ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ - ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ - Σύσταση Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων και Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου...

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ - ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ - Σύσταση Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων και Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου...

ΘΕΜΑ: «Σύσταση Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων και Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβασεων - Αντικατάσταση του έκτου κεφαλαίου του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας) - Προπτωχευτική Διαδικασία Εξυγίανσης και άλλες διατάξεις»

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Στο σχέδιο νόμου για τη «ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΝΙΑΙΑΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ - ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΟΥ ν. 3588/2007 (ΠΤΩΧΕΥΊΊΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ) - ΠΡΟΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

Προς τη Βουλή των Ελλήνων

Ι. Γενικό Μέρος

Το σχέδιο νόμου που προτείνεται για ψήφιση στην Εθνική Αντιπροσωπεία ανταποκρίνεται στην ανάγκη βελτίωσης, εποπτείας και συντονισμού του θεσμικού, νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων στη χώρα μας, καθώς και στην προαγωγή και διασφάλιση της διαφάνειας και αποδοτικότητας κατά το στάδιο ανάληψης και εκτέλεσης των δαπανών του κράτους που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων. Για την επεξεργασία του κειμένου του σχεδίου νόμου συστήθηκε με την υπ. αρ. 3457/26.10.2010 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας νομοπαρασκευαστική επιτροπή, η οποία συνέταξε το προτεινόμενο σχέδιο νόμου.
Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου συστήνεται η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων ως μία ανεξάρτητη νομοθετικά κατοχυρώμενη διοικητική αρχή, η οποία εσμοθετείται αρμόδια για την εποπτεία και τη διασφάλιση της νομιμότητας κατά την τήρηση και εφαρμογή του νομικού πλαισίου επί των δημοσίων συμβάσεων εκ μέρους όλων των δημοσίων οργάνων και φορέων, συμπεριλαμβανομένων των Υπουργείων και όλων των κατά περίπτωση αρμόδιων ελεγκτικών και εποπτικών διοικητικών οργάνων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και των αναθετουσών αρχών. Με τη σύσταση της Ενιαίας Ανεξάρητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων επιδιώκεται ειδικότερα:
- Η ανάπτυξη και προαγωγή της εθνικής στρατηγικής, πολιτικής και δράσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων,
Η προσήκουσα εναρμόνιση της εθνικής έννομης τάξης προς την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων,
- Ο έλεγχος τήρησης των κανόνων και αρχών της ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων,
Η βελτίωση και ενοποίηση του εθνικού νομικού πλαισίου στο τομέα των δημοσίων συμβάσεων,
- Ο συντονισμός και εξορθολογισμός της διοικητικής πρακτικής των αναθετουσών αρχών με στόχο τη διευκόλυνση και ενθάρρυνση της συμμετοχής των ενδιαφερομένων οικονομικών φορέων στους διαγωνισμούς του Δημοσίου, καθώς και την ανάπτυξη ενός υγιούς ανταγωνισμού στις διαγωνιστικές διαδικασίες, σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης,
- Η καθιέρωση μίας πρωτεύουσας εθνικής αρχής επικοινωνίας και ενός αξιόπιστου και αμερόληπτου συνομιλητή με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε ότι αφορά την εθνική στρατηγική και πολιτική στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων,
- Ο έλεγχος και η μείωση των δαπανών του κράτους για τις δημόσιες συμβάσεις.
Η αναγκαιότητα σύστασης της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων υπογραμμίζεται από τα εγγενή προβλήματα, τα οποία έχουν προκύψει από τη διοικητική πρακτική των αναθετουσών αρχών κατά το στάδιο ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων και τα οποία έχουν διαπιστωθεί από όλους τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς και κοινωνικούς εταίρους. Το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων στη χώρα μας χαρακτηρίζεται από ένα άκρατο και πολλές φορές αδικαιολόγητο κατακερματισμό κανόνων, οι οποίοι διαφοροποιούνται με βάση τις επιμέρους κατηγορίες δημοσίων συμβάσεων (αγαθά, υπηρεσίες, έργα και τεχνικές μελέτες). Η συχνή ύπαρξη μη προσιτών και κατανοητών στον πολίτη ειδικών κανόνων για κάθε μία από τις προαναφερόμενες κατηγορίες δημοσίων συμβάσεων δημιουργεί αδιαφάνεια και ανασφάλεια δικαίου στους συμμετέχοντες στους διαγωνισμούς, αποτρέπει το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή των διαγωνιζομένων, προκαλεί εμπόδια στη σωστή ερμηνεία, τήρηση και εφαρμογή των εν λόγω κανόνων από τις αναθέτουσες αρχές, και ευνοεί τη δημιουργία στεγανών στην αγορά.
Ειδικότερα προβλήματα παρατηρούνται κατά το στάδιο ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων στη χώρα μας, τα οποία σχετίζονται με την πλημμελή ερμηνεία και εφαρμογή του ανωτέρω περιγραφόμενου νομικού πλαισίου, καθώς και τις υπέρμετρες καθυστερήσεις στους διαγωνισμούς λόγω των πολλαπλών δικαστικών εμπλοκών μεταξύ των συμμετεχόντων και των αναθετουσών αρχών, φαινόμενο που οδηγεί πολλές φορές σε καταγγελία της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και σε παραπέρα καταδίκη μας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις καταδίκης της Ελλάδας, παρατηρείται έλλειψη συμμόρφωσης των αρμόδιων εθνικών οργάνων με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει οδηγήσει στην επιβολή χρηματικών κυρώσεων σε βάρος της χώρας μας.
Πρωταρχικός σκοπός του προτεινόμενου σχεδίου νόμου που αφορά τη σύσταση της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων είναι να παύσει ο κατακερματισμός της εθνικής νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις και να διευκολυνθεί η ανάπτυξη της αγοράς μέσω ενός σαφούς πλαισίου κανόνων δικαίου και μέσω της ενοποίησης της διαγωνιστικής πρακτικής των αναθετουσών αρχών. Η ανάγκη αντιμετώπισης του υπάρχοντος διεσπαρμένου νομικού πλαισίου επιτείνεται από τη συνεχή προσπάθεια και τάση των οργάνων της Ευρωπαϊκή ς Ένωση ς για περαιτέρω απλούστευση και ενοποίηση των κανόνων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που αφορά τις δημόσιες συμβάσεις. Η χώρα μας, μέχρι στιγμής, δεν φαίνεται να ακολουθεί σθεναρά την ευρωπαϊκή προσπάθεια που γίνεται στο πεδίο της αναμόρφωσης και του εξορθολογισμού του συστήματος στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων. Στο κομμάτι αυτό, λοιπόν, χρειάζεται η ουσιαστική συνδρομή και συμβολή της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων, η οποία θα επιβλέπει, θα μεριμνά και θα διασφαλίζει ότι τα αρμόδια δημόσια όργανα και οι αναθέτουσες αρχές εφαρμόζουν μία ενιαία προσέγγιση κατά τη διαδικασία ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και κατά τα στάδια του προσυμβατικού και μετασυμβατικού ελέγχου σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Εξετάζοντας την ιστορική παράδοση της χώρας μας στον τρόπο κατανομής και διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων των Υπουργείων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και στον τρόπο ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων από τις αναθέτουσες αρχές, η επιλογή ενός κεντρικού φορέα υπό τη μορφή μίας ανεξάρτητης νομοθετικά κατοχυρωμένης αρχής στο τομέα των δημοσίων συμβάσεων ενδείκνυται ως το βέλτιστο εργαλείο ανάπτυξης και προαγωγής ενός εθνικού συστήματος παρακολούθησης και εποπτείας επί των δημοσίων συμβάσεων. Το σύστημα αυτό ανταποκρίνεται στις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας στο πλαίσιο της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, εξυπηρετεί τις ανάγκες απλοποίησης και εξορθολογισμού του υπάρχοντος περίπλοκου εσωτερικού νομικού πλαισίου και ικανοποιεί το αίτημα καθιέρωσης ενός κεντρικού σημείου επικοινωνίας με τα αρμόδια θεσμικά ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα.
Υποχρέωση της χώρας μας ως κράτους-μέλους της ΕΕ δεν είναι μόνο η δέσμευση τήρησης του ενωσιακού κεκτημένου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, αλλά και η δέσμευσή της ως προς την ικανότητα να έχει τέτοιο βαθμό συσσωρευμένης διοικητικής δυνατότητας και επάρκειας σε κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο, ώστε να μπορεί να ενσωματώνει αποτελεσματικά στην εθνική νομοθεσία το δευτερογενές, ή άλλως παράγωγο, ενωσιακό δίκαιο, να παρακολουθεί τις εξελίξεις και τις διεργασίες σε ζητήματα που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και να ανταποκρίνεται με επιτυχία στις ευρωπαϊκές και διεθνείς της υποχρεώσεις.
Επιπλέον, οι νομοθετικές αλλαγές σε επίπεδο ευρωπαϊκής νομοθεσίας με την πρόβλεψη νέων τρόπων ανάθεσης {πχ. ανταγωνιστικός διάλογος) ή νέων μέσων υποστήριξης της διαδικασίας ανάθεσης μίας δημόσιας σύμβασης (πχ. ηλεκτρονικοί διαγωνισμοί) επιτείνουν την ανάγκη άσκησης αποτελεσματικής παρακολούθησης και εποπτείας επί των διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων με σκοπό α) τον συντονισμό της εθνικής στρατηγικής στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, β) τον έλεγχο τήρησης των κανόνων και αρχών της ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων και γ) τη διατύπωση προτάσεων προς τα αρμόδια εθνικά όργανα για την προσήκουσα εναρμόνιση της εθνικής έννομης τάξης προς την ευρωπαϊκή νομοθεσία, καθώς και για την απλούστευση, συμπλήρωση, αναμόρφωση, κωδικοποίηση και ενοποίηση των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων.
Επίσης, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας σε συνδυασμό με την όλο και αυξανόμενη εξέλιξη του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτιμάται ότι στο μέλλον θα υπάρξει αυξημένη ζήτηση παροχής υψηλών προδιαγραφών επαγγελματικών υπηρεσιών σε επιχειρησιακό/επιτελικό επίπεδο στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών προϋποθέτει την υιοθέτηση θεσμικών λύσεων, αλλά και την ενδυνάμωση των δομών συμβουλευτικής υποστήριξης με τη δημιουργία ενός ισχυρού μηχανισμού συντονισμού και εποπτείας που θα γεννηθεί με τη σύσταση της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων .
Με το παρόν σχέδιο νόμου προτείνεται ακόμη η σύσταση Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας και την παρακολούθηση της εύρυθμης εκτέλεσης του προϋπολογισμού ως προς το σκέλος των δαπανών που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις. Είναι γεγονός ότι σε επίπεδο εσωτερικής έννομης τάξης η ελληνική διοίκηση δεν διαθέτει σήμερα μια κεντρική βάση δεδομένων με στοιχεία για τις εκτελούμενες στη χώρα δημόσιες συμβάσεις. Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται διαρκώς μία ελλιπής παρακολούθηση των συμβάσεων κατά αντικείμενο και ποσό από την προκήρυξή τους έως την ολοκλήρωση της εκτέλεσής τους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την εκτέλεση του προϋπολογισμού από τους φορείς του δημοσίου και τη διαχείριση των δημοσίων πόρων.
Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία δέκα χρόνια έχει τροποποιηθεί πολλές φορές σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο η νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, όπως σημειώθηκε και παραπάνω. Η χρήση νέων διαδικασιών ανάθεσης, νέων μορφών συμβάσεων, η εξέλιξη της τεχνολογίας και οι νέες κοινωνικοοικονομικές ανάγκες δημιουργούν ένα συνεχώς εξελισσόμενο πλαίσιο. Η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς, εκτός από διακηρυγμένο στόχο και συστηματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να αποτελεί στόχο και προτεραιότητα των εθνικών κυβερνήσεων προκειμένου να υπάρχει συντονισμός, διαφάνεια και δημιουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς επ' ωφελεία των πολιτών.
Σε επίπεδο νομοθετικής πρωτοβουλίας, η χώρα μας παρακολουθεί συστηματικά τις κοινοτικές εξελίξεις και προσπαθεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο στον τομέα αυτό. Ωστόσο, η συστηματική παρακολούθηση των δημοσίων συμβάσεων δεν μπορεί να είναι πλήρης, εάν δεν δημιουργηθούν σε εθνικό επίπεδο τα κατάλληλα εργαλεία που θα επιτρέψουν στο κράτος να δημιουργήσει ένα ανάλογο περιβάλλον «εσωτερικής αγοράς» , στο οποίο κάθε διοικητική πρωτοβουλία που οδηγεί σε δαπάνη που αποβλέπει σε εκτέλεση έργου, προμήθεια αγαθών ή παροχή υπηρεσιών θα δημοσιοποιείται και θα παρακολουθείται συστηματικά ήδη από το στάδιο γνωστοποίησης έως τη σύναψη και εκτέλεση της σχετικής σύμβασης.
Για το σκοπό αυτό κρίνεται αναγκαία η δημιουργία ενός Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων στους κόλπους του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας στο οποίο θα λειτουργούν δύο χωριστά υποσυστήματα. Το πρώτο αφορά την ηλεκτρονική καταχώριση των αιτημάτων που υποβάλλουν οι φορείς για τη σύναψη σύμβασης. Για τους φορείς που υποχρεούνται να τηρούν τις διατάξεις του πδ 113/2010 για την ανάληψη υποχρεώσεων από τους διατάκτες (Α'194) , η καταχώριση του αιτήματος γίνεται μετά την ανάληψη υποχρέωσης (νομική δέσμευση). Ειδικά για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών απαιτείται να καταχωριστεί και η ένταξή τους στο Ενιαίο Πρόγραμμα Προμηθειών, εφόσον απαιτείται σύμφωνα με τον νόμο.
Το δεύτερο αφορά την ηλεκτρονική καταχώριση των συμβάσεων προκειμένου να υπάρχει η συστηματική καταγραφή τους και η παρακολούθηση της εκτέλεσης των δαπανών που αυτές προκαλούν. Για την επιτυχή επίτευξη του στόχου υπόχρεοι σε καταχώριση είναι όλοι οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. Η υποχρέωση καταχώρισης των συμβάσεων αφορά όλους τους τομείς με την επιφύλαξη της μη δημοσιοποίησης των συμβάσεων που αφορούν την εθνική άμυνα και εθνική ασφάλεια ή καλύπτονται από βιομηχανικό ή επιχειρηματικό απόρρητο.
Πέρα από τη συμβολή του στην παρακολούθηση της εκτέλεσης των δαπανών, και μέσω της έγκαιρης δημοσιοποίησης των τεχνικών προδιαγραφών των αιτημάτων προμηθειών βάσει συγκεκριμένων και κοινώς αποδεκτών προτύπων, το Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων θα συμβάλει στη διαφάνεια και την ομαλότερη λειτουργία του ανταγωνισμού, με σημαντικά προσδοκώμενα ωφέλη όσον αφορά το κόστος προμήθειας αγαθών και υπηρεσιών από το Δημόσιο.
Με το εν λόγω προτεινόμενο σχέδιο περί σύστασης Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων, η Ελλάδα καινοτομεί σε έναν τομέα κρίσιμο για την εθνική οικονομία, διασφαλίζοντας τη χρηστή διαχείριση και ορθή εκτέλεση του προϋπολογισμού, αλλά κυρίως τη δημιουργία μιας πραγματικής «εσωτερικής αγοράς» σε εθνικό επίπεδο που προάγει τη διαφάνεια, τον υγιή ανταγωνισμό και προωθεί τη χρήση νέων τεχνολογιών, καθιστώντας τη χώρα πρωτοπόρο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

II. Ειδικό Μέρος

Άρθρο 1

Με τη διάταξη του πρώτου άρθρου του παρόντος νόμου θεσμοθετείται η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.) με κύριο σκοπό την ανάπτυξη και προώθηση της εθνικής στρατηγικής και πολιτικής στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, τη βελτίωση και ενοποίηση του συναφούς νομικού πλαισίου, το συντονισμό και εξορθολογισμό της πρακτικής των αναθετουσών αρχών, καθώς και τον έλεγχο και την παρακολούθηση της τήρησης του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων από όλα τα δημόσια όργανα και όλες τις αναθέτουσες αρχές. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 1 ορίζεται ότι η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.) απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και ότι δεν υπόκειται σε κανένα έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλη ανεξάρτητη ή διοικητική αρχή. Τέλος, σημειώνεται ότι η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.) υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής των Ελλήνων, σύμφωνα με το άρθρο 138Α του Κανονισμού της Βουλής.

