Κ.Υ.Α. αριθμ. Ζ1−111 - 07/03/2012 - Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς α) την οδηγία 2011/90/ΕΕ της Επιτροπής της 14ης Νοεμβρίου 2011 «για την τροποποίηση του μέρους ΙΙ του παραρτήματος Ι της οδ

Κ.Υ.Α. αριθμ. Ζ1−111 - 07/03/2012 - Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς α) την οδηγία 2011/90/ΕΕ της Επιτροπής της 14ης Νοεμβρίου 2011 «για την τροποποίηση του μέρους ΙΙ του παραρτήματος Ι της οδ

(ΦΕΚ Β' 627/07-03-2012)
 
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ − ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ – ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
 
Έχοντας υπόψη:
 
1. Τις διατάξεις:
 
α) του άρθρου 1 παρ. 1, 2, 3 του Ν. 1338/1983 (ΦΕΚ Α΄ 101) «Εφαρμογή του Κοινοτικού δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 34), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 1440/1984 (ΦΕΚ Α΄ 70) καθώς και των άρθρων 2η και 3 του ιδίου ως άνω Ν. 1338/1983, όπως το άρθρο 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 65 του Ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (Α΄ 101),
 
β) του δεύτερου άρθρου του Ν. 2077/1992 (Α΄136) «Κύρωση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και των σχετικών πρωτοκόλλων και δηλώσεων που περιλαμβάνονται στην Τελική Πράξη»,
 
γ) του Ν. 2251/1994 (ΦΕΚ Α΄ 191) «Προστασία των Καταναλωτών» και ειδικότερα του άρθρου 14 παρ. 4 του νόμου αυτού.
 
2. Τις διατάξεις:
 
α) του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του Π.Δ. 63/2005 (ΦΕΚ Α΄ 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», 
 
β) του Π.Δ. 81/2002 (ΦΕΚ Α΄ 54) «Συγχώνευση των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών», του άρθρου 1 του Π.Δ. 185/2009 (ΦΕΚ Α΄ 213) «Ανασύσταση του Υπουργείου Οικονομικών, συγχώνευση του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με τα Υπουργεία Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και μετονομασία του σε «Υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας», μετατροπή του Υπουργείου Μακεδονίας−Θράκης σε Γενική Γραμματεία Μακεδονίας − Θράκης και υπαγωγή στο Υπουργείο Εσωτερικών της Γενικής Γραμματείας Μακεδονίας − Θράκης και της Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής», του Π.Δ. 189/2009 (ΦΕΚ Α΄ 221) «Καθορισμός και ανακατανομή αρμοδιοτήτων των Υπουργείων» και του άρθρου 4 του Π.Δ. 65/2011 (ΦΕΚ Α΄ 147) «Διάσπαση του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στα Υπουργεία α) Εσωτερικών και β) Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, συγχώνευση των Υπουργείων Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και μεταφορά στον Πρωθυπουργό των Γενικών Γραμματειών Ενημέρωσης και Επικοινωνίας και στο Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και θρησκευμάτων της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς»,
 
γ) του άρθρου 2 παρ. 1 εδάφιο γ΄ περ. 1 στοιχείο ββ΄ του Π.Δ. 96/2010 (ΦΕΚ Α΄ 170) «Σύσταση Υπουργείου Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, καθορισμός των αρμοδιοτήτων του και Ανακατανομή αρμοδιοτήτων Υπουργείων», 
 
δ) του Π.Δ. 89/2010 (ΦΕΚ Α΄ 154), «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» 
 
ε) του Π.Δ. 397/1988 (ΦΕΚ Α΄ 185) «Οργανισμός του Υπουργείου Εμπορίου», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, 
 
στ) του Π.Δ. 27/1996 (ΦΕΚ Α΄ 19) «Συγχώνευση των Υπουργείων Τουρισμού, Βιομηχανίας – Ενέργεια και Τεχνολογία και Εμπορίου στο Υπουργείο Ανάπτυξης»,
 
ζ) του Π.Δ. 197/1997 (ΦΕΚ Α΄ 156) «Σύσταση Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή και καθορισμός των αρμοδιοτήτων της», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, 
 
η) του άρθρου 9 «Στελέχωση και Οργάνωση της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή» του Ν. 3892/2010 (ΦΕΚ Α΄ 189) «Ηλεκτρονική καταχώρηση και εκτέλεση συνταγών και παραπεμπτικών ιατρικών εξετάσεων»,
 
