ΣτΕ 423 - 2007 - Εκπιτπώμενες δαπάνες. Για την μη έκπτωση, από τα ακαθάριστα έσοδα επιχειρήσεως...

ΣτΕ 423 - 2007 - Εκπιτπώμενες δαπάνες. Για την μη έκπτωση, από τα ακαθάριστα έσοδα επιχειρήσεως...

Αριθμός 423/2007

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις Τετάρτη, 3 Μαΐου 2006, με την  εξής  σύνθεση: Φώτιος Στεργιόπουλος, Σπυρίδων Καραλής, Αικατερίνη Συγγούνα,  Αγορίτσα Σδράκα, Μαρίνα - Αλεξάνδρα Τσακάλη, Μαρία Μπερδεμπέ.
Για να δικάσει την από αίτηση:
του ΄.................................
Με την αίτηση αυτή ο επιδιώκει να 1799/1999 /ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου /  Παρέδρου Τσακάλη Μαρίνα - Αλεξάνδρα
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του  δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα  τέλη και το παράβολο (διπλότυπα Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων  Πειραιά 0754125, 0754126/2000 και 486774/2000 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ` αριθμ.  1799/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, το οποίο, μετά την  αναίρεση της υπ` αριθμ. 1242/1994 αποφάσεώς του με τις υπ` αριθμ. 4116 και  4118/1997 αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας (εκδοθεισών επί αιτήσεων  αναιρέσεως της αναιρεσείουσας και του αναιρεσιβλήτου, αντιστοίχως),  συνεκδίκασε εκ νέου αντίθετες εφέσεις της αναιρεσείουσας και του  αναιρεσιβλήτου Δημοσίου κατά της υπ` αριθμ. 3863/1992 αποφάσεως του  Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, δέχθηκε εν μέρει τις εφέσεις αυτές και  μεταρρύθμισε την ως άνω πρωτόδικη απόφαση. Με την τελευταία αυτή απόφαση,  αφενός μεν είχε γίνει εν μέρει δεκτή προσφυγή της αναιρεσείουσας, κατά το  μέρος που στρεφόταν κατά του υπ` αριθμ. 8/9-11-1989 προσωρινού φύλλου  ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 1987, του Προϊσταμένου της  Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, αφετέρου δε είχε απορριφθεί η ίδια προσφυγή, κατά το  μέρος που στρεφόταν κατά της υπ` αριθμ. 26/9-11-1989 πράξεως του αυτού  Προϊσταμένου περί επιβολής προστίμου, κατά το άρθρο 31 παρ. 2 του ν.  820/1978.

3. Επειδή, στην παράγραφο 2 του άρθρου 57 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται  ότι: «Αν αναιρεθεί... η απόφαση που έχει προσβληθεί, το Συμβούλιο παραπέμπει  την υπόθεση είτε στο δικαστήριο που είχε εκδώσει την απόφαση είτε σε άλλο  ομοειδές και ομοιόβαθμο,... Σε καμμία περίπτωση το δικαστήριο της παραπομπής  δεν μπορεί να αποστεί από την απόφαση του Συμβουλίου ως προς τα ζητήματα που  κρίθηκαν από αυτό.»

4. Επειδή, κατά το άρθρο 8 του ν.δ. 3843/1958 "περί φορολογίας εισοδήματος  νομικών προσώπων" (Α΄148), για τον προσδιορισμό του συνολικού καθαρού  εισοδήματος, πλην άλλων, των υποκειμένων στη φορολογία του νόμου αυτού  αλλοδαπών επιχειρήσεων που λειτουργούν με οποιοδήποτε τύπο εταιρείας,  λαμβάνονται τα κατά την παρ. 2 του εν λόγω άρθρου ακαθάριστα έσοδα, από τα  οποία εκπίπτουν, σύμφωνα με την παρ. 3 του αυτού άρθρου, οι προβλεπόμενες  στις παρ. 1 έως και 6 του άρθρου 35 του ν.δ. 3323/1955 (Α΄214) δαπάνες  αποκτήσεως του εισοδήματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 35 παρ. 1 περ. α του  ν.δ. 3323/1955, από τα ακαθάριστα έσοδα της εμπορικής επιχειρήσεως  αφαιρούνται, για την εξεύρεση του καθαρού εισοδήματος αυτής, "τα γενικά  έξοδα  διαχειρίσεως, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων μισθοδοσίας και αμοιβής  προσωπικού". Εξάλλου, στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 26 του α.ν.  1846/1951 "περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων" (Α 179), το οποίο προσετέθη με την  παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 4104/1960 (Α 147), ορίζεται ότι "ο Οικονομικός  Εφορος διά τον καθορισμόν των κερδών του υποκειμένου εις φόρον εισοδήματος  φυσικού ή νομικού προσώπου δεν υποχρεούται να συνυπολογίση, ως  πραγματοποιηθείσας δαπάνας εκ μισθών και ημερομισθίων, ποσά, εφ'ων δεν  κατεβλήθησαν αι υπέρ του Ι.Κ.Α. ή ετέρου ασφαλιστικού οργανισμού  ασφαλιστικαί  εισφοραί, εκτός εάν υπό της κειμένης νομοθεσίας προβλέπεται μερική ή ολική  απαλλαγή από της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών".

