Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον κίνδυνο αγοράς - Κατάργηση της ΠΔ/ΤΕ 2591 - 20/8/2007

Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον κίνδυνο αγοράς - Κατάργηση της ΠΔ/ΤΕ 2591 - 20/8/2007

ΘΕΜΑ: Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον κίνδυνο αγοράς - Κατάργηση της ΠΔ/ΤΕ 2591/20.8.2007

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Αφού έλαβε υπόψη:

α) Το άρθρο 55Α του έχοντος ισχύ νόμου (ν. 3424/1927/ΦΕΚ Α' 298) Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος.

β) Τις διατάξεις του ν. 3601/2007 «Ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 178), όπως ισχύει, και ειδικότερα τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 7 του άρθρου 25 και των άρθρων 26, 27, 34, 35 και 38 αυτού.

γ) Τις διατάξεις του ν. 3606/2007 «αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 195), όπως ισχύει,

δ) Την Οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων και (Ε.Ε. L177/201), όπως ισχύει, και ειδικότερα τα παραρτήματα Ι, II, III, IV, V, VI και VII αυτής.

ε) Την Οδηγία 2010/76/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλο ποίησης, καθώς και τον εποπτικό έλεγχο των πολιτικών αποδοχών (Ε.Ε. L 329/3).

στ) Την ΠΔ/ΤΕ 2591/20.8.2007 «Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον κίνδυνο αγοράς» (ΦΕΚ Β' 1759), όπως τροποποιήθηκε με την ΠΔ/ΤΕ 2634/29.10.2010 «Τροποποίηση ΠΔ/ΤΕ 2591/20.8.2007 «Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον κίνδυνο αγοράς» και ΠΔ/ΤΕ 2594/20.8.2007 «Κίνδυνος αντισυμβαλλομένου» (ΦΕΚ Β' 1715).

ζ) Ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

η) Τις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (Committee of European Banking Supervisors) με αριθμό 35, της 12ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τη διαχείριση των λειτουργικών κινδύνων σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τον κίνδυνο αγοράς»,

αποφασίζει:

Να καθορίσει τις διατάξεις σχετικά με τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο αγοράς του χαρτοφυλακίου συναλλαγών των πιστωτικών ιδρυμάτων, ως ακολούθως:

ΤΜΗΜΑ Α: ΟΡΙΣΜΟΙ

Για τους σκοπούς της παρούσας, νοούνται ως:

1. Αναγνωρισμένες Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών Τρίτων Χωρών: Οι επιχειρήσεις οι οποίες πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) καλύπτονται από τον ορισμό της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών του ν. 3601/2007 άρθρο 70, παράγραφος 1α, β) έχουν άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα και γ) υπόκεινται σε κανόνες εποπτείας που θεωρούνται από τις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον εξίσου αυστηροί με τους κανόνες που θεσπίζει η παρούσα.

2. Χρηματοπιστωτικό Μέσο: Κάθε σύμβαση με την οποία δημιουργείται τόσο ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο ενεργητικού για το ένα συμβαλλόμενο μέρος, όσο και ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο παθητικού ή στοιχείο ιδίων κεφαλαίων για το έτερο συμβαλλόμενο μέρος. Ο όρος «χρηματοπιστωτικό μέσο» περιλαμβάνει τόσο τα πρωτογενή χρηματοπιστωτικά μέσα ή «μέσα σε μετρητά», όσο και τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, των οποίων η αξία προκύπτει από την τιμή υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή από συντελεστή ή δείκτη ή από την τιμή άλλου υποκείμενου στοιχείου περιλαμβάνει δε οπωσδήποτε τα μέσα που καθορίζονται στο άρθρο 5 του ν. 3606/2007.