θ) του Π.Δ. 109/2011 (ΦΕΚ Α΄ 243) «Διορισμός του Λουκά Παπαδήμου του Δημητρίου ως Πρωθυπουργού», ι) του Π.Δ. 110/2011 (ΦΕΚ Α΄ 243) «Διορισμός Αντιπροέδρων της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
 
3. Την οδηγία 2011/90/ΕΕ της Επιτροπής της 14ης Νοεμβρίου 2011 «για την τροποποίηση του μέρους ΙΙ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με το οποίο προβλέπονται πρόσθετα κριτήρια για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου» που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφη− μερίδα των ΕΚ, αριθμ. L 296 της 15.11.2011, σελ. 35.
 
4. Την υπ’ αριθμ. Ζ1−699/23.6.2010 (ΦΕΚ Β΄ 917) κοινή υπουργική απόφαση για την «προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΚ του Συμβουλίου που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. L 133 της 22.5.2008».
 
5. Την οδηγία 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (Κωδικοποιημένη έκδοση)» που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ αριθμ. L 110 της 1.5.2009, σελ.30.
 
6. Το Π.Δ. 301/2002 (ΦΕΚ Α΄ 267) «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της οδηγίας 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαϊου 1998 «περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών» (ΕΕ αριθμ. L 166 της 11.6.1998, σ. 51) και τροποποίηση του Ν. 2251/1994 (ΦΕΚ Α΄ 191) για την «Προστασία των καταναλωτών».
 
7. Την οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ αριθμ. L 149 της 11.6.2005, σελ. 22).
 
8. Τη σύσταση της Επιτροπής 98/257/ΕΚ της 30ης Μαρτίου 1998 σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης (ΕΕ αριθμ. L 115 της 17.4.1998, σελ. 31).
 
9. Τη σύσταση της Επιτροπής 2001/310/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 περί αρχών για τα εξωδικαστικά όργανα συναινετικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών (ΕΕ αριθμ. L 109 της 19.4.2001, σελ. 56).
 
10. Το γεγονός ότι από την έκδοση της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, 
 
αποφασίζουμε:
 

Άρθρο 1: Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/90/ΕΕ

1. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της οδηγίας 2011/90/ΕΕ της Επιτροπής της 14ης Νοεμβρίου 2011 «για την τροποποίηση του μέρους ΙΙ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2008/48/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με το οποίο προβλέπονται πρόσθετα κριτήρια για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου».
 
2. Το μέρος ΙΙ του παραρτήματος Ι της υπ’ αριθμ. Ζ1−699/23.6.2010 (ΦΕΚ Β΄ 917) κοινής υπουργικής απόφασης για την «προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΚ του Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. L 133 της 22.5.2008» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
 
«ΙΙ. Τα πρόσθετα κριτήρια για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού ποσοστού επιβάρυνσης είναι τα εξής:
α) Εάν η σύμβαση πίστωσης δίνει στον καταναλωτή τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, θεωρείται ότι πραγματοποιείται πλήρης και άμεση ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης.
β) Εάν η σύμβαση πίστωσης δίνει γενικά στον καταναλωτή τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, αλλά επιβάλλει, μεταξύ των διαφόρων τρόπων ανάληψης, περιορισμό ως προς το ποσό και τη χρονική περίοδο, θεωρείται ότι το ποσό της πίστωσης αναλαμβάνεται κατά την πρώτη ημερομηνία που προβλέπεται στη σύμβαση και σύμφωνα με τα καθοριζόμενα όρια ανάληψης.
γ) Εάν η σύμβαση πίστωσης προβλέπει διαφορετικούς τρόπους ανάληψης με διαφορετικές επιβαρύνσεις ή χρεωστικά επιτόκια, θεωρείται ότι το συνολικό ποσό της πίστωσης αναλαμβάνεται με την υψηλότερη επιβάρυνση και χρεωστικό επιτόκιο που ισχύει για την κατηγορία των αναλήψεων που χρησιμοποιούνται συχνότερα στο πλαίσιο της εν λόγω κατηγορίας σύμβασης πίστωσης.
δ) Σε περίπτωση διευκόλυνσης υπερανάληψης, θεωρείται ότι πραγματοποιείται πλήρης ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης.
Εάν η διάρκεια της σύμβασης πίστωσης δεν είναι γνωστή, το συνολικό ετήσιο πραγματικό ποσοστό επιβάρυνσης υπολογίζεται βάσει της παραδοχής ότι η διάρκεια της σύμβασης είναι τρίμηνη.
ε) Στην περίπτωση μιας σύμβασης πίστωσης αόριστης διάρκειας, εκτός της διευκόλυνσης υπερανάληψης, θεωρείται ότι:
i) η πίστωση χορηγείται για περίοδο ενός έτους από την ημερομηνία της αρχικής ανάληψης και ότι με την τελική πληρωμή που πραγματοποιεί ο καταναλωτής εξοφλείται κάθε υπόλοιπο από κεφάλαιο, τόκους και τυχόν άλλες επιβαρύνσεις·
ii) το κεφάλαιο εξοφλείται από τον καταναλωτή σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης έναν μήνα μετά την ημερομηνία της αρχικής ανάληψης. Ωστόσο, όταν το κεφάλαιο πρέπει να εξοφληθεί πλήρως μόνο εφάπαξ, σε κάθε περίοδο πληρωμής, οι διαδοχικές αναλήψεις και εξοφλήσεις ολόκληρου του κεφαλαίου από τον καταναλωτή θεωρείται ότι πραγματοποιούνται εντός περιόδου ενός έτους. Οι τόκοι και οι άλλες επιβαρύνσεις εφαρμόζονται σύμφωνα με τις εν λόγω αναλήψεις και εξοφλήσεις του κεφαλαίου και όπως προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης.
Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου ε), μια σύμβαση πίστωσης αόριστης διάρκειας είναι μια σύμβαση πίστωσης χωρίς σταθερή διάρκεια και περιλαμβάνει πιστώσεις που πρέπει να εξοφληθούν πλήρως εντός μιας περιόδου ή με τη λήξη της αλλά, μόλις εξοφληθούν, είναι εκ νέου διαθέσιμες για ανάληψη.
στ) Στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης πλην των υπεραναλήψεων και των πιστώσεων αόριστης διάρκειας που αναφέρονται στα κριτήρια των στοιχείων δ) και ε):
i) εάν η ημερομηνία ή το ποσό εξόφλησης του κεφαλαίου που πρέπει να πραγματοποιήσει ο καταναλωτής δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν, θεωρείται ότι η εξόφληση πραγματοποιείται την πρώτη ημερομηνία που προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης και για το χαμηλότερο ποσό το οποίο προβλέπει η σύμβαση πίστωσης·
ii) εάν η ημερομηνία σύναψης της σύμβασης πίστωσης δεν είναι γνωστή, η ημερομηνία της αρχικής ανάληψης θεωρείται ότι είναι η ημερομηνία που έχει ως αποτέλεσμα το συντομότερο διάστημα μεταξύ της εν λόγω ημερομηνίας και της ημερομηνίας πρώτης πληρωμής που θα πραγματοποιήσει ο καταναλωτής.
ζ) Όταν η ημερομηνία ή το ποσό πληρωμής που πρέπει να πραγματοποιήσει ο καταναλωτής δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν βάσει της σύμβασης πίστωσης ή βάσει των κριτηρίων των στοιχείων δ), ε) ή στ), θεωρείται ότι η πληρωμή γίνεται σύμφωνα με τις ημερομηνίες και τους όρους που απαιτεί ο πιστωτής και, όταν αυτά δεν είναι γνωστά:
i) οι τόκοι καταβάλλονται μαζί με τις εξοφλήσεις του κεφαλαίου·
ii) η επιβάρυνση που δεν έχει σχέση με τόκο, εκφραζόμενη ως κατ’ αποκοπή ποσό, πληρώνεται την ημερομηνία της σύναψης της σύμβασης πίστωσης·
iii) οι επιβαρύνσεις που δεν έχουν σχέση με τόκο, εκφραζόμενες ως διάφορες πληρωμές, καταβάλλονται σε τακτά διαστήματα, αρχής γενομένης από την ημερομηνία της πρώτης εξόφλησης του κεφαλαίου, και, αν το ποσό των πληρωμών αυτών δεν είναι γνωστό, θεωρούνται ισόποσες·
iv) με την τελική πληρωμή εξοφλείται κάθε υπόλοιπο κεφαλαίου, τόκων και άλλων επιβαρύνσεων, αν υπάρχουν.
η) Το εφαρμοζόμενο ανώτατο όριο της πίστωσης, εάν δεν έχει συμφωνηθεί ήδη, θεωρείται ότι ανέρχεται σε 1500 ευρώ.
θ) Εάν προσφέρονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια και επιβαρύνσεις για περιορισμένο διάστημα ή ποσό, ως χρεωστικό επιτόκιο και επιβαρύνσεις θεωρούνται τα υψηλότερα για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης.
ι) Όσον αφορά τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης για τις οποίες συμφωνείται σταθερό χρεωστικό επιτόκιο σε σχέση με την αρχική περίοδο, στο τέλος της οποίας καθορίζεται νέο χρεωστικό επιτόκιο το οποίο εν συνεχεία προσαρμόζεται περιοδικά βάσει συμφωνηθέντος δείκτη, ο υπολογισμός του συνολικού ετήσιου πραγματικού ποσοστού επιβάρυνσης βασίζεται στην παραδοχή ότι, στο τέλος της περιόδου για την οποία έχει καθοριστεί σταθερό χρεωστικό επιτόκιο, το χρεωστικό επιτόκιο είναι ίσο προς εκείνο που ισχύει κατά τον χρόνο υπολογισμού του συνολικού ετήσιου πραγματικού ποσοστού επιβάρυνσης, βάσει της αξίας του συμφωνηθέντος δείκτη κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.».
 