Τέλος, κατά την παρ. 4 του  άρθρου 25 του ανωτέρω α.ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του  ν.δ. 4476/1965 (Α 103), "Ως ημερήσιος μισθός διά την κατάταξιν των  ησφαλισμένων εις ασφαλιστικάς κλάσεις νοούνται αι πάσης φύσεως αποδοχαί  τούτων εις χρήμα και εις είδος, των τελευταίων τούτων αποτιμωμένων εις χρήμα  δι' αποφάσεως του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α. Ως αποδοχαί νοούνται αι πάσης φύσεως  παροχαί του εργοδότου προς τον ησφαλισμένον, πλην ωρισμένων εκτάκτων παροχών  κοινωνικού χαρακτήρος, ορισθησομένων διά Κανονισμού".
Όπως έγινε δεκτό με  τις  προαναφερόμενες αναιρετικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, «από  το  συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι, για την μη έκπτωση, από τα  ακαθάριστα έσοδα επιχειρήσεως, του χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί σε  άλλες,  εκτός του μισθού ή ημερομισθίου, παροχές της (σε χρήμα ή σε είδος) προς το  προσωπικό της για τον λόγο ότι δεν καταβλήθηκαν για τις παροχές αυτές οι  προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, πρέπει να πρόκειται περί παροχών που  δόθηκαν ως προσαύξηση του μισθού ή ημερομισθίου».

5. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η  αναιρεσείουσα αλλοδαπή εταιρεία, η οποία εδρεύει στο ........, διατηρεί στην  ........ υποκατάστημα με αντικείμενο εργασιών την εμπορία υγρών καυσίμων και  λιπαντικών. Για την παρακολούθηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας  κατά  την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο 1.1-31.12.1986 ετήρησε βιβλία και  στοιχεία Δ΄ κατηγορίας του Κ.Φ.Σ.. Κατόπιν ελέγχου, η φορολογική αρχή έκρινε  τα εν λόγω βιβλία και στοιχεία επαρκή και ακριβή, προέβη όμως σε λογιστική  αναμόρφωση των αποτελεσμάτων της εταιρείας, μη αναγνωρίζοντας προς έκπτωση  από τα ακαθάριστα έσοδά της κονδύλια συνολικού ύψους 346.456.945 δρχ., τα  οποία προσέθεσε, ως λογιστικές διαφορές, στα προκύπτοντα από τα βιβλία της  καθαρά κέρδη. Ειδικότερα, οι λογαριασμοί της αναιρεσείουσας εταιρείας "έξοδα  αυτοκινήτων" (Κ.Α. 630200, 650300, 663300) επιβαρύνθηκαν με δαπάνες  συνολικού  ύψους 22.353.642 δρχ., οι οποίες αφορούν χιλιομετρική κατ' αποκοπή  αποζημίωση  που καταβάλλει η εταιρεία σε υπαλλήλους της, κυρίως επιθεωρητές πωλήσεων,  για  τη χρησιμοποίηση των Ι.Χ. αυτοκινήτων τους σε όλη την Ελλάδα, εκδίδοντας τις  προβλεπόμενες στο άρθρο 24 παρ. 1 του Κ.Φ.Σ. αποδείξεις επαγγελματικών  δαπανών. Η φορολογική αρχή προσέθεσε στα καθαρά κέρδη της εταιρείας, ως  λογιστική διαφορά, κονδύλιο συνολικού ύψους 18.355.931 δρχ., αφού έκρινε ότι  το ποσό αυτό δεν έπρεπε να αναγνωρισθεί προς έκπτωση, πλην άλλων, με την  αιτιολογία ότι η εταιρεία δεν είχε καταβάλει τις σχετικές ασφαλιστικές  εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α., δεδομένου ότι, κατά τη φορολογική αρχή, το εν λόγω  ποσό αποτελούσε συγκεκαλυμμένο πρόσθετο αντάλλαγμα της εργασίας των  μισθωτών,  ενόψει του γεγονότος ότι το ύψος της χιλιομετρικής αποζημιώσεως  διαφοροποιείται κατά υπάλληλο.