3. Ρυθμιζόμενη Αγορά: Κάθε αγορά που εμπίπτει στον ορισμό της παραγράφου 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως εκάστοτε ισχύουν. Ειδικότερα, οι ρυθμιζόμενες αγορές που αναγνωρίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, εκτός αυτών των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αυτές που καταγράφονται στις αποφάσεις 10/372/15.02.2006 και 13/379/18.04.2006 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως εκάστοτε ισχύουν. Αναγνωρισμένοι οίκοι εκκαθάρισης και διακανονισμού θεωρούνται οι οίκοι που συνεργάζονται με αναγνωρισμένες ρυθμιζόμενες αγορές.

4. Μετατρέψιμος Τίτλος: Ο τίτλος που μπορεί, κατ' επιλογήν του κατόχου ή του εκδότη, να αντικατασταθεί με άλλο τίτλο.

5. Τίτλος Επιλογής (warrant): Ο τίτλος που δίνει στον κάτοχο του το δικαίωμα να αγοράσει ένα υποκείμενο μέσο, σε καθορισμένη τιμή μέχρι κάποιες ημερομηνίες πριν ή στην ημερομηνία λήξης του τίτλου επιλογής και του οποίου ο διακανονισμός μπορεί να γίνεται είτε με παράδοση του υποκείμενου μέσου είτε τοις μετρητοίς.

6. Χρηματοδότηση Αποθεμάτων (stock financing): Οι θέσεις στις οποίες το φυσικό απόθεμα έχει πωληθεί επί προθεσμία και το κόστος χρηματοδότησης έχει προκαθορισθεί για την περίοδο μέχρι την ημερομηνία της πώλησης.

7. Συμφωνία Πώλησης και Επαναγοράς και Συμφωνία Αγοράς και Επαναπώλησης: Κάθε συμφωνία βάσει της οποίας ένα πιστωτικό ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενος του, μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα που αφορούν τίτλο κυριότητας αυτών και όπου η εγγύηση αυτή έχει εκδοθεί από αναγνωρισμένο χρηματιστήριο που κατέχει τα δικαιώματα επί αυτών. Η συμφωνία δεν επιτρέπει στο πιστωτικό ίδρυμα να μεταβιβάσει ή ενεχυριάσει ένα συγκεκριμένο τίτλο ή βασικό εμπόρευμα σε περισσότερους του ενός αντισυμβαλλόμενους ταυτόχρονα. Ο μεταβιβάζων έχει την παράλληλη υποχρέωση να επαναγοράσει τους τίτλους ή να επαναγοράσει υποκατάστατους τίτλους ή βασικό εμπόρευμα με τα αυτά χαρακτηριστικά σε καθορισμένη τιμή και συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία, που ορίζεται ή πρόκειται να ορισθεί από τον μεταβιβάζοντα. Η συμφωνία για το πιστωτικό ίδρυμα που πωλεί αρχικά τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα είναι «συμφωνία πώλησης και επαναγοράς», για δε το πιστωτικό ίδρυμα που τους αγοράζει «συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης».

8. Δανειοδοσία Τίτλων ή Βασικών Εμπορευμάτων και Δανειοληψία Τίτλων ή Βασικών Εμπορευμάτων: Η συναλλαγή στην οποία ένα πιστωτικό ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενος του μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα έναντι κατάλληλης ασφάλειας, υπό την προϋπόθεση ότι ο δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει αντίστοιχης αξίας τίτλους ή βασικά εμπορεύματα σε κάποια μελλοντική ημερομηνία ή όταν του το ζητήσει ο μεταβιβάζων. Η συναλλαγή αυτή είναι δανειοδοσία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων για το πιστωτικό ίδρυμα που μεταβιβάζει τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα και δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων για το πιστωτικό ίδρυμα προς το οποίο μεταβιβάζονται οι εν λόγω τίτλοι ή βασικά εμπορεύματα.

9. Μέλος Συστήματος Εκκαθάρισης (clearing member): Μέλος του χρηματιστηρίου ή του οίκου διακανονισμού και εκκαθάρισης, το οποίο έχει άμεση συμβατική σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (ο οποίος εγγυάται την εκτέλεση των πράξεων).

10. Συντελεστής Δέλτα: Ο βαθμός επίπτωσης μιας μικρής μεταβολής της τιμής του υποκειμένου μέσου στην τιμή του δικαιώματος προαίρεσης.

