Φόροι που καλύπτονται

 

1.   Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στους φόρους εισοδήματος και κεφαλαί­ου, που επιβάλλονται για λογαριασμό καθενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη ή των πολιτικών τους υποδιαιρέσεων ή των τοπικών αρχών, ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιβάλλονται.

2.   Φόροι εισοδήματος και κεφαλαίου θεωρούνται όλοι οι φόροι που επιβάλλο­νται στο συνολικό εισόδημα, στο συνολικό κεφάλαιο ή σε στοιχεία του εισοδήμα­τος ή του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των φόρων που επιβάλλονται στην ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας, καθώς και των φόρων που επιβάλλονται στην υπεραξία που προκύπτει από την ανατίμη­ση του κεφαλαίου.

3.   Οι υφιστάμενοι φόροι στους οποίους εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση ειδι­κότερα είναι:

(α) Στην περίπτωση της Ελλάδος:

( i ) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου των φυσικών προσώπων,

( ii ) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου των νομικών προσώπων,

( iii ) η εισφορά για τις επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης που υπολο­γίζεται στο ακαθάριστο εισόδημα από οικοδομές (στο εξής αναφερόμενος ως «Ελληνικός φόρος»).

β) Στην περίπτωση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου:

( i ) ο φόρος εισοδήματος των φυσικών προσώπων (l' impot sur le revenu des personnes physiques),

( ii ) ο φόρος εταιρείας (l' impot sur le revenu des collectivites),

( iii ) ο φόρος επί των αμοιβών διευθυντών εταιρειών (l' impot sur le revenu des tentiemes),

( iv ) ο φόρος κεφαλαίου (l' impot sur la fontune),

(ν) ο δημοτικός φόρος επιτηδεύματος (l' impot commercial communal) (στο εξής αναφερόμενος ως «φόρος Λουξεμβούργου»).

4.   Η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται επίσης σε οποιουσδήποτε ταυτόσημους ή ου­σιωδώς παρόμοιους φόρους που επιβάλλονται μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας Σύμβασης επιπρόσθετα ή αντί των υφιστάμενων φόρων. Οι αρμό­διες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών θα γνωστοποιούν η μία στην άλλη οποια­δήποτε σημαντική μεταβολή που έχει επέλθει στην αντίστοιχη φορολογική νομο­θεσία τους.



 

Αρθρο 3. Γενικοί ορισμοί

 

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, εκτός αν ορίζει διαφορετικά το κείμενο:

α) ο όρος «Ελλάδα» περιλαμβάνει τα εδάφη της Ελληνικής Δημοκρατίας και το τμήμα της υφαλοκρηπίδας και του υπεδάφους της κάτω από τη Μεσόγειο θάλασσα, επί των οποίων η Ελληνική Δημοκρατία έχει κυριαρχικά δικαιώματα σύμ­φωνα με το διεθνές δίκαιο,

β) ο όρος «Λουξεμβούργο» σημαίνει το έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου,

γ) ο όρος «πρόσωπο» περιλαμβάνει ένα φυσικό πρόσωπο, μία εταιρεία και ο­ποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων,

δ) ο όρος «εταιρεία» σημαίνει οποιαδήποτε εταιρική μορφή κεφαλαιουχικού χαρακτήρα ή οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο το οποίο έχει την ίδια φορολογική με­ταχείριση με μία κεφαλαιουχική εταιρεία,

ε) οι όροι «επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους» και «επιχείρηση του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους» υποδηλούν αντίστοιχα την επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και την επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,

στ) ο όρος «διεθνείς μεταφορές» σημαίνει οποιαδήποτε μεταφορά από αερο­σκάφος το οποίο εκμεταλλεύεται επιχείρηση που έχει την έδρα της πραγματικής της διοίκησης σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή από πλοίο το οποίο έχει τον τόπο της νηολόγησής του σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη ή είναι εφοδιασμένο α­πό ένα Συμβαλλόμενο Κράτος με ναυτιλιακά έγγραφα, εκτός αν το πλοίο ή το αε­ροσκάφος ενεργεί μεταφορές αποκλειστικά μεταξύ τοποθεσιών του άλλου Συμ­βαλλόμενου Κράτους,

ζ) ο όρος «αρμόδια αρχή» σημαίνει:

(ι) στην Ελληνική Δημοκρατία τον Υπουργό Οικονομικών ή τον εξουσιοδο­τημένο αντιπρόσωπό του,
(ίί) στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, τον Υπουργό Οικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

2.   Όσον αφορά την εφαρμογή της Σύμβασης από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, κάθε όρος που δεν καθορίζεται σε αυτή θα έχει, εκτός αν την ορίζει διαφορετικά το κείμενο, την έννοια που έχει σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Κράτους σχετικά με τους φόρους που αποτελούν το αντικείμενο της Σύμβασης.



 

Αρθρο 4. Κάτοικος

 

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος κάτοικος του ενός Συμ­βαλλόμενου Κράτους σημαίνει το πρόσωπο που, σύμφωνα με τους νόμους αυτού του Κράτους, υπόκειται σε φορολογία σε αυτό λόγω κατοικίας ή διαμονής του ή τόπου διοίκησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ή άλλου παρόμοιας φύσης κριτηρίου. Αλλά ο όρος αυτός δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που φορολογείται στο Κράτος αυτό μόνον όσον αφορά εισόδημα που προέρχεται από πηγές μέσα σε αυτό ή κεφάλαιο που βρίσκεται σε αυτό.

2.   Αν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών, τότε η νομική του κατάσταση κα­θορίζεται ως εξής:

α) θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Κράτους στο οποίο διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία·αν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία και στα δύο Κράτη, θεωρείται κάτοικος του Κράτους με το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και οικο­νομικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων).

β) Αν το Κράτος στο οποίο έχει το κέντρο των ζωτικών συμφερόντων του δεν μπορεί να καθοριστεί ή αν δεν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία σε κανένα από τα δύο Κράτη, θεωρείται κάτοικος του Κράτους στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του.

γ) Αν έχει συνήθη διαμονή και στα δύο Κράτη ή σε κανένα από αυτά, θεωρείται κάτοικος του Κράτους του οποίου είναι υπήκοος.

δ) Αν είναι υπήκοος και των δύο Κρατών ή κανενός από αυτά, οι αρμόδιες αρ­χές των Συμβαλλόμενων Κρατών διευθετούν με αμοιβαία συμφωνία.

3.   Αν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο, εκτός από φυσικό πρόσωπο, είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών, τότε το πρόσωπο αυτό θεωρείται κάτοικος του Κράτους, στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοίκησής του.



 

Αρθρο 5. Μόνιμη εγκατάσταση

 

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» σημαίνει ένα καθορισμένο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω του οποί­ου διεξάγονται οι εργασίες της επιχείρησης εν όλω ή εν μέρει.