Το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, με την  προμνημονευόμενη αναιρεθείσα ήδη υπ' αριθμ. 1242/1994 απόφασή του, είχε  δεχθεί τα εξής:

1) Η εταιρεία, κατόπιν συμφωνίας με ορισμένους υπαλλήλους  της, κατά τα μη αμφισβητηθέντα από τη φορολογική αρχή, ανέλαβε την υποχρέωση  καταβολής σ` αυτούς των εξόδων των χρησιμοποιουμένων για τις ανάγκες της  αυτοκινήτων τους.

2) Η ανά διανυόμενο χιλιόμετρο υπολογιζόμενη αποζημίωση  απέβλεπε στην κάλυψη όχι μόνον της αξίας των καυσίμων και των διοδίων, αλλά  και των φθορών του αυτοκινήτου, των τελών κυκλοφορίας και των δαπανών  συντηρήσεώς του, αφού, διαφορετικά, θα ήταν ασύμφορη για τον υπάλληλο η εκ  μέρους του ανάληψη των δαπανών κινήσεως και συντηρήσεώς του, προκειμένου να  χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες της επιχειρήσεως του εργοδότη του.

3) Σύμφωνα  με σχετική εγκύκλιο της εταιρείας, το κόστος καυσίμων ανά χιλιόμετρο  ανερχόταν κατά το μήνα Οκτώβριο 1986 σε 7,32 δρχ. για ένα μέσου τύπου  αυτοκίνητο.

4) Παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση του ύψους της  χιλιομετρικής αποζημιώσεως, όπως προκύπτει από την προαναφερόμενη εγκύκλιο,  τόσο ανάλογα με τον αριθμό των "πραγματοποιουμένων" ετησίως χιλιομέτρων, για  υπηρεσιακές ανάγκες, με αυτοκίνητο 1300 CC και άνω (39,40 δρχ. ανά  χιλιόμετρο  για "πραγματοποίηση" μέχρι 7.000 χιλιομέτρων ετησίως και 26,30 δρχ. για  "πραγματοποίηση" πέραν των 7.000 χιλιομέτρων), όσο και ανά μισθωτό (όπως  στις  ανωτέρω περιπτώσεις που επικαλέσθηκε ενδεικτικά η φορολογική αρχή) ή ανάλογα  με την ιδιότητα του μισθωτού ως προϊσταμένου τμήματος ή ως συγκαταλεγομένου  στο λοιπό προσωπικό (32,70 και 25,50 δρχ. αντιστοίχως) και η οποία  διαφοροποίηση δεν είναι δυνατόν να οφείλεται μόνο στον τύπο του  χρησιμοποιουμένου από τον υπάλληλο αυτοκινήτου και στο χρόνο  πραγματοποιήσεως  της διαδρομής, όπως υπεστήριζε η εταιρεία, ούτε δικαιολογείται από την κατά  τις απόψεις της ανάλυση του τρόπου υπολογισμού της χιλιομετρικής  αποζημιώσεως, αναφερόμενη σε ένα τύπο αυτοκινήτου και μόνο.

Ενόψει τούτων, το δικάσαν τότε δικαστήριο, είχε κρίνει ότι το ύψος της κατ'  αποκοπή καταβαλλομένης στους υπαλλήλους της εταιρείας αποζημιώσεως προς  κάλυψη των δαπανών κινήσεως των αυτοκινήτων τους υπερβαίνει το κατά κοινή  πείρα εύλογο μέτρο και ειδικότερα κατά ποσοστό 50% του ως άνω συνολικού  ποσού  των 22.353.642 δρχ., δηλαδή κατά το ποσό των 11.176.821 δρχ.΄ το τελευταίο  δε  αυτό ποσό αποτελεί συγκεκαλυμμένο πρόσθετο αντάλλαγμα της εργασίας των  μισθωτών, υποκείμενο σε εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α., η μη καταβολή των οποίων  συνεπάγεται την προσθήκη του ποσού αυτού, ως λογιστικής διαφοράς, στα καθαρά  κέρδη της εταιρείας, κατά το άρθρο 7 παρ. 3 του ν.δ. 4104/1960.