11. Δομημένα προϊόντα: Τα προϊόντα τα οποία έχουν σύνθετες χρηματικές ροές, οι οποίες βασίζονται σε έναν ή περισσότερους δείκτες ή έχουν ενσωματωμένες προθεσμιακές συμφωνίες, δικαιώματα προαίρεσης ή χρεόγραφα, όπου η απόδοση για τον επενδυτή και οι υποχρεώσεις του εκδότη εξαρτώνται ή είναι ευαίσθητες σε μεταβολές της αξίας των υποκειμένων μέσων. Στον ορισμό αυτό περιλαμβάνονται όλοι οι τίτλοι οι οποίοι συνδέονται με επιτόκια (Interest Rate Related Notes, Bond Linked Notes), μετοχές ή δείκτες επί μετοχών (Equity Related Notes), συνάλλαγμα (Currency Related Notes), εμπορεύματα (Commodity Related Notes) και πιστωτικά μέσα (Credit Related Notes). Στον ορισμό αυτό δεν περιλαμβάνονται τα κλασσικά χρηματοοικονομικά παράγωγα (Futures, Options, Swaps) και τα κλασσικά πιστωτικά παράγωγα (Credit Linked Notes, Credit Default Swaps, Total Return Swaps).

12. Χρηματοπιστωτικά μέσα επενδυτικής κλάσης: Χαρακτηρίζονται οι θέσεις που κατατάσσονται στην 3η ή μεγαλύτερη διαβάθμιση πιστωτικής ποιότητας από αναγνωρισμένο Εξωτερικό Οργανισμό Πιστωτικής Αξιολόγησης (Ε.Ο.Π.Α.).
13. Θέση σε τιτλοποίηση και Θέση σε επανατιτλο ποίηση: Οι θέσεις που ορίζονται με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 27 του Κεφαλαίου Ι «Ορισμοί» της ΠΔ/ΤΕ 2645/9.9.2011.

ΤΜΗΜΑ Β: ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Γενικά - Ορισμοί

1. Το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ενός πιστωτικού ιδρύματος αποτελείται από το σύνολο των θέσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα και βασικά εμπορεύματα οι οποίες πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. Κατέχονται είτε με σκοπό διαπραγμάτευσης είτε με σκοπό την αντιστάθμιση κινδύνων σχετιζόμενων με άλλα στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Διευκρινίζεται ότι ο όρος αντιστάθμιση δεν περιορίζεται στον ορισμό της λογιστικής αντιστάθμισης σύμφωνα με το ΔΛΠ 39. Δηλαδή, ως αντισταθμίσεις για τους σκοπούς της παρούσας πράξης θεωρούνται και τα παράγωγα μέσα που δεν ικανοποιούν τα κριτήρια αποτελεσματικότητας του ΔΛΠ 39.

β. Είτε δεν υπόκεινται σε καμία συμβατική ρήτρα που να περιορίζει την εμπορευσιμότητα τους ή είναι επιδεκτικές αντιστάθμισης κινδύνου.

2. Ο όρος «θέσεις» καλύπτει τις κατά κυριότητα κατεχόμενες θέσεις, τις θέσεις που προκύπτουν από παροχή υπηρεσιών σε πελάτες και τις θέσεις από ειδική διαπραγμάτευση (market making).

3. Ως θέσεις οι οποίες κατέχονται με σκοπό διαπραγμάτευσης ορίζονται εκείνες τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα κατέχει με σκοπό:

α. τη βραχυπρόθεσμη μεταπώληση τους, και/ή

β. την αποκόμιση κέρδους από πραγματικές ή αναμενόμενες βραχυπρόθεσμες αποκλίσεις μεταξύ των τιμών αγοράς και των τιμών πώλησης ή από άλλου είδους διακυμάνσεις των τιμών ή των επιτοκίων.

