ΣτΕ 2370 - 2012 - Σήμα φήμης είναι εκείνο το οποίο είναι γνωστό σε σημαντικό τμήμα του οικείου κοινού

ΣτΕ 2370 - 2012 - Σήμα φήμης είναι εκείνο το οποίο είναι γνωστό σε σημαντικό τμήμα του οικείου κοινού

ΘΕΜΑ: Σήμα φήμης είναι εκείνο το οποίο είναι γνωστό σε σημαντικό τμήμα του οικείου κοινού από τα προϊόντα ή υπηρεσίες που καλύπτει. Εξάλλου, η φήμη σήματος, δηλαδή το αν αυτό και τα προϊόντα που διακρίνει είναι ευρέως γνωστά στο καταναλωτικό κοινό, δεν συνιστά νομικό χαρακτηρισμό τού σήματος, αλλά πραγματική κατάσταση και, επομένως, δεν αποκλείεται η φήμη σήματος να αποτελεί «πασίδηλο» γεγονός, το οποίο δεν χρήζει, κατ’ άρθρο 144 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Νοεμβρίου 2011 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.

Για να δικάσει την από 4 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση:

της ..........................., η οποία παρέστη με το δικηγόρο Κων/νο Μπελογιάννη (Α.Μ. 326 Δ.Σ. Καλαμάτας), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά των : 1) Υπουργού Ανάπτυξης και ήδη Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας & Ναυτιλίας, ο οποίος δεν παρέστη και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία...................... που εδρεύει στο ............................... ..... ......... , η οποία παρέστη με το δικηγόρο ................................, που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3305/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Α.-Γ. Βώρου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 2316628, 2316629, 2316630, σειράς Α΄, ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της απόφασης 3305/2005 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας, έγινε δεκτή αντίθετη έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρίας και, αφού εξαφανίστηκε η απόφαση 11533/2002 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στη συνέχεια απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθ. 759/2000 αποφάσεως της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί η υπ’ αριθ. 141756/8.10.1998 δήλωση της αναιρεσείουσας για την κατάθεση του σήματος..................................... προς διάκριση προϊόντων και υπηρεσιών όλων των κλάσεων (1 έως 42). Με την πρωτόδικη απόφαση είχαν γίνει εν μέρει δεκτές η προσφυγή της αναιρεσείουσας και η παρέμβαση της αναιρεσίβλητης.

3. Επειδή, το π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8 Α) ορίζει στο άρθρο 53, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ 112 Α’), ότι «1…Η αίτηση [αναιρέσεως] ασκείται από …τον ιδιώτη διάδικο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης σε αυτόν». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944, Α΄ 139), οι προθεσμίες σε βάρος του Δημοσίου δεν τρέχουν κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ήτοι, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 1756/1988 (Α΄ 35), από την 1η Ιουλίου έως και την 15η Σεπτεμβρίου. Η αναστολή αυτή των προθεσμιών, ίσχυε και για τους ιδιώτες (και πριν από την τροποποίηση του άρθρου 11 του πιο πάνω Κώδικα με το άρθρο 12 του ν. 3514/2006, Α΄ 266/6.12.2006) δυνάμει της αρχής της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως κρίθηκε με τις αποφάσεις 2807 και 2808/2002 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1504/2011)

4. Επειδή, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στον δικηγόρο που παραστάθηκε ως πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας κατά τη συζήτηση της εφέσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 2.6.2006 (βλ. την υπ’ αριθ. 179/2.6.2006 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Μ. Μιχαλόπουλου), το δε δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του ίδιου δικαστηρίου στις 4.9.2006. Υπό τα δεδομένα, επομένως, αυτά, η αίτηση αυτή ασκείται - λαμβανομένης υπόψη και της αναστολής των δικονομικών προθεσμιών κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1.7-15.9)- σε κάθε περίπτωση εμπροθέσμως, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την αναιρεσίβλητη είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι τύποις δεκτή και εξεταστέα περαιτέρω.

5. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2239/1994 «Περί σημάτων» (Α 235), ο οποίος μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη την πρώτη Οδηγία του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1988 (89/104/ΕΟΚ) για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ Ε 40 της 11.12.1989), ορίζεται ότι «Θεωρείται σήμα κάθε σημείο επιδεκτικό γραφικής παραστάσεως, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μίας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 παρ. 2 του αυτού νόμου ορίζεται ότι «Δεν καταχωρούνται .... ως σήματα α) …β) τα σημεία των οποίων η κατάθεση αντίκειται στην καλή πίστη ή έγινε κακόπιστα.» (βλ. και άρθρο 3 παρ. 2 περ. δ΄ της Οδηγίας 89/104/ΕΟΚ), στο δε άρθρο 4 παρ.1 ορίζονται τα εξής: «Σημείο δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση: α) εάν ταυτίζεται με προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, για τα οποία το σήμα έχει δηλωθεί, ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα, β) εάν, λόγω της ταυτότητας με το προγενέστερο σήμα και της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και της ταυτότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισής του με το προγενέστερο σήμα, γ) εάν ταυτίζεται ή ομοιάζει με προγενέστερο σήμα και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες, που δεν ομοιάζουν με εκείνα για τα οποία έχει καταχωρηθεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον τούτο έχει αποκτήσει φήμη και η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού» (βλ. και άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 4 περ. α΄ της Οδηγίας). Τέλος, στο άρθρο 5 του αυτού ως άνω Ν. 2239/1994 ορίζεται ότι «Εάν το σήμα αποτελείται από το ίδιο το όνομα του καταθέτη, το αυτό δε όνομα έχει ήδη κατατεθεί από άλλον ως σήμα για να διακρίνει ταυτόσημα ή ομοειδή προϊόντα, πρέπει να προστεθεί κάποιο διακριτικό σημείο για τη σαφή διάκρισή του από το προηγούμενο».

6. Επειδή, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 περίπτ. γ΄ του ν. 2239/1994 σήμα φήμης είναι εκείνο το οποίο είναι γνωστό σε σημαντικό τμήμα του οικείου κοινού από τα προϊόντα ή υπηρεσίες που καλύπτει. Εξάλλου, η φήμη σήματος, δηλαδή το αν αυτό και τα προϊόντα που διακρίνει είναι ευρέως γνωστά στο καταναλωτικό κοινό, δεν συνιστά νομικό χαρακτηρισμό τού σήματος, αλλά πραγματική κατάσταση και, επομένως, δεν αποκλείεται η φήμη σήματος να αποτελεί «πασίδηλο» γεγονός, το οποίο δεν χρήζει, κατ’ άρθρο 144 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α΄ 97), αποδείξεως (βλ. ΣτΕ 1542/2010 επταμ.)

7. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Με την υπ’ αριθ. 4756/1999 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων (Δ.Ε.Σ.) έγινε δεκτή η υπ’ αριθ. 141756/8.10.1998 δήλωση της αναιρεσείουσας για την κατάθεση του ημεδαπού σήματος …………………. προς διάκριση προϊόντων και υπηρεσιών όλων των κλάσεων (1 έως 42). Κατά της ανωτέρω αποφάσεως η αναιρεσίβλητη εταιρία άσκησε ενώπιον της Επιτροπής την από 14.7.1999 τριτανακοπή, με την οποία προέβαλε ότι είναι δικαιούχος των κατωτέρω σημάτων, τα οποία διακρίνουν προϊόντα της κλάσης 34 (καπνός ακατέργαστος ή κατεργασμένος, σιγαρέτα, είδη καπνιστού, πυρεία): …………………….. Η αναιρεσίβλητη προέβαλε περαιτέρω ότι το προμνησθέν σήμα της αναιρεσείουσας ομοιάζει με τα ως άνω προγενέστερα σήματα, τα οποία έχουν καταστεί σήματα φήμης, δεν έπρεπε δε να γίνει δεκτό, παρά το γεγονός ότι αποτελείται από το ονοματεπώνυμό της, δεδομένου ότι η κατάθεσή του αντίκειται στην καλή πίστη. Η Δ.Ε.Σ. έκανε δεκτή, με την υπ’ αριθ. 759/2000 απόφασή της, την τριτανακοπή της αναιρεσίβλητης εταιρίας, εξαφάνισε την ανωτέρω υπ’ αριθ. 4756/1999 απόφαση και απέρριψε την προμνησθείσα δήλωση της αναιρεσείουσας για την κατάθεση του σήματος ................... με την αιτιολογία ότι το εν λόγω σήμα ομοιάζει με τα ως άνω προγενέστερα σήματα, τα οποία έχουν καταστεί σήματα φήμης, και, επομένως, η κατάθεσή του θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από τη φήμη των προγενέστερων σημάτων, ενώ η προσθήκη του κύριου ονόματος της αναιρεσείουσας ………………. στο επώνυμό της, κατά τρόπο ισοδύναμο και όχι ως κυρίαρχο στοιχείο, δεν επαρκεί για τη σαφή διάκριση του σήματος αυτού από τα προγενέστερα σύνθετα ομώνυμα σήματα. Προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως της Δ.Ε.Σ. έγινε εν μέρει. δεκτή με την 11533/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ απορρίφθηκε, κατά το αντίστοιχο μέρος, παρέμβαση της αναιρεσίβλητης. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι μεταξύ των ανωτέρω προστατευόμενων σημάτων και του επιδίκου υπάρχει ηχητική και οπτική ομοιότητα ικανή να προκαλέσει σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό ως προς την προέλευση των διακρινόμενων με αυτά παρόμοιων προϊόντων από τη μία ή την άλλη επιχείρηση, έκρινε, ωστόσο, περαιτέρω ότι δεν αποδείχθηκε ο χαρακτήρας των ανωτέρω σημάτων ως σημάτων φήμης και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα διευρυμένης προστασίας τους έναντι του επίδικου σήματος ως προς τα προϊόντα που δεν είναι παρόμοια με τα καλυπτόμενα προϊόντα της κλάσεως 34. Υπό τα δεδομένα αυτά, το Διοικητικό Πρωτοδικείο ακύρωσε εν μέρει την προμνησθείσα απόφαση της Δ.Ε.Σ. και έκανε δεκτή τη δήλωση καταθέσεως του σήματος από την αναιρεσείουσα προς διάκριση προϊόντων και υπηρεσιών των κλάσεων 1 έως 33 και 35 έως 42.

Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως άσκησαν έφεση τόσο η αναιρεσείουσα και η αναιρεσίβλητη εταιρία, η οποία επικαλέστηκε προς απόδειξη των ισχυρισμών της όσα είχε επικαλεστεί και πρωτοδίκως, μεταξύ δε άλλων, καταλόγους με τα πολυπληθή πρατήρια ανά την Ελλάδα, όπου διατίθενται τα προϊόντα της και εκθέσεις ελέγχου φορολογίας εισοδήματος των τελευταίων ετών, απ’ όπου προκύπτουν - κατά την κρίση του εφετείου - υψηλά κονδύλια για την προβολή των καλυπτόμενων από τα επίμαχα σήματα προϊόντων. Το διοικητικό εφετείο, συνεκδικάζοντας τις ανωτέρω αντίθετες εφέσεις, έκανε δεκτά τα εξής: 1) Στα ως άνω σήματα, δικαιούχος των οποίων είναι η αναιρεσίβλητη εταιρία, κυρίαρχο στοιχείο είναι η λέξη ………………… 2) Η λέξη αυτή αποτελεί το επώνυμο οικογενειακής επιχείρησης, η οποία λειτουργούσε από το έτος 1888. Από το έτος 1925, η εν λόγω επιχείρηση έλαβε την επωνυμία ………………, η οποία τροποποιήθηκε το έτος 1962 σε ……………… χρησιμοποιούσε δε πάντα ως διακριτικό γνώρισμα των προϊόντων που παρήγαγε και εμπορευόταν τον τίτλο «....». Το 1991, τέλος, η επωνυμία της επιχειρήσεως έλαβε τη σημερινή της μορφή, δηλαδή ………………. 3) Το επίδικο σύνθετο σήμα, το οποίο αποτελείται από τις λέξεις ………………… σε λατινική γραφή, περιέχοντας τη χαρακτηριστική λέξη ……………………………, παρουσιάζει έντονη οπτική και ηχητική ομοιότητα προς τα ανωτέρω προκατατεθειμένα σήματα. 4) Τα σήματα αυτά είναι από πολλές δεκαετίες ευρέως γνωστά στην Ελλάδα ως σήματα προϊόντων καπνού και έχουν αποκτήσει, λόγω της μακροχρόνιας χρήσης και της έντονης προβολής των ευρείας κατανάλωσης προϊόντων αυτών πανελλαδικά, ιδιαίτερα καλή φήμη στη συνείδηση όχι μόνο του μέσου καταναλωτή παρόμοιων προϊόντων, αλλά του μέσου Ελληνα καταναλωτή γενικώς, κατά τα κοινά τοις πάσι. Ενόψει τούτων, το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι η χρήση του επίδικου σήματος προς διάκριση τόσο της κλάσεως 34, όσο και των λοιπών κλάσεων (1 -33 και 35 - 42) ενέχει κίνδυνο σύγχυσης του μέσου καταναλωτή ως προς την προέλευση των διακρινόμενων προϊόντων και αντίκειται στην καλή πίστη. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι το επίδικο σήμα αποτελείται από το ονοματεπώνυμο του καταθέτη δεν ασκεί από την άποψη αυτή ουδεμία επιρροή, διότι η λέξη ………….., δεν διαθέτει τέτοια διακριτική δύναμη, ώστε η προσθήκη αυτής στο επώνυμο ………….. να διαφοροποιεί επαρκώς το εν λόγω σήμα από τα ανωτέρω σήματα φήμης. Με τις σκέψεις αυτές, το εφετείο έκανε δεκτή την έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρίας, απέρριψε την αντίθετη έφεση της αναιρεσείουσας και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δικάζοντας δε την προσφυγή της αναιρεσείουσας την απέρριψε εν όλω και έκανε, αντιστοίχως, δεκτή την παρέμβαση της αναιρεσίβλητης.

8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται πλημμελώς, διότι δεν απάντησε στους ουσιώδεις ισχυρισμούς που είχε προβάλει η αναιρεσείουσα με την έφεση και το υπόμνημά της ενώπιον του δικάσαντος εφετείου ότι τα σήματα της αναιρεσίβλητης εταιρίας δεν μπορούν να θεωρηθούν σήματα φήμης, διότι δεν συγκεντρώνουν τα σωρευτικώς απαιτούμενα από την Οδηγία 89/104/ΕΟΚ ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, με το από 10.6.2004 υπόμνημα ενώπιον του διοικητικού εφετείου η αναιρεσείουσα είχε ισχυριστεί, επαναλαμβάνοντας τους αντίστοιχου περιεχομένου ισχυρισμούς που είχε προβάλει με την προσφυγή της, ότι τα λεκτικά σύνθετα σήματα : α) Αντιπροσωπεύουν ποσοστό 6% του καταναλωτικού κοινού και, επομένως, δεν ανταποκρίνονται στο κοινά αποδεκτό ποσοτικό κριτήριο, το οποίο απαιτεί μερίδιο αγοράς που να υπερβαίνει το 80%. β) Δεν πληρούν τα τασσόμενα από την οδηγία ποιοτικά κριτήρια, δεδομένου ότι πρόκειται περί σημάτων εξαιρετικά χαμηλής εμπορευσιμότητας, που τυχόν παραχώρηση άδειας χρήσεώς τους σε τρίτους για είδη ένδυσης, είδη αρωματοποιίας, έπιπλα κλπ. θα εξασφάλιζε σε αυτούς μηδαμινό ή και αρνητικό ανταγωνιστικό προβάδισμα. γ) Διακρίνουν προϊόντα χαμηλού ενδιαφέροντος, παρουσιάζουν δε, ως ονοματικά σήματα, εγγενείς δυσκολίες καθιέρωσης. δ) Διακρίνουν τσιγάρα από τα πολλά που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, χωρίς να μπορεί να γίνει δεκτό ότι διακρίνονται σαφώς έναντι των υπολοίπων λόγω της εξαιρετικής τους ποιότητας ή ότι ανήκουν στην πρώτη γραμμή προτίμησης των καταναλωτών, γενικότερα δε, λόγω της ομοιομορφίας των εν λόγω προϊόντων και της κυκλοφορίας πολλών σχετικών μαρκών είναι εξαιρετικά δύσκολη η ανάδειξη κάποιας μάρκας ως ποιοτικά υπερέχουσας. ε) Δεν διακρίνονται από μοναδικότητα ή ιδιοτυπία, δεδομένου ότι ένα από τα συνθετικά τους στοιχεία συνιστά το επώνυμο ...... , το οποίο δεν αποτελεί ένδειξη φανταστική ή επινοημένη. Σύμφωνα, εξάλλου, με τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, για τους ως άνω ειδικότερους λόγους και, ιδίως, για τον λόγο υπό στοιχείο δ, με την κρίση του περί του χαρακτήρα των σημάτων της αναιρεσίβλητης ως σημάτων φήμης το δικάσαν δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα και εφάρμοσε πλημμελώς τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. γ΄ του Ν. 2239/1994.