Περαιτέρω,  με  την ίδια απόφαση είχε κριθεί ότι ποσό 11.176.821 δρχ., δηλαδή το υπόλοιπο  50%  του ως άνω συνολικού κονδυλίου, αποτελεί κατ` αποκοπή αποζημίωση για  δαπάνες,  στις οποίες υπεβλήθησαν οι μισθωτοί προς το σκοπό της ευχερέστερης,  ταχύτερης  και αποδοτικότερης διεξαγωγής των εργασιών της επιχειρήσεως και ότι,  συνεπώς,  το εν λόγω ποσό, ενόψει και του ότι εκαλύπτετο από αποδείξεις επαγγελματικών  δαπανών (κατά το άρθρο 24 παρ. 1 του Κ.Φ.Σ.), έπρεπε να αναγνωρισθεί προς  έκπτωση, ειδικότερα δε, αφού η φορολογική αρχή είχε ήδη δεχθεί προς έκπτωση  ποσό 3.997.711 δρχ., έπρεπε να αναγνωρισθεί προς έκπτωση επί πλέον ποσό  7.179.170 δρχ. Με τις υπ'αριθμ. 4116 και 4118/1997 αποφάσεις του Συμβουλίου  της Επικρατείας, οι οποίες εκδόθηκαν επί αιτήσεων αναιρέσεων της  αναιρεσείουσας και του αναιρεσιβλήτου, αντίστοιχα, κατά της ως άνω (υπ’αριθμ.  1242/1994) αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου, κρίθηκαν πλημμελώς  αιτιολογημένες οι ανωτέρω κρίσεις με τη σκέψη ότι ο προσδιορισμός του εν  λόγω  ποσοστού (50%) δεν συναρτάται με τις προηγούμενες εκτιμήσεις του δικαστηρίου  (σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των επιμάχων δαπανών), οι οποίες δεν  αναφέρονται σε τέτοιο ποσοστό, αλλά συνάπτεται αποκλειστικά με την όλως  αόριστη επίκληση ότι το ύψος της κατ` αποκοπή καταβαλλομένης στους  υπαλλήλους  αυτούς αποζημιώσεως υπερβαίνει το κατά κοινή πείρα εύλογο μέτρο κατά ποσοστό  50% του συνολικού ποσού που είχε εκπεσθεί από την εταιρεία. Κατόπιν τούτων,  το δικάσαν μετ’αναίρεση δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού έλαβε  υπόψη τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, έκρινε ότι το ύψος της  καταβαλλόμενης κατ` αποκοπή στους υπαλλήλους της εταιρείας αποζημιώσεως προς  κάλυψη των δαπανών κινήσεως των αυτοκινήτων τους υπερβαίνει το κατά την  κοινή  πείρα και τα συναλλακτικά ήθη εύλογο μέτρο, γιατί υπερκαλύπτει τις δαπάνες  και τις φθορές των αυτοκινήτων και για το λόγο αυτό αποτελεί συγκεκαλυμμένο  πρόσθετο αντάλλαγμα της εργασίας των μισθωτών, υποκείμενο σε εισφορές υπέρ  του ΙΚΑ, η μη καταβολή των οποίων συνεπάγεται την προσθήκη του ποσού αυτού,  ως λογιστικής διαφοράς, στα καθαρά κέρδη της εταιρείας, κατά το άρθρο 7 παρ.  3 του ν.δ. 4104/1960. Με τις σκέψεις δε αυτές έκρινε ότι νομίμως η  φορολογική  αρχή δεν αναγνώρισε προς έκπτωση το ως άνω κονδύλιο των 18.355.931 δραχμών  και το προσέθεσε στα καθαρά κέρδη της εταιρείας ως λογιστική διαφορά,  μεταρρυθμίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, κατ` αποδοχήν του σχετικού λόγου  εφέσεως του αναιρεσιβλήτου.