Στοιχεία που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών

4. Τα πιστωτικά ιδρύματα καθορίζουν, με δική τους ευθύνη και ακολουθώντας διαχρονικά συνεπή πρακτική, με βάση σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες, τα συγκεκριμένα στοιχεία που υπάγονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διευκρινίσεις και οδηγίες που παρέχονται στο Τμήμα Γ' του Παραρτήματος VII της παρούσας πράξης.

5. Για να συμπεριληφθούν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών θέσεις ή χαρτοφυλάκια θα πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του σκοπού διαπραγμάτευσης. Ο σκοπός διαπραγμάτευσης αποδεικνύεται με βάση στρατηγικές, πολιτικές και διαδικασίες που το πιστωτικό ίδρυμα θεσπίζει με σκοπό τη διαχείριση της θέσεως ή του χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Τμήμα Α' της παρούσας πράξης.

6. Το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είναι δυνατό να περιλαμβάνει εσωτερικές αντισταθμίσεις. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του Παραρτήματος VII, Τμήμα Β της παρούσας πράξης. Η εσωτερική συναλλαγή (το εσωτερικό σκέλος της εσωτερικής αντιστάθμισης) δεν θα υπόκειται σε κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο σύμφωνα με τον Πίνακα 1 του Παραρτήματος 1 της παρούσας πράξης.

7. Τα λοιπά χρηματοοικονομικά μέσα του πιστωτικού ιδρύματος που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων 4 έως 6 αποτελούν στοιχεία εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών (nontrading book, εφεξής τραπεζικό χαρτοφυλάκιο), ανεξαρτήτως της κατάταξης ή τρόπου αποτίμησης αυτών σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ). Διευκρινίζεται ότι σε κάθε περίπτωση:

α. Τα διακρατούμενα μέχρι τη λήξη τους (held to maturity σύμφωνα με τα ΔΛΠ) χρηματοοικονομικά μέσα περιλαμβάνονται στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο για σκοπούς υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων.

β. Τα ομόλογα του χαρτοφυλακίου διαθέσιμων προς πώληση (available for sale) σύμφωνα με τα ΔΛΠ και τα παράγωγα μέσα που χρησιμοποιούνται από πλευράς διαχείρισης κινδύνων για την αντιστάθμιση του κινδύνου αγοράς των στοιχείων αυτών (ανεξαρτήτως της αναγνώρισης τους ως μέσων αντιστάθμισης βάσει των ΔΛΠ) αποτελούν στοιχεία του τραπεζικού χαρτοφυλακίου για σκοπούς υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων. Τα πιστωτικά ιδρύματα, για τους σκοπούς υπολογισμού του Εσωτερικού Κεφαλαίου στο πλαίσιο της ΔΑΕΕΚ κατά την έννοια της ΠΔ/ΤΕ 2595/20.8.2007, όπως ισχύει, περιλαμβάνουν τα παραπάνω στοιχεία στη μέτρηση του κινδύνου επιτοκίου του τραπεζικού χαρτοφυλακίου ή/και υπολογίζουν μέγιστη δυνητική ζημία (VaR) με βάση εσωτερικό υπόδειγμα.

γ. Οι μετοχές του χαρτοφυλακίου διαθέσιμων προς πώληση αποτιμώνται και για εποπτικούς σκοπούς στην εύλογη αξία και κατατάσσονται για σκοπούς υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων είτε στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο.

δ. Τα προοριζόμενα για εμπορική εκμετάλλευση χρηματοοικονομικά μέσα (held for trading σύμφωνα με τα ΔΛΠ) αποτελούν μέσα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Εξαίρεση αποτελούν τα προοριζόμενα για εμπορική εκμετάλλευση παράγωγα μέσα που αντισταθμίζουν από πλευράς διαχείρισης του κινδύνου αγοράς στοιχεία του τραπεζικού χαρτοφυλακίου και αποτελούν μέσα του εν λόγω χαρτοφυλακίου για σκοπούς υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων.