9. Επειδή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 7, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε περί του χαρακτήρα των επίδικων σημάτων της αναιρεσίβλητης εταιρίας ως σημάτων φήμης, λαμβάνοντας υπόψη την υπερδεκαετή χρήση τους, την έντονη διαφημιστική τους προβολή και την ευρεία κυκλοφορία των διακρινόμενων από αυτά προϊόντων σε ολόκληρη την επικράτεια και προς μόρφωση της κρίσεως αυτής έλαβε υπόψη του και πασίδηλα, κατά την κρίση του, γεγονότα, τα οποία δεν έχρηζαν, κατ’ άρθρο 144 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α΄ 97), αποδείξεως, δεν αμφισβητείται δε ευθέως με την υπό κρίση αίτηση ο χαρακτήρας τους ως τέτοιων. Υπό τα δεδομένα, επομένως, αυτά και ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποκλείεται η φήμη σήματος να αποτελεί «πασίδηλο», όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αμφισβητείται ο χαρακτήρας των επίδικων σημάτων της αναιρεσίβλητης εταιρίας ως σημάτων φήμης, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, εφόσον το διοικητικό εφετείο στηρίχθηκε, πάντως, στην, μη αμφισβητούμενη, περί πασιδήλων γεγονότων κρίση του.

10. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2239/1994 η οποία δεν αντιστοιχεί, άλλωστε, σε διάταξη της Οδηγίας 89/104/ΕΟΚ - δεν εισάγει εξαίρεση από την αρχή της χρονικής προτεραιότητας που καθιερώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 περ. β΄, αλλά αποτελεί εξειδίκευσή της. Εχει, ειδικότερα, την έννοια ότι η ταυτότητα των ονοματικών στοιχείων των συγκρινόμενων σημάτων δεν αρκεί για την απόρριψη ως απαράδεκτου του μεταγενέστερου σήματος, εφόσον αυτό περιλαμβάνει άλλα στοιχεία που το διαφοροποιούν επαρκώς από το προγενέστερο. Η διάταξη, άλλωστε, αυτή δεν αποβλέπει, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η αιτούσα, στην απόλυτη προστασία του νεότερου καταθέτη που καταθέτει ως σήμα το όνομά του. Σκοπός της είναι, αντιθέτως, η εναρμόνιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων και, ειδικότερα, αφενός μεν να επιτραπεί και επί ομωνυμίας η χρησιμοποίηση του ονόματος ως σήματος, έστω κι αν αυτό έχει ήδη προκατατεθεί από άλλον, αφετέρου δε να προστατευθεί τόσο ο προκαταθέσας το ίδιο όνομα ως σήμα, όσο και το καταναλωτικό κοινό από ενδεχόμενη σύγχυση ή παραπλάνηση (πρβλ. ΣτΕ 517/1958 ΣτΕ 571/1958, ΣτΕ 173/1975, με τις οποίες ερμηνεύεται η προϊσχύσασα ταυτόσημου περιεχομένου - διάταξη του άρθρου 4 του Α.Ν. 198/1939). Ενόψει του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού, η ανωτέρω διάταξη είναι, εξάλλου, εφαρμοστέα και στην περίπτωση που η ομωνυμία δεν είναι πλήρης, δεν ανάγεται δηλαδή και στο επώνυμο και στο κύριο όνομα, αλλά σε ένα μόνο από τα στοιχεία αυτά, τα δε ταυτιζόμενα στοιχεία αποτελούν το προέχον και κύριο χαρακτηριστικό του σήματος, διότι και στην περίπτωση αυτή συντρέχουν εξίσου οι προμνησθέντες λόγοι που επιβάλλουν τη σαφή διάκριση των σημάτων (πρβλ. ΣτΕ 304/1964). Υπό τα δεδομένα, επομένως, αυτά, στην περίπτωση σήματος που αποτελείται από το ονοματεπώνυμο του καταθέτη δεν καθιερώνονται ελαστικότερα κριτήρια κατά την εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης, αλλά πρέπει να εκτιμάται αυτός σύμφωνα με τις ίδιες αρχές που ισχύουν για οποιοδήποτε άλλο σημείο (ΣτΕ 1542/2010 επταμ., πρβλ. ΠΕΚ, αποφάσεις της 1.3.2005, Τ-185/03, Vicenzo Fusco, σκ. 45, και της 13.7.2005, Τ-40/03, Julin Mura Entrena, σκ. 47 - 49). Τέλος, η ανωτέρω διάταξη, όπως προκύπτει σαφώς από τη διατύπωσή της, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το κατατιθέμενο σήμα αποβλέπει στη διάκριση προϊόντων ταυτόσημων ή ομοειδών προς αυτά που σηματοδοτούνται από το προγενέστερο ομώνυμο σήμα, ενώ, αντιθέτως, δεν εμπίπτουν στο ρυθμιστικό της περιεχόμενο σήματα που προορίζονται να διακρίνουν προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με αυτά για τα οποία έχει καταχωρισθεί προγενέστερο ομώνυμο σήμα φήμης. Οι περιπτώσεις αυτές διέπονται αποκλειστικά από την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. γ΄ του Ν. 2239/1994.

11. Επειδή, με άλλο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του άρθρου 5 του Ν. 2239/1994 η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να καταθέσει ως σήμα το ονοματεπώνυμό της ……………… Ειδικότερα, προβάλλεται ότι αφού ο νομοθέτης, αναγνωρίζει ότι η κατάθεση ως σήματος του ονόματος του καταθέτη αποτελεί ειδική εκδήλωση του δικαιώματος αυτού στο αστικό του όνομα και την προσωπικότητά του, θέλησε επιεικέστερη την κρίση ως προς τον κίνδυνο σύγχυσης του κοινού, διαφορετικά θα αρκείτο στη γενική ρύθμιση του άρθρου 4. Υπό τα δεδομένα, επομένως, αυτά, θα συνέτρεχε, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, περίπτωση απαραδέκτου του επίδικου σήματος, μόνο αν είχε προκατατεθεί από άλλον καταθέτη το σήμα, oπότε θα όφειλε να προσθέσει σε αυτό ένα ακόμα στοιχείο, ώστε να διαφοροποιείται επαρκώς από το προκατατεθειμένο. Αντιθέτως, η μη ύπαρξη προγενέστερου σήματος , καθιστά άνευ ετέρου παραδεκτή την κατάθεση του επίμαχου σήματος. Η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα καθιστούσε, κατά την αναιρεσείουσα, τη διάταξη του άρθρου 5 ανεφάρμοστη και θα στερούσε από τον καταθέτη το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα χρήσεως του ονόματός του στις συναλλαγές. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η διάταξη του άρθρου 5 υπερισχύει ως ειδικότερη της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 περ. γ΄ του Ν. 2239/1994 και, επομένως, δεν χωρεί κατά τον νόμο απόρριψη του ονοματικού σήματος που κατέθεσε για λόγους προστασίας προγενέστερου σήματος φήμης. Σύμφωνα, όμως, με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το γεγονός ότι το όνομα Ινώ Καρέλια δεν έχει προκατατεθεί αυτούσιο ως σήμα δεν επάγεται αυτοδικαίως την αποδοχή του σήματος της αναιρεσείουσας, αλλά θα πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων της συγκεκριμένης περίπτωσης, αν η ταύτισή του, ως προς το επώνυμο ……………………, με τα προγενέστερα σήματα της αναιρεσίβλητης εταιρίας μπορεί να προκαλέσει σύγχυση ως προς την προέλευση των διακρινόμενων από αυτό προϊόντων και υπηρεσιών. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το επίδικο σήμα αποτελείται από το ονοματεπώνυμο της αναιρεσείουσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί την κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 εδ. γ΄ του Ν. 2239/1994 εύλογη αιτία για τη χρήση του, αφού η επίμαχη διάταξη του άρθρου 5 του νόμου δεν αφορά, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, περιπτώσεις σύγκρουσης του υπό κατάθεση σήματος με προγενέστερα σήματα φήμης. Η εν λόγω διάταξη δεν παραβιάζει, τέλος, το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας - δικαίωμα που δεν είναι, άλλωστε, ανεπιφύλακτο, αλλά υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος σε σειρά περιορισμών - δεδομένου ότι, η διάταξη αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοιά της, δεν αποκλείει άνευ ετέρου στον φορέα του ονόματος την χρησιμοποίηση αυτού ως σήματος, έστω και αν έχει προκατατεθεί από άλλον, αλλά απαιτεί την προσθήκη σε αυτό σαφούς διακριτικού στοιχείου. Ως εκ τούτου, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στο σύνολό του.

12. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι έσφαλε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεχόμενη ότι το σήμα της αναιρεσείουσας παρουσιάζει οπτική και ηχητική ομοιότητα με τα προγενέστερα σήματα της αναιρεσίβλητης, δοθέντος ότι τα σήματα αυτά περιλαμβάνουν τη λέξη ……………….. μαζί με άλλες λέξεις, προσδιοριστικές ορισμένης ιδιότητας και, επομένως, διαφοροποιούνται επαρκώς από το δικό της σήμα. Ισχυρίζεται δε, περαιτέρω, η αναιρεσείουσα ότι δεν προκαλείται εν πάση περιπτώσει κίνδυνος σύγχυσης του σήματος που κατέθεσε με αυτά της αναιρεσίβλητης, για τους εξής λόγους: α) τα προγενέστερα σήματα, «πέραν της χρωματικής και γραφικής διαφοροποιήσεώς τους, χρησιμοποιούν μαζί με το όνομα …………………. και λέξεις προσδιοριστικές μιας ιδιότητας (π.χ. Ligts, Slim, Rex) ως δευτερεύοντα περιγραφικά στοιχεία και, επομένως, μη αυτοτελώς προστατευόμενα», β) το σήμα αποτελεί απλό ονοματικό σήμα, το οποίο διαφοροποιείται επαρκώς από τα ανωτέρω προγενέστερα σήματα, δεδομένου ότι προτάσσεται σε αυτό το όνομα Ινώ, το οποίο είναι ασυνήθιστο και διαθέτει, ως εκ τούτου, ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα. Γενικότερα δε, κατά την αναιρεσείουσα, η συνολική εντύπωση που δημιουργείται από τα συγκρινόμενα σήματα είναι διαφορετική και δεν επιτρέπεται να αποσπαστεί από αυτά η λέξη ..... και να στηριχθεί σε αυτήν και μόνο η κρίση περί της υπάρξεως κινδύνου σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού.

