ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ - ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ - 02/01/2013 - Ρυθμίσεις για την τροποποίηση και τη βελτίωση συνταξιοδοτικών, δημοσιονομικών, διοικητικών και λοιπών διατάξεων του Υπουργείου Οικονομικών

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ - ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ - 02/01/2013 - Ρυθμίσεις για την τροποποίηση και τη βελτίωση συνταξιοδοτικών, δημοσιονομικών, διοικητικών και λοιπών διατάξεων του Υπουργείου Οικονομικών

ΘΕΜΑ: Ρυθμίσεις για την τροποποίηση και τη βελτίωση συνταξιοδοτικών, δημοσιονομικών, διοικητικών και λοιπών διατάξεων του Υπουργείου Οικονομικών.

Αιτιολογική έκθεση

Η ανάγκη για την αντιμετώπιση των υπαρκτών προβλημάτων και δυσλειτουργιών που υφίστανται στο κράτος καθώς και στις σχέσεις του με τους πολίτες είναι επιτακτική. Σ’ αυτή τη βάση και πέραν των όσων έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής, με την παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία επιδιώκεται η τροποποίηση και ο εμπλουτισμός διατάξεων που αφορούν τη συνταξιοδοτική νομοθεσία του Δημοσίου, τους δημοσιονομικούς ελέγχους και τη δημοσιονομική διαχείριση, το πλαίσιο των αδρανών καταθέσεων, τη διοίκηση και στελέχωση δομών του Υπουργείου Οικονομικών, αλλά και λοιπές σχετιζόμενες με το εν λόγω Υπουργείο διατάξεις.
Ειδικότερα και συνοπτικά, με τις ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία, μεταξύ άλλων:
α) θεσπίζεται η προκαταβολή ποσού έναντι σύνταξης για τους αποχωρούντες υπαλλήλους του Δημοσίου καθώς και για τους στρατιωτικούς, προκειμένου να αμβλυνθούν τα οικονομικά προβλήματα που αυτοί ενδεχομένως αντιμετωπίζουν λόγω των ενδεχόμενων καθυστερήσεων της απονομής σε αυτούς σύνταξης, καταργούνται οι Επιτροπές Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του άρθρου 1 και του άρθρου 4 του Α.Ν. 599/1968, αυστηροποιούνται οι όροι και προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση των λογοτεχνών – καλλιτεχνών από το Δημόσιο, ενώ περιορίζεται το ποσό της σύνταξης που τους καταβάλλεται, τροποποιούνται διατάξεις του π.δ. 169/2007 ώστε να καταστούν περισσότερο λειτουργικές και ρυθμίζονται διάφορα συνταξιοδοτικά θέματα του Δημοσίου,
β) επικαιροποιείται και συγκεκριμενοποιείται το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τους αδρανείς καταθετικούς λογαριασμούς σε πιστωτικά ιδρύματα,
γ) ρυθμίζονται θέματα λειτουργίας και στελέχωσης του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους,
δ) συγκροτείται Μητρώο Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών ΕΔΕΛ και Μητρώο Εμπειρογνωμόνων για Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους ΕΔΕΛ,
ε) δημιουργείται Διεύθυνση Έκτακτων Δημοσιονομικών Ελέγχων της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων,
στ) καταργείται διάταξη του ν. 3697/2008 στο πλαίσιο της προσπάθειας να επιτευχθεί πλήρης διαφάνεια δημοσιονομικής διαχείρισης με τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο έλεγχο των δημοσίων δαπανών.

Ειδικότερα οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου είναι κατ’ άρθρο οι ακόλουθες:

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Άρθρο 1:Προκαταβολή Σύνταξης

Με τις διατάξεις της παρ. 1 θεσπίζεται η προκαταβολή σύνταξης σε όσους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς αποχωρούν από την Υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης, προκειμένου να αμβλυνθεί το οικονομικό πρόβλημα αυτών, λόγω των καθυστερήσεων στην απονομή της σύνταξης, για τις οποίες προωθούνται πρωτοβουλίες ώστε να μειωθούν σημαντικά. Το ποσό της προκαταβολής ορίζεται σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε ο υπάλληλος ή ο στρατιωτικός κατά το χρόνο της αποχώρησής του από την Υπηρεσία, προσαυξημένου με το πενήντα τοις εκατό (50%) του τυχόν καταβαλλόμενου επιδόματος χρόνου υπηρεσίας. Το ποσό αυτό υπόκειται μόνο σε κρατήσεις φόρου εισοδήματος και υγειονομικής περίθαλψης, καταβάλλεται στο δικαιούχο εντός σαράντα ημερών από την ημερομηνία της ηλεκτρονικής περιέλευσης του Δελτίου Ατομικής και Υπηρεσιακής Κατάστασης (ΔΑΥΚ) στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και μέχρι την έναρξη πληρωμής της σύνταξης, όχι όμως πέραν των οκτώ (8) μηνών. Το ΔΑΥΚ περιέρχεται ηλεκτρονικά στην Υπηρεσία Συντάξεων εντός αποκλειστικής προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών από τη λύση της υπαλληλικής σχέσης του υπαλλήλου. Ειδικά για τους υπαλλήλους του Δημοσίου που υπάγονται στο ενιαίο μισθολόγιο και συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο, το ποσό της προκαταβολής υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έφερε ο υπάλληλος κατά την 31-10-2011. Το ποσό της προκαταβολής συμψηφίζεται με τα αναδρομικά ποσά της καταβαλλόμενης σύνταξης.
Η προκαταβολή δεν καταβάλλεται:
α) σε περίπτωση απόλυσης για πειθαρχικό παράπτωμα ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια των μόνιμων ή ισόβιων υπαλλήλων,
β) σε περίπτωση παραίτησης του υπαλλήλου ή στρατιωτικού που δεν έχει συμπληρώσει τα έτη ασφάλισης για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 26 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων,
γ) σε περίπτωση που η σύνταξη δεν είναι άμεσα καταβλητέα λόγω μη συμπλήρωσης του προβλεπομένου ορίου ηλικίας για την καταβολή της και
δ) σε περίπτωση απόλυσης λόγω ανικανότητας ή θανάτου στην Υπηρεσία. Η εξαίρεση αυτή κρίθηκε επιβεβλημένη, προκειμένου να ελεγχθούν οι δικαιούχοι σύνταξης στην περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου ή στρατιωτικού. Ειδικά στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις αποχώρησης του υπαλλήλου ή του στρατιωτικού, λόγω ανικανότητας, η σύνταξη θα καταβάλλεται κατά απόλυτη προτεραιότητα στους δικαιούχους.
Σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου καταβάλλεται ως προκαταβολή σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της σύνταξής του. Το ίδιο ισχύει και για τα τέκνα του, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις μεταβίβασης σε αυτά της σύνταξής του. Σε περίπτωση που αποβιώσει ο υπάλληλος ο οποίος έχει αποχωρήσει από την Υπηρεσία και βρίσκεται σε αναστολή καταβολής της σύνταξής του λόγω μη συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, καταβάλλεται ως προκαταβολή σύνταξης στα ανωτέρω πρόσωπα ποσό τετρακοσίων (400) ευρώ μηνιαίως. Τα ποσά που καταβάλλονται ως προκαταβολή σύνταξης, συμψηφίζονται με τα αναδρομικά της σύνταξης.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών θα καθορισθούν τα ακόλουθα:
α) ο χρόνος έναρξης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού,
β) η διαδικασία καταβολής της προκαταβολής και
γ) ο έλεγχος των καταβαλλόμενων ποσών.
Επίσης, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορισθεί ο επαναπροσδιορισμός -μείωση ή επιμήκυνση ανάλογα- του χρονικού διαστήματος καταβολής της προκαταβολής σύνταξης καθώς και η χορήγηση προκαταβολής σύνταξης σε όσους τα δικαιολογητικά συνταξιοδότησής τους έχουν περιέλθει στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους μέχρι την ημερομηνία έναρξης του νόμου αυτού (παρ. 3). Με τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 εισάγονται αποκλειστικές προθεσμίες : α) για την έκδοση της πράξης κανονισμού της σύνταξης (έκδοση εντός έξι μηνών από την ημερομηνία πρωτοκόλλησής της σχετικής αίτησης στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους) και β) της αποστολής της αίτησης συνταξιοδότησης και των υπηρεσιακών στοιχείων του υπαλλήλου στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους από την Υπηρεσία του (αποστολή εντός δυο μηνών από την ημερομηνία που φέρει το ΦΕΚ στο οποίο δημοσιεύεται η λύση της υπαλληλικής σχέσης), επειδή έχει υπάρξει πληθώρα περιπτώσεων, όπου η καθυστέρηση αποστολής είναι αδικαιολόγητα υπερβολική, προσεγγίζοντας ακόμα και το ένα έτος. Με τις διατάξεις της παρ. 6 θεσπίζονται κυρώσεις, με βαρύτερες αυτές της δίωξης για ποινικό αδίκημα, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 256 (απιστία σχετική με την υπηρεσία), 259 (παράβαση καθήκοντος) και 261 (παρότρυνση υφισταμένων και ανοχή) του Ποινικού Κώδικα, για τους υπαλλήλους που θα παραβιάσουν τόσο τις ανωτέρω διατάξεις όσο και τις προθεσμίες της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του π.δ. 169/2007 που αφορούν: α) την πρώτη καταβολή της προκαταβολής σύνταξης εντός σαράντα (40) ημερών από την ημερομηνία που θα περιέλθει ηλεκτρονικά στην Υπηρεσία Συντάξεων το ΔΑΥΚ, β) την ηλεκτρονική αποστολή του ΔΑΥΚ στην Υπηρεσία Συντάξεων εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λύσης της υπαλληλικής σχέσης του υπαλλήλου, γ) την παρέλευση των έξι (6) μηνών για την έκδοση της πράξης καταβολής της σύνταξης από την ημερομηνία πρωτοκόλλησης της σχετικής αίτησης στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και δ) την παρέλευση δύο (2) μηνών για την αποστολή της αίτησης συνταξιοδότησης και των υπηρεσιακών στοιχείων του υπαλλήλου στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους από την Υπηρεσία του. Οι συγκεκριμένες διατάξεις αποβλέπουν πρωτίστως τόσο στην προστασία-διασφάλιση του διοικούμενου –στην προκειμένη περίπτωση υπαλλήλου ή στρατιωτικού που αποχωρεί από την υπηρεσία– όσο και στην προστασία-θωράκιση του ίδιου του υπαλλήλου που λόγω της ευαίσθητης θέσης στην οποία εργάζεται, καλείται να ενεργήσει εντός συγκεκριμένου χρόνου και όχι απλώς εύλογου χρόνου τα διαλαμβανόμενα στις ανωτέρω διατάξεις, χωρίς παρεκκλίσεις και οιασδήποτε μορφής παρεμβάσεις. Με τις διατάξεις της παρ. 7 ορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 1 δεν έχουν εφαρμογή για τους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ που διέπονται από το ίδιο με τους δημόσιους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς και των οποίων οι συντάξεις δεν καταβάλλονται από το Δημόσιο και εξακολουθούν να ισχύουν για τα πρόσωπα αυτά οι διατάξεις του άρθρου 57 του π.δ. 169/2007, αφού στους φορείς που εκδίδουν τις σχετικές πράξεις συνταξιοδότησης δεν υφίσταται το πρόβλημα της καθυστέρησης που υπάρχει στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

 

Άρθρο 2:Κατάργηση των Επιτροπών των Άρθρων 14 και 66 του π.δ. 169/2007

Με τις διατάξεις του άρθρου 2 καταργείται η Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του άρθρου 1 του Α.Ν. 599/1968. Η Επιτροπή αυτή έχει ως έργο την εκδίκαση ενστάσεων των ενδιαφερομένων κατά συνταξιοδοτικών πράξεων που τους αφορούν. Οι συνταξιοδοτικές πράξεις μπορούν να προσβληθούν είτε με ένσταση ενώπιον της ανωτέρω Επιτροπής, είτε με έφεση ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Η κατάργηση της Επιτροπής αυτής κρίθηκε απαραίτητη για τους ακόλουθους λόγους:
α) Το σύνολο σχεδόν των αποφάσεων της καταργούμενης Επιτροπής είναι απορριπτικές για τον ενδιαφερόμενο, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να προσφύγει κατά των αποφάσεών της στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενώ ήδη είχε μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα (κατά μέσο όρο περίπου 2 έτη) αναμένοντας την απόφαση της Επιτροπής.
β) Το ανωτέρω χρονικό διάστημα αναμένεται να επιμηκυνθεί έτι περαιτέρω λόγω της αθρόας εξόδου των υπαλλήλων από τις Υπηρεσίες του Δημοσίου και του τεράστιου φόρτου εργασίας που ήδη υπάρχει στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
γ) Εξαλείφεται η δαπάνη επί του Κρατικού Προϋπολογισμού που δημιουργούσε η λειτουργία της καταργούμενης Επιτροπής.
Κατόπιν των ανωτέρω, επειδή η λειτουργία της ανωτέρω Επιτροπής δεν παρείχε ουσιαστικό όφελος στον ενδιαφερόμενο, με τις προτεινόμενες διατάξεις διευκολύνεται να προσφύγει άμεσα στο Ελεγκτικό Συνέδριο (παρ. 1 και 3) και να έχει την τελική κρίση επί του αιτήματός του σε βραχύτερο χρονικό διάστημα.
Από πλευράς δικονομίας προβλέπεται (παρ. 2) ότι η πράξη κανονισμού σύνταξης υπόκειται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου τόσο από τον οποιονδήποτε έχοντα έννομο συμφέρον, εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της πράξης όσο και από τον Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Διενέργειας Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων χωρίς περιορισμό από προθεσμία, σε τέσσερις διαζευκτικά περιπτώσεις: i) αν κατά το διενεργούμενο έλεγχο διαπιστωθεί εσφαλμένη εφαρμογή συνταξιοδοτικών διατάξεων ή ii) αν η πράξη που προσβάλλεται στηρίζεται σε ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων ή σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα ή σε πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα, εφόσον τα περιστατικά αυτά προκύπτουν από αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή βούλευμα ή iii) αν εμφιλοχώρησε πλάνη για τα πράγματα ή iv) αν με την πράξη που προσβάλλεται κανονίστηκε σύνταξη, χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή μεγαλύτερη από αυτή που καθορίζει ο νόμος.
Επίσης, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης που εξέδωσε την πράξη μπορεί χωρίς περιορισμό από προθεσμία να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει αυτή, εάν διαπιστωθεί ότι για την έκδοση της πράξης εφαρμόστηκαν εσφαλμένα οι σχετικές συνταξιοδοτικές διατάξεις ή δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης (παρ. 4).
Οι εκκρεμούσες κατά την ημερομηνία ισχύος του νόμου αυτού ενστάσεις ενώπιον της καταργούμενης Επιτροπής λογίζονται για λόγους επιτάχυνσης των διαδικασιών ως σιωπηρώς απορριφθείσες, τα σχετικά παράβολα επιστρέφονται στους δικαιούχους και η τεκμαιρόμενη απόρριψη μπορεί να προσβληθεί με έφεση ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Επίσης, οι εκκρεμούσες κατά την ημερομηνία ισχύος του νόμου αυτού αιτήσεις για εξέταση από την καταργούμενη Επιτροπή του άρθρου 14 του π.δ. 169/2007 διαβιβάζονται στις αρμόδιες Διευθύνσεις Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων προκειμένου να εξεταστούν (παρ. 5).

Η κατάργηση της ανωτέρω Επιτροπής του άρθρου 66 καταλαμβάνει και τις πράξεις κανονισμού σύνταξης που εκδίδονται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων των Ασφαλιστικών Οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, οι οποίες, με βάση ειδικές ή γενικές διατάξεις, υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον της καταργούμενης με τις διατάξεις της παρ. 4 Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (παρ. 6).

Άρθρο 3:Τροποποίηση του π.δ. 169/2007

Με τις διατάξεις της παρ. 1 ορίζεται ότι τα ξενόγλωσσα πιστοποιητικά σπουδών που απαιτούνται προκειμένου να εξακολουθήσει να καταβάλλεται η σύνταξη σε τέκνο θανόντος συνταξιούχου του Δημοσίου πρέπει να φέρουν τη σφραγίδα Apostille, η οποία προβλέπεται από τη σύμβαση της Χάγης της 5-10-1961 σχετικά με την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης δημόσιων εγγράφων της αλλοδαπής, γεγονός που διευκολύνει και τον ενδιαφερόμενο αλλά και την Υπηρεσία Συντάξεων, διασφαλίζοντας την αποτροπή πλαστής επικύρωσης.

Με τις διατάξεις της παρ. 2 προβλέπεται ότι για τη μεταβίβαση της σύνταξης σε άγαμες θυγατέρες δεν λαμβάνεται υπόψη το τεκμαρτό εισόδημα που αναλογεί σε πρώτη κατοικία ή/και κατοχή ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτου σε περίπτωση που το τεκμαιρόμενο εισόδημα είναι χαμηλότερο από το αφορολόγητο όριο που ισχύει κάθε φορά για μισθωτούς και συνταξιούχους, αφού παρουσιάστηκε το φαινόμενο της απόρριψης αιτήσεων ενδιαφερομένων με μηδενικό πραγματικό εισόδημα.

Με τις διατάξεις της παρ. 3 προβλέπεται ότι, προκειμένου να ενσωματωθεί το επίδομα θέσης ευθύνης στο συντάξιμο μισθό των προϊσταμένων οργανικών μονάδων, θα πρέπει τα πρόσωπα αυτά: α) να έχουν επιλεγεί για τη θέση αυτή, σύμφωνα με τις κάθε φορά ισχύουσες διοικητικές διατάξεις από το αρμόδιο κατά περίπτωση διοικητικό όργανο και όχι να έχουν ασκήσει τα καθήκοντα αυτά κατά ανάθεση ή κατά αναπλήρωση και β) να έχουν ασκήσει τα εν λόγω καθήκοντα υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις τουλάχιστον για μια διετία, ώστε να μην παρατηρείται το φαινόμενο υπάλληλοι που έχουν ασκήσει τα καθήκοντα Προϊσταμένου για πολύ μικρό χρονικό διάστημα να προσαυξάνουν το συντάξιμο μισθό τους με το επίδομα θέσης ευθύνης, χωρίς να έχουν καταβληθεί οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές για ικανό χρονικό διάστημα και να αντιμετωπίζονται ευνοϊκότερα σε σχέση με άλλους υπαλλήλους που έχουν ασκήσει τα καθήκοντα αυτά για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Με τις διατάξεις της παρ. 4 ορίζεται ρητά ότι ο χρόνος υπηρεσίας που χρησίμευσε για την απόκτηση δικαιώματος σύνταξης από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης δεν μπορεί να αξιοποιηθεί συνταξιοδοτικά για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και από άλλο ασφαλιστικό οργανισμό, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου. Τα επιδόματα νόσου και ανικανότητας που καταβάλλονται με τις συντάξεις του Δημοσίου, υπολογίζονται σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του Λοχαγού. Επειδή με το νέο μισθολόγιο μειώθηκε ο βασικός μισθός του ανωτέρω βαθμού, γεγονός που συνεπάγεται και τη μείωση των ανωτέρω επιδομάτων και δεδομένου ότι τα πρόσωπα αυτά χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, με τις διατάξεις της παρ. 5 προβλέπεται ότι τα επιδόματα αυτά θα εξακολουθήσουν να καταβάλλονται με βάση το μισθό του λοχαγού όπως αυτός ίσχυε την 31-7-2012. Το ίδιο θα ισχύσει και για το ποσό της σύνταξης των αναπήρων οπλιτών πολέμου και ειρηνικής περιόδου.

Με τις διατάξεις της παρ. 6 προβλέπεται ότι το ποσό του κατώτατου ορίου σύνταξης του Δημοσίου εξακολουθεί να υπολογίζεται από 1-11-2011 και μετά με τον τρόπο που υπολογιζόταν πριν από την ημεροχρονολογία αυτή (περ. α’) και παραμένει το ίδιο μέχρι την 31-12-2015 (περ. β’).

Με τις διατάξεις της παρ. 7 προβλέπεται ότι οι κληρικοί που απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την 1-1-1993 και, παράλληλα, έχουν και την ιδιότητα του εκπαιδευτικού, ανεξαρτήτως του χρόνου που απέκτησαν τη δεύτερη, δεν μπορούν να λαμβάνουν δύο συντάξεις από το Δημόσιο, όπως ισχύει για όλους τους υπαλλήλους – λειτουργούς του Δημοσίου. Επομένως, κατά τη συνταξιοδότησή τους θα επιλέξουν τη μία εξ αυτών.

