ΣτΕ 2563/2015 H ειδική εισφορά αλληλεγγύης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιος φορολογούμενος είχε μεν μεγαλύτερο τεκμαρτό εισόδημα σε σχέση με το πραγματικό, αλλά προέβη δε, σε ανάλωση κεφαλαίου για να καλύψει την προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, δεν

ΣτΕ 2563/2015 H ειδική εισφορά αλληλεγγύης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιος φορολογούμενος είχε μεν μεγαλύτερο τεκμαρτό εισόδημα σε σχέση με το πραγματικό, αλλά προέβη δε, σε ανάλωση κεφαλαίου για να καλύψει την προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, δεν

ΣτΕ  2563/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 15 Φεβρουαρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Α0. Ράντος, Ν. Ρόζος, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Χρ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος, Π. Ευστρατίου, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Β. Καλαντζή, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Αντ. Χλαμπέα, Μ. Πικραμένος, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Β. Πλαπούτα, Ολ. Παπαδοπούλου, Ιω. Σύμπλης, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Κ. Κουσούλης και Κ. Πισπιρίγκος, καθώς και ο Πάρεδρος Ιω. Σύμπλης μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη. Για να δικάσει την από 22 Σεπτεμβρίου 2011 αίτηση: του Αγγέλου Τσιγκρή του Αντωνίου, κατοίκου Αθηνών (Ακαδημίας 61), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (A.M. 22317),
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Θεόδωρο Ψυχογυιό, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 28 Σεπτεμβρίου 2011 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α', 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθ. ΠΟΛ.1167/2.8.2011 απόφαση με θέμα: «Διαδικασία για την βεβαίωση και είσπραξη της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα, της έκτακτης εισφοράς σε αντικειμενικές δαπάνες και του τέλους επιτηδεύματος, που προβλέπονται με τις διατάξεις των άρθρων 29, 30 και 31 αντίστοιχα, του ν. 3986/2011 (Φ.Ε.Κ 152 Α' - 1.7.2011). Λοιπά θέματα για την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων», η οποία υπογράφεται από τον αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών και δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 1835 Β' - 17 Αυγούστου 2011.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Τσιμέκα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αιτούντα ως δικηγόρο, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, πριν από τη διάσκεψη του Δικαστηρίου για την παρούσα υπόθεση, αποχώρησε λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας ο Πρόεδρος Κ. Μενουδάκος, ο οποίος είχε προεδρεύσει της συνθέσεως κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως. Κατόπιν αυτού, αναπληρώθηκε κατά τη διάσκεψη από τον αρχαιότερο της συνθέσεως Αντιπρόεδρο Αθ. Ράντο, αντιστοίχως δε, ο Σύμβουλος Κ. Κουσούλης, αναπληρωματικό έως τότε μέλος της συνθέσεως, μετέσχε της διασκέψεως ως τακτικό μέλος (Άρθρο 26 ν. 3719/2008, Α' 241, πρακτικό διασκέψεως της Ολομέλειας του Δικαστηρίου υπ' αριθ. 39Α/2014).

2. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθ. 1192760 και 3091129/2011, σειράς Α', ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 εδ. α' του π.δ/'τος 18/1989 (Α" 8), με πράξη του Προέδρου του λόγω της σπουδαιότητάς της, ζητείται η ακύρωση της υπ: αριθ. ΠΟΛ.1167/2.8.2011 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β' 1835/17-8-2011) με τίτλο «Διαδικασία για την βεβαίωση και είσπραξη της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα, της έκτακτης εισφοράς σε αντικειμενικές δαπάνες και του τέλους επιτηδεύματος, που προβλέπονται με τις διατάξεις των άρθρων 29, 30 και 31, αντίστοιχα, του ν. 3986/2011 (Α' 152/1-7-2011). Λοιπά θέματα για την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων», κατά το μέρος που αφορά την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος και της εισφοράς αλληλεγγύης.

4. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδοθείσα, κατά το προσβαλλόμενο μέρος της που ρυθμίζει τη διαδικασία για την βεβαίωση και είσπραξη του τέλους επιτηδεύματος και της εισφοράς αλληλεγγύης, κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων των άρθρων 29 παρ. 5 στοιχ. γ' και 31 παρ. 5 του ν. 3986/2011, αντιστοίχως, αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη και, ως εκ τούτου, αρμόδιο δικαστήριο για να δικάσει το ασκηθέν κατ' αυτής ένδικο βοήθημα, που φέρει τον χαρακτήρα αιτήσεως ακυρώσεως, είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας. Επομένως, ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κατ' εξαίρεση εισαγωγή του κρινομένου ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 ν. 3900/2010, οι οποίες, άλλωστε, αφορούν ένδικα βοηθήματα ή μέσα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητα του ΣτΕ και, κατ' εξαίρεση μόνο, λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος που θέτουν, μπορούν να εισαχθούν σε αυτό, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει, κατά τα εκτεθέντα, στην προκειμένη περίπτωση, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής. Εξάλλου, η προθεσμία της ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά κανονιστικής πράξεως ξεκινά από την επόμενη ημέρα της δημοσιεύσεώς της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη εκδόθηκε στις 2-8-2011 και δημοσιεύθηκε στις 17-8-2011 (Β' 1835) και, κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως, κατατεθείσα στις 22-9-2011, ασκείται εμπροθέσμως.

5. Επειδή, ο αιτών δικηγόρος έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. 5001/31-8-2011 εκκαθαριστικό σημείωμα, που προσκόμισε στο Δικαστήριο, του έχει επιβληθεί, κατ' εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως για το έτος 2010 ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους 826,63 και τέλος επιτηδεύματος 300 ευρώ. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το από 4.3.2013 υπόμνημα του Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της (σκέψη 9), προβαίνει σε εξειδίκευση και ρύθμιση των λεπτομερειών εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 29 και 31 του ν. 3986/2011, με τις οποίες επιβλήθηκαν οι εν λόγω επιβαρύνσεις, στο δε άρθρο 4 αυτής προβλέπει, με κοινές ρυθμίσεις, τη διαδικασία για τη βεβαίωση και είσπραξη των οικονομικών αυτών επιβαρύνσεων. Συνεπώς, οι εν λόγω ρυθμίσεις, περιλαμβανόμενες άλλωστε στην αυτή πράξη, παραδεκτώς προσβάλλονται με το ίδιο δικόγραφο, εφόσον αφορούν το ίδιο πρόσφπο, έχουν ληφθεί στο πλαίσιο του ίδιου νομοθετήματος (ν. 3986/2011) και αποβλέπουν, όπως εκτίθεται κατωτέρω, στους ίδιους σκοπούς οικονομικής πολιτικής. Εξ άλλου, τυχόν ανίσχυρο των διατάξεων των άρθρων αυτών καθιστά μη νόμιμες και ακυρωτέες τις ρυθμίσεις της προσβαλλομένης κανονιστικής πράξης που στηρίζονται σ' αυτές και, ως εκ τούτου, παραδεκτώς προβάλλονται με την κρινομένη αίτηση λόγοι περί αντισυνταγματικότητας των νομοθετικών αυτών διατάξεων, καθώς και κοινοί λόγοι ακυρώσεως περί παραβίασης του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του δικαιώματος απόλαυσης της περιουσίας (βλ. ΣτΕ 2527/2013-ΣτΕ 2531/2013 Ολομ., ΣτΕ 668/2012 Ολομ.).

6. Επειδή, με τον ν. 3986/2011 (Α' 151) εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 - 2015. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο αποτελεί το βασικό πλαίσιο των δημοσιονομικών μεσοπρόθεσμων στόχων και προβλέψεων της γενικής κυβέρνησης και των επί μέρους φορέων της για την περίοδο 2011 - 2015 και αποτυπώνει τα όρια και τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται για την περίοδο αυτή ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες όλων των υποτομέων της γενικής κυβέρνησης, καθώς και του ύψους του χρέους της γενικής κυβέρνησης. Για την εφαρμογή των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου εκδόθηκε ο ν. 3986/2011, με τίτλο «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 - 2015» (Α' 152). Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «... η Ελλάδα βρίσκεται εντεταγμένη σε ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης που μπορεί να την οδηγήσει και πάλι σε θέση αξιοπρέπειας και ισοτιμίας στην EE και στη διεθνή κοινότητα .... χρειάζονται περαιτέρω μέτρα κοινωνικής αλληλεγγύης, μέτρα κοινωνικής αντιρρόπησης και συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα .... λόγω της κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, είναι ανάγκη να προταχθούν μέτρα άμεσης εφαρμογής και απόδοσης. ... το κομβικό σημείο είναι η βιωσιμότητα και η διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους.