ε. Οι διατραπεζικές καταθέσεις δεν εμπίπτουν στην έννοια των χρηματοπιστωτικών μέσων και δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών αλλά υπόκεινται στις κεφαλαιακές απαιτήσεις της ΠΔ/ΤΕ 2588/20.8.2007 ή της ΠΔ/ΤΕ 2589/20.8.2007, όπως ισχύουν.

στ. Για τις θέσεις σε δομημένα προϊόντα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 150%, εκτός εάν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της δυνητικής ζημιάς με βάση αναγνωρισμένο από τη Τράπεζα της Ελλάδος εσωτερικό υπόδειγμα και εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει ότι εφαρμόζει επαρκή συστήματα διαχείρισης κινδύνων, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2577/9.3.2006, όπως ισχύει. Επιπλέον, η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα, μετά από εξέταση των πραγματικών δεδομένων κάθε περίπτωσης, να επιβάλει την υπαγωγή ή εξαίρεση συγκεκριμένων στοιχείων από την κατηγορία «δομημένα προϊόντα».

ζ. Για τις θέσεις σε επενδυτικές εταιρείες υψηλής μόχλευσης (hedge funds) και ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity funds) του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 400% εκτός εάν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της μέγιστης δυνητικής ζημιάς με βάση αναγνωρισμένο από την Τράπεζα της Ελλάδος εσωτερικό υπόδειγμα και εφόσον το πιστωτικό ίδρυμααποδεικνύει ότι εφαρμόζει επαρκή συστήματα διαχείρισης κινδύνων, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2577/9.3.2006.

8. Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να διαθέτουν σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για τον προσδιορισμό των θέσεων και τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους, σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Τμήμα Γ' της παρούσας.

Αποτίμηση θέσεων

9. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αποτιμούν σε καθημερινή βάση τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών με τις τρέχουσες αγοραίες τιμές, σύμφωνα με τους κανόνες συνετής αποτίμησης κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα VII, Τμήμα Δ' της παρούσας πράξης. Σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να διασφαλίζουν ότι η αξία η οποία αποδίδεται σε κάθε θέση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών αντικατοπτρίζει με το δέοντα τρόπο την τρέχουσα αγοραία αξία. Η αξία αυτή ενέχει ικανοποιητικό βαθμό βεβαιότητας με γνώμονα το δυναμικό χαρακτήρα των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τις απαιτήσεις της συνετής αποτίμησης και τον τρόπο εφαρμογής και τον σκοπό των κεφαλαιακών απαιτήσεων όσον αφορά τις θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

10. Ελλείψει άμεσα διαθέσιμων τρεχουσών αγοραίων τιμών, τα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται να μην εφαρμόζουν τη διάταξη της παραγράφου 9. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται να χρησιμοποιούν εναλλακτικές, αποδεκτές από την Τράπεζα της Ελλάδος, μεθόδους αποτίμησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Παράρτημα VII, Τμήμα Δ' της παρούσας πράξης. Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα να ζητεί αναπροσαρμογή συγκεκριμένης μεθοδολογίας.

ΤΜΗΜΑ Γ: ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ - ΕΠΟΠΤΕΙΑ

Πεδίο εφαρμογής

1. Στις διατάξεις της παρούσας υπόκεινται τα πιστωτικά ιδρύματα που καθορίζονται στο άρθρο 3 του ν. 3601/2007 και στο άρθρο 3 του ν. 3606/2007.

Εξαιρέσεις

2. Από τις διατάξεις της παρούσας είναι δυνατό να εξαιρούνται και να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους σύμφωνα με τις διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 2588/20.8.2007 και 2589/20.8.2007, αντί με αυτές της παρούσας, εκείνα τα πιστωτικά ιδρύματα που αθροιστικά πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. Η συνολική αξία των στοιχείων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε ατομική ή σε ενοποιημένη βάση δεν υπερβαίνει παρά μόνο κατ' εξαίρεση το 5% της αξίας του συνολικού ενεργητικού, ενώ το σύνολο των ανοιχτών θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών δεν υπερβαίνει παρά μόνο κατ' εξαίρεση το ποσό των 15 εκατ. ευρώ.