Με τις διατάξεις της παρ. 8 και προκειμένου να καταστεί ευχερής η άμεση είσπραξη αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών σε υπαλλήλους και στρατιωτικούς που αποχωρούν από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης, προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις που ο υπάλληλος ή ο στρατιωτικός αποχωρεί λόγω συνταξιοδότησης και έχει εισπράξει όταν ήταν εν ενεργεία αποδοχές που δεν δικαιούται, τα ποσά που καταβλήθηκαν χωρίς να οφείλονται παρακρατούνται συμψηφιστικά από το ποσό της προκαταβολής έναντι σύνταξης, σε περίπτωση δε που αυτό δεν επαρκεί το υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού, παρακρατείται από τα αναδρομικά της σύνταξής του ή της σύνταξης των δικαιούχων μελών της οικογένειάς του. Εάν υπολείπεται επιπλέον οφειλόμενο ποσό, αυτό παρακρατείται από τη σύνταξή του ή τη σύνταξη των δικαιούχων μελών της οικογένειάς του, σε μηνιαίες ισόποσες δόσεις, η κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να υπερβαίνει το ¼ της μηνιαίας καταβαλλόμενης σύνταξης, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό αυτό θα εξοφληθεί εντός διετίας. Εφόσον το ανωτέρω ποσό δεν μπορεί να εξοφληθεί με δόσεις, σύμφωνα με τα παραπάνω, καταλογίζεται σε βάρος του υπαλλήλου ή του στρατιωτικού και η σχετική πράξη καταλογισμού αποστέλλεται για είσπραξη στην αρμόδια ΔΟΥ. Επίσης, προβλέπεται ότι οφειλόμενο ποσό μέχρι και εκατό (100) ευρώ εισπράττεται εφάπαξ υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό αυτό δεν υπερβαίνει το ¼ της μηνιαίας καταβαλλόμενης σύνταξης. Η ανωτέρω παρακράτηση από τη σύνταξη σε δόσεις γίνεται με πράξη του αρμόδιου Διευθυντή Συντάξεων. Οι εν λόγω διατάξεις έχουν ανάλογη εφαρμογή για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, οι οποίοι κατά παράβαση των σχετικών διοικητικών διατάξεων παρέμειναν στην Υπηρεσία, λαμβάνοντας αποδοχές ενέργειας, γεγονός που διαπιστώθηκε από τα αρμόδια για την απονομή της σύνταξης όργανα κατά την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματός τους. Ειδικά οι διατάξεις της παραγράφου αυτής που αφορούν στην παρακράτηση οφειλόμενου ποσού με δόσεις έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις περιπτώσεις αχρεωστήτως καταβαλλομένων συντάξεων, βοηθημάτων καθώς και επιδομάτων που καταβάλλονται μαζί με τη σύνταξη ή το βοήθημα.

Με τις διατάξεις της παρ. 9 καταργούνται οι διατάξεις του π.δ. 169/2007 που προβλέπουν ότι οι συνταξιοδοτικές υποθέσεις μπορούν να επαναφερθούν για εξέταση, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι επικαλούνται αντίθετη αμετάκλητη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου (περ. α’) και προβλέπεται ότι κατ’ εξαίρεση μπορεί να ζητηθεί η ανάκληση πράξης αναγνώρισης ως συνταξίμου του χρόνου της στρατιωτικής θητείας, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, εφόσον με την πράξη αυτή θεμελιώνεται συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι την 31-12-2010, προκειμένου ο υπάλληλος να υπαχθεί σε ευνοϊκότερες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης. Τα προαναφερόμενα ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη έχει εκδοθεί μέχρι την προαναφερόμενη ημερομηνία (περ. β’). Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά παρέχεται δικαίωμα επιλογής στο συνταξιοδοτούμενο.

Με τις διατάξεις της παρ. 10 ορίζεται ότι διενεργείται ολική απογραφή των συνταξιούχων του Δημοσίου τουλάχιστον κάθε πέντε έτη, αρχής γενομένης από 1-1-2017, η οποία, σε συνδυασμό με τη θέσπιση του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης των μεταβολών της προσωπικής κατάστασης του συνταξιούχου, θα εκμηδενίσει τη δυνατότητα είσπραξης για μακρό χρονικό διάστημα από τρίτους ποσών που πιστώθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό θανόντων συνταξιούχων του Δημοσίου, λόγω της δόλιας μη γνωστοποίησης του θανάτου αυτών στην αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Ήδη στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αποτιμώνται τα αποτελέσματα της απογραφής του έτους 2012 και ελέγχονται οι περιπτώσεις των συνταξιούχων που τελικά δεν απογράφηκαν.

Άρθρο 4:Ρύθμιση Άλλων Συνταξιοδοτικών Θεμάτων

Με τις διατάξεις της παρ. 1 ορίζεται ότι για την κατ’ εξαίρεση θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992, μέχρι την 31-122012, απαιτείται η συμπλήρωση τόσο της 15ετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας όσο και του 65ου έτους της ηλικίας του υπαλλήλου.

Με τις διατάξεις της παρ. 2 προβλέπονται τα ακόλουθα:
α) Οι διατάξεις για την περικοπή της σύνταξης κατά 70% για όσους συνταξιούχους του Δημοσίου απασχολούνται στο δημόσιο τομέα της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982, έχουν εφαρμογή και για τους συνταξιούχους του τομέα αυτού, των οποίων οι συντάξεις καταβάλλονται από Ασφαλιστικούς Οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (περ. α’).
β) Μετά την τροποποίηση από 1-5-2004 του άρθρου 11 του 8ου παραρτήματος του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (Κ.Υ.Κ.) το Γραφείο Διαχείρισης και Εκκαθάρισης Ατομικών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ζήτησε ο υπολογισμός του αναλογιστικού ισοδυνάμου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτήσει υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, να γίνεται κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στη Διοίκηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και όχι κατά την ημερομηνία που περιέρχεται η αίτηση αυτή στους Ελληνικούς οργανισμούς σύνδεσης. Το θέμα αυτό ρυθμίστηκε με τις διατάξεις της περ. α’ της παρ. 6 του άρθρου 18 του ν. 3865/2010 αλλά εκ παραδρομής δεν τροποποιήθηκαν και οι διατάξεις των περ. α’ και β’ της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 2592/1998, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς την ημερομηνία που έπρεπε να ληφθεί υπόψη προκειμένου να διενεργηθεί ο σχετικός υπολογισμός (περ. β’).
γ) Με τις διατάξεις της περ. γ’ διορθώνονται οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περ. β’ της παρ. 6 του άρθρου 18 του ν. 3865/2010 λόγω του ότι εκ παραδρομής σε αυτές είχε αναγραφεί ως αρμόδιος για τη διενέργεια της αναγωγής του αναλογιστικού ισοδυνάμου στο χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του ο οργανισμός σύνδεσης, αντί του κατά περίπτωση αρμόδιου Ασφαλιστικού Οργανισμού.
δ) Οι διατάξεις των περ. β’ και γ’ έχουν εφαρμογή από 1-5-2004, ημερομηνία τροποποίησης του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (περ. δ’).

Με τις διατάξεις της παρ. 3 ορίζεται ότι τα μέλη της Επιτροπής Προμηθειών Υγείας του ν. 3580/2007 εξακολουθούν να διέπονται από το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς που είχαν πριν το διορισμό τους στην Επιτροπή αυτή, σε περίπτωση δε που δεν είχαν ασφαλιστεί σε οποιονδήποτε Ασφαλιστικό Οργανισμό κύριας ασφάλισης της χώρας, ασφαλίζονται στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.

Με τις διατάξεις της παρ. 4 προβλέπεται ότι η πενταετής προθεσμία για την άσκηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος για τα τέκνα που είναι ανίκανα για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω, αυξάνεται στο διπλάσιο. Οι διατάξεις αυτές κρίθηκαν επιβεβλημένες, γιατί ορισμένα από τα ανωτέρω πρόσωπα λόγω της κατάστασής τους (βαριές αναπηρίες) δεν μπορούν να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και ιδιαίτερα μετά το θάνατο και του δεύτερου γονέα τους μένουν εντελώς απροστάτευτα χωρίς κανένα οικονομικό πόρο. Επίσης, προβλέπεται ότι δικαιώματα που κρίθηκαν και απορρίφθηκαν πριν τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού επανακρίνονται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων και τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επομένου της υποβολής της σχετικής αίτησης μήνα.

Με τις διατάξεις της περ. α’ της παρ. 5 προβλέπεται ότι εφόσον ο υπάλληλος ή ο στρατιωτικός αποχωρεί με αίτησή του και είχε κατά την 31-12-2010 συμπληρώσει 15έτη συντάξιμη υπηρεσία και το 65ο έτος της ηλικίας του ή το 60ο , προκειμένου για γυναίκες, θεωρείται ότι έχει θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης και επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 6 του ν. 3865/2010, μπορεί να λάβει άμεσα τη σύνταξή του οποτεδήποτε και αν αποχωρήσει από την Υπηρεσία. Επίσης, προβλέπεται ότι δικαιώματα που κρίθηκαν και απορρίφθηκαν πριν τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού επανακρίνονται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων και τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επομένου της υποβολής της σχετικής αίτησης μήνα. Με τις διατάξεις της περ. γ’ ορίζεται ρητά ότι οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3865/2010 που αφορούν στην περικοπή της σύνταξης για όσους συνταξιούχους του Δημοσίου εργάζονται ή αυτοαπασχολούνται έχουν εφαρμογή και για όσους λαμβάνουν βουλευτική σύνταξη ή χορηγία, καθορίζεται η έννοια του αυτοαπασχολούμενου και προβλέπεται ότι εξαιρούνται της ανωτέρω περικοπής όσοι λαμβάνουν πολεμική σύνταξη ή σύνταξη παθόντος στην Υπηρεσία και εξαιτίας αυτής ή έχουν ανίκανο για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος τέκνο, ή είναι πολύτεκνοι με τουλάχιστον ένα ανήλικο τέκνο ή τέκνο που σπουδάζει.

Με τις διατάξεις της παρ. 6 ορίζονται τα ακόλουθα:
α) Ειδικά στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης, για τα πρόσωπα που αποχωρούν από την Υπηρεσία έχοντας τεθεί σε καθεστώς προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας ή έχουν απολυθεί αυτοδίκαια από την Υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του ν. 4024/2011, εφόσον απονέμων τη σύνταξη φορέας είναι το Δημόσιο, καταβάλλεται άμεσα και το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο συμμετέχοντα φορέα. Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες θεσπίστηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 3 της από 16-12-2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ 262 Α’) επαναλαμβάνονται προκειμένου να περιβληθούν τον τύπο του άρθρου 73 του Συντάγματος (περ. α’).
β) Οι εισφορές για υγειονομική περίθαλψη που παρακρατούνται από τις αποδοχές του υπαλλήλου να υπολογίζονται επί των αποδοχών που του καταβάλλονται βάσει του νέου μισθολογίου του Δεύτερου Κεφαλαίου του προαναφερόμενου ν. 4024/2011 (περ. β’).
γ) Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 έχουν εφαρμογή μόνο για τα πρόσωπα που υπάγονται στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου ή συνταξιοδοτούνται βάσει των δημοσιοϋπαλληλικών διατάξεων (περ. γ’).
δ) Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4024/2011 με τις οποίες προβλέπεται ότι οι μετακλητοί υπάλληλοι και οι αιρετοί των οποίων ο χρόνος θητείας στις θέσεις αυτές λογίζεται ότι διανύθηκε σε οργανική θέση Προϊσταμένου Οργανικής Μονάδας επιπέδου Διεύθυνσης, δεν παρέχουν το δικαίωμα στα ανωτέρω πρόσωπα να ενσωματώσουν το επίδομα θέσης ευθύνης Διευθυντού στο συντάξιμο μισθό τους. Εξυπακούεται ότι το ανωτέρω επίδομα θα ενσωματωθεί στο συντάξιμο μισθό τους εάν πριν το διορισμό τους στις θέσεις αυτές ή μετά την αποχώρησή τους από αυτές είχαν επιλεγεί ή θα επιλεγούν στο μέλλον για τη θέση Προϊσταμένου Διεύθυνσης και είχαν ασκήσει ή θα ασκήσουν στο μέλλον τα καθήκοντα αυτά, οπότε θα λαμβάνουν με τις αποδοχές τους και το εν λόγω επίδομα (περ. δ’).
ε) Εξαιρούνται από τις μειώσεις του άρθρου 1 του ν. 4051/2012 και όσοι λαμβάνουν εξ ιδίου δικαιώματος πολεμική σύνταξη (περ. ε’).

Με τις διατάξεις της παρ. 7 προβλέπεται ότι η καταργούμενη με την παράγραφο β του άρθρου 1 του ν. 4093/2012 διάταξη κατ’ εξαίρεση εξακολουθεί να ισχύει μόνο για τα πρόσωπα που έχουν τεθεί σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του ν. 4024/2011, ώστε να συνταξιοδοτηθούν άμεσα μετά την αυτεπάγγελτη απόλυσή τους με τη συμπλήρωση 35 ετών συντάξιμης υπηρεσίας και του 55ου έτους της ηλικίας τους, όπως προέβλεπαν οι διατάξεις αυτές και να μην διαψευσθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους.

Με τις διατάξεις της παρ. 8 εναρμονίζονται οι προϋποθέσεις και το ποσό καταβολής του ΕΚΑΣ στους συνταξιούχους του Δημοσίου με τα ισχύοντα για τους συνταξιούχους των ασφαλιστικών φορέων που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και προβλέπεται ότι από 1-1-2014 το ΕΚΑΣ θα καταβάλλεται στους δικαιούχους με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους. Οι εξαιρέσεις από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας για την καταβολή του ΕΚΑΣ εξακολουθούν να ισχύουν. Επίσης, στην ίδια παράγραφο προβλέπεται διόρθωση της σχετικής διάταξης του ν. 4093/2012 ώστε να εξαιρούνται των μειώσεων όχι μόνο οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, γενικά, αλλά και οι Ανάπηροι Πολέμου Αξιωματικοί Πολεμικής Διαθεσιμότητας, οι οποίοι είναι ανάπηροι με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω. Στην Ελλάδα από την αρχαιότητα οι ανάπηροι πολέμου τύγχαναν ειδικής προστασίας, φροντίδας και τιμητικών διακρίσεων. Η νεότερη Ελλάδα από την ίδρυσή της μέχρι και σήμερα, αντιμετώπιζε αυτές ειδικά τις περιπτώσεις κατά τον ίδιο τρόπο προβλέποντας συνταγματικά την προστασία και την τιμητική διάκριση των ατόμων που προσέφεραν τη σωματική τους αρτιμέλεια και την υγεία τους στην πατρίδα. Ως εκ τούτου, είναι δεδομένο ότι η Χώρα σήμερα, ακόμη και υπό την παρούσα δυσμενή οικονομική συγκυρία, οφείλει να πράξει το ίδιο ως τον ελάχιστο φόρο τιμής προς τους εναπομείναντες Αναπήρους Πολέμου Αξιωματικούς Πολεμικής Διαθεσιμότητας σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και σεβασμού για τη μεγάλη θυσία τους.

Με τις διατάξεις της παρ. 9 προβλέπεται ότι, μετά την δημιουργία του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ) και την κατάργηση των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων υγειονομικών επιτροπών, οι συνταξιούχοι του Δημοσίου για τους οποίους προβλέπεται παραπομπή στην Ειδική Υγειονομική Επιτροπή, παραπέμπονται πλέον στην Ανωτάτη Στρατού Υγειονομική Επιτροπή, λόγω της άρνησης του ΚΕΠΑ να εξετάσει τις περιπτώσεις αυτές.
Έχει παρατηρηθεί, ότι σε πολλές περιπτώσεις και λόγω της πολυνομίας που υπάρχει σχετικά με τα συνταξιοδοτικά θέματα, υπάλληλοι αποχωρούν από την Υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης χωρίς να πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις για αυτήν. Για το λόγο αυτό, με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 10 δίνεται η δυνατότητα στους υπαλλήλους αυτούς να επανέλθουν στην Υπηρεσία υπό την προϋπόθεση ότι η πλάνη των υπαλλήλων αυτών προκύπτει από σχετικό έγγραφο ή πράξη απορριπτική ή μελλοντικής συνταξιοδότησης της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

Με τις διατάξεις της παρ. 11 προβλέπεται ότι οι μετακλητοί υπάλληλοι που υπηρετούν στις θέσεις αυτές κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να επιλέξουν τη διατήρηση του ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού καθεστώτος στο οποίο υπάγονταν πριν το διορισμό τους στις θέσεις αυτές. Η ρύθμιση αυτή, η οποία ήδη ισχύει για τους Γενικούς και Ειδικούς Γραμματείς (παρ. 8 του άρθρου 8 του ν. 2227/1994) κρίθηκε σκόπιμο να επεκταθεί και στα ανωτέρω πρόσωπα δεδομένου ότι αυτά, κατά κανόνα, προσλαμβάνονται στο Δημόσιο για μικρό χρονικό διάστημα και αναγκάζονται να καταβάλλουν εισφορές για Ασφαλιστικούς Οργανισμούς (κυρίως τα Μετοχικά Ταμεία) από τα οποία δεν θα λάβουν ποτέ σύνταξη ή μέρισμα. Ειδικά για τα πρόσωπα που προσλαμβάνονται στο Δημόσιο για μικρό χρονικό διάστημα οποιασδήποτε μορφής υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικής εισφοράς σε ασφαλιστικό φορέα του Δημοσίου καταργείται, καθώς ελλείπει ο χαρακτήρας της ανταποδοτικότητας. Η ασφαλιστική – συνταξιοδοτική τακτοποίηση όσων από τα ανωτέρω πρόσωπα επιλέξουν το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς της προηγούμενης θέσης τους διενεργείται από την ημερομηνία του διορισμού τους και μετά σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα. Εάν μετά την κατά τα ανωτέρω ασφαλιστική τακτοποίηση διαπιστωθεί ότι έχουν παρακρατηθεί από 1-1-2012 και μετά επιπλέον ασφαλιστικές εισφορές για φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή για Μετοχικό Ταμείο, αυτές αποδίδονται στους δικαιούχους. Οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή για όσους συνταξιούχους του Δημοσίου διορίζονται σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων, για τους οποίους οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί των αποδοχών της θέσης του μετακλητού.

Με τις διατάξεις της παρ. 12 προβλέπεται η αναπροσαρμογή από 1-8-2012 των συντάξεων των συνταξιούχων του Δημοσίου που υπάγονται στα μισθολόγια της παρ. β του άρθρου 1 του ν. 4093/2012 σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 13 έως και 36 καθώς και της παρ. 38 υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Η εν λόγω αναπροσαρμογή επιβάλλεται από τις ήδη ισχύουσες διατάξεις της παρ. 2 των άρθρων 9 και 34 του π.δ. 169/2007, όπως επανειλημμένα έχουν ερμηνευθεί οι διατάξεις αυτές με σωρεία σχετικών αποφάσεων της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι προτεινόμενες, όμως, διατάξεις κρίνονται επιβεβλημένες, επειδή για πρώτη φορά με την αυτοδίκαιη αναπροσαρμογή των συντάξεων, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, θα υπάρξει μείωση αυτών.

Με τις διατάξεις της παρ.13 αυστηροποιούνται οι όροι και προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση των λογοτεχνών – καλλιτεχνών από το Δημόσιο και περιορίζεται το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται στα πρόσωπα αυτά στα 720 ευρώ. Στο ποσό αυτό περιορίζονται και οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις αναδρομικά από 1-1-2013. Η περικοπή αυτή κρίθηκε επιβεβλημένη λόγω του ότι είναι η μόνη κατηγορία συνταξιούχων του Δημοσίου που δεν υπέστη καμία μείωση στη σύνταξη και μάλιστα παρά την αλλότρια προς το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου φύση των καταβαλλομένων σχετικών συντάξεων. Επίσης, με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται ότι οι συντάξεις των ανωτέρω προσώπων δεν μεταβιβάζονται.

Με τις διατάξεις της παρ. 14 ορίζεται ότι από 1-1-2013, ως ημερομηνία καταβολής των συντάξεων του Δημοσίου ορίζεται η τελευταία εργάσιμη ημέρα του προηγούμενου μήνα.