Για να επιτευχθούν οι στόχοι πρέπει πρωτίστως να ανακτήσουμε την αξιοπιστία της χώρας απέναντι στους εταίρους και πιστωτές μας .... Τους σκοπούς αυτούς εξυπηρετεί το παρόν νομοσχέδιο, σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην επίτευξη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών στόχων της χώρας, μέσα σε αρνητικό διεθνή και ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων». Μεταξύ των μέτρων που θεσπίζονται με τον νόμο αυτό, προς επίτευξη των ανωτέρω στόχων, περιλαμβάνεται η επιβολή των δύο επίδικων οικονομικών επιβαρύνσεων (ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, και τέλους επιτηδεύματος).

7. Επειδή, ειδικότερα, στο άρθρο 29 του ανωτέρω ν. 3986/2011, όπως ίσχυε κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, ορίσθηκαν, σχετικά με την ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα, τα εξής:

«1. Επιβάλλεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα εισοδήματα άνω των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ των φυσικών προσώπων, που προέκυψαν κατά τις διαχειριστικές χρήσεις 2010 έως και 2014 και δηλώνονται με τις δηλώσεις των αντίστοιχων οικονομικών ετών 2011-2015.

2. Για την επιβολή της εισφοράς, λαμβάνεται υπόψη το ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προσώπου ή σχολάζουσας κληρονομιάς. Το τεκμαρτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε. Εξαιρούνται και δεν προσμετρώνται τα εισοδήματα της περίπτωσης θ' της παραγράφου 5 του άρθρου 6, της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. Επίσης, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής ειδικής εισφοράς οι μακροχρόνια άνεργοι που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ, καθώς και όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας από τον εν λόγω οργανισμό, εφόσον κατά το χρόνο της βεβαίωσης δεν έχουν πραγματικά εισοδήματα.

3. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, που επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό εισόδημα της προηγούμενης παραγράφου, υπολογίζεται ως εξής:

α) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από δώδεκα χιλιάδες ένα (12.001) ευρώ έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή ένα τοις εκατό (1%) επί ολόκληρου του ποσού,

β) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από είκοσι χιλιάδες ένα (20.001) ευρώ έως και πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή δύο τρις εκατό (2%) επί ολόκληρου του ποσού,

γ) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από πενήντα χιλιάδες ένα (50.001) έως και εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή τρία τοις εκατό (3%) επί ολόκληρου του ποσού,

δ) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από εκατό χιλιάδες ένα (100.001) ευρώ και άνω/η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%) επί ολόκληρου του ποσού, ε) Για το συνολικό καθαρό εισόδημα, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 2, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Προέδρου και των Αντιπροέδρων της Βουλής, των Βουλευτών, του Προέδρου και των Αντιπροέδρων της Κυβέρνησης, των Υπουργών, ... των Ευρωβουλευτών, των Δημάρχων ... η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) επί ολόκληρου του ποσού. Το ποσό της έκτακτης εισφοράς περιορίζεται αναλόγως, σε κάθε περίπτωση ώστε το συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς να μην υπολείπεται του καθαρού εισοδήματος που απομένει μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία υπολογίστηκε με την εφαρμογή του αμέσως προηγούμενου συντελεστή.

4. α) Η εισφορά του παρόντος βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε.

β) Για τον υπολογισμό της εισφοράς εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στον υπόχρεο,

γ) Η προθεσμία άσκησης της προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της οφειλής που προκύπτει από την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων.

5.α) Η εισφορά που επιβάλλεται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις ...

β) Υπόχρεος σε καταβολή της εισφοράς είναι το φυσικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου βεβαιώνεται αυτή. ...

γ) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται η ειδικότερη διαδικασία για τη βεβαίωση και είσπραξη των εισφορών και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου». 

8. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο §1 του ίδιου ως άνω ν. 3986/2011, όπως ίσχυε κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, ορίσθηκαν, σχετικά με το τέλος επιτηδεύματος, τα εξής:

«1. Οι επιτηδευματίες και οι ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, εφόσον τηρούν βιβλία Β' ή Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., υποχρεούνται σε καταβολή ετήσιου τέλους επιτηδεύματος, το οποίο ορίζεται ως εξής:

α) Για τις επιχειρήσεις ή ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε τετρακόσια (400) ευρώ ετησίως,

β) Για επιχειρήσεις ή ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε πεντακόσια (500) ευρώ ετησίως. Η περιοχή του Νομού Αττικής λογίζεται ως μια πόλη, καθώς και το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης.

2. Στις περιπτώσεις λειτουργίας υποκαταστημάτων, επιβάλλεται επιπλέον τέλος επιτηδεύματος τριακοσίων (300) ευρώ για κάθε υποκατάστημα. Σε περίπτωση διακοπής της δραστηριότητας μέσα στη χρήση, το τέλος επιτηδεύματος περιορίζεται ανάλογα με τους μήνες λειτουργίας της επιχείρησης ή της άσκησης του επαγγέλματος. Χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δεκαπέντε (15) ημερών λογίζεται ως μήνας.

3. Εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις καταβολής του τέλους, εκτός εάν πρόκειται για τουριστικούς τόπους, οι εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους σε χωριά με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και σε νησιά κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους. Επίσης εξαιρούνται ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και η ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον δεν έχουν παρέλθει πέντε (5) έτη από την πρώτη έναρξη εργασιών, καθώς και οι περιπτώσεις ατομικών επιχειρήσεων εφόσον για τον επιτηδευματία υπολείπονται τρία (3) έτη από το έτος της συνταξιοδότησής του. Ως έτος συνταξιοδότησης νοείται το 65ο έτος της ηλικίας.

4. Πα την εν γένει διαδικασία επιβολής και βεβαίωσης του τέλους επιτηδεύματος εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κ.Φ.Ε. (v. 2238/1994).

5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η ειδικότερη διαδικασία για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά που υποβάλλονται και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται για τους επιτηδευματίες και ελεύθερους επαγγελματίες που ασκούν επιτήδευμα ή ελεύθερο επάγγελμα, αντίστοιχα, κατά την 1.1.2011 και μετά.

7. Ειδικά για το οικονομικό έτος 2011, το τέλος επιτηδεύματος ορίζεται σε τριακόσια (300) ευρώ και για τις δύο κατηγορίες επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών της παραγράφου 1. Για το ανωτέρω έτος, το τέλος επιτηδεύματος συμβεβαιώνεται και καταβάλλεται με την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 29 του παρόντος νόμου. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2 έως 5 του παρόντος άρθρου. Με την κανονιστική απόφαση της παραγράφου 5 καθορίζεται και η ειδικότερη διαδικασία για τη διαπίστωση των εξαιρέσεων της παραγράφου 3 από την καταβολή του τέλους επιτηδεύματος για το οικονομικό έτος 2011, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου».

9. Επειδή, κατ' εξουσιοδότηση των ανωτέρω διατάξεων της παρ. 5 στοιχ. γ' του άρθρου 29 και της παρ. 5 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, η οποία καθορίζει τη διαδικασία για την βεβαίωση και είσπραξη των δύο ως άνω οικονομικών επιβαρύνσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων αυτών. Ειδικότερα, οι διατάξεις της προσβαλλόμενης ΠΟΛ.1167/2.8.2011 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών ορίζουν, σχετικώς, τα εξής:

«Άρθρο 1. Ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα (άρθρο 29 ν.3986/2011)".

1. Για την επιβολή της εισφοράς, που προβλέπεται με τις διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, λαμβάνεται υπόψη το ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προσώπου ή σχολάζουσας κληρονομιάς, των οικονομικών ετών  2011 έως και 2015 (χρήσεις 2010 έως και 2014). Η εύρεση του εισοδήματος επί του οποίου θα εφαρμοστεί η ειδική εισφορά προκύπτει μετά από τη σύγκριση των τεκμηρίων του άρθρου 16 και του εισοδήματος (δηλωθέν όλων των πηγών και αφορολόγητα), λαμβάνοντας το μεγαλύτερο από αυτά. ... Το ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του ίδιου Κώδικα. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής και κατά τον υπολογισμό του ετήσιου τεκμαρτού εισοδήματος δεν υπολογίζονται οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 17. Αντίθετα λαμβάνεται υπόψη η συνολική ετήσια δαπάνη των αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε     Τα κλιμάκια της ειδικής εισφοράς βάσει του συνολικού καθαρού ατομικού εισοδήματος ή τεκμαρτού εισοδήματος έχουν ως εξής: Από 12.001,00 έως 20.000,99: συντελεστής 1%. Από 20.001,00 έως 50.000,99: συντελεστής 2%. Από 50.001,00 έως 100.000,99: συντελεστής 3%. Από 100.001,00 και άνω: συντελεστής 4%. Το ποσό της έκτακτης εισφοράς περιορίζεται αναλόγως, σε κάθε περίπτωση ώστε το εναπομένον εισόδημα μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς να μην είναι μικρότερο από το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του αμέσως μικρότερου συντελεστή στο άνω όριο του προηγούμενου κλιμακίου. Πιο συγκεκριμένα, το καθαρό ποσό που απομένει μετά από την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς του κλιμακίου με συντελεστή ένα τοις εκατό (1%), δε μπορεί να είναι μικρότερο από 12.000,99 ευρώ, το καθαρό ποσό του κλιμακίου με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) δε μπορεί να είναι μικρότερο από 19.800,98 ευρώ, το καθαρό ποσό του κλιμακίου με συντελεστή τρία τοις εκατό (3%) δε μπορεί να είναι μικρότερο από 49.000,97 ευρώ και τέλος τα καθαρό ποσό του κλιμακίου με συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%) δε μπορεί να είναι μικρότερο από 97.000,96 ευρώ.