β. Η συνολική αξία των στοιχείων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών (σε ατομική ή σε ενοποιημένη βάση) δεν υπερβαίνει ποτέ το 6% της αξίας του συνολικού ενεργητικού, ενώ η συνολική αξία των ανοιχτών θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών δεν υπερβαίνει ποτέ το ποσό των 20 εκατ. ευρώ.

3. Για τον υπολογισμό, σύμφωνα με την παράγραφο 2, της σχέσης της συνολικής αξίας των στοιχείων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών προς την αξία του συνολικού ενεργητικού του πιστωτικού ιδρύματος, στο συνολικό ενεργητικό λαμβάνονται υπόψη όλα τα εντός και εκτός ισολογισμού στοιχεία, με εξαίρεση τους λογαριασμούς τάξεως πληροφοριών και αυτούς που αφορούν αλλότρια περιουσιακά στοιχεία. Οι θετικές (long) και αρνητικές (short) θέσεις αθροίζονται ανεξάρτητα από τα πρόσημα τους. Για τον σκοπό του εν λόγω υπολογισμού θα αποτιμώνται:

α. Οι χρεωστικοί τίτλοι που είναι διαπραγματεύσιμοι σε ρυθμιζόμενη αγορά, με βάση την αγοραία τιμή τους.

β. Οι λοιποί χρεωστικοί τίτλοι, με βάση την ονομαστική τους αξία.

γ. Οι μετοχές με βάση την τρέχουσα αγοραία τιμή τους, εφόσον είναι διαπραγματεύσιμες σε ρυθμιζόμενη αγορά ή με βάση την εσωτερική λογιστική τους αξία στις λοιπές περιπτώσεις.

δ. Τα παράγωγα μέσα με βάση τις αγοραίες ή τις ονομαστικές αξίες των υποκείμενων μέσων.

ε. Τα λοιπά στοιχεία θα λαμβάνονται στην αξία με την οποία έχουν καταχωρηθεί στους λογαριασμούς λογιστικής του πιστωτικού ιδρύματος.

4. Σε περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο εξαιρείται από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις της παρούσας, σύμφωνα με την παράγραφο 2, συμβεί να υπερβεί είτε τα αναφερόμενα στην ίδια παράγραφο, εδάφιο (α) όρια σε περισσότερες των 20 ημερών εντός εκάστου ημερολογιακού έτους είτε τα αναφερόμενα στο εδάφιο (β) της ίδιας παραγράφου όρια έστω και για μία εργάσιμη ημέρα εντός εκάστου ημερολογιακού έτους, εφαρμόζει άμεσα τις διατάξεις της παρούσας για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και ενημερώνει εντός δεκαημέρου την Τράπεζα της Ελλάδος  Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος (Δ.Ε.Π.Σ.). Τα πιστωτικά ιδρύματα που κάνουν χρήση της εν λόγω εξαίρεσης πρέπει να τηρούν τα αναγκαία αναλυτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι ορθώς έκαναν χρήση της εξαίρεσης στο έτος αυτό, και να τα έχουν στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Εποπτεία

5. Η εποπτεία σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση για τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ως προς τις διατάξεις της παρούσας ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τα Κεφ. Ε' και Στ' του ν. 3601/2007.

ΤΜΗΜΑ Δ: ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να διατηρούν διαρκώς ίδια κεφάλαια, όπως αυτά καθορίζονται με την ΠΔ/ΤΕ 2630/29.10.2010, όπως ισχύει, τουλάχιστον ίσα με το άθροισμα των κατωτέρω:

α. Των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο διακανονισμού/ παράδοσης, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και τον κίνδυνο υπέρβασης των ορίων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, σύμφωνα με τις μεθόδους και τις εναλλακτικές επιλογές που καθορίζονται στα Παραρτήματα Ι, II και VI και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το Παράρτημα V της παρούσας πράξης, για τις δραστηριότητες που εντάσσονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους και τις παραγράφους 1 έως 7 του Παραρτήματος II της παρούσας για τις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών δραστηριότητες τους.