Άρθρο 2

Με τις διατάξεις του άρθρου 2 ορίζεται το πεδίο εφαρμογής και οι αρμοδιότητες της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 προσδιορίζεται ότι το πεδίο εφαρμογής των αρμοδιοτήτων που ασκεί η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. αφορά όλες τις δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, ανεξαρτήτως εκτιμώμενης οικονομικής αξίας, που εμπίπτουν στην έννοια των π.δ. 59/20Θ7 (ΦΕΚ Α' 63) και 60/2007 (ΦΕΚ Α'64) (Οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ αντίστοιχα). Στον προαναφερόμενο ορισμό των δημοσίων συμβάσεων που επιλέχθηκε ως πεδίο εφαρμογής των αρμοδιοτήτων που ασκεί η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. συμπεριλαμβάνονται, προς άρση κάθε αμφιβολίας, οι συμφωνίες-πλαίσιο, τα δυναμικά συστήματα αγορών και οι συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων. Αντιθέτως, οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3978/2011 (ΦΕΚ Α' 137), στις συμβάσεις που εξαιρούνται από τον νόμο αυτό σύμφωνα με τα άρθρο 17 και 24 αυτού, καθώς και στις συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει του άρθρου 346 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
Στην παράγραφο 2 του παρόντος περιγράφονται οι αρμοδιότητες της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. και προβλέπεται ότι οι εν λόγω αρμοδιότητες εξειδικεύονται με τον Κανονισμό της που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7. Με την περίπτωση α) της παραγράφου 2 προβλέπεται ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. συντονίζει και εποπτεύει τη δράση των φορέων της κεντρικής διοίκησης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και μπορεί να συμμετέχει σε συλλογικά κυβερνητικά όργανα με αρμοδιότητα επί των δημοσίων συμβάσεων, τα οποία συνιστώνται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 περ. β' του πδ 63/2005. Επίσης, στην ως άνω περίπτωση ορίζεται ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. δύναται να συγκαλεί συσκέψεις συντονισμού με εκπροσώπους των φορέων της κεντρικής διοίκησης και να συγκροτεί διυπηρεσιακές ομάδες εργασίας με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων.
Στην περίπτωση β) της παραγράφου 2 του παρόντος ορίζεται ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. προάγει την εθνική στρατηγική στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, παρακολουθεί την τήρηση της εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας από τους εμπλεκόμενους φορείς και μεριμνά για τον εξορθολογισμό της διαδικασίας ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, την ενοποίηση της πρακτικής των διαφόρων αναθετουσών αρχών, καθώς και για την πρόταση σχεδίων για την απλούστευση, συμπλήρωση, αναμόρφωση, κωδικοποίηση και ενοποίηση των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων στους αρμόδιους Υπουργούς που διαθέτουν τη σχετική πρωτοβουλία. Ειδικότερα, ορίζεται ότι τα αρμόδια όργανα οφείλουν να απαντούν εγγράφως επί των προαναφερόμενων προτάσεων της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. εντός προθεσμίας 30 ημερών από την περιέλευση αυτών στα εν λόγω αρμόδια όργανα.
Στην περίπτωση γ) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου προβλέπεται η παροχή υποχρεωτικής γνωμοδότησης εκ μέρους της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. επί σχεδίων νόμων και κανονιστικών πράξεων και επί αποφάσεων των αναθετουσών αρχών που αφορούν προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, ενώ ορίζεται η υποχρεωτική συμμετοχή της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ στις οικείες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Ειδικότερα ορίζεται ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. διατυπώνει απλή γνώμη για σχέδια νόμων; ενώ επίσης προβλέπεται ότι τα προεδρικά διατάγματα, κατά το μέρος που ρυθμίζουν θέματα δημοσίων συμβάσεων, εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής. Επίσης, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Αρχής εκδίδονται και οι λοιπές κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση νόμου, με εξαίρεση τις προκηρύξεις, καθώς και οι κανονισμοί άλλων δημοσίων οργάνων και αναθετουσών αρχών, όπως ενδεικτικά οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2286/1995, συμπεριλαμβανομένων των κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας των κατά περίπτωση αρμοδίων ελεγκτικών διοικητικών οργάνων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, στο μέρος που οι εν λόγω πράξεις και κανονισμοί ρυθμίζουν θέματα δημοσίων συμβάσεων. Τέλος, η Αρχή διατυπώνει σύμφωνη γνώμη επί των αποφάσεων των αναϋετουσών αρχών που αφορούν προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 25 παρ. 3 π.δ. 59/2007 (άρθρο 40 παρ. 3 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ) και των άρθρων 24 και 24 του π.δ. 60/2007 (άρθρα 30 και 31 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ αντίστοιχα)
Περαιτέρω, με την ως άνω περίπτωση γ) ορίζεται ότι τα αρμόδια όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ και ότι η ως άνω γνωμοδοτική αρμοδιότητα ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ηεριέλευση των ως άνω σχεδίων διατάξεων στην Ε.Α.ΑΔΗ.ΣΥ, με μέριμνα του οικείου οργάνου και εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την περιέλευση του σχεδίου απόφασης στην Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ, συνοδευόμενου από όλα τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται, κατά περίπτωση, η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, με μέριμνα της αναθέτουσας αρχής αντίστοιχα. Με τημν άπρακτη παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας για την παροχή γνώμης εκ μέρους της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ στις προαναφερόμενες περιπτώσεις τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη της. Ειδικότερα, με την υποπερίπτωση αα) της περίπτωσης γ) της παραγράφου 2 του παρόντος προβλέπεται ότι σε περίπτωση διαφωνίας του αρμοδίου υπουργού με τη γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. επί σχεδίων νομοθετικών ρυθμίσεων, η τελευταία δύναται να συγκαλεί συσκέψεις με τη συμμετοχή εκπροσώπων από όλα τα συναρμόδια Υπουργεία προς το σκοπό συμφιλίωσης των αποκκλινουσσών απόψεων, στις οποίες δύνανται να προσκαλούνται και να συμμετέχουν ανεξάρτητοι τρίτοι, ειδικοί σε θέματα δημοσίων συμβάσεων, με πρωτοβουλία τόσο της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., όσο και του αρμοδίου Υπουργού. Οι εν λόγω συσκέψεις επί του σκοπού επίλυσης τυχόν διαφωνιών πραγματοποιούνται σε διάστημα δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την περιέλευση της πρόσκλησης της Αρχής στους συμμετέχοντες. Περαιτέρω ορίζεται ότι, σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας επί των επίμαχων σχεδίων νομοθετικών ρυθμίσεων, στη γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. προσαρτάται έκθεση του υπουργού στην οποία περιλαμβάνεται και ειδική αιτιολόγηση κάθε τυχόν απόκλισης από το περιεχόμενο της γνώμης. Τα εν λόγω έγγραφα συνοδεύουν τα σχέδια νομοθετικών ρυθμίσεων κατά την κατάθεσή τους στη Βουλή και αναρτώνται με επιμέλεια της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. στην ιστοσελίδα της. Σε περίπτωση απόκλισης του σχεδίου της νομοθετικής ρύθμισης από τη γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., η αρμόδια Διαρκής Επιτροπή της Βουλής δύναται να καλεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, σε ακρόαση τον Πρόεδρο της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. Ομοίως, με την υποπερίπτωση ββ) της περίπτωσης γ) της παραγράφου 2 του παρόντος προβλέπεται ακόμη ότι η γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. επί των σχεδίων προεδρικών διαταγμάτων, κατά το μέρος που ρυθμίζουν θέματα δημοσίων συμβάσεων, συνοδεύει τα εν λόγω έγγραφα κατά την αποστολή τους προς επεξεργασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αναρτάται με επιμέλεια της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. στην ιστοσελίδα της.
Σύμφωνα με την περίπτωση δ) της παραγράφου 2 ορίζεται ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. είναι αρμόδια για την έκδοση και την ανάρτηση στην ιστοσελίδα της κανονισμών για ειδικότερα τεχνικά ή λεπτομερειακά θέματα για ζητήματα των δημοσίων συμβάσεων και την ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας, λαμβανομένης υπόψη της εθνικής νομολογίας και της νομολογίας των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατευθυντήριων οδηγιών προς τους αρμόδιους δημόσιους φορείς και τις αναθέτουσες αρχές για θέματα δημοσίων συμβάσεων, καθώς και για την διατύπωση εισηγήσεων στους αρμόδιους υπουργούς για την έκδοση σχετικών εγκυκλίων. Προβλέπεται ακόμη ότι οι αρμόδιοι δημόσιοι φορείς υποχρεούνται να διαβουλεύονται με την Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. πριν την έκδοση οποιασδήποτε εγκυκλίου ή κατευθυντήριας οδηγίας. Σε περίπτωση διαφωνίας, οι εν λόγω φορείς οφείλουν να λάβουν υπόψη τη γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. και να αιτιολογούν εγγράφως τις θέσεις τους.
Με την περίπτωση ε) της παραγράφου 2 του παρόντος προβλέπεται η έκδοση από την Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. δεσμευτικού χαρακτήρα πρότυπων τευχών δημοπράτησης και σχεδίων συμβάσεων μετά από διαβούλευση με τους κατά περίπτωση αρμόδιους δημόσιους φορείς. Ορίζεται ακόμη ότι διατάξεις νόμων που εξουσιοδοτούν άλλα όργανα για την έκδοση πρότυπων τευχών όπως ιδίως οι διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 2 του ν. 3669/2008 (Α' 116) και 11 παρ. 4 του ν. 3316/2005 (Α' 42), παύουν να ισχύουν από τον χρόνο που θα ορισθεί με τον Κανονισμό του άρθρου 7 του παρόντος νόμου και ότι πρότυπα τεύχη δεσμευτικού χαρακτήρα που τυχόν έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση των εν λόγω διατάξεων εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση νέων προτύπων από την Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Σύμφωνα με την περίπτωση στ) της παραγράφου 2 του παρόντος προβλέπεται ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. είναι αρμόδια για την την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των δράσεων όλων των δημοσίων φορέων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των συναρμόδιων Υπουργείων, των αρμόδιων διοικητικών οργάνων άσκησης ελέγχου και εποπτείας, καθώς και των αναθετουσών αρχών, σύμφωνα με το ισχύον εθνικό και ευρωπαϊκό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο.
Με την περίπτωση ζ) της παραγράφου 2 του παρόντος ορίζεται ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. έχει το δικαίωμα να ασκεί δειγματοληπτικούς έλεγχους αναζητώντας αυτεπαγγέλτως πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με τις εν εξελίξει διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων από τις αναθέτουσες αρχές και τους εμπλεκόμενους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Τα αρμόδια δημόσια όργανα και οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να συνεργάζονται με την Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., να παρέχουν σε αυτήν κάθε αναγκαία ή απαραίτητη σχετική πληροφορία και να συμμορφώνονται προς τις υποδείξεις της. Προβλέπεται ειδικότερα ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. εξετάζει ιδίως διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ή συγχρηματοδοτούνται από Ευρωπαϊκά προγράμματα, ενώ επίσης ελέγχει όλες τις διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Με βάση την ως άνω περίπτωση ζ) της παραγράφου 2 του παρόντος τα αποτελέσματα της έρευνας της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. επί των κατά τα ανωτέρω ελεγχόμενων διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων κοινοποιούνται στην οικεία αναθέτουσα αρχή και δύνανται περαιτέρω να διαβιβάζονται στα αρμόδια δικαστήρια, κατόπιν αιτήματος τους, καθώς και να παρέχονται, με μέριμνα της αναθέτουσας αρχής, σε κάθε ενδιαφερόμενο που αποδεικνύει έννομο συμφέρον για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων τους. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί από την Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. παραβίαση του εθνικού ή/και ευρωπαϊκού δικαίου επί των δημοσίων συμβάσεων, η πρόοδος των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας από την Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. μπορεί να διακοπεί με απόφασή της και δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς την έγγραφη συναίνεσή της.
Επιπλέον, προβλέπεται ότι σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης του εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. ενημερώνει άμεσα τα αρμόδια όργανα ελέγχου και εποπτείας για την άσκηση των νόμιμων αρμοδιοτήτων τους και συντάσσει και ειδική έκθεση, η οποία διαβιβάζεται στον Πρόεδρο της Βουλής.
Σύμφωνα με την περίπτωση η) της παραγράφου 2 του παρόντος η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. είναι αρμόδια για την εποπτεία και αξιολόγηση των, κατά περίπτωση, αρμοδίων ελεγκτικών διοικητικών οργάνων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ως προς την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με το ισχύον εθνικό και ευρωπαϊκό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο και τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Στην περίπτωση θ) της παραγράφου 2 του παρόντος προβλέπεται ο θεσμός του amicus curiae, η δυνατότητα δηλαδή της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. να υποβάλει παρατηρήσεις είτε γραπτά είτε προφορικά, με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα του αρμόδιου δικαστηρίου, για θέματα δημοσίων συμβάσεων, ιδίως δε για την ερμηνεία του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων
Στην περίπτωση ι) της παραγράφου 2 του παρόντος ορίζεται ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. τηρεί την εθνική κεντρική βάση δεδομένων δημοσίων συμβάσεων, μέσω της συλλογής και δημοσίευσης πληροφοριών σχετικά με το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων και τη συναφή νομολογία των ευρωπαϊκών και εθνικών δικαστηρίων, καθώς και μέσω του συντονισμού υφισταμένων βάσεων δεδομένων που τηρούνται ή θα δημιουργηθούν στη χώρα και μέσω της μέριμνας για τη συλλογή, επεξεργασία και δημοσίευση στοιχείων που παρέχονται υποχρεωτικά από τις αναθέτουσες αρχές σχετικά με τις εν εξελίξει διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων, όπως ιδίως, αποφάσεων προκήρυξης, ανακοινώσεων κατακύρωσης, συμπληρωματικών συμβάσεων, ετήσιων απολογιστικών στοιχείων για τις συμβάσεις που προκηρύχθηκαν, ανατέθηκαν και εκτελούνται από τις εν λόγω αναθέτουσες αρχές.
Με την περίπτωση ια) της παραγράφου 2 του παρόντος προβλέπεται ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. είναι αρμόδια για την υποστήριξη του έργου των αναθετουσών αρχών για τη νόμιμη διεξαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων και την ομοιόμορφη εφαρμογή της ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων, ιδίως κατά το στάδιο εκδίκασης ή εξέτασης προδικαστικών προσφυγών.
Σύμφωνα με την περίπτωση ιβ) της παραγράφου 2 του παρόντος ορίζεται ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. συμμετέχει στα αρμόδια ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ως πρωτεύουσα εθνική αρχή επικοινωνίας σχετικά με την ανταλλαγή απόψεων, πληροφοριών και στοιχείων που αφορούν την εθνική στρατηγική, το νομικό πλαίσιο και τις διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων και ότι αποτελεί το κεντρικό σημείο επικοινωνίας και συντονισμού των ελληνικών αρχών με τα όργανα της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας επί των δημοσίων συμβάσεων, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών περί παραβιάσεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και δικαστικής εκπροσώπησης της χώρας στο δικαστικά όργανα της Ε u ρωπαϊκή ς Ένωση ς.
Με βάση την περίπτωση ιγ) της παραγράφου 2 του παρόντος ορίζεται ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. είναι αρμόδια για την τη σύνταξη και υποβολή στον Πρόεδρο της Βουλής, εντός του πρώτου τριμήνου κάθε ημερολογιακού έτους, ετήσιας έκθεσης, η οποία δημοσιεύεται στο διαδίκτυο και περιλαμβάνει αποτίμηση των πεπραγμένων της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. σύμφωνα με τον σκοπό και τις αρμοδιότητές της, τις προτάσεις βελτίωσης του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου και των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που έχουν διατυπωθεί προς τους αρμόδιους φορείς και όργανα, καθώς και την πρόοδο της συμμόρφωσης των αρμοδίων φορέων και οργάνων με τις εν λόγω προτάσεις.
Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος προβλέπεται ότι με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού δύναται να ανατεθούν στην Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. και περαιτέρω αρμοδιότητες για την εκπλήρωση του σκοπού της, όπως η εξέταση των προδικαστικών προσφυγών του άρθρου 4 του ν. 3886/2010 κατά τις εν εξελίξει διαδικασίες ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων.

Άρθρο 3

Με τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος ορίζεται η διαδικασία συγκρότησης της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. Ειδικότερα με την παράγραφο 1 του παρόντος προβλέπεται ότι η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. αποτελείται από επτά (7) τακτικά μέλη και ισάριθμα αναπληρωματικά, τα οποία επιλέγονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με πλειοψηφία τεσσάρων πέμπτων (4/5) των μελών της και προτείνονται ο ένας (1) Πρόεδρος από τον Υπουργό Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ένας (1) Αντιπρόεδρος από τον Υπουργό Οικονομικών, δύο (2) μέλη από τον Υπουργό Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και τρία (3) μέλη από τους Υπουργούς Οικονομικών, Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ο οποίος μπορεί να προτείνει για τη θέση αυτή ένα από τα μέλη της Αρχής Ελέγχου Μελετών καιΐργων, αντίστοιχα.
Με την παράγραφο 2 του παρόντος προβλέπεται ότι ως μέλη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. επιλέγονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και υψηλής επιστημονικής κατάρτισης, με ακαδημαϊκή ή επαγγελματική εξειδίκευση στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων, ενώ με την παράγραφο 3 ορίζεται ότι μετά την επιλογή τους τα μέλη διορίζονται για πενταετή θητεία με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας που εκδίδεται μέσα σε διάστημα τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Τα μέλη δεν επιτρέπεται να επιλέγονται για περισσότερες από δύο (2) θητείες, διαδοχικές ή μη. Στην παράγραφο 4 του σχεδίου νόμου γίνεται μνεία των περιπτώσεων που συνιστούν κώλυμα διορισμού σε θέση μέλους της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., καθώς και των περιπτώσεων έκπτωσης από τη θέση μέλους της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., δια της αναφοράς στα άρθρα 4 και 6 του ν. 3051/2002 περί συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων διοικητικών αρχών.