2. ... (περιλαμβάνονται ρυθμίσεις σχετικές με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 29 του ν. 3986/2011 εξαιρέσεις από την επιβολή της ειδικής εισφοράς) ...

3. ... (περιλαμβάνονται ρυθμίσεις σχετικές με περιπτώσεις στις οποίες δεν επιβάλλεται ειδική εισφορά) ...

4. ... (περιλαμβάνονται ρυθμίσεις σχετικές με τους υπόχρεους της περιπτ. ε' του άρθρου 29 του ν. 3986/2011) ...

5. Όσοι φορολογούμενοι δεν έχουν δηλώσει στους κωδικούς 659 - 660 της δήλωσης του οικονομικού έτους 2011 όλα τα ποσά των αφορολόγητων ή φορολογηθέντων κατά ειδικό τρόπο εισοδημάτων, με αποτέλεσμα να υπολογιστεί ειδική εισφορά μικρότερη της οφειλόμενης, δύνανται να υποβάλλουν εντός 2 μηνών από την έκδοση του εκκαθαριστικού σημειώματος τους, δήλωση με τα ακριβή ποσά των εισοδημάτων αυτών. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται δεκτό, ότι δεν θα επιβάλλεται καμία κύρωση, καθόσον δεν υπήρχε υποχρέωση για δήλωση των υπόψη εισοδημάτων.

Άρθρο 2. "Έκτακτη εισφορά σε αντικειμενικές δαπάνες (άρθρο 30 ν. 3986/2011)"  

Άρθρο 3. "Επιβολή τέλους επιτηδεύματος (άρθρο 31 ν. 3986/2011)". 1. Για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος σε όσους φορολογούμενους ασκούν επιτήδευμα ή επάγγελμα, στα πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ΚΦΕ ... και της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του ΚΦΕ ... εκδίδεται από τη ΓΓΠΣ με βάση τα στοιχεία που διαθέτει, εκκαθαριστικό σημείωμα υπολογισμού για το τέλος επιτηδεύματος οικονομικού έτους 2011 (διαχειριστική περίοδος 2010), αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στον υπόχρεο κατά τα οριζόμενα στη παραγρ. 1 άρθρου 4 της παρούσας απόφασης. Το τέλος επιτηδεύματος οικονομικού έτους 2012 και μετά θα βεβαιώνεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος. ... 2. Οι επιτηδευματίες και οι επιχειρήσεις που ασκούσαν το επάγγελμα ή την επιχείρησή τους για ορισμένους μήνες μέσα στη χρήση 2010, υπάγονται στην επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, το οποίο περιορίζεται ανάλογα με τους μήνες της λειτουργίας τους, εφόσον έχει ήδη υποβληθεί δήλωση διακοπής δραστηριότητας. ...

3. Για την απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος των φορολογούμενων που ασκούν επιτήδευμα ή ελεύθερο επάγγελμα, σε χωριά με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και νησιά κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, εκτός αν πρόκειται για τουριστικούς τόπους, λαμβάνονται υπόψη τα χωρία και νησιά όπως προβλέπονταν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α') για την εφαρμογή του σχεδίου «Καποδίστριας».

Για την εξεύρεση του πραγματικού πληθυσμού τους λαμβάνεται υπόψη η τελευταία επίσημη γενική απογραφή πληθυσμού της 18ης Μαρτίου 2001, όπως κυρώθηκε με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 6821/Γ5-908 (ΦΕΚ 715 Β'). Ως τουριστικοί τόποι θεωρούνται όσοι περιλαμβάνονται στο π.δ. 899/1976, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το π.δ. 664/1977. Η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος κρίνεται χωριστά για την έδρα και το κάθε υποκατάστημα της επιχείρησης ή του ελεύθερου επαγγελματία.

4. Η βεβαίωση του τέλους επιτηδεύματος γίνεται από τη ΔΟΥ που είναι αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του υπόχρεου κατά το χρόνο επιβολής του τέλους επιτηδεύματος και για την καταβολή του έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 4 της παρούσας Απόφασης    

5. Η προθεσμία άσκησης προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη του τέλους επιτηδεύματος. 6. Το τέλος επιτηδεύματος δεν εκπίπτει ως δαπάνη για τον προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος. Άρθρο 4 "Διαδικασία υπολογισμού βεβαίωσης και; καταβολής της ειδικής εισφοράς, της έκτακτης εισφοράς και του τέλους επιτηδεύματος για το οικονομικό έτος 2011".

Για τον υπολογισμό, τη βεβαίωση και καταβολή της εισφοράς των άρθρων 29 και 30 και του τέλους επιτηδεύματος των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιχειρήσεων (φυσικά και νομικά πρόσωπα) του άρθρου 31 του νόμου αυτού, ακολουθείται η ακόλουθη διαδικασία:

1. Η ΓΓΠΣ εκδίδει ενιαίο εκκαθαριστικό σημείωμα, επί του οποίου εμφανίζονται χωριστά, μετά από υπολογισμό, τα ποσά της κάθε εισφοράς και του τέλους επιτηδεύματος, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται και στον υπόχρεο και παράλληλα ενημερώνει ηλεκτρονικά τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. για την εκκαθάριση και τους χρηματικούς καταλόγους. Ο υπολογισμός των εισφορών υπολογίζεται με βάση τα στοιχεία των αρχικών και συμπληρωματικών δηλώσεων οικον. έτους 2011 και το τέλος επιτηδεύματος με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο Μητρώο. Ειδικά νια το οικονομικό έτος 2011 το τέλος επιτηδεύματος θα υπολογιστεί για τους επιτηδευματίες φυσικά πρόσωπα με δηλωθέντα εισοδήματα Δ' ή Ζ' πηγής καθώς και για νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν υποβάλει δηλώσεις Φ.Ε. για ένα τουλάχιστον από τα τρία τελευταία οικονομικά έτη, εφόσον πληρούν κατά τα λοιπά τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. ...

2. Η βεβαίωση των οφειλόμενων ποσών γίνεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. με βάση τους τίτλους που αναφέρονται στην παραγρ. 1 του άρθρου 74 του ΚΦΕ, δηλαδή α) τις αρχικές και συμπληρωματικές δηλώσεις β) τα φύλλα ελέγχου και γ) τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων. Αρμόδια Δ.Ο.Υ. των φυσικών προσώπων, για την επιβολή της εισφοράς των άρθρων 29 και 30 και του τέλους επιτηδεύματος, θεωρείται η Δ.Ο.Υ. εκκαθάρισης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2011. 3. Το ποσό της οφειλής βεβαιώνεται συνολικά και καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις, ...

Η κάθε δόση δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριακοσίων (300) ευρώ, εκτός της τελευταίας. Συνεπώς, αν η εισφορά βεβαιωθεί μέσα στο μήνα Αύγουστο, θα καταβληθεί η πρώτη δόση μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2011, ...

4. Σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του συνολικά οφειλόμενου ποσού του εκκαθαριστικού σημειώματος, μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης παρέχεται έκπτωση πέντε (5%) τοις εκατό, ακόμη κι αν πρόκειται για ποσά κάτω των τριακοσίων (300) ευρώ.

5. Σε περίπτωση που η δήλωση εκκαθαρίζεται και αποστέλλεται το εκκαθαριστικό σημείωμα μετά την παρέλευση του οικείου οικονομικού έτους, ο υπόχρεος δεν χάνει το δικαίωμα της καταβολής του φόρου σε δόσεις και της έκπτωσης στην εφάπαξ καταβολή.

6. Στις περιπτώσεις που η ΓΓΠΣ δεν διαθέτει στοιχεία για την ορθή εκκαθάριση, τότε οι υπόχρεοι φορολογούμενοι, εφόσον διαπιστώσουν λάθος, κατά τη παραλαβή του εκκαθαριστικού σημειώματος, υποβάλλουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., κατά περίπτωση, είτε αίτηση για διαγραφή μέρους ή ολόκληρου του βεβαιωθέντος ποσού, είτε τροποποιητική δήλωση. Η Δ.Ο.Υ. θα προβεί σε διαγραφή ή σε νέα εκκαθάριση, σύμφωνα με τις οδηγίες που θα δοθούν από τη ΓΓΠΣ. Το νέο ποσό που θα προκύπτει, καταβάλλεται μόνο στη Δ.Ο.Υ. 7. Δεν βεβαιώνεται το συνολικό ποσό του εκκαθαριστικού σημειώματος που τελικά οφείλεται, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει τα είκοσι επτά (27) ευρώ αθροιστικά λαμβανόμενο για τον φορολογούμενο και τη σύζυγο του».

