Βέλγιο

Βέλγιο

ΝΟΜΟΣ ΥΠ'ΑΡΙΘ.3407Φ.Ε.Κ. Α' 266/25.10.2005

Κύρωση της Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου του Βελγίου αποσκοπούσα στην αποφυγή διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής σε σχέση προς τους φόρους επί του εισοδήματος.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

 

’Αρθρο πρώτο

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου του Βελγίου αποσκοπούσα στην αποφυγή διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής σε σχέση προς τους φόρους επί του εισοδήματος, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 25 Μαΐου 2004, το κείμενο της οποίας σε πρωτότυπο στην ελληνική και γαλλική γλώσσα έχει ως εξής:

 

 

ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ ΑΠΟΣΚΟΠΟΥΣΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΔΙΠΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

 

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ

 

Επιθυμώντας να συνάψουν Σύμβαση αποσκοπούσα στην αποφυγή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής σε σχέση προς τους φόρους επί του εισοδήματος, συμφώνησαν στις ακόλουθες διατάξεις:

 

 

 

Αρθρο 1. Καλυπτόμενα πρόσωπα

 

Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται επί προσώπων, τα οποία είναι κάτοικοι του ενός συμβαλλομένου Κράτους ή αμφοτέρων των δύο των συμβαλλομένων Κρατών.

 

 

Αρθρο 2. Φόροι που καλύπτονται

 

1.   Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στους φόρους επί του εισοδήματος, οι οποίοι επιβάλλονται για λογαριασμό του ενός συμβαλλομένου Κράτους, των πολιτικών υποδιαιρέσεών του ή των τοπικών αρχών αυτών ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιβάλλονται.

 

 

2.   Ως φόροι επί του εισοδήματος θεωρούνται οι φόροι που επιβάλλονται στο συνολικό εισόδημα ή επί στοιχείων εισοδήματος συμπεριλαμβανομένων των φόρων επί της ωφέλειας που προκύπτει από την εκποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας καθώς και των φόρων που επιβάλλονται στην υπεραξία που προκύπτει από την ανατίμηση του κεφαλαίου.

 

3.   Οι υφιστάμενοι φόροι επί των οποίων εφαρμόζεται η Σύμβαση είναι κυρίως:

α) Όσον αφορά στην Ελλάδα:

1.  ο φόρος επί του εισοδήματος των φυσικών προσώπων.

2.  ο φόρος επί του εισοδήματος των νομικών προσώπων συμπεριλαμβανομένων των προεισπράξεων και των παρακρατήσεων στην πηγή καθώς και των συμπληρωματικών φόρων επί των ως άνω φόρων (καλούμενοι εφεξής "ελληνικός φόρος".

 

β) Όσον αφορά στο Βέλγιο:

1. ο φόρος των φυσικών προσώπων

2. ο φόρος των εταιρειών

3. ο φόρος των νομικών προσώπων

4. ο φόρος των μη κατοίκων

5.  ειδική εισφορά εξομοιούμενη με το φόρο φυσικών προσώπων

6.  η συμπληρωματική εισφορά για την αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων, συμπεριλαμβανομένων των προεισπράξεων, των συμπληρωματικών φόρων επί των ως άνω φόρων και προεισπράξεων καθώς και των προσθέτων φόρων επί του φόρου των φυσικών προσώπων (καλούμενοι εφεξής "βελγικός φόρος").

4.  Η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται επίσης επί των φόρων ταυτόσημης ή ανάλογης φύσης οι οποίοι ενδεχομένως να θα επιβληθούν μετά την ημερομηνία υπογραφής της Σύμβασης επιπρόσθετα ή σε αντικατάσταση των ήδη υφιστάμενων φόρων. Οι αρμόδιες αρχές των συμβαλλομένων Κρατών γνωστοποιούν η μία στην άλλη τις σημαντικές τροποποιήσεις που επέρχονται στις αντίστοιχες φορολογικές νομοθεσίες τους.

 

 

 

Αρθρο 3. Γενικοί Ορισμοί

 

Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, εκτός εάν η έννοια του κειμένου αποκτά διαφορετική ερμηνεία:

 

α) Οι όροι «το ένα συμβαλλόμενο Κράτος» και «το άλλο συμβαλλόμενο Κράτος» υποδηλώνουν, ανάλογα με την έννοια του κειμένου, την Ελλάδα ή το Βέλγιο,

 

β)

1. Ο όρος «Ελλάδα» υποδηλώνει την Ελληνική Δημοκρατία και χρησιμοποιούμενος με τη γεωγραφική έννοιά του, υποδηλώνει το εθνικό έδαφος συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων, καθώς και τις άλλες θαλάσσιες ζώνες επί των οποίων, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα ή τη δικαιοδοσία της.

 

2. Ο όρος "Βέλγιο" υποδηλώνει το Βασίλειο του Βελγίου και χρησιμοποιούμενος με την γεωγραφική έννοια του, υποδηλώνει το εθνικό έδαφος συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων, καθώς και τις άλλες θαλάσσιες περιοχές επί των οποίων το Βέλγιο, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα ή τη δικαιοδοσία του.

 

γ) Ο όρος "πρόσωπο" περιλαμβάνει τα φυσικά πρόσωπα, τις εταιρείες και κάθε άλλη ένωση προσώπων.

 

δ) Ο όρος "εταιρεία" υποδηλώνει κάθε νομικό πρόσωπο ή κάθε νομική οντότητα που θεωρείται νομικό πρόσωπο για φορολογικούς σκοπούς στο Κράτος, του οποίου είναι κάτοικος.

 

ε) Οι όροι "επιχείρηση του ενός συμβαλλόμενου Κράτους" και "επιχείρηση του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους" υποδηλώνουν αντίστοιχα την επιχείρηση που ασκείται από κάτοικο του ενός συμβαλλόμενου Κράτους και την επιχείρηση που ασκείται από κάτοικο του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους.

 

ζ) Ο όρος "υπήκοοι" υποδηλώνει:

 

1) όλα τα φυσικά πρόσωπα που έχουν υποκοότητα ενός των συμβαλλομένων Κρατών.

 

2) όλα τα νομικά πρόσωπα, προσωπικές εταιρείες και ενώσεις που έχουν συσταθεί σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία σε ένα συμβαλλόμενο Κράτος.

 

η) Ο όρος "διεθνείς μεταφορές" υποδηλώνει κάθε μεταφορά, η οποία πραγματοποιείται από πλοίο το οποίο έχει νηολογηθεί ή έχει εφοδιαστεί με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα στο ένα από τα δύο συμβαλλόμενα κράτη ή πραγματοποιείται από αεροσκάφος που το εκμεταλλεύεται επιχείρηση που έχει την έδρα της πραγματικής διοίκησης της σε ένα συμβαλλόμενο Κράτος, εκτός εάν το πλοίο ή το αεροσκάφος πραγματοποιεί μεταφορές αποκλειστικά μεταξύ τοποθεσιών που βρίσκονται στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους.

 

θ) Ο όρος "αρμόδια αρχή" υποδηλώνει στην περίπτωση της Ελλάδας ή του Βελγίου τον Υπουργό των Οικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

 

2.   Για την εφαρμογή της Σύμβασης από ένα συμβαλλόμενο Κράτος, οποιοσδήποτε όρος που δεν ορίζεται σ' αυτήν έχει, εκτός εάν η έννοια του κειμένου απαιτεί διαφορετική ερμηνεία, την έννοια που της αποδίδεται από την νομοθεσία αυτού του Κράτους σχετικά με τους φόρους επί των οποίων εφαρμόζεται η Σύμβαση.

Η έκφραση «νομοθεσία αυτού του Κράτους» υποδηλώνει κατά προτεραιότητα τη φορολογική νομοθεσία αυτού του Κράτους.

 

 

Αρθρο 4. Κάτοικος

 

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης ο όρος «κάτοικος ενός συμβαλλόμενου Κράτους» υποδηλώνει κάθε πρόσωπο, το οποίο σύμφωνα με την νομοθεσία του Κράτους αυτού, υπόκειται σε φόρο σ' αυτό το Κράτος λόγω κατοικίας ή διαμονής του, έδρας διοίκησής του ή κάθε άλλου κριτηρίου ανάλογης φύσης. Ο όρος όμως αυτός δεν περιλαμβάνει τα πρόσωπα που υπόκεινται σε φορολογία σ' αυτό το Κράτος μόνο για τα εισοδήματα που προέρχονται από πηγές που ευρίσκονται σ' αυτό το Κράτος.