Άρθρο 4

Με το άρθρο 4 ρυθμίζονται τα θέματα προσωπικής ανεξαρτησίας των μελών της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., καθώς και τα ζητήματα της λειτουργικής και της οικονομικής της αυτοτέλειας. Στις διατάξεις του προτεινόμενου σχεδίου νόμου και ειδικότερα του παρόντος άρθρου ακολουθείται εν μέρει η τυπολογία των ρυθμίσεων του ν. 3051/2002 περί συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων διοικητικών αρχών και εν μέρει η τυπολογία νεώτερων νομοθετικών κειμένων που έχουν συστήσει ανεξάρτητες μη συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές, όπως ο ν. 3832/2010 για την Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του παρόντος προβλέπονται οι τρόποι εξασφάλισης ανεξαρτησίας του Προέδρου και των μελών της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. Ο Πρόεδρος της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. τελεί σε καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Ο Αντιπρόεδρος και τα λοιπά μέλη της Αρχής δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε έμμισθο ή άμισθο δημόσιο λειτούργημα ή οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα που δεν συμβιβάζονται με την ιδιότητα και τα καθήκοντα μέλους της Αρχής. Με την προαναφερόμενη παράγραφο του παρόντος προβλέπεται ακόμη ότι δεν συνιστά ασυμβίβαστο για τον Αντιπρόεδρο και τα λοιπά μέλη της Αρχής η άσκηση διδακτικών καθηκόντων μέλους Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι. με καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης, η άσκηση καθηκόντων μέλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος με την επιφύλαξη των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο περιορισμών.
Στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται τα θέματα αποδοχών και το ασφαλιστικό καθεστώς των μελών της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., ενώ στην παράγραφο 3 του παρόντος ορίζεται ότι οι πιστώσεις για τη λειτουργία της Αρχής εγγράφονται υπό ίδιο φορέα στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Τον προϋπολογισμό εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών ο Πρόεδρος της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ, Στην ίδια παράγραφο προβλέπεται ότι ειδικότερα θέματα οικονομικής διαχείρισης ρυθμίζονται με Κανονισμό Οικονομικής Διαχείρισης που καταρτίζεται από την Αρχή και εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται κατόπιν πρότασης του Υπουργού Οικονομικών. Στην παράγραφο 3 του σχεδίου νόμου ορίζεται, επίσης, ότι για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της Αρχής σε όλες τις συμβάσεις που υπάγονται στον παρόντα νόμο και συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του επιβάλλεται κράτηση ύψους 0,10%, η οποία υπολογίζεται επί της αξίας, εξαιρουμένου του ΦΠΑ, της αρχικής καθώς και κάθε συμπληρωματικής σύμβασης. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 προβλέπεται ότι οι λεπτομέρειες σχετικά με το χρόνο, τον τρόπο και τη διαδικασία κράτησης των ως άνω χρηματικών ποσών δύνανται να καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Αρχής.
Στην παράγραφο 4 του προβλέπεται ότι η σύσταση θέσεων και γενικότερα η οργάνωση των υπηρεσιών της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. (δηλαδή ο οργανισμός-οργανόγραμμα) καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, και μετά από γνώμη της Αρχής ενώ στην παράγραφο 5 ορίζεται η ικανότητα διαδίκου της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.

Άρθρο 5

Με τις διατάξεις του άρθρου 5 ρυθμίζονται θέματα επί της διαδικασίας συνεδριάσεων της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. και του τρόπου λήφης αποφάσεων. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος προβλέπεται ότι τα μέλη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. συνεδριάζουν τουλάχιστον μία (1) φορά το μήνα τακτικώς και εκτάκτως όποτε χρειαστεί, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., ενώ προβλέπεται ακόμη ότι ο Πρόεδρος της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. υποχρεούται να συγκαλέσει συνεδρίαση εκτάκτως, αν το ζητήσουν τέσσερα (4) μέλη, συμπεριλαμβανομένου του Αντιπροέδρου.
Η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου ρυθμίζει τον τρόπο σύγκλησης σε συνεδρίαση της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του Προέδρου, ενώ η παράγραφος 3 αναφέρεται στη διαδικασία έγκυρης σύγκλησης και λήψης αποφάσεων, καθώς και στη σύνθεση της συνεδρίασης της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. Τέλος, με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 παραπέμπονται στον Κανονισμό Λειτουργίας της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. θέματα που δεν ρυθμίζονται ήδη.

Άρθρο 6

Με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 ρυθμίζονται οι αρμοδιότητες της και προβλέπονται οι εσωτερικές αποφάσεις που λαμβάνει Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. ως συλλογικό όργανο για την εκπλήρωση του σκοπού της και αφορούν κάθε θέμα που εμπίπτει στις αρμοδιότητές της καθώς και για θέματα της εσωτερικής λειτουργίας της. Η παράγραφος 2 του παρόντος προβλέπει ότι για την υποβοήθηση του έργου της η Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. μπορεί να αναθέτει επί μέρους έργα το οποίο συμβάλλουν στην εκπλήρωση του σκοπού της, σε δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, φυσικά ή νομικά πρόσωπα και ενώσεις προσώπων με συναφή εξειδίκευση, να θέτει σε δημόσια διαβούλευση, μέσω του διαδυσύου, σχέδια, προτάσεις και ερωτήματα σχετικά με την ενοποίηση, αναμόρφωση και συμπλήρωση του νομικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων και να επιδιώκει τη συνεργασία για την ανταλλαγή και τη διατύπωση απόψεων σε ζητήματα δημοσίων συμβάσεων εκ μέρους των αναθετουσών αρχών, οικονομικών φορέων και εμπειρογνωμόνων.
Στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου προβλέπεται η δυνατότητα συνεργασίας και υποστήριξης της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της από το Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου (Κ.Δ.Ε.Ο.Δ.) του ν. 717/1977 για την υλοποίηση κύριων και συμπληρωματικών δράσεων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων.

Άρθρο 7

Με τις διατάξεις του άρθρου 7 προβλέπεται η θέσπιση Κανονισμού της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και μετά από γνώμη της Αρχής εγκρίνεται ο Κανονισμός της. Στον Κανονισμό ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα λειτουργίας της Αρχής, εξειδικεύονται οι αρμοδιότητες που προβλέπονται στο άρθρο 2 του παρόντος, ορίζονται τα όργανα, ο τρόπος και η διαδικασία άσκησης κάθε αρμοδιότητάς της, καθώς και οι συναφείς υποχρεώσεις συνεργασίας των αναθετουσών αρχών και των εμπλεκομένων δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Επίσης, με τον ίδιο Κανονισμό ρυθμίζονται τα ειδικότερα στοιχεία που θα αποτελούν αντικείμενο συλλογής, επεξεργασίας και δημοσίευσης στην κεντρική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 2 περ. ι' ββ του σχεδίου νόμου.

Άρθρο 8

Με το άρθρο 8 ορίζονται οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. για τη διοίκηση και τη λειτουργία της ανεξάρτητης αρχής σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

Άρθρο 9

Με το άρθρο 9 ρυθμίζονται τα θέματα στελέχωσης του προσωπικού της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. Με την παράγραφο 1 συνιστώνται δεκαπέντε (15) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού του άρθρου 2 του π.δ. 50/2001 με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Στην ίδια διάταξη προβλέπεται ότι η άσκηση καθηκόντων ειδικού επιστήμονα της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. είναι ασυμβίβαστη και συνεπάγεται αναστολή της άσκησης του οικείου ελευθέριου επαγγέλματος ή λειτουργήματος
Με την παράγραφο 2 του παρόντος προβλέπεται ότι στις ως άνω θέσεις του ειδικού επιστημονικού προσωπικού προσλαμβάνονται επιστήμονες με τριετή, τουλάχιστον, εμπειρία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 ύστερα από προκήρυξη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., στην οποία εξειδικεύονται τα εκάστοτε απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του π.δ. 50/2001. Επιπλέον, ορίζεται ότι για την κάλυψη των άμεσων αναγκών της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. σε εξειδικευμένο προσωπικό, η πλήρωση των θέσεων μπορεί, κατά προτεραιότητα, να γίνει με τριετή απόσπαση, η οποία δύναται να ανανεωθεί μόνο μία φορά, προσωπικού που κατέχει τα ίδια προσόντα από τη Μονάδας Διαχείρισης του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης Α.Ε. (ΜΟΔ Α.Ε.). Η εν λόγω ρύθμιση εξυπηρετεί την επιτακτική ανάγκη άμεσης στελέχωσης της Αρχής με προσωπικό, το οποίο, λόγω της ενασχόλησής του με θέματα διαχείρισης κοινοτικών προγραμμάτων, διαθέτει εκτεταμένη εμπειρία και εξειδίκευση στο αντικείμενο των δημοσίων συμβάσεων τόσο σε επίπεδο εθνικού όσο και σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου. Επίσης, η πλήρωση των θέσεων είναι δυνατή και με απόσπαση αντίστοιχου προσωπικού ίδιας χρονικής διάρκειας ή μετάταξη αντίστοιχου προσωπικού από τους φορείς των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982. Η απόσπαση ή μετάταξη του εν λόγω προσωπικού διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, και ειδικά στην περίπτωση της μετάταξης ύστερα από προκήρυξη, στην οποία εξειδικεύονται τα εκάστοτε απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Με την παράγραφο 3 του παρόντος συνιστώνται για τη διοικητική υποστήριξη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. επτά (7) θέσεις μόνιμου προσωπικού του κλάδου Π Ε Διοικητικού - Οικονομικού, οι οποίες καλύπτονται με μετάταξη προσωπικού κατηγορίας ΠΕ από τους φορείς των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου θ του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από προκήρυξη, στην οποία εξειδικεύονται τα εκάστοτε απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Οι ανωτέρω θέσεις μπορούν να καλυφθούν και με τριετή απόσπαση προσωπικού από τους ίδιους ως άνω φορείς, η οποία δύναται να ανανεωθεί μία φορά με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού. Με την παράγραφο 4 του παρόντος για τη γραμματειακή υποστήριξη του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. συνιστώνται δύο (2) θέσεις γραμματέων, οι οποίες καλύπτονται με τριετή απόσπαση προσωπικού, δυνάμενη να ανανεωθεί μία φορά, από τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από πρόταση του οικείου μέλους της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. Το εν λόγω προσωπικό επανέρχεται αυτοδικαίως στη θέση του ταυτόχρονα με την αποχώρηση, για οποιονδήποτε λόγο, του οικείου μέλους της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. χωρίς άλλη διαδικασία. Ομοίως, το εν λόγω προσωπικό επανέρχεται οποτεδήποτε στη θέση του με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ύστερα από πρόταση του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Αρχής κατά περίπτωση.
Ειδικά για τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της Αρχής και προς τον σκοπό άμεσης κάλυψης των λειτουργικών και οργανωτικών αναγκών της προβλέπεται η δυνατότητα μετατάξεις ή αποσπάσεις να διενεργούνται κατά παρέκκλιση από την κείμενη νομοθεσία.
Στην παράγραφο 5 του παρόντος γίνεται μνεία για θέματα που αφορούν τα εργασιακά (υπηρεσιακά/πειθαρχικά συμβούλια), ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα του προσωπικού της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.

Άρθρο 10

Με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 συνιστάται μία (1) θέση Νομικού Συμβούλου, στην οποία προσλαμβάνεται με πάγια αντιμισθία δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω, ο οποίος διαθέτει δεκαετή, τουλάχιστον, εμπειρία και εξειδίκευση στο αντικείμενο του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν. 1649/1986, ενώ, επίσης, ι λόγω των αυξημένων καθηκόντων και της θέσης ευθύνης που θα κατέχει, προβλέπεται ότι η αμοιβή του ορίζεται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Στην παράγραφο 2 του σχεδίου νόμου καθορίζονται οι αρμοδιότητες που θα ασκεί ο Νομικός Σύμβουλος της Αρχής.
Στην παράγραφο 3 του παρόντος προβλέπεται ότι ο Νομικός Σύμβουλος δεν επιτρέπεται, για όσον χρόνο παρέχει νομικές υπηρεσίες στην Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., να παρέχει αντίστοιχες υπηρεσίες με οποιαδήποτε έννομη σχέση σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, σε θέματα δικαίου των δημοσίων συμβάσεων.
Με την παράγραφο 4 του παρόντος δίνεται η δυνατότητα στην Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. να προσφύγει σε υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου, με αιτιολογημένη απόφαση του Προέδρου της, μετά από εισήγηση του Νομικού Συμβούλου.