2.   Ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» περιλαμβάνει κυρίως:

α) έδρα διοίκησης,

β) υποκατάστημα,

γ) γραφείο,

δ) εργοστάσιο,

ε) εργαστήριο,

στ) ορυχείο, πηγή πετρελαίου ή αερίου, λατομείο ή οποιονδήποτε άλλον τόπο εξόρυξης φυσικών πόρων και

ζ) εγκατάσταση ή κατασκευή που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση φυσικών πόρων.

3.   Ένα εργοτάξιο ή έργο κατασκευής ή εγκατάστασης συνιστά μόνιμη εγκατά­σταση μόνον εάν διαρκεί περισσότερο από έξι (6) μήνες.

4.   Ανεξάρτητα των ανωτέρω διατάξεων αυτού του άρθρου, ο όρος «μόνιμη ε­γκατάσταση» δεν θεωρείται ότι περιλαμβάνει:

α) τη χρήση διευκολύνσεων αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση,

β) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επι­χείρηση αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση,

γ) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επι­χείρηση αποκλειστικά με σκοπό την επεξεργασία από άλλη επιχείρηση,

δ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων απο­κλειστικά για το σκοπό της αγοράς αγαθών ή εμπορευμάτων ή της συγκέντρωσης πληροφοριών, για την επιχείρηση,

ε) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων απο­κλειστικά με σκοπό διεξαγωγής για την επιχείρηση οποιασδήποτε άλλης δραστη­ριότητας προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρα,

στ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων απο­κλειστικά για κάθε συνδυασμό δραστηριοτήτων που αναφέρονται στις υποπαρα­γράφους α΄ έως ε' υπό τον όρο ότι η όλη δραστηριότητα του καθορισμένου τόπου των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που απορρέει από αυτόν τον συνδυασμό είναι προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρα.

5.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, όταν ένα πρόσωπο - πλην ανεξάρτητου πράκτορα στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 6-  ενεργεί για λογαριασμό μιας επιχείρησης και έχει, και συνήθως ενασκεί, σε ένα Συμβαλ­λόμενο Κράτος εξουσία για να συνάπτει συμφωνίες στο όνομα της επιχείρησης, αυτή η επιχείρηση θα θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στο Κράτος αυτό ό­σον αφορά δραστηριότητες που αναλαμβάνει το πρόσωπο αυτό για την επιχείρη­ση, εκτός αν οι δραστηριότητες αυτού του προσώπου περιορίζονται στις μνημο­νευόμενες στην παράγραφο 4 οι οποίες, αν ασκούνται μέσω ενός καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, δεν καθιστούν τον καθορισμένο αυτόν τόπο μόνιμη εγκατάσταση κατά τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.

6.   Μία επιχείρηση δεν θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση σε ένα Συμβαλ­λόμενο Κράτος απλά και μόνον επειδή διεξάγει εργασίες σε αυτό το Κράτος μέ­σω μεσίτη, γενικού αντιπροσώπου με προμήθεια ή οποιουδήποτε άλλου ανεξάρ­τητου πράκτορα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ενεργούν μέσα στα συνήθη πλαίσια της δραστηριότητάς τους.

7.   Το γεγονός ότι εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κρά­τους ελέγχει ή ελέγχεται από εταιρεία που είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλό­μενου Κράτους ή διεξάγει εργασίες σε αυτό το άλλο Κράτος (είτε μέσω μόνιμης εγκατάστασης είτε με άλλον τρόπο) δεν μπορεί (αυτό και μόνο) να καθιστά την καθεμία από τις εταιρείες μόνιμη εγκατάσταση της άλλης.



 

Αρθρο 6. Εισόδημα από ακίνητη περιουσία

 

1.   Εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, από α­κίνητη περιουσία (συμπεριλαμβανομένου και του εισοδήματος από γεωργική ή δασική δραστηριότητα), που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Ο όρος «ακίνητη περιουσία» καθορίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο βρίσκεται αυτή η περιουσία. Ο όρος οπωσδή­ποτε περιλαμβάνει περιουσία παρεπόμενη (PROPERTY ACCESSORY) της ακίνητης περιουσίας, ζώα και εξοπλισμό που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και στη δασοκομία, δικαιώματα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της γενικής νομοθε­σίας για έγγειο ιδιοκτησία, επικαρπία σε ακίνητη περιουσία και δικαιώματα τα ο­ποία παρέχουν προσόδους μεταβαλλόμενες ή σταθερές ως αντάλλαγμα για την εκμετάλλευση ή για το δικαίωμα εκμετάλλευσης, μεταλλευτικών κοιτασμάτων, πηγών και άλλων φυσικών πόρων πλοία και αεροπλάνα δεν θεωρούνται ως ακίνη­τη περιουσία.

3.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται στο εισόδημα που προέρχε­ται από την άμεση χρήση, εκμίσθωση ή οποιαδήποτε άλλη μορφή χρήσης της ακί­νητης περιουσίας.

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 εφαρμόζονται επίσης στο εισόδημα α­πό ακίνητη περιουσία μιας επιχείρησης και σε εισόδημα από ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται για την άσκηση μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών.



 

Αρθρο 7. Κέρδη επιχειρήσεων

 

1.   Τα κέρδη επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό, εκτός αν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμ­βαλλόμενο Κράτος, μέσω μίας μόνιμης εγκατάστασης σε αυτό. Εάν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες κατ' αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη της επιχείρησης μπορούν να φορολογούνται στο άλλο Κράτος, αλλά μόνο ως προς το τμήμα αυτών το οποίο προέρχεται από τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση.

2.   Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 3, εάν μία επιχείρηση του ε­νός Συμβαλλόμενου Κράτους διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης σε αυτό, τότε σε καθένα από τα Συμβαλλόμενα Κρά­τη αποδίδονται στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση τα κέρδη που υπολογίζεται ότι θα πραγματοποιούσε, αν αυτή ήταν μία χωριστή και ανεξάρτητη επιχείρηση που α­σχολείται με την ίδια ή με παρόμοια δραστηριότητα κάτω από τις ίδιες ή παρόμοι­ες συνθήκες και που συνεργάζεται τελείως ανεξάρτητα με την επιχείρηση της ο­ποίας αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση.

3.   Κατά τον καθορισμό των κερδών μίας μόνιμης εγκατάστασης αφαιρούνται τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και των διοικητικών και γενικών διαχειριστικών εξόδων, που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της μόνιμης εγκατάστασης, είτε στο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση είτε αλλού.