β. Των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται, για τον κίνδυνο τιμών συναλλάγματος και τον κίνδυνο θέσης βασικού εμπορεύματος, σύμφωνα με τις μεθόδους και τις εναλλακτικές επιλογές που καθορίζονται στα Παραρτήματα III και IV και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το Παράρτημα V, για το σύνολο των στοιχείων του ισολογισμού τους.

2. Επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα αντί της μεθόδου της παραγράφου 1, να χρησιμοποιούν, για το σκοπό αυτό και μόνο, μία εναλλακτική μέθοδο προσδιορισμού των ιδίων κεφαλαίων, η οποία περιγράφεται στην Ενότητα Δ' του Κεφαλαίου Ι της ΠΔ/ΤΕ 2630/29.10.2010. Η εναλλακτική μέθοδος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των κεφαλαίων για τους άλλους κινδύνους.

Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ενοποιημένη βάση

3. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι όλων των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θα υπολογίζονται και θα
καλύπτονται τόσο σε ατομική όσο και σε ενοποιημένη βάση προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 34, 35 και 38 του ν. 3601/2007.

4. Ειδικά για τον υπολογισμό σε ενοποιημένη βάση των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του κινδύνου θέσης, του κινδύνου τιμών συναλλάγματος, του κινδύνου από την υπέρβαση των ορίων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και του κινδύνου θέσης σε βασικά εμπορεύματα επιτρέπεται ο συμψηφισμός αντιθέτων θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, θέσεων συναλλάγματος και θέσεων σε βασικά εμπορεύματα μεταξύ των επιμέρους πιστωτικών ιδρυμάτων και ΕΠΕΥ που υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που διέπουν τον αντίστοιχο συμψηφισμό θέσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος σε ατομική βάση σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στα Παραρτήματα I, III, IV, V και VI της παρούσας.

5. Επιτρέπεται ο συμψηφισμός αντιθέτων θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, θέσεων συναλλάγματος και θέσεων σε βασικά εμπορεύματα πιστωτικών ιδρυμάτων και ΕΠΕΥ εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν άδεια λειτουργίας σε μια τρίτη χώρα και είτε ανταποκρίνονται στον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφο 1 του ν. 3601/2007, είτε είναι αναγνωρισμένες ΕΠΕΥ τρίτων χωρών.

β. Οι εν λόγω επιχειρήσεις υπόκεινται σε ισοδύναμη εποπτεία και εφαρμόζουν κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας επί ατομικής βάσης ισοδύναμους με τους κανόνες της παρούσας.

γ. Δεν υπάρχουν στις οικείες τρίτες χώρες κανονιστικές ρυθμίσεις που να επηρεάζουν ουσιαστικά τις μεταφορές κεφαλαίων εντός του ομίλου.

6. Επιτρέπεται ο συμψηφισμός που προβλέπεται στην παράγραφο 5 μεταξύ ιδρυμάτων τα οποία ανήκουν σε όμιλο και τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, υπό τους παρακάτω όρους:

α. Υπάρχει ορθολογική/ ικανοποιητική κατανομή ιδίων κεφαλαίων εντός του ομίλου.

β. Το κανονιστικό, νομικό ή συμβατικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν τα ιδρύματα είναι τέτοιο που να εγγυάται την αμοιβαία χρηματοοικονομική υποστήριξη εντός του ομίλου.

7. Επιτρέπεται ο συμψηφισμός που προβλέπεται στην παράγραφο 5 μεταξύ των ιδρυμάτων που ανήκουν σε έναν όμιλο, ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6 και οιουδήποτε ιδρύματος που ανήκει στον ίδιο όμιλο αλλά έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, με την προϋπόθεση ότι το δεύτερο ίδρυμα υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του, σε ατομική βάση.