10. Επειδή, το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στη μεν παράγραφο 1 ότι:

«Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στη παράγραφο 5 ότι:

«Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».

Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, που καθορίζει τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ' αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με διάφορους τρόπους. Περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι, συγκεκριμένα, η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευόμενη με τον, κατ' αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, που μπορεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, να είναι το εισόδημα, η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Κατά την έννοια δε των ίδιων ως άνω συνταγματικών διατάξεων, ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνο κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, εφόσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ' αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτόθι κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα (βλ. ΣτΕ 2527/2013-ΣτΕ 2531/2013,ΣτΕ 3342/2013-ΣτΕ 3349/2013 Ολομ., ΣτΕ 1972/2012 Ολομ., ΣτΕ 2469/2008-ΣτΕ 2471/2008 Ολομ., ΣτΕ 2113/1963 Ολομ.). Από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος συνάγεται επίσης ότι ο νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις γίνονται βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, καθώς και να φορολογεί ή να μη φορολογεί ορισμένη κατηγορία φορολογικών στοιχείων, εκτιμώντας τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (βλ. ΣτΕ 2975/2011, ΣτΕ 3028/2009, ΣτΕ 3485/2007, ΣτΕ 3348-9/2005 επταμ., ΣτΕ 2972/2001, ΣτΕ 2974/2001 επταμ.).

11. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α'256), ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεώς τους κατ' εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους.

Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να συνιστά έκφραση μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της υπάρξεως αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Ως εκ τούτου, επιβολή φορολογικής υποχρεώσεως που συνιστά υπερβολικό βάρος για τα πρόσωπα που βαρύνονται με αυτήν ή κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατάσταση αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (βλ. ΣτΕ 3342-3349/2013 Ολομ., ΣτΕ 1972/2012 Ολομ., ΣτΕ 2366/2013-ΣτΕ 2367/2013, ΕΕΔΑ απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ.15117/89, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 11036/84).

12. Επειδή, όσον αφορά την ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 29 ν. 3986/2011, αυτή επιβάλλεται σε φορολογούμενους με εισόδημα που υπερβαίνει ένα κατώτερο χρηματικό όριο, και που, επομένως, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, έχουν και μεγαλύτερη φοροδοτική ικανότητα και μπορούν, ως εκ τούτου, να συμβάλλουν, αυτοί και όχι οι μειωμένου εισοδήματος συμπολίτες τους, στην κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών της χώρας. Η εισφορά επιβάλλεται «με δεδομένη την εξόχως δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας, με το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα και το υπέρογκο δημόσιο χρέος και με γνώμονα το δημοσιονομικό συμφέρον της χώρας» και προς τον σκοπό της άμεσης αντιμετώπισης της εν λόγω δημοσιονομικής κατάστασης με συμμετοχή κάθε πολίτη στην προσπάθεια αυτή και ανάλογα με την ικανότητά του να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη.

Συνεπώς, πρόκειται για οριστική χρηματική παροχή προς το κράτος, που έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και παρεχεται χωρίς ειδικό αντάλλαγμα, με σκοπό την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας, ήτοι προς εξυπηρέτηση γενικότερου κρατικού σκοπού, η οποία, ενόψει των εννοιολογικών αυτών χαρακτηριστικών της, συνιστά φόρο (βλ. ΣτΕ 1972/2012 Ολομ.). Εξάλλου, όπως ελέχθη (σκέψη 7), αντικείμενο της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 3986/2011, το «ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα» των φυσικών προσώπων των οικονομικών ετών 2011-2015, «πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο», περαιτέρω δε ορίζεται ότι το τεκμαρτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ενώ εξαιρούνται και δεν προσμετρώνται, μεταξύ άλλων, τα εισοδήματα της περίπτωσης θ' της παραγράφου 5 του άρθρου 6, της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του ίδιου Κώδικα, (πρόκειται, αντιστοίχως, για την απαλλαγή μισθών, συντάξεων κ.λ.π. που χορηγούνται σε πρόσωπα ολικώς τυφλά ή που παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπηρίες, για την αυτοτελή φορολόγηση αποζημιώσεων στο πλαίσιο μισθωτών υπηρεσιών και την απαλλαγή ορισμένων εφάπαξ ασφαλιστικών παροχών). Από τις διατυπώσεις αυτές του ανωτέρω άρθρου, συνάγεται ότι οι έννοιες του πραγματικού, τεκμαρτού και απαλλασσόμενου εισοδήματος, επί των οποίων επιβάλλεται η εισφορά, λαμβάνονται όπως έχουν παγίως καθορισθεί από τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Τούτο προκύπτει, περαιτέρω, και από την πρόβλεψη της παρ. 4 του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 ότι η εισφορά βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ενώ όπου ο νομοθέτης θέλησε να διαφοροποιηθεί από το σύστημα του εν λόγω Κώδικα το όρισε ρητώς, όπως στις ανωτέρω περιπτώσεις των εξαιρουμένων από την βάση επιβολής της εισφοράς εισοδημάτων και στην περίπτωση του εδ. β' της  παρ. 2 του ως άνω άρθρου 29 με την οποία απέκλεισε, κατά τον καθορισμό του τεκμαρτού εισοδήματος", την εφαρμογή του άρθρου 19 του κώδικα αυτού, ήτοι την κάλυψη με παραστατικά στοιχεία της διαφοράς μεταξύ δηλωθέντος εισοδήματος και τελικώς προσδιορισθέντος βάσει της ετήσιας (τεκμαρτής) δαπάνης. Συνεπώς, το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. β' της προσβαλλομένης αποφάσεως, που ορίζει ότι: «Η εύρεση του εισοδήματος επί του οποίου θα εφαρμοστεί η ειδική εισφορά προκύπτει μετά από τη σύγκριση των τεκμηρίων του άρθρου 16 [του Κ.Φ.Ε.] και του εισοδήματος (δηλωθέν όλων των πηγών και αφορολόγητα), λαμβάνοντας το μεγαλύτερο από αυτά» περιγράφει απλώς την προβλεπόμενη σχετικώς στο νόμο (Κ.Φ.Ε και ν. 3986/2011 - άρθρο 29) διαδικασία και δεν καθορίζει το πρώτον το εισόδημα επί του οποίου επιβάλλεται η ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Επομένως, τα προβαλλόμενα ότι η επίδικη εισφορά έχει επιβληθεί με νομοθετική διάταξη αόριστη ως προς τον καθορισμό του αντικειμένου της, καθώς δεν προσδιορίζεται επακριβώς στο νόμο η έννοια του πραγματικού, τεκμαρτού και απαλλασσόμενου εισοδήματος επί του οποίου επιβάλλεται, το οποίο προσδιορίζεται το πρώτον με την ανωτέρω διάταξη της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης, κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας του φόρου (άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

13. Επειδή, η κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 ειδική εισφορά αλληλεγγύης, επιβάλλεται, όπως ήδη εκτέθηκε, ως μέτρο αναγκαίο, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, στο άνω ορισμένου ορίου ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, των φυσικών προσώπων, που προκύπτει κατά τις διαχειριστικές χρήσεις των ετών 2010 έως και 2014. Το ύψος της υπολογίζεται επί ολοκλήρου του ποσού του εν λόγω εισοδήματος, με συντελεστή ο οποίος, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο νόμο, βαίνει αυξανόμενος κατά κατηγορίες εισοδημάτων, όπως αυτά προκύπτουν για τα αντίστοιχα οικονομικά έτη 2011 - 2015 από τους οικείους τίτλους και ανεξάρτητα εάν "είναι ή όχι φορολογητέα κατά τη νομοθεσία περί φορολογίας του εισοδήματος. Υπό τα δεδομένα αυτά, όπως παγίως έχει κριθεί σε ανάλογες περιπτώσεις επιβολής εκτάκτων εισφορών (ΣτΕ 1685/2013, ΣτΕ 3408/2013, ΣτΕ 3409/2013 Ολομ., ΣτΕ 1317/1979, ΣτΕ 1318/1979, Ολομ. κ.α.), η εν λόγω εισφορά δεν έχει ως αντικείμενο τα πιο πάνω εισοδήματα επί των οποίων επιβάλλεται, ώστε να τίθεται ζήτημα αναδρομικής φορολόγησής τους κατά την έννοια του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος. Απλώς, τα εισοδήματα αυτά θεωρήθηκαν, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ως τα πλέον ασφαλή στοιχεία διαγνώσεως της φοροδοτικής ικανότητας, στην οποία απέβλεψε, απετέλεσαν, δηλαδή, το κριτήριο και, συνακόλουθα, τη βάση επιβολής της έκτακτης εισφοράς, έτσι ώστε να επιβαρυνθούν με την εισφορά οι φορολογούμενοι σύμφωνα με την κατηγορία του εισοδήματος στην οποία ανήκουν. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι, ενόψει του ανωτέρω άρθρου 29 παρ. 2 εδαφ. β', που ορίζει ότι το τεκμαρτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, καθώς και των οριζόμενων στην τελευταία αυτή διάταξη ότι η τεκμαρτή δαπάνη συγκεκριμένου έτους καλύπτεται, μεταξύ άλλων, και με ανάλωση κεφαλαίου που έχει προκύψει και φορολογηθεί σε προηγούμενα έτη (άρθρο 19 παρ. 2 εδαφ. ζ'), μπορεί να επιβληθεί εισφορά επί εισοδημάτων που έχουν προκύψει πριν από το έτος 2010 κατά παράβαση της αρχής της περιορισμένης κατ' άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος αναδρομικότητας του φόρου (σε περίπτωση που το τεκμαρτώς προσδιορισθέν εισόδημα καλύπτεται με ανάλωση εισοδημάτων που έχουν εισπραχθεί σε προηγούμενα του 2010 οικονομικά έτη).