Άρθρο 11

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπεται η δημιουργία Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων (Μητρώο) στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας με σκοπό τη συλλογή, επεξεργασία και δημοσίευση στοιχείων που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής και συνάπτονται μεταξύ των φορέων του δημοσίου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 1Β του ν. 2362/1995 και τρίτων με αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών σε όλα τα στάδια ανάθεσης και εκτέλεσής τους.
Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 προβλέπεται ότι στο Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων καταχωρίζεται κάθε είδους γραπτή, ηλεκτρονική ή προφορική σύμβαση ή συμφωνία που αποβλέπει σε εκτέλεση έργου, παροχή υπηρεσιών ή προμήθεια αγαθών. Συμπεριλαμβάνονται με τον τρόπο αυτό οι συμφωνίες-πλαίσιο, οι συμβάσεις παραχώρησης, τα δυναμικά συστήματα αγορών, κ.ο.κ.
Από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού, εξαιρούνται ρητά οι συμβάσεις που αφορούν τους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, λόγω των ειδικών ρυθμίσεων που ισχύουν σε κοινοτικό επίπεδο για τους τομείς αυτούς, δεδομένου του ευαίσθητου χαρακτήρα τους. Οι εν λόγω ρυθμίσεις έχουν θεσπιστεί με την οδηγία 2009/81/ΕΚ (ΕΕ Ι. 216). Επιπροσθέτως, οι συμβάσεις των οποίων η εκτιμώμενη αξία, εκτός ΦΠΑ, είναι μικρότερη από τα κατώτερα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 8 τος Οδηγίας, καθώς και οι συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει των άρθρων 8,12 και 13 της Οδηγίας και του άρθρου 346 ΣΛΕΕ εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω οδηγίας, και ως εκ τούτου πρέπει ομοίως να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού.
Στην παράγραφο 2 προβλέπεται ότι το Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων αποτελείται από δύο επιμέρους υποσυστήματα. Το πρώτο αφορά την ηλεκτρονική καταχώριση των αιτημάτων που υποβάλλουν οι φορείς για τη σύναψη σύμβασης. Η υποχρέωση καταχώρισης αφορά το σύνολο των φορέων του δημοσίου τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 1Β του ν. 2362/1995. Ωστόσο, οι φορείς που υποχρεούνται να τηρήσουν τις διατάξεις του πδ 113/2010 καταχωρίζουν το αίτημα από τη στιγμή που έχει γίνει ήδη η σχετική ανάληψη υποχρέωσης (νομική δέσμευση). Ειδικά για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών απαιτείται να καταχωριστεί και η ένταξή τους στο Ενιαίο Πρόγραμμα Προμηθειών, εφόσον απαιτείται σύμφωνα με τον νόμο.Το δεύτερο αφορά την ηλεκτρονική καταχώριση των συμβάσεων, προκειμένου να υπάρχει η συστηματική καταγραφή τους και η παρακολούθηση της εκτέλεσης των δαπανών που αυτές προκαλούν. Για την επιτυχή επίτευξη του στόχου υπόχρεοι σε καταχώριση είναι όλοι οι φορείς του δημοσίου τομέα. Για τον ίδιο λόγο, επίσης, η καταχώριση δεν εξαρτάται από τον προϋπολογισμό ή τον τρόπο ανάθεσης, αφορά δηλαδή κάθε πρόκληση δαπάνης, έστω και ενός ευρώ, και κάθε τρόπο ανάθεσης, απευθείας, με διαπραγμάτευση, με διαγωνισμό, ανταγωνιστικό διάλογο, κ.ο.κ.
Με την παράγραφο 3 προβλέπεται διασύνδεση μεταξύ του Μητρώου και της Διαύγειας σε τεχνικό επίπεδο, με στόχο την ελαχιστοποίηση του διοικητικού βάρους των υπόχρεων φορέων και της απλοποίησης των διαδικασιών. Με κάθε καταχώριση στο Μητρώο θα τροφοδοτούνται με τα ίδια στοιχεία και τα αντίστοιχα μητρώα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Κάθε στοιχείο που θα καταχωρίζεται θα λαμβάνει μοναδικό Αριθμό Διαδικτυακής Ανάρτησης, βάσει του οποίου θα είναι δυνατός ο έλεγχος της καταχώρισης από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Με την παράγραφο 4 παρέχεται εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση με Υπουργική Απόφαση θεμάτων που αφορούν τη διασύνδεση του Μητρώου με τα παροαναφερόμενα Μητρώα, καθώς και τη διασύνδεση με άλλα μητρώα ή αρχεία που τηρούνται από υπηρεσίες του δημοσίου, με σκοπό την εύρυθμη παρακολούθηση της πορείας ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων για ελεγκτικούς, δημοσιονομικούς, στατιστικούς ή δικαστικούς σκοπούς.
Με την παράγραφο 5 παρέχεται εξουσιοδότηση να ρυθμισθούν λεπτομερειακά και τεχνικά θέματα σχετικά με την τήρηση, τη διαχείριση και τη λειτουργία του Μητρώου του άρθρου αυτού με κοινή Υπουργική Απόφαση.
Στην παράγραφο 6 ορίζεται ότι η καταχώριση του αιτήματος για τη σύναψη σύμβασης και της σύμβασης αποτελούν στοιχεία κανονικότητας της δαπάνης, ενώ στην παράγραφο 7 προβλέπεται ότι η πρόσβαση στα στοιχεία του Μητρώου τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, των κρατικών απορρήτων και κάθε άλλου απορρήτου ου προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.
Στην παράγραφο 8 ορίζεται ότι πέραν των νέων συμβάσεων που θα συναφθούν μετά την έναρξη εφαρμογής του νόμου, η υποχρέωση καταχώρισης αφορά και τις ήδη εκκρεμείς συμβάσεις, οι οποίες πρέπει σταδιακά να καταχωρισθούν προκειμένου στο πέρας της μεταβατικής περιόδου που δίνεται για το σκοπό αυτό να μπορούν να πληρωθούν οι σχετικές δαπάνες.
Τέλος, με την παράγραφο 9 προβλέπεται ότι για να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του Μητρώου σε τεχνικό αλλά και σε επιχειρησιακό επίπεδο, απαιτούνται τόσο ένα διάστημα δοκιμαστικής λειτουργίας όσο και η σταδιακή κλιμάκωση της υπηρεσίας. Για το λόγο αυτό προβλέπονται διαφορετικές ημερομηνίες για την καταχώριση των συμβάσεων, ξεκινώντας από τα Υπουργεία και επεκτείνοντας σταδιακά της εφαρμογή του νόμου στους λοιπούς φορείς του δημοσίου.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Σε κάθε περίοδο, αλλά ιδιαίτερα σε περίοδο οικονομικής κρίσης, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία στις επιχειρήσεις που για οποιονδήποτε λόγο βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία. Κοινωνικά είναι σημαντική η παροχή δεύτερης ευκαιρίας επειδή διασώζονται θέσεις εργασίας, τόσο στην ίδια την επιχείρηση, όσο και σε άλλες επιχειρήσεις (προμηθευτές, εμπορικούς αντιπροσώπους κλπ.) που συναλλάσσονται με αυτήν. Οικονομικά είναι σημαντική η παροχή δεύτερης ευκαιρίας, επειδή δεν χάνεται η άυλη αξία της επιχείρησης και επειδή δεν διακόπτεται η παραγωγική της δραστηριότητα. Επιπλέον η διάσωση επιχειρήσεων μπορεί να βοηθήσει και στην προσέλκυση επενδύσεων, αφού μπορεί να είναι ελκυστικότερο για τον επενδυτή να ξεκινήσει την επένδυση του με βάση μια υφιστάμενη επιχείρηση που χρειάζεται ρευστότητα για να διασωθεί και να αναπτυχθεί, παρά να ξεκινήσει από το μηδέν.
Η διάσωση της επιχείρησης απετέλεσε εκπεφρασμένο στόχο και του Πτωχευτικού Κώδικα, ο οποίος όμως επιχείρησε να τον επιτύχει κυρίως στο πλαίσιο της πτωχεύσεως, ιδίως με τον θεσμό του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Ωστόσο σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, οι οικονομικές και κοινωνικές αντιλήψεις στη χώρα μας συνδέουν την πτώχευση με την εκκαθάριση με αποτέλεσμα οι απόπειρες αναδιοργάνωσης στο πλαίσιο της πτώχευσης να υπονομεύονται από την απαξίωση της επιχείρησης στα μάτια των πελατών και προμηθευτών της. Επιπλέον η πτώχευση έχει πολλές και δυσμενείς νομικές συνέπειες για τον οφειλέτη, όπως είναι η λήξη συμβάσεων, η ανάκληση διοικητικών αδειών, η ενεργοποίηση ρητρών απώλειας δικαιωμάτων κλπ.
Για τους παραπάνω λόγους είναι κρίσιμη η ενίσχυση της δυνατότητας διάσωσης της επιχείρησης κατά το προπτωχευτικό στάδιο, πριν δηλαδή επέλθει απαξίωση της. Ο Πτωχευτικός Κώδικας προβλέπει για το προπτωχευτικό στάδιο τη διαδικασία της συνδιαλλαγής, ως μη συλλογικής, αλλά συμβατικής διαδικασίας. Ωστόσο η διαδικασία αυτή ενέχει από τη φύση της ένα βασικό μειονέκτημα - η συμφωνία που είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας δεν δεσμεύει τους μη συναινούντες πιστωτές. Έτσι όμως δημιουργείται αυτό που στην οικονομική επιστήμη αποκαλείται πρόβλημα της συλλογικής δράσης (collective action problem): ακόμη και αν όλοι οι πιστωτές αναγνωρίζουν ότι μια ρύθμιση των απαιτήσεών τους που θα διασώσει τον οφειλέτη θα είναι προς το συλλογικό συμφέρον, κάθε ένας χωριστά μπορεί να ελπίζει ότι οι λοιποί πιστωτές θα υποστούν το κόστος της ρύθμισης και θα εξυγιάνουν την επιχείρηση του οφειλέτη, χωρίς ο πιστωτής αυτός να υποστεί τις θυσίες της ρύθμισης.
Με το προτεινόμενο νέο έκτο κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα εισάγεται λοιπόν προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της νέας ρύθμισης είναι τα ακόλουθα:
α. Εισάγεται η δυνατότητα δέσμευσης και των μη συναινούντων πιστωτών, λύνοντας έτσι το προαναφερθέν πρόβλημα της συλλογικής δράσης.
β. Δίνεται η μεγαλύτερη δυνατή ευελιξία ως προς την κατάρτιση της συμφωνίας. Συγκεκριμένα δίνεται κατά το γαλλικό πρότυπο η δυνατότητα να καταλήξουν οφειλέτης και δανειστές σε συμφωνία χωρίς επίσημη διαδικασία διαπραγματεύσεων, με εμπιστευτικές διαπραγματεύσεις, ώστε να αποφεύγεται όπου είναι εφικτό (συνήθως όταν οι δανειστές είναι λίγοι και συνεργάζονται μεταξύ τους) η δημιουργία αβεβαιότητας ως προς την επιβίωση της επιχείρησης, που συνεπάγεται σήμερα η πανηγυρική υπαγωγή σε διαδικασία συνδιαλλαγής. Δίδεται έτσι η δυνατότητα η διαπραγμάτευση μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών να γίνεται πριν και εκτός διαδικασίας, η συμφωνία δε να υποβάλλεται στο δικαστήριο για επικύρωση μετά τη σύναψη της («prepackaged plan»), ώστε να καταστεί δεσμευτική για όλους τους πιστωτές. Στην περίπτωση που επιλέγεται η διαδικασία επίσημης διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης δίνονται δύο δυνατότητες - είτε να συνάπτουν τη συμφωνία απευθείας οι πιστωτές, είτε να συγκαλείται συνέλευση των πιστωτών. Η δεύτερη, πιο "βαριά" διαδικασία αναμένεται ότι θα χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που υπάρχει πληθώρα πιστωτών που είναι δύσκολο να συντονιστούν διαφορετικά.
γ. Ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης δίνεται ευρύτατη διακριτική ευχέρεια στα μέρη με ενδεικτική αναφορά διαφόρων μέτρων από τα πιο ήπια (π.χ. απλή παράταση του χρόνου αποπληρωμής υποχρεώσεων) μέχρι τα πιο δραστικά (π.χ. κεφαλαιοποίηση των χρεών ή και μεταβίβαση της επιχείρησης), ώστε να καλύπτονται κατά το δυνατό όλες οι περιπτώσεις ανάλογα με την έκταση του προβλήματος της επιχείρησης.
Η ανάγκη της διάσωσης της επιχείρησης δεν έρχεται σε σύγκρουση, αλλά αντίθετα συμπλέει με τα συμφέροντα των πιστωτών, αφού κατά κανόνα οι πιστωτές θα ικανοποιηθούν περισσότερο από μια λειτουργούσα επιχείρηση, από ό,τι θα ικανοποιούνταν από την αναγκαστική πώληση των περιουσιακών της στοιχείων. Στις λίγες περιπτώσεις που η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων είναι ευνοϊκότερη για τους πιστωτές από τη διάσωση της επιχείρησης θα πρόκειται για επιχειρήσεις μεσοπρόθεσμα μη βιώσιμες, η απόπειρα διάσωσης των οποίων δεν είναι κοινωνικά και οικονομικά επωφελής, αφού είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Για τον λόγο αυτόν τίθεται ως κριτήριο της διαδικασίας εξυγίανσης το να μη παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Με τον τρόπο αυτό και οι νέες διατάξεις εναρμονίζονται με τον σκοπό του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως εξαγγέλλεται στο άρθρο 1 τούτου.
Η διάσωση της επιχείρησης δεν σημαίνει αναγκαία και τη διάσωση του φορέα της - του επιχειρηματία. Αυτό θα ήταν αντίθετο με την οικονομική λογική, αφού στην περίπτωση της επιτυχίας της επιχείρησης ο επιχειρηματίας καρπώνεται τα κέρδη και συνεπώς πρέπει κατά κύριο λόγο να υφίσταται από την άλλη πλευρά τις οικονομικές συνέπειες της αποτυχίας. Και κοινωνικά όμως μπορεί να είναι άδικη η διάσωση του επιχειρηματία σε βάρος των πιστωτών, που συχνά είναι περισσότερο άξιοι προστασίας (π.χ. εργαζόμενοι, προμηθευτές, ασφαλιστικά ταμεία κλπ.). Είναι λοιπόν ενδεχόμενο η διάσωση της επιχείρησης να συνεπάγεται την απώλεια του ελέγχου της από τον επιχειρηματία, όπως θα συμβαίνει όταν η διάσωση θα γίνεται με μεταβίβαση της επιχείρησης ή (ενδεχομένως) με κεφαλαιοποίηση χρεών. Ο νομοθέτης δεν επιδιώκει να ρυθμίσει σε ποιο βαθμό θα επέρχεται απώλεια της επιχείρησης για τον επιχειρηματία, αφήνοντας τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών να καθορίσουν τα αποτελέσματα αυτά. Ωστόσο για την αποφυγή καταχρηστικής συμπεριφοράς από τους μετόχους ή εταίρους του οφειλέτη επιτρέπει υπό προϋποθέσεις στο πτωχευτικό δικαστήριο να παρέμβει και να τους εξαναγκάσει να συμπράξουν στη διάσωση της επιχείρησης. Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με το ήδη υφιστάμενο άρθρο 98 του Πτωχευτικού Κώδικα οι διοικητές των κεφαλαιουχικών εταιρειών έχουν υποχρέωση να εργαστούν για την αποφυγή της πτώχευσης τους. Είναι προφανές ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να συνίσταται και στη σύμπραξη σε επιτυχή εξυγίανση σε περίπτωση που είναι εφικτή. Επομένως σε περίπτωση αδικαιολόγητης άρνησης ή παράλειψης των διοικητών κεφαλαιουχικής εταιρείας να συνάψουν συμφωνία εξυγίανσης μπορεί να γεννάται ευθύνη τους για την αποζημίωση των πιστωτών σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 2 του Πτωχευτικού Κώδικα.