Άρθρο 2: Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ

1. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η πλήρης ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (Κωδικοποιημένη έκδοση)».
 
2. Στην παράγραφο 16 του άρθρου 10 του Ν. 2251/1994 (ΦΕΚ Α΄ 191), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α΄ 152), οι περιπτώσεις ββ), εε) και θθ) αντικαθίστανται ως εξής:
 
α) «ββ) της υπ’ αριθμ. Ζ1−699/2010 (ΦΕΚ Β΄ 917) κοινής υπουργικής απόφασης “Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. L 133 της 22.5.2008”»,
 
β) «εε) της υπ’ αριθμ. Ζ1−130/2011 (ΦΕΚ Β΄ 295) κοινής υπουργικής απόφασης “Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς την Οδηγία 2008/122/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2009, για την προστασία των καταναλωτών ως προς ορισμένες πτυχές των συμβάσεων χρονομεριστικής μίσθωσης, μακροπρόθεσμων προϊόντων διακοπών, μεταπώλησης και ανταλλαγής, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. αριθμ. L33 της 3.2.2009”» και
 
γ) «θθ) του Ν. 3844/2010 (ΦΕΚ Α΄ 63) “Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2006/123 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και άλλες διατάξεις”».
 
3. Στο άρθρο 10 του Ν. 2251/1994 προστίθεται παράγραφος 30 ως ακολούθως:
 
«30. α) Σε περίπτωση παράβασης, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 16, η οποία διαπράχθηκε στην Ελληνική επικράτεια, κάθε νομιμοποιούμενος φορέας από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν θίγονται τα συμφέροντα τα οποία προστατεύει, μπορεί να ασκεί τη συλλογική αγωγή των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της παραγράφου 16. Οι διατάξεις των παραγράφων 17 και 20 εφαρμόζονται αναλόγως.
β) Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων του Π.Δ. 100/2000 (ΦΕΚ Α΄ 98) κάθε ημεδαπή ένωση που πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 16, καθώς και κάθε νομιμοποιούμενος φορέας από άλλο κράτος μέλος, όταν θίγονται τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών, τα οποία προστατεύει, δικαιούται να υποβάλει καταγγελία και να ζητήσει να επιβληθούν οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 12 και 15 παρ. 3 του Ν. 2644/1998 (ΦΕΚ Α΄ 233). Δικαιούται επίσης να υποβάλει αίτηση επανόρθωσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του Π.Δ. 100/2000.
γ) Για την άσκηση της συλλογικής αγωγής ή την υποβολή καταγγελίας ή αίτησης επανόρθωσης, ο νομιμοποιούμενος φορέας επιδεικνύει τον σχετικό κατάλογο που καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ “περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα προστασίας των καταναλωτών”. Τα δικαστήρια και οι αρμόδιες αρχές δέχονται τον κατάλογο αυτό ως απόδειξη της νομιμοποίησης των φορέων προς έγερση της συλλογικής αγωγής ή υποβολής καταγγελίας ή αίτησης επανόρθωσης με την επιφύλαξη του δικαιώματός τους να εξετάσουν κατά πόσον ο σκοπός του φορέα δικαιολογεί την έγερση αγωγής ή την υποβολή καταγγελίας στη συγκεκριμένη περίπτωση.»
 