Περαιτέρω, όμως, εφ' όσον η επίδικη εισφορά αποβλέπει, πάντως, κατά τ' ανωτέρω, στο εισόδημα ως κριτήριο φοροδοτικής ικανότητας για καθένα από τα ως άνω οικονομικά έτη κατά τα οποία επιβάλλεται (2011 - 2015), για να είναι πρόσφορο το κριτήριο αυτό από την εν λόγω άποψη και, συνακόλουθα, σύμφωνο με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να προκύπτει, ενόψει και της διάρκειας επιβολής της εισφοράς, ότι το εισόδημα στο οποίο αυτή αναφέρεται έχει πράγματι κτηθεί κατά το αντίστοιχο οικονομικό έτος.

Και ναι μεν δεν αποκλείεται ο τεκμαρτός προσδιορισμός του εν λόγω εισοδήματος βάσει δαπανών που έχουν διενεργηθεί κατά το οικείο έτος, και στην περίπτωση όμως αυτή, για να αποτελέσει εγκύρως, κατά τα προεκτεθέντα, το εισόδημα τη βάση επιβολής της έκτακτης εισφοράς, πρέπει να συνάγεται όντως η πραγματοποίησή του κατά το κρίσιμο έτος από τις αντίστοιχες δαπάνες, πρέπει δηλαδή, μεταξύ άλλων, να μην καλύπτονται οι τελευταίες από ανάλωση κεφαλαίου που έχει προκύψει και φορολογηθεί σε προηγούμενα έτη.

Και τούτο, διότι στην αντίθετη περίπτωση, θα επρόκειτο περί πλασματικού εισοδήματος, με αποτέλεσμα η εισφορά να επιβάλλεται με κριτήριο ανύπαρκτη φορολογική ύλη και να απολήγει έτσι σε φορολόγηση ασύνδετη με τη φοροδοτική ικανότητα του υποκειμένου της, κατά παράβαση της πιο πάνω συνταγματικής διατάξεως.

Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη του 29 παρ. 2 εδαφ. β' του ν. 3986/2011, που ορίζει ότι το ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα επί του οποίου υπολογίζεται το ύψος της επίδικης εισφοράς λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, κατά το μέρος που αναφέρεται στις μειώσεις του άρθρου 19 παρ. 2 εδαφ. ζ', αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως και η αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρου 1 εδαφ. 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία επαναλαμβάνει τη ρύθμιση αυτή, και η οποία πρέπει, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, να ακυρωθεί.

Κατά τη γνώμη, όμως, του Αντιπροέδρου Αθ. Ράντου και των Συμβούλων Ν. Ρόζου, Δ. Μαρινάκη, Α.Γ. Βώρου, Φ. Ντζίμα, Β. Καλαντζή, Μ. Παπαδοπούλου, Ολ. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλη, Κ. Φιλοπούλου, Μ. Πικραμένου και της Παρέδρου Ολ. Παπαδοπούλου, εφόσον το εισόδημα επί του οποίου επιβάλλεται η επίδικη εισφορά, πραγματικό ή τεκμαρτό, αποτελεί, κατά τα ήδη εκτεθέντα, το κριτήριο και, συνακόλουθα, τη βάση επιβολής της έκτακτης εισφοράς, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της συνταγματικής αρχής της φορολόγησης εκάστου βάσει της φοροδοτικής του ικανότητας. Τούτο, διότι από καμμία συνταγματική διάταξη δεν απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί ως βάση υπολογισμού της εισφοράς, εισόδημα κτηθέν μεν, κατ' αρχήν, και, άρα, επαρκές για να αποδείξει το ζητούμενο, δηλαδή την αντίστοιχη φοροδοτική ικανότητα, του οποίου, όμως, περαιτέρω, για τις ανάγκες και μόνον της φορολογίας εισοδήματος προβλέπεται στο νόμο η μείωση, με ποσά αναγόμενα σε προηγούμενα έτη και, άρα, άσχετα με τον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού της εισφοράς. Το γεγονός, δηλαδή, ότι κατά τη φορολόγηση του ετήσιου εισοδήματος, ευλόγως ο νόμος ορίζει ότι το τεκμαρτώς προσδιοριζόμενο για ένα έτος εισόδημα μπορεί να μειωθεί με τον συνυπολογισμό ποσών, που είχαν αποτελέσει αντικείμενο φορολόγησης στη φορολογία εισοδήματος σε προηγούμενα έτη, ουδόλως άγει στο συμπέρασμα ότι το αντίστοιχο, κτηθέν πάντως, ποσό δεν μπορεί να καταδείξει αντίστοιχη φοροδοτική ικανότητα του φορολογούμενου για τον υπολογισμό μιας άλλης φορολογικής επιβάρυνσης, όπου το δηλούμενο εισόδημα χρησιμεύει απλώς ως κριτήριο για τον υπολογισμό της οφειλόμενης εισφοράς. Αυτό δε λαμβανομένου υπόψιν και του εν προκειμένω χαμηλού συντελεστή φορολόγησης, η εφαρμογή του οποίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι άγει σε φορολόγηση ποσών που δεν αποδεικνύουν φοροδοτική ικανότητα.

14. Επειδή, στο πλαίσιο της ευρείας ευχέρειας που παρέχεται, κατά τα ανωτέρω (σκέψη 10), από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος στον κοινό νομοθέτη προς διαμόρφωση του φορολογικού συστήματος, είναι συνταγματικώς ανεκτό σύστημα φορολογίας με διαφοροποιημένους συντελεστές, αναλόγως του ύψους του συνολικού εισοδήματος, εφόσον ο νομοθέτης αποβλέπει στην διαφορετική οικονομική δυνατότητα συμβολής στα δημόσια βάρη, με την εφαρμογή μεγαλύτερου συντελεστή επί μεγαλύτερου συνολικού εισοδήματος, χωρίς να παραβιάζεται κατ' αυτόν τον τρόπο η επιβαλλόμενη από την ως άνω συνταγματική διάταξη ισότητα των θυσιών κατ' αναλογία της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου. Έτσι, επί διαφοροποιήσεως των φορολογικών συντελεστών κατά κλιμάκια εισοδήματος δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η υπαγωγή των εισοδημάτων του υψηλότερου κλιμακίου σε φόρο με τον υψηλότερο φορολογικό συντελεστή του εν λόγω κλιμακίου, εφαρμοζόμενο επί του συνολικού εισοδήματος.

15. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 29 του ν. 3986/2011 συντελεστές για την επιβολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (1% έως 5% ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος) επιβάλλονται στο σύνολο του εισοδήματος κατά το σύστημα της ολικής προοδευτικής φορολογίας και όχι βάσει της κλιμακωτής προοδευτικής κλίμακας υπολογισμού του φόρου (με εφαρμογή διαφορετικού συντελεστή ανά κλιμάκιο εισοδήματος), με αποτέλεσμα να υπάρχει διαφορετική φορολογική μεταχείριση εισοδημάτων ίδιου ύψους, κατά παράβαση της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 5, η διαφορετική δε αυτή φορολογική μεταχείριση καθίσταται ιδιαίτερα εμφανής ειδικώς στις περιπτώσεις εισοδημάτων που κινούνται κοντά στο τιθέμενο από το νόμο ύψος εισοδήματος, βάσει του οποίου καθορίζεται ο συντελεστής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ενόψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη περί του κατ' αρχήν συνταγματικώς ανεκτού του εν λόγω συστήματος ολικής προοδευτικής φορολογίας, το οποίο καθιερώνεται και εν προκειμένω από το άρθρο 29 του ν. 3986/2011 με το οποίο επιβάλλεται η επίδικη εισφορά. Εξ άλλου, δεν τίθεται, εν πάση περιπτώσει, η ειδικότερη περίπτωση να καταλείπεται μετά τη φορολογία του μεγαλύτερου συνολικού εισοδήματος διαθέσιμο ποσό μικρότερο έναντι αυτού που καταλείπεται σε πρόσωπο χαμηλότερου συνολικού εισοδήματος, δεδομένου ότι με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου αυτού ο νομοθέτης λαμβάνει ιδιαίτερη μέριμνα για την εντελώς οριακή αυτή περίπτωση, ορίζοντας ότι: «Το ποσό της έκτακτης εισφοράς περιορίζεται αναλόγως σε κάθε περίπτωση ώστε το συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς να μην υπολείπεται του καθαρού εισοδήματος που απομένει μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία υπολογίστηκε με την εφαρμογή του αμέσως προηγούμενου συντελεστή» (βλ. και την αντίστοιχη λεπτομερή ρύθμιση του τελευταίου, επίσης, εδαφίου της παρ. 1 της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης).