Με τις διατάξεις της παρ. 15 ορίζεται η έκταση εφαρμογής των διατάξεων των προηγούμενων άρθρων και αυτού.

Άρθρο 5:Διοικητικές Διατάξεις

Με τις διατάξεις του άρθρου 5 ανακατανέμονται για λειτουργικούς λόγους οι αρμοδιότητες μεταξύ των Διευθύνσεων Συντάξεων, με κατάργηση του Δ’ Τμήματος της 43ης Διεύθυνσης και μεταφορά αυτού στη 42η Διεύθυνση. Η τροποποίηση αυτή κρίθηκε επιβεβλημένη λόγω συνάφειας του αντικειμένου του Β’ Τμήματος της 42ης Διεύθυνσης (Κανονισμός και Εκτέλεση Πληρωμής Συντάξεων Εκπαιδευτικού Προσωπικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης) με το αντικείμενο του καταργουμένου Δ’ Τμήματος της 43ης Διεύθυνσης (Κανονισμός και Εκτέλεση Πληρωμής Συντάξεων Εκπαιδευτικού Προσωπικού Ανωτάτων και Ανωτέρων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων). Επίσης, μετά την κατάργηση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων με τις διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου αυτού, καταργείται και το Γ’ Τμήμα της 47ης Διεύθυνσης στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διαδικασία εκδίκασης των ενστάσεων που ασκούνται ενώπιον της Επιτροπής αυτής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΑΔΡΑΝΕΙΣ ΚΑΤΑΘΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ

Άρθρο 6:Σκοπός

Με τη διάταξη του άρθρου 6 του κεφαλαίου για τους αδρανείς καταθετικούς λογαριασμούς αποσαφηνίζεται κατά τον πλέον απόλυτο τρόπο ότι μετά την παραγραφή των δικαιωμάτων του καταθέτη ή των νομίμων κληρονόμων του, κατόπιν παρέλευσης εικοσαετίας, η χρήση των κεφαλαίων από αδρανείς καταθέσεις επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνο για ειδικούς σκοπούς στήριξης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Η συγκεκριμένη διατύπωση συνάδει απόλυτα τόσο με τις ισχύουσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί παραγραφής, όσο και με τη διαμορφωθείσα σχετική εθνική νομολογία. Ειδικότερα, επισημαίνονται τα εξής:
α) Κατά τον παρόντα χρόνο εντοπίζεται αδυναμία να ελεγχθεί η πληρότητα εφαρμογής του υφιστάμενου πλην όμως παρωχημένου, αν και όχι ανενεργού νομοθετικού πλαισίου (ήτοι του ν.δ. 1195/1942) και κατά συνέπεια να εντοπιστεί σε βαθμό απόλυτο το ύψος του ποσού που έχει αποδοθεί στο Ελληνικό Δημόσιο από αυτή την αιτία, όπως επίσης και -κυρίως- εκείνου που θα έπρεπε να έχει αποδοθεί, καθώς υπήρξαν περιπτώσεις που τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου παραγράφησαν μετά την παρέλευση δεκαετίας από τη λήξη της προθεσμίας για την απόδοση των εν λόγω ποσών, καθώς και να διαπιστωθεί το ύψος των καταβολών ανά τράπεζα.
β) Λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την τρέχουσα ιδιαιτέρως δυσμενή οικονομική συγκυρία της χώρας, η οποία επιβάλλει μεταξύ άλλων επικαιροποίηση της τηρητέας στάσης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου ως προς το ζήτημα των αδρανών ή άλλως ανενεργών καταθέσεων, καθίσταται επιβεβλημένη η επικαιροποίηση του μέχρι σήμερα υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου (ήτοι του ν.δ. 1195/1942).
Προς επίρρωση των ανωτέρω, υπογραμμίζεται ότι, μολονότι δεν υφίσταται ενιαία ευρωπαϊκή νομοθεσία σε σχέση ειδικά με το ζήτημα της παραγραφής των αδρανών καταθέσεων, εντούτοις στις περιπτώσεις εκείνες που εντοπίστηκε η ύπαρξη σχετικής ρύθμισης όχι μόνο σε ορισμένα κράτη – μέλη, αλλά και σε χώρες που βρίσκονται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού (πχ Καναδάς), τα οικονομικά οφέλη για το Δημόσιο ήταν απολύτως μετρήσιμα και προφανή. Αφενός μεν είναι παγιωμένη ήδη η διαμορφωθείσα εθνική νομολογία σε σχέση με το ζήτημα της παραγραφής της αξίωσης του καταθέτη για είσπραξη του ποσού μετά την πάροδο εικοσαετίας από την κατάθεση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έγινε κατά το διαμεσολαβήσαντα χρόνο καμία κίνηση στο λογαριασμό που θα διέκοπτε την παραγραφή, αφετέρου δε η παραγραφή υπαγορεύεται και από λόγους κοινωνικής οικονομίας, παρέχοντας ασφάλεια δικαίου, καθώς με σαφήνεια ορίζεται στη σχετική νομολογία ότι η εν λόγω παραγραφή επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον. Ειδικότερα, επισημαίνονται τα εξής: Από το άρθρο 17 του Συντάγματος προβλέπεται ότι η ιδιοκτησία καθενός, ήτοι η κυριότητα αλλά και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα, τελεί υπό την προστασία του Κράτους και δεν αφαιρείται με αναγκαστική απαλλοτρίωση, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια και αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση. Ενόψει ωστόσο του ότι οι κατόπιν της παρέλευσης εικοσαετίας (κατά τις διατάξεις των άρθρων 270, 272 και 274 ΑΚ) παραγραφόμενες αξιώσεις των καταθετών ή των κληρονόμων τους, δεν αποτελούν εμπράγματα δικαιώματα, καθώς και του ότι η αντίστοιχη παραγραφή, όπως και κάθε παραγραφή, αφού άγει σε φυσική ενοχή, δεν αποτελεί αναγκαστική απαλλοτρίωση των αντίστοιχων προς τις ως άνω αξιώσεις ενοχικών δικαιωμάτων των καταθετών ή των κληρονόμων τους, καθώς και του ότι η προαναφερόμενη γέννηση του ενοχικού δικαιώματος του Δημοσίου προς είσπραξη από τις τράπεζες χρηματικών ποσών δεν αποτελεί αναγκαστική απαλλοτρίωση των ανωτέρω ενοχικών δικαιωμάτων των καταθετών, οι προεκτιθέμενες περί παραγραφής και γεννήσεως τέτοιων δικαιωμάτων του Δημοσίου διατάξεις δεν αντίκεινται σε αυτές τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (του άρθρου 17 του Συντάγματος). Έτι περαιτέρω, από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (Ν.Δ. 53/1974, άρθρ. 28 Συντάγματος), καθεαυτό ή και σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του ίδιου Πρωτοκόλλου και 1, 17 και 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ήδη 5 παρ. 2 του Ενδέκατου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, Ν. 2400/2085), προβλέπεται ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του και άρα και των ενοχικών απαιτήσεών του και δεν μπορεί να στερηθεί εκείνης με αναγκαστική απαλλοτρίωση, παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους, καθώς και ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέσει σε ισχύ νόμους, τους οποίους ήθελε κρίνει αναγκαίους για τη ρύθμιση χρήσεως αγαθών προς το δημόσιο συμφέρον. Ενόψει ωστόσο του ότι η προμνημονευόμενη παραγραφή, όπως και κάθε παραγραφή, επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο απαιτεί εκκαθάριση των αναγόμενων στο παρελθόν και για αυτό περιερχόμενων κατά κανόνα σε αβεβαιότητα σχέσεων, η οποία εκκαθάριση υπαγορεύεται και εκ λόγων κοινωνικής οικονομίας, οι προεκτιθέμενες περί της εν λόγω παραγραφής διατάξεις δεν αντίκεινται σε αυτές τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις [ήτοι του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (Ν.Δ. 53/1974, άρθρ. 28Σ), αυτού καθαυτό ή και σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του ίδιου Πρωτοκόλλου και 1, 17 και 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ήδη 5 παρ. 2 του Ενδέκατου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, Ν. 2400/2005)]. Εν κατακλείδει, στην προκειμένη περίπτωση το δημόσιο συμφέρον εξειδικεύεται κατά τρόπο απόλυτο, αφού σκοπός του παρόντος νόμου είναι αποκλειστικά η στήριξη ειδικών αδύναμων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες μάλιστα σήμερα πλήττονται βάναυσα από την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα.

Άρθρο 7:Ορισμός

Στο άρθρο 7 παρέχεται, για τις ανάγκες του παρόντος κεφαλαίου, ορισμός του αδρανούς καταθετικού λογαριασμού σε πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια του ν. 3601/2007. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο ορισμό, αδρανής καταθετικός λογαριασμός είναι εκείνος, στον οποίο δεν έχει πραγματοποιηθεί αποδεδειγμένα καμία πραγματική συναλλαγή από τους δικαιούχους καταθέτες για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών. Η επόμενη μέρα της τελευταίας συναλλαγής συνιστά και την έναρξη της ως εικοσαετίας.

Άρθρο 8:Διαδικασία

Με το άρθρο 8 συγκεκριμενοποιείται και αυτοματοποιείται η διαδικασία που αφορά στην αντιμετώπιση και το χειρισμό του ζητήματος των αδρανών καταθετικών λογαριασμών, αντικαθιστώντας έτσι το παρωχημένο νομοθετικό πλαίσιο για τους αδρανείς καταθετικούς λογαριασμούς (του ν.δ. 1195/1942). Αυτό ήταν απολύτως αναγκαίο να γίνει με δεδομένο ότι εντοπίζεται αδυναμία να ελεγχθεί η πληρότητα εφαρμογής του υφιστάμενου, πλην όμως παρωχημένου, νομοθετικού πλαισίου (ήτοι του ν.δ. 1195/1942) και κατά συνέπεια είναι αδύνατον να εντοπιστεί σε βαθμό απόλυτο το ύψος του ποσού που έχει αποδοθεί στο Ελληνικό Δημόσιο από αυτή την αιτία, όπως επίσης και -κυρίως- εκείνου που θα έπρεπε να έχει αποδοθεί, καθώς υπήρξαν περιπτώσεις που τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου παραγράφηκαν μετά την παρέλευση δεκαετίας από τη λήξη της προθεσμίας για την απόδοση των εν λόγω ποσών, καθώς και να διαπιστωθεί το ύψος των καταβολών ανά τράπεζα. Σε αυτό το πλαίσιο, προβλέπεται στο συγκεκριμένο άρθρο υποχρέωση ειδοποίησης του δικαιούχου εν δυνάμει αδρανούς κατάθεσης πριν τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής περισσότερες από μία φορές (εφόσον πρόκειται για ποσό άνω των 100 ευρώ, προκειμένου το ποσό αυτό να ανταποκρίνεται στο κόστος της σχετικής ειδοποίησης), ενώ ορίζεται με σαφήνεια ότι το υπόλοιπο αδρανούς καταθετικού λογαριασμού παραγράφεται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μετά την παρέλευση εικοσαετίας, αποδίδοντας έτσι και το πνεύμα της πάγιας νομολογίας των ανώτατων δικαστηρίων στη χώρα μας για το συγκεκριμένο ζήτημα. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να ενταχθεί και η πρόβλεψη στο άρθρο 8 ότι η πίστωση των καταθέσεων με τόκους, καθώς και η κεφαλαιοποίησή τους δεν διακόπτουν την παραγραφή. Το συγκεκριμένο άρθρο ουσιαστικά αποδίδει τα όσα έχουν παγίως γίνει δεκτά από τα ανώτατα Ελληνικά Δικαστήρια.
Στο πλαίσιο αυτοματοποίησης της ως άνω διαδικασίας, προβλέπονται στο άρθρο 8 και τα εξής: Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, δηλαδή είτε εδρεύει στην Ελλάδα είτε εδρεύει σε τρίτη χώρα -κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή όχι- και διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα, οφείλει αμέσως μετά την παρέλευση του χρονικού ορίου της εικοσαετίας (παραγραφή αξιώσεων καταθετών) αφενός να αποδίδει στο δημόσιο συγκεντρωτικά μέχρι το τέλος Απριλίου κάθε έτους τα υπόλοιπα των αδρανών καταθέσεων, πλέον αναλογούντων τόκων που έκλεισαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, καταθέτοντας στην Τράπεζα της Ελλάδος τα σχετικά ποσά σε ειδικό λογαριασμό και αφετέρου να ενημερώνει συγχρόνως την αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το παρόν κεφάλαιο. Το πιστωτικό ίδρυμα για λόγους διαφάνειας οφείλει να ενημερώνει και τους δικαιούχους/κληρονόμους, εφόσον ερωτηθεί από αυτούς, για το που έχουν μεταφερθεί τα σχετικά ποσά, μετά την παρέλευση της εικοσαετίας. Τα ως άνω ποσά, στο σύνολό τους, θα καταγράφονται ως έσοδο στον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισμό σε ειδικό κωδικό και θα διατίθενται για ειδικούς σκοπούς στήριξης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων στα θέματα υγείας, εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης. Ταυτόχρονα το ισόποσο θα εγγράφεται ως δαπάνη σε ειδικούς κωδικούς για τους προαναφερθέντες σκοπούς. Τα πιστωτικά ιδρύματα είναι υποχρεωμένα μέσα στις προθεσμίες σύνταξης του Κρατικού Προϋπολογισμού να ενημερώνουν το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για το κατ΄ εκτίμηση ύψος των αδρανών καταθέσεων που θα μεταφέρουν στο Δημόσιο μέχρι τον Απρίλιο του επόμενου έτους, προκειμένου τα συγκεκριμένα κονδύλια να συμπεριληφθούν στο Γενικό Προϋπολογισμό (σκέλος εσόδων – σκέλος δαπανών) του επόμενου οικονομικού έτους. Για λόγους διαφάνειας, ο Υπουργός Οικονομικών με ειδική έκθεσή του οφείλει κάθε χρόνο να ενημερώνει την Βουλή των Ελλήνων τόσο για το ύψος όσο και για τον τρόπο διάθεσης των σχετικών κεφαλαίων από αδρανείς καταθέσεις.

 

Άρθρο 9:Εποπτεία

Με το άρθρο 9, προκειμένου τα προβλεπόμενα στο προηγούμενο άρθρο να μην μείνουν κενό γράμμα, καθορίζεται ο τρόπος εποπτείας της διαδικασίας στη σύνολό της. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι κάθε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα είναι υποχρεωμένο με τους θεσμούς εσωτερικού ελέγχου και κανονιστικής συμμόρφωσης που οφείλει να διαθέτει, να παρακολουθεί τη συνεπή τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου. Στο ίδιο πλαίσιο, οι ορκωτοί ελεγκτές στις σημειώσεις των ετήσιων δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων οφείλουν να βεβαιώνουν εάν τηρήθηκαν ή όχι οι διατάξεις του νόμου για τις αδρανείς καταθέσεις, αναφέροντας και το ποσό που αποδόθηκε στο Δημόσιο. Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος, ενεργώντας ως ταμίας και εντολοδόχος του Δημοσίου, αφενός εποπτεύει την πιστή τήρηση από τα πιστωτικά ιδρύματα των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, υποχρεούμενη, μάλιστα, να επιβάλλει τις προβλεπόμενες κυρώσεις στις περιπτώσεις που διαπιστώνει ότι δεν τηρήθηκαν τα προβλεπόμενα στο παρόν κεφάλαιο, και αφετέρου οφείλει εντός του πρώτου διμήνου κάθε έτους να καταθέτει στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους κατάσταση με τα δραστηριοποιούμενα στην
Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα για τον ευχερέστερο έλεγχο από το τελευταίο της τήρησης από τα πιστωτικά ιδρύματα των διατάξεων του παρόντος. Στο πλαίσιο άσκησης επαρκούς εποπτείας, ο Υπουργός Οικονομικών έχει την ευχέρεια οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο να ζητά από την Τράπεζα της Ελλάδος τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου για την επιβεβαίωση της πιστής εφαρμογής των οριζομένων στο παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 10:Κατάργηση Διατάξεων

Στο άρθρο 10 ορίζεται ότι με τη δημοσίευση του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 3 του ν.δ. 1195/1942, καθώς αυτό επικαιροποιείται. Επίσης, καταργείται η διάταξη του άρθρου 6β του ν.δ. 1195/1942, κατά το μέρος που αφορά το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Τέλος, καταργείται η διάταξη του άρθρου 7 του ν.δ. 1195/1942, καθώς προέβλεπε την παραγραφή των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, κατόπιν δεκαετίας από τη συμπλήρωση της εικοσαετίας για παραγραφή των δικαιωμάτων του καταθέτη. Με την κατάργηση ειδικά αυτής της διάταξης εξαλείφεται ουσιαστικά τυχόν κίνητρο κάποιων πιστωτικών ιδρυμάτων να επιδιώξουν την καταστρατήγηση του τροποποιούμενο πλέον με το παρόν κεφάλαιο ν.δ. 1195/1942.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11:Τροποποίηση του ν. 2628/1998

Με τις διατάξεις του άρθρου 11 συμπληρώνονται οι διατάξεις του ν. 2628/1998, προκειμένου ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) να μπορεί να ανταποκριθεί στο κρίσιμο έργο που του έχει ανατεθεί από την Πολιτεία με τον αρχικό νόμο συστάσεώς του (ν.2628/1998) και με το ν. 3965/2011, ο οποίος εξειδίκευσε και επαναπροσδιόρισε τις αρμοδιότητες του Οργανισμού ενόψει και των συνθηκών, ως προς τη διαχείριση του Δημοσίου Χρέους που εν τω μεταξύ έχουν δημιουργηθεί. Πρέπει να τονιστεί ότι ο Οργανισμός περίπου εννέα (9) μήνες μετά την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού χρέους, τη μεγαλύτερη που έχει επιχειρηθεί ποτέ σε παγκόσμιο επίπεδο, και μάλιστα με επιτυχία, είναι σήμερα υποστελεχωμένος σε τέτοιο βαθμό ώστε να αδυνατεί να ασκήσει το σύνολο των αρμοδιοτήτων που η Πολιτεία του έχει αναθέσει. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, συμπληρωματικές προς τις ήδη ισχύουσες και προς την ίδια δικαιοπολιτική κατεύθυνση με αυτές, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη και τον αναβαθμισμένο, αλλά και ταυτόχρονα κρίσιμο ρόλο του συγκεκριμένου Οργανισμού, επιδιώκεται η άρση παραγόντων δυσλειτουργίας του Οργανισμού με σκοπό την επιτυχή επίτευξη του σκοπού του.

Ειδικότερα:
Με τις παρ. 1 και 6 του προτεινόμενου άρθρου ορίζεται και ρητά η ασκούμενη μέχρι σήμερα αρμοδιότητα του Οργανισμού να μετέχει μαζί με άλλους
16
συναρμόδιους φορείς του Υπουργείου Οικονομικών, με τον Γενικό Διευθυντή του ή εξουσιοδοτημένο στέλεχος του Οργανισμού, σε Τεχνικές επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των κρατών μελών της Ευρωζώνης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ.λπ., όταν σ’ αυτές συζητούνται ή γίνεται επεξεργασία, τεχνικών θεμάτων που αφορούν το δανεισμό της χώρας ή την διαχείριση του χρέους.

Με τις παρ. 2, 3 και 5 σε συνδυασμό με τον επαναπροσδιορισμό των θέσεων που γίνεται στην παρ. 7 ορίζεται ότι στις δύο επιχειρησιακές Διευθύνσεις του Οργανισμού, τη Διεύθυνση Δανεισμού και Διαχείρισης, καθώς και τη Διεύθυνση Ανάλυσης Χαρτοφυλακίου και Αγορών, οι Προϊστάμενοι ορίζονται και με απ’ ευθείας πρόσληψη με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου τριετούς (3) διάρκειας, μεταξύ προσώπων αποδεδειγμένης εμπειρίας και προϋπηρεσίας, τουλάχιστον πέντε (5) ετών στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, προκειμένου να καταστεί δυνατή η κάλυψη των κρίσιμης σημασίας θέσεων αυτών από προσωπικό άκρως εξειδικευμένο και έμπειρο.

Με την παρ. 4 καθορίζεται το ανώτατο ύψος των αποδοχών του Γενικού Διευθυντή και του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, καθώς και των Προϊσταμένων των Διευθύνσεων Δανεισμού και Διαχείρισης και Ανάλυσης Χαρτοφυλακίου και Αγορών. Ειδικότερα, αναφορικά με τις αποδοχές του Γενικού Διευθυντή ορίζεται ως ανώτερο όριο οι αποδοχές του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου.