4.   Εφόσον συνηθίζεται σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος τα κέρδη που προέρχο­νται από κάποια μόνιμη εγκατάσταση να καθορίζονται με βάση τον καταμερισμό των συνολικών κερδών της επιχείρησης στα διάφορα τμήματά της, οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εμποδίζουν καθόλου το Κράτος αυτό να καθορίζει τα φο­ρολογητέα κέρδη με αυτόν τον καταμερισμό, όπως συνηθίζεται. Παρ' όλα αυτά, ό­μως, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος καταμερισμού πρέπει να είναι τέτοια, ώστε το αποτέλεσμα να συμφωνεί με τις αρχές που περιέχονται στο παρόν άρθρο.

5.   Κανένα κέρδος δεν θεωρείται ότι ανήκει σε μόνιμη εγκατάσταση για το λό­γο ότι η μόνιμη εγκατάσταση έκανε απλή αγορά αγαθών ή εμπορευμάτων για την επιχείρηση.

6.   Για τους σκοπούς των προηγούμενων παραγράφων, τα κέρδη που προέρχο­νται από τη μόνιμη εγκατάσταση καθορίζονται με την ίδια μέθοδο κάθε χρόνο, ε­κτός αν υπάρχουν βάσιμοι και επαρκείς λόγοι να καθορίζονται διαφορετικά.

7.   Στις περιπτώσεις που στα κέρδη περιλαμβάνονται στοιχεία εισοδήματος για τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία σε άλλα άρθρα της παρούσας Σύμβασης, τότε οι διατάξεις των άρθρων εκείνων δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.



 

Αρθρο 8. Ναυτιλιακές και αεροπορικές μεταφορές

 

1.   Κέρδη προερχόμενα από την εκμετάλλευση αεροσκαφών σε διεθνείς μετα­φορές φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η έ­δρα της πραγματικής διεύθυνσης της επιχείρησης.

2.   Κέρδη προερχόμενα από την εκμετάλλευση πλοίων σε διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο βρίσκεται ο τόπος της νηολόγησης των εν λόγω πλοίων ή από το οποίο έχουν εφοδιαστεί με ναυτιλιακά έγγραφα.

3.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται επίσης επί κερδών πραγματο­ποιούμενων από τη συμμετοχή σε «POOL», σε εκμετάλλευση κοινοπρακτικής μορφής ή σε πρακτορείο που λειτουργεί σε διεθνές επίπεδο.



 

Αρθρο 9. Συνδεόμενες επιχειρήσεις

 

1.Αν:

α) επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλό­μενου Κράτους,ή

β) τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και μίας επιχείρη­σης του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους και σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυ­τές επικρατούν ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις εμπορικές ή οι­κονομικές τους σχέσεις όροι διαφορετικοί από εκείνους που θα επικρατούσαν με­ταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε οποιαδήποτε κέρδη τα οποία, αν δεν υπήρ­χαν οι όροι αυτοί θα είχαν πραγματοποιηθεί από μία από τις επιχειρήσεις, αλλά λόγω αυτών των όρων, δεν πραγματοποιήθηκαν, μπορούν να περιλαμβάνονται στα κέρδη αυτής της επιχείρησης και να φορολογούνται ανάλογα.

2.   Αν ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη περιλαμβάνει στα κέρδη μιας επιχείρη­σης του Κράτους αυτού και φορολογεί ανάλογα κέρδη για τα οποία μία επιχείρη­ση του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους έχει φορολογηθεί στο άλλο αυτό Κράτος και τα κατ' αυτόν τον τρόπο περιληφθέντα κέρδη είναι κέρδη τα οποία θα πραγμα­τοποιούντο από την επιχείρηση του πρώτου μνημονευθέντος Κράτους εάν οι όροι που έχουν τεθεί μεταξύ των δύο επιχειρήσεων ήταν οι ίδιοι, οι οποίοι θα ετίθεντο μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε το άλλο τούτο Κράτος προσαρμόζει α­νάλογα το ποσό του φόρου, ο οποίος έχει επιβληθεί σε αυτό επί εκείνων των κερ­δών. Κατά τον καθορισμό μιας τέτοιας προσαρμογής πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι υπόλοιπες διατάξεις αυτής της Σύμβασης και οι αρμόδιες αρχές των Συμ­βαλλόμενων Κρατών συμβουλεύονται η μία την άλλη, αν παραστεί ανάγκη.



 

Αρθρο 10. Μερίσματα

 

1.   Μερίσματα που καταβάλλονται από εταιρεία η οποία είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, μπο­ρούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Όμως, τα μερίσματα αυτά μπορούν επίσης να φορολογούνται στο Συμβαλ­λόμενο Κράτος του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοι­κος και σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Κράτους, αλλά αν ο λήπτης είναι ο δικαιούχος των μερισμάτων, ο φόρος, που επιβάλλεται με αυτόν τον τρόπο, δεν πρέπει να υπερβαίνει:

α) τριάντα οκτώ τοις εκατό (38%) του ακαθαρίστου ποσού των μερισμάτων αν η εταιρεία που κάνει τη διανομή είναι κάτοικος Ελλάδας, και

β) επτάμισι τοις εκατό (7,5%) του ακαθαρίστου ποσού των μερισμάτων αν η ε­ταιρεία που κάνει τη διανομή είναι κάτοικος του Λουξεμβούργου.

Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμ­φωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτών των περιορισμών.

Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει τη φορολογία της εταιρείας σε σχέση με τα κέρδη από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα.

3.   Ο όρος «μερίσματα», όπως χρησιμοποιείται σε αυτό το άρθρο, σημαίνει το εισόδημα από μετοχές, «επικαρπίας» ή δικαιώματα «επικαρπίας», μετοχές μεταλ­λείων, ιδρυτικούς τίτλους ή άλλα δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη (κεφαλαιουχι­κής εταιρείας) τα οποία δεν αποτελούν απαιτήσεις από χρέη, καθώς και το εισό­δημα από άλλα εταιρικά δικαιώματα το οποίο έχει την ίδια φορολογική μεταχείρι­ση, όπως και το εισόδημα από μετοχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους του οποίου η εταιρεία που διενεργεί τη διανομή είναι κάτοικος.

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται, αν ο δικαιούχος των μερισμάτων, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος, μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό ή αν παρέχει σε αυτό το άλλο Κράτος, μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες α­πό καθορισμένη βάση που βρίσκεται σε αυτό και η συμμετοχή (ΗΟLDING) δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικά με αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε αυτήν την περίπτωση θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 ανάλογα με την περίπτωση.

5.   Αν μία εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους πραγ­ματοποιεί κέρδη ή αποκτά εισοδήματα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, το άλλο αυτό Κράτος δεν μπορεί να επιβάλλει κανένα φόρο στα μερίσματα που καταβάλ­λονται σε κάτοικο του άλλου αυτού Κράτους ή αν η συμμετοχή (ΗΟLDING) δυνά­μει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικά με μία μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση που βρίσκεται στο άλλο αυτό Κράτος, ούτε μπορεί να υπαγάγει τα αδιανέμητα κέρδη της εταιρείας σε φόρο επί αδιανέμητων κερδών, ακόμη και αν τα καταβαλλόμενα μερίσματα ή τα αδιανέμητα κέρδη απο­τελούνται εν όλω ή εν μέρει από κέρδη ή εισοδήματα που προκύπτουν σε αυτό το άλλο Κράτος.