13. Επειδή, η αναιρεσίβλητη εταιρία έχει καταθέσει σειρά σύνθετων σημάτων, αποτελούμενων καταρχήν από δύο και, σπανιότερα, τρεις ή τέσσερις λέξεις, με κοινό συστατικό στοιχείο το επώνυμο ………………….. (ή ……………….). Το επώνυμο δε αυτό, το οπoίο αποτελεί το επώνυμο των ιδρυτών της επιχείρησης και περιλαμβανόταν στην επωνυμία όλων των εταιρικών μορφών υπό τις οποίες αυτή εκάστοτε λειτούργησε, προσδίδει στα εν λόγω σήματα τον διακριτικό τους χαρακτήρα και συνιστά, ως εκ τούτου, το κυρίαρχο και υπερισχύον στοιχείο τους. Και τούτο διότι, τα λοιπά στοιχεία από τα οποία αποτελούνται τα επίμαχα σήματα είναι αμελητέα στο πλαίσιο της συνολικής εντύπωσης που προκαλείται από αυτά και δεν είναι ικανά να καθορίσουν την εικόνα των σημάτων αυτών που το οικείο κοινό διατηρεί στη μνήμη του, αλλά υπερισχύει, και στις περιπτώσεις αυτές, το επώνυμο ……………………, ενόψει, μάλιστα, και του γεγονότος ότι δεν ανήκει στα διαδεδομένα επώνυμα. Εξάλλου, το σήμα που κατέθεσε η αναιρεσείουσα, η οποία -όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως - είναι μέλος της οικογένειας ...... ..... και δη, αδελφή του μεγαλύτερου μετόχου και αντιπροέδρου του Δ.Σ. της αναιρεσίβλητης Κωνσταντίνου Καρέλια, συγκροτείται από τις λέξεις ………………….., οι οποίες αποτελούν το πλήρες ονοματεπώνυμό της. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το σήμα της αναιρεσείουσας και αυτά της αναιρεσίβλητης ταυτίζονται ως προς μία ουσιώδη πτυχή τους, αφού το επώνυμο ……………………….. αποτελεί, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά ανωτέρω, το κυρίαρχο στοιχείο στα σήματα της αναιρεσίβλητης, συνδιαμορφώνει δε, κατά τρόπο ισοδύναμο με το όνομα ………………….., το σήμα της αναιρεσείουσας, και, επομένως, παρουσιάζουν ομοιότητα ως προς τη συνολική οπτική και ηχητική εντύπωση που προκαλούν (πρβλ. ΠΕΚ, αποφάσεις Ekabe International, σκ. 54, Castellani, σκ. 50). Ενόψει της ομοιότητας αυτής και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη: α. τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα, τόσο εγγενώς, όσο και λόγω της χρήσεως, του επωνύμου …………………… στα σήματα της αναιρεσίβλητης εταιρίας, τα οποία, μάλιστα, έχουν καταστεί - κατά την κρίση του εφετείου, η οποία δεν πλήττεται, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, βασίμως με την υπό κρίση αίτηση - σήματα φήμης, β. ότι το επίδικο σήμα της αναιρεσείουσας προορίζεται, εκτός άλλων, να διακρίνει προϊόντα ταυτόσημα με αυτά που σηματοδοτούνται από τα ως άνω σήματα της αναιρεσίβλητης εταιρίας, και γ. ότι τα τελευταία αυτά σήματα συγκροτούν σειρά σημάτων που έχει διαμορφωθεί με βάση έναν κοινό κορμό, υφίσταται κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού ως προς την επιχείρηση από την οποία προέρχονται τα προϊόντα για τη διάκριση των οποίων κατατέθηκε το σήμα της αναιρεσείουσας, ο κίνδυνος δε αυτός δεν μπορεί να αποτραπεί με την προσθήκη στο επώνυμο ……………………… του ονόματος ………………………, έστω κι αν διαθέτει καθ’ εαυτό, ως ασυνήθιστο όνομα, διακριτική δύναμη, δεδομένου ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα αντιληφθεί το ονοματεπώνυμο ………………………. ως δηλωτικό ενός ακόμη μέλους της οικείας οικογένειας, το οποίο επελέγη για τη διάκριση ενός καινούριου προϊόντος που διατίθεται από αυτήν στην αγορά, όπως είχαν αντιστοίχως επιλεγεί κατά το ………………………... Υπό τα δεδομένα, επομένως, αυτά, και ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι δεν υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού, πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό του, ως αβάσιμος.

14. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση τού παραβόλου.

Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα την δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρίας που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2011 και στις 2 Απριλίου 2012

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας

Ε. Γαλανού Κ. Κεχρολόγου

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Ιουνίου 2012.