Με την παρ. 6 ορίζεται ότι επιτρέπεται η πρόσληψη στις θέσεις τόσο του Γενικού Διευθυντή και του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού, όσο και στις θέσεις των Προϊσταμένων των δύο εκτελεστικών Διευθύνσεων, υπαλλήλων ή λειτουργών του ευρύτερου δημόσιου τομέα με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν.2190/1994, προκειμένου να διασφαλίζονται τα υπηρεσιακά, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους κατά την επιστροφή μετά τη λήξη της θητείας τους στον Οργανισμό, στις προηγούμενες θέσεις τους. Παραμένει σε ισχύ η υφιστάμενη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.2628/1998, με την οποία προβλέπεται η δυνατότητα πλήρωσης των θέσεων αυτών με απόσπαση από το δημόσιο τομέα και τοποθέτησης στις θέσεις αυτές.

Με την παρ. 7 τροποποιούνται οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν.2628/1998 και επανακαθορίζονται οι θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου.

Οι προβλεπόμενες από τον ν.2628/1998 θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού αορίστου χρόνου μειώνονται κατά δύο και συστήνονται δύο θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού – Προϊσταμένων των εκτελεστικών Διευθύνσεων του Οργανισμού, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου.

Ο ν.2628/1998, όπως τροποποιήθηκε από το ν.3965/2011, προβλέπει για τον ΟΔΔΗΧ (πλην των θέσεων Γενικού Διευθυντή και Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή) τις ακόλουθες θέσεις προσωπικού:
α) Μονίμου προσωπικού: 4 θέσεις ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού
1 θέση ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού
1 θέση ΤΕ Πληροφορικής
5 θέσεις ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων
1 θέση ΔΕ Οδηγών.
β) Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου: 12 θέσεις εξειδικευμένων οικονομικών στελεχών
και 1 θέση εξειδικευμένου στελέχους πληροφορικής.
γ) Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου: 3 θέσεις εξειδικευμένων οικονομικών στελεχών
και 1 θέση εξειδικευμένου στελέχους πληροφορικής.
Κι ενώ αυτές είναι οι προβλεπόμενες θέσεις από το θεσμικό πλαίσιο, σήμερα υπηρετούν στον Οργανισμό:
α) Τρεις (3) Ειδικοί Επιστήμονες με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, των οποίων οι συμβάσεις έληξαν περί τα τέλη του 2012 και
β) Τέσσερις (4) Ειδικοί Επιστήμονες αποσπασμένοι από άλλες υπηρεσίες του δημοσίου, δηλαδή συνολικά 7 Ειδικοί Επιστήμονες για τις ανάγκες των δύο Εκτελεστικών Διευθύνσεων, ενώ ελλείπουν Προϊστάμενοι τόσο των 2 Διευθύνσεων όσο και των 5 Τμημάτων του Οργανισμού.
Είναι προφανές ότι απαιτείται άμεσα πλήρης στελέχωση του Οργανισμού με το αναγκαίο προσωπικό, κυρίως με αποσπάσεις ή μετατάξεις από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και επικουρικά με προσλήψεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού, εφόσον ο κεντρικός προγραμματισμός προσλήψεων και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί το επιτρέψουν.
Προς το σκοπό αυτό προτείνονται οι διατάξεις των υποπαραγράφων ζ΄ και θ΄ με τις οποίες αποσαφηνίζεται ο αριθμός των υφισταμένων θέσεων και η διαδικασία αποσπάσεων ή μετατάξεων, οι οποίες διενεργούνται ύστερα από δημόσια πρόσκληση.

Άρθρο 12:Κατάργηση Προσαύξησης

Με τις διατάξεις του άρθρου 12 συμπληρώνονται οι όμοιες της περ. 11 της υποπαραγράφου Γ1 της παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222 Α΄) προκειμένου να ορισθεί ρητά ότι η κατάργηση της προσαύξησης σε περίπτωση εκπαιδευτικής άδειας στο εσωτερικό καταλαμβάνει και τους υπαλλήλους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς από παράλειψη δεν προβλέφθηκε στην ανωτέρω διάταξη.

Άρθρο 13:Νομική Υποστήριξη Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων

Η νομική εν γένει υπηρεσία του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων διεξάγεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 25 του ν. 4464/1965 (ΦΕΚ 72 Α’), όπως ισχύει σήμερα.
Επειδή η διεξαγωγή της νομικής υπηρεσίας του Ταμείου από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) δεν είναι δυνατόν να συνεχισθεί απρόσκοπτα, λόγω της από μέρους του ΝΣΚ προβαλλόμενης μείωσης του προσωπικού, απαιτείται η παροχή δυνατότητας στο Ταμείο να διορίζει ιδιώτες παρ’ Εφέταις τουλάχιστον δικηγόρους για τη νομική εκπροσώπησή του ενώπιον των εν γένει Δικαστηρίων, Υπηρεσιών και Αρχών, εκτός του νομού Αττικής, είτε με σύμβαση ορισμένου χρόνου, είτε με ειδική ανάθεση υποθέσεων με αμοιβή καθοριζόμενη σύμφωνα με τον Κώδικα περί αμοιβής Δικηγόρων, κατόπιν σχετικής υπόδειξης του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Η δυνατότητα αυτή περιορίζεται αποκλειστικά για τις υποθέσεις που έχουν σχέση με την εφαρμογή του ν. 3869/2010. Πέραν τούτου, ανατίθεται στα κατά τόπους Γραφεία Νομικού Συμβούλου ή Δικαστικά Γραφεία του ΝΣΚ η νομική υποστήριξη του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στα Δικαστήρια και στις αρχές που βρίσκονται εκτός Αθηνών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Άρθρο 14:Θητεία

Όπως είναι γνωστό στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών έχει συσταθεί και λειτουργεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2860/2000 και του άρθρου 1 του ν. 3614/2007 Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΕΔΕΛ) με αρμοδιότητα επί των ελέγχων και των δηλώσεων κλεισίματος των επιχειρησιακών προγραμμάτων του Γ’ Κ.Π.Σ. 2000-2006, των Κοινοτικών Πρωτοβουλιών και των έργων του Ταμείου Συνοχής της εν λόγω προγραμματικής περιόδου. Η ΕΔΕΛ έχει, επίσης, οριστεί ως Αρχή Ελέγχου [παρ. 1(γ) του άρθρου 59 του Καν. 1083/2006 του Συμβουλίου και παρ. 1 (γ) του άρθρου 58 του Καν. 1198/2006 του Συμβουλίου] για όλα τα επιχειρησιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ και του επιχειρησιακού προγράμματος «Αλιεία». Στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω επιτροπή, έχει την ευθύνη για τον έλεγχο της ουσιαστικής λειτουργίας του συστήματος διαχείρισης και ελέγχου των ανωτέρω επιχειρησιακών προγραμμάτων και ασκεί τις αρμοδιότητες που καθορίζονται ειδικότερα από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 3614/2007.
Με τις διατάξεις του ν. 3492/2006 θεσπίστηκε νέος ελεγκτικός μηχανισμός φορέων της Γενικής Κυβέρνησης προς το σκοπό διασφάλισης της προστασίας των οικονομικών τους συμφερόντων, της σύννομης και χρηστής διαχείρισης του προϋπολογισμού τους, την καταπολέμηση της απάτης και κάθε παράνομης εν γένει δραστηριότητας που βλάπτει τα οικονομικά συμφέροντα των φορέων αυτών. Περαιτέρω, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 26 του ν. 2362/1995 επί των δημόσιων δαπανών δύναται να ασκείται επιτόπιος έλεγχος σε περίπτωση που από τα υποβαλλόμενα δικαιολογητικά γεννώνται βάσιμες αμφιβολίες ως προς το ουσιαστικό μέρος της εκκαθαριζόμενης δαπάνης. Οι προαναφερόμενοι έλεγχοι ασκούνται κατά κανόνα από υπαλλήλους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που διαθέτουν κατά τεκμήριο τόσο τις απαιτούμενες τεχνικές γνώσεις, όσο και την απαραίτητη εμπειρία για τη διεκπεραίωση του εν λόγω ελεγκτικού έργου.
Στο πλαίσιο αφενός της ανάγκης ενίσχυσης της διαφάνειας και αφετέρου προκειμένου κατά τη διενέργεια των δημοσιονομικών ελέγχων να μην εναλλάσσονται συνεχώς τα ίδια πρόσωπα, κυρίως για τη δική τους προστασία και για την ενίσχυση της θωράκισης του ελεγκτικού έργου, ορίζεται στις παρ. 1 και 2 ότι η θητεία, ήτοι η συμμετοχή σε δημοσιονομικούς ελέγχους, των Δημοσιονομικών Ελεγκτών και των Ελεγκτών της ΕΔΕΛ αντίστοιχα δεν δύναται να υπερβαίνει τα δώδεκα (12) έτη συνολικά. Με τη συμπλήρωση της δωδεκαετίας (12) ο Δημοσιονομικός Ελεγκτής ή ο Ελεγκτής της ΕΔΕΛ μετακινείται σε άλλη υπηρεσία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που δεν ασκεί δημοσιονομικό έλεγχο.
Η ΕΔΕΛ έχει ως αποστολή την αναζήτηση τυχόν παρατυπιών που συνίστανται στην παράβαση διάταξης του ευρωπαϊκού δικαίου η οποία προκύπτει από πράξη ή παράλειψη οικονομικού φορέα και η οποία ενδέχεται να ζημιώσει τον γενικό Προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον καταλογισμό στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό αδικαιολόγητης δαπάνης. Η διάταξη της παρ. 3 εξασφαλίζει πρωτίστως ότι δεν θα επηρεαστεί ουσιωδώς η λειτουργία της ΕΔΕΛ, αλλά και της ΕΣΕΛ, από τα οριζόμενα στις παρ. 1 και 2. Πέραν τούτου κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής και κάθε συναφές διαδικαστικό θέμα ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (παρ. 5).
Επιπρόσθετα, η διετής αποχή από δημοσιονομικούς ελέγχους δεν είναι υποχρεωτική στην περίπτωση εκείνη που ο Δημοσιονομικός Ελεγκτής, μετά την παρέλευση της πρώτης εξαετίας, τοποθετείται ως Ελεγκτής της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Ελέγχου Συγχρηματοδοτούμενων Προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αντιστρόφως (παρ. 4).

Άρθρο 15:Τήρηση Μητρώων

Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δημιουργείται Μητρώο Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών ΕΔΕΛ και Μητρώο Εμπειρογνωμόνων για Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους ΕΔΕΛ, χωρίς να θίγεται για το τρέχον έτος η λειτουργία της ΕΔΕΛ. Επίσης, προβλέπεται η συνεπικουρία στο έργο των υπαλλήλων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που ασκούν δημοσιονομικό έλεγχο από εμπειρογνώμονες που διαθέτουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σχετική με τους ασκούμενους ελέγχους. Κατόπιν αυτού και με απώτερο στόχο την πλήρη εναρμόνιση του δημοσιονομικού ελέγχου με τα διεθνώς αποδεκτά ελεγκτικά πρότυπα, επιβάλλεται η συνεχής αξιολόγηση και εγγραφή των υπαλλήλων που ασκούν δημοσιονομικό έλεγχο και των εμπειρογνωμόνων που αξιοποιούνται στους προαναφερόμενους δημοσιονομικούς ελέγχους σε αντίστοιχο μητρώο, με καταγραφή συγκεκριμένων στοιχείων τους στο πλαίσιο της εφαρμογής των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και της διαφάνειας, αποσκοπώντας στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της επίτευξης των στόχων του ελεγκτικού έργου.
Προς τούτο προβλέπονται τα εξής:
α) Κατάρτιση και τήρηση Μητρώου Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών της ΕΔΕΛ και Μητρώου Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους ΕΔΕΛ (παρ. 1).
β) Παρέχεται η αναγκαία νομοθετική εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση με Υπουργική Απόφαση όλων των αναγκαίων τεχνικών θεμάτων και λεπτομερειών για την εφαρμογή των εισαγόμενων ρυθμίσεων (παρ. 2 και 3α).
γ) Μόνο κατ’ εξαίρεση (παρ. 3β) και κατόπιν αιτιολογημένης και διαπιστωμένης αδυναμίας της αρμόδιας Υπηρεσίας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις συγκεκριμένου ελέγχου λόγω του εξειδικευμένου αντικειμένου του, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από εισήγηση της αρμόδιας ΕΔΕΛ ή ΕΣΕΛ κατά περίπτωση, δύναται να ορίζονται ως εμπειρογνώμονες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός του Μητρώου Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους ΕΔΕΛ, τα οποία ασκούν ελεγκτικό έργο και δεν σχετίζονται με οποιονδήποτε τρόπο με τη διαχείριση των προγραμμάτων, την υλοποίηση των έργων και την πιστοποίηση των δαπανών. Με την εισαγωγή του εξαιρετικού χαρακτήρα της συγκεκριμένης διάταξης σε σχέση με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο επιτυγχάνεται αφενός η εξοικονόμηση δημοσίων πόρων ως αμοιβών για το ασκούμενο ελεγκτικό έργο και αφετέρου ενισχύεται η απαιτούμενη διαφάνεια κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, καθώς παύει να εναπόκειται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια της ΕΔΕΛ, με τη μορφή μάλιστα κανόνα, η δυνατότητα ανάθεσης ελέγχων σε ΝΠΙΔ. Παράλληλα, σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι η δημιουργία περαιτέρω προϋποθέσεων για τη βέλτιστη αξιοποίηση του ελεγκτικού στελεχιακού δυναμικού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
δ) Για την κάλυψη των οργανικών θέσεων των Διευθύνσεων της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων και των Διευθύνσεων της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Ελέγχου Συγχρηματοδοτούμενων Προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση που ασκούν ελέγχους δίνεται προτεραιότητα σε υπαλλήλους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών ΕΔΕΛ (παρ. 4).
ε) Ο Υπουργός Οικονομικών με απόφασή του (παρ. 5) καθορίζει: i) τα προσόντα των Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών της ΕΔΕΛ και των Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους της ΕΔΕΛ που εγγράφονται στα οικεία Μητρώα, ii) τα κριτήρια κατάταξης των Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών της ΕΔΕΛ και των Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους της ΕΔΕΛ σε κατηγορία, iii) η διαδικασία και τα αρμόδια για την αξιολόγηση και επιλογή των υποψηφίων όργανα, iv) ο τρόπος κατάρτισης και τήρησης των Μητρώων και η αρμόδια προς τούτο Υπηρεσία, v) η διαδικασία και το αρμόδιο όργανο για τον ορισμό των Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών της ΕΔΕΛ και των Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους της ΕΔΕΛ στους συγκεκριμένους ελέγχους και για την επιλογή αυτών προκειμένου να συμμετάσχουν σε ελέγχους, vi) η διάρκεια και η φύση της θητείας vii) ο τρόπος αποβολής από τα Μητρώα και ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία σχετική λεπτομέρεια.
στ) Εισάγονται μεταβατικές διατάξεις για τα ελεγκτικά όργανα, που αξιοποιούνται στη διενέργεια των ανωτέρω ελέγχων, μέχρι την κατάρτιση των προαναφερόμενων Μητρώων (παρ. 6 και 7). Έτσι, επιτυγχάνεται η συγχώνευση των διακριτών μέχρι την ψήφιση του παρόντος νομοσχεδίου μητρώων εμπειρογνωμόνων στη Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων και στη Γενική Διεύθυνση Διοίκησης και Ελέγχου Συγχρηματοδοτούμενων Προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και δημιουργείται μια κοινή «δεξαμενή» στελεχών με εξειδικευμένο γνωστικό αντικείμενο του δημοσίου, ευρύτερου δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, η κατάρτιση και εμπειρία των οποίων θα δημιουργήσει προστιθέμενη αξία για την αποτελεσματική άσκηση των δημοσίων ελέγχων, αφού αυτοί θα ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένα και σύγχρονα ελεγκτικά κριτήρια και προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις διαδικασίες του παρόντος άρθρου, εξασφαλίζοντας, συνεπώς, τα εχέγγυα διενέργειας ελεγκτικού έργου υψηλού επιπέδου.
Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επέρχεται αλλαγή της Περιγραφής του Συστήματος Διαχείρισης και Ελέγχου του ΕΣΠΑ. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει καμία επίπτωση ούτε στο έργο της Αρχής Ελέγχου ούτε γενικότερα στη λειτουργία του Συστήματος Διαχείρισης και Ελέγχου του ΕΣΠΑ. Επίσης, λαμβάνεται μέριμνα ώστε να μην τεθεί υπό αμφισβήτηση η ποιότητα του ελεγκτικού έργου της ΕΔΕΛ πριν τη θέσπιση Μητρώου, με δεδομένο ότι η ΕΔΕΛ διανύει φέτος το τελευταίο έτος της προγραμματικής περιόδου 2007-2013 και υπολείπεται ακόμη σημαντικό ελεγκτικό έργο μέχρι την ολοκλήρωση και περάτωση των προγραμμάτων.

Άρθρο 16:Σύσταση Διεύθυνσης Έκτακτων Δημοσιονομικών Ελέγχων

Με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 3492/2006 προβλέπεται η διάκριση των ελέγχων που διενεργούνται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων (ΓΔΔΕ) σε προγραμματισμένους και έκτακτους. Οι προγραμματισμένοι έλεγχοι διενεργούνται με βάση ετήσιο προγραμματισμό, ενώ οι έκτακτοι ασκούνται σε περιπτώσεις καταγγελιών, δημοσιευμάτων, πληροφοριών, βάσιμων υπονοιών για δωροδοκίες, απάτες, διαχειριστικές ανωμαλίες κ.λ.π., καθώς και μετά από εντολές του Υπουργού Οικονομικών, εισαγγελικές παραγγελίες ή / και αιτήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3614/2007 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων, ή άλλων ελεγκτικών Αρχών. Όπως προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 3492/2006 οι εκκρεμείς κατά την 1-11-2012 (ημερομηνία έναρξης λειτουργίας των Διευθύνσεων της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3492/2006 της ΓΔΔΕ) υποθέσεις διενέργειας ελέγχου από την Οικονομική Επιθεώρηση, για τις οποίες έχει εκδοθεί σχετική εντολή ελέγχου από την Οικονομική Επιθεώρηση, αλλά δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία ελεγκτική ενέργεια, περιέρχονται στην αρμοδιότητα της ΓΔΔΕ. Κατ’ εφαρμογή της προαναφερόμενης ρύθμισης, περιέρχεται στις αρμόδιες Διευθύνσεις της ΓΔΔΕ και συσσωρεύεται ήδη σοβαρός όγκος ανέλεγκτων υποθέσεων που αναφέρονται σε έκτακτους ελέγχους φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, με ορατό τον κίνδυνο, ενόψει και της σοβαρής έλλειψης ελεγκτικού προσωπικού, να αδρανήσουν πλήρως ή / και να ανασταλούν για αρκετό χρονικό διάστημα οι προγραμματισμένοι και διενεργούμενοι με σύγχρονες ελεγκτικές μεθόδους έλεγχοι, καθώς και να παραγραφούν υποθέσεις με εξαιρετικό ελεγκτικό ενδιαφέρον.
Κατόπιν αυτού και για την απρόσκοπτη άσκηση του ελεγκτικού έργου αλλά και την ευόδωση αυτού, καθώς και για την αποτελεσματική ανταπόκριση των Υπηρεσιών στο μεγάλο φόρτο εργασίας, κρίνεται αναγκαία η σύσταση μιας (1) νέας Διεύθυνσης στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους υπαγόμενη στη ΓΔΔΕ, στην οποία ανατίθενται οι αρμοδιότητες αυτής, σε ότι αφορά στην άσκηση των εκτάκτων ελέγχων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι δυνατή η πρόοδος τόσο των προγραμματισμένων, όσο και των έκτακτων ελέγχων με προφανή τα αποκομιζόμενα δημόσια οφέλη.
Ειδικότερα, με την προτεινόμενη ρύθμιση προβλέπονται τα ακόλουθα:
α) Συνιστάται στη ΓΔΔΕ του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους Διεύθυνση Έκτακτων Δημοσιονομικών Ελέγχων και καθορίζεται η διάρθρωσή της και οι αρμοδιότητες αυτής (παρ. 1, 3 και 4).
β) Η συνιστώμενη Διεύθυνση ορίζεται ως αρμόδια, παράλληλα με τη διενέργεια έκτακτων δημοσιονομικών ελέγχων, και για τη διεκπεραίωση όλων των εκκρεμών υποθέσεων της Οικονομικής Επιθεώρησης που περιήλθαν κατά την 1-11-2012 στην Γ.Δ.Δ.Ε., κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 3492/2006, όπως ισχύει (παρ. 2).
Επισημαίνεται ότι, η νέα Διεύθυνση, συνιστάται στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των Υπηρεσιών της ΓΔΔΕ και της κατάργησης, ενόψει και της αναδιάταξης της κυβερνητικής δομής [π.δ. 85/2012 (ΦΕΚ 41 Α’)], τεσσάρων (4) Διευθύνσεων (Υ.Δ.Ε.) και δώδεκα (12) Τμημάτων, σύμφωνα με προωθούμενη προς έκδοση σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση. Ως εκ τούτου, κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης και κάθε διαδικαστικό θέμα ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά την υπογραφή της ανωτέρω Κοινής Υπουργικής Απόφασης (παρ. 5).