 

Αρθρο 11. Τόκοι

 

1.   Τόκοι που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Μπορούν, όμως αυτοί οι τόκοι να φορολογούνται επίσης στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλλά αν ο λήπτης είναι ο δικαιούχος των τόκων, ο φόρος που επιβάλλεται κατ' αυ­τόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει το οκτώ τοις εκατό (8%) του ακαθάριστου ποσού των τόκων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών καθορίζουν με αμοι­βαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού.

3.   Ο όρος «τόκοι», όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει εισόδημα από απαιτήσεις κάθε είδους, είτε εξασφαλίζονται, είτε όχι με υποθήκη και είτε πα­ρέχουν ή όχι δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη του οφειλέτη, ιδιαίτερα δε εισόδη­μα από κρατικά χρεόγραφα και εισόδημα από ομολογίες ή χρεωστικούς τίτλους, περιλαμβανομένων των δώρων και βραβείων τα οποία συνεπάγονται παρόμοια α­ξιόγραφα και ομολογίες. Πρόστιμα για καθυστερημένη πληρωμή δεν θεωρούνται ως τόκοι σύμφωνα με την έννοια αυτού του άρθρου.

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο δικαιούχος των τόκων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει εργα­σίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν οι τόκοι μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σε αυτό ή αν παρέχει στο άλλο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση σε αυτό και η αξίωση χρέους σε σχέση με την οποία καταβάλλονται οι τόκοι συνδέεται ουσιαστικά με αυτή τη μό­νιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε αυτήν την περίπτωση θα εφαρμό­ζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 ανάλογα με την περίπτωση.

5.   Τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος όταν ο κα­ταβάλλων είναι το ίδιο το Κράτος, μία πολιτική υποδιαίρεση, μία τοπική αρχή ή κά­τοικος του Κράτους αυτού. Αν όμως, το πρόσωπο που καταβάλλει τους τόκους, είτε αυτό είναι ή όχι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, έχει σε ένα Συμβαλ­λόμενο Κράτος μία μόνιμη εγκατάσταση ή μία καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η οφειλή για την οποία καταβάλλονται οι τόκοι και οι τόκοι αυτοί βαρύνουν την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση, τότε οι τόκοι αυτοί θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκα­τάσταση ή η καθορισμένη βάση.

6.   Σε περίπτωση, που λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αυτών και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των τόκων, λαμβανόμενης υπόψη της αξίωσης από χρέος για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό που θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του οφειλέτη και του δικαιού­χου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σε αυτήν την περίπτωση, το υπερβάλ­λον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε Συμβαλ­λόμενου Κράτους, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρού­σας Σύμβασης.



 

Αρθρο 12. Δικαιώματα

 

1.   Δικαιώματα που προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλο­νται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Μπορούν, όμως, τα δικαιώματα αυτά να φορολογούνται επίσης και στο Κρά­τος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλ­λά, αν ο λήπτης είναι ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, ο φόρος που επιβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει:

α) πέντε τοις εκατό (5%) του ακαθάριστου ποσού των δικαιωμάτων, αν τα δι­καιώματα συνίστανται σε πληρωμές κάθε είδους που εισπράττονται ως αντάλλαγ­μα για τη χρήση ή τα δικαιώματα χρήσης, οποιουδήποτε δικαιώματος αναπαραγω­γής φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας, περιλαμβανομένων κινηματογραφικών ταινιών ή μαγνητοταινιών για τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εκ­πομπές.

β) επτά τοις εκατό (7%) του ακαθάριστου ποσού όλων των άλλων δικαιωμά­των.

Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμ­φωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτών των περιορισμών.

3.   Ο όρος «δικαιώματα», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο αυτό, σημαίνει πλη­ρωμές κάθε είδους που εισπράττονται ως αντάλλαγμα για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης οποιουδήποτε δικαιώματος αναπαραγωγής φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας, περιλαμβανομένων κινηματογραφικών ταινιών, ταινιών ή μαγνητοταινιών για τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εκπομπές, οποιασδήποτε ευ­ρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος, σχεδίου ή τύπου, μηχανολογικού σχεδίου, μυ­στικού τύπου ή διαδικασίας παραγωγής ή για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης, βιο­μηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού ή για πληροφορίες που αφο­ρούν βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική εμπειρία.

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται, αν ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει ερ­γασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν τα δικαιώματα μέ­σω μιας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό ή αν παρέχει στο άλλο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρί­σκεται σε αυτό και το δικαίωμα ή η περιουσία σε σχέση με την οποία καταβάλλο­νται τα δικαιώματα συνδέεται ουσιαστικά με αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση.
Σε αυτήν την περίπτωση, θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14, ανάλογα με την περίπτωση.

5.   Δικαιώματα θεωρούνται ότι προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο το Κράτος, μία πολιτική υποδιαίρεση, μία τοπική αρχή ή κάτοικος του Κράτους αυτού. Όταν όμως το πρόσωπο που καταβάλλει τα δικαι­ώματα, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διατηρεί σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η υποχρέωση καταβολής των δικαιωμάτων και αυτά τα δικαιώματα βαρύνουν αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε, τα εν λόγω δικαιώματα θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση η η καθορισμένη βάση.

6.   Σε περίπτωση που, λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των δικαιωμάτων που καταβλήθηκε, λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση, το δικαίωμα χρή­σης ή τις πληροφορίες για τις οποίες αυτά καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ελλεί­ψει μίας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σε αυτήν την περίπτωση, το υπερβάλλον μέ­ρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία καθενός Συμβαλλό­μενου Κράτους, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμ­βασης.



 

Αρθρο 13. Ωφέλεια από κεφάλαιο

 

1.   Ωφέλεια που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από την εκποίηση ακινήτου περιουσίας, που καθορίζεται στο άρθρο 6 και ευρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Ωφέλεια από την εκποίηση κινητής περιουσίας που αποτελεί μέρος της ε­παγγελματικής περιουσίας μίας μόνιμης εγκατάστασης που διατηρεί μία επιχείρη­ση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή κινητής πε­ριουσίας που ανήκει σε καθορισμένη βάση την οποία κάτοικος του Συμβαλλόμε­νου Κράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για το σκοπό της άσκησης μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένης της ωφέλειας από την εκποίηση μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης (μόνης ή μαζί με όλη την επιχεί­ρηση) ή μιας τέτοιας καθορισμένης βάσης, μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυ­τό Κράτος.

