ΣτΕ 402 - 2011 - Διακανονισμός εκπτώσεων Φ.Π.Α. αναφορικά με δαπάνες επί αγαθών επένδυσης...

ΣτΕ 402 - 2011 - Διακανονισμός εκπτώσεων Φ.Π.Α. αναφορικά με δαπάνες επί αγαθών επένδυσης...

ΘΕΜΑ: Διακανονισμός εκπτώσεων Φ.Π.Α. αναφορικά με δαπάνες επί αγαθών επένδυσης. Η φορολογική αρχή, αρνείται την έκπτωση θεωρώντας ότι η δαπάνη δεν αφορά αγαθό επένδυσης, λόγω ελλείψεως κάποιας απ` τις προβλεπόμενες στη διάταξη της παραγράφου 4 του αυτού άρθρου προϋποθέσεως, η εντεύθεν διαφορά περιορίζεται στη διάγνωση της ύπαρξης ή μη της προϋποθέσεως αυτής. Σε περίπτωση δε που αποδειχθεί, στο πλαίσιο της σχετικής δίκης, η συνδρομή της εν λόγω προϋποθέσεως, το δικαστήριο οφείλει να αναγνωρίσει την έκπτωση του φ.π.α., χωρίς να κρίνει επί των λοιπών τυχόν προϋποθέσεων, η συνδρομή των οποίων απαιτείται μεν από το νόμο για την θεώρηση του αγαθού ως αγαθού επένδυσης, αλλά που δεν αμφισβητήθηκαν απ` την φορολογική αρχή ανεξαρτήτως ισχυρισμών.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Ιανουαρίου 2011 με την εξής  σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν  κώλυμα, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Β. Μόσχου,  Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 21 Μαΐου 2004 αίτηση:
του Προϊσταμένου ................ ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία ..................., που  εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής .................................., η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ'  αριθμ. 4576/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Β. Μόσχου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος  Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους  αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του  δικαστηρίου και  αφού  μελέτησε  τα  σχετικά  έγγραφα σκέφθηκε  κατά το  Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ`  αριθμ. 4576/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία  έγινε εν μέρει δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της υπ` αριθμ. 4156/2000  αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση  είχε γίνει εν μέρει δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά της υπ` αριθμ.  20/1997 προσωρινής πράξης προσδιορισμού φ.π.α. του Προϊσταμένου της .... και  προσδιορίστηκαν οι φορολογητέες εισροές της για τη διαχειριστική περίοδο 1-1  έως 31-12-1994 σε 853.433.949 δραχμές, αντί των 870.212.021 δραχμών που  είχαν δηλωθεί και αφετέρου απορρίφθηκε η ίδια προσφυγή, κατά το μέρος που  στρεφόταν κατά της υπ` αριθμ. 912/1997 πράξης επιβολής προστίμου άρθρου 47  παρ. 4 του ν. 1642/1986 του ιδίου Προϊσταμένου, με την οποία είχε επιβληθεί  σε βάρος της πρόστιμο δραχμών 50.000.
2. Επειδή, στο μεν άρθρο 23 του ν. 1642/1986, (άρθρο 30 νόμου 2859/2000)  όπως ισχύει, μετά την  αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 34 του ν. 2093/1992 ορίζεται ότι: «Ο  υποκείμενος δικαιούται να εκπέσει από το φόρο που αναλογεί στις ενεργούμενες  από αυτόν πράξεις παράδοσης αγαθών, παροχής υπηρεσιών και ενδοκοινοτικής  απόκτησης αγαθών, το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί η παράδοση αγαθών  και η παροχή υπηρεσιών που έγιναν σ` αυτόν και η εισαγωγή αγαθών, που  πραγματοποιήθηκε από αυτόν, καθώς και τον φόρο που οφείλεται για τις  ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιήθηκαν από αυτόν», στο δε άρθρο 26 παρ. 2 και 4 του ίδιου νόμου, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος  ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 24 παρ. 3 του ν. 1882/1990,  ότι «ειδικά για τα αγαθά επένδυσης, η έκπτωση του φόρου που ενεργήθηκε  υπόκειται σε πενταετή διακανονισμό με αφετηρία το έτος χρησιμοποίησης  τους.... (παρ. 2). Ως αγαθά επένδυσης για την εφαρμογή των διατάξεων του  παρόντος νόμου θεωρούνται: α) Τα ενσώματα αγαθά, που ανήκουν κατά κυριότητα  στην επιχείρηση και τίθενται από αυτή σε διαρκή εκμετάλλευση, καθώς και τα  κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από την υποκείμενη  στο φόρο επιχείρηση σε ακίνητο που δεν ανήκει κατά κυριότητα σ` αυτήν αλλά  έχει, βάσει οποιασδήποτε έννομης σχέσης, την χρήση του ακινήτου αυτού για  χρονικό διάστημα τουλάχιστον εννέα χρόνων.... Στην αξία των αγαθών επένδυσης  δεν περιλαμβάνονται οι δαπάνες επισκευής και συντήρησης β) (παρ. 4)». Εξάλλου,  με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2235/1994 ορίστηκε ότι: «Οι παράγραφοι 1 και 2  του άρθρου 4 του ν. 813/1978 αντικαθίστανται ως εξής: 1. Η μίσθωση ισχύει  για εννέα (9) έτη, ακόμη και αν έχει συναφθεί για βραχύτερο ή αόριστο χρόνο,  που αποδεικνύεται με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας. 2. Οι διατάξεις του  παρόντος νόμου εφαρμόζονται και σε μισθώσεις που έχουν συναφθεί για χρόνο  μεγαλύτερο των εννέα (9) ετών». Τέλος, στο άρθρο 1 του ν. 813/1978 ορίζεται  ότι: «Εις τας διατάξεις του παρόντος υπάγονται οι μισθώσεις ακινήτων, αι  οποίαι συνάπτονται: α) Προς επιχείρησιν εις ταύτα εμπορικών πράξεων ή προς  άσκησιν επαγγέλματος μη ελευθερίου ......».
3. Επειδή, σε περίπτωση που, στα πλαίσια του κατ άρθρο 23 παρ. 2 του ν.  1642/1986  (άρθρο 30 νόμου 2859/2000)  (διακανονισμού εκπτώσεων φ.π.α. αναφορικά με δαπάνες επί αγαθών  επένδυσης), η φορολογική αρχή, αρνείται την έκπτωση θεωρώντας ότι η δαπάνη  δεν αφορά αγαθό επένδυσης, λόγω ελλείψεως κάποιας απ` τις προβλεπόμενες στη  διάταξη της παραγράφου 4 του αυτού άρθρου προϋποθέσεως, η εντεύθεν διαφορά  περιορίζεται στη διάγνωση της ύπαρξης ή μη της προϋποθέσεως αυτής. Σε  περίπτωση δε που αποδειχθεί, στο πλαίσιο της σχετικής δίκης, η συνδρομή της  εν λόγω προϋποθέσεως, το δικαστήριο οφείλει να αναγνωρίσει την έκπτωση του  φ.π.α., χωρίς να κρίνει επί των λοιπών τυχόν προϋποθέσεων, η συνδρομή των  οποίων απαιτείται μεν από το νόμο για την θεώρηση του αγαθού ως αγαθού  επένδυσης, αλλά που δεν αμφισβητήθηκαν απ` την φορολογική αρχή (πρβλ. ΣτΕ  1154/2004 7μ., 34350/2005), ανεξαρτήτως ισχυρισμών (ΣτΕ 1877/2009).
4. Επειδή, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη, από την από 31.10.1997 έκθεση  ελέγχου του εφοριακού υπαλλήλου .............. , προκύπτει ότι η  εκκαλούσα (ήδη αναιρεσίβλητη), η οποία έχει ως αντικείμενο εργασιών την  παραγωγή και εμπορία πάσης φύσεως κρεάτων και εμπορία λοιπών ειδών  διατροφής, κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο, υπέβαλε την  5285/11.5.1995 εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., στην οποία συμπεριέλαβε σύνολο  εισροών δρχ. 870.212.021. Η φορολογική αρχή μετά από έλεγχο περιόρισε τις  φορολογητέες εισροές της σε 852.685.069 δραχμές, γιατί δεν αναγνώρισε προς  έκπτωση συνολικά το ποσό των δραχμών 17.526.951, και συγκεκριμένα: α) ποσό  2.268.600 δραχμών, που αφορά τον λογαριασμό «επισκευές - συντηρήσεις κτιρίων»  και ειδικότερα αφορά αγορές παγίων στοιχείων για προσθήκες στο μισθωμένο από  την εκκαλούσα ακίνητο που βρίσκεται στην ................. και  χρησιμοποιείται ως υποκατάστημα, β) ποσό 14.509.471 δραχμών που αφορά τον  λογαριασμό «εγκαταστάσεις κτιρίων» και συγκεκριμένες δαπάνες για κτιριακές  κατασκευές που έγιναν στο επί της οδού .............. υποκατάστημα  που διατηρούσε αυτή στο Περιστέρι, με την αιτιολογία ότι οι μισθώσεις των  ανωτέρω καταστημάτων ήταν πενταετούς και οκταετούς διάρκειας αντιστοίχως και  όχι εννεαετούς όπως αξιώνει η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 4 του ν. 1642/1986  και γ) ποσό 748.880 δραχμών που αφορά τον λογαριασμό «επισκευές - συντηρήσεις  Φ.Ι.Χ. αυτοκινήτων». Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι νομίμως δεν  αναγνωρίστηκαν προς έκπτωση από την φορολογική αρχή τα υπ` αριθμ. α` και β`  ποσά, ενώ, αντιθέτως, μη νομίμως αυτή δεν εξέπεσε το υπ` αριθμ. γ` ποσό,  μεταρρύθμισε δε αναλόγως την προσβληθείσα πράξη. Κατά της αποφάσεως του  διοικητικού πρωτοδικείου, η αναιρεσίβλητη άσκησε έφεση προβάλλοντας ότι  έσφαλε η πρωτόδικη απόφαση μη αναγνωρίσασα προς έκπτωση τα ανωτέρω ποσά,  αφού για το μεν κατάστημα της οδού .... υπήρχε το από 17.9.1991 συμφωνητικό  μίσθωσης πενταετούς διάρκειας, η οποία παρατάθηκε με το από 10.10.1992  ιδιωτικό συμφωνητικό για 10 έτη, ενώ για το επί της οδού ... ... αριθμ.  .. υποκατάστημα της υπήρχε το από 28.12.1993 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης  διάρκειας οκτώ (8) ετών, η οποία παρατάθηκε με το από 30.1.1994 ιδιωτικό  συμφωνητικό για ένα (1) έτος, σε κάθε περίπτωση δε δυνάμει των διατάξεων του  ν. 2235/1994 η διάρκεια των μισθώσεων ήταν εννεαετής. Το διοικητικό εφετείο,  αφού έλαβε υπόψη του ότι οι προαναφερθείσες μισθώσεις ως εμπορικές υπήχθησαν  στο ρυθμιστικό πεδίο του ν. 2239/1994, και συνεπώς κατέστησαν εννεαετούς  διάρκειας, ανεξάρτητα από τον αρχικώς συμφωνηθέντα συμβατικό χρόνο τους,  έκρινε ότι οι προαναφερθείσες δαπάνες προσαυξάνουν τις φορολογικές εισροές  της εκκαλούσας. Κατά συνέπεια, κατ` αποδοχήν κατά το μέρος αυτό της εφέσεως,  μεταρρύθμισε αναλόγως την πρωτόδικη απόφαση η οποία είχε κρίνει αντιθέτως.  
Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το διοικητικό εφετείο κατ` εσφαλμένη  ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 6 του ν.  1642/1986 παρέλειψε να εξετάσει το σύνολο των προϋποθέσεων για την άσκηση  του δικαιώματος έκπτωσης της αναιρεσίβλητης του ένδικου ποσού φ.π.α από το  φόρο των εκροών της, και συγκεκριμένα παρέλειψε να εξετάσει εάν αυτός  αντιστοιχεί σε δαπάνες εργασιών επισκευής και συντήρησης των ως άνω  μισθωμένων ακινήτων τα οποία αυτή χρησιμοποιεί για την άσκηση της  επαγγελματικής της δραστηριότητας, οι δαπάνες των οποίων δεν περιλαμβάνονται  στην αξία των αγαθών επένδυσης, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 26 του ν.  1642/1986, με συνέπεια να μην παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που  αντιστοιχεί στις δαπάνες αυτές από το φόρο εκροών της αναιρεσίβλητης. Κατά  τους ισχυρισμούς του Δημοσίου, το διοικητικό εφετείο θα έπρεπε να διαλάβει  θέση σχετικώς, δοθέντος ότι η αναιρεσίβλητη, τόσο με την προσφυγή της, όσο  και με την έφεσή της είχε συνομολογήσει ότι τα ένδικα ποσά είχαν δαπανηθεί  για εργασίες επισκευής και συντήρησης και όχι για δαπάνες προσθήκης ή  βελτίωσης των σχετικών ακινήτων.
 Ο λόγος αυτός ενόψει των εκτεθέντων στη σκέψη 3 είναι απορριπτέος ως  αβάσιμος. Τούτο δε διότι, κατά τα προεκτεθέντα, εφόσον το διοικητικό εφετείο  διέγνωσε ότι συνέτρεχε η μόνη αμφισβητηθείσα από τη φορολογική αρχή  προϋπόθεση της εννεαετούς διάρκειας των μισθώσεων των ως άνω μισθωμένων από  την αναιρεσίβλητη ακινήτων, νομίμως, κατά τούτο, θεώρησε ότι το ποσό του  φ.π.α. που αφορούσε τις ένδικες δαπάνες προσαυξάνει τις φορολογητέες εισροές  της αναιρεσίβλητης, χωρίς περαιτέρω έρευνα για τη συνδρομή και της άλλης  προϋποθέσεως, εάν δηλαδή, οι δαπάνες αυτές αφορούσαν σε κατασκευές που  αποσκοπούσαν στην επισκευή και συντήρηση των μισθίων, η οποία δεν είχε  αποτελέσει αντικείμενο αμφισβητήσεως από τη φορολογική αρχή, κατά τον έλεγχο  της εκκαθαριστικής δηλώσεως φ.π.α. και τον προσδιορισμό των φορολογητέων  εισροών της αναιρεσίβλητης.
 5. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου, η κρινόμενη αίτηση είναι  απορριπτέα στο σύνολό της.

Διά ταύτα
 Απορρίπτει την αίτηση.
 Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 2011 και η απόφαση  δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 2ας Φεβρουαρίου 2011.
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος                Η Γραμματέας     Ε. Γαλανού                               Α. Ζυγουρίτσα