11. Επί των άρθρων Άρθρο 12

Άρθρο 99
Το άρθρο αυτό επιγράφεται διαδικασία εξυγίανσης και περιέχει γενικές διατάξεις που αφορούν όλα τα στάδια της διαδικασίας.
Στο εν λόγω άρθρο ορίζονται οι προϋποθέσεις υπαγωγής ενός οφειλέτη στη διαδικασία εξυγίανσης. Ο οφειλέτης πρέπει να έχει πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1. Επίσης πρέπει να έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα. Στο σημείο αυτό η προτεινόμενες διατάξεις εναρμονίζονται με τη ρύθμιση του Κανονισμού 1346/2000, ο οποίος προβλέπει ότι κατ' αρχήν οι δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι μόνο διαδικασίες εκκαθάρισης.
Καινοτομία των νέων διατάξεων είναι ότι επιτρέπουν την υπαγωγή σε προπτωχευτική διαδικασία και των οφειλετών που βρίσκονται ήδη σε παύση πληρωμών, αφού κρίνεται ότι και για τους οφειλέτες αυτούς η προπτωχευτική διαδικασία μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα από την πτώχευση. Στην περίπτωση όμως αυτή ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση του να υποβάλει αίτηση πτωχεύσεως, αλλά, αν γίνει δεκτή η υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης, η εξέταση της αίτησης πτώχευσης αναστέλλεται. Επίσης, αναστέλλεται η εξέταση αιτήσεων πτώχευσης που είχε ήδη τυχόν υποβληθεί από τον οφειλέτη, ή που υποβάλλονται από πιστωτές ή από τον εισαγγελέα πρωτοδικών.
Είναι πιθανό η ανώνυμη εταιρεία - οφειλέτης να έχει απωλέσει άνω του 90% του κεφαλαίου της και συνεπώς να συντρέχει περίπτωση λύσης της κατά το άρθρο 48 κ.ν. 2190/1920. Η λύση της εταιρείας αντιστρατεύεται στον σκοπό της εξυγίανσης και ως εκ τούτου προβλέπεται η αναστολή της σχετικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της εξυγίανσης. Το ίδιο ισχύει σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 45 παρ. 2 ν. 3190/1955, αν ο οφειλέτης είναι ΕΠΕ.
Η επιτυχία της διαδικασίας εξυγίανσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ταχύτητά της, αφού όσο διαρκεί η διαδικασία και η συναφής αβεβαιότητα η επιχείρηση απαξιώνεται. Για τον λόγο αυτόν ορίζεται ότι το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και οι αποφάσεις του κατ' αρχήν δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα.
Άρθρο 100
Με το άρθρο αυτό ρυθμίζεται το περιεχόμενο της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης. Καινοτομία της διάταξης αποτελεί η θέσπιση της υποχρέωσης η αίτηση να συνοδεύεται από έκθεση εμπειρογνώμονα. Σημειώνεται ότι η διαδικασία της εξυγίανσης απαιτεί από το δικαστήριο να προβεί σε εκτιμήσεις οικονομικού περιεχομένου, για τις οποίες η συνδρομή ενός εμπειρογνώμονα είναι απαραίτητη. Για τον λόγο αυτόν προβλέπεται η σύνταξη έκθεσης από πραγματογνώμονα σε διάφορα στάδια της διαδικασίας. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι ο εμπειρογνώμονας θα έχει πράγματι τις αναγκαίες γνώσεις και εμπειρία για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, ορίζεται ότι αυτός πρέπει να είναι πιστωτικό ίδρυμα, νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο. Τέλος για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας ορίζεται ότι η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από παράβολο.
Άρθρο 101
Με το άρθρο αυτό ορίζονται οι προϋποθέσεις για την έκδοση της απόφασης για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης, η δημοσιότητα που πρέπει να λαμβάνει η απόφαση αυτή και η δυνατότητα έφεσης μόνο κατά τυχόν απορριπτικής απόφασης.
Άρθρο 102
Το άρθρο αυτό ρυθμίζει τη δυνατότητα διορισμού μεσολαβητή και ειδικού εντολοδόχου και ορίζει τα καθήκοντά τους. Καινοτομία αποτελεί το ότι ο διορισμός μεσολαβητή δεν είναι υποχρεωτικός, αφού κατά τις περιστάσεις η ύπαρξη μεσολαβητή μπορεί να μην είναι απαραίτητη και δεν είναι σκόπιμο να επιβαρύνεται η διαδικασία με κόστος, όπου δεν είναι αναγκαίο. Καινοτομία αποτελεί επίσης η δυνατότητα διορισμού ειδικού εντολοδόχου, ο οποίος μπορεί να είναι χρήσιμος ιδίως για τη διαφύλαξη της περιουσίας του οφειλέτη. Στην περίπτωση που ο οφειλέτης έχει περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό, ο διορισμός ειδικού εντολοδόχου μπορεί να διευκολύνει την αναγνώριση της ελληνικής διαδικασίας εξυγίανσης σε κράτη {όπως η Ελλάδα, ν. 3858/2010), που έχουν υιοθετήσει τον πρότυπο νόμο της UNCITRAL για τη διασυνοριακή πτώχευση. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση που η διαδικασία εξυγίανσης περιλαμβάνει το διορισμό ειδικού εντολοδόχου και οι εξουσίες του περιορίζουν την εξουσία διαχείρισης της περιουσίας του από τον οφειλέτη, η διαδικασία εξυγίανσης θα εμπίπτει στο άρθρο 1 παρ. 1 του Κανονισμού 1346/2000 και για τον λόγο αυτόν θα πρέπει οι αρμόδιες υπηρεσίες να ζητήσουν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την κίνηση των διαδικασιών για την προσθήκη αυτής της διαδικασίας στο Παράρτημα Α του Κανονισμού.
Άρθρο 103
Με το άρθρο αυτό προβλέπεται η δυνατότητα λήψης προληπτικών μέτρων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης, ώστε να αποφευχθεί η επιδείνωση της οικονομικής θέσης του οφειλέτη. Τα προληπτικά μέτρα ισχύουν από την κατάθεση της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης και μέχρι τη λήξη της, οπότε με την τυχόν άπρακτη παρέλευση της σχετικής προθεσμίας αίρονται αυτοδικαίως. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη. Από τα προληπτικά μέτρα δεν θίγονται οι συμφωνίες χρηματοοικονομικής ασφάλειας και οι ρήτρες εκκαθαριστικού συμψηφισμού, επειδή αυτό επιβάλλεται από την οδηγία 2002/47/ΕΚ και επειδή οι συμφωνίες αυτές εξυπηρετούν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Σημαντική είναι η ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν αποτελεί αυτόματη συνέπεια της έναρξης της διαδικασίας εξυγίανσης, αλλά μπορεί να επιβάλλεται από το δικαστήριο ως προληπτικό μέτρο. Με τον τρόπο αυτόν επιδιώκεται να περιοριστεί το φαινόμενο της υποβολής αίτησης υπαγωγής σε προπτωχευτική διαδικασία χωρίς πρόθεση επίτευξης συμφωνίας, αλλά μόνο για την αναστολή των ατομικών διώξεων.
Στα προληπτικά μέτρα μπορούν για σπουδαίους επιχειρηματικούς ή κοινωνικούς λόγους να εισάγονται εξαιρέσεις εξ αρχής ή με μεταρρύθμιση της απόφασης μετά από αίτηση πρόσωπου που έχει έννομο συμφέρον. Οι εξαιρέσεις μπορούν να εισάγονται κατά περίπτωση, ώστε να αποφεύγονται επιμέρους άδικα αποτελέσματα, χωρίς να θίγεται η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας εξυγίανσης.
Άρθρο 104
Με το άρθρο αυτό ορίζεται η προθεσμία για τη σύναψη συμφωνίας με την τυχόν άπρακτη πάροδο της οποίας η διαδικασία εξυγίανσης θεωρείται περαιωμένη. Πάντως, αν μετά την πάροδο της προθεσμίας τα μέρη έλθουν σε συμφωνία, μπορούν να ζητήσουν την άμεση επικύρωσή της σύμφωνα με το άρθρο 106β. Με τη δεύτερη παράγραφο θεσπίζεται η υποχρέωση συνεργασίας του οφειλέτη με τον τυχόν μεσολαβητή, τον εμπειρογνώμονα και τους πιστωτές κατά τις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης.
Άρθρο 105
Με το άρθρο αυτό δίνεται η δυνατότητα σύγκλησης συνέλευσης πιστωτών. Η σύγκληση τέτοιας συνέλευσης είναι δυνητική και αναμένεται ότι θα είναι χρήσιμη ιδίως σε περιπτώσεις που υπάρχει πληθώρα δανειστών και είναι δύσκολη η απευθείας διαπραγμάτευση του οφειλέτη μαζί τους. Το άρθρο περιέχει επίσης λεπτομερείς ρυθμίσεις ως προς τους πιστωτές που δικαιούνται να μετάσχουν στη συνέλευση και ως προς την πρόσκληση της συνέλευσης.
Άρθρο 106
Το άρθρο αυτό ρυθμίζει τη διαδικασία της συνέλευσης. Διατηρείται ως προς την απαιτούμενη πλειοψηφία το ποσοστό 60% συμπεριλαμβανομένου του 40% των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστώσεων που προβλέπεται από τον Πτωχευτικό Κώδικα και ως προς το σχέδιο αναδιοργάνωσης και προβλεπόταν και στο άρθρο 44 ν. 1892/1990.
Άρθρο 106α
Το άρθρο αυτό ορίζει ότι η συμφωνία εξυγίανσης υπογράφεται αν μεν έχει λάβει χώρα συνέλευση των πιστωτών από τα πρόσωπα που παρίστανται ή έχουν εξουσιοδοτηθεί από τη συνέλευση ή από το σύνολο των πιστωτών που την υπερψηφίζουν, ενώ, αν δεν έχει λάβει χώρα συνέλευση, απευθείας από πιστωτές που σχηματίζουν την απαιτούμενη πλειοψηφία.
Άρθρο 106β
Με το άρθρο αυτό δίνεται η δυνατότητα να συναφθεί συμφωνία με τους πιστωτές χωρίς να προηγηθεί διαδικασία εξυγίανσης, όπως ήταν δυνατόν και υπό το καθεστώς του ν. 1892/1990. Είναι φανερό ότι σε όσες περιπτώσεις είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας με εμπιστευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών, τα μέρη θα την προτιμήσουν, αφού έτσι ο οφειλέτης δεν χρειάζεται να δηλώσει στην αγορά τα οικονομικά του προβλήματα, παρά μόνο όταν θα είναι δεδομένη και η λύση τους.
Άρθρο 106γ
Σε αντίθεση με τη ρύθμιση του άρθρου 44 ν. 1892/1990 δεν απαιτείται σε κάθε περίπτωση συναίνεση της πλειοψηφίας των μετόχων ή εταίρων του οφειλέτη για τη σύναψη συμφωνίας με τους πιστωτές. Σε όσες περιπτώσεις η σύναψη της συμφωνίας εμπίπτει στο πλαίσιο της εκπροσωπευτικής εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών του οφειλέτη, η συμφωνία θα μπορεί να συναφθεί με μόνη την απόφαση των οργάνων αυτών. Η σύμπραξη της συνέλευσης των μετόχων ή εταίρων απαιτείται μόνο όταν κατά το δίκαιο των εταιρειών απαιτείται η λήψη απόφασης της συνέλευσης για την εκπλήρωση ενός όρου της συμφωνίας, όπως ιδίως θα συμβαίνει αν συμφωνείται κεφαλαιοποίηση χρεών.
Καινοτομία της ρύθμισης αποτελεί η δυνατότητα του δικαστηρίου να υποκαταστήσει τη βούληση μετόχων ή εταίρων, που καταχρηστικά δεν συμπράττουν στη συμφωνία εξυγίανσης, παρεμποδίζοντας τη λήψη αποφάσεων σε ζητήματα εταιρικού δικαίου (π.χ. την αύξηση κεφαλαίου). Η ρύθμιση αυτή δεν θίγει το συνταγματικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας των μετόχων, αφού η κατάχρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας δεν επιτρέπεται (άρθρο 25 παρ. 3 Σ), ούτε το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού δεν παρακάμπτεται η αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης.
Άρθρο 106δ
Το άρθρο αυτό επαναλαμβάνει τη ρύθμιση του υφιστάμενου άρθρου 102 και επιτρέπει στο δημόσιο και στους λοιπούς φορείς του δημοσίου τομέα να συμπράττουν σε διαδικασίες εξυγίανσης με τους ίδιους όρους που θα το έπραττε και ένας ιδιώτης, όταν δηλαδή η σύμπραξη στη συμφωνία εξυπηρετεί τα συμφέροντα του δημοσίου φορέα ως πιστωτή.
Άρθρο 106ε
Η πρώτη παράγραφος του άρθρου αυτού ορίζει ότι αντικείμενο της συμφωνίας οφειλέτη και πιστωτών μπορεί να είναι οποιαδήποτε ρύθμιση του ενεργητικού και του παθητικού του οφειλέτη. Στην ίδια παράγραφο παρατίθενται ενδεικτικά πιθανοί όροι που μπορεί να περιλαμβάνονται στη συμφωνία εξυγίανσης. Προδήλως οι όροι αυτοί μπορούν να συνδυάζονται μεταξύ τους με όποιον τρόπο κρίνουν τα συμβαλλόμενα μέρη.
Η δεύτερη παράγραφος ρυθμίζει την τύχη των εγγυήσεων και λοιπών συμβάσεων με αντίστοιχο περιεχόμενο σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης της απαίτησης υπέρ της οποίας έχει χορηγηθεί η εγγύηση. Στην περίπτωση αυτή η απαλλαγή του εγγυητή όχι μόνο θα είναι κατά κανόνα άδικη, αλλά θα δημιουργήσει και αντικίνητρο στους εξασφαλισμένους με εγγύηση πιστωτές να συμπράξουν στη συμφωνία. Για τον λόγο αυτό προκρίνεται η τροπή της εγγύησης ή άλλης αντίστοιχης σύμβασης σε δικαίωμα προαίρεσης του πιστωτή να πωλήσει τις μετοχές που θα προκύψουν από την κεφαλαιοποίηση στον εγγυητή. Πάντως προβλέπεται και η δυνατότητα αντίθετης συμφωνίας, οπότε είναι δυνατόν να συμφωνηθεί ακόμη και απαλλαγή εν όλω ή εν μέρει των εγγυητών ή άλλων συνοφειλετών (π.χ. οφειλετών από την αδικοπραξία έκδοσης ακάλυπτης επιταγής). Σημειώνεται ότι η απαλλαγή των εγγυητών μπορεί να εξυπηρετεί την εξυγίανση. Π.χ. ενδέχεται μέτοχος που έχει παράσχει εγγύηση να είναι διατεθειμένος να καλύψει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του οφειλέτη με αντάλλαγμα την απαλλαγή του από την εγγύηση.
Αντίθετα με την υφιστάμενη ρύθμιση, η μη τήρηση της συμφωνίας δεν αποτελεί αυτόματο λόγο λύσης της. Η αυτόματη λύση της συμφωνίας εξυγίανσης σε περίπτωση μη τήρησής της μπορεί να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στη λειτουργία της επιχείρησης μετά από τη συμφωνία εξυγίανσης, αφού οι συναλλασσόμενοι με την επιχείρηση θα έχουν το φόβο ότι παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση έχει καταστεί φερέγγυα με τη συμφωνία, μπορεί ξαφνικά να καταστεί εκ νέου αφερέγγυα, αν δεν τηρήσει τους όρους της συμφωνίας. Ως εκ τούτου προκρίθηκε αντί της αυτόματης λύσης της συμφωνίας η παροχή στα μέρη της δυνατότητας να θέσουν τη μη τήρηση των όρων της (ή προδήλως ορισμένων εξ αυτών) ως διαλυτική αίρεση ή ως λόγο καταγγελίας της συμφωνίας.
Η επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης αποτελεί κατ7 αρχήν προϋπόθεση της ισχύος της, αφού κατά τεκμήριο τα μέρη δεν θα ήθελαν τη συμφωνία, αν δεν δεσμεύονταν και οι μη συναινούντες πιστωτές. Πάντως δίνεται στα μέρη η δυνατότητα να ορίσουν ότι το σύνολο ή μέρος των όρων της συμφωνίας θα ισχύουν και χωρίς την επικύρωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου.
Άρθρο 106στ
Το άρθρο αυτό ρυθμίζει το περιεχόμενο της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας, την έκθεση του εμπειρογνώμονα που πρέπει να τη συνοδεύει και τα πρόσωπα που κλητεύονται για τη συζήτηση της αίτησης.
Άρθρο 106ζ
Το άρθρο αυτό ρυθμίζει την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης. Τίθενται οι θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις για την επικύρωση στις παραγράφους 1 και 2 αντίστοιχα. Η απαρίθμηση των λόγων μη επικύρωσης στην παράγραφο 2 αποσκοπεί στη δημιουργία ασφάλειας δικαίου ως προς τους λόγους μη επικύρωσης και να περιορίσει την ανάγκη προσφυγής στις γενικές ρήτρες του αστικού δικαίου. Σημειώνεται ότι η περίπτωση (γ) αποβλέπει στην αποτροπή αθέμιτων πρακτικών, όπως η συμπαιγνία του οφειλέτη με ορισμένους από τους πιστωτές του, ιδίως όταν πιστωτές είναι και πρόσωπα συνδεδεμένα με τον οφειλέτη.
Ως αθέμιτη ή κακόπιστη θα θεωρηθεί η συμπεριφορά που αντίκειται στις επιταγές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών με την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς στο άρθρο 281 ΑΚ. Ενδεικτικά κακόπιστη θα πρέπει να θεωρηθεί η προσχηματική παροχή εμπράγματης ασφάλειας (π.χ. προσημείωσης υποθήκης) με τάξη που δεν διασφαλίζει την κατάταξη σε περίπτωση πλειστηριασμού, ώστε οι σχετικές απαιτήσεις να συμπεριληφθούν στις εμπραγμάτως ασφαλισμένες, η επιλεκτική παροχή ή υπόσχεση ωφελημάτων σε ορισμένους πιστωτές εκτός του πλαισίου της συμφωνίας εξυγίανσης και άλλες αντίστοιχες πρακτικές.
Καινοτομία της προτεινόμενης διάταξης αποτελεί η δυνατότητα του δικαστηρίου αντί της απόρριψης της αίτησης επικύρωσης να ζητήσει την παροχή διευκρινίσεων ή την τροποποίηση της συμφωνίας. Έτσι αποφεύγεται η απόρριψη της αίτησης, αν μπορεί να διασωθεί η συμφωνία.
Πρόσωπα που δεν έχουν κλητευθεί στη συζήτηση της αίτησης, όπως ιδίως μη συναινούντες πιστωτές, μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή κατά της απόφασης για την επικύρωση. Τάσσεται όμως σύντομη προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος αυτού, ώστε να μην παρατείνεται η αβεβαιότητα ως προς την ισχύ της συμφωνίας. Επίσης προκειμένου να αποφεύγεται όπου είναι δυνατό η ανατροπή της συμφωνίας εξυγίανσης, ορίζεται ότι η αποδοχή της τριτανακοπής οδηγεί σε ακύρωση της συμφωνίας μόνο αν δεν είναι εφικτή η διατήρηση της συμφωνίας με επανυπολογισμό μόνο του ποσού που θα λάβει το πρόσωπο που άσκησε την τριτανακοπής.
Άρθρο 106η
Το άρθρο αυτό ρυθμίζει τις συνέπειες της επικύρωσης της συμφωνίας, κυριότερη από τις οποίες είναι η δέσμευση των πιστωτών που δεν έχουν συμπράξει σ' αυτήν. Για τη διασφάλιση της τήρησης της συμφωνίας, ορίζεται ότι η απόφαση για την επικύρωση της αποτελεί εκτελεστό τίτλο.
Άρθρο 106Θ
Το άρθρο αυτό ρυθμίζει ειδικότερα την περίπτωση που η συμφωνία εξυγίανσης προβλέπει τη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης του οφειλέτη είτε σε τρίτο πρόσωπο, είτε σε εταιρεία που συστήνουν οι πιστωτές με εισφορά των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη. Δίνεται πάντως η δυνατότητα ο αποκτών την επιχείρηση να αναλαμβάνει και ορισμένες από τις υποχρεώσεις του οφειλέτη. Ρυθμίζεται η μεταβίβαση των εκκρεμών συμβάσεων, ενώ διευκολύνεται η μεταβίβαση των διοικητικών αδειών και αποτρέπονται δυσμενείς φορολογικές συνέπειες της μεταβίβασης.
Η μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη πρέπει να διακρίνεται από τη μεταβίβαση των μετοχών ή εταιρικών μεριδίων του οφειλέτη. Με τη μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη εν όλω ή εν μέρει προκύπτει τίμημα που καταβάλλεται στον οφειλέτη και χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των πιστωτών του.
Το σχέδιο νόμου προβλέπει σειρά δυνατοτήτων εξυγίανσης της επιχείρησης του οφειλέτη μέσω της μεταβίβασης της εν όλω ή εν μέρει. Η ύπαρξη μεγάλης ευελιξίας και πολλών εναλλακτικών δυνατοτήτων είναι απαραίτητες για να επιτυγχάνεται σε κάθε περίπτωση η εξυγίανση με τον τρόπο που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ειδικές συνθήκες κάθε επιχείρησης.
Άρθρο 106ι
Το άρθρο αυτό ρυθμίζει την ανεξαρτησία, την αμοιβή, το καθήκον εμπιστευτικότητας και την ευθύνη των οργάνων της διαδικασίας, δηλαδή των εμπειρογνωμόνων και του τυχόν μεσολαβητή και ειδικού εντολοδόχου. Η ευθύνη των πρόσωπων αυτών περιορίζεται στη θετική ζημία που τυχόν προκαλούν και ως μέτρο της ευθύνης για τον πραγματογνώμονα που καλείται να εκφράσει κρίση επί δυσχερών θεμάτων τίθενται ο δόλος και η βαρεία αμέλεια, προκειμένου να μη δημιουργηθούν αντικίνητρα στην ανάληψη αυτών των καθηκόντων.
Άρθρο 106ια
Με τα άρθρα 99-106ι επιχειρείται η εξυγίανση επιχειρήσεων μέσω της επίτευξης συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και της πλειοψηφίας των πιστωτών. Η συναινετική αυτή εξυγίανση είναι προτιμητέα, επειδή έχει κατά κανόνα μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ενδεχόμενο να μη μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία, όμως η επιχείρηση να μπορεί να διασωθεί ως λειτουργικό σύνολο. Στις περιπτώσεις αυτές το γενικό συμφέρον επιβάλει τη διάσωση της επιχείρησης με τη γρήγορη πώληση του ενεργητικού της σε ενδιαφερόμενους επενδυτές προς όφελος τόσο της εθνικής οικονομίας (αφού διασώζονται έτσι παραγωγικές μονάδες), όσο και της κοινωνίας με τη διατήρηση θέσεων εργασίας. Άλλωστε η ταχεία πώληση του ενεργητικού που αποτρέπει την απαξίωση της επιχείρησης είναι κατά κανόνα και προς το συμφέρον των πιστωτών.
Για τον σκοπό αυτόν με το άρθρο 106ια επανέρχεται ο θεσμός της ειδικής εκκαθάρισης. Η προσφυγή στην ειδική εκκαθάριση πρέπει να γίνεται μόνο όταν η επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης δεν είναι δυνατή. Για τον λόγο αυτό, όσο εκκρεμεί διαδικασία εξυγίανσης κατά τα άρθρα 99 επ. αναστέλλεται η συζήτηση αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης.
Παρά τη σε γενικές γραμμές θετική λειτουργία του θεσμού της ειδικής εκκαθάρισης υπό το καθεστώς των άρθρων 46-46β ν. 1892/1990, στο παρελθόν είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο η ειδική εκκαθάριση σε ορισμένες περιπτώσεις να μη χρησιμοποιείται για μια γνήσια προσπάθεια διάσωσης της επιχείρησης, αλλά για να επέλθει παρέλκυση της πτώχευσης. Για την αποφυγή του κινδύνου αυτού η προτεινόμενη διάταξη εισάγει μια σειρά από ασφαλιστικές δικλείδες. Οι κυριότερες από αυτές είναι οι ακόλουθες:
α) Τίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης η βεβαίωση της ύπαρξης αξιόχρεου επενδυτή ενδιαφερόμενου για την αγορά του ενεργητικού της επιχείρησης. Με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται ότι η διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης θα εφαρμόζεται μόνο όταν οι πιθανότητες επιτυχίας της είναι αυξημένες, λόγω της ύπαρξης ενός τουλάχιστον ενδιαφερομένου.
β) Επίσης ως προϋπόθεση του παραδεκτού τίθεται η βεβαίωση της διαθεσιμότητας των απαιτούμενων για την ειδική εκκαθάριση κεφαλαίων.
γ) Τέλος, η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν αποτελεί, όπως στο παρελθόν, αυτοδίκαιη συνέπεια της υποβολής της σχετικής αίτησης, αλλά μπορεί να χορηγηθεί μόνο κατόπιν σχετικής δικαστικής κρίσης.

Άρθρο 13

Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού παρατείνεται η προθεσμία υποβολής αίτησης πτώχευσης από τον οφειλέτη από 15 σε 30 ημέρες. Αυτό κατέστη αναγκαίο αφού ο οφειλέτης πλέον έχει τη δυνατότητα συνυποβολής αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία της εξυγίανσης, η οποία απαιτεί περισσότερο χρόνο προετοιμασίας από μια απλή αίτηση πτώχευσης.
Με την παράγραφο 3 διορθώνεται η πρώτη παράγραφος του άρθρου 26 που είχε επικριθεί από την κρατούσα γνώμη στη θεωρία ως αντισυνταγματική.
Με τις παραγράφους 4 και 5 προσαρμόζονται διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα στην αντικατάσταση του έκτου κεφαλαίου, ενώ με την παράγραφο 6 διασφαλίζεται ότι η ζημία που προκύπτει από τη διαγραφή απαιτήσεων κατά τη διαδικασία αυτή θα εκπίπτεται φορολογικά.

Άρθρο 14

Με το άρθρο αυτό ρυθμίζονται οι εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, διαδικασίες και αιτήσεις, δίνοντας στα μέρη τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ των παλαιών και των νέων διατάξεων. Στην περίπτωση επιλογής των νέων διατάξεων τα μέρη θα υποβάλουν αίτηση για την επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης, χωρίς να απαιτείται άλλη διαδικασία για την επιλογή αυτή.