3.   Ωφέλεια από την εκποίηση πλοίων ή αεροσκαφών, που εκτελούν διεθνείς μεταφορές ή κινητής περιουσίας, που ανήκει στην επιχείρηση που εκμεταλλεύε­ται αυτά τα πλοία ή αεροσκάφη, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της Σύμβασης αυτής.

4.   Ωφέλεια από την εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας εκτός από εκείνη που αναφέρεται στις παραγράφουw 1, 2 και 3 φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου είναι κάτοικος το πρόσωπο που εκποιεί την εν λόγω περιουσία.



 

Αρθρο 14. Μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες

 

1.   Εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους για επαγγελματικές υπηρεσίες ή άλλες μη εξαρτημένες δραστηριότητες παρόμοιας φύσης φορολογείται μόνο σε αυτό το Κράτος, εκτός αν αυτός διατηρεί κατά συ­νήθη τρόπο καθορισμένη βάση στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για το σκοπό της άσκησης των δραστηριοτήτων του. Αν αυτός διατηρεί μία τέτοια καθορισμένη βά­ση, το εισόδημα μπορεί να φορολογείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος αλλά μόνο κατά το ποσό που ανήκει σε αυτήν την καθορισμένη βάση.

2.   Ο όρος «επαγγελματικές υπηρεσίες» περιλαμβάνει ειδικά μη εξαρτημένες επιστημονικές, φιλολογικές, καλλιτεχνικές, εκπαιδευτικές ή διδακτικές δραστη­ριότητες, όπως επίσης και τις μη εξαρτημένες δραστηριότητες των γιατρών, δικη­γόρων, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.



 

Αρθρο 15. Εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες

 

1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 18 και 19 μισθοί, ημερομίσθια και άλλες αμοιβές παρόμοιας φύσης που αποκτώνται από κάτοικο του ενός Συμ­βαλλόμενου Κράτους για εξαρτημένη εργασία φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό, εκτός αν η εν λόγω εργασία ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος. Αν η εργασία ασκείται έτσι, η αμοιβή που αποκτάται από αυτή μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Κράτος.

2.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1 αμοιβή που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους για εξαρτημένη εργασία που ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, φορολογείται μόνο στο πρώτο μνημονευόμενο Κράτος αν:

α) ο δικαιούχος της αμοιβής βρίσκεται στο άλλο Κράτος για χρονική περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν συνολικά τις 183 ημέρες κατά το οικείο οικονομι­κό έτος και

β) η αποζημίωση καταβάλλεται από, ή για λογαριασμό εργοδότη ο οποίος δεν είναι κάτοικος του άλλου Κράτους, και

γ) η αμοιβή δεν βαρύνει μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση την οποία ο εργοδότης διατηρεί στο άλλο Κράτος.

3.   Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, αμοιβή που αποκτάται για εξαρτημένη εργασία που ασκείται πάνω σε πλοίο ή αεροσκά­φος σε διεθνείς μεταφορές μπορεί να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση του πλοίου ή του αεροσκάφους φορο­λογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της παρούσας Σύμβασης.



 

Αρθρο 16. Αμοιβές διευθυντών

 

Αμοιβές διευθυντών και άλλες παρόμοιες πληρωμές που αποκτώνται από κά­τοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους με την ιδιότητ;a του σαν μέλος του διοι­κητικού συμβουλίου μιας εταιρείας, η οποία είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλό­μενου Κράτους, μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Κράτος.



 

Αρθρο 17. Καλλιτέχνες και αθλητές

 

1.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15, εισόδημα που αποκτά­ται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους ως πρόσωπο που παρέχει υπηρε­σίες ψυχαγωγίας, όπως καλλιτέχνης θεάτρου, κινηματογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεόρασης ή μουσικός ή ως αθλητής, από τις προσωπικές δραστηριότητές του που ασκήθηκαν στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σε αυ­τό το άλλο Κράτος.

2.   Όταν εισόδημα από την άσκηση προσωπικών δραστηριοτήτων ενός προσώ­που που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή ενός αθλητή, με την ιδιότητά του αυτή, δεν περιέρχεται σε αυτό το ίδιο πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή στον ίδιο τον αθλητή, αλλά σε άλλο πρόσωπο, το εισόδημα αυτό μπορεί, ανε­ξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 7, 14 και 15, να φορολογείται στο Συμβαλ­λόμενο Κράτος στο οποίο ασκούνται οι δραστηριότητες του προσώπου που παρέ­χει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή του αθλητή.



 

Αρθρο 18. Συντάξεις

 

1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 19, οι συ­ντάξεις και άλλες αμοιβές παρόμοιας φύσης που καταβάλλονται σε κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους για υπηρεσίες που προσέφερε στο παρελθόν φο­ρολογούνται μόνο σε αυτό το Κράτος.

2.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1, συντάξεις και άλλα χρη­ματικά ποσά καταβαλλόμενα σύμφωνα προς την κοινωνική ασφαλιστική νομοθε­σία ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το Κρά­τος.



 

Αρθρο 19. Κυβερνητικές υπηρεσίες

 

1.

α) Αμοιβές, εκτός από σύνταξη, που καταβάλλονται από το ένα Συμβαλλό­μενο Κράτος ή πολιτική ή διοικητική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού σε ένα φυ­σικό πρόσωπο για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν προς αυτό το Κράτος ή υπο­διαίρεση ή τοπική αρχή αυτού φορολογούνται μόνο σε αυτό το Κράτος.

β) Εν τούτοις, μία τέτοια αμοιβή φορολογείται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος αν οι υπηρεσίες παρέχονται εντός αυτού του Κράτους και το φυσικό πρό­σωπο είναι κάτοικος του Κράτους και

i ) είναι κάτοικος του Κράτους αυτού, χωρίς να είναι υπήκοος του πρώτου μνη­μονευθέντος Κράτους,ή

ii) δεν έγινε κάτοικος του Κράτους αυτού αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της παροχής των υπηρεσιών.

2.

α) Οποιαδήποτε σύνταξη που καταβάλλεται από το ένα Συμβαλλόμενο Κρά­τος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού, ή από ταμεία που συστάθηκαν α­πό αυτό σε ένα φυσικό πρόσωπο για υπηρεσίες που προσέφερε προς το Κράτος αυτό ή υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού, φορολογείται μόνο στο Κράτος αυτό.

β) Εν τούτοις, μία τέτοια σύνταξη φορολογείται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος αν το φυσικό πρόσωπο είναι υπήκοος και κάτοικος του Κράτους αυτού.

3.   Οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και 18 εφαρμόζονται σε αμοιβές και συντά­ξεις, για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε σχέση με επιχειρηματική δραστηριότη­τα που διεξάγεται από ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη ή πολιτική ή διοικητική υ­ποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού.