Άρθρο 17:Τροποποίηση διατάξεων

Με τις τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 αποκαθίσταται η ίση αντιμετώπιση και ισονομία, αναφορικά με την κατάρτιση και τα προσόντα τους, όλων των κλάδων των υπαλλήλων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κατηγορίας ΠΕ που ασκούν δημοσιονομικό έλεγχο.

Άρθρο 18:Κατάργηση διάταξης του ν. 3697/2008

Η κατάργηση του σημείου ζ) της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 3697/2008 (ΦΕΚ 194 Α’) που διατηρούσε σε ισχύ τον Ειδικό Λογαριασμό Νο 234039/6 – Γενικό Λογιστήριο του Κράτους Δ25 Κεφάλαιο Ασφαλίσεως Χρηματοδοτήσεων εκ Κεφαλαίων ή Εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου (ΚΑΧΚΕΕΔ) κρίνεται απαραίτητη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α’), όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 7 του ν. 3871/2010 (ΦΕΚ 141 Α’), όλα τα δημόσια έσοδα και έξοδα των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης θα πρέπει να εμφανίζονται στον προϋπολογισμό του Κράτους, συμπεριλαμβανομένων και των εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου.
Στο πλαίσιο αυτό, τα συναρτώμενα με τη δράση της 25ης Διεύθυνσης Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων, Δανείων και Αξιών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους έσοδα και έξοδα, τα οποία είναι σχετικά με το σκοπό για τον οποίο συστάθηκε ο ως άνω ειδικός λογαριασμός, θα πρέπει να εμφανίζονται στον Ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισμό.
Η κατάργηση του Ειδικού Λογαριασμού Νο 234039/6 έρχεται σε συμμόρφωση προς το άρθρο 79 του Συντάγματος που επιτάσσει την εμφάνιση όλων των εξόδων και εσόδων του Κράτους στον ετήσιο προϋπολογισμό και απολογισμό και συμβάλλει στην πλήρη διαφάνεια της δημοσιονομικής διαχείρισης με τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο έλεγχο των δημοσίων δαπανών.

Άρθρο 19:Έναρξη Ισχύος

Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη στις επιμέρους διατάξεις του.

Αθήνα, Ιανουαρίου 2013

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗΣ
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΪΚΟΥΡΑΣ

 

 

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ - «Ρυθμίσεις για την τροποποίηση και τη βελτίωση συνταξιοδοτικών, δημοσιονομικών, διοικητικών και λοιπών διατάξεων του Υπουργείου Οικονομικών»

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Άρθρο 1:Προκαταβολή Σύνταξης

1. Οι διατάξεις του άρθρου 57 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α’) αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 57
Προκαταβολή σύνταξης
1. Ο μόνιμος ή ισόβιος υπάλληλος ή μόνιμος στρατιωτικός, που αποχωρεί από την Υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης, λαμβάνει κατά μήνα και μέχρι την ημερομηνία έναρξης πληρωμής της σύνταξής του προκαταβολή σύνταξης, το ποσό της οποίας ανέρχεται σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε κατά το χρόνο της αποχώρησής του, προσαυξημένου με το πενήντα τοις εκατό (50%) του τυχόν επιδόματος χρόνου υπηρεσίας. Ειδικά για τα πρόσωπα του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ 226 Α), που υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου, το ανωτέρω ποσοστό υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου, που έφερε ο υπάλληλος κατά την 31-10-2011.
Η προκαταβολή σύνταξης υπολογίζεται με βάση τα στοιχεία του Δελτίου Ατομικής και Υπηρεσιακής Κατάστασης Υπαλλήλου – Λειτουργού (ΔΑΥΚ), τα οποία πρέπει να περιέρχονται ηλεκτρονικά στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λύσης της σχέσης του υπαλλήλου ή μόνιμου στρατιωτικού. Το χρονικό διάστημα καταβολής της δεν μπορεί να υπερβεί τους οκτώ (8) μήνες. Το ανωτέρω ποσό, κατά την καταβολή του, υπόκειται σε κρατήσεις για υγειονομική περίθαλψη και παρακράτηση φόρου εισοδήματος, ενώ απαλλάσσεται από κάθε άλλη κράτηση ή εισφορά.
Η πρώτη καταβολή του ανωτέρω ποσού, αναδρομικά από την επομένη της ημερομηνίας λύσης της σχέσης του υπαλλήλου ή μόνιμου στρατιωτικού, διενεργείται το αργότερο σε σαράντα (40) ημέρες από την ημερομηνία της ηλεκτρονικής περιέλευσης των ανωτέρω στοιχείων του υπαλλήλου στην Υπηρεσία Συντάξεων του ΔΑΥΚ.
Ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων μπορεί με την έκδοση σχετικής αιτιολογημένης πράξης να διακόψει την καταβολή της προκαταβολής σύνταξης, εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την καταβολή της.
Οι ανωτέρω αποδοχές δεν καταβάλλονται:
α) σε περίπτωση απόλυσης για πειθαρχικό παράπτωμα ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια των μόνιμων ή ισόβιων υπαλλήλων,
β) σε περίπτωση παραίτησης του υπαλλήλου ή στρατιωτικού που δεν έχει συμπληρώσει τα έτη ασφάλισης για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 26 του Κώδικα αυτού όπως ισχύει,
γ) σε περίπτωση που η σύνταξη δεν είναι άμεσα καταβλητέα λόγω μη συμπλήρωσης του προβλεπομένου ορίου ηλικίας για την καταβολή της και
δ) σε περίπτωση απόλυσης λόγω ανικανότητας ή θανάτου στην Υπηρεσία. Ειδικά στις περιπτώσεις αυτές η σύνταξη καταβάλλεται στους δικαιούχους κατά απόλυτη προτεραιότητα.

2. Ο μόνιμος ή ισόβιος υπάλληλος, που επανέρχεται στην υπηρεσία, ή ο έφεδρος στρατιωτικός, που ανακαλείται από την αποστρατεία στην ενεργό υπηρεσία, δικαιούται να λάβει πάλι προκαταβολή σύνταξης σύμφωνα με τους όρους της προηγούμενης παραγράφου, αν η νέα υπηρεσία του είναι τουλάχιστον διετής, πραγματική και συνεχής.

3. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου, καταβάλλεται ως προκαταβολή σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο και στα τέκνα του, εφόσον γι’ αυτά συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 5 και 31 του Κώδικα αυτού όπως ισχύει, ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) ολόκληρης της σύνταξής του. Σε περίπτωση που αποβιώσει ο υπάλληλος, ο οποίος έχει αποχωρήσει από την Υπηρεσία και βρίσκεται σε αναστολή καταβολής της σύνταξής του λόγω μη συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, το ποσό της προκαταβολής σύνταξης, που καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο και στα τέκνα του, εφόσον γι’ αυτά συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 5 και 31 του Κώδικα αυτού όπως ισχύει, ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ μηνιαίως.

4. Ποσά, που καταβλήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, συμψηφίζονται με τα ποσά που θα καταβληθούν ως αναδρομικά της σύνταξης. Εάν το ποσό των αναδρομικών της σύνταξης δεν επαρκεί για τον κατά τα ανωτέρω συμψηφισμό, το υπόλοιπο προς συμψηφισμό ποσό θα παρακρατηθεί από την καταβαλλόμενη σύνταξη σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 60 του Κώδικα αυτού, όπως ισχύει.

5. Στις περιπτώσεις μελλοντικής καταβολής της σύνταξης λόγω μη συμπλήρωσης του κατά περίπτωση ισχύοντος ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, ο κατά τα ανωτέρω συμψηφισμός της προκαταβολής σύνταξης θα διενεργηθεί κατά την καταβολή της σύνταξης. Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις που ο υπάλληλος ή ο στρατιωτικός αποχώρησε από την Υπηρεσία, προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί, αλλά λόγω πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά δεν πληροί τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και, ως εκ τούτου, επανέρχεται στην Υπηρεσία.»

2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή και για όσους έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά σε Ασφαλιστικό Οργανισμό κύριας ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου, από 1-1-1993 και μετά.

 

3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την καταβολή της προκαταβολής σύνταξης καθώς και τον έλεγχο των καταβαλλόμενων ποσών. Με ίδια απόφαση μπορεί να επαναπροσδιορίζεται το χρονικό διάστημα καταβολής της προκαταβολής σύνταξης, καθώς και η επέκταση της προκαταβολής σύνταξης σε όσους έχουν αποχωρήσει από την Υπηρεσία και η υπόθεσή τους εκκρεμεί στην Υπηρεσία Συντάξεων μέχρι το χρόνο έναρξης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού.

4. α. Η πράξη κανονισμού της σύνταξης του υπαλλήλου ή του στρατιωτικού εκδίδεται εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία πρωτοκόλλησης της σχετικής αίτησης στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου αναστέλλεται μόνο σε περίπτωση διενέργειας σχετικής αλληλογραφίας από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού
Λογιστηρίου του Κράτους και συνεχίζεται από την ημερομηνία πρωτοκόλλησης του σχετικού απαντητικού εγγράφου.
β. Ο κανονισμός της σύνταξης του Δημοσίου διενεργείται κατ’ απόλυτη σειρά προτεραιότητας με βάση την ημερομηνία που περιήλθε η σχετική αίτηση στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

 

5. Η αίτηση συνταξιοδότησης του υπαλλήλου ή στρατιωτικού μαζί με τα δικαιολογητικά που απαιτούνται, όπως αυτά ορίζονται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, αποστέλλονται από την Υπηρεσία του στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία που φέρει το ΦΕΚ, στο οποίο δημοσιεύεται η λύση της δημοσιοϋπαλληλικής του σχέσης.

6. Παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, καθώς και παραβίαση των προθεσμιών των παρ. 4 (περ. α’) και 5 καθώς και αυτών του τρίτου και πέμπτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 57 του π.δ. 169/2007, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, συνιστά:
α. ποινικό αδίκημα, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 256 ΠΚ (απιστία σχετική με την υπηρεσία), 259 ΠΚ (παράβαση καθήκοντος) και 261 ΠΚ (παρότρυνση υφισταμένων και ανοχή) και
β. πειθαρχικό παράπτωμα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 106 του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α) για τους, κατά περίπτωση, εμπλεκομένους της αρμόδιας Διεύθυνσης και τιμωρείται με την πειθαρχική ποινή της περ. β) του άρθρου 107 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει.
Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση παραβίασης των διατάξεων της περ. β της ανωτέρω παρ. 4.

7. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για τους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς και των οποίων οι συντάξεις δεν καταβάλλονται από το Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικά για τα πρόσωπα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν οι τροποποιούμενες με το άρθρο αυτό διατάξεις του άρθρου 57 του π.δ. 169/2007.

Άρθρο 2:Κατάργηση των Επιτροπών των Άρθρων 14 και 66 του π.δ. 169/2007

1. α. Η Επιτροπή της παρ. 4 του άρθρου 14 καθώς και η Επιτροπή της παρ.1 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 2010 Α) καταργούνται από την επομένη της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
β. Από την επομένη της ημερομηνίας δημοσίευσης του νόμου αυτού, οι αρμοδιότητες της Επιτροπής της παρ. 4 του άρθρου 14 του π.δ. 169/2007 που καταργείται σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης, ασκούνται από τις οικείες Διευθύνσεις Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατά περίπτωση.
γ. Οι διατάξεις του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 καταργούνται.

2. α. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Η πράξη κανονισμού σύνταξης υπόκειται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου:
α) από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της πράξης και
β) χωρίς περιορισμό από προθεσμία, από το Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Διενέργειας Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων
i) αν κατά το διενεργούμενο έλεγχο διαπιστωθεί εσφαλμένη εφαρμογή συνταξιοδοτικών διατάξεων ή
ii) αν η πράξη που προσβάλλεται στηρίζεται σε ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων ή σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα ή σε πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα, εφόσον τα περιστατικά αυτά προκύπτουν από αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή βούλευμα ή
iii) αν εμφιλοχώρησε πλάνη για τα πράγματα ή
iv) αν με την πράξη που προσβάλλεται κανονίστηκε σύνταξη χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή μεγαλύτερη από αυτή που καθορίζει ο νόμος.»
β. Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 καταργούνται.

3. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής :
«4. Το όργανο που έχει εκδώσει την πράξη μπορεί, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, να προβεί στη διόρθωση οιουδήποτε τυπικού ή ουσιαστικού στοιχείου αυτής, είτε αυτεπάγγελτα, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, είτε μετά την υποβολή σχετικής αίτησης θεραπείας από τον ενδιαφερόμενο, εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή της, εφόσον διαπιστώσει ότι κατά την έκδοση της πράξης εφαρμόστηκαν εσφαλμένα οι σχετικές συνταξιοδοτικές διατάξεις. Η διόρθωση γίνεται με την έκδοση τροποποιητικής πράξης.
Το ανωτέρω όργανο μπορεί να ανακαλέσει αυτεπάγγελτα την πράξη που εξέδωσε χωρίς περιορισμό από προθεσμία, αν με την πράξη αυτή κανονίστηκε σύνταξη χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, καθώς και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων ii και iii της προηγούμενης παραγράφου. Η ανάκληση γίνεται με την έκδοση ανακλητικής πράξης.
Εάν κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής διαπιστωθεί ότι έχει επέλθει ζημία στο Δημόσιο, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 69.
Η ανωτέρω διαδικασία ισχύει και για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 48 του Ε.Κ. 987/2009.
Οι πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής υπόκεινται στα ένδικα μέσα της παρ. 2.»

4. α. Οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 66 του π.δ 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«Οι πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 καθώς και τις διατάξεις της παρ. 4 κοινοποιούνται στο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει κατά αυτών τα ένδικα μέσα που αναφέρονται στην επόμενη παράγραφο εντός εξήντα (60) ημερών από τότε που θα περιέλθουν σε αυτόν.»
β. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«Οι πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 καθώς και τις διατάξεις της παρ. 4 υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ασκείται από τον Υπουργό Οικονομικών και από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον εντός εξήντα (60) ημερών από την έκδοσή τους ή την κοινοποίησή τους, αντίστοιχα.»
γ. Οι διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«7. Κάθε αίτηση σχετική με τις πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 καθώς και τις διατάξεις της παρ. 4, η οποία στηρίζεται σε έγγραφα για το περιεχόμενο των οποίων δεν έγινε κρίση, θεωρείται όχι ως ένδικο μέσο, άλλα ως αίτηση που εξετάζεται για πρώτη φορά.»
δ. Ο διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«10. Οι πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 καθώς και τις διατάξεις της παρ. 4, κοινοποιούνται απευθείας στους ενδιαφερομένους σε επικυρωμένο αντίγραφο.»
ε. Οι διατάξεις των παρ. 9 και 11 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 καθώς και αυτές του άρθρου 108 του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209 Α΄) καταργούνται.

5. α. Ενστάσεις, που κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού εκκρεμούν για εκδίκαση ενώπιον της καταργούμενης με τις διατάξεις της παρ. 1 Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, λογίζονται ως σιωπηρώς απορριφθείσες και τίθενται στο αρχείο, τα σχετικά δε παράβολα επιστρέφονται στους δικαιούχους. Κατά της σιωπηρής αυτής απόρριψης μπορεί να ασκηθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον το ένδικο μέσο της έφεσης ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ εξαίρεση εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.
Προκειμένου για ενστάσεις που έχουν ασκηθεί από τους Προϊσταμένους των πρώην Διευθύνσεων Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών ή Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων και εκκρεμούν ενώπιον της ανωτέρω Επιτροπής, διαβιβάζονται για επανεξέταση στις αρμόδιες κατά περίπτωση Διευθύνσεις Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής. Στην περίπτωση αυτή, εάν ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Διεύθυνσης εμμείνει στην ορθότητα της επανεξεταζόμενης πράξης κανονισμού σύνταξης, αυτή διαβιβάζεται στη Διεύθυνση Διενέργειας Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων προκειμένου να προβεί στις δικές της ενέργειες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

β. Αιτήσεις που κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού εκκρεμούν για εξέταση ενώπιον της καταργούμενης με τις διατάξεις της παρ. 1 Επιτροπής της παρ. 4 του άρθρου 14 του π.δ. 169/2007, διαβιβάζονται στις αρμόδιες, κατά περίπτωση, Διευθύνσεις Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής προκειμένου να εξετασθούν, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 του π.δ. 169/2007.
6. Οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 καθώς και αυτές της παρ. 5 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις πράξεις κανονισμού σύνταξης, που εκδίδονται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων των Ασφαλιστικών Οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, οι οποίες, με βάση ειδικές ή γενικές διατάξεις, υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον της καταργούμενης με τις διατάξεις της παρ. 1 Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων.

Άρθρο 3:Τροποποίηση του π.δ. 169/2007

 

1. Στο τέλος της περ. δ’ της παρ. 1 των άρθρων 5 και 31 του π.δ. 169/2007 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Εφόσον τα ανωτέρω πρόσωπα φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές του εξωτερικού πρέπει να υποβάλουν τα ξενόγλωσσα πιστοποιητικά σπουδών, με την επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης (Apostille) από το Ελληνικό Προξενείο της περιοχής που φοιτούν σε μετάφραση από το Υπουργείο Εξωτερικών ή δικηγόρο.»

2. α. Στο τέλος της υποπερίπτωσης ββ’ της περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007 προστίθεται, από της έναρξης ισχύος της, εδάφιο ως εξής:
«Τυχόν τεκμαρτό εισόδημα, που αναλογεί σε πρώτη κατοικία αντικειμενικής αξίας μέχρι του ποσού των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ ή/και κατοχή ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτου, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον δεν υπάρχει τεκμαρτό εισόδημα και από άλλες πηγές.»
β. Στο τέλος της υποπερίπτωσης ββ’ της περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007 προστίθεται, από της έναρξης ισχύος της, εδάφιο ως εξής:
«Τυχόν τεκμαρτό εισόδημα, που αναλογεί σε πρώτη κατοικία αντικειμενικής αξίας μέχρι του ποσού των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ ή/και κατοχή ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτου, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον δεν υπάρχει τεκμαρτό εισόδημα και από άλλες πηγές.»
γ. Δικαιώματα, που έχουν κριθεί και απορριφθεί με βάση τις ανωτέρω διατάξεις της υποπερίπτωσης ββ’ της περ. β’ των παρ. 4 και 5 των άρθρων 5 και 31, αντίστοιχα, του π.δ. 169/2007, επανακρίνονται, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής και τυχόν οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επομένου της υποβολής της σχετικής αίτησης μήνα.
δ. Το τελευταίο εδάφιο των παρ. 4 και 5 των άρθρων 5 και 31, αντίστοιχα, του π.δ. 169/2007 αντικαθίσταται από 1-1-2013 ως εξής:
«Η σύνταξη των προσώπων της περίπτωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των επτακοσίων είκοσι (720) ευρώ μηνιαίως.»
ε. Από 1-1-2013 καταργείται η καταβολή του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ 117 Α’) με τις συντάξεις των προσώπων της προηγούμενης περίπτωσης.
στ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται, με βάση τις διατάξεις του π.δ. 167/2007 (ΦΕΚ 208 Α’) καθώς και του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209 Α’).

3. Οι διατάξεις της περ. ι) της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ.169/2007 έχουν εφαρμογή μόνο για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα έχουν ασκήσει τα καθήκοντα του Προϊσταμένου Οργανικής Μονάδας τουλάχιστον για μία διετία, μετά από επιλογή τους για τη θέση αυτή από το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο, σύμφωνα με τις οικείες διοικητικές διατάξεις, και όχι κατά ανάθεση ή αναπλήρωση.

4. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου 11 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«8. Δεν υπολογίζεται ως συντάξιμος ο χρόνος οποιασδήποτε υπηρεσίας, εάν χρησίμευσε ή θα χρησιμεύσει, σύμφωνα με διάταξη νόμου για απόκτηση δικαιώματος σύνταξης, σε οποιοδήποτε ασφαλιστικό Οργανισμό κύριας ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου, ή σε διεθνή Οργανισμό, στον οποίο συμμετέχει και η Ελλάδα, καθώς και αν για το χρόνο αυτόν καταβλήθηκε ή θα καταβληθεί, μετά την απομάκρυνση του υπαλλήλου ή του στρατιωτικού, εφάπαξ αποζημίωση ή χρηματική αμοιβή, εκτός αν αυτή επιστραφεί ή, προκειμένου για αυτούς που υπηρετούν σε διεθνείς Οργανισμούς, αν καταβληθούν στο Ελληνικό Δημόσιο οι κρατήσεις, που προβλέπονται κατά περίπτωση από τις διατάξεις των άρθρων 6 του ν. 1902/1990 και 20 παρ. 2 του ν. 2084/1992.»

5. Από 1-8-2012, τα επιδόματα νόσου και ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 και των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007, καθώς και οι συντάξεις των αναπήρων πολέμου οπλιτών και των αναπήρων οπλιτών ειρηνικής περιόδου, εξακολουθούν να υπολογίζονται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Λοχαγού, όπως αυτός ίσχυε την 31-7-2012.

6. α. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 55 του π.δ. 169/2007 η φράση «όπως ισχύει κάθε φορά» αντικαθίσταται, από 1-11-2011, με τη φράση «όπως αυτός ίσχυε την 31-10-2011.»
β. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν μέχρι 31-12-2015.

7. Οι διατάξεις των παρ. 8 έως και 13 του άρθρου 58 του π.δ. 169/2007 έχουν εφαρμογή και για όσους φέρουν παράλληλα τις ιδιότητες του κληρικού και του εκπαιδευτικού, υπό την προϋπόθεση ότι η ιδιότητα του κληρικού αποκτήθηκε από 1-1-1993 και μετά.

8. α. Αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί με βάση τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 60 του π.δ. 169/2007, καταργούνται.
β. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 60 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«5. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος ή ο στρατιωτικός, που αποχωρεί λόγω συνταξιοδότησης, έχει εισπράξει, όταν ήταν εν ενεργεία, αποδοχές που δεν δικαιούται, τα ποσά που καταβλήθηκαν χωρίς να οφείλονται, παρακρατούνται συμψηφιστικά από το ποσό της προκαταβολής έναντι σύνταξης και, σε περίπτωση που αυτό δεν επαρκεί, το υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού παρακρατείται από τα αναδρομικά της σύνταξής του ή της σύνταξης των δικαιούχων μελών της οικογένειάς του. Τυχόν εναπομείναν οφειλόμενο ποσό παρακρατείται από τη σύνταξή του ή τη σύνταξη των δικαιούχων μελών της οικογένειάς του σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, η κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα τέταρτο (¼) της μηνιαίας καταβαλλόμενης σύνταξης, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό αυτό θα εξοφληθεί εντός διετίας, άλλως καταλογίζεται σε βάρος του υπαλλήλου ή του στρατιωτικού και αποστέλλεται για είσπραξη στην αρμόδια ΔΟΥ. Οφειλόμενο ποσό μέχρι και εκατό (100) ευρώ εισπράττεται εφάπαξ, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό αυτό δεν υπερβαίνει το ένα τέταρτο (¼) της μηνιαίας καταβαλλόμενης σύνταξης. Η ανωτέρω παρακράτηση από τη σύνταξη σε δόσεις γίνεται με πράξη του αρμόδιου Διευθυντή Συντάξεων.
Οι διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων έχουν ανάλογη εφαρμογή για τους συνταξιούχους του Δημοσίου οι οποίοι:
α. όταν ήταν εν ενεργεία είχαν εισπράξει αποδοχές που δεν δικαιούνταν, γεγονός που διαπιστώθηκε από την Υπηρεσία τους μετά τη συνταξιοδότησή τους ή
β. κατά παράβαση των σχετικών διοικητικών διατάξεων, παρέμειναν στην Υπηρεσία, λαμβάνοντας αποδοχές ενέργειας, γεγονός που διαπιστώθηκε από τα αρμόδια για την απονομή της σύνταξης όργανα κατά την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματός τους.
Οι διατάξεις του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου εδαφίου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις περιπτώσεις αχρεωστήτως καταβαλλομένων συντάξεων, βοηθημάτων καθώς και επιδομάτων, που καταβάλλονται μαζί με τη σύνταξη ή το βοήθημα.»
Κάθε διάταξη, που ρυθμίζει τα θέματα της παραγράφου αυτής αντίθετα με όσα ορίζονται σε αυτή, καταργείται.

9. α. Οι διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 καταργούνται. Αιτήσεις σχετικές με την εφαρμογή των καταργούμενων διατάξεων, που εκκρεμούν στις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων, τίθενται στο αρχείο.
β. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 12 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007, που προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ 180 Α’), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος, προκειμένου να υπαχθεί στις διατάξεις της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3865/2010, ζητεί την ανάκληση της πράξης αναγνώρισης ως συνταξίμου του χρόνου στρατιωτικής θητείας του, με βάση τον οποίο θεμελίωσε συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι την 31-12-2010, και υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή εκδόθηκε μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία.»

 

10. Στο τέλος της παρ. 6 του άρθρου 69 του π.δ. 169/2007 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους διενεργεί απογραφή αυτών τουλάχιστον κάθε πέντε (5) έτη, αρχής γενομένης από 1-1-2017.»

Άρθρο 4:Ρύθμιση Άλλων Συνταξιοδοτικών Θεμάτων

1. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α’) προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, τα οποία κατά την 31-12-2012 είχαν συμπληρώσει 15ετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και το 65ο έτος της ηλικίας τους.»

2. α. Οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν.2592/1998 (ΦΕΚ Α’ 57) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις συντάξεις των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α’), που χορηγούνται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας.

β. Οι διατάξεις των περιπτώσεων α και β της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 2592/1998 αντικαθίστανται ως εξής:
«α. Για την περίπτωση κύριας ή επικουρικής σύνταξης, ως το γινόμενο του συντελεστή του αναλογιστικού ισοδυνάμου επί του ποσού της μηνιαίας σύνταξης, που θα εδικαιούτο ο αιτών κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του στη Διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξάρτητα από τη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων απονομής σύνταξης και επί τον αριθμό των ετησίως καταβαλλομένων, σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου φορέα, μηνιαίων συντάξεων.
β. Για την περίπτωση εφάπαξ παροχής, ως το γινόμενο του συντελεστή του αναλογιστικού ισοδυνάμου επί του ποσού της εφάπαξ παροχής, που θα εδικαιούτο ο αιτών κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του στη Διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανεξάρτητα από τη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων απονομής της εφάπαξ παροχής.»

γ. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παρ. 6 του άρθρου 18 του ν. 3865/2010 αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
«Η κατά τα ανωτέρω αναγωγή διενεργείται από τον οικείο Οργανισμό Ασφάλισης και προκειμένου για περιπτώσεις που αφορούν ασφαλιστικά δικαιώματα κύριας σύνταξης και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από τις Διευθύνσεις Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής της Υπηρεσίας Συντάξεων, κατά περίπτωση.»

δ. Οι διατάξεις των περιπτώσεων β’ και γ’ ισχύουν από 1-5-2004.

3. Οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α’) έχουν εφαρμογή και για τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Προμηθειών Υγείας του ν. 3580/2007 (ΦΕΚ 134 Α’). Σε περίπτωση που τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου πριν το διορισμό τους στις θέσεις αυτές δεν είχαν ασφαλισθεί σε οποιοδήποτε Ασφαλιστικό Οργανισμό κύριας ασφάλισης της Χώρας, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια της θητείας τους ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο γενικό ασφαλιστικό σύστημα της Χώρας (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.).

4. Οι προθεσμίες του άρθρου 3 του ν. 3075/2002 (ΦΕΚ 297 Α’) για τα τέκνα θανόντος συνταξιούχου, τα οποία κατά το χρόνο γέννησης του συνταξιοδοτικού δικαιώματός τους ήταν ανάπηρα για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, αυξάνονται στο διπλάσιο.
Δικαιώματα, που έχουν κριθεί και απορριφθεί, λόγω υποβολής του σχετικού αιτήματος εκπρόθεσμα, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3075/2002, επανακρίνονται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων με βάση τις διατάξεις της περίπτωσης αυτής.

5. α. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 11 του άρθρου 6 του ν. 3865/2010, που προστέθηκε με τις διατάξεις της περ. α’ της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 (ΦΕΚ 180 Α’), αντικαθίσταται ως εξής :
«Στις διατάξεις της περίπτωσης αυτής υπάγονται και όσα από τα πρόσωπα της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992 είχαν κατά την ανωτέρω ημερομηνία συμπληρώσει 15ετή πλήρη συντάξιμη υπηρεσία και το 65ο ή το 60ο έτος της ηλικίας τους, κατά περίπτωση, ανεξαρτήτως του χρόνου αποχώρησής τους από την Υπηρεσία.»
Δικαιώματα που έχουν κριθεί και απορριφθεί σύμφωνα με τις αντικαθιστάμενες διατάξεις επανακρίνονται μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επομένου της υποβολής της αίτησης μήνα.
β. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 3865/2010 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου.»
γ. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3865/2010 αντικαθίστανται ως εξής :
«1. α. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α’), όπως ισχύουν, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους εξ ιδίου δικαιώματος συνταξιούχους του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων και όσων λαμβάνουν βουλευτική σύνταξη ή χορηγία, που εργάζονται εκτός του δημόσιου τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α’) ή αυτοαπασχολούνται, μη εφαρμοζομένων στις περιπτώσεις αυτές των διατάξεων της περ. β’ της παρ. 15 του άρθρου 2 του ν. 3234/2004 (ΦΕΚ 52 Α’).
Οι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους εξ ιδίου δικαιώματος στρατιωτικούς συνταξιούχους, με εξαίρεση το όριο ηλικίας αναστολής καταβολής της σύνταξης, το οποίο, ειδικά για αυτούς, διαμορφώνεται στο 47ο έτος.
β. Ως αυτοαπασχολούμενος θεωρείται αυτός που ασκεί δραστηριότητα υπακτέα στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) ή του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.), καθώς και αυτός, που με βάση τις οικείες διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ., υποχρεούται στην έκδοση στοιχείων απεικόνισης συναλλαγών.
γ. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α’) και 1977/1991 (ΦΕΚ 185 Α’), καθώς και για όσα από αυτά λαμβάνουν πολεμική σύνταξη ή σύνταξη παθόντος στην υπηρεσία και εξ αιτίας αυτής.
Επίσης, οι ανωτέρω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή για όσους έχουν τέκνο ανίκανο για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, καθώς και για τους πολύτεκνους, των οποίων το ένα τουλάχιστον τέκνο είναι ανήλικο ή σπουδάζει και υπό τις προϋποθέσεις της περ. δ’ της παρ.1 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007.
δ. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού για όσους συνταξιούχους αναλαμβάνουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται από την ημερομηνία αυτή και μετά. Εάν έχουν αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχολούνται πριν την ανωτέρω ημερομηνία, οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή από 1-1-2013.»
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα που ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά από 1-1-1993 και μετά σε οποιονδήποτε Ασφαλιστικό Οργανισμό κύριας ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου. Οι διατάξεις των παρ. 4, 5 και 7 του άρθρου 16 του ν. 2084/1992 καταργούνται.

6. α. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ 226 Α’) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης και υπό την προϋπόθεση ότι ο απονέμων φορέας είναι το Δημόσιο, για τα πρόσωπα των διατάξεων της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 33, το τμήμα σύνταξης του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α’) καταβάλλεται ταυτόχρονα με αυτό του Δημοσίου, χωρίς την οριζόμενη από τις διατάξεις του εδαφίου β’ των διατάξεων αυτών μείωση. Ο συμμετέχων φορέας αποδίδει το αναλογούν ποσό στον απονέμοντα φορέα κατά το χρόνο συμπλήρωσης των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, που ισχύουν κατά περίπτωση, με βάση τις οικείες διατάξεις της νομοθεσίας του.»
β. Οι διατάξεις της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 αντικαθίστανται, από της έναρξης ισχύος τους, ως εξής:
«γ. Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου, οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση και πρόνοια των προσώπων των προηγουμένων περιπτώσεων υπολογίζονται επί των ανωτέρω συντάξιμων αποδοχών.»
γ. Στο τέλος της περ. δ’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 προστίθεται, από την έναρξη ισχύος τους, εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου και αυτής έχουν εφαρμογή για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπάγονται στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις δημοσιοϋπαλληλικές διατάξεις.»
δ. Στο τέλος του προτελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4024/2011 προστίθεται η φράση «χωρίς αυτό να δημιουργεί δικαίωμα υπαγωγής τους στις διατάξεις της περ. ι) της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ. 169/2007.»
ε. Στο τέλος του δευτέρου εδαφίου της περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4051/2012 (ΦΕΚ 40 Α’) μετά τις λέξεις «και άνω» προστίθεται η φράση «καθώς και όσοι λαμβάνουν εξ ιδίου δικαιώματος πολεμική σύνταξη.».

 

7. Κατ εξαίρεση, η καταργούμενη με την περ. β’ της υποπαραγράφου β2 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 διάταξη της υποπερίπτωσης γγ) της περ. β) της παρ. 3 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 εξακολουθεί να ισχύει
11
μέχρι την 31-12-2013 για τα πρόσωπα της περ. γ’ της παρ. 1, καθώς και αυτά της παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 4024/2011.

8. α. Στο τέλος της περ. δ’ της παρ. 2 του άρθρου 1 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου "Μέτρα ενίσχυσης των χαμηλοσυνταξιούχων", που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 211 Α`) και κυρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν.2453/1997 (ΦΕΚ 4 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 2592/1998 και το άρθρο 1 του ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α’), προστίθεται περίπτωση ε’, ως εξής:
«ε. Διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα.»
β. Ειδικά για τους συνταξιούχους του Δημοσίου καταβάλλεται από 1-1-2012 ποσό ΕΚΑΣ τριάντα (30) ευρώ μηνιαίως, εφόσον πληρούν αθροιστικά τις παρακάτω προϋποθέσεις:
αα) Το συνολικό ετήσιο καθαρό εισόδημά τους από συντάξεις κύριες, επικουρικές, συμπεριλαμβανομένων και των μερισμάτων ή βοηθημάτων, καθώς και από μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα, κυμαίνεται από 8.472,10 ευρώ μέχρι 9.200,00 ευρώ.
ββ) Το συνολικό ετήσιο οικογενειακό καθαρό εισόδημά τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 13.500,00 ευρώ.
Τα παραπάνω ποσά αφορούν σε εισοδήματα, που δηλώθηκαν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2010, και δύνανται να αναπροσαρμόζονται με την κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2768/1999.
γγ) Πληρούν όλες τις λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 1 της αναφερόμενης στην περίπτωση α’ Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, όπως ισχύει.
Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της περίπτωσης α’.
γ. Από 1-1-2014, το πρώτο εδάφιο της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 1 της αναφερόμενης στην περίπτωση α’ Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους.»
δ. Η Υποπαράγραφος Β6 της Παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 καταργείται.
ε. Οι διατάξεις της περίπτωσης δ΄ της υποπαραγράφου Β3 της παραγράφου Β΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 αντικαθίστανται ως εξής:
«Εξαιρούνται των ανωτέρω μειώσεων οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, γενικά, καθώς και οι Ανάπηροι Πολέμου Αξιωματικοί Πολεμικής Διαθεσιμότητας, οι οποίοι είναι ανάπηροι με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω σύμφωνα με γνωμάτευση της Ανώτατης Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής».

 

9. α. Μετά τη δημιουργία του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ), με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α’) για τη συνταξιοδότηση των προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις των νόμων 1543/1985 (ΦΕΚ 73 Α’) και 1863/1989 (ΦΕΚ 204 Α’), οι αρμοδιότητες της Ειδικής Υγειονομικής Επιτροπής του άρθρου 6 του ν. 1976/1991 (ΦΕΚ 184 Α’) ασκούνται από την Ανωτάτη Στρατού Υγειονομική Επιτροπή.

β. Οι διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 3075/2002 (ΦΕΚ 297 Α’) ως προς τις προθεσμίες για την άσκηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος έχουν εφαρμογή και για όσους υπάγονται στις διατάξεις των ν. 1543/1985 και 1863/1989, καθώς και του Α.Ν. 1512/1950 (ΦΕΚ 235 Α’).

10. α. Υπάλληλος που αποχωρεί από την Υπηρεσία προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί και, λόγω πλάνης περί τα πράγματα, δεν πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις για την άμεση καταβολή της σύνταξής του μπορεί να επανέλθει στην Υπηρεσία μετά από αίτησή του, η οποία υποβάλλεται στον φορέα, από τον οποίο αποχώρησε, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων, το οποίο και τον πληροφορεί σχετικά.
β. Το χρονικό διάστημα από την αποχώρηση από την Υπηρεσία μέχρι την επαναφορά σε αυτή των προσώπων της προηγούμενης περίπτωσης δεν λογίζεται συντάξιμο και δεν καταβάλλονται αποδοχές για αυτό.

11. α. Οι διοριζόμενοι σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων δύνανται από την ημερομηνία του διορισμού τους να διατηρήσουν το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης στο οποίο υπάγονταν πριν από το διορισμό τους στις θέσεις αυτές και όλη η εφεξής υπηρεσία τους στη νέα τους θέση θεωρείται ότι διανύεται στο καθεστώς αυτό. Η διατήρηση του προηγούμενου του διορισμού τους ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού καθεστώτος γίνεται με ανέκκλητη δήλωσή τους, που υποβάλλεται στην Υπηρεσία ή στο Φορέα στον οποίο διορίζονται εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία του διορισμού τους. Η ανωτέρω προθεσμία για όσους έχουν ήδη διορισθεί αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
β. Εφόσον τα ανωτέρω πρόσωπα δεν επιλέξουν την υπαγωγή τους στο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημόσιου ή σε αυτό της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3865/2010, δεν οφείλουν οιασδήποτε μορφής εισφορά υπέρ του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων.
γ. Η ασφαλιστική – συνταξιοδοτική τακτοποίηση των ανωτέρω υπαλλήλων από την ημερομηνία του διορισμού τους γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων της περ. β’, με την απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών που έχουν παρακρατηθεί στους αντίστοιχους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης του ασφαλιστικού καθεστώτος, που με τη δήλωσή τους έχουν επιλέξει οι υπάλληλοι αυτοί. Μετά την κατά τα ανωτέρω ασφαλιστική τακτοποίηση, τυχόν επιπλέον ασφαλιστικές εισφορές που έχουν παρακρατηθεί από 1-1-2012 και μετά υπέρ οποιουδήποτε φορέα αποδίδονται στους δικαιούχους.
δ. Οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές καταβάλλονται του μεν εργοδότη, όπου προβλέπεται, από το φορέα στον οποίο διορίζονται, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.
ε. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 2320/1995 (ΦΕΚ 133 Α’) έχουν εφαρμογή και για τους υπαλλήλους της παραγράφου αυτής.
στ. Οι διατάξεις των προηγούμενων περιπτώσεων δεν έχουν εφαρμογή για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, που διορίζονται σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων, για τους οποίους οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί των αποδοχών της θέσης του μετακλητού.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπηρετούν σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.

 

12. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα υπάγονται στα ειδικά μισθολόγια των παρ. 13 έως και 36 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του ν. 4093/2012 αναπροσαρμόζονται από 1-8-2012 οίκοθεν από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του π.δ. 169/2007. Ειδικά για την αναπροσαρμογή των συντάξεων όσων από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν αποχωρήσει από την Υπηρεσία από 1-7-2011 και μετά, λαμβάνονται υπόψη, μετά από σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου και την προσκόμιση σχετικής διοικητικής πράξης της Υπηρεσίας, από την οποία αποχώρησε, και οι διατάξεις της παρ. 38 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012.