Άρθρο 3: Ενσωμάτωση των σημείων 11 και 26 του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ

1. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η πλήρης ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των σημείων 11 και 26 του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου».
 
2. Η περίπτωση κ) του άρθρου 9στ του Ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
 
«κ) Χρήση κειμένου στα μέσα, για την προώθηση ενός προϊόντος, πληρωμένου από τον προμηθευτή, χωρίς αυτό να γίνεται σαφές από το περιεχόμενο του ή από εικόνα ή ήχο σαφώς αναγνωρίσιμα από τον καταναλωτή (κεκαλυμμένη διαφήμιση), με την επιφύλαξη των διατάξεων του Π.Δ. 100/2000 (ΦΕΚ Α΄ 98), όπως ισχύει».
 
3. Στην περίπτωση γ) του άρθρου 9η του Ν. 2251/1994 διαγράφονται οι λέξεις «σε δημόσιους χώρους».
 

Άρθρο 4: Ενσωμάτωση των συστάσεων της Επιτροπής 98/257/ΕΚ και 2001/310/ΕΚ

Μετά το άρθρο 11 του Ν. 2251/1994 (ΦΕΚ Α΄ 191) προστίθεται άρθρο 11α που έχει ως εξής:
 
«Άρθρο 11α
Αρχές συγκρότησης και λειτουργίας φορέων εξωδικαστικής (εναλλακτικής) επίλυσης διαφορών
1. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε διαδικασίες εξωδικαστικής (εναλλακτικής) επίλυσης συμβατικών διαφορών (στο εξής διαδικασίας ΕΕΔ) που ανακύπτουν από την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών από προμηθευτή σε καταναλωτή μέσω παρέμβασης φορέα επίλυσης διαφορών ο οποίος ιδρύεται σε μόνιμη βάση και προτείνει λύση ή φέρνει τα μέρη σε επαφή με σκοπό την εξεύρεση φιλικής λύσης (στο εξής φορέας ΕΕΔ).
2. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται:
α) σε διαδικασίες ενώπιον φορέων επίλυσης διαφορών στους οποίους τα φυσικά πρόσωπα που είναι αρμόδια για την επίλυση των διαφορών είναι αποκλειστικά και μόνο υπάλληλοι του προμηθευτή,
β) σε διαδικασίες ενώπιον συστημάτων διερεύνησης καταναλωτικών καταγγελιών που τα διαχειρίζεται ο προμηθευτής,
γ) στις απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ του καταναλωτή και του προμηθευτή, είτε αυτοί εκπροσωπούνται είτε όχι,
δ) στις προσπάθειες που καταβάλλει ο δικαστής για την επίλυση της διαφοράς κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας που αφορά την εν λόγω διαφορά.
ε) στο Συνήγορο του Καταναλωτή και τις Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού του άρθρου 11 του Ν. 2251/1994 (ΦΕΚ Α΄ 191).
3. Τα φυσικά πρόσωπα που είναι αρμόδια για την εναλλακτική επίλυση διαφορών πρέπει να διαθέτουν την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη και να είναι αμερόληπτα. Η απαίτηση αυτή κατοχυρώνεται με την εξασφάλιση ότι τα πρόσωπα αυτά:
α) κατέχουν τις αναγκαίες γνώσεις, δεξιότητες και πείρα στον τομέα της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών,
β) δεν μπορούν να απαλλαγούν από τα καθήκοντά τους χωρίς εύλογη αιτία,
γ) δεν έχουν καμία σύγκρουση συμφερόντων με οποιοδήποτε από τα μέρη της διαφοράς,
4. Οι φορείς ΕΕΔ στο πλαίσιο των οποίων τα φυσικά πρόσωπα που είναι αρμόδια για την επίλυση διαφορών αποτελούν μέρος συλλογικού σώματος προβλέπουν τη συμμετοχή ίσου αριθμού εκπροσώπων των συμφερόντων των καταναλωτών και εκπροσώπων των συμφερόντων των προμηθευτών στο εν λόγω συλλογικό σώμα.