 

Αρθρο 20. Καθηγητές και δάσκαλοι

 

1.   Αμοιβές τις οποίες κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους λαμβάνει για τη διεξαγωγή έρευνας ή μελέτης ανώτερου επιπέδου ή για τη διδασκαλία, κα­τά τη διάρκεια πρόσκαιρης διαμονής που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, σε πανεπι­στήμιο, ερευνητικό κέντρο ή σε άλλο όμοιο οργανισμό ανώτατης ή ανώτερης εκ­παίδευσης στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος δεν φορολογούνται στο τελευταίο αυτό Κράτος.

2.   Χρηματικά ποσά, τα οποία σπουδαστής ή μαθητευόμενος, ο οποίος είναι ή ή­ταν αμέσως πριν τη μετάβασή του σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος κάτοικος του άλ­λου Συμβαλλόμενου Κράτους και ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο μνημονευόμενο Κράτος αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της εκπαίδευσης ή εξάσκησής του, λαμβάνει για τη συντήρηση, εκπαίδευση ή εξάσκησή του, δεν φορολογούνται σε αυτό το Κράτος, με την προϋπόθεση ότι τα καταβαλλόμενα αυτά ποσά προκύ­πτουν από πηγές που βρίσκονται εκτός του Κράτους αυτού.



 

Αρθρο 21. Άλλα εισοδήματα

 

1.   Εισοδήματα κατοίκου ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, οπουδήποτε και αν προκύπτουν, τα οποία δεν αναφέρθηκαν στα προηγούμενα άρθρα της παρούσας Σύμβασης, φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό.

2.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται επί εισοδήματος, με εξαί­ρεση το εισόδημα από ακίνητη περιουσία, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 6, αν ο δικαιούχος αυτού του εισοδήματος, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει επιχείρηση στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μόνιμης σ' αυτό εγκατάστασης ή ασκεί σ' αυτό το άλλο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ'αυτό, και το δικαίωμα ή η περιουσία, σε σχέση με την οποία καταβάλλεται το εισόδη­μα, συνδέεται ουσιαστικά με αυτήν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε μια τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 7 ή 14, α­νάλογα με την περίπτωση



 

Αρθρο 22. Κεφάλαιο

 

1.   Κεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από ακίνητη περιουσία, όπως ορίζεται στο άρθρο 6, η οποία ανήκει σε κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και βρίσκε­ται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Κρά­τος.

2.   Κεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από κινητή περιουσία, η οποία αποτελεί μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μιας μόνιμης εγκατάστασης, την οποία έ­χει επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή από κινητή περιουσία που συνδέεται με καθορισμένη βάση, την οποία έχει κάτοι­κος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για το σκοπό της παροχής μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, μπορεί να φορολογείται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

3.   Κεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από πλοία ή αεροσκάφη σε διεθνείς μετα­φορές ή από κινητή περιουσία που συνδέεται με την εκμετάλλευση αυτών των πλοίων ή αεροσκαφών φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο τα κέρδη από τα προναφερθέντα πλοία ή αεροσκάφη φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της παρούσας Σύμβασης.

4.   Όλα τα άλλα στοιχεία κεφαλαίου κατοίκου ενός Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό.



 

Αρθρο 23. Αποφυγή της διπλής φορολογίας

 

1.   Στο Λουξεμβούργο η διπλή φορολογία αποφεύγεται ως εξής:

α) Όταν κάτοικος Λουξεμβούργου αποκτά εισόδημα ή κατέχει κεφάλαιο το ο­ποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης, μπορεί να φορολογείται στη Ελληνική Δημοκρατία, το Λουξεμβούργο, τηρουμένων των διατάξεων των υποπα­ραγράφων b, c, d και e εξαιρεί αυτό το εισόδημα ή κεφάλαιο από τη φορολογία.

β) Όταν κάτοικος Λουξεμβούργου αποκτά εισοδήματα τα οποία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10, 11 και 12 μπορούν να φορολογούνται στην Ελληνι­κή Δημοκρατία, το Λουξεμβούργο αναγνωρίζει ως έκπτωση από το φόρο εισοδή­ματος αυτού του κατοίκου ένα ποσό ίσο προς το φόρο που καταβλήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία, αλλά στην περίπτωση των μερισμάτων λαμβάνεται υπόψη ποσό όχι ανώτερο του 15% του ακαθάριστου ποσού αυτών. Εν τούτοις, αυτή η έκπτώση δεν ξεπερνά το τμήμα εκείνο του φόρου, όπως υπολογίστηκε πριν χορηγη­θεί η έκπτωση, το οποίο αντιστοιχεί στα εν λόγω εισοδήματα που αποκτήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία.

γ) Όταν σύμφωνα με οποιαδήποτε διάταξη αυτής της Σύμβασης εισόδημα ή κεφάλαιο που αποκτήθηκε από κάτοικο του Λουξεμβούργου εξαιρείται από τη φο­ρολογία στο Λουξεμβούργο, το Λουξεμβούργο, μολαταύτα, κατά τον υπολογισμό του ποσού του φόρου επί του εναπομένοντος εισοδήματος ή κεφαλαίου αυτού του κατοίκου, μπορεί να συνυπολογίζει το εξαιρεθέν εισόδημα ή κεφάλαιο.

δ) Όταν, λόγω ειδικών μέτρων που αφορούν κίνητρα με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη στην Ελληνική Δημοκρατία, ο ελληνικός φόρος ο οποίος πράγματι επι­βάλλεται επί τόκων που προκύπτουν στην Ελληνική Δημοκρατία είναι κατώτερος του φόρου που η Ελληνική Δημοκρατία επιβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 11, τότε για την εφαρμογή της υποπαραγράφου β', το ποσό του φόρου που καταβάλλεται στην Ελληνική Δημοκρατία για τους εν λόγω τόκους θεωρείται ίσον προς οκτώ τοις εκατό (8%) του ακαθάριστου ποσού των τόκων τούτων.

ε) Όταν μία εταιρεία η οποία είναι κάτοικος του Μεγάλου Δουκάτου του Λου­ξεμβούργου αποκτά μερίσματα στην Ελληνική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου θα εξαιρεί αυτά τα μερίσματα από φόρο, υπό τον όρο ότι η ε­ταιρεία η οποία είναι κάτοικος Λουξεμβούργου κατέχει απευθείας τουλάχιστον το εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) του κεφαλαίου της εταιρείας που καταβάλλει τα με­ρίσματα από την αρχή της χρήσεως. Οι προναφερόμενες μετοχές στην ελληνική εταιρεία εξαιρούνται, υπό τους ίδιους όρους, από το φόρο κεφαλαίου στο Λου­ξεμβούργο.