13. α. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Για την προσφορά ή όχι διακεκριμένων υπηρεσιών αποφαίνεται, με πλήρως αιτιολογημένη γνώμη, εννεαμελής Επιτροπή, η οποία συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, αποτελούμενη από έναν (1) Ακαδημαϊκό ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, τέσσερις (4) προσωπικότητες των Γραμμάτων, των Τεχνών και των Επιστημών, έναν (1) υπάλληλο της Υπηρεσίας Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τον Προϊστάμενο της καθ’ ύλη αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο οποίος μπορεί να αναπληρώνεται από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος, και δύο (2) προσωπικότητες, αναλόγως των οκτώ (8) κατηγοριών λογοτεχνών και καλλιτεχνών της προηγούμενης παραγράφου, μετά από πρόταση των συλλογικών τους φορέων, σε όσες περιπτώσεις υπάρχει συλλογική εκπροσώπηση.»

 

β. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 αντικαθίσταται ως εξής :
«Η σύνταξη αυτή είναι μηνιαία, απονέμεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο δε αριθμός των προτεινομένων δικαιούχων που πραγματοποιείται στο τέλος κάθε έτους από την εννεαμελή Επιτροπή της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους πέντε (5) ετησίως.»

γ. Οι περιπτώσεις α’, β’ και γ’ της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 αντικαθίστανται ως εξής :
«α. Να έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους ή το 50ό έτος εφόσον έχουν καταστεί ανίκανοι για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό ανικανότητας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω. Η ανικανότητα κρίνεται με γνωμάτευση της Ανωτάτης του Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής στην οποία παραπέμπεται ο αιτών από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού.
β. Να μη λαμβάνουν άλλη σύνταξη ίση ή μεγαλύτερη των επτακοσίων είκοσι (720) ευρώ από οποιονδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης.
γ. Ο μέσος όρος του εισοδήματος που έχει δηλωθεί συνολικά κατά τα τρία (3) προηγούμενα οικονομικά έτη από εκείνο που υποβάλλεται η αίτηση για συνταξιοδότηση να μην υπερβαίνει το ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων σαράντα (8.640) ευρώ. Στο εισόδημα περιλαμβάνεται και αυτό που προκύπτει με βάση τις αντικειμενικές δαπάνες. Επίσης, να έχει δηλωθεί με την οικεία δήλωση φορολογίας εισοδήματος εισόδημα από την άσκηση της δραστηριότητας λογοτέχνη ή καλλιτέχνη σε ένα οποιοδήποτε οικονομικό έτος πριν τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας ή του 50ού για όσους έχουν καταστεί ανίκανοι.»

δ. Οι διατάξεις των περ. α’ και β’ της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 αντικαθίστανται ως εξής :
«5. α. Η μηνιαία σύνταξη της παρ. 1 του άρθρου αυτού ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων είκοσι (720) ευρώ.
β. Σε περίπτωση που ο δικαιούχος λαμβάνει και άλλη σύνταξη μικρότερη των επτακοσίων είκοσι (720) ευρώ, η σύνταξη της παρ. 1 του άρθρου αυτού περιορίζεται τόσο, ώστε το άθροισμα των δύο συντάξεων να μην υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό.»
Οι διατάξεις της περ. γ’ της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 καταργούνται.

ε. Οι διατάξεις της περ. β’ της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 αντικαθίστανται ως εξής:
«β. Η σύνταξη της παρ. 1 δεν μεταβιβάζεται. Δικαιώματα, που έχουν κριθεί με βάση τις αντικαθιστάμενες με την περίπτωση αυτή διατάξεις, παραμένουν ισχυρά.»
στ. Οι διατάξεις της περ. α’ της παρ. 13 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 καταργούνται.

 

ζ. Αιτήσεις που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού σε οποιοδήποτε στάδιο ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 κρίνονται από την Επιτροπή αυτή μετά τη συγκρότησή της σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. α’ της παραγράφου αυτής. Όσες αιτήσεις έχουν κριθεί από την προαναφερόμενη Επιτροπή μέχρι την προηγουμένη της ημερομηνίας δημοσίευσης του νόμου αυτού διαβιβάζονται στην αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία και εξετάζει αυτές, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων της παραγράφου αυτής. Το ίδιο ισχύει και για τις αιτήσεις που εκκρεμούν στην αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

η. Από 1-1-2013 οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο στα ανωτέρω πρόσωπα συντάξεις αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των περ. α’ και β’ της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002, όπως τροποποιημένες με τις διατάξεις της ανωτέρω περίπτωσης δ’ ισχύουν.

θ. Όλες οι καταβαλλόμενες κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού στα ανωτέρω πρόσωπα συντάξεις επανακρίνονται από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων και, εφόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση της διάταξης της περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002, διακόπτεται η καταβολή τους.
14. Από 1-1-2013 ως ημερομηνία καταβολής των συντάξεων του Δημοσίου ορίζεται η τελευταία εργάσιμη ημέρα του προηγούμενου μήνα.
15. Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων και αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των Ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (ΦΕΚ Α` 276), εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις.

Άρθρο 5:Διοικητικές διατάξεις

1. α. Οι αναφερόμενες στο άρθρο 5 του ν. 4002/2011 Διευθύνσεις «Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων Μελών Α.Ε.Ι. και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., Υπαλλήλων Ο.Τ.Α., Ν.Π.Δ.Δ. και Ειδικών Κατηγοριών» καθώς και «Νομοπαρασκευαστικής Εργασίας, Άσκησης Ενδίκων Μέσων και Διεθνών Σχέσεων», μετονομάζονται σε «Διεύθυνση Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων Υπαλλήλων Ο.Τ.Α., Ν.Π.Δ.Δ. και Ειδικών Κατηγοριών» και «Διεύθυνση Συνταξιοδοτικής Νομοπαρασκευαστικής Εργασίας και Διεθνών Σχέσεων», αντίστοιχα.
β. Η περίπτωση ε) της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4002/2011 αντικαθίσταται ως εξής :
«ε) Διεύθυνση Συνταξιοδοτικής Νομοπαρασκευαστικής Εργασίας και Διεθνών Σχέσεων».»

2. Η περίπτωση κστ) της παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 4002/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«κστ) Άσκηση έφεσης κατά των πράξεων κανονισμού σύνταξης ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και άσκηση ενδίκων μέσων κατά των πράξεων του αρμοδίου Κλιμακίου και κατά των αποφάσεων των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.»

3. α. Στις περιπτώσεις α, β, γ και δ της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 4002/2011, οι λέξεις «στην παράγραφο 7» αντικαθίστανται με τις λέξεις «στην παράγραφο 6».
β. Στην περίπτωση α’ της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 4002/2011, οι λέξεις «υπό στοιχεία α’ μέχρι και κα’» αντικαθίστανται με τις λέξεις «υπό στοιχεία α’ μέχρι και κ’».
γ. Στην περίπτωση β’ της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 4002/2011, οι λέξεις «υπό στοιχεία α’ μέχρι και κα’» αντικαθίστανται με τις λέξεις «υπό στοιχεία α’ μέχρι και κ’ καθώς και υπό στοιχείο κη’».
δ. Στο τέλος της περίπτωσης δ’ της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 4002/2011, οι λέξεις «αρμοδιότητας της Διεύθυνσης αυτής» διαγράφονται.
ε. Στο τέλος της υποπερίπτωσης δδ) της περ. γ’ της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 4002/2011, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Επίσης, στο Τμήμα αυτό ανήκει η αρμοδιότητα για την έκδοση απόφασης συνταξιοδότησης των λογοτεχνών και καλλιτεχνών.»

 

4. α. Οι υποπεριπτώσεις αα’ και ββ’ της περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 4002/2011 αντικαθίστανται ως εξής:
«αα) υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς:
- της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και
- όλων των κατηγοριών και βαθμίδων των ΑΕΙ
ββ) υπαλλήλους του Ταμείου Διοίκησης και Διαχείρισης Πανεπιστημιακών Δασών (ΝΠΔΔ)»
β. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 4002/2011 προστίθεται περίπτωση ε’, ως εξής:
«ε. Τμήμα Ε΄ Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής.
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παράγραφο 2 αρμοδιότητες, κατά το μέρος που αφορούν σε:
αα) υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς:
- της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης
- όλων των κατηγοριών και βαθμίδων των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ)
- της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Α.Σ.ΠΑΙ.ΤΕ),
- της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας και
- των Εκκλησιαστικών Σχολών.
ββ) υπαλλήλους και συμβούλους:
- του Ινστιτούτου Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΙΤΕ),
- υπαλλήλων και ερευνητών της Ακαδημίας Αθηνών,
- υπαλλήλων και μελών του τέως Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Π.Ι)
γγ) υπαλλήλους:
- της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων,
- του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) και
- της Εθνικής Βιβλιοθήκης και των λοιπών δημοσίων βιβλιοθηκών
δδ) εκπαιδευτικούς αναγνωρισμένων σχολείων της αλλοδαπής.

5. Οι διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 4002/2011 αντικαθίστανται ως εξής:
«9. Η Διεύθυνση Συνταξιοδοτικής Νομοπαρασκευαστικής Εργασίας και Διεθνών Σχέσεων διαρθρώνεται στα πιο κάτω τμήματα:
α. Τμήμα Α’ Συνταξιοδοτικής Νομοπαρασκευαστικής Εργασίας.
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 8, υπό στοιχεία α’ μέχρι και ζ’, αρμοδιότητες.
β. Τμήμα Β’ Διεθνών Σχέσεων
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 8, υπό στοιχεία η’ μέχρι και ι’, αρμοδιότητες.»
6. Οι διατάξεις της περίπτωσης δ’ της παρ.4 καθώς και των περιπτώσεων ια’ έως και ιζ’ της παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 4002/2011 καταργούνται.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΑΔΡΑΝΕΙΣ ΚΑΤΑΘΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ

Άρθρο 6:Σκοπός

Αποκλειστικός σκοπός των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, με το οποίο τροποποιείται το ν.δ. 1195/1942, είναι, μετά την παραγραφή των δικαιωμάτων του καταθέτη ή των νομίμων κληρονόμων του, η χρήση των κεφαλαίων από αδρανείς καταθέσεις για ειδικούς σκοπούς στήριξης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Οποιαδήποτε άλλη χρήση δεν επιτρέπεται.

Άρθρο 7:Ορισμός

 

Ως αδρανής καταθετικός λογαριασμός σε πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια του ν. 3601/2007, για τις ανάγκες του παρόντος κεφαλαίου, χαρακτηρίζεται εκείνος στον οποίο δεν έχει πραγματοποιηθεί αποδεδειγμένα καμία πραγματική συναλλαγή από τους δικαιούχους καταθέτες για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών. Η επομένη της τελευταίας συναλλαγής αποτελεί την έναρξη ισχύος της εικοσαετίας.

Άρθρο 8:Διαδικασία

1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να στέλνει στο δικαιούχο αδρανούς κατάθεσης ειδοποίηση πριν τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, ενημερώνοντάς τον ότι, σε περίπτωση που δεν παρουσιάσει κίνηση ο λογαριασμός του, η κατάθεση θα παραγραφεί και θα περιέλθει στο Δημόσιο λόγω συμπλήρωσης 20ετίας. Συγκεκριμένα, με τη συμπλήρωση πέντε (5) ετών από την πραγματοποίηση της τελευταίας πραγματικής συναλλαγής, πρέπει να γίνεται η πρώτη ειδοποίηση του δικαιούχου και των τυχόν συνδικαιούχων του, όπως αυτοί εμφανίζονται στον τραπεζικό λογαριασμό. Η δεύτερη ειδοποίηση γίνεται με τη συμπλήρωση δέκα (10) ετών και η τελευταία με τη συμπλήρωση δέκα πέντε (15) ετών από την πραγματοποίηση της τελευταίας πραγματικής συναλλαγής. Η δεύτερη και η τρίτη ειδοποίηση αφορά σε δικαιούχους λογαριασμών υπολοίπου μεγαλύτερου των εκατό (100) ευρώ. Ταυτόχρονα, με την τρίτη ειδοποίηση ή την παρέλευση δεκαπενταετίας, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να δημιουργούν ειδικό αρχείο, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει τα στοιχεία όλων των λογαριασμών. Στο αρχείο αυτό θα έχουν πρόσβαση οι δικαιούχοι/συνδικαιούχοι και οι νόμιμοι κληρονόμοι τους. Το εν λόγω αρχείο θα οριστικοποιείται με τη συμπλήρωση είκοσι (20) ετών και θα είναι στη διάθεση των εποπτικών αρχών και δημόσιων ελεγκτικών θεσμών για πέντε (5) ακόμη χρόνια.

2. Το υπόλοιπο αδρανούς καταθετικού λογαριασμού παραγράφεται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μετά την παρέλευση εικοσαετίας. Η πίστωση των καταθέσεων με τόκους, καθώς και η κεφαλαιοποίησή τους, δεν συνιστούν συναλλαγή, κατά την έννοια του άρθρου 7 του παρόντος, και δεν διακόπτουν την παραγραφή.

 

3. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα, που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, οφείλει αμέσως μετά την παρέλευση του χρονικού ορίου της εικοσαετίας: α) να αποδίδει στο δημόσιο συγκεντρωτικά μέχρι το τέλος Απριλίου κάθε έτους τα υπόλοιπα των αδρανών καταθέσεων, πλέον αναλογούντων τόκων, καταθέτοντας στην Τράπεζα της Ελλάδος τα σχετικά ποσά σε ειδικό λογαριασμό, β) να ενημερώνει ταυτόχρονα την αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο, γ) να ενημερώνει τους δικαιούχους/κληρονόμους για το που έχουν μεταφερθεί τα σχετικά ποσά, μετά την παρέλευση της εικοσαετίας, εφόσον ερωτηθεί.

4. Τα ως άνω ποσά στο σύνολό τους θα καταγράφονται ως έσοδο στον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισμό σε ειδικό κωδικό. Ταυτόχρονα, το ισόποσο θα εγγράφεται ως δαπάνη σε ειδικούς κωδικούς και θα διατίθεται για τη στήριξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων στα θέματα υγείας, εκπαίδευσης και διά βίου μάθησης.

 

5. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα στις προθεσμίες σύνταξης του Κρατικού Προϋπολογισμού, να ενημερώνουν το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για το κατ΄ εκτίμηση ύψος των αδρανών καταθέσεων που θα μεταφέρουν στο Δημόσιο μέχρι τον Απρίλιο του επόμενου έτους, ώστε τα κονδύλια αυτά να συμπεριληφθούν στο Γενικό Προϋπολογισμό του επόμενου οικονομικού έτους.

6. Ο Υπουργός Οικονομικών με ειδική έκθεσή του ενημερώνει κάθε χρόνο τη Βουλή για το ύψος και τον τρόπο διάθεσης των σχετικών κεφαλαίων από αδρανείς καταθέσεις.

Άρθρο 9:Εποπτεία

1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα υποχρεούται, με τους θεσμούς εσωτερικού ελέγχου και κανονιστικής συμμόρφωσης που οφείλει να διαθέτει, να παρακολουθεί τη συνεπή τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.

2. Οι ορκωτοί ελεγκτές στις σημειώσεις των ετήσιων δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων θα βεβαιώνουν εάν τηρήθηκαν ή όχι οι διατάξεις του νόμου για τις αδρανείς καταθέσεις, αναφέροντας και το ποσό που αποδόθηκε στο Δημόσιο.

3. Η Τράπεζα της Ελλάδος θα εποπτεύει την πιστή τήρηση από τα πιστωτικά ιδρύματα των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου και σε τυχόν περίπτωση διαπίστωσης μη τήρησης υποχρεούται να επιβάλει τις προβλεπόμενες κυρώσεις.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος υποχρεούται, εντός του πρώτου διμήνου κάθε έτους, να αποστέλλει στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους κατάσταση με τα δραστηριοποιούμενα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα, για τον ευχερέστερο έλεγχο από το τελευταίο της τήρησης εκ μέρους τους των διατάξεων του παρόντος.

5. Ο Υπουργός Οικονομικών δύναται, οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο, να ζητεί από την Τράπεζα της Ελλάδος τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου για την επιβεβαίωση της πιστής εφαρμογής των οριζομένων στο παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 10:Κατάργηση Διατάξεων

Με τη δημοσίευση του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 3, 6β κατά το μέρος που αφορά το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, και 7 του ν.δ. 1195/1942.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11:Τροποποίηση του ν. 2628/1998

1. Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της υποπερίπτωσης αα’ της περίπτωσης γ’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2628/1998 (ΦΕΚ 151 Α’), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3965/2011 (ΦΕΚ 113 Α’), προστίθεται η φράση «και συμμετέχει με άλλους συναρμόδιους φορείς σε τεχνικές επιτροπές και όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ και Ευρωπαϊκών και άλλων διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, για την παρακολούθηση των διεθνών χρηματοδοτικών πολιτικών και μέσων και της διαμόρφωσης και προώθησης των ελληνικών θέσεων στα θέματα του δανεισμού και της διαχείρισης του δημοσίου χρέους».

2. Στον τίτλο του άρθρου 4 του ν. 2628/1998 προστίθενται οι λέξεις «, Προϊστάμενοι Επιχειρησιακών Διευθύνσεων».

3. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2628/1998, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 2703/1999 (Α’ 73), προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Οι προϊστάμενοι των Διευθύνσεων Δανεισμού και Διαχείρισης, καθώς και Ανάλυσης Χαρτοφυλακίου και Αγορών, προσλαμβάνονται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου τριετούς διάρκειας, που μπορεί να ανανεώνεται, απευθείας στις θέσεις των υποπεριπτώσεων αα’ και ββ’ της περίπτωσης γ’ της παρ. 1 του άρθρου 6, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού. Για τις θέσεις του προηγούμενου εδαφίου: α) εφόσον η πρόσληψη γίνει από τον ιδιωτικό τομέα, η επιλογή γίνεται μεταξύ προσώπων αποδεδειγμένης προϋπηρεσίας τουλάχιστον πέντε (5) ετών, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, σε θέματα αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης, στην οποία θα προΐστανται και με τα τυπικά προσόντα τουλάχιστον του Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού, που ορίζονται στα τελευταία εδάφια της παρ. 2 του άρθρου 7, ύστερα από δημόσια πρόσκληση, στην οποία μπορεί να ορίζονται
αυξημένα ουσιαστικά ή τυπικά προσόντα, β) εφόσον η πρόσληψη γίνει από το Δημόσιο, η επιλογή γίνεται μεταξύ προσώπων αποδεδειγμένης προϋπηρεσίας τουλάχιστον πέντε (5) ετών, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, σε θέματα αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης, στην οποία θα προΐστανται, και με τα τυπικά προσόντα τουλάχιστον του Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού, που ορίζονται στα τελευταία εδάφια της παρ. 2 του άρθρου 7, ύστερα από δημόσια πρόσκληση, στην οποία μπορεί να ορίζονται αυξημένα ουσιαστικά ή τυπικά προσόντα».

4. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2628/1998, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 2703/1999, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Το ανώτατο ύψος αποδοχών και εν γένει απολαβών και αποζημιώσεων του Γενικού Διευθυντή και του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, καθώς και των Προϊσταμένων των Διευθύνσεων Δανεισμού και Διαχείρισης και Ανάλυσης Χαρτοφυλακίου και Αγορών, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με βάση τις κείμενες διατάξεις.
Οι αποδοχές του Γενικού Διευθυντή δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις αποδοχές του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου».

5. Στην αρχή της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν.2628/1998 προστίθεται πρώτο εδάφιο ως εξής:
«2. Επιτρέπεται η πρόσληψη στις ανωτέρω θέσεις υπαλλήλων ή λειτουργών του κατά το άρθρο 1 του ν.1256/1982 (ΦΕΚ Α’ 65) δημόσιου τομέα, εφαρμοζομένων αναλόγως στην περίπτωση αυτή των διατάξεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ Α’ 18).»

6. Στην παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2628/1998, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3965/2011, η υφιστάμενη περίπτωση η’ αναριθμείται σε θ’ και προστίθεται περίπτωση η’ ως εξής:
«η) εκπροσωπεί ο ίδιος, ή εξουσιοδοτεί υπάλληλο του Οργανισμού να εκπροσωπεί τον Οργανισμό σε επιτροπές ή όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ και Ευρωπαϊκών ή άλλων διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, για την παρακολούθηση των διεθνών χρηματοδοτικών πολιτικών και μέσων και τη διαμόρφωση και προώθηση των ελληνικών θέσεων στα θέματα του δανεισμού και της διαχείρισης του δημοσίου χρέους.».