 

 

2.   Όταν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο συμβαλλομένων Κρατών, η περίπτωση του ρυθμίζεται ως ακολούθως:

 

α) Το πρόσωπο αυτό θεωρείται κάτοικος του Κράτους στο οποίο διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία.  Εάν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία και στα δύο Κράτη, θεωρείται κάτοικος του Κράτους με το οποίο διατηρεί τους πλέον στενούς προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων),

 

β) Εάν το Κράτος, όπου το πρόσωπο αυτό έχει το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων, δεν μπορεί να καθορισθεί ή το πρόσωπο δεν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία σε κανένα από τα δύο Κράτη, θεωρείται κάτοικος του Κράτους όπου έχει την συνήθη διαμονή του.

 

γ) Εάν το πρόσωπο έχει συνήθη διαμονή και στα δύο Κράτη ή σε κανένα από αυτά, θεωρείται κάτοικος του Κράτους του οποίου είναι υπήκοος.

 

δ) Εάν το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος και των δύο Κρατών ή κανενός από αυτά, οι αρμόδιες αρχές των συμβαλλομένων Κρατών επιλύουν το ζήτημα με αμοιβαία συμφωνία.

 

3.   Όταν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο εκτός από φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο συμβαλλομένων Κρατών, θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Κράτους όπου βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοίκησης των δραστηριοτήτων του.

 

 

Αρθρο 5. Μόνιμη εγκατάσταση

 

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» σημαίνει έναν καθορισμένο τόπο επαγγελματικών δραστηριοτήτων, μέσω των οποίων η επιχείρηση ασκεί μέρος ή το σύνολο της δραστηριότητάς της.

2.  Ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» περιλαμβάνει κυρίως:

α) έδρα διοίκησης,

β) υποκατάστημα,

γ) γραφείο,

δ) εργοστάσιο,

ε) εργαστήριο και

στ) ορυχείο, πηγή πετρελαίου ή φυσικού αερίου, λατομείο ή οποιονδήποτε άλλον τόπο εξόρυξης φυσικών πόρων.

 

3.   Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, δεν θεωρείται ότι υπάρχει «μόνιμη εγκατάσταση» εάν:

 

α) γίνεται χρήση εγκαταστάσεων με μοναδικό σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση,

 

β) διατηρείται απόθεμα εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση με μοναδικό σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση,

 

γ) διατηρείται απόθεμα εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση με μοναδικό σκοπό την μεταποίηση τους από κάποια άλλη επιχείρηση,

 

δ) μια καθορισμένη επαγγελματική εγκατάσταση χρησιμοποιείται με μοναδικό σκοπό την αγορά εμπορευμάτων ή την συγκέντρωση πληροφοριών, για την επιχείρηση,

 

ε) μια καθορισμένη επαγγελματική εγκατάσταση χρησιμοποιείται με μοναδικό σκοπό την άσκηση, για λογαριασμό της επιχείρησης, οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας προπαρασκευαστικού ή βοηθητικού χαρακτήρα,

 

στ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά για κάθε συνδυασμό δραστηριοτήτων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους α) έως ε), υπό τον όρο ότι η όλη δραστηριότητα του καθορισμένου τόπου των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που απορρέει από αυτόν τον συνδυασμό είναι προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρα.

 

4.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, όταν ένα πρόσωπο -εκτός από τον ανεξάρτητο πράκτορα για τον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6 -ενεργεί για λογαριασμό μιας επιχείρησης και έχει και συνήθως ενασκεί σ' ένα συμβαλλόμενο Κράτος εξουσιοδότηση, για να συνάπτει συμφωνίες για λογαριασμό της, αυτή η επιχείρηση θα θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση σ' αυτό το Κράτος, όσον αφορά τις δραστηριότητες που αυτό το πρόσωπο ασκεί για λογαριασμό της επιχείρησης, εκτός εάν οι δραστηριότητες αυτού του προσώπου περιορίζονται σ' εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 οι οποίες, αν είχαν ασκηθεί μέσω μιας καθορισμένης επαγγελματικής εγκατάστασης, δεν θα επέτρεπαν να θεωρηθεί αυτή η εγκατάσταση ως μόνιμη εγκατάσταση κατά τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.

 

5.   Μια επιχείρηση δεν θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση σ' ένα συμβαλλόμενο Κράτος απλά και μόνο επειδή ασκεί δραστηριότητα σ' αυτό το Κράτος μέσω ενός μεσίτη, ενός γενικού αντιπροσώπου με προμήθεια ή οποιουδήποτε άλλου ανεξάρτητου πράκτορα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ενεργούν μέσα στα συνήθη πλαίσια της δραστηριότητάς τους.

 

6.   Ένας κάτοικος του ενός συμβαλλόμενου Κράτους ο οποίος ασκεί για περισσότερους από δύο μήνες, δραστηριότητες συνδεόμενες με εξερεύνηση ή εκμετάλλευση του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους του, καθώς και των φυσικών πόρων τους, που βρίσκονται στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος, θεωρείται ότι ασκεί τις δραστηριότητες αυτές μέσω μόνιμης εγκατάστασης ή σταθερής βάσης σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

7.   Το γεγονός ότι μια εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός συμβαλλόμενου Κράτους ελέγχει ή ελέγχεται από μια εταιρεία η οποία είναι κάτοικος του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, ήη οποία ασκεί τη δραστηριότητά της σε αυτό το άλλο Κράτος (είτε μέσω μόνιμης εγκατάστασης είτε με άλλο τρόπο) δεν μπορεί αυτό και μόνο αυτό να καθιστά την καθεμιά από τις εταιρείες αυτές μόνιμη εγκατάσταση της άλλης.

 

 

 

Αρθρο 6. Εισόδημα από ακίνητη περιουσία

 

1.   Εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός συμβαλλόμενου Κράτους από ακίνητη περιουσία (συμπεριλαμβανομένου και του εισοδήματος από γεωργική ή δασική εκμετάλλευση) που βρίσκεται στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Κράτος.

 

 

2.   Ο όρος «ακίνητη περιουσία» καθορίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο βρίσκεται αυτή η περιουσία. Ο όρος οπωσδήποτε περιλαμβάνει περιουσία παρεπόμενη της ακίνητης περιουσίας, ζώα και εξοπλισμό που χρησιμοποιούνται στις γεωργικές και δασοκομικές εκμεταλλεύσεις, δικαιώματα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου αναφορικά με την έγγειο ιδιοκτησία, επικαρπία σε ακίνητη περιουσία και δικαιώματα από τα οποία απορρέουν πληρωμές μεταβλητές ή σταθερές ως αντάλλαγμα για την εκμετάλλευση ή την παραχώρηση της εκμετάλλευσης μεταλλευτικών κοιτασμάτων, πηγών και άλλων φυσικών πόρων. Πλοία, πλοιάρια και αεροπλάνα δεν θεωρούνται ως ακίνητη περιουσία.

 

3.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται στο εισόδημα που προέρχεται από άμεση χρήση ή επικαρπία, εκμίσθωση, πάκτωση η οποιαδήποτε άλλη μορφή εκμετάλλευσης της ακίνητης περιουσίας.

 

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 εφαρμόζονται επίσης στα εισοδήματα τα οποία προκύπτουν από ακίνητη περιουσία μιας επιχείρησης και στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται για την άσκηση ανεξαρτήτων δραστηριοτήτων.

 

 

Αρθρο 7. Κέρδη επιχειρήσεων

 

1.   Τα κέρδη επιχείρησης του ενός συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό, εκτός και αν η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σε αυτό. Εάν η επιχείρηση ασκεί δραστηριότητα κατ' αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη της επιχείρησης φορολογούνται στο άλλο Κράτος, αλλά μόνο ως προς το τμήμα αυτών το οποίο αποδίδεται στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση.