2.   Στην Ελληνική Δημοκρατία η διπλή φορολογία θα αποφεύγεται ως εξής:

α) Όταν σύμφωνα με οποιαδήποτε διάταξη αυτής της Σύμβασης εισόδημα ή κεφάλαιο που αποκτήθηκε από κάτοικο της Ελληνικής Δημοκρατίας εξαιρείται α­πό φόρους στην Ελληνική Δημοκρατία, η Ελληνική Δημοκρατία μολαταύτα κατά τον υπολογισμό του φόρου επί του εναπομένοντος εισοδήματος ή κεφαλαίου αυ­τού του κατοίκου μπορεί να συνυπολογίζει το εξαιρεθέν εισόδημα ή κεφάλαιο.

β) Αν κάτοικος της Ελληνικής Δημοκρατίας αποκτά εισόδημα ή είναι κύριος κε­φαλαίου το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, μπορεί να φορολογηθεί στο Λουξεμβούργο, η Ελληνική Δημοκρατία παραχωρεί:

α) ως έκπτωση από το φόρο εισοδήματος του εν λόγω κατοίκου, ποσό ίσο με το φόρο εισοδήματος που καταβλήθηκε στο Λουξεμβούργο,

β) ως έκπτωση από το φόρο κεφαλαίου του κατοίκου αυτού, ποσό ίσο με το φόρο κεφαλαίου που καταβλήθηκε στο Λουξεμβούργο.

Μια τέτοια έκπτωση δεν μπορεί εν τούτοις, να υπερβαίνει και στις δύο περι­πτώσεις, το τμήμα του φόρου εισοδήματος ή του φόρου κεφαλαίου, όπως υπο­λογίσθηκε προτού δοθεί η έκπτωση, το οποίο αντιστοιχεί, ανάλογα με την περί­πτωση, στο εισόδημα ή στο κεφάλαιο που μπορεί να φορολογείται στο Λουξεμ­βούργο.



 

Αρθρο 24. Μη διακριτική μεταχείριση

1.   Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους δεν υπόκεινται στο άλλο Συμ­βαλλόμενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική επιβάρυν­ση, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετι­κές επιβαρύνσεις, στις οποίες υπόκεινται ή μπορούν να υπαχθούν οι υπήκοοι του άλλου αυτού Κράτους κάτω από τις αυτές συνθήκες. Ανεξάρτητα από τις διατά­ξεις του άρθρου 1, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης σε πρόσωπα τα οποία δεν είναι κάτοικοι ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών.

2.   Ο όρος «υπήκοοι» σημαίνει:

α) όλα τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν την υπηκοότητα ενός Συμβαλλόμε­νου Κράτους,

β) όλα τα νομικά πρόσωπα, προσωπικές εταιρίες και ενώσεις, τα οποία απο­κτούν το νομικό καθεστώς αυτών σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος.

3.   Η φορολογία που επιβάλλεται σε μόνιμη εγκατάσταση, την οποία η επιχεί­ρηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, δεν θα είναι λιγότερο ευνοϊκή στο άλλο αυτό Κράτος από τη φορολογία που επι­βάλλεται σε επιχειρήσεις του άλλου αυτού Κράτους με τις αυτές δραστηριότητες. Η παρούσα διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι υποχρεώνει ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να χορηγεί σε κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους οποιεσδή­ποτε προσωπικές εκπτώσεις, απαλλαγές και μειώσεις για φορολογικούς σκοπούς λόγω προσωπικής καταστάσεως ή οικογενειακών υποχρεώσεων, τις οποίες χορη­γεί στους δικούς του κατοίκους.

4.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 9, της πα­ραγράφου 6 του άρθρου 11 ή της παραγράφου 6 του άρθρου 12, τόκοι, δικαιώματα και άλλες πληρωμές, που καταβάλλονται από επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμε­νου Κράτους, σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών της εν λόγω επιχείρησης, αφαιρούνται με τους ίδιους όρους σαν να είχαν καταβληθεί σε κάτοικο του πρώτου μνημονευόμενου Κράτους.

Επίσης, οποιαδήποτε χρέη επιχείρησης ενός Συμβαλλόμενου Κράτους προς κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους αφαιρούνται, για τον υπολογισμό του φορολογητέου κεφαλαίου της επιχείρησης αυτής, με τους ίδιους όρους σαν να είχαν συναφθεί με κάτοικο του πρώτου Κράτους.

5.   Επιχειρήσεις του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, των οποίων το κεφάλαιο εν όλω ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα, από έναν ή περισσότε­ρους κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, δεν υποβάλλονται στο πρώ­το μνημονευόμενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική με αυτήν επιβάρυνση η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολο­γία και τις σχετικές επιβαρύνσεις, στις οποίες υποβάλλονται ή μπορούν να υπο­βληθούν άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις του πρώτου μνημονευόμενου Κράτους.

6.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τις διατά­ξεις του άρθρου 2 σε φόρους κάθε είδους και μορφής.



 

Αρθρο 25. Διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού

 

1.   Στις περιπτώσεις που ένα πρόσωπο θεωρεί ότι οι ενέργειες ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών έχουν ή θα έχουν γι' αυτό σαν αποτέλεσμα την επι­βολή φορολογίας, η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις αυτής της Σύμβα­σης μπορεί, ανεξάρτητα από τα μέσα θεραπείας που προβλέπονται από την εσω­τερική νομοθεσία αυτών των Κρατών, να θέσει την περίπτωσή του υπόψη της αρ­μόδιας αρχής του Συμβαλλόμενου Κράτους του οποίου είναι κάτοικος ή, αν εφαρ­μόζεται γι' αυτό το πρόσωπο η παράγραφος 1 του άρθρου 24, της αρμόδιας Αρχής του Συμβαλλόμενου Κράτους του οποίου είναι υπήκοος. Η περίπτωση αυτή πρέ­πει να τεθεί υπόψη μέσα σε τρία χρόνια από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης καταλογισμού φόρου, η επιβολή του οποίου δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Σύμβασης.

2.   Η αρμόδια αρχή προσπαθεί αν θεωρήσει βάσιμη την ένσταση και αν η ίδια δεν μπορεί να δώσει ικανοποιητική λύση, να επιλύσει τη διαφορά με αμοιβαία συμφωνία με την αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, με σκοπό την αποφυγή της φορολογίας που δεν είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση. Κάθε συμ­φωνία που επιτυγχάνεται θα εφαρμόζεται ανεξάρτητα από χρονικά όρια που ορί­ζονται με την εσωτερική νομοθεσία των Συμβαλλόμενων Κρατών.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών προσπαθούν να επιλύσουν με αμοιβαία συμφωνία οποιεσδήποτε δυσχέρειες ή αμφιβολίες ανακύπτουν ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή της Σύμβασης. Μπορούν επίσης να συσκέ­πτονται για την αποφυγή της διπλής φορολογίας για περιπτώσεις που δεν προ­βλέπονται από τη Σύμβαση.