ΤΜΗΜΑ Ε: ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ

1. Για την αναγνώριση των εσωτερικών υποδειγμάτων πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα V της παρούσας πράξης, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ε.Ε. και θυγατρικές του ή από μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ε.Ε και θυγατρικές της, ή από κοινού από θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρίας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ε.Ε ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 3601/2007. Η προθεσμία για την αναγνώριση είναι εξάμηνη.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει από την Τράπεζα της Ελλάδος αναγνώριση εσωτερικού υποδείγματος πριν από την 1 Ιανουαρίου 2008 για τον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του ειδικού κινδύνου, θα πρέπει να καθορίσουν, με τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, χρονοδιάγραμμα προσαρμογής στα επιπλέον κριτήρια, προϋποθέσεις και μεθόδους που καθορίζονται στο Παράρτημα V της παρούσας, με καταληκτική ημερομηνία προσαρμογής την 31.12.2011.

ΤΜΗΜΑ ΣΤ: ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ - ΕΝΑΡΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να υποβάλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος(Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος) σε ατομική βάση τα στοιχεία κεφαλαιακών απαιτήσεων, όπως διαμορφώνονται στο τέλος κάθε ημερολογιακού τριμήνου.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος σε ενοποιημένη βάση υποβάλλουν τα σχετικά στοιχεία και σε ενοποιημένη βάση.

3. Οι προθεσμίες για την υποβολή των ανωτέρω στοιχείων είναι αυτές που καθορίζονται στην ΠΔ/ΤΕ 2640/18.1.2011, όπως ισχύει. Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα να ζητεί την υποβολή των ανωτέρω στοιχείων και για άλλες ημερομηνίες αναφοράς.

4. Επιπρόσθετα, τα πιστωτικά ιδρύματα που κάνουν χρήση εγκεκριμένων από την Τράπεζα της Ελλάδος εσωτερικών υποδειγμάτων θα πρέπει εντός εικοσαημέρου από το τέλος κάθε ημερολογιακού τριμήνου να υποβάλουν:

α. Τα αποτελέσματα του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου (backtesting) για το εν λόγω τρίμηνο. Σημειώνεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα κοινοποιούν άμεσα και σε κάθε περίπτωση εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών κάθε υπέρβαση που διαπιστώνεται κατά την εφαρμογή του προγράμματος.

β. Τα αποτελέσματα του προγράμματος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress testing) τα οποία υποβάλλονται στη Διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος.

γ. Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα να ζητεί την υποβολή των ανωτέρω στοιχείων και για άλλες ημερομηνίες αναφοράς.

5. Καθορίζεται η 31.12.2011 ως ημερομηνία έναρξης εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας πράξης. Η πρώτη υποβολή στοιχείων σύμφωνα με την παρούσα πράξη θα αφορά στοιχεία της 31.12.2011.

ΤΜΗΜΑ Ζ: ΤΗΡΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΕΘΟΔΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να διατηρούν όλους τους αναλυτικούς υπολογισμούς και τα δικαιολογητικά υποστήριξης των υποβαλλομένων στοιχείων επί μία διετία ώστε να είναι διαθέσιμα σε περίπτωση διενέργειας ελέγχου ή ζήτησης περαιτέρω διευκρινίσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος.

2. Οι μέθοδοι υπολογισμών για την εξαγωγή των στοιχείων και οι σχετικοί λογιστικοί χειρισμοί θα πρέπει να εφαρμόζονται σε σταθερή βάση και, εφόσον ζητηθεί, να γνωστοποιούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος  Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος.

3. Κάθε μεταβολή των μεθόδων υπολογισμού ή των λογιστικών χειρισμών θα εφαρμόζεται με τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΤΜΗΜΑ Η: ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος να παρέχει οδηγίες και διευκρινίσεις για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας.

2. Από την 31.12.2011 καταργείται η ΠΔ/ΤΕ 2591/20.8.2007, οπότε κάθε υφιστάμενη αναφορά στις διατάξεις της θα νοείται ως αναφορά στην παρούσα.

Τα συνημμένα Παραρτήματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας

Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 9 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Διοικητής
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΣ

Συνημμένα έγγραφα