 

 

2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, όταν μια επιχείρηση του ενός Συμβαλλομένου Κράτους ασκεί δραστηριότητα στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης που έχει ιδρυθεί σε αυτό, τότε, σε καθένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη, αποδίδονται στη μόνιμη εγκατάσταση τα κέρδη εκείνα που θα πραγματοποιούσε αν αυτή αποτελούσε μια ανεξάρτητη επιχείρηση ασκούσα ταυτόσημη ή ανάλογη δραστηριότητα κάτω από ταυτόσημες ή ανάλογες συνθήκες και ενεργούσα τελείως ανεξάρτητα.

 

 

3.   Για να προσδιορισθούν τα κέρδη μιας μόνιμης εγκατάστασης γίνονται αποδεκτά ως εκπεστέα τα έξοδα εκείνα τα οποία συνδέονται άμεσα με τη δραστηριότητα αυτής της μόνιμης εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών και των γενικών διαχειριστικών εξόδων, που πραγματοποιούνται είτε στο συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση είτε αλλού.

 

4.   Εφ' όσον συνηθίζεται σε ένα συμβαλλόμενο Κράτος τα κέρδη που αποδίδονται σε μια μόνιμη εγκατάσταση να προσδιορίζονται με βάση τον καταμερισμό των συνολικών κερδών της επιχείρησης στα διάφορα τμήματά της, οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εμποδίζουν το Κράτος αυτό να προσδιορίζει τα φορολογητέα κέρδη με τον καταμερισμό αυτόν. Όμως, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος καταμερισμού πρέπει να είναι τέτοια, ώστε το αποτέλεσμα να συμφωνεί με τις αρχές που περιέχονται στο παρόν άρθρο.

 

5.   Κανένα κέρδος δεν αποδίδεται στην μόνιμη εγκατάσταση εκ μόνου του γεγονότος ότι η μόνιμη εγκατάσταση έκανε απλή αγορά εμπορευμάτων για την επιχείρηση.

 

6.   Για τους σκοπούς των προηγούμενων παραγράφων, τα κέρδη που αποδίδονται στη μόνιμη εγκατάσταση καθορίζονται με την ίδια μέθοδο κάθε χρόνο, εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι και επαρκείς λόγοι να καθορίζονται διαφορετικά.

 

7.   Στις περιπτώσεις που στα κέρδη περιλαμβάνονται στοιχεία εισοδήματος για τα οποία ορίζεται ιδιαίτερη μεταχείριση σε άλλα άρθρα της παρούσας Σύμβασης, τότε οι διατάξεις των άρθρων αυτών δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

 

 

Αρθρο 8. Ναυτιλιακιές και αεροπορικές μεταφορές

 

1.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 7:

 

α) τα εισοδήματα τα οποία προέρχονται από την εκμετάλλευση πλοίων στις διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο στο συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο είναι νηολογημένα ή από το οποίο εφοδιάσθηκαν με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα.

 

β) τα εισοδήματα τα οποία προέρχονται από την εκμετάλλευση αεροσκαφών στις διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο στο συμβαλλόμενο Κράτος όπου ευρίσκεται η έδρα της πραγματικής διεύθυνσης της επιχείρησης.

 

 

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση στις διεθνείς μεταφορές πλοίων ή αεροσκαφών περιλαμβάνουν και τα κέρδη που προέρχονται από τη μίσθωση πλοίων και αεροσκαφών, πλήρως εξοπλισμένων, τα οποία χρησιμοποιούνται στις διεθνείς μεταφορές.

 

3.   Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται επίσης στα κέρδη που προέρχονται από τη συμμετοχή σε «POOL», σε κοινοπρακτικής μορφής εκμετάλλευση ή σε διεθνή οργανισμό εκμετάλλευσης.

 

 

 

Αρθρο 9. Συνδεόμενες επιχειρήσεις

 

Αν:

 

α) Επιχείρηση του ενός συμβαλλόμενου Κράτους συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους ή

 

β) Τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο επιχείρησης του ενός συμβαλλόμενου Κράτους και μιας επιχείρησης του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους και σε καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές επικρατούν ή επιβάλλονται στις εμπορικές ή οικονομικές σχέσεις των δύο επιχειρήσεων όροι διαφορετικοί από εκείνους που θα επικρατούσαν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε τα κέρδη τα οποία, αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί, θα μπορούσαν να είχαν πραγματοποιηθεί από μια από τις επιχειρήσεις, αλλά λόγω αυτών των όρων δεν πραγματοποιήθηκαν, μπορούν να περιλαμβάνονται στα κέρδη αυτής της επιχείρησης και να φορολογούνται ανάλογα.

 

Αρθρο 10. Μερίσματα

 

1.   Μερίσματα που καταβάλλονται από εταιρεία, η οποία είναι κάτοικος του ενός συμβαλλόμενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται στο άλλο αυτό Κράτος.

 

 

2.   Εν τούτοις, τα μερίσματα αυτά φορολογούνται επίσης στο συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος, και σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Κράτους, αλλά ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων είναι κάτοικος του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να υπερβαίνει:

 

α) Το 5% του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων εάν ο πραγματικός δικαιούχος είναι εταιρεία η οποία κατέχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το 25% του κεφαλαίου της εταιρείας που καταβάλλει τα μερίσματα.

 

β) Το 15% του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

 

Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει την φορολογία της καταβάλλουσας εταιρείας σε σχέση με κέρδη από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα.

 

3.   Ο όρος «μερίσματα», όπως χρησιμοποιείται σε αυτό το άρθρο, σημαίνει το εισόδημα από μετοχές, μετοχές «επικαρπίας» ή ομόλογα «επικαρπίας» τίτλους ορυχείων, ιδρυτικούς τίτλους ή άλλους τίτλους συμμετοχής σε εταιρεία οι οποίοι δεν αποτελούν απαιτήσεις από χρέη, καθώς και το εισόδημα περιλαμβανομένου και εκείνου που καταβάλλεται υπό μορφή τόκων, το οποίο υπόκειται στο ίδιο φορολογικό καθεστώς με το εισόδημα από μετοχές σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του Κράτους του οποίου είναι κάτοικος η εταιρεία που διενεργεί την διανομή.

 

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται, αν ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός συμβαλλόμενου Κράτους, ασκεί στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος, βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό, ή παρέχει σε αυτό το άλλο Κράτος μη εξηρτημένες υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σε αυτό και η συμμετοχή, δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα, συνδέεται ουσιαστικά μ' αυτήν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 κατά περίπτωση.

 

5.   Αν μια εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός συμβαλλόμενου Κράτους πραγματοποιεί κέρδη ή αποκτά εισοδήματα στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος, το άλλο αυτό Κράτος δεν μπορεί να επιβάλλει κανένα φόρο στα μερίσματα που καταβάλλονται από την εταιρεία, εκτός και αν τα μερίσματα αυτά καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου αυτού Κράτους ή αν η συμμετοχή δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα, συνδέεται ουσιαστικά με μια μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση που βρίσκεται στο άλλο αυτό Κράτος ούτε μπορεί να παρακρατήσει κανένα φόρο επί των αδιανέμητων κερδών της εταιρείας, ακόμα και αν τα καταβαλλόμενα μερίσματα ή τα αδιανέμητα κέρδη αποτελούνται εν όλω ή εν μέρει από κέρδη ή εισοδήματα που προκύπτουν σε αυτό το άλλο Κράτος.

 

 

Αρθρο 11. Τόκοι

 

1.   Τόκοι που προκύπτουν στο ένα συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται σε αυτό το άλλο Κράτος.

 

2.   Εν τούτοις, αυτοί οι τόκοι φορολογούνται επίσης στο συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με την νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλλά αν ο πραγματικός δικαιούχος των τόκων είναι κάτοικος του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, ο φόρος που έτσι επιβάλλεται δεν μπορεί να υπερβεί:

 

α) Το 5% του ακαθάριστου ποσού των τόκων δανείων οποιασδήποτε φύσης, μη αντιπροσωπευόμενα από τίτλους στον κομιστή και χορηγούμενα από Τράπεζες.

 

β) Το 10% του ακαθάριστου ποσού των τόκων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

 

3.   Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου 2, τόκοι προκύπτοντες στο ένα συμβαλλόμενο Κράτος απαλλάσσονται από την φορολογία στο Κράτος αυτό αν πρόκειται για τόκους οι οποίοι καταβάλλονται στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος ή σε πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού του Κράτους, καθώς και την Εθνική Τράπεζα του Βελγίου ή στην Τράπεζα Ελλάδος.