Άρθρο 15

Με τις παραγράφους 1 έως 10 του άρθρου αυτού συστήνεται εξωδικαστικό όργανο επίλυσης διαφορών που αφορούν την αναπροσαρμογή του μισθώματος των εμπορικών μισθώσεων. Η σύσταση των Επιτροπών Διακανονισμού στην έδρα κάθε περιφερειακής ενότητας, αποσκοπεί στην ταχεία και αποτελεσματική εξωδικαστική επίλυση διαφορών που αφορούν το ύφος του μισθώματος στις εμπορικές μισθώσεις, χωρίς να επιβαρύνει τους ενδιαφερόμενους με δικαστικά κόστη, δυσκίνητες διαδικασίες και μακρές προθεσμίες. Η επίτευξη συμβιβασμού από τα μέρη ενώπιον της Επιτροπής επέχει θέση δικαστικού συμβιβασμού και το Πρακτικό που υπογράφεται αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Εντούτοις, η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, δεν υποκαθιστά τα Δικαστήρια, και σε καμία περίπτωση δεν στερεί τους ενδιαφερόμενους από το δικαίωμα προσφυγής σ' αυτά. Η Επιτροπή Διακανονισμού συγκροτείται από έναν Πάρεδρο ή Δικαστικό Αντιπρόσωπο, έναν κοινό εκπρόσωπο των επαγγελματικών και επιστημονικών φορέων και έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων. Η ισομερής συμμετοχή εκπροσώπων των επαγγελματιών - μισθωτών και εκπροσώπων των ιδιοκτητών - εκμισθωτών διασφαλίζει την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία της Επιτροπής. Περαιτέρω, η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής διέπεται από την αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης των μερών και της πρόσβασης στα υποβαλλόμενα έγγραφα.
Με την προτεινόμενη στην παράγραφο 11 ρύθμιση εξασφαλίζεται η συνέχεια των μισθώσεων των θεατρικών και κινηματογραφικών χώρων, είτε είναι θερινοί ή χειμερινοί είτε διατηρητέοι ή μη. Η ρύθμιση των μισθώσεων των θεάτρων και των κινηματογράφων συναρτάται και προς την συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση της Πολιτείας για την προαγωγή της τέχνης. Είναι δεδομένο ότι οι κινηματογράφοι και τα θέατρα προσφέρουν στην πολιτιστική ζωή του τόπου. Λαμβάνοντας υπ' όψιν την ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο που διανύει η χώρα, κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο να παραταθούν οι μισθώσεις των χώρων αυτών για πέντε (5) επιπλέον έτη ώστε να στηριχτούν τα θέατρα και οι κινηματογράφοι σε αυτή τη κρίσιμη οικονομική συγκυρία.
Με τις ρυθμίσεις των παραγράφων 12 εώς 15 αφενός παρέχεται η δυνατότητα παράτασης των μισθώσεων ακινήτων στα οποία στεγάζονται τουριστικές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία), που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. ή την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου μέχρι δώδεκα (12) έτη από τη λήξη τους και αφετέρου, προβλέπεται το ετήσιο μίσθωμα να μη μπορεί να συμφωνηθεί κατώτερο του 4,8% της εκάστοτε ισχύουσας αντικειμενικής αξίας του μισθίου ή της αγοραίας αξίας αυτού, στην περίπτωση των περιοχών όπου δεν ισχύει το σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων με αντικειμενικά κριτήρια. Η δυνατότητα παράτασης των ως άνω μισθωτικών συμβάσεων μέχρι δώδεκα χρόνια από τη λήξη τους, αλλά και η μείωση του ποσοστού επί της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων βάσει του οποίου προσδιορίζεται το ετήσιο μίσθωμα από 6%, που ισχύει σήμερα, σε 4,8%, αποτελούν πρόσφορα μέτρα προκειμένου να τονωθεί η οικονομική δυναμική των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και να αποφευχθούν νέα κρούσματα «κλειστών» ξενοδοχείων. Παράλληλα, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις βρίσκουν έρεισμα στην προσπάθεια διατήρησης ή ακόμα και ενίσχυσης των θέσεων εργασίας χιλιάδων εργαζομένων.
Προκειμένου λοιπόν να διασφαλιστεί η συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας και η βιωσιμότητα των τουριστικών επιχειρήσεων που στεγάζονται σε κτίρια ιδιοκτησίας του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α ή της Κ.Ε.Δ. οι προτεινόμενες ρυθμίσεις κρίνονται αναγκαίες.

Άρθρο 16

Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, προστίθεται στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 23α του κ.ν. 2190/1920, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 του ν. 3604/2007 (Α' 189) νέο εδάφιο, ώστε να δίδεται πλέον η δυνατότητα παροχής χρηματοδοτικής ενίσχυσης μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων με το μικρότερο δυνατό κόστος. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται ο δανεισμός από τρίτους και βελτιώνονται τα οικονομικά αποτελέσματα των ομίλων και η ανταγωνιστικότητά τους στην αγορά. Η απόλυτη απαγόρευση των χρηματικών ροών από τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις στην ελέγχουσα, ως ισχύει σήμερα, δημιουργεί στη σύγχρονη συναλλακτική πρακτική και με δεδομένη την οικονομική συγκυρία, σοβαρό πρόσκομμα στην εισροή κεφαλαίων και στην αποτελεσματική διοίκηση των ομίλων.
Με την παράγραφο 2 μεταφέρεται η άσκηση της εποπτείας του Συνηγόρου του Καταναλωτή στον καθ' ύλη αρμόδιο Υπουργό για θέματα καταναλωτή.
Με την παράγραφο 3 ρυθμίζεται το ζήτημα των δικαιούχων αδειών συμμετοχής στην κυριακάτικη αγορά του Πειραιά, η ανανέωση των οποίων δεν έχει πραγματοποιηθεί έως και σήμερα, χωρίς υπαιτιότητά τους, με αποτέλεσμα να εργάζονται αυτοί χωρίς άδεια και να τους επιβάλλονται πρόστιμα. Οι ανωτέρω διατηρούν το δικαίωμά τους έως τη διενέργεια νέας κλήρωσης, υπό την προϋπόθεση της πληρωμής των τελών κατάληψης χώρου. 

Άρθρο 17

Τέλος, με το άρθρο ορίζεται ότι η έναρξη ιοχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του. Ειδικότερα, ορίζεται ότι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 2 του νόμου αυτού αρμοδιότητες της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. ασκούνται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφο 3 του παρόντος, και σε κάθε περίπτωση όχι αργότερα από την 1η Ιανουαρίου 2012.
Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου αποσκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων, των διαδικασιών και της ορολογίας του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων που εφαρμόζεται στη χώρα μας, καθώς και στον εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό του υφιστάμενου θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου στις διαδικασίες ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων με απώτερο στόχο α) τη μείωση και τον έλεγχο των δαπανών του κράτους για τις δημόσιες συμβάσεις, β) τη διευκόλυνση και ενθάρρυνση της συμμετοχής των ενδιαφερομένων οικονομικών φορέων στους διαγωνισμούς του Δημοσίου και γ) την ανάπτυξη ενός υγιούς ανταγωνισμού στις διαγωνιστικές διαδικασίες, σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης, και για το λόγο αυτό παρακαλείται η Εθνική Αντιπροσωπεία για την ψήφισή του.
 

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ

«ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΝΙΑΙΑΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ - ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΟΥ ν. 3588/2007 (ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ) - ΠΡΟΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΝΙΑΙΑΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

Άρθρο 1
Σύσταση της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων - Σκοπός
Συνιστάται Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (στο εξής Αρχή), η οποία έχει σκοπό την ανάπτυξη και προαγωγή της εθνικής στρατηγικής, πολιτικής και δράσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, τη διασφάλιση της διαφάνειας, αποτελεσματικότητας, συνοχής και εναρμόνισης των διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων προς το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο , τη διαρκή βελτίωση του νομικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και τον έλεγχο της τήρησής του από τα δημόσια όργανα και τις αναθέτουσες αρχές. Η Αρχή απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλη ανεξάρτητη ή διοικητική αρχή. Η Αρχή υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής των Ελλήνων σύμφωνα με το άρθρο 138Α του Κανονισμού της Βουλής.

Άρθρο 2
1. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ως δημόσιες συμβάσεις νοούνται οι δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών, κατά την έννοια των π.δ. 59/2007 (Α' 63) και 60/2007 (Α' 64) (Οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ αντίστοιχα) ανεξαρτήτως όμως της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων αυτών. Στον παρόντα νόμο υπάγονται και οι συμφωνίες - πλαίσιο, οι συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων, καθώς και τα δυναμικά συστήματα αγορών. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3978/2011 (Α' 137), στις συμβάσεις που εξαιρούνται από τον νόμο αυτό σύμφωνα με τα άρθρο 17 και 24 αυτού, καθώς και στις συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει του άρθρου 346 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
2. Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Εποπτεύει και συντονίζει τη δράση των φορέων της κεντρικής διοίκησης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και μπορεί να συμμετέχει σε συλλογικά κυβερνητικά όργανα με αρμοδιότητα επί των δημοσίων συμβάσεων, τα οποία συνιστώνται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 περ. β' του πδ 63/2005 (Α' 98). Επίσης, με σκοπό την ενοποίηση και ομοιόμορφη ανάπτυξη και εφαρμογή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, η Αρχή μπορεί να συγκαλεί συσκέψεις συντονισμού με εκπροσώπους των φορέων της κεντρικής διοίκησης και να συγκροτεί ομάδες εργασίες με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων. Με την απόφαση συγκρότησης των ομάδων εργασίας καθορίζονται το έργο κάθε ομάδας, ο χρόνος και ο τρόπος λειτουργίας της.
β) Προάγει την εθνική στρατηγική στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και μεριμνά για την τήρηση των κανόνων και αρχών της ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων. Ειδικότερα διατυπώνει προτάσεις προς τα αρμόδια εθνικά όργανα για την προσήκουσα εναρμόνιση της εθνικής έννομης τάξης προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, την απλούστευση, συμπλήρωση, αναμόρφωση, κωδικοποίηση και ενοποίηση των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων του εθνικού δικαίου, καθώς και τον εξορθολογισμό των διοικητικών πρακτικών με σκοπό την ομοιόμορφη, ταχεία και προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος εφαρμογή αυτών και τη διασφάλιση της τήρησης προσηκουσών διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων. Τα αρμόδια όργανα οφείλουν να απαντούν γραπτώς επί των προτάσεων της Αρχής εντός τριάντα (30) ημερών από την περιέλευσή τους σε αυτά.
γ) Γνωμοδοτεί υποχρεωτικά για τη νομιμότητα κάθε διάταξης σχεδίου νόμου ή κανονιστικής πράξης που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις και συμμετέχει στις οικείες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Τα αρμόδια όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη της Αρχής. Ειδικότερα:
αα) Η Αρχή γνωμοδοτεί επί των διατάξεων σχεδίων νόμων που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις πριν από την κατάθεσή τους στη Βουλή. Αν ο αρμόδιος υπουργός διαφωνεί με τη γνώμη της Αρχής, η Αρχή δύναται να συγκαλεί συσκέψεις, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της και εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων υπουργείων με σκοπό την ανταλλαγή και σύγκλιση των απόψεων. Στις εν λόγω συσκέψεις η Αρχή και κάθε συναρμόδιος Υπουργός μπορούν να ζητούν τη συμμετοχή ανεξάρτητων τρίτων, ειδικών σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Οι συσκέψεις αυτές πραγματοποιούνται σε διάστημα δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την περιέλευσή της πρόσκλησης της Αρχής στους συμμετέχοντες. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν κωλύει τη συνέχιση της διαδικασίας ψήφισης του σχεδίου νόμου. Αν δεν αρθεί η διαφωνία μεταξύ του αρμόδιου Υπουργού και της Αρχής, στη γνώμη της Αρχής προσαρτάται έκθεση του Υπουργού στην οποία περιλαμβάνεται και ειδική αιτιολόγηση κάθε απόκλισης από το περιεχόμενο της γνώμης. Τα εν λόγω έγγραφα συνοδεύουν τα σχέδια νόμων κατά την κατάθεσή τους στη Βουλή και αναρτώνται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελίδα της. Σε περίπτωση απόκλισης του σχεδίου νόμου από τη γνώμη της Αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής δύναται να καλεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, σε ακρόαση τον Πρόεδρο της Αρχής.
ββ) Τα προεδρικά διατάγματα, κατά το μέρος που ρυθμίζουν θέματα δημοσίων συμβάσεων, εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής. Η γνώμη αυτή συνοδεύει τα σχέδια προεδρικών διαταγμάτων κατά την αποστολή τους προς επεξεργασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αναρτάται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελίδα της.
γγ) Οι λοιπές κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ" εξουσιοδότηση νόμου, εξαιρουμένων των προκηρύξεων, καθώς και οι κανονισμοί άλλων δημοσίων οργάνων και αναθετουσών αρχών, όπως ιδίως οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2286/1995, συμπεριλαμβανομένων των κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας των κατά περίπτωση αρμοδίων ελεγκτικών διοικητικών οργάνων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, κατά το μέρος που οι εν λόγω πράξεις και κανονισμοί ρυθμίζουν θέματα δημοσίων συμβάσεων, εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής.
Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της παρούσας περίπτωσης ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση των ανωτέρω σχεδίων διατάξεων στην Αρχή, με μέριμνα του οικείου οργάνου. Με την άπρακτη παρέλευση της άνω προθεσμίας τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη της Αρχής.
δδ) Οι αποφάσεις των αναθετουσών Αρχών που αφορούν προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 3 π.δ. 59/2007 (άρθρο 40 παρ, 3 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ) και των άρθρων 24 και 24 του π.δ. 60/2007 (άρθρα 30 και 31 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ αντίστοιχα), εξαιρουμένων των περιπτώσεων ανωτέρας βίας εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής. Η εν λόγω αρμοδιότητα ασκείται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την περιέλευση του σχεδίου απόφασης στην Αρχή, συνοδευόμενου από όλα τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται, κατά περίπτωση, η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, με μέριμνα της Αναθέτουσας Αρχής. Με την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη της Αρχής.
δ) Η Αρχή εκδίδει και αναρτά στην ιστοσελίδα της κανονισμούς για ειδικότερα τεχνικά ή λεπτομερειακά θέματα σχετικά με ζητήματα δημοσίων συμβάσεων που αφορούν ιδίως στην ερμηνεία της σχετικής εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, λαμβανομένης υπόψη της εθνικής νομολογίας και της νομολογίας των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέχει κατευθυντήριες οδηγίες προς τους αρμόδιους δημόσιους φορείς και τις αναθέτουσες αρχές με το ανωτέρω περιεχόμενο και εισηγείται στους αρμόδιους υπουργούς την έκδοση σχετικών εγκυκλίων. Οι κατευθυντήριες οδηγίες αφορούν ιδίως θέματα ενοποίησης των διαδικασιών ελέγχου στο στάδιο που προηγείται της σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Οι αρμόδιοι δημόσιοι φορείς υποχρεούνται να διαβουλεύονται εγγράφως ή προφορικά με την Αρχή πριν την έκδοση οποιασδήποτε εγκυκλίου ή κατευθυντήριας οδηγίας. Σε περίπτωση διαφωνίας, οι εν λόγω φορείς οφείλουν να λάβουν υπόψη τη γνώμη της Αρχής και να αιτιολογούν εγγράφως τις θέσεις τους.
ε) Η Αρχή εκδίδει πρότυπα τεύχη δημοπράτησης και σχέδια συμβάσεων μετά από διαβούλευση με τους κατά περίπτωση αρμόδιους δημόσιους φορείς. Διατάξεις νόμων που εξουσιοδοτούν άλλα όργανα για την έκδοση πρότυπων τευχών, όπως ιδίως οι διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 2 του ν. 3669/2008 (Α' 116) και 11 παρ. 4 του ν, 3316/2005 (Α' 42), παύουν να ισχύουν από τον χρόνο που θα ορισθεί με τον Κανονισμό του άρθρου 7. Πρότυπα τεύχη δεσμευτικού χαρακτήρα που τυχόν έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση νέων προτύπων από την Αρχή.
στ) Η Αρχή παρακολουθεί και αξιολογεί την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα των δράσεων των δημοσίων φορέων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των συναρμόδιων Υπουργείων, των αρμόδιων διοικητικών οργάνων άσκησης ελέγχου και εποπτείας, καθώς και των αναθετουσών αρχών, στο πλαίσιο του ισχύοντος εθνικού και ευρωπαϊκού νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου περί ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και γνώμη της Αρχής μπορούν να προσδιορίζονται τα όρνανα και η διαδικασία παρακολούθησης και αξιολόγησης των ανωτέρω δράσεων.
ζ) Ασκεί δειγματοληπτικούς ελέγχους, αναζητώντας αυτεπαγγέλτως πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με τις εν εξελίξει διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων από τις αναθέτουσες αρχές και τους εμπλεκόμενους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και καλεί σε ακρόαση τους εκπροσώπους τους για την παροχή πληροφοριών και στοιχείων. Τα αρμόδια δημόσια όργανα και οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να συνεργάζονται με την Αρχή, να παρέχουν σε αυτήν κάθε αναγκαία ή απαραίτητη σχετική πληροφορία και να συμμορφώνονται προς τις υποδείξεις της. Η Αρχή, εφαρμόζοντας μεθόδους αποτίμησης κινδύνων, εξετάζει ιδίως διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ή συγχρηματοδοτούνται από Ευρωπαϊκά προγράμματα. Εξετάζει επίσης όλες τις διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Τα πορίσματα της έρευνας της Αρχής επί των κατά τα ανωτέρω ελεγχόμενων διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων κοινοποιούνται στην οικεία αναθέτουσα αρχή. Αν διαπιστωθεί από την Αρχή παραβίαση του εθνικού ή του ευρωπαϊκού δικαίου επί των δημοσίων συμβάσεων, η πρόοδος των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας από την Αρχή διακόπτεται με σχετική απόφασή της και δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς απόφασή της που να παρέχει την έγγραφη συναίνεσή της για την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας. Τα εν λόγω πορίσματα μπορεί περαιτέρω να διαβιβάζονται στα αρμόδια δικαστήρια, ύστερα από αίτημά τους, και να παρέχονται, με μέριμνα της αναθέτουσας αρχής, σε κάθε ενδιαφερόμενο που αποδεικνύει έννομο συμφέρον για την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του. Επίσης, η Αρχή ενημερώνει άμεσα τα αρμόδια όργανα εποπτείας και ελέγχου, προκειμένου αυτά να επιληφθούν για την άσκηση των κατά τον νόμο αρμοδιοτήτων τους και, σε περίπτωση παραβίασης του εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου, συντάσσει και αναρτά στην ιστοσελίδα της ειδική έκθεση, η οποία διαβιβάζεται στον Πρόεδρο της Βουλής και κοινοποιείται στα ως άνω αρμόδια όργανα.
η) Εποπτεύει και αξιολογεί τα, κατά περίπτωση, αρμόδια ελεγκτικά διοικητικά όργανα στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ως προς την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με το ισχύον εθνικό και ευρωπαϊκό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο και τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αρχής. Τα εν λόγω όργανα οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις οδηγίες της Αρχής. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και γνώμη της Αρχής μπορούν να προσδιορίζονται τα όργανα και η διαδικασία εποπτείας και αξιολόγησης των άνω ελεγκτικών οργάνων.
θ) Μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις για θέματα δημοσίων συμβάσεων, ιδίως δε για την ερμηνεία του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, είτε γραπτά είτε προφορικά με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα των αρμοδίων δικαστηρίων σε δίκες που διεξάγονται ενώπιον τους. Στην περίπτωση προφορικής διατύπωσης γνώμης την Αρχή εκπροσωπεί ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος, ή κατόπιν εξουσιοδότησης του Προέδρου, μέλος της Αρχής. Η Αρχή μπορεί να ζητεί, από το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο, κάθε έγγραφο που κρίνεται αναγκαίο για τη διατύπωση της γνώμης της κατά τα προηγούμενα εδάφια.
ι) Τηρεί Εθνική Βάση Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό Λειτουργίας της. Ιδίως:
αα) συλλέγει και δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων και τη συναφή νομολογία των ευρωπαϊκών και εθνικών δικαστηρίων,
ββ) συντονίζει και μεριμνά για τη συλλογή, επεξεργασία και δημοσίευση σε κεντρική βάση δεδομένων στοιχείων από τις αναθέτουσες αρχές και τους αρμόδιους δημόσιους φορείς σχετικά με τις εν εξελίξει διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων, όπως αποφάσεων προκήρυξης, ανακοινώσεων κατακύρωσης, συμπληρωματικών συμβάσεων, ετήσιων απολογιστικών στοιχείων για τις συμβάσεις που προκηρύχθηκαν, ανατέθηκαν και εκτελούνται από τις αναθέτουσες αρχές, καθώς και όσα ειδικότερα στοιχεία προβλέπονται στον Κανονισμό του άρθρου 7 και παρέχονται υποχρεωτικά από τις αναθέτουσες αρχές και τους αρμόδιους δημόσιους φορείς, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του εν λόγω Κανονισμού.
ια) Παρέχει συμβουλές στις αναθέτουσες αρχές με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από αιτήματα των τελευταίων, ιδίως κατά το στάδιο εκδίκασης ή εξέτασης προδικαστικών προσφυγών, σχετικά με τη νόμιμη διεξαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων και την ομοιόμορφη εφαρμογή της ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων.
ιβ) Συμμετέχει στα αρμόδια ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ως πρωτεύουσα εθνική αρχή επικοινωνίας σχετικά με την ανταλλαγή απόψεων, πληροφοριών και στοιχείων που αφορούν την εθνική στρατηγική, το νομικό πλαίσιο και τις διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων. Επίσης, συμμετέχει στην εκπροσώπηση της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και συναντήσεις στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Στο πλαίσιο των παραπάνω αρμοδιοτήτων της αποτελεί το κεντρικό σημείο επικοινωνίας και συντονισμού των ελληνικών αρχών με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας επί των δημοσίων συμβάσεων, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών περί παραβιάσεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και δικαστικής εκπροσώπησης της χώρας στο δικαστικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην απάντηση των ελληνικών αρχών προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας επί των δημοσίων συμβάσεων προσαρτώνται υποχρεωτικά τα αποτελέσματα έρευνας της Αρχής, σχετικά με την προσήκουσα ερμηνεία, τήρηση και εφαρμογή των εν λόγω κανόνων στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στην υπό περίπτωση ζ) αρμοδιότητάς της.
ιγ) Συντάσσει και υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, μέσα στο πρώτο τρίμηνο κάθε ημερολογιακού έτους, ετήσια έκθεση η οποία δημοσιεύεται στο διαδίκτυο και περιλαμβάνει αποτίμηση των πεπραγμένων της Αρχής, σύμφωνα με το σκοπό και τις αρμοδιότητές της, τις προτάσεις βελτίωσης του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου και των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που έχουν διατυπωθεί προς τους αρμόδιους φορείς και όργανα, καθώς και την πρόοδο της συμμόρφωσης των αρμοδίων φορέων και οργάνων με τις εν λόγω προτάσεις.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, μπορεί να ανατίθενται στην Αρχή και άλλες αρμοδιότητες για την εκπλήρωση του σκοπού της, όπως η εξέταση των προδικαστικών προσφυγών του άρθρου 4 του ν. 3886/2010 (Α' 173).