Η κρίση, όμως, αυτή είναι πλημμελώς  αιτιολογημένη, διότι δεν αναφέρει βάσει ποίων υπολογισμών το δικάσαν  δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ύψος της καταβαλλόμενης στους  υπαλλήλους της εταιρείας αποζημιώσεως υπερκαλύπτει τις δαπάνες και τις  φθορές  των αυτοκινήτων, ώστε να θεωρείται πρόσθετο αντάλλαγμα της εργασίας των  μισθωτών, υποκείμενο σε εισφορές υπέρ του ΙΚΑ .Για το λόγο δε αυτό, ο οποίος  βασίμως προβάλλεται, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, κατά το μέρος  τούτο, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως που αφορούν το μέρος  αυτό.

6. Επειδή, ο Κώδικας Φορολογικών Στοιχείων (π.δ. 99/1977, Α'34) ορίζει, στο  άρθρο 15 παρ. 2 ότι "Πάσα εγγραφή εις τα βιβλία αφορώσα συναλλαγήν ή ετέραν  πράξιν του υποχρέου δέον να δικαιολογήται διά στοιχείων αποδεικνυόντων  ταύτην", στο άρθρο 43 παρ. 3 ότι "Ουδέν έξοδον αναγνωρίζεται εάν δεν έχη  εκδοθή αποδεικτικόν στοιχείον", στο δε άρθρο 21 παρ. 3 ότι "O εκτελωνιστής  εις το παρ` αυτού εκδιδόμενον τιμολόγιον αναγράφει διακεκριμένως ...... και  το ποσόν εκάστης δαπάνης, την οποίαν ενήργησε κατ` εντολήν και λογαριασμόν  του πελάτου του και η οποία βασίζεται επί νομίμου δικαιολογητικού, το οποίον  επισυνάπτεται εις το παραδιδόμενον εις τον πελάτην αντίτυπον του  τιμολογίου".  Εξάλλου, το άρθρο 24 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα ορίζει ότι: "Ο επιτηδευματίας,  ο  υπόχρεως εις τήρησιν βιβλίων οιασδήποτε κατηγορίας και τα πρόσωπα της  παραγράφου 4 του άρθρου 1 του παρόντος Κώδικος δι` εκάστην εν γένει δαπάνην  αφορώσαν την άσκησιν του επαγγέλματός των ή την εκτέλεσιν του σκοπού των,  δια  την οποίαν δεν ορίζεται υπό του Κώδικος τούτου η έκδοσις ιδίου στοιχείου,  εκδίδουν διπλότυπον απόδειξιν δαπάνης, εις την οποίαν αναγράφουν το  ονοματεπώνυμον, το επάγγελμα και την διεύθυνση του δικαιούχου, την αιτίαν  της  δαπάνης και το ποσόν ταύτης. Η απόδειξις αύτη υπογράφεται και υπό του  λαμβάνοντος εις αμφότερα τα αντίτυπα".

7. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η  αναιρεσείουσα επεβάρυνε το λογαριασμό της "ΕΚΤΕΛΩΝΙΣΤΙΚΑ" με δαπάνες  τελωνειακών διατυπώσεων και τελωνειακών εξόδων που πραγματοποιήθηκαν από  τους  εκτελωνιστές της για λογαριασμό της κατά τον εκτελωνισμό εμπορευμάτων, ύψους  75.486.032 δρχ. Η φορολογική αρχή διαπίστωσε ότι ορισμένες από τις δαπάνες  αυτές, που περιλαμβάνονταν στα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών των εκτελωνιστών,  δεν καλύπτονταν από νόμιμα παραστατικά στοιχεία, τα οποία έπρεπε να  επισυνάπτονται στα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, αλλά, αντί αυτών, οι  εκτελωνιστές είχαν εκδόσει και επισυνάψει αποδείξεις επαγγελματικών δαπανών.  Δοθέντος όμως ότι ο αριθμός των αντίστοιχων εγγραφών ήταν υπερβολικά μεγάλος  (6.200), με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής ο έλεγχος, η φορολογική αρχή  έλεγξε μόνο 25 από τις εγγραφές αυτές, βάσει δε του ελέγχου αυτού  προσδιόρισε  κατά προσέγγιση τις μη αναγνωριζόμενες δαπάνες σε 28.662.600 δρχ.