 

4.   Ο όρος «τόκοι», όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει εισόδημα από απαιτήσεις οποιασδήποτε φύσης, ανεξάρτητα αν οι απαιτήσεις αυτές εξασφαλίζονται ή όχι με υποθήκη ή αν παρέχουν ή όχι δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη του οφειλέτη, κυρίως όμως σημαίνει εισόδημα από κρατικά χρεόγραφα και εισόδημα από ομολογίες ή χρεωστικούς τίτλους (με ή χωρίς ασφάλεια) συμπεριλαμβανομένων και των δώρων και βραβείων που συνεπάγονται τα ανωτέρω χρεόγραφα. Όμως ο όρος «τόκοι» δεν περιλαμβάνει κατά την έννοια του παρόντος άρθρου τα πρόστιμα για εκπρόθεσμη πληρωμή ούτε τους τόκους οι οποίοι έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση με τα μερίσματα κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 10.

 

5.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο πραγματικός δικαιούχος των τόκων, που είναι κάτοικος του ενός συμβαλλόμενου Κράτους, ασκεί στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν οι τόκοι, εμπορική ή βιομηχανική δραστηριότητα μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σε αυτό ή παρέχει στο άλλο Κράτος μη εξαρτημένες υπηρεσίες από καθορισμένη βάση σε αυτό και η απαίτηση σε σχέση με την οποία καταβάλλονται οι τόκοι συνδέεται ουσιαστικά με αυτήν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε αυτήν την περίπτωση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 κατά περίπτωση.

 

6.   Τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν στο ένα συμβαλλόμενο Κράτος όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο το Κράτος, μια πολιτική υποδιαίρεση, μια τοπική αρχή ή κάτοικος του Κράτους αυτού. Αν όμως το πρόσωπο που καταβάλλει τους τόκους είτε αυτό είναι κάτοικος είτε όχι ενός από συμβαλλόμενα Κράτη, έχει σε ένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη μια μόνιμη εγκατάσταση ή μια καθορισμένη βάση, σε σχέση με την οποία προέκυψε η οφειλή για την οποία καταβάλλονται οι τόκοι και οι τόκοι αυτοί βαρύνουν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε οι τόκοι αυτοί θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.

 

7.   Σε περίπτωση που λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του πραγματικού δικαιούχου ή μεταξύ αυτών και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των τόκων, λαμβανομένης υπ' όψη της αξίωσης, για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό που θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του οφειλέτη και του πραγματικού δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο αυτό ποσόν. Σε αυτήν την περίπτωση το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου Κράτους όπου προκύπτουν οι τόκοι.

 

8.   Οι μειώσεις του φόρου οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 2 δεν εφαρμόζονται αν η απαίτηση για την οποία καταβάλλονται οι τόκοι έχει συμφωνηθεί κυρίως για την αποκόμιση οφέλους εκ των μειώσεων αυτών και όχι για νόμιμους οικονομικούς σκοπούς. Αν ένα συμβαλλόμενο Κράτος πρόκειται να αρνηθεί το πλεονέκτημα των εν λόγω μειώσεων σ' ένα κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, η αρμόδια Αρχή του πρώτου Κράτους έρχεται σε συνεννόηση με την αρμόδια Αρχή του άλλου Κράτους.

 

 

Αρθρο 12. Δικαιώματα

 

1.   Τα δικαιώματα που προκύπτουν σε ένα συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

 

2.   Εν τούτοις, τα δικαιώματα αυτά μπορούν να φορολογούνται επίσης και στο συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλλά αν ο πραγματικός δικαιούχος των δικαιωμάτων είναι κάτοικος του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5 τοις εκατό του ακαθάριστου ποσού των δικαιωμάτων.

 

3.   Ο όρος «δικαιώματα» όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο σημαίνει τις κάθε φύσης πληρωμές που καταβάλλονται ως αντάλλαγμα για τη χρήση ή την παραχώρηση της χρήσης δικαιώματος αναπαραγωγής επί φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας, περιλαμβανομένων και των κινηματογραφικών ταινιών, και μαγνητοταινιών ή άλλων μέσων αναπαραγωγής ή μετάδοσης για το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, ευρεσιτεχνίας, βιομηχανικού ή εμπορικού σήματος, σχεδίου ή προτύπου, ενός μηχανολογικού σχεδίου μυστικού τύπου, ή διαδικασίας παραγωγής, ως επίσης για τη χρήση ή την παραχώρηση της χρήσης βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού, και για πληροφορίες που αφορούν σε βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική εμπειρία.

 

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται όταν ο πραγματικός δικαιούχος των δικαιωμάτων, ο οποίος είναι κάτοικος ενός συμβαλλόμενου Κράτους, ασκεί στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν τα δικαιώματα, βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ' αυτό το Κράτος, η παρέχει μη εξαρτημένες υπηρεσίες μέσω μιας καθορισμένης βάσης που βρίσκεται σ' αυτό το Κράτος και το δικαίωμα ή το περιουσιακό στοιχείο σε σχέση με το οποίο καταβάλλονται τα δικαιώματα συνδέεται ουσιαστικά με τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ' αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14.

 

5.   Τα δικαιώματα θεωρούνται ότι προκύπτουν σε ένα συμβαλλόμενο Κράτος όταν ο οφειλέτης είναι το ίδιο το Κράτος, μια πολιτική υποδιαίρεση, μια τοπική αρχή ή κάτοικος του Κράτους αυτού. Όταν, όμως, ο οφειλέτης των δικαιωμάτων, ανεξάρτητα αν είναι κάτοικος ή όχι ενός συμβαλλόμενου Κράτους, διατηρεί σ' ένα συμβαλλόμενο Κράτος μόνιμη εγκατάσταση ή μια καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η υποχρέωση καταβολής των δικαιωμάτων και αυτά τα δικαιώματα βαρύνουν αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε τα δικαιώματα αυτά θεωρούνται ότι προκύπτουν στο συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.

 

6.   Όταν, λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του οφειλέτη και του πραγματικού δικαιούχου μεταξύ αυτών και τρίτων προσώπων, το ποσό των δικαιωμάτων, λαμβάνοντας υπόψη την παροχή για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό, το οποίο θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του οφειλέτη και του πραγματικού δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο αυτό ποσόν. Στην περίπτωση αυτή το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους, εντός του οποίου προκύπτουν τα δικαιώματα.

 

7.   Η μείωση φόρου που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν εφαρμόζεται αν η χρήση του του δικαιώματος ή του περιουσιακού στοιχείου, σε σχέση με το οποίο καταβάλλονται τα δικαιώματα, παραχωρήθηκε με κύριο στόχο την απολαβή των μειώσεων αυτών και όχι για νόμιμους οικονομικούς σκοπούς. Αν ένα συμβαλλόμενο Κράτος πρόκειται να αρνηθεί το πλεονέκτημα της εν λόγω μείωσης σ' ένα κάτοικο του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, η αρμόδια Αρχή του πρώτου συμβαλλόμενου Κράτους έρχεται σε συνεννόηση με την αρμόδια Αρχή του άλλου Κράτους.

 

 

Αρθρο 13. Ωφέλεια από κεφάλαιο

 

1.   Η ωφέλεια που αποκτά κάτοικος του ενός συμβαλλόμενου Κράτους από την εκποίηση ακίνητης περιουσίας όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 6 και η οποία βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος φορολογείται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

 

2.   Η ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση κινητής περιουσίας, η οποία αποτελεί μέρος του ενεργητικού μόνιμης εγκατάστασης που επιχείρηση ενός συμβαλλόμενου Κράτους έχει στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος ή κινητής περιουσίας που ανήκει σε καθορισμένη βάση την οποία κάτοικος ενός συμβαλλόμενου Κράτους διατηρεί στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος για την παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης εκείνης της ωφέλειας που προκύπτει από την εκποίηση αυτής της μόνιμης εγκατάστασης (μόνης ή μαζί με όλη την επιχείρηση) ή αυτής της καθορισμένης βάσης, φορολογείται στο άλλο αυτό Κράτος.