5. Οι φορείς ΕΕΔ δημοσιοποιούν στους ιστοτόπους τους και σε έντυπη μορφή στις εγκαταστάσεις τους πληροφορίες για τα εξής:
α) τα φυσικά πρόσωπα που είναι αρμόδια για την επίλυση διαφορών, τη μέθοδο ορισμού τους και τη διάρκεια της θητείας τους,
β) την πηγή χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένου του εκατοστιαίου ποσοστού της δημόσιας και της ιδιωτικής χρηματοδότησης,
γ) κατά περίπτωση, τη συμμετοχή τους σε δίκτυα φορέων εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών που διευκολύνουν την επίλυση διασυνοριακών διαφορών,
δ) τα είδη διαφορών που είναι αρμόδιοι να εξετάζουν,
ε) τους διαδικαστικούς κανόνες που διέπουν την επίλυση των διαφορών,
στ) τις γλώσσες στις οποίες μπορούν να υποβληθούν οι καταγγελίες στον φορέα ΕΕΔ και στις οποίες διεξάγεται η διαδικασία ΕΕΔ,
ζ) τα είδη των κανόνων που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο φορέας ΕΕΔ ως βάση για την επίλυση των διαφορών (π.χ. κανόνες δικαίου, αρχές ευθυδικίας, κώδικες δεοντολογίας),
η) τις πιθανές προκαταρκτικές απαιτήσεις που ενδέχεται να πρέπει να εκπληρώσουν τα μέρη πριν υπάρξει η δυνατότητα να κινηθεί διαδικασία ΕΕΔ,
θ) το κόστος, αν υπάρχει, που θα βαρύνει τα μέρη,
ι) τη διάρκεια της διαδικασίας κατά προσέγγιση,
ια) τα νομικά αποτελέσματα της έκβασης της διαδικασίας ΕΕΔ.
6. Οι φορείς ΕΕΔ δημοσιοποιούν στους ιστοτόπους τους και σε έντυπη μορφή στις εγκαταστάσεις τους ετήσιες εκθέσεις δραστηριότητας. Αυτές οι εκθέσεις περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες τόσο σχετικά με τις εγχώριες όσο και σχετικά με τις διασυνοριακές διαφορές:
α) αριθμός διαφορών που ελήφθησαν και είδη των σχετικών καταγγελιών,
β) τυχόν επαναλαμβανόμενα προβλήματα που οδηγούν σε διαφορές μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών,
γ) ποσοστό διαδικασιών επίλυσης διαφορών που διακόπηκαν πριν επιτευχθεί αποτέλεσμα,
δ) μέσος χρόνος που χρειάστηκε για την επίλυση των διαφορών,
ε) ποσοστό συμμόρφωσης με τα αποτελέσματα των διαδικασιών ΕΕΔ, αν είναι γνωστό,
στ) κατά περίπτωση, συνεργασία τους με δίκτυα φορέων ΕΕΔ που διευκολύνουν την επίλυση διασυνοριακών διαφορών.
7. Οι φορείς ΕΕΔ πρέπει να είναι αποτελεσματικοί και να εκπληρώνουν τις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) η διαδικασία ΕΕΔ είναι εύκολα προσβάσιμη και από τα δύο μέρη, ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο βρίσκονται αυτά,
β) τα μέρη έχουν πρόσβαση στη διαδικασία, χωρίς να είναι υποχρεωμένα να χρησιμοποιήσουν νομικό εκπρόσωπο ωστόσο, τα μέρη έχουν τη δυνατότητα εκπροσώπησης ή υποστήριξης από τρίτο μέρος σε κάθε φάση της διαδικασίας,
γ) η διαδικασία ΕΕΔ είναι δωρεάν ή χαμηλού κόστους για τους καταναλωτές,
δ) η διαφορά επιλύεται μέσα σε 90 ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία ο φορέας ΕΕΔ έλαβε την καταγγελία.
Σε περίπτωση περίπλοκων διαφορών, ο φορέας ΕΕΔ μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα.
8. Στις διαδικασίες ΕΕΔ:
α) τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους και να ακούσουν τα επιχειρήματα και τα γεγονότα που προβάλλονται από το άλλο μέρος, καθώς και τις δηλώσεις τυχόν πραγματογνωμόνων,