Άρθρο 3 Συγκρότηση της Αρχής
1. Η Αρχή αποτελείται από επτά (7) τακτικά μέλη, στα οποία περιλαμβάνονται και ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της, και ισάριθμα αναπληρωματικά. Τα μέλη της Αρχής επιλέγονται από τη Βουλή σύμφωνα με το άρθρο 101 Α παρ. 2 του Συντάγματος και την προβλεπόμενη από τον Κανονισμό της Βουλής διαδικασία, και προτείνονται ως εξής:
α) ένα (1) μέλος, ως Πρόεδρος, και ο αναπληρωτής του, από τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας,
β) ένα (1) μέλος, ως Αντιπρόεδρος, και ο αναπληρωτής του, από τον Υπουργό Οικονομικών
γ) δύο (2) μέλη και αναπληρωτές τους από τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και
δ) τρία (3) μέλη και οι αναπληρωτές τους από τους Υπουργούς Οικονομικών, Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, αντίστοιχα. Ο Υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων μπορεί να προτείνει για τη θέση αυτή ένα από τα Μέλη της Αρχής Μελετών και Έργων.
2. Ως μέλη της Αρχής επιλέγονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και υψηλής επιστημονικής κατάρτισης, με ακαδημαϊκή ή επαγγελματική εξειδίκευση στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων, όπως μέλη Δ.Ε.Π. των ημεδαπών και αλλοδαπών Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, δικηγόροι, συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί, καθώς και εν ενεργεία ή μη μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Τα αναπληρωματικά μέλη πρέπει να έχουν τα ίδια προσόντα με τα τακτικά μέλη.
3. Μετά την επιλογή τους από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, τα μέλη της Αρχής διορίζονται για πενταετή θητεία, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας που εκδίδεται μέσα σε διάστημα τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Τα μέλη δεν επιτρέπεται να επιλέγονται για περισσότερες από δύο (2) θητείες, διαδοχικές ή μη.
4. Οι παράγραφοι 4 και 6 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002 (220 Α') εφαρμόζονται και στα μέλη της Αρχής.
5. Για να διασφαλισθεί η συνέχεια της λειτουργίας της Αρχής κατά την πρώτη εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, δύο (2) από τα πέντε (5) μέλη κληρώνονται αμέσως μετά τη λήψη της απόφασης επιλογής τους και διορίζονται για θητεία τριών (3) και τεσσάρων (4) ετών αντίστοιχα. Στην κλήρωση αυτή δεν περιλαμβάνεται ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Αρχής, που διορίζονται για πλήρη θητεία. Αν ανανεωθεί η θητεία μέλους που σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διορίστηκε για περιορισμένη θητεία, η ανανέωση χωρεί για πλήρη θητεία πέντε (5) ετών.

Άρθρο 4
Προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία
1. Τα μέλη της Αρχής απολαύουν προσωπικής ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδηση τους. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Ο Αντιπρόεδρος και τα λοιπά μέλη της Αρχής δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε έμμισθο ή άμισθο δημόσιο λειτούργημα ή οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα που δεν συμβιβάζεται με την ιδιότητα και τα καθήκοντα μέλους της Αρχής. Ιδίως δεν επιτρέπεται, να παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος ή λειτουργήματος τους σε αναθέτουσες αρχές ή σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία συμμετέχουν σε διαγωνισμούς ή συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις.
Δε συνιστά ασυμβίβαστο για τον Αντιπρόεδρο και τα λοιπά μέλη της Αρχής η άσκηση διδακτικών καθηκόντων μέλους Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι. με καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης, η άσκηση καθηκόντων μέλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος με την επιφύλαξη των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο περιορισμών.
2. Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002 εφαρμόζονται και στα μέλη της Αρχής.
3. Οι πιστώσεις για τη λειτουργία της Αρχής εγγράφονται υπό ίδιο φορέα στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Τον προϋπολογισμό εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών ο Πρόεδρος της Αρχής, ο οποίος είναι και διατάκτης των δαπανών της. Ειδικότερα θέματα οικονομικής διαχείρισης ρυθμίζονται με τον ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχείρισης που καταρτίζεται από την Αρχή και εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται κατόπιν πρότασης του Υπουργού Οικονομικών. Η Αρχή για τη συμμετοχή της στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, σε ευρωπαϊκά ή συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, όπως στο Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ΕΣΠΑ) 2007-2013, δύναται να χρηματοδοτείται μέσω της συλλογικής απόφασης έργου (ΣΑΕ) του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της Αρχής στις συμβάσεις που υπάγονται στον παρόντα νόμο και συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του επιβάλλεται κράτηση ύψους 0,10% η οποία υπολογίζεται επί της αξίας, εκτός ΦΠΑ, της αρχικής, καθώς και κάθε συμπληρωματικής σύμβασης. Το ποσό της κράτησης παρακρατείται από την αναθέτουσα αρχή κατά την πρώτη πληρωμή στο όνομα και για λογαριασμό της Αρχής και κατατίθεται σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό, η διαχείριση του οποίου γίνεται από την Αρχή σύμφωνα με όσα ορίζονται στον ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχείρισης. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση της Αρχής, μπορούν να ρυθμίζονται θέματα σχετικά με το χρόνο, τον τρόπο και τη διαδικασία κράτησης των ως άνω χρηματικών ποσών.
4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται, με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, και μετά από γνώμη της Αρχής, καθορίζονται οι υπηρεσίες της Αρχής, η διάρθρωση και οι αρμοδιότητές τους, ρυθμίζεται κάθε άλλο θέμα που αφορά την οργάνωση της Αρχής και μπορεί να συνιστώνται νέες θέσεις προσωπικού.
5. Η Αρχή παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο εκτελεστές πράξεις ή παραλείψεις της. Ένδικα βοηθήματα κατά των εκτελεστών πράξεων της Αρχής μπορούν να ασκούν και οι Υπουργοί που αναφέρονται στο άρθρο 3 παρ. 1.

Αρθρο 5
Συνεδριάσεις της Αρχής και λήψη αποφάσεων
1. Τα μέλη της Αρχής συνεδριάζουν τουλάχιστον μία (1) φορά το μήνα τακτικώς και εκτάκτως όποτε χρειαστεί, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, στην οποία ορίζεται ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης. Στην πρόσκληση περιλαμβάνονται τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Ο Πρόεδρος της Αρχής υποχρεούται να συγκαλέσει συνεδρίαση εκτάκτως, αν το ζητήσουν τέσσερα (4) μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται και ο Αντιπρόεδρος.
2. Όταν ο Πρόεδρος ελλείπει, απουσιάζει ή κωλύεται, η Αρχή συγκαλείται από τον Αντιπρόεδρο που τον αναπληρώνει.
3. Η Αρχή συνεδριάζει έγκυρα εφόσον παρίστανται τέσσερα (4) τουλάχιστον μέλη της. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών και, σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή του αναπληρωτή του. Στις συνεδριάσεις μπορεί να καλείται μετά από πρόσκληση του Προέδρου και να παρίσταται χωρίς δικαίωμα ψήφου ο Νομικός Σύμβουλος της Αρχής. Ο Πρόεδρος μπορεί να καλεί να παραστούν κατά τη συζήτηση ειδικών θεμάτων και μέλη του προσωπικού της Αρχής ή τρίτοι, εκπρόσωποι του Δημοσίου ή αλλοδαπών Αρχών, δημοσίων ή ιδιωτικών φορέων και επαγγελματικών οργανώσεων, καθώς και εμπειρογνώμονες, οι οποίοι αποχωρούν πριν από το στάδιο της λήψης της απόφασης. Χρέη γραμματέα ασκεί μέλος του διοικητικού προσωπικού της Αρχής που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της.
4. Κάθε άλλο ζήτημα που αφορά στη λειτουργία της Αρχής ρυθμίζεται με τον Κανονισμό του άρθρου 7 και, συμπληρωματικά, με τις διατάξεις των άρθρων 13 έως 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.

Άρθρο 6 Οργάνωση της Αρχής
1. Η Αρχή μεριμνά για την εκπλήρωση του σκοπού της και, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 8, αποφασίζει για κάθε θέμα που εμπίπτει στις αρμοδιότητές της, καθώς και για θέματα της εσωτερικής λειτουργίας της, ιδίως:
α) διατυπώνει γνώμη για τον Κανονισμό του άρθρου 7, β) καταρτίζει τον κανονισμό οικονομικής διαχείρισης του άρθρου 4 παρ. 3, γ) υποβάλλει πρόταση σύστασης θέσεων και οργάνωσης των υπηρεσιών της, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4,
δ) μεριμνά για την πρόσληψη του πάσης φύσεως προσωπικού της και του Νομικού Συμβούλου, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 παρ. 1, αντίστοιχα, και ε) συνάπτει για τις ανάγκες της δημόσιες συμβάσεις με τρίτους, σύμφωνα με την ισχύουσα ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία και με όσα ορίζονται στον ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχείρισης του άρθρου 4 παρ. 3.
2. Για την υποβοήθηση του έργου της, η Αρχή δύναται, ιδίως:
α) να αναθέτει την κατάρτιση προσχεδίων διατάξεων, προτύπων τευχών και κατευθυντηρίων οδηγιών για τη βελτίωση του νομικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων, τη συλλογή, επεξεργασία και δημοσίευση πληροφοριών και στοιχείων της εθνικής βάσης δεδομένων δημοσίων συμβάσεων, καθώς και κάθε επί μέρους έργο το οποίο συμβάλλει στην εκπλήρωση του σκοπού της, σε δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, φυσικά ή νομικά πρόσωπα και ενώσεις προσώπων με συναφή εξειδίκευση, σύμφωνα με την ισχύουσα ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία και όσα ορίζονται στον ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχείρισης του άρθρου 4 παρ. 3,
β) να θέτει σε δημόσια διαβούλευση, μέσω του διαδικτύου, σχέδια, προτάσεις και ερωτήματα σχετικά με την ενοποίηση, αναμόρφωση και συμπλήρωση του νομικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων
γ) να επιδιώκει τη συνεργασία για την ανταλλαγή και τη διατύπωση απόψεων σε ζητήματα δημοσίων συμβάσεων εκ μέρους των αναθετουσών αρχών, οικονομικών φορέων και εμπειρογνωμόνων.
3. Η Αρχή δύναται να υποστηρίζεται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της από το Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου (Κ.Δ.Ε.Ο.Δ.) του ν. 717/1977 (Α' 297) για την υλοποίηση, σε συνεργασία με την Αρχή, κύριων και συμπληρωματικών δράσεων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, σύμφωνα με τους καταστατικούς σκοπούς του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου.

Άρθρο 7 Κανονισμός της Αρχής
1. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και μετά από γνώμη της Αρχής εγκρίνεται ο Κανονισμός της.
2. Στον Κανονισμό ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα λειτουργίας της Αρχής, εξειδικεύονται οι αρμοδιότητες που προβλέπονται στο άρθρο 2 του παρόντος, ορίζονται τα όργανα, ο τρόπος και η διαδικασία άσκησης κάθε αρμοδιότητάς της, τα ειδικότερα στοιχεία που θα αποτελούν αντικείμενο συλλογής, επεξεργασίας και δημοσίευσης στην κεντρική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 2 περ. ι' ββ, καθώς και οι συναφείς υποχρεώσεις συνεργασίας των αναθετουσών αρχών και των εμπλεκομένων δημόσιων και ιδιωτικών φορέων.

Άρθρο 8
Αρμοδιότητες Προέδρου της Αρχής
1. Ο Πρόεδρος της Αρχής έχει την ευθύνη λειτουργίας της σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και ασκεί όλες τις προς τούτο αρμοδιότητες. Ειδικότερα:
α) Εκπροσωπεί την Αρχή δικαστικώς και εξωδίκως, ενώπιον των Δικαστηρίων, κάθε άλλης δημόσιας Αρχής και τρίτων. Ο Πρόεδρος της Αρχής μπορεί να αναθέσει κατά περίπτωση την εκπροσώπησή της σε άλλο μέλος της, στον Νομικό Σύμβουλο της Αρχής ή σε μέλος του ειδικού επιστημονικού προσωπικού της.
β) Προΐσταται των υπηρεσιών της Αρχής, συντονίζει και κατευθύνει τη λειτουργία τους.
γ) Είναι διοικητικός προϊστάμενος του προσωπικού και ασκεί την πειθαρχική εξουσία σε αυτό. δ) Ορίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξής της. ε) Μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεών της.
στ) Μεριμνά για τη διαχείριση των οικονομικών της Αρχής και τη διάθεση των δαπανών, σύμφωνα με τις αποφάσεις της, τις διατάξεις του ειδικού κανονισμού οικονομικής διαχείρισης και της κείμενης νομοθεσίας.
2. Ο Πρόεδρος μπορεί με απόφασή του να εξουσιοδοτεί άλλα μέλη ή όργανα της Αρχής να υπογράφουν «με εντολή Προέδρου» έγγραφα ή άλλες πράξεις της αρμοδιότητάς του.