 

3.   Η ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση πλοίων ή αεροσκαφών που εκτελούν διεθνείς μεταφορές ή κινητής περιουσίας που συνδέεται με την εκμετάλλευση αυτών των πλοίων ή των αεροσκαφών φορολογούνται με τον ίδιο αυτό τρόπο όπως φορολογούνται τα κέρδη τα οποία προκύπτουν από την εκμετάλλευση αυτών των πλοίων ή των αεροσκαφών.

 

4.   Η ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση όλων των περιουσιακών στοιχείων εκτός από αυτή που αναφέρονται στις παραγράφους 1,2 και 3 φορολογείται μόνο στο συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου είναι κάτοικος το πρόσωπο που εκποιεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.

 

 

Αρθρο 14. Μη εξηρτημένες προσωπικές υπηρεσίες

 

1.   Τα εισοδήματα που αποκτά κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος ή από άλλες δραστηριότητες ανεξάρτητου χαρακτήρα, φορολογούνται μόνο σ' αυτό το Κράτος, εκτός αν αυτός ο κάτοικος έχει στη διάθεσή του κατά συνήθη τρόπο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, καθορισμένη βάση για την άσκηση της δραστηριότητά του.

 

2.   Ο όρος «ελευθέριο επάγγελμα» περιλαμβάνει ειδικά μη εξηρτημένες δραστηριότητες επιστημονικού, φιλολογικού, καλλιτεχνικού, εκπαιδευτικού ή παιδαγωγικού χαρακτήρα, καθώς και τις μη εξηρτημένες δραστηριότητες γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.

 

Αρθρο 15. Εξαρτώμενα επαγγέλματα

 

1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 16, 18 και 19 μισθοί, ημερομίσθια και άλλες παρόμοιες αμοιβές που κάτοικος ενός συμβαλλόμενου Κράτους λαμβάνει λόγω έμμισθης απασχόλησης φορολογούνται μόνο σ' αυτό το Κράτος, εκτός αν αυτή η απασχόληση ασκείται στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος. Αν η απασχόληση ασκείται στο άλλο Κράτος οι λαμβανόμενες αμοιβές μπορούν να φορολογούνται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

 

2.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παρ. 1, οι αμοιβές που λαμβάνει κάτοικος ενός συμβαλλόμενου Κράτους, λόγω έμμισθης απασχόλησης που ασκείται στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος, φορολογούνται μόνο στο πρώτο Κράτος αν:

 

α) ο δικαιούχος διαμένει στο άλλο κράτος για μια χρονική περίοδο ή περιόδους, που δεν υπερβαίνουν συνολικά τις 183 ημέρες σε μια 12μήνη περίοδο που αρχίζει ή τελειώνει στο οικείο οικονομικό έτος και

 

β) οι αμοιβές καταβάλλονται από εργοδότη ή για λογαριασμό εργοδότη που δεν είναι κάτοικος του άλλου Κράτους και

 

γ) οι αμοιβές δεν βαρύνουν μόνιμη εγκατάσταση η καθορισμένη βάση την οποία διατηρεί ο εργοδότης στο άλλο Κράτος.

 

3.   Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, οι αμοιβές που καταβάλλονται για έμμισθη απασχόληση σε πλοίο ή αεροσκάφος σε διεθνείς μεταφορές, φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο που φορολογούνται τα εισοδήματα που προέρχονται από την εκμετάλλευση αυτών των πλοίων ή αεροσκαφών.

 

 

Αρθρο 16. Διευθυντικά στελέχη εταιρειών

 

1.  Τα ποσοστά, τα έξοδα παράστασης και άλλες παρόμοιες παροχές που ο κάτοικος ενός συμβαλλόμενου Κράτους λαμβάνει υπό την ιδιότητα του ως μέλος διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίων ή κάποιου άλλου αναλόγου οργάνου μιας εταιρείας, η οποία είναι κάτοικος του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, μπορούν να φορολογούνται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης και για παροχές που λαμβάνονται λόγω της άσκησης δραστηριοτήτων, οι οποίες σύμφωνα με την νομοθεσία του συμβαλλόμενου Κράτους του οποίου είναι κάτοικος η εταιρεία, θεωρούνται παρόμοιες δραστηριότητες με εκείνες που ασκούνται από πρόσωπο που προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη.

 

 

2.   Οι αμοιβές που λαμβάνει πρόσωπο που προβλέπεται στην παρ. 1 από εταιρεία λόγω άσκησης καθημερινής δραστηριότητας διοικητικού ή τεχνικού χαρακτήρα, καθώς επίσης και οι αμοιβές που λαμβάνει κάτοικος συμβαλλόμενου Κράτους από την προσωπική δραστηριότητα του υπό την ιδιότητα του ως εταίρου μιας εταιρίας, πλην μετοχικής εταιρείας που είναι κάτοικος του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, μπορούν να φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15, ως εάν να πρόκειται για αμοιβή μισθωτού λόγω έμμισθης απασχόλησης και του οποίου ο εργοδότης είναι η εταιρεία.

 

Αρθρο 17. Καλλιτέχνες και αθλητές

 

1.   Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15, τα εισοδήματα που αποκτά κάτοικος ενός συμβαλλόμενου Κράτους από προσωπικές δραστηριότητές του, που ασκούνται στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος ως καλλιτέχνης του θεάματος, όπως καλλιτέχνης του θεάτρου, του κινηματογράφου, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, καθώς επίσης μουσικός ή αθλητής, μπορούν να φορολογούνται σ' αυτό το άλλο Κράτος.

 

 

2.   Εάν τα εισοδήματα που προέρχονται από τις δραστηριότητες που ασκεί προσωπικά ο καλλιτέχνης ή ο αθλητής, δεν περιέρχονται στον ίδιο τον καλλιτέχνη ή τον αθλητή αλλά σε ένα άλλο πρόσωπο, τα εισοδήματα μπορούν να φορολογούνται, ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 7, 14 και 15, στο συμβαλλόμενο Κράτος όπου ασκούνται οι υπηρεσίες του καλλιτέχνη ή του αθλητή.

 

 

Αρθρο 18. Συντάξεις

 

1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 19, συντάξεις και άλλες παρόμοιες αμοιβές που καταβάλλονται σε κάτοικο ενός συμβαλλόμενου Κράτους για προηγούμενη απασχόληση, φορολογούνται μόνο σ' αυτό το Κράτος.

 

2.   Εν τούτοις, συντάξεις και άλλες παροχές, περιοδικές ή μη, που καταβάλλονται σε εκτέλεση της ασφαλιστικής νομοθεσίας ενός συμβαλλόμενου Κράτους, φορολογούνται σ' αυτό το Κράτος.

Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης για συντάξεις και παροχές που καταβάλλονται στα πλαίσια ενός γενικού καθεστώτος που έχει θεσπισθεί από αυτό το συμβαλλόμενο Κράτος για την παροχή συμπληρωματικών πλεονεκτημάτων που παρέχονται με την προαναφερόμενη (ασφαλιστική) νομοθεσία.

 

 

Αρθρο 19. Κυβερνητικές υπηρεσίες

 

1.

α) Οι αμοιβές, εκτός από συντάξεις, που καταβάλλονται από ένα συμβαλλόμενο Κράτος ή μια πολιτική υποδιαίρεσή του ή από τοπική αρχή σ' ένα φυσικό πρόσωπο, για υπηρεσίες που προσφέρονται προς αυτό το Κράτος ή αυτή την πολιτική υποδιαίρεση του ή την τοπική αρχή, φορολογούνται μόνο σ' αυτό το Κράτος.

 

β) Εν τούτοις, οι αμοιβές αυτές φορολογούνται μόνο στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος, αν οι υπηρεσίες παρέχονται μέσα σ΄ αυτό το Κράτος, και αν το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος αυτού του Κράτους και:

1) έχει την υπηκοότητα αυτού του Κράτους, ή

2) δεν έχει γίνει κάτοικος του Κράτους αυτού αποκλειστικά και μόνο για την παροχή των υπηρεσιών.

 

 

2.

α) Οι συντάξεις που καταβάλλονται από ένα συμβαλλόμενο Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεσή του ή τοπική αρχή αυτού είτε άμεσα είτε από εισφορές σε ταμεία που έχουν συσταθεί από αυτό σ' ένα φυσικό πρόσωπο για παρεχόμενες υπηρεσίες προς αυτό το Κράτος, αυτή την πολιτική υποδιαίρεσή του ή αυτή την τοπική αρχή, φορολογούνται μόνο σ' αυτό το Κράτος.