16. Επειδή, προβάλλεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 29 παρ. 4 περ. γ' του ν. 3986/2011, με την οποία, κατ' απόκλιση όσων ορίζονται στη γενική διάταξη του άρθρου 69 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α' 97) και στη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α' 151), προβλέπεται ότι «η προθεσμία άσκησης της προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και είσπραξη της οφειλής, που προκύπτει από την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων», παραβιάζει το κατοχυρωμένο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως του ότι η ανωτέρω απόκλιση εγκύρως θεσπίσθηκε αφού δεν νοείται αντίθεση διάταξης νόμου σε ισόκυρο κανόνα δικαίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η συγκεκριμένη ρύθμιση θεσπίζει μεν εκ του νόμου μη ανασταλτικό αποτέλεσμα, δεν αποκλείει όμως στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή κατά της πράξης επιβολής της επίδικης εισφοράς και να ζητήσει την αναστολή εκτελέσεώς της, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 200 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Το γεγονός δε ότι από την αποστολή του εκκαθαριστικού σημειώματος εισφορών και τέλους επιτηδεύματος μέχρι την ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης μεσολαβεί μικρό χρονικό διάστημα (βλ. άρθρο 4 παρ. 3 εδαφ. γ' της προσβαλλομένης), με αποτέλεσμα η οφειλή να καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από την πάροδο της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής, η οποία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση αίτησης αναστολής, δεν θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, όπως αβασίμως προβάλλεται, αφού απόκειται στον κάθε διάδικο, στην επιμέλεια του οποίου ανήκει η κατάθεση ενδίκων βοηθημάτων κατά πράξεων που βλάπτουν τα δικαιώματά του, να κινηθεί με ταχύτητα ώστε να επιδιώξει εγκαίρως τη χορήγηση αναστολής. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι το ανωτέρω άρθρο 29 παρ. 4 περ. γ' του ν. 3986/2011 παραβιάζει την ως άνω συνταγματική διάταξη ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η οποία θίγει στον πυρήνα του το δικαίωμα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, καθόσον σύμφωνα με αυτήν - όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του τελευταίου αυτού άρθρου με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α' 213) - δεν αποτελεί πλέον λόγο αναστολής της προσβαλλομένης πράξης η δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, αλλά μόνον η ανεπανόρθωτη βλάβη ή η πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου βοηθήματος και, συνεπώς, εμποδίζεται στην πράξη η χορήγηση αποτελεσματικής προσωρινής δικαστικής προστασίας. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως του ότι το εν λόγω σύστημα προσωρινής δικαστικής προστασίας έχει ήδη κριθεί σύμφωνο με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. Ε.Α. Ολομ. 496/2011), είναι απορριπτέος ως απαραδέκτως προβαλλόμενος στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, όπου προσβάλλεται κανονιστική απόφαση που εκδόθηκε προς εξειδίκευση των διατάξεων των άρθρων 29 - 31 του ν. 3986/2011 και, κατά συνέπεια, το κύρος του άρθρου 202 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως.

17. Επειδή, εξάλλου, όσον αφορά το τέλος επιτηδεύματος, τούτο επιβλήθηκε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του οικείου σχεδίου νόμου, ως μέτρο αναγκαίο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης και, συγκεκριμένα, προς το σκοπό ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων, ενόψει των δημοσιονομικών συνθηκών που διέρχεται η χώρα, θεσπίσθηκε δε υπό την μορφή - όπως αναφέρεται στην ως άνω αιτιολογική έκθεση - ενός «ελάχιστου φόρου εισοδήματος» προερχομένου από τη δραστηριότητα εμπορικών επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, μετά τη διαπίστωση από τον νομοθέτη ότι πολύ μεγάλος αριθμός των εν λόγω κατηγοριών φορολογουμένων δηλώνουν καθαρά κέρδη κάτω του αφορολογήτου ορίου. Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή η επίδικη οικονομική επιβάρυνση επιβλήθηκε για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και, επομένως, προς εξυπηρέτηση κρατικών εν γένει σκοπών (αντιμετώπιση των γενικών δημοσιονομικών αναγκών της χώρας) και δεν καταβάλλεται έναντι ειδικής αντιπαροχής, ήτοι έναντι ειδικώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας προς τους βαρυνομένους με αυτό, παρά τον χαρακτηρισμό της ως τέλος, αποτελεί φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος. Τούτο συνάγεται άλλωστε και από το γεγονός ότι το άρθρο 31 του ν. 3986/2011 εντάσσεται στο κεφάλαιο Δ' του ν. 3986/2011, που τιτλοφορείται «Φορολογικές και τελωνειακές ρυθμίσεις για την εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής». Κατόπιν αυτών, τα προβαλλόμενα περί του αντιθέτου με το έγγραφο απόψεων της διοίκησης προς το δικαστήριο, ότι το επίδικο οικονομικό βάρος έχει τον χαρακτήρα ανταποδοτικού τέλους διότι επιβάλλεται για να διατηρούνται σε διαρκή ετοιμότητα οι δημόσιες υπηρεσίες με τις αναγκαίες υλικοτεχνικές υποδομές τους, ώστε να συνεχίσουν να παρέχονται ακωλύτως οι κρατικές υπηρεσίες στα πρόσωπα που ασκούν επιτήδευμα ή ελεύθερο επάγγελμα στη χώρα παρά τις τρέχουσες οικονομικές δυσχέρειες συντήρησης των υπηρεσιών αυτών, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Και τούτο διότι, και αν ακόμη θεωρηθεί ότι οι επιβαρυνόμενοι με το τέλος ωφελούνται από την παροχή δημοσίων υπηρεσιών, στην καλύτερη χρηματοδότηση των οποίων αποβλέπει η είσπραξή του, το όφελος αυτό δεν συνιστά άμεση και ειδική αντιπαροχή προς αυτούς, κατά τρόπο ώστε να αναιρείται ο χαρακτήρας της σχετικής επιβάρυνσης ως φορολογικής, αφού η συνεχής και εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών αυτών και μάλιστα η λειτουργία των δικαστηρίων αποτελεί γενική υποχρέωση του κράτους για όλους τους πολίτες (βλ. ad hoc ΣτΕ 2527/2013-Στε 2531/2013 Ολομ.).

18. Επειδή, όπως εκτέθηκε ήδη, με τις παρατιθέμενες ανωτέρω (σκέψη 8) διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 επιβάλλεται ετήσια φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος) στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα που τηρούν βιβλία Β' ή Γ' κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), η οποία ανέρχεται σε 400 ευρώ για όσους έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως 200.000 κατοίκους και σε 500 ευρώ για όσους έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό άνω των 200.000 κατοίκων, ειδικά δε για το έτος 2011 η εν λόγω επιβάρυνση ανέρχεται, για όλες τις πιο πάνω κατηγορίες φορολογουμένων, σε 300 ευρώ. Υπόχρεοι προς καταβολή του τέλους, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι τόσο οι επιτηδευματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες που δεν βαρύνονται με φόρο εισοδήματος (είτε επειδή δήλωσαν εισόδημα κατώτερο του αφορολογήτου ορίου είτε επειδή είχαν, κατά περίπτωση, μεγάλες εκπτώσεις από το φόρο) όσο και οι λοιποί που βαρύνονται με φόρο εισοδήματος (είτε μικρότερο είτε μεγαλύτερο του παγίως οριζομένου τέλους). Περαιτέρω, από την υποχρέωση καταβολής του τέλους εξαιρούνται, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, όσοι ασκούν την δραστηριότητά τους σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3.100 κατοίκους, καθώς επίσης ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και η ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον δεν έχουν παρέλθει 5 έτη από την πρώτη έναρξη εργασιών, οι δε ατομικές επιχειρήσεις εξαιρούνται ομοίως της επιβολής του τέλους εφόσον για τον επιτηδευματία υπολείπονται 3 έτη από το έτος συνταξιοδότησής του, ως τοιούτου νοουμένου του 65ου έτους της ηλικίας. Με τις διατάξεις αυτές ο νομοθέτης, εξαιρώντας από την υποχρέωση καταβολής του τέλους τις τελευταίες αυτές κατηγορίες φορολογουμένων, τις οποίες θεωρεί οικονομικά ασθενέστερες λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες δραστηριοποιούνται επαγγελματικά, τεκμαίρει ότι οι λοιποί, υπο τις εκτεθείσες τοπικές, χρονικές και πληθυσμιακές προϋποθέσεις, κερδίζουν από την άσκηση του επαγγέλματος τους κατ' έτος ένα ελάχιστο ποσό εισοδήματος, το οποίο φορολογεί ετησίως με ένα, αντίστοιχα, ελάχιστο πάγιο ποσό φόρου (400 ή 500 ευρώ) ανάλογα με τον πληθυσμό ή τον χαρακτήρα (τουριστικό) της πόλης στην οποία βρίσκεται η έδρα του επιτηδευματία. Αντικείμενο, συνεπώς, της επίμαχης φορολογικής επιβάρυνσης είναι, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, το ελάχιστο εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, το οποίο αποκτά όποιος ασκεί εμπορική ή επαγγελματική δραστηριότητα υπό τις ανωτέρω διακρίσεις, υπό τις οποίες και υποχρεούται στην καταβολή τέλους αναλόγου ύψους. Με τα δεδομένα αυτά, προσδιορίζεται εν προκειμένω το αντικείμενο του φόρου, όπως απαιτείται από το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, από το νόμο και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός των αιτούντων ότι ο επίδικος φόρος είναι κεφαλικός διότι με την επίμαχη διάταξη του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 ταυτίζεται το υποκείμενο με το αντικείμενο του φόρου, στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι αντικείμενο του φόρου είναι το πρόσωπο του επιτηδευματία ή του ελεύθερου επαγγελματία, ενώ η ιδιότητα του επιτηδευματία ή ελεύθερου επαγγελματία και η λόγω αυτής άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας αποτελεί, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, το κριτήριο επιβολής του φόρου, ο οποίος όμως έχει ως αντικείμενο το εισόδημα των βαρυνομένων (βλ. ad hoc ΣτΕ 2527/2013-ΣτΕ 2531/2013 Ολομ.).

19. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο νομοθέτης του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, θεσπίζοντας το επίδικο τέλος ως φόρο επί του εισοδήματος, κατά τα ήδη εκτεθέντα, βασίστηκε στην παραδοχή ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας από όσους ασκούν επιτήδευμα ή ελεύθερο επάγγελμα σε πόλεις με ιδιαίτερο χαρακτήρα (τουριστικές περιοχές) ή συγκεκριμένο πληθυσμό (πάνω ή κάτω από 200.000 κατοίκους και πάντως πάνω από 500 κατοίκους ή 3.100 κατοίκους για τα νησιά), για πέντε τουλάχιστον έτη από την πρώτη έναρξη εργασιών και έως τρία έτη ~ πριν από τη συνταξιοδότηση (η τελευταία προϋπόθεση αφορά, ειδικώς, τους επιτηδευματίες που ασκούν ατομική επιχείρηση), αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, ποσό ύψους 400 ή 500 ευρώ, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις του νόμου. Το εν λόγω τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, αποκτάται εισόδημα το ύψος του οποίου αντιστοιχεί, κατ' ελάχιστο, στην ως άνω φορολογική επιβάρυνση, δεν στηρίζεται σε εξωτερικές ενδείξεις συνδεόμενες με τα υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα, αλλά σε στοιχεία (κριτήρια) άμεσα συναρτώμενα με ορισμένα δεδομένα της επαγγελματικής τους δραστηριότητας (πληθυσμός της πόλης και χαρακτήρας του τόπου όπου ασκείται η δραστηριότητα, έτη άσκησης της δραστηριότητας), από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη αντίστοιχης οικονομικής δύναμης και, επομένως, φοροδοτικής ικανότητας. Τα εν λόγω κριτήρια, που αποτελούν τη βάση του τεκμηρίου απόκτησης εισοδήματος, είναι γενικά και αντικειμενικά, τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης, δεν αφίστανται των δεδομένων της κοινής πείρας, λαμβανομένου υπόψη του καθοριζόμενου χαμηλού ύψους του τέλους και των εξαιρέσεων που θεσπίζονται από την επιβολή του (των οικονομικά ασθενέστερων επιτηδευματιών, βλ. σκέψη 18) και στηρίζουν, ενόψει αυτών, το συμπέρασμα του τεκμηρίου. Ως εκ τούτου, η επιβολή του εν λόγω φόρου βάσει των ως άνω κριτηρίων (χρονικών, τοπικών και πληθυσμιακών), δεν υπερβαίνει τα όρια της κατά τα ανωτέρω διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο φορολογήσεως διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων και, κατ' ακολουθίαν, δεν παραβιάζει τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Τούτο δε, ενόψει και του ότι η αρχή της φοροδοτικής ισότητας δεν αποκλείει την θέσπιση από τον νομοθέτη ενός ελάχιστου ποσού φόρου, προς σύλληψη διαφεύγουσας φορολογικής ύλης, που μπορεί να καταβληθεί από όλους τους βαρυνομένους με αυτό, λόγω του χαμηλού ύψους του, το οποίο εξευρίσκεται με συναγωγή τεκμηρίων που στηρίζονται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο της εκάστοτε ρύθμισης και συνάδουν με τα διδάγματα της κοινής πείρας, όπως τα τιθέμενα ανωτέρω, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, δεν τίθεται θέμα φοροδοτικής ικανότητας, αφού όλοι οι υπόχρεοι προς καταβολή του φόρου μπορούν, εφόσον συντρέχουν τα κριτήρια του τεκμηρίου, να τον καταβάλουν. Εξάλλου, ο προσδιορισμός του κύκλου των βαρυνομένων με τον φόρο αυτό προσώπων δεν παρίσταται, εν όψει του σκοπού που εξαγγέλλεται με την εισηγητική έκθεση του νόμου (σύλληψη φορολογητέας ύλης από άσκηση επιτηδεύματος ή ελεύθερου επαγγέλματος), αυθαίρετος. Πρέπει, συνεπώς, ενόψει αυτών, να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι η επιβολή του επίδικου τέλους παραβιάζει τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος και τις κατοχυρωμένες από αυτά αρχές της καθολικότητας και της ισότητας του φόρου (βλ. ad hoc ΣτΕ 2527/2013-ΣτΕ 2531/2013 Ολομ.).

20. Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 3 της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως, που ορίζει ότι: «5. Η προθεσμία άσκησης προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη του τέλους επιτηδεύματος», βρίσκεται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης και αντίκειται στην παρ. 6 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που κυρώθηκε με τον ν. 2238/1994 (Α' 151), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ. 7 εδ. α' του ν. 3943/2011 (Α' 66), στην οποία ορίζεται ότι: «6. Αν δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκηθεί από το φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ποσοστό πενήντα τοις εκατό του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν φόρων και τελών» και η οποία είναι εν προκειμένω εφαρμοστέα, σύμφωνα με°τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 4 του ν. 3986/2011 που ορίζει ότι: «Για την εν γένει διαδικασία επιβολής και βεβαίωσης του τέλους επιτηδεύματος εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994)». Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δεν έχει εφαρμογή το ανωτέρω άρθρο 74 παρ. 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, το οποίο αναφέρεται στη διαδικασία που ακολουθεί τον καταλογισμό φόρου μετά από την έκδοση φύλλου ελέγχου, αλλά - σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη της παραγράφου 4 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 - η διάταξη του άρθρου 66 παρ. 2 εδάφ. τέταρτο του ίδιου Κώδικα, η οποία αναφέρεται στο μη ανασταλτικό αποτέλεσμα της δικαστικής προσβολής του εκκαθαριστικού σημειώματος, αφού, εν προκειμένω, δεν εκδίδεται φύλλο ελέγχου αλλά εκκαθαριστικό σημείωμα και η οποία ρητώς ορίζει ότι «η εκκαθάριση και καταβολή του φόρου δεν αναστέλλεται από τη διαδικασία αυτή» (της δικαστικής αμφισβήτησης του σημειώματος εκκαθάρισης του φόρου ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου). Συνεπώς, ο αντίθετος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (βλ. ad hoc ΣτΕ 2527/2013-ΣτΕ 2531/2013 Ολομ.)

21. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η ταυτόχρονη επιβολή των δύο επίδικων επιβαρύνσεων (ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και τέλους επιτηδεύματος), καθώς και της έκτακτης εισφοράς σε αντικειμενικές δαπάνες, που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 30 του ίδιου ως άνω ν. 3986/2011 αποτελεί μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς που επιδιώκει, διότι απολήγει σε υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση των φορολογουμένων, η οποία, σε συνδυασμό με την αύξηση των έμμεσων φόρων και τη μείωση των μισθών, οδηγεί σε σημαντική απομείωση της περιουσίας τους και, ενδεχομένως, στην πλήρη στέρηση αυτής κατά παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Με το από 27-10-2011 υπόμνημα, ο αιτών προσθέτει, σε επίρρωση του λόγου αυτού, ότι η κατά παράβαση του ανωτέρω άρθρου προσβολή της ιδιοκτησίας επιτείνεται από δύο πρόσθετα φορολογικά μέτρα, τα οποία επιβλήθηκαν μετά την1άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.), που επιβλήθηκε σε βάρος της ακίνητης περιουσίας με το άρθρο 53 του ν. 4021/2011 (Α' 218/3.10.2011) και την παρακράτηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στην πηγή, η οποία προβλέφθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 4024/2011 (Α' 226/27.10.2011) για τα εισοδήματα έτους 2012 και εντεύθεν. Όπως, όμως, προκύπτει από όσα ελέχθησαν ήδη (σκέψη 6), οι τρεις επίδικες φορολογικές επιβαρύνσεις εντάσσονται στην προσπάθεια εξόδου της χώρας από την οικονομική κρίση η οποία επέβαλε την αθροιστική επιβολή τους, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη. Ο τελευταίος, εφόσον πρόκειται για διαμόρφωση φορολογικής πολιτικής διαθέτει, κατ' αρχήν, ευρύ περιθώριο σχετικής εκτιμήσεως, (ΕΔΔΑ, απόφαση της 23.2.1995, Gasus Dosier-Und Foerderthechnik GmbH κατά Ολλανδίας, απόφαση της 23.2.2006, Stere κλπ κατά Ρουμανίας), η οποία ελέγχεται αρνητικά μόνον, υπό την έννοια της τηρήσεως των ορίων που του επιβάλει η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος) και η αρχή της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ επιδιωκόμενων σκοπών και θεσπιζόμενων μέτρων (ΕΔΔΑ, απόφαση της 16-4-2002, S.A. Dangeville κατά Γαλλίας, απόφαση της 13-1-2004, απόφαση της 23.2.2006, Stere κλπ κατά Ρουμανίας σκ. 50-51, απόφαση της 23.10.1997, National and Provincial Building Society, Leeds Permanent Building Society και Yorkshire Building Society κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 80). Εν προκειμένω, η εισφορά σε αντικειμενικές δαπάνες επιβλήθηκε εκτάκτως, για περιορισμένη χρονική διάρκεια, και, ως εκ της κατοχής των περιουσιακών στοιχείων στα οποία αναφέρεται, επιβάλλεται στους, κατά τεκμήριο, πλέον εύρωστους οικονομικά φορολογουμένους. Για την εισφορά αλληλεγγύης ελήφθη πρόνοια από τον νομοθέτη, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 18, ώστε να μην υπάρχει διαφορετική φορολογική μεταχείριση εισοδημάτων ίδιου ύψους, ενώ το τέλος επιτηδεύματος, λόγω του χαμηλού ύψους του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά, ακόμη και σε συνδυασμό με τις λοιπές δύο φορολογικές επιβαρύνσεις, περιορισμό στο δικαίωμα της περιουσίας μη ανεκτό κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου.

Εξάλλου, κατά την επιβολή κάθε μιας από τις επίδικες φορολογικές επιβαρύνσεις, οι οποίες, άλλωστε, βαρύνουν, κατ' αρχήν, διαφορετικές κατηγορίες φορολογουμένων, προβλέπονται ρυθμίσεις με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή των χαμηλότερων εισοδημάτων και των ευπαθών ομάδων. Ειδικότερα, στην ειδική εισφορά αλληλεγγύης (σκέψη 7) απαλλάσσονται τα εισοδήματα κάτω των 12.000 ευρώ, το δε ποσοστό για τα εισοδήματα από 12.001 έως 20.000 είναι χαμηλό (1%, που αντιστοιχεί σε ποσό από 120 έως 200 ευρώ, όταν το εισόδημα αυτό ανέρχεται από 1000 έως 1666 ευρώ μηνιαίως), ενώ, περαιτέρω, απαλλάσσονται από την καταβολή οι μακροχρόνια άνεργοι που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του ΟΑΕΔ, όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας και οι μακροχρόνια άνεργοι ναυτικοί, και δεν προσμετρώνται, κατά τον καθορισμό του φορολογητέου εισοδήματος, τα εισοδήματα προσώπων που είναι ολικώς τυφλοί ή παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπηρίες σε ποσοστό άνω του 80% (άρθρα 29 παρ. 2 του ν. 3986/2011 και 215 του ν. 4072/2012, Α' 86).

Με την έκτακτη εισφορά επί των αντικειμενικών δαπανών (σκέψη 8) επιβαρύνονται οι κάτοχοι περιουσιακών στοιχείων που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αντανακλούν υψηλό βιοτικό επίπεδο (πισίνες, σκάφη αναψυχής άνω των 6 μέτρων, αεροσκάφη, επιβατικά IX υψηλού κυβισμού, με εξαίρεση τα παλαιότητας άνω των 10 ετών και τα IX αναπήρων). Για το τέλος επιτηδεύματος (σκέψη 9) προβλέπεται ότι δεν επιβάλλεται σε ελεύθερους επαγγελματίες και επιτηδευματίες αν δεν έχουν παρέλθει 5 έτη από την πρώτη έναρξη εργασιών, καθώς και σε επιτηδευματίες για τη συνταξιοδότηση των οποίων υπολείπονται 3 έτη, ενώ κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου επιβλήθηκε μειωμένο ποσό, και σε περίπτωση διακοπής ασκήσεως επαγγέλματος, ο φορολογούμενος βαρύνεται μόνο  για τους μήνες άσκησης του.

Περαιτέρω, και ανεξαρτήτως αν ο έλεγχος της συνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων του ν. 3986/2011 επιτρέπεται να γίνει και ενόψει ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν με μεταγενέστερους νόμους (βλ. ΣτΕ 668/2012 Ολομ.), το μεν Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., επιβλήθηκε σε βάρος της ακίνητης περιουσίας για διάστημα δύο ετών (2011 και 2012) και, όπως έχει κριθεί με τις υπ' αριθ. ΣτΕ 1972/2012 και 3342-3349/2013 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν αποτελεί, ενόψει και του έκτακτου χαρακτήρα του, φόρο με χαρακτήρα δημευτικό της περιουσίας των φορολογουμένων, η δε κατ' άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 4024/2011 παρακράτηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στην πηγή, δικαιολογείται ενόψει του περιορισμένου σχετικά χρόνου εφαρμογής της (ήτοι για εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2012 μέχρι και 31.12.2014) και της ανάγκης άμεσης μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας. Με τα δεδομένα αυτά, η επιβολή των επίδικων φορολογικών επιβαρύνσεων, συνεπάγεται μεν αυξημένη φορολογική επιβάρυνση στις κατηγορίες εκείνες πολιτών που, ως εκ των ευνοϊκών συνθηκών υπό τις οποίες διατελούν, εμπίπτουν στις προϋποθέσεις και των τριών επιβαρύνσεων, και μείωση των συνολικών διαθεσίμων τους, λαμβανομένων, όμως, υπόψη αφενός του δημόσιου σκοπού, χάριν του οποίου θεσπίστηκαν οι επιβαρύνσεις αυτές και αφετέρου των λοιπών, κατά τα ανωτέρω, συνθηκών βάσει των οποίων επιβάλλονται, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ταυτόχρονη επιβολή τους, σε εκείνους, ως προς τους οποίους, ενδεχομένως, επιβάλλονται σωρευτικώς, συνιστά δυσανάλογη, υπό την ανωτέρω έννοια, επέμβαση στην περιουσία των φορολογουμένων η οποία παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (πρβλ. ΕΔΔΑ, Imbert de Tremiolles κατά Γαλλίας απόφαση της 4-1-2008). Εξάλλου, με τα ανωτέρω δεδομένα δεν συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως ούτε του άρθρου 17 του Συντάγματος που προστατεύει την ιδιοκτησία, ούτε της κατοχυρωμένης από το άρθρο 25 παρ.1 εδαφ. δ' του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση είναι επίσης απορριπτέα (πρβλ. ΣτΕ 3342/2013-ΣτΕ 3349/2013 Ολομ., ΣτΕ 1972/2012 Ολομ., ΣτΕ 691/2002, ΣτΕ 2972/ 2001 επταμ.).

22.    Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και να ακυρωθούν οι διατάξεις του άρθρου 1 εδαφ. 6 της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως, που ορίζουν ότι το ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα επί του οποίου υπολογίζεται το ύψος της επίδικης εισφοράς λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, κατά το μέρος που αναφέρεται στις μειώσεις του άρθρο 19 παρ. 2 εδαφ. ζ' (ανάλωση κεφαλαίου προηγουμένων ετών), ρύθμιση, η οποία, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως αντισυνταγματική.

23.    Επειδή, κατά τα λοιπά η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

24.    Επειδή, εν όψει της εν μέρει ήττας και εν μέρει νίκης των διαδίκων, το Δικαστήριο συμψηφίζει μεταξύ τους την δικαστική δαπάνη.

Διά ταύτα

Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αίτηση, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.

Ακυρώνει τις διατάξεις του άρθρου 1 εδαφ. 6 της υπ' αριθ. ΠΟΛ.1167/2.8.2011 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β' 1835/17-8-2011), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά.

Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.