Το  Διοικητικό Εφετείο, με την ανωτέρω αναιρεθείσα ήδη απόφασή του, είχε δεχθεί  ότι εφόσον τα βιβλία και στοιχεία της αναιρεσείουσας κρίθηκαν επαρκή, η  φορολογική αρχή όφειλε να προβεί στον έλεγχο μιας εκάστης εγγραφής, για την  οποία δεν υφίσταται νόμιμο παραστατικό στοιχείο, και όχι στον κατά  προσέγγιση  προσδιορισμό των μη εκπιπτομένων δαπανών΄με τη σκέψη δε αυτή, είχε δεχθεί  την  έκπτωση της εν λόγω δαπάνης, εκτός από ποσό 115.565 δρχ., για το οποίο η  φορολογική αρχή είχε διαπιστώσει, δειγματοληπτικά, κατά τα ανωτέρω, την  έλλειψη δικαιολογητικών. Με την ως άνω υπ’ αριθμ. 4118/1997 αναιρετική  απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κρίθηκε μη νόμιμη η προαναφερόμενη κρίση, με  την αιτιολογία ότι, εφόσον η φορολογική αρχή είχε πάντως αμφισβητήσει την  ύπαρξη νόμιμων δικαιολογητικών για το επίδικο ποσό των 28.662.600 δρχ., το  δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να αναγνωρίσει τη δαπάνη αυτή, όφειλε να  βεβαιώσει, θετικά, ότι είχαν εκδοθεί τα νόμιμα δικαιολογητικά στοιχεία, στα  οποία στηριζόταν η σχετική εγγραφή των βιβλίων της αναιρεσείουσας,  εκδίδοντας  προς τούτο, αν παρίστατο ανάγκη, και προδικαστική απόφαση. Κατόπιν τούτου, το  δικάσαν μετ` αναίρεση δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι για το επίδικο ποσό των  28.662.600 δραχμών οι εκτελωνιστές είχαν εκδόσει αποδείξεις επαγγελματικών  δαπανών και όχι τα νόμιμα δικαιολογητικά στοιχεία, την ύπαρξη των οποίων  άλλωστε δεν επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα εταιρεία με το δικόγραφο της  προσφυγής της, έκρινε ότι ορθώς προστέθηκε το ποσό αυτό ως λογιστική  διαφορά,  μεταρρυθμίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, κατ` αποδοχήν του σχετικού λόγου  εφέσεως του αναιρεσιβλήτου Δημοσίου.

Η κρίση, όμως, αυτή της  αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογείται πλημμελώς, διότι δεν  διευκρινίζεται το είδος των επίμαχων δαπανών, καθώς και των απαιτουμένων  κατά  τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων δικαιολογητικών, τα οποία δεν είχαν  εκδοθεί,  και γιατί δεν αρκούσαν οι αποδείξεις επαγγελματικών δαπανών για την  αναγνώριση των δαπανών αυτών , ενόψει και των ισχυρισμών που προέβαλε η  αναιρεσείουσα ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου ότι είχαν εκδοθεί τα κατά  νόμο απαιτούμενα δικαιολογητικά και ότι τα εξοδολόγια των εκτελωνιστών είτε  έχουν συνημμένα τα δικαιολογητικά (π.χ. αποδείξεις καταβολής στο Δημόσιο  κ.λ.π.) είτε αναφέρονται σε δαπάνες για τις οποίες δεν είναι δυνατή η έκδοση  οποιουδήποτε δικαιολογητικού (μικροποσά για αγορά χαρτοσήμων, φωτοτύπηση,  κ.λ.π). Για το λόγο δε αυτό, που βασίμως προβάλλεται, η προσβαλλόμενη  απόφαση  είναι αναιρετέα και κατά το μέρος τούτο, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της  ερεύνης του ετέρου λόγου, που αναφέρεται στη μη αναγνώριση του παραπάνω  κονδυλίου.

8. Επειδή, κατόπιν τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εν μέρει αναιρετέα,  η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να  παραπεμφθεί, κατά τα αναιρούμενα μέρη της, στο ίδιο δικαστήριο για νέα  κρίση.

Διά ταύτα

Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει την υπ’αριθμ. 1799/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου  Πειραιά, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα αναιρούμενα μέρη,  σύμφωνα με το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

Επιβάλλει στο αναιρεσίβλητο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας  εταιρείας, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Μαϊου 2006 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7 Φεβρουαρίου 2007.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος                                 
Η Γραμματέας 
Ο Πρόεδρος του Β` Τμήματος                   
Η Γραμματέας του Β` Τμήματος