 

β) Εκ τούτοις, οι συντάξεις αυτές, φορολογούνται μόνο στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος εάν το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και υπήκοος αυτού του Κράτους.

 

3.   Οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και 18 εφαρμόζονται για αμοιβές και συντάξεις που καταβάλλονται για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στα πλαίσια εμπορικής ή βιομηχανικής δραστηριότητας ασκούμενης από ένα συμβαλλόμενο Κράτος ή μια πολιτική υποδιαίρεσή του ή τοπική Αρχή.

 

 

Αρθρο 20. Σπουδαστές

 

Τα χρηματικά ποσά τα οποία ένας σπουδαστής ή εκπαιδευόμενος, που είναι ή ήταν αμέσως πριν από τη μετάβασή του σ' ένα συμβαλλόμενο Κράτος, κάτοικος του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους και ο οποίος διαμένει στο πρώτο Κράτος με μοναδικό σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του ή την εξάσκησή του, λαμβάνει για να καλύψει τις δαπάνες διαβίωσης του, εκπαίδευσης ή εξάσκησής του, δεν φορολογούνται σ' αυτό το Κράτος, υπό την προϋπόθεση ότι προέρχονται από πηγές που βρίσκονται εκτός του Κράτους αυτού.

 

 

 

Αρθρο 21. Άλλα εισοδήματα

 

1.   Εισοδήματα κατοίκου ενός συμβαλλόμενου Κράτους, οπουδήποτε και αν προκύπτουν και δεν ρυθμίζονται με προηγούμενα άρθρα αυτής της παρούσας Σύμβασης, φορολογούνται μόνο σ' αυτό το Κράτος.

 

 

2.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται σε εισοδήματα, με εξαίρεση τα εισοδήματα που προέρχονται από ακίνητη περιουσία όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο του άρθρου 6 εάν ο δικαιούχος αυτών των εισοδημάτων, κάτοικος ενός συμβαλλόμενου Κράτους, ασκεί στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα, μέσω μόνιμης εγκατάστασης σ' αυτό ή παρέχει μη εξηρτημένες υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ΄ αυτό και το δικαίωμα ή το περιουσιακό στοιχείο σε σχέση με τα οποία προκύπτουν τα εισοδήματα συνδέεται ουσιαστικά με την μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ' αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 και 14 ανάλογα.

 

 

Αρθρο 22.

 

1.   Όσον αφορά στην Ελλάδα, η διπλή φορολογία αποφεύγεται ως εξής:

α) Όταν κάτοικος της Ελλάδας αποκτά εισοδήματα, που σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης φορολογούνται στο Βέλγιο, η Ελλάδα εκπίπτει από το φόρο που επιβάλλει επί των εισοδημάτων αυτού του κατοίκου, ποσό φόρου ίσο προς το φόρο εισοδήματος που έχει καταβληθεί στο Βέλγιο.

Η έκπτωση αυτή, όμως, δεν μπορεί να υπερβαίνει το τμήμα του φόρου εισοδήματος, που υπολογίζεται πριν από την έκπτωση, που αντιστοιχεί στα εισοδήματα που φορολογούνται στο Βέλγιο.

 

β) Όταν πρόκειται για μερίσματα με την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 10, που καταβάλλονται από εταιρία που είναι κάτοικος Βελγίου σε μια εταιρεία η οποία είναι κάτοικος Ελλάδας και η οποία συμμετέχει με ποσοστό τουλάχιστον 25% στο κεφάλαιο της εταιρίας που καταβάλλει τα μερίσματα, η Ελλάδα παρέχει πέραν της προβλεπόμενης στα εδάφιο (α) έκπτωσης, έκπτωση του τμήματος του βελγικού φόρου που έχει καταβληθεί από τη διανέμουσα εταιρεία, το οποίο αντιστοιχεί στα κέρδη από τα οποία έχουν καταβληθεί τα μερίσματα.

 

 

2.   Όσον αφορά στο Βέλγιο η διπλή φορολογία αποφεύγεται ως εξής:

α) Εάν κάτοικος του Βελγίου αποκτά εισοδήματα που φορολογούνται στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, με εξαίρεση εκείνες των άρθρων 10 παρ. 2, 11 παρ. 2, 7 και 8 και 12 παρ. 2, 6 και 7, το Βέλγιο εξαιρεί από τη φορολογία αυτά τα εισοδήματα, αλλά μπορεί κατά τον υπολογισμό των φόρων του στα υπόλοιπα εισοδήματα αυτού του κατοίκου να εφαρμόσει το συντελεστή του φόρου που θα εφαρμοζόταν αν τα εν λόγω εισοδήματα δεν είχαν εξαιρεθεί από τη φορολογία.

β) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της βελγικής νομοθεσίας σχετικά με τον συμψηφισμό με το βελγικό φόρο, των φόρων που καταβλήθηκαν στην αλλοδαπή, όπου ένας κάτοικος του Βελγίου αποκτά εισοδήματα τα οποία περιλαμβάνονται στο συνολικό εισόδημά του που υπόκεινται σε φορολογία στο Βέλγιο και συνίστανται από μερίσματα τα οποία φορολογούνται σύμφωνα με την παραγρ. 2 του άρθρου 10 και δεν απαλλάσσονται από το Βελγικό φόρο σύμφωνα με το κατωτέρω εδάφιο (γ), από τόκους που φορολογούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 7 ή 8 του άρθρου 11 ή από δικαιώματα που φορολογούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 6 ή 7 του άρθρου 12, ο ελληνικός φόρος που έχει καταβληθεί για αυτά τα εισοδήματα συμψηφίζεται με τον βελγικό φόρο που αντιστοιχεί στα παραπάνω εισοδήματα.

γ) Τα μερίσματα κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 10, τα οποία μια εταιρεία, κάτοικος Βελγίου, λαμβάνει από μία εταιρία κάτοικο Ελλάδας απαλλάσσονται από το φόρο εταιριών στο Βέλγιο υπό τις προϋποθέσεις και περιορισμούς που προβλέπονται από την βελγική νομοθεσία.

δ) Όταν, σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία ζημίες οι οποίες προέρχονται από επιχείρηση που ασκείται από κάτοικο Βελγίου μέσα στα πλαίσια μιας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται στην Ελλάδα έχουν πραγματικά εκπέσει από τα κέρδη αυτής της επιχείρησης κατά τη φορολόγησή τους στο Βέλγιο, η απαλλαγή που προβλέπεται στο εδάφιο (α) δεν εφαρμόζεται στο Βέλγιο, όσον αφορά στα κέρδη άλλων φορολογικών χρήσεων, τα οποία ανήκουν σ' αυτή την μόνιμη εγκατάσταση, στο βαθμό που τα κέρδη αυτά έχουν επίσης εξαιρεθεί της ελληνικής φορολογίας, λόγω συμψηφισμού τους με τις προαναφερόμενες ζημιές.

 

Αρθρο 23. Μη διακριτική μεταχείριση

 

1.   Οι υπήκοοι ενός συμβαλλόμενου Κράτους δεν υπόκεινται στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος σε φορολογία ή άλλη σχετική με αυτή επιβάρυνση, διαφορετική η επαχθέστερη από εκείνη στην οποία υπόκεινται ή μπορεί να υπαχθούν οι υπήκοοι αυτού του άλλου Κράτους, οι οποίοι βρίσκονται κάτω από τις αυτές συνθήκες όσον αφορά την κατοικία. Η διάταξη αυτή, εφαρμόζεται επίσης, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 1, σε πρόσωπα που δεν είναι κάτοικοι του ενός ή και των δύο συμβαλλομένων Κρατών.

 

 

2.   Οι απάτριδες που είναι κάτοικοι ενός συμβαλλόμενου Κράτους δεν υπόκεινται σε κανένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη σε φορολογία ή άλλη σχετική με αυτήν επιβάρυνση διαφορετική ή επαχθέστερη από εκείνη στην οποία υπόκεινται ή μπορεί να υπαχθούν οι υπήκοοι του οικείου Κράτους οι οποίοι βρίσκονται κάτω από τις αυτές συνθήκες.