4.   Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών μπορούν να επικοινωνή­σουν μεταξύ τους απευθείας με σκοπό να φθάσουν σε μία συμφωνία κατά την έν­νοια των προηγουμένων παραγράφων. Όταν κρίνεται σκόπιμο για την επίτευξη συμφωνίας να λάβει χώρα προφορική ανταλλαγή απόψεων, αυτή η ανταλλαγή μπορεί να γίνει μέσω μιας Επιτροπής που θα αποτελείται από αντιπροσώπους των αρμόδιων αρχών των Συμβαλλόμενων Κρατών.



 

Αρθρο 26. Ανταλλαγή πληροφοριών

 

1.   Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών ανταλλάσσουν πληροφο­ρίες οι οποίες είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της Σύμβα­σης και των εσωτερικών νομοθεσιών των Συμβαλλόμενων Κρατών σε σχέση με τους φόρους που καλύπτονται από την παρούσα Σύμβαση στο μέτρο που η φορο­λογία σύμφωνα με αυτές δεν είναι αντίθετη με τη Σύμβαση. Η ανταλλαγή πληρο­φοριών δεν περιορίζεται από το άρθρο 1. Όλες οι πληροφορίες που λαμβάνονται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος θεωρούνται, ως απόρρητες κατά τον ίδιο τρόπο ό­πως οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του Κράτους αυτού και αποκαλύπτονται μόνο σε πρόσωπα ή αρχές (συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων) που σχετίζονται με τη βε­βαίωση ή είσπραξη, την αναγκαστική εκτέλεση ή δίωξη, ή την εκδίκαση προσφυ­γών, αναφορικά με τους φόρους που καλύπτονται από τη Σύμβαση. Τα πρόσωπα αυτά ή οι αρχές αυτές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες μόνο για τους ως άνω σκο­πούς.

Μπορούν να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες στο δικαστήριο κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία ή σε δικαστικές αποφάσεις.

2.   Σε καμιά περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν ερμηνεύονται ότι ε­πιβάλλουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος την υποχρέωση:

α) να λαμβάνει διοικητικά μέτρα αντίθετα με τη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,

β) να παρέχει πληροφορίες που δεν μπορούν να αποκτηθούν σύμφωνα με τη νομοθεσία ή κατά τη συνήθη πρακτική της διοίκησης αυτού ή του άλλου Συμβαλ­λόμενου Κράτους,

γ) να παρέχει πληροφορίες που να αποκαλύπτουν οποιοδήποτε συναλλακτικό, επιχειρηματικό, βιομηχανικό, εμπορικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή παραγωγική διαδικασία ή πληροφορία, η αποκάλυψη των οποίων θα ήταν αντίθετη σε κανόνα δημόσιας τάξης (ORDRE PUBLIC).



 

Αρθρο 27. Διπλωματικοί αντιπρόσωποι και προξενικοί λειτουργοί

 

Τίποτα σε αυτή τη Σύμβαση δεν επηρεάζει τα φορολογικά προνόμια των δι­πλωματικών αντιπροσώπων ή των προξενικών λειτουργών κατά τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου ή κατά τις διατάξεις ειδικών συμφωνιών.



 

Αρθρο 28. Εξαίρεση ορισμένων εταιρειών

 

Η Σύμβαση αυτή δεν θα εφαρμόζεται σε εταιρείες επενδύσεων (ΗΟLDING COMPANIES) κατά την έννοια της ειδικής νομοθεσίας του Λουξεμβούργου, του νόμου της 31ης Ιουλίου 1929 και του Διατάγματος της 17ης Δεκεμβρίου 1938, ού­τε σε εταιρείες που υπόκεινται σε παρόμοιο φορολογικό καθεστώς στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Δεν θα εφαρμόζεται επίσης σε εισόδημα που απο­κτά κάτοικος της Ελληνικής Δημοκρατίας από τέτοιες επιχειρήσεις, ούτε σε μετο­χές ή άλλα δικαιώματα σε τέτοιες εταιρείες τα οποία κατέχει κάτοικος της Ελλη­νικής Δημοκρατίας.



 

Αρθρο 29. Θέση σε ισχύ

 

1.   Τα Συμβαλλόμενα Κράτη γνωστοποιούν το ένα στο άλλο την πλήρωση των απαραίτητων συνταγματικών διαδικασιών για τη θέση σε ισχύ αυτής της Σύμβασης.

2.   Η Σύμβαση αυτή τίθεται σε ισχύ τριάντα ημέρες μετά την τελευταία από τις γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι διατάξεις αυτής έ­χουν εφαρμογή:

α) όσον αφορά τους φόρους τους παρακρατούμενους στην πηγή, επί εισοδη­μάτων που αποκτώνται κατά ή μετά την πρώτη Ιανουαρίου του ημερολογιακού έ­τους που ακολουθεί εκείνο εντός του οποίου η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ,

β) όσον αφορά τους λοιπούς φόρους, επί φόρων επιβαλλομένων για οποιοδή­ποτε διαχειριστικό έτος που αρχίζει κατά ή μετά την πρώτη Ιανουαρίου του ημε­ρολογιακού έτους που ακολουθεί εκείνο εντός του οποίου η Σύμβαση τίθεται σε ι­σχύ.



 

Αρθρο 30. Λήξη

Η παρούσα Σύμβαση παραμένει σε ισχύ μέχρι να καταγγελθεί από ένα Συμ­βαλλόμενο Κράτος. Το καθένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη μπορεί να καταγγεί­λει τη Σύμβαση μέσω της διπλωματικής οδού, επιδίδοντας έγγραφη καταγγελία τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν από το τέλος οποιουδήποτε ημερολογιακού έτους μετά από περίοδο πέντε (5) ετών από τη χρονολογία θέσης σε ισχύ της Σύμβα­σης.

Στην περίπτωση αυτή η Σύμβαση παύει να ισχύει:

α) Όσον αφορά τους παρακρατούμενους στην πηγή φόρους, επί εισοδημάτων

που αποκτήθηκαν κατά ή μετά την πρώτη Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί αμέσως εκείνο εντός του οποίου έγινε η επίδοση έγγραφης κα­ταγγελίας.

β) Όσον αφορά τους λοιπούς φόρους, επί φόρων που επιβάλλονται για οποιο­δήποτε διαχειριστικό έτος το οποίο αρχίζει κατά ή μετά την πρώτη Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί αμέσως, εκείνο εντός του οποίου έγινε η ε­πίδοση έγγραφης καταγγελίας.

Σε επιβεβαίωση των ανωτέρω οι υπογεγραμμένοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι γι'αυτό υπέγραψαν αυτή τη Σύμβαση.

Έγινε σε δύο πρωτότυπα στην Αθήνα την 22η Νοεμβρίου 1991 στην ελληνική, γαλλική και αγγλική γλώσσα. Όλα τα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά.

Για την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας

(υπογραφή)

 

Για την Κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου

(υπογραφή)