7. Οι περιπτώσεις β’ και γ’ της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2628/1998, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3965/2011, αντικαθίστανται ως εξής:
«β) Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου:
αα) Εννέα (9) θέσεις εξειδικευμένων οικονομικών στελεχών.
ββ) Μία (1) θέση εξειδικευμένου στελέχους πληροφορικής.
γγ) Μία (1) θέση εξειδικευμένου νομικού στελέχους στο Τραπεζικό Δίκαιο ή στις Εμπορικές Συμβάσεις.
γ) Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου τριών (3) ετών που μπορεί να παρατείνεται:
αα) Μία (1) θέση Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δανεισμού και Διαχείρισης.
ββ) Μία (1) θέση Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Ανάλυσης Χαρτοφυλακίου και Αγορών.
γγ) Τρεις (3) θέσεις εξειδικευμένων οικονομικών στελεχών.
δδ) Μία (1) θέση εξειδικευμένου στελέχους πληροφορικής.».

8. Στο άρθρο 7 του ν. 2628/1998, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3965/2011, προστίθεται παράγραφος 3, ως εξής:
«3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού, ύστερα από εισήγηση του Γενικού ή Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, ανατίθενται τα καθήκοντα Προϊσταμένων: α) Τμημάτων των Διευθύνσεων σε εξειδικευμένα οικονομικά στελέχη των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παρ.1 του άρθρου 6 και β) του Αυτοτελούς Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης και Πληροφορικής σε υπαλλήλους των περιπτώσεων α΄, κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ, ή σε στελέχη του Οργανισμού των περιπτώσεων β΄και γ΄του ίδιου άρθρου.
Επιτρέπεται η ανάθεση καθηκόντων Προϊσταμένων Τμήματος και σε στελέχη του Οργανισμού που υπηρετούν σε αυτόν με απόσπαση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 8.».

9. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του ν. 2628/1998, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του ν. 3965/2011, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. α) Η κάλυψη των θέσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 6 μπορεί να γίνεται και με μετάταξη ή μεταφορά και ένταξη υπαλλήλων από φορείς του κατά το άρθρο 1 του ν.1256/1982 δημόσιου τομέα, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των κείμενων διατάξεων.
β) Η κάλυψη των αναγκών σε προσωπικό του Οργανισμού μπορεί να γίνεται και με απόσπαση υπαλλήλων από φορείς του, κατά το άρθρο 1 του ν. 1256/1982, δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, που μπορεί να παρατείνεται. Η απόσπαση διενεργείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού, χωρίς να απαιτείται γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του φορέα, από τον οποίο αποσπάται ο υπάλληλος, ύστερα από δημοσιοποίηση σχετικής πρόσκλησης του Οργανισμού, στην οποία καθορίζονται τα ζητούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του προσωπικού. Ο χρόνος απόσπασης του υπαλλήλου λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας δημοσίου υπαλλήλου στη θέση, που οργανικά κατέχει, ή ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα, από τον οποίο αποσπάται. Αν ανατεθούν καθήκοντα Προϊσταμένου Διεύθυνσης ή Τμήματος, ο χρόνος άσκησης τέτοιων καθηκόντων θεωρείται ως χρόνος υπηρεσίας σε θέση και καθήκοντα Προϊσταμένου Διεύθυνσης ή Τμήματος στο φορέα, από τον οποίο αποσπάστηκε ο υπάλληλος, για κάθε έννομη συνέπεια.»

Άρθρο 12:Κατάργηση Προσαύξησης

Στην περ. 11 της υποπαραγράφου Γ1 της παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222 Α΄), μετά τη φράση «του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α’)» προστίθεται η φράση «και της παρ. 5 του άρθρου 65 του ν. 3584/2007 (ΦΕΚ 143 Α’)».

Άρθρο 13:Νομική Υποστήριξη Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων

1. Ανατίθεται στα κατά τόπους Γραφεία Νομικού Συμβούλου ή Δικαστικά Γραφεία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους η νομική υποστήριξη του Ταμείου

Παρακαταθηκών και Δανείων στα Δικαστήρια και στις αρχές που βρίσκονται εκτός Αθηνών.

2. Αποκλειστικά για τις υποθέσεις, που έχουν σχέση με την εφαρμογή του ν. 3869/2010, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δύναται, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του, να αναθέτει με ειδική συμφωνία κατά υπόθεση τη νόμιμη εκπροσώπησή του, ενώπιον των εκτός του νομού Αττικής Δικαστηρίων, Υπηρεσιών και Αρχών σε ιδιώτη δικηγόρο, μέλος οιουδήποτε Δικηγορικού Συλλόγου, διορισμένο τουλάχιστον στο Εφετείο, με αμοιβή καθοριζόμενη σύμφωνα με τον Κώδικα περί αμοιβής Δικηγόρων, κατόπιν σχετικής υπόδειξης του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Άρθρο 14:Θητεία

1. Στο άρθρο 7 του Ν. 3492/2006 προστίθεται παρ. 8 ως εξής: «Η θητεία των Δημοσιονομικών Ελεγκτών δεν δύναται να υπερβαίνει τα έξι (6) συναπτά έτη. Με τη συμπλήρωση της εξαετίας, υποχρεωτικά για δύο (2) έτη ο Δημοσιονομικός Ελεγκτής παύει να συμμετέχει στη διενέργεια δημοσιονομικών ελέγχων. Μετά την παρέλευση της διετίας, η θητεία του Δημοσιονομικού Ελεγκτή δύναται να ανανεωθεί για μία (1) μόνο φορά. Συνολικά η θητεία του Δημοσιονομικού Ελεγκτή στους ελεγκτικούς φορείς του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους δεν μπορεί να υπερβεί τη δωδεκαετία. Με τη συμπλήρωση της δωδεκαετίας ο Δημοσιονομικός Ελεγκτής μετακινείται.»

2. Στο άρθρο 16 του Ν. 3614/2007 προστίθεται παρ. 16 ως εξής: «Η θητεία των Ελεγκτών της ΕΔΕΛ δεν δύναται να υπερβαίνει τα έξι (6) συναπτά έτη. Με τη συμπλήρωση της εξαετίας υποχρεωτικά για δύο (2) έτη ο Ελεγκτής παύει να συμμετέχει στη διενέργεια δημοσιονομικών ελέγχων που διενεργεί η ΕΔΕΛ. Μετά την παρέλευση της διετίας, η θητεία του Ελεγκτή δύναται να ανανεωθεί για μία (1) μόνο φορά. Συνολικά η θητεία του Ελεγκτή της ΕΔΕΛ στους ελεγκτικούς φορείς του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους δεν μπορεί να υπερβεί τη δωδεκαετία. Με τη συμπλήρωση της δωδεκαετίας ο Ελεγκτής της ΕΔΕΛ μετακινείται».

3. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 ισχύουν για τις κατηγορίες και κλάδους υπαλλήλων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που προβλέπονται και στις λοιπές Γενικές Διευθύνσεις του, πέραν της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων και της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Ελέγχου Συγχρηματοδοτούμενων Προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, Διευθύνσεις των οποίων είναι αρμόδιες για την άσκηση δημοσιονομικών ελέγχων.

4. Ο Δημοσιονομικός Ελεγκτής, μετά την παρέλευση της πρώτης εξαετίας, δύναται να τοποθετείται ως Ελεγκτής της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Ελέγχου Συγχρηματοδοτούμενων Προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αντιστρόφως, χωρίς να απαιτείται η ενδιάμεση διετής παύση συμμετοχής του σε ελέγχους.

5. Κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής και κάθε συναφές διαδικαστικό θέμα ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

Άρθρο 15:Τήρηση Μητρώων

1. Στο Υπουργείο Οικονομικών / Γενικό Λογιστήριο του Κράτους καταρτίζονται και τηρούνται Μητρώο Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών της ΕΔΕΛ και Μητρώο Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους της ΕΔΕΛ για τις ανάγκες των ασκούμενων δημοσιονομικών ελέγχων της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων και της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Ελέγχου Συγχρηματοδοτούμενων Προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2. Στο Μητρώο Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών της ΕΔΕΛ δύνανται να εντάσσονται υπάλληλοι του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους όλων των κλάδων ΠΕ και ΤΕ κατηγορίας. Η ένταξή τους γίνεται μετά από ανοικτή πρόσκληση και διαδικασίες αξιολόγησης, όπως αυτές ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Δεν υφίσταται υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο των ΝΠΙΔ που ασκούν ελεγκτικό έργο.

3.α. Στο Μητρώο Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους της ΕΔΕΛ δύνανται να εγγραφούν δημόσιοι υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ και ΤΕ, καθώς και ιδιώτες μετά από δημόσια πρόσκληση και διαδικασίες αξιολόγησης, όπως αυτές ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Δεν υφίσταται υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο των ΝΠΙΔ που ασκούν ελεγκτικό έργο.
β. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο κατόπιν αιτιολογημένης και διαπιστωμένης αδυναμίας της αρμόδιας Υπηρεσίας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις συγκεκριμένου ελέγχου λόγω του εξειδικευμένου αντικειμένου του, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από εισήγηση της αρμόδιας ΕΔΕΛ ή ΕΣΕΛ κατά περίπτωση, δύναται να ορίζονται, σύμφωνα με το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο, ως εμπειρογνώμονες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός του Μητρώου Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους της ΕΔΕΛ, τα οποία ασκούν ελεγκτικό έργο και δεν σχετίζονται με οποιονδήποτε τρόπο με τη διαχείριση των προγραμμάτων, την υλοποίηση των έργων και την πιστοποίηση των δαπανών. Ως εκ τούτου, η παρ. 12 του άρθρου 16 του ν. 3614/2007 (ΦΕΚ 267 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:
«12. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο κατόπιν αιτιολογημένης και διαπιστωμένης αδυναμίας της ΕΔΕΛ να ανταποκριθεί λόγω του εξειδικευμένου αντικειμένου τους στις απαιτήσεις ελέγχου πράξεων της παρ. 2 περ. β’ του άρθρου 15 του ν. 3614/2007, η ΕΔΕΛ, μετά από εισήγηση του αρμόδιου προϊσταμένου Διεύθυνσης Προγραμματισμού και Ελέγχου, εισηγείται σχετικά στον Υπουργό Οικονομικών».

4. Οι οργανικές θέσεις των Διευθύνσεων της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων και των Διευθύνσεων της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Ελέγχου Συγχρηματοδοτούμενων Προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση που ασκούν ελέγχους καλύπτονται κατά προτεραιότητα από υπαλλήλους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών ΕΔΕΛ.

5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται: i) τα προσόντα των Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών της ΕΔΕΛ και των Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους της ΕΔΕΛ που εγγράφονται στα οικεία Μητρώα, ii) τα κριτήρια κατάταξης των Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών της ΕΔΕΛ και των Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους της ΕΔΕΛ σε κατηγορία, iii) η διαδικασία και τα αρμόδια για την αξιολόγηση και επιλογή των υποψηφίων όργανα, iv) ο τρόπος κατάρτισης και τήρησης των Μητρώων και η αρμόδια προς τούτο Υπηρεσία, v) η διαδικασία και το αρμόδιο όργανο για τον ορισμό των Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών της ΕΔΕΛ και των Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους της ΕΔΕΛ στους συγκεκριμένους ελέγχους και για την επιλογή αυτών προκειμένου να συμμετάσχουν σε ελέγχους, vi) η διάρκεια και η φύση της θητείας vii) ο τρόπος αποβολής από τα Μητρώα και ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία σχετική λεπτομέρεια.

 

6. α. Μέχρι την κατάρτιση του Μητρώου Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών της ΕΔΕΛ του παρόντος, οι έλεγχοι της παρ. 1 του άρθρου αυτού διενεργούνται από τους υπαλλήλους που υπηρετούν στη Γενική Διεύθυνση Διοίκησης και Ελέγχου Συγχρηματοδοτούμενων Προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
β. Σε περίπτωση που το προσωπικό την ανωτέρου παραγράφου δεν επαρκεί για τη διενέργεια των ελέγχων της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δύναται, μέχρι την κατάρτιση του Μητρώου Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών της ΕΔΕΛ, ως Δημοσιονομικοί Ελεγκτές και Ελεγκτές της ΕΔΕΛ να ορίζονται υπάλληλοι του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που διαθέτουν σχετικές με το διενεργούμενο εκάστοτε έλεγχο ειδικές γνώσεις και εμπειρία. Μετά την κατάρτιση του Μητρώου Δημοσιονομικών Ελεγκτών και Ελεγκτών της ΕΔΕΛ η επιλογή υπαλλήλων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που θα διενεργούν ελέγχους της παρ. 1 του άρθρου αυτού θα γίνεται αποκλειστικά από το ανωτέρω Μητρώο.

7. Μέχρι την κατάρτιση του Μητρώου Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους της ΕΔΕΛ ως Εμπειρογνώμονες ορίζονται υπάλληλοι του Δημοσίου ή του ευρύτερου Δημόσιου τομέα, καθώς και ιδιώτες, που διαθέτουν σχετικές με το διενεργούμενο εκάστοτε έλεγχο ειδικές γνώσεις και εμπειρία, με την επιφύλαξη των οριζομένων στις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 16 του ν. 3614/2007 και της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3492/2006. Μετά την κατάρτιση του Μητρώου Εμπειρογνωμόνων σε Δημοσιονομικούς Ελέγχους και Ελέγχους της ΕΔΕΛ και τη σχετική διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Οικονομικών το προβλεπόμενα Μητρώα της παρ. 9 του άρθρου 16 του ν. 3614/2007 και της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3492/2006 αντικαθίστανται από το προαναφερθέν Μητρώο και καταργούνται οι προβλεπόμενες στην παρ. 9 του άρθρου 16 του ν. 3614/2007 και στην παρ. 3 του
άρθρου 14 του ν. 3492/2006 διατάξεις, ενώ η επιλογή των Εμπειρογνωμόνων γίνεται αποκλειστικά από το ανωτέρω Μητρώο.

8. Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής και κάθε συναφές διαδικαστικό θέμα ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η αποζημίωση των ιδιωτών Εμπειρογνωμόνων για τη συμμετοχή τους στους διενεργούμενους ελέγχους, με τους περιορισμούς του δεύτερου εδαφίου άρθρου 21 παρ. 1 του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ 226 Α’).

 

Άρθρο 16:Σύσταση Διεύθυνσης Έκτακτων Δημοσιονομικών Ελέγχων

 

1. Στο Υπουργείο Οικονομικών / Γενικό Λογιστήριο του Κράτους συστήνεται Διεύθυνση Έκτακτων Δημοσιονομικών Ελέγχων, που προστίθεται στις Διευθύνσεις του άρθρου 6 του ν. 3492/2006 (ΦΕΚ 210 Α’), οι οποίες συγκροτούν τη Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων.

2. Αποστολή της συνιστώμενης Διεύθυνσης είναι η διενέργεια των έκτακτων δημοσιονομικών ελέγχων του άρθρου 13 του ν. 3492/2006, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 4081/2012 (ΦΕΚ 184 Α’). Επίσης, κύριο αντικείμενο της συνιστώμενης Διεύθυνσης είναι και η διενέργεια των ελέγχων των εκκρεμών υποθέσεων της Οικονομικής Επιθεώρησης που περιήλθαν στην αρμοδιότητα της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων, δυνάμει της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4081/2012.

3. Η Διεύθυνση Έκτακτων Δημοσιονομικών Ελέγχων διαρθρώνεται στα κατωτέρω τμήματα:
α. Τμήμα Α’ Ελέγχων.
β. Τμήμα Β’ Παρακολούθησης και Υποστήριξης.

4. Οι αρμοδιότητες της ανωτέρω Διεύθυνσης συνίστανται στα κατωτέρω θέματα, που κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων της, ως ακολούθως:
α. Τμήμα Α’.
1. Διαχειριστικός έλεγχος φορέων της Γενικής Κυβέρνησης ύστερα από καταγγελίες για μη χρηστή οικονομική διαχείριση.
2. Έκτακτος έλεγχος κατόπιν εντολής του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισαγγελική παραγγελία, ή αιτημάτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3614/2007 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων, ή άλλης ελεγκτικής Αρχής.
3. Έκτακτος ή/και συμπληρωματικός έλεγχος της διαχείρισης πάγιων προκαταβολών, καθώς και των δημόσιων υπόλογων (άρθρο 54 του ν. 2362/1995) και δημόσιων διαχειρίσεων.
4. Επιτόπιος έλεγχος δαπανών της παρ. 5 του άρθρου 26 του ν. 2362/1995.
5. Έλεγχος της έκθεσης, που συντάσσεται από τους Δημοσιονομικούς Ελεγκτές ή τις ελεγκτικές ομάδες επί των διενεργούμενων από τη Διεύθυνση Έκτακτων Δημοσιονομικών Ελέγχων, ως προς την πληρότητά της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προβλεπόμενη από την παρ. 9 του άρθρου 17 του ν. 3492/2006 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, και θεώρησή της από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης.
6. Επεξεργασία των αντιρρήσεων των φορέων προσώπων σε συνεργασία με τον αρμόδιο Δημοσιονομικό Ελεγκτή ή ελεγκτική ομάδα και κατάρτιση εισήγησης επ’ αυτών στην ΕΣΕΛ.
β. Τμήμα Β’.
1. Εισήγηση στην ΕΣΕΛ για τη διενέργεια ή μη έκτακτων ελέγχων ύστερα από καταγγελίες, δημοσιεύματα, πληροφορίες και βάσιμες υπόνοιες για δωροδοκίες, δωροληψίες, απάτες, ατασθαλίες ή διαχειριστικές ανωμαλίες.
2. Μέριμνα για την έκδοση εντολής ελέγχου ή απόφασης συγκρότησης ελεγκτικής ομάδας κατά περίπτωση.
3. Κατεύθυνση και παρακολούθηση του έργου των Δημοσιονομικών Ελεγκτών επί των διενεργούμενων επιτόπιων ελέγχων.
4. Παροχή οδηγιών προς τους Δημοσιονομικούς Ελεγκτές για την πληρέστερη εκπλήρωση του έργου τους.
5. Μελέτη και επεξεργασία των εκθέσεων των Δημοσιονομικών Ελεγκτών και εισήγηση προς λήψη των αναγκαίων διοικητικών ή νομοθετικών μέτρων.
6. Αποστολή των εκθέσεων ή αποσπασμάτων αυτών στις κατά περίπτωση αρμόδιες Αρχές, καθώς και στα πρόσωπα, κατά των οποίων προτείνεται αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών ή τα οποία φέρουν πειθαρχική ή ποινική ευθύνη.
7. Διαβίβαση των πράξεων καταλογισμού στα αρμόδια όργανα του ελεγχόμενου φορέα.
8. Παρακολούθηση της συμμόρφωσης των φορέων προς τις υποδείξεις του ελέγχου.
9. Τήρηση αρχείου εκθέσεων των Δημοσιονομικών Ελεγκτών και κάθε άλλου στοιχείου για την παρακολούθηση του ελεγκτικού έργου.
10. Γραμματειακή υποστήριξη της Διεύθυνσης.

5. Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής και κάθε συναφές διαδικαστικό θέμα ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

Άρθρο 17:Τροποποίηση διατάξεων

1. Η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 3492/2006 αντικαθίσταται ως ακολούθως: «Των Διευθύνσεων και των Τμημάτων του παρόντος άρθρου προΐστανται υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ των κλάδων Δημοσιονομικών, Μηχανικών, Γεωτεχνικών και Πληροφορικής».

2. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 3614/2007 αντικαθίσταται ως ακολούθως: «Των Διευθύνσεων και των Τμημάτων του παρόντος άρθρου προΐστανται υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ των κλάδων Δημοσιονομικών, Μηχανικών, Γεωτεχνικών και Πληροφορικής».

Άρθρο 18:Κατάργηση Διάταξης του ν. 3697/2008

1. Με την παρέλευση ενός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καταργείται το σημείο ζ) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3697/2008 (ΦΕΚ 194 Α΄), που διατηρούσε σε ισχύ τον Ειδικό Λογαριασμό Νο 234039/6 – Γενικό Λογιστήριο του Κράτους Δ25 Κεφάλαιο Ασφαλίσεως Χρηματοδοτήσεων εκ Κεφαλαίων ή Εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου (ΚΑΧΚΕΕΔ).

2. Τα έσοδα και οι δαπάνες οι οποίες είναι σχετικές με το σκοπό για τον οποίο συστάθηκε ο καταργούμενος με την παρ. 1 του παρόντος άρθρου ειδικός λογαριασμός εμφανίζονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό.

3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται θέματα που αφορούν την κατάργηση του ειδικού λογαριασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

Άρθρο 19:Έναρξη Ισχύος

1. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.

Αθήνα, Ιανουαρίου 2013
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗΣ
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΪΚΟΥΡΑΣ