ΣτΕ 387/2015 Η υπερτίμηση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου δεν φορολογείται

ΣτΕ 387/2015 Η υπερτίμηση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου δεν φορολογείται

ΣτΕ  387/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2015 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Α.- Γ. Βώρος, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Αγ. Σδράκα, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 21 Μαΐου 2010 αίτηση:

του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, ο οποίος παρέστη με τη Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στη Λιβερία, η οποία δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 2197/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Εμμ. Κουσιουρή.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, η κρινομένη αίτηση ασκήθηκε κατά το νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου.

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 2197/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 3202/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την τελευταία αυτή απόφαση, ακυρώθηκε, κατ’ αποδοχήν προσφυγής της αναιρεσίβλητης εταιρείας, η σιωπηρή απόρριψη, από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιώς, επιφυλάξεως που είχε υποβάλει με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 2002. Με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έγινε, περαιτέρω, δεκτή η επιφύλαξη της αναιρεσιβλήτου και διατάχθηκε νέα εκκαθάριση του οφειλομένου φόρου και επιστροφή σε αυτήν των τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

3. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η καθ’ ης η αίτηση αλλοδαπή εταιρεία, η οποία εδρεύει στη Λιβερία, υπέβαλε, για το οικονομικό έτος 2002 (οικονομική χρήση 2001), την από 10.5.2002 δήλωση φορολογίας εισοδήματος, με την οποία δήλωσε καθαρά κέρδη ύψους 1.011.420.873 δραχμών, προερχόμενα από αποζημίωση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως τμήματος δύο ακινήτων της στην περιοχή του Νέου Φαλήρου, που κάλυπταν σε έκταση το οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των Λεωφόρων Τροχιοδρόμων - .. και οδών .. και ... . Το, κατά τα ανωτέρω, ποσό αντιστοιχούσε, ειδικότερα, στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσεως του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και της καταβληθείσης για την απαλλοτρίωση αποζημιώσεως, συνολικού ύψους 1.111.392.046 δραχμών. Με τη δήλωσή της, η καθ’ ης η αίτηση εταιρεία συνυπέβαλε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 5 του ν. 2238/1994, την 11013/10.5.2002 επιφύλαξη περί μη υπαγωγής σε φόρο του ως άνω ποσού. Η επιφύλαξη αυτή απορρίφθηκε σιωπηρώς από τη φορολογική αρχή λόγω απράκτου παρελεύσεως τριμήνου από της υποβολής της.

Κατά της σιωπηράς απορρίψεως της επιφυλάξεώς της, η αναιρεσίβλητη άσκησε προσφυγή, με την οποία υποστήριξε ότι το ποσό της καταβληθείσης σε αυτήν αποζημιώσεως απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17 του Συντάγματος, ως προϊόν αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και, εν πάση περιπτώσει, διότι δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας περί φορολογίας εισοδήματος, ως εισόδημα από την άσκηση εμπορικής επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η εκποίηση από την οποία το ποσό αυτό προέκυψε δεν έγινε οικειοθελώς, αλλά αναγκαστικά. Όπως έχει ήδη εκτεθεί, η προσφυγή αυτή έγινε δεκτή με την 3202/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ακυρώθηκε η σιωπηρή απόρριψη της επιφυλάξεως της αναιρεσιβλήτου. Με την ίδια απόφαση, έγινε δεκτή η επιφύλαξη και διατάχθηκε νέα εκκαθάριση του οφειλομένου φόρου και επιστροφή των τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών νομιμοτόκως από της ημερομηνίας επιδόσεως της προσφυγής της (22.1.2003). Κατά τις ειδικότερες κρίσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 3 περ. ζ του ν. 2238/1994 (Α΄151), κατά το μέρος που επιφέρουν μείωση της δικαστικώς προσδιοριζόμενης αποζημιώσεως που καταβάλλεται για τη συντέλεση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αντίκεινται στις περί προστασίας της ιδιοκτησίας συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες απαιτούν την πλήρη αποζημίωση του ιδιοκτήτη για τη στέρηση της ιδιοκτησίας του. Κρίθηκε, περαιτέρω, ότι επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου, που αποτελεί πάγιο περιουσιακό στοιχείο εμπορικής επιχειρήσεως, η ωφέλεια που προκύπτει εκ του ότι η σχετική αποζημίωση είναι ανώτερη της τιμής κτήσεως του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, ανεξαρτήτως του ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις εφόσον δεν πρόκειται περί εκούσιας εκποιήσεως, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, το αναιρεσείον άσκησε έφεση, με την οποία υποστήριξε ότι η εκκληθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είχε εκδοθεί κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, η ωφέλεια που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της καταβληθείσης αναγκαστικής αποζημιώσεως και της τιμής κτήσεως του απαλλοτριωθέντος ακινήτου υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, καθόσον στην περίπτωση αυτή δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι περί προστασίας της ιδιοκτησίας συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες απαγορεύουν μεν τη φορολόγηση της αποζημιώσεως από αναγκαστική απαλλοτρίωση, όχι, όμως, και της εξ αυτής προκύπτουσας ωφέλειας. Η έφεση αυτή απερρίφθη, κατά τα ήδη εκτεθέντα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την αιτιολογία ότι το δηλωθέν υπό της αναιρεσιβλήτου ποσό αποζημιώσεως δεν υπόκειται, ως προϊόν αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, σε φορολόγηση, καθόσον επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου, η ωφέλεια που προκύπτει εκ του ότι η σχετική αποζημίωση είναι ανώτερη της τιμής κτήσεώς του, δεν υπόκειται, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος, σε φόρο εισοδήματος, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε, ειδικότερα, δεκτό ότι από τις περί προστασίας της ιδιοκτησίας διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος συνάγεται ότι η δι’ αναγκαστικής απαλλοτριώσεως στέρηση της ιδιοκτησίας επιτρέπεται μόνον μετά την καταβολή πλήρους δικαστικώς προσδιοριζόμενης αποζημιώσεως.

Για τον λόγο αυτό, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να υποβληθεί σε φορολογική επιβάρυνση η διαπιστωθείσα υπερτίμηση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου κατά τη χορήγηση της αποζημιώσεως από αναγκαστική απαλλοτρίωση, με την οποία αντικαθίσταται τούτο με ποσό ίσο προς την κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως αξία του ακινήτου, αποκαθισταμένης, κατ’ αυτόν τον τρόπο, της ζημίας του κυρίου από την στέρηση της ιδιοκτησίας του. Τούτο δε, διότι, όπως εκρίθη, τυχόν φορολόγηση της διαφοράς μεταξύ της τιμής κτήσεως του ακινήτου και της αποζημιώσεως που κατεβλήθη στην επιχείρηση, λόγω της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, θα καθιστά την αποζημίωση αυτή μη πλήρη, κατά παράβαση των προβλέψεων της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος και της απαγορεύσεως της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου.

4. Επειδή, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 28 παρ. 3 περ. ζ΄ του ν. 2238/1994, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά, δηλαδή, την αντικατάστασή του με το άρθρο 22 παρ. 8 του ν. 2648/1998, και με πλημμελή και ανεπαρκή αιτιολογία επί ζητημάτων ασκούντων ουσιώδη επιρροή επί της υποθέσεως, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε σιωπηρώς δεκτό ότι, εν προκειμένω, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγηση της φοροαπαλλαγής την οποία επικαλέσθηκε η αναιρεσίβλητη.

Προβάλλεται, ειδικότερα, ότι το δικάσαν δικαστήριο δεν εξέτασε, ούτε, άλλωστε, βεβαίωσε αν το απαλλοτριωθέν ακίνητο ιδιοχρησιμοποιείτο ή είχε κατά το παρελθόν ιδιοχρησιμοποιηθεί από την αναιρεσίβλητη εταιρεία και αν η υπερτίμηση που προέκυψε από τη διαφορά κτήσεως και την καταβληθείσα για την απαλλοτρίωση αποζημίωση είχε αποτυπωθεί σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού, προϋποθέσεις που, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, έπρεπε να πληρούνται σωρευτικώς, κατά τις ρυθμίσεις του άρθρου 22 παρ. 8 του ν. 2648/1998, προκειμένου η αναιρεσίβλητη να τύχει της προβλεπομένης υπό του νόμου φοροαπαλλαγής της, κατά τα ανωτέρω, προκύπτουσας υπερτίμησης της ακίνητης περιουσίας της. Το βάρος, εξάλλου, αποδείξεως της συνδρομής των προϋποθέσεων χορηγήσεως της απαλλαγής αυτής δεν βάρυνε τη φορολογική αρχή, αλλά τον φορολογούμενο, ο οποίος πρέπει να υποστεί τις συνέπειες της σχετικής παραλείψεώς του. Ο λόγος αυτός, όπως προβάλλεται, τυγχάνει απορριπτέος ως ερειδόμενος επί της εσφαλμένης εκδοχής ότι το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι, εν προκειμένω, τυγχάνουν εφαρμογής οι προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 3 περ. ζ΄ του ν. 2238/1994 και η υπ’ αυτών προβλεπόμενη, υπό προϋποθέσεις, προσωρινή αναστολή της φορολογήσεως του υπερτιμήματος που προέκυψε από την καταβολή αποζημιώσεως για αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου. Επίκληση άλλωστε των διατάξεων αυτών δεν έγινε ούτε από την αναιρεσίβλητη εταιρεία, όπως προκύπτει από το παρατεθέν στην αναιρεσιβαλλόμενη υπόθεση πραγματικό της υποθέσεως, όπως δε προαναφέρθηκε το εφετείο έκρινε ότι τυχόν φορολόγηση της διαφοράς μεταξύ της τιμής κτήσεως του ακινήτου και της αποζημιώσεως που κατεβλήθη στην επιχείρηση, λόγω της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, θα καθιστά την αποζημίωση αυτή μη πλήρη, κατά παράβαση των προβλέψεων της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος και της απαγορεύσεως της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου. Κατ’ ακολουθίαν τούτων ο ως άνω λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, μη αναφερόμενος σε πλημμέλειες της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης εκδοχής.

5. Επειδή, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι κατά παράβαση του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διετάχθη η νομιμότοκη επιστροφή στην αναιρεσίβλητη των τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών που θα προέκυπταν κατά τη νέα εκκαθάριση της φορολογικής δηλώσεως της αναιρεσείουσας, εσφαλμένως δε εκρίθη, περαιτέρω, ότι οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται από την επίδοση της προσφυγής της. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως τυγχάνει απορριπτέος ως απαραδέκτως προβαλλόμενος το πρώτον κατ’ αναίρεση, καθόσον με αυτόν επιχειρείται να πληγεί η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περί εντόκου επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών που τυχόν θα προέκυπταν κατά τη νέα εκκαθάριση της φορολογικής δηλώσεως της αναιρεσείουσας, κρίση, δηλαδή, η οποία, δεν προσεβλήθη με την έφεση του αναιρεσείοντος (πρβλ. ΣτΕ 3653-5/2012).

Για το παραδεκτό της προβολής του λόγου αυτού, δεν αρκεί, εξάλλου, το γεγονός ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη επικυρώθηκε σιωπηρώς η αντίστοιχη κρίση της πρωτόδικης αποφάσεως, δεδομένου ότι το δικάσαν δικαστήριο περιοριζόμενο στην εξέταση των προβαλλομένων λόγων εφέσεως, ουδεμία αυτοτελή κρίση εξέφερε επί του ζητήματος αυτού, το οποίο δεν περιλαμβάνεται, άλλωστε, μεταξύ των αυτεπαγγέλτως ερευνώμενων ζητημάτων.

6. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.

Δια ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 2015 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Φεβρουαρίου 2015.

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος

Η Γραμματέας