 

3.   Η φορολογία που επιβάλλεται σε μόνιμη εγκατάσταση, την οποία επιχείρηση ενός συμβαλλόμενου Κράτους διατηρεί στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος, δεν θα είναι λιγότερο ευνοϊκή στο άλλο κράτος από τη φορολογία που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις αυτού του άλλου Κράτους, που ασκούν την ίδια δραστηριότητα. Η παρούσα διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευτεί ότι υποχρεώνει ένα συμβαλλόμενο Κράτος να χορηγεί στους κατοίκους του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, προσωπικές εκπτώσεις, απαλλαγές και φορολογικές μειώσεις λόγω της προσωπικής τους κατάστασης ή των οικογενειακών υποχρεώσεων τους, τις οποίες χορηγεί στους δικούς του κατοίκους.

 

4.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 9, της παραγράφου 7 του άρθρου 11 ή της παραγράφου 6 του άρθρου 12, οι τόκοι, τα δικαιώματα και άλλες δαπάνες καταβαλλόμενες από επιχείρηση ενός συμβαλλόμενου Κράτους, σε κάτοικο του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους εκπίπτονται για τον καθορισμό των φορολογητέων κερδών της εν λόγω επιχείρησης, εκπίπτονται υπό υπό τις αυτές προϋποθέσεις, ως εάν να είχαν καταβληθεί σε κάτοικο του πρώτου Κράτους.

 

5.   Οι επιχειρήσεις ενός συμβαλλόμενου Κράτους, των οποίων το κεφάλαιο, εν όλω ή εν μέρει, άμεσα η έμμεσα, ανήκει ή ελέγχεται από έναν ή περισσοτέρους κατοίκους του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, δεν υπόκεινται στο πρώτο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή άλλη σχετική με αυτήν επιβάρυνση, διαφορετική ή επαχθέστερη από εκείνη στην οποία υπόκεινται ή μπορεί να υπαχθούν άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις του πρώτου Κράτους.

 

6.   Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι εμποδίζει ένα συμβαλλόμενο Κράτος:

 

α) να εφαρμόσει συντελεστή φορολογίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του, στα κέρδη μόνιμου εγκατάστασης την οποία διατηρεί σ' αυτό το Κράτος μια εταιρεία, κάτοικος του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι ο προαναφερόμενος συντελεστής δεν υπερβαίνει τον ανώτατο εφαρμοζόμενο συντελεστή στα κέρδη των εταιρειών που είναι κάτοικοι του πρώτου συμβαλλόμενου Κράτους.

 

β) να επιβάλλει παρακράτηση φόρου στην πηγή επί μερισμάτων προερχόμενων από μια συμμετοχή ουσιαστικά συνδεδεμένη με μόνιμη εγκατάσταση την οποία διατηρεί σ' αυτό το Κράτος εταιρεία που είναι κάτοικος του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους.

 

7.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2, στους φόρους οιασδήποτε μορφής ή ονομασίας.

 

Αρθρο 24. Διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού

 

1.   Όταν ένα πρόσωπο θεωρεί ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί από ένα ή και από τα δύο συμβαλλόμενα Κράτη έχουν ή θα έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή φορολογίας που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, μπορεί, ανεξάρτητα από τα μέσα προσφυγής που προβλέπονται από την εσωτερική νομοθεσία των Κρατών αυτών, να υποβάλλει την υπόθεση του στην αρμόδια αρχή του συμβαλλόμενου Κράτους του οποίου είναι κάτοικος ή, αν η περίπτωσή του εμπίπτει στις διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου 23, στην αρμόδια αρχή του Κράτους του οποίου έχει την υπηκοότητα. Η υπόθεση πρέπει να υποβληθεί εντός περιόδου δύο (2) ετών από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης καταλογισμού του φόρου, η επιβολή του οποίου δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Σύμβασης.

 

2.   Η αρμόδια αρχή, προσπαθεί, αν η ένσταση κριθεί βάσιμη και αν δεν μπορεί να δώσει μια ικανοποιητική λύση η ίδια, να επιλύσει τη διαφορά με αμοιβαία συμφωνία με την αρμόδια αρχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, με σκοπό την αποφυγή της φορολογίας που δεν είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση.

 

3.   Οι αρμόδιες αρχές των συμβαλλομένων Κρατών, προσπαθούν με αμοιβαία συμφωνία, να άρουν τις δυσκολίες, ή να εξαλείψουν τις αμφιβολίες οι οποίες ανακύπτουν από την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης.

 

4.   Οι αρμόδιες αρχές των συμβαλλομένων Κρατών συμφωνούν στο θέμα των απαραίτητων διοικητικών μέτρων για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης και ιδίως στο θέμα των δικαιολογητικών που πρέπει να προσκομίζουν οι κάτοικοι εκάστου συμβαλλόμενου Κράτους για να τύχουν, στο άλλο Κράτος, των φορολογικών απαλλαγών και των εκπτώσεων που προβλέπει η Σύμβαση αυτή.

 

5.   Οι αρμόδιες αρχές των συμβαλλομένων Κρατών επικοινωνούν άμεσα μεταξύ τους για την εφαρμογή της Σύμβασης.

 

 

Αρθρο 25. Ανταλλαγή πληροφοριών

 

1.   Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών ανταλλάσσουν τις πληροφορίες, οι οποίες είναι προδήλως σχετικές με την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της Σύμβασης ή αναγκαίες στη διοίκηση ή σχετικές με την επιβολή των εσωτερικών νομοθεσιών των Συμβαλλομένων Κρατών, αναφορικά με φόρους κάθε είδους και περιγραφής που επιβάλλονται από ή για λογαριασμό των Συμβαλλομένων Κρατών, στο μέτρο που η φορολογία, σύμφωνα με αυτές, δεν είναι αντίθετη με τη Σύμβαση. Η ανταλλαγή των πληροφοριών δεν περιορίζεται από τα Άρθρα 1 και 2.

 

2.   Οποιεσδήποτε πληροφορίες λαμβάνει ένα Συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 θεωρούνται ως απόρρητες κατά τον ίδιο τρόπο με τις πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία τον Κράτους αυτού και αποκαλύπτονται μόνο σε πρόσωπα ή σε αρχές (συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων), που σχετίζονται με τη βεβαίωση ή την είσπραξη, την αναγκαστική εκτέλεση ή δίωξη ή την εκδίκαση προσφυγών, αναφορικά με τους φόρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή εκ παραδρομής των ανωτέρω. Τα πρόσωπα αυτά ή οι αρχές χρησιμοποιούν αυτές τις πληροφορίες μόνο για τους ως άνω σκοπούς. Μπορούν να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες στο δικαστήριο κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία ή σε δικαστικές αποφάσεις. Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις, πληροφορία που λαμβάνει ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς, όταν μια τέτοια πληροφορία δύναται να χρησιμοποιηθεί για αυτούς τους σκοπούς, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία και των δύο Κρατών και η αρμόδια αρχή του Κράτους που παρέχει την πληροφορία εξουσιοδοτεί μια τέτοια χρήση.

 

3.   Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν ερμηνεύονται ότι επιβάλλουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος την υποχρέωση:

(α) να εφαρμόζει διοικητικά μέτρα διαφορετικά από την νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,

(β) να παρέχει πληροφορίες που δεν μπορούν να αποκτηθούν σύμφωνα με τη νομοθεσία ή κατά τη συνήθη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,

(γ) να παρέχει πληροφορίες που να αποκαλύπτουν οποιοδήποτε συναλλακτικό, επιχειρηματικό, βιομηχανικό, εμπορικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή διαδικασία παραγωγής ή πληροφορία, η αποκάλυψη των οποίων θα ήταν αντίθετη με κανόνα δημόσιας τάξης (ordre public).

 

4.   Εάν ζητηθούν πληροφορίες από ένα Συμβαλλόμενο κράτος σύμφωνα με το παρόν Άρθρο, το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος κάνει χρήση των μέτρων συλλογής πληροφοριών με σκοπό να αποκτήσει τις αιτούμενες πληροφορίες, ακόμη και αν αυτό το άλλο Κράτος ενδεχομένως να μην χρειάζεται τις πληροφορίες αυτές για τους δικούς του φορολογικούς σκοπούς. Η υποχρέωση που περιέχεται στην προηγούμενη πρόταση, υπόκειται στους περιορισμούς της παραγράφου 3 αυτού τον Άρθρου αλλά σε καμία περίπτωση τέτοιοι περιορισμοί δεν θεωρείται ότι επιτρέπουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να αρνηθεί να παράσχει τις πληροφορίες αποκλειστικά για το λόγο ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον σε εθνικό επίπεδο για τέτοιες πληροφορίες.