β) το αποτέλεσμα της διαδικασίας ΕΕΔ γνωστοποιείται στα μέρη εγγράφως ή σε σταθερό μέσο, με αναφορά του σκεπτικού στο οποίο βασίζεται.
9. Στις διαδικασίες ΕΕΔ που επιδιώκουν την επίλυση της διαφοράς με την πρόταση μιας λύσης:
α) ο καταναλωτής, πριν συμφωνήσει με την προτεινόμενη λύση, ενημερώνεται:
(i) ότι έχει την επιλογή να συμφωνήσει ή να μη συμφωνήσει με την προτεινόμενη λύση,
(ii) ότι η προτεινόμενη λύση μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με το αποτέλεσμα που θα επιτυγχανόταν σε δικαστήριο κατ’ εφαρμογή των νομικών κανόνων,
(iii) ότι, προτού εγκρίνει ή απορρίψει την προτεινόμενη λύση, έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη συμβουλή ανεξάρτητου προσώπου,
β) τα μέρη, πριν συμφωνήσουν με την προτεινόμενη λύση, ενημερώνονται για τις νομικές συνέπειες της εν λόγω συμφωνίας,
γ) τα μέρη, πριν εκφράζουν τη συγκατάθεσή τους για την προτεινόμενη λύση ή φιλική συμφωνία, έχουν στη διάθεσή τους εύλογο χρονικό διάστημα για να σκεφτούν.
10. Κάθε φορέας ΕΕΔ υποχρεούται πριν από την έναρξη της δραστηριότητας διαμεσολάβησης και επίλυσης καταναλωτικών διαφορών να ζητήσει την καταχώρισή του σε ειδικό μητρώο που συνιστάται και τηρείται στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Για την καταχώριση στο μητρώο ελέγχεται η συμμόρφωση προς τις αρχές συγκρότησης και λειτουργίας. Αν ο φορέας ΕΕΔ παύσει να συμμορφώνεται προς τις αρχές του άρθρου ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με αιτιολογημένη απόφαση του διατάσσει τη διαγραφή του από το Μητρώο. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις τήρησης του Μητρώου. Κάθε ένωση καταναλωτών της παραγράφου 16 του άρθρου 10 του Ν. 2251/1994 ή επαγγελματική ένωση μπορεί να ζητά κατά τη διαδικασία της παραγράφου 20 του άρθρου 10 του Ν. 2251/1994 να υποχρεωθεί ο φορέας ΕΕΔ σε συμμόρφωση προς τις αρχές του παρόντος άρθρου. Οι προμηθευτές δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν ονομασίες για τις διαδικασίες, τα πρόσωπα ή τα συστήματα διερεύνησης καταγγελιών των περιπτώσεων α) και β) της παραγράφου 2 που ενδέχεται να δημιουργούν κίνδυνο σύγχυσης με τους φορείς ΕΕΔ στους οποίους εφαρμόζονται οι αρχές του παρόντος.
11. Όσοι φορείς ΕΕΔ έχουν συσταθεί ή λειτουργούν κατά την δημοσίευση της παρούσας απόφασης οφείλουν να συμμορφωθούν προς τις παραπάνω αρχές και να εγγραφούν στο Μητρώο της προηγούμενης παραγράφου μέχρι την 30η Σεπτεμβρίου 2012».
 

Άρθρο 5: Κατάργηση

Καταργείται το Π.Δ. 301/2002 (ΦΕΚ Α΄ 267) «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της οδηγίας 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 «περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών» (ΕΕ αριθμ. L 166 της 11.6.1998, σ. 51) και τροποποίηση του Ν. 2251/1994 (ΦΕΚ Α΄ 191) για την «Προστασία των καταναλωτών».
 

Άρθρο 6: Έναρξη ισχύος

Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην του άρθρου 1 του οποίου η ισχύς αρχίζει από 1.1.2013.
 
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
 
 
Αθήνα, 7 Μαρτίου 2012
 
 
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ
 
ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΗΣ
 
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