 

 

5.   Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 3 αυτού του Άρθρου δεν θεωρείται ότι επιτρέπουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να αρνηθεί την παροχή των πληροφοριών, αποκλειστικά επειδή οι πληροφορίες αυτές είναι στην κατοχή τράπεζας, άλλου χρηματοπιστωτικού οργανισμού, εταιρείας διαχείρισης χαρτοφυλακίου, ιδρυμάτων, εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου ή προσώπου που ενεργεί ως αντιπρόσωπος, ή ως θεματοφύλακας, ή επειδή οι πληροφορίες συνδέονται με δικαιώματα κυριότητας ενός προσώπου. Για το σκοπό της απόκτησης τέτοιων πληροφοριών, οι φορολογικές αρχές του Κράτους που παρέχουν τις πληροφορίες έχουν την δικαιοδοσία να ζητούν την αποκάλυψη των πληροφοριών και να διεξάγουν έρευνες και ακροαματικές διαδικασίες ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη της εσωτερικής τους νομοθεσίας.

 

Αρθρο 26. Αμοιβαία βοήθεια κατά την είσπραξη

 

1.   Τα συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να παρέχουν αμοιβαία βοήθεια και υποστήριξη με κύριο σκοπό την κοινοποίηση και την είσπραξη των φόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 ως και πρόσθετων φόρων, προσαυξήσεων, τόκων, εξόδων και προστίμων μη ποινικού χαρακτήρα.

 

 

2.   Κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής ενός συμβαλλόμενου Κράτους, η αρμόδια αρχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους εγγυάται, σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν για την κοινοποίηση και είσπραξη των φόρων αυτού του τελευταίου Κράτους, την κοινοποίηση και την είσπραξη των φορολογικών απαιτήσεων που προβλέπονται στη παράγραφο 1 και είναι απαιτητές στο πρώτο Κράτος.

Oι αυτές απαιτήσεις δεν απολαμβάνουν ουδενός προνομίου εντός του οικείου για την είσπραξη Κράτους και το Κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει μέσα εκτέλεσης τα οποία δεν επιτρέπονται σύμφωνα με τις είναι σύμφωνα με τις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις του αιτούντος Κράτους.

 

3.   Στις προβλεπόμενες στη παρ. 2 αιτήσεις επισυνάπτεται προς υποστήριξή τους επίσημο αντίγραφο των εκτελεστών τίτλων συνοδευόμενων, εφόσον είναι αναγκαίο, από ένα επίσημο αντίγραφο τελεσίδικων διοικητικών ή δικαστικών αποφάσεων.

 

4.   Όσον αφορά στις φορολογικές απαιτήσεις οι οποίες δύνανται να αποτελέσουν αντικείμε νο προσφυγής, η αρμόδια αρχή ενός συμβαλλόμενου Κράτους, μπορεί για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων της, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους να λάβει τα προβλεπόμενα από την νομοθεσία του συντηρητικά μέτρα. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών (MUTATIS MUTANDIS) στα μέτρα αυτά.

 

5.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 25 εφαρμόζονται επίσης για κάθε πληροφορία περιερχόμενοι κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, σε γνώση της αρμόδιας αρχής του ενός συμβαλλόμενου Κράτους.

 

 

Αρθρο 27. Προσδιορισμός των αποτελεσμάτων της σύμβασης

 

1.   Οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης δεν περιορίζουν τα δικαιώματα και τα πλεονεκτήματα τα οποία χορηγούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός συμβαλλόμενου Κράτους όσον αφορά στους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2.

 

 

2.   Οι διατάξεις της Σύμβασης δεν επηρεάζουν τα φορολογικά προνόμια που απολαμβάνουν τα μέλη των διπλωματικών ή προξενικών αποστολών, τα οποία παρέχονται είτε με γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου είτε με διατάξεις ειδικών συμφωνιών.

 

 

Αρθρο 28. Θέση σε ισχύ

 

1.   Η παρούσα Σύμβαση θα κυρωθεί και οι τίτλοι επικύρωσης θα ανταλλαγούν εις Βρυξέλλες το ταχύτερο δυνατό.

 

 

2.   Η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την 15η ημέρα από την ημερομηνία ανταλλαγής των τίτλων επικύρωσης και οι διατάξεις της θα έχουν εφαρμογή:

 

α) όσον αφορά τους παρακρατούμενους στην πηγή φόρους, για εισοδήματα που αποκτήθηκαν ή καταβλήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2005

 

β) όσον αφορά τους άλλους φόρους επιβαλλόμενους σε εισοδήματα των φορολογικών χρήσεων 2004 που λήγουν την 31η Δεκεμβρίου 2004 και μετά την ημερομηνία αυτού

 

 

 

3.   Οι διατάξεις της Σύμβασης μεταξύ Ελλάδας και Βελγίου για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και τη ρύθμιση ορισμένων άλλων θεμάτων σχετικών με τη φορολογία εισοδήματος και του Τελικού Πρωτοκόλλου που υπογράφηκαν στην Αθήνα, την 24η Μαΐου 1968, θα παύσουν να ισχύουν για κάθε ελληνικό ή βελγικό φόρο, για τους οποίους η παρούσα Σύμβαση παράγει τα έννομα αποτελέσματα σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2.

 

4.   Λαμβάνοντας υπόψη την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Σύμβασης και κατά το χρόνο παραμονής της σε ισχύ, οι διατάξεις της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Βελγίου για τη αμοιβαία φορολογική απαλλαγή των κερδών που πραγματοποιούνται από επιχειρήσεις θαλάσσιας ή εναέριας μεταφοράς στις διεθνείς μεταφορές που έχει συμφωνηθεί με ανταλλαγή επιστολών στην Αθήνα, 15 και 23 Ιουνίου 1954, θα παύσουν να εφαρμόζονται.

 

 

Αρθρο 29. Καταγγελία

 

Η παρούσα Σύμβαση θα παραμείνει σε ισχύ εφόσον δεν καταγγελθεί από ένα συμβαλλόμενο Κράτος, αλλά, κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη θα μπορεί, μέχρι την 30η Ιουνίου περιλαμβανομένου κάθε έτους μετά τον πέμπτο χρόνο και ακολουθεί εκείνο της ανταλλαγής των τίτλων κύρωσης να την καταγγείλει, εγγράφως και δια της διπλωματικής οδού, στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος. Σε περίπτωση καταγγελίας πριν από την 1η Ιουλίου ως ανωτέρω έτους η Σύμβαση θα εφαρμοσθεί για τελευταία φορά:

 

α) όσον αφορά τους παρακρατούμενους στην πηγή φόρους σε εισοδήματα που αποκτήθηκαν ή καταβλήθηκαν το αργότερο μέχρι την 31 Δεκεμβρίου του έτους της καταγγελίας.

 

β) όσον αφορά τους λοιπούς φόρους επιβαλλόμενους σε εισοδήματα των φορολογικών περιόδων που λήγουν πριν από την 31 Δεκεμβρίου του έτους εκείνου, εντός του οποίου έγινε η καταγγελία της Σύμβασης

 

 

Σε επιβεβαίωση των ανωτέρω, οι κατωτέρω υπογράφοντες, νόμιμα εξουσιοδοτούμενοι γι' αυτό από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.

 

Έγινε στην ΑΘΗΝΑ την 25η Μαΐου 2004 σε δύο πρωτότυπα, στην ελληνική, γαλλική και φλαμανδική γλώσσα και τα τρία κείμενα είναι εξ ίσου αυθεντικά.

 

Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ των κειμένων θα υπερισχύει το γαλλικό κείμενο.

 

Για την Κυβέρνηση                                                    Για την Κυβέρνηση

Της Ελληνικής Δημοκρατίας                                Του Βασιλείου του Βελγίου

 

’Αρθρο Δεύτερο

 

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύμβασης που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 28 αυτής.

 

                                                                                      Αθήνα, 21 Oκτωβρίου 2005