Άρθρο 9 Προσωπικό της Αρχής
1. Στην Αρχή συνιστώνται δεκαπέντε (15) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού του άρθρου 2 του π.δ. 50/2001 ( Α' 39), με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, από τις οποίες δέκα (10) είναι θέσεις νομικών, δύο (2) θέσεις διπλωματούχων μηχανικών, δύο (2) θέσεις επιστημόνων πληροφορικής και μία (1) θέση οικονομολόγου. Στις θέσεις νομικών μπορούν να προσλαμβάνονται και δικηγόροι. Η άσκηση καθηκόντων ειδικού επιστήμονα της Αρχής είναι ασυμβίβαστη και συνεπάγεται αναστολή της άσκησης του οικείου ελευθέριου επαγγέλματος ή λειτουργήματος. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σχέσης εργασίας τους εκ μέρους της Αρχής.
2. Στις θέσεις της προηγούμενης παραγράφου προσλαμβάνονται επιστήμονες με τριετή, τουλάχιστον, εμπειρία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 ( Α' 28), όπως ισχύουν, ύστερα από προκήρυξη της Αρχής, στην οποία εξειδικεύονται τα εκάστοτε απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του π.δ. 50/2001. Για την κάλυψη των άμεσων αναγκών της Αρχής σε εξειδικευμένο προσωπικό, η πλήρωση των θέσεων μπορεί, κατά προτεραιότητα, να γίνει με τριετή απόσπαση, η οποία μπορεί να ανανεώνεται μία μόνο φορά, προσωπικού που κατέχει τα ίδια τυπικά και ουσιαστικά προσόντα από τη Μονάδας Διαχείρισης του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης Α.Ε. (ΜΟΔ Α.Ε.) (ν. 2372/1996, Α' 29). Η πλήρωση των θέσεων μπορεί επίσης να γίνει με απόσπαση αντίστοιχου προσωπικού ίδιας χρονικής διάρκειας ή μετάταξη από τους φορείς των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982. Η απόσπαση ή μετάταξη του εν λόγω προσωπικού κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της Αρχής διενεργείται κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, και στην περίπτωση της μετάταξης ύστερα από προκήρυξη της Αρχής, στην οποία εξειδικεύονται τα εκάστοτε απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα.
3. Για τη διοικητική υποστήριξη της Αρχής συνιστώνται επτά (7) θέσεις μόνιμου προσωπικού του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού, στις οποίες προσλαμβάνεται προσωπικό σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 ( Α' 28), όπως ισχύουν, ύστερα από προκήρυξη της Αρχής, στην οποία εξειδικεύονται τα εκάστοτε απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Για την κάλυψη των άμεσων αναγκών της Αρχής, η πλήρωση των θέσεων μπορεί να γίνει με μετάταξη προσωπικού κατηγορίας ΠΕ από τους φορείς των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982. Η μετάταξη του εν λόγω προσωπικού κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της Αρχής γίνεται κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από προκήρυξη, στην οποία εξειδικεύονται τα εκάστοτε απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Στο εν λόγω προσωπικό καταβάλλονται οι αποδοχές που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις. Το μετατασσόμενο προσωπικό διατηρεί την ίδια σχέση εργασίας, εντάσσεται σε αντίστοιχες κενές θέσεις και εξακολουθεί να ασφαλίζεται στους ίδιους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης. Οι ανωτέρω θέσεις μπορούν να καλυφθούν και με τριετή απόσπαση προσωπικού από τους ίδιους ως άνω φορείς, η οποία μπορεί να ανανεώνεται μία μόνο φορά. Η απόσπαση αυτή κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της Αρχής διενεργείται κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού.
4. Γ ια τη γραμματειακή υποστήριξη του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Αρχής συνιστώνται δύο (2) θέσεις γραμματέων, οι οποίες καλύπτονται με τριετή απόσπαση προσωπικού, η οποία μπορεί να ανανεώνεται μία μόνο φορά, από τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Η εν λόγω απόσπαση κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της Αρχής πραγματοποιείται κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από πρόταση του οικείου οργάνου Αρχής. Το εν λόγω προσωπικό επανέρχεται αυτοδικαίως στη θέση του ταυτόχρονα με την αποχώρηση, για οποιονδήποτε λόγο, του οικείου οργάνου της Αρχής, χωρίς άλλη διαδικασία. Ομοίως, το εν λόγω προσωπικό επανέρχεται οποτεδήποτε στη θέση του με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ύστερα από πρόταση του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου κατά περίπτωση.
5. Οι παράγραφοι 2, 3, 5 και 6 του άρθρου 4 του ν. 3051/2002, όπως ισχύει, εφαρμόζονται και στο προσωπικό της Αρχής. Το αποσπώμενο προσωπικό κάθε κατηγορίας εξακολουθεί να λαμβάνει το σύνολο των αποδοχών του με τα πάσης φύσεως επιδόματα της οργανικής του θέσης από τον φορέα από τον οποίο αποσπάται. Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του μετατασσόμενου προσωπικού που έχει διανυθεί στους φορείς προέλευσης και ο χρόνος που αναγνωρίστηκε ως χρόνος προϋπηρεσίας λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην Αρχή για τα θέματα βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξης και για κάθε άλλη συνέπεια.

Άρθρο 10 Νομικός Σύμβουλος
1. Συνίσταται μία (1) θέση Νομικού Συμβούλου, στην οποία προσλαμβάνεται με πάγια αντιμισθία δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω, ο οποίος διαθέτει δεκαετή τουλάχιστον, εμπειρία και εξειδίκευση στο αντικείμενο του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν. 1649/1986 (Α' 149), κατόπιν πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, στην οποία θα προσδιορίζονται τα ειδικότερα προσόντα και ο τρόπος απόδειξης του για την κατάληψη της συγκεκριμένης θέσης. Οι αποδοχές του Νομικού Συμβούλου καθορίζονται, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Αρχής.
2. Ό Νομικός Σύμβουλος της Αρχής έχει ιδίως τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) τη δικαστική εκπροσώπηση της Αρχής και
β) τη νομική υποστήριξη των ενεργειών και αποφάσεων της Αρχής με νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις.
3. Ο Νομικός Σύμβουλος δεν επιτρέπεται, για όσον χρόνο παρέχει νομικές υπηρεσίες στην Αρχή, να παρέχει αντίστοιχες υπηρεσίες με οποιαδήποτε έννομη σχέση σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, σε θέματα δικαίου των δημοσίων συμβάσεων. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά λόγο καταγγελίας της έμμισθης εντολής του εκ μέρους της Αρχής.
4. Η Αρχή μπορεί να προσφύγει σε υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου, με αιτιολογημένη απόφαση του Προέδρου της, μετά από εισήγηση του Νομικού Συμβούλου. Με απόφαση της Αρχής ορίζονται οι αμοιβές που καταβάλλονται σε περίπτωση προσφυγής σε υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

Άρθρο 11
Σύσταση Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων, με σκοπό τη συλλογή, επεξεργασία και δημοσίευση στοιχείων, που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου και συνάπτονται γραπτώς, με ηλεκτρονικό μέσο ή προφορικώς, μεταξύ των φορέων του δημοσίου τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 1Β του ν, 2362/1995 (Α'247) και τρίτων, με αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών σε όλα τα στάδια ανάθεσης και εκτέλεσής τους, ανεξαρτήτως προϋπολογισμού και διαδικασίας ανάθεσης.
2. Το Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων (στο εξής: Μητρώο) αποτελείται από δύο επιμέρους υποσυστήματα, ήτοι:
α. Το Μητρώο Ηλεκτρονικής Καταχώρισης Αιτημάτων, στο οποίο καταχωρίζονται, μέσω ηλεκτρονικής-διαδικτυακής φόρμας, όλα τα αιτήματα των φορέων του δημοσίου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 1Β του ν. 2362/1995, για τη σύναψη συμβάσεων που υπάγονται στον παρόντα νόμο. Η καταχώριση περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία: α) το όνομα του φορέα, β) τον ΑΦΜ του, γ) το είδος της προμήθειας, υπηρεσίας ή δημοσίου έργου, δ) τον προϋπολογισμό, ε) τις τεχνικές προδιαγραφές, στ) τον Αριθμό Ανάληψης Υποχρέωσης, εφόσον η δαπάνη υπάγεται στη διαδικασία του π.δ. 113/2010 (Α'194), ζ) την ένταξη, ειδικά για τις προμήθειες, στο Ενιαίο Πρόγραμμα Προμηθειών,
β. Το Μητρώο Ηλεκτρονικής Καταχώρισης Δημοσίων Συμβάσεων, στο οποίο καταχωρίζονται υποχρεωτικά όλες οι δημόσιες συμβάσεις, με ευθύνη του κατά περίπτωση αρμόδιου οργάνου, μετά τη υπογραφή τους και πάντως πριν την εκτέλεση οποιασδήποτε σχετικής δαπάνης. Η καταχώριση περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία: α) τα ονόματα των συμβαλλομένων μερών, β) το ΑΦΜ τους, γ) το είδος της σύμβασης, δ)το αντικείμενο της, με αναφορά της ποσότητας και του κοινού λεξιλογίου για τις δημόσιες συμβάσεις (Common Procurement Vocabulary - CPV) ανά είδος, ε) τον προϋπολογισμό της, στ), τα στοιχεία της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του πδ 113/2010, ζ) τον τρόπο εκτέλεσης δαπανών και το ύψος της κάθε καταβολής. Σε ειδικό πεδίο καταχωρίζονται τα στοιχεία που αφορούν α) τη διαδικασία ανάθεσης, β) τον εκτιμώμενο προϋπολογισμό, γ) την προκήρυξη ή πρόσκληση της αναθέτουσας αρχής, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που ορίζεται με την απόφαση της παραγράφου 4.
3. Το Μητρώο διασυνδέεται:
α) Με το «Πρόγραμμα Διαύγεια», προκειμένου, με την καταχώριση των στοιχείων, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 6 του ν. 3861/2010 (Α'112), να ενημερώνεται ταυτόχρονα με τις βάσεις δεδομένων του «Διαύγεια» και το Μητρώο, σύμφωνα με τον τεχνικό σχεδιασμό του πληροφοριακού συστήματος που θα υποστηρίζει το Μητρώο. Η έκδοση ξεχωριστών Αριθμών Διαδικτυακής Ανάρτησης (ΑΔΑ) αφορά σε όλα τα έγγραφα που θα καταχωρίζονται στο Μητρώο και με βάση αυτούς θα συνδέονται οι σχετικές μεταξύ τους αντίστοιχες πράξεις και
β) με το Μητρώο Δεσμεύσεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, για την παρακολούθηση της εύρυθμης εκτέλεσης του προϋπολογισμού των φορέων του δημοσίου τομέα, ως προς το σκέλος της έγκρισης και πληρωμής δαπανών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ανάθεσης και εκτέλεσης δημόσιων συμβάσεων.
4. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται θέματα που αφορούν τη διασύνδεση των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο μητρώων, καθώς και τη διασύνδεση του Μητρώου με κάθε άλλο μητρώο που τηρείται από τις υπηρεσίες του δημοσίου, για την παρακολούθηση της πορείας ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων για ελεγκτικούς, δημοσιονομικούς, στατιστικούς ή δικαστικούς σκοπούς προς όφελος του γενικού δημοσίου συμφέροντος.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα που αφορούν στη λειτουργία και διαχείριση του Μητρώου, τον δικτυακό τόπο τήρησής του, τη δομή, το περιεχόμενο και την πρόσβαση σε αυτό, τη διαδικασία έκδοσης κωδικών ηλεκτρονικής καταχώρησης, τα κατά περίπτωση καταχωρούμενα στοιχεία σε κάθε υποσύστημα, τον χρόνο καταχώρισης αυτών, τα κατά περίπτωση υπόχρεα πρόσωπα για την καταχώριση και τα αρμόδια όργανα για τον έλεγχο της προσήκουσας τήρησης του, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
6. Η καταχώριση αιτημάτων και δημοσίων συμβάσεων στο Μητρώο, καθώς και η αναφορά του ΑΔΑ αποτελούν στοιχεία της κανονικότητας της δαπάνης κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του ν. 2362/1995.
7. Η πρόσβαση στα στοιχεία του Μητρώου πραγματοποιείται με την επιφύλαξη των διατάξεων για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τυχόν κρατικών απορρήτων που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία, των κανόνων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, καθώς και εταιρικού ή άλλου απορρήτου που προβλέπεται σε ειδικότερες διατάξεις.
8. Στο Μητρώο Ηλεκτρονικής Καταχώρισης Δημοσίων Συμβάσεων καταχωρίζονται υποχρεωτικά και κατά προτεραιότητα όλες οι εκκρεμείς συμβάσεις κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μέσα σε διάστημα τριών (3) μηνών από την έναρξη λειτουργίας του, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 9. Με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων ρυθμίζονται τα ειδικότερα τεχνικά θέματα, ιδίως ως προς τον χρόνο καταχώρισης και τα υπόχρεα πρόσωπα για την καταχώριση.
9. Το Μητρώο αρχίζει να λειτουργεί ως ακολούθως:
α) σε ό,τι αφορά αιτήματα και συμβάσεις φορέων ή μονοπρόσωπων ή συλλογικών οργάνων της Κεντρικής Κυβέρνησης από την 1η Σεπτεμβρίου 2011
β) σε ό,τι αφορά αιτήματα και συμβάσεις των λοιπών φορέων του δημοσίου τομέα από την 1η Οκτωβρίου 2011.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΟΥ ν. 3588/2007 (ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ) - ΠΡΟΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 12
Αντικατάσταση του έκτου κεφαλαίου του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας)
Το έκτο κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΠΡΟΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
Άρθρο 99 Διαδικασία εξυγίανσης
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1, το οποίο έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων του κατά τρόπο γενικό, δύναται να υπαχθεί στη διαδικασία εξυγίανσης που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο. Το αρμόδιο δικαστήριο δύναται να υπαγάγει πρόσωπο του προηγούμενου εδαφίου στη διαδικασία του παρόντος κεφαλαίου και όταν δεν συντρέχει παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης, αν κατά την κρίση του ο οφειλέτης αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα που δύνανται να αντιμετωπιστούν με τη διαδικασία αυτή.
Η διαδικασία εξυγίανσης αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία, που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης με τη συμφωνία που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο, χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών παραβλάπτεται, αν προβλέπει ότι οι μη συμβαλλόμενοι στη συμφωνία πιστωτές θα βρεθούν σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν με βάση αναγκαστική εκτέλεση ή, σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών, με βάση το όγδοο κεφάλαιο του παρόντος Κώδικα. Για την εκτίμηση της οικονομικής θέσης των πιστωτών λαμβάνονται υπόφη τα ποσά και τυχόν άλλα ανταλλάγματα που θα λάβουν και οι όροι αποπληρωμής των ποσών αυτών.
Οι σκοποί της § 2 επιδιώκονται με τη σύναψη και επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.
Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται είτε να καταρτισθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης, είτε και πριν από την έναρξη της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 106β. Στην τελευταία περίπτωση η συμφωνία υποβάλλεται στο δικαστήριο προς επικύρωση με την αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας.
Η απαιτούμενη συναίνεση της πλειοψηφίας των πιστωτών για τη σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης δύναται να προκύπτει βάσει απόφασης της συνέλευσης των πιστωτών σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 ή, χωρίς τη σύγκληση τέτοιας συνέλευσης, με την υπογραφή της συμφωνίας εξυγίανσης από πιστωτές που σχηματίζουν την κατά το άρθρο 106α απαιτούμενη πλειοψηφία.
Αν ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών, με την αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία του παρόντος κεφαλαίου πρέπει να συνυποβάλλεται με το ίδιο δικόγραφο αίτηση για την κήρυξη πτώχευσης κατά το άρθρο 5 παρ. 2. Παράλειψη συνυποβολής αίτησης πτώχευσης δεν καθιστά απαράδεκτη την αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία του παρόντος κεφαλαίου, είναι όμως δυνατή η υποβολή αίτησης πτώχευσης από τους πιστωτές ή τον εισαγγελέα πρωτοδικών, ενώ επιφυλάσσεται το άρθρο 98 του παρόντος Κώδικα. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο δεχθεί την αίτηση υποβολής σε διαδικασία εξυγίανσης αναστέλλει με την ίδια απόφαση την εξέταση της αίτησης κήρυξης πτώχευσης μέχρι τη λήξη της διαδικασίας εξυγίανσης, άλλως προχωρεί στην εξέταση της αίτησης πτώχευσης. Ως λήξη της διαδικασίας εξυγίανσης θεωρείται η επικύρωση ή η απόρριψη της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, η πάροδος της κατά το άρθρο 101 παράγραφος 1 προθεσμίας, καθώς και η ανάκληση της απόφασης που άνοιξε τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 102 παράγραφος 5. Σε περίπτωση που το δικαστήριο επικυρώσει τη συμφωνία εξυγίανσης, τεκμαίρεται ότι απορρίπτει την αίτηση κήρυξης πτώχευσης με την απόφαση, με την οποία επικυρώνει τη συμφωνία.
Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε αιτήσεις του οφειλέτη, πιστωτών ή του εισαγγελέα πρωτοδικών για την κήρυξη πτώχευσης, οι οποίες εκκρεμούν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης υπαγωγής σε διαδικασία του παρόντος κεφαλαίου ή κατατίθενται στο χρονικό διάστημα μετά από την υποβολή της αίτησης αυτής. Στην περίπτωση αυτή και μετά από αίτημα του οφειλέτη ή πιστωτή η αίτηση κήρυξης της πτώχευσης είτε συνεκδικάζεται είτε αναβάλλεται για συνεκδίκαση με την αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης.
Αν ο οφειλέτης περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης, οφείλει να υποβάλει αίτηση πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, αλλά δύναται να ζητήσει την αναστολή της εξέτασης της αίτησης πτώχευσης κατ' ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 6.
Αν ο οφειλέτης είναι ανώνυμη εταιρεία και συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 48 παρ. 1 στοιχ. (γ) κ.ν. 2190/1920, αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης η έκδοση απόφασης για τη λύση της εταιρείας και η τυχόν προθεσμία που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι τη λήξη της διαδικασίας εξυγίανσης. Αν ο οφειλέτης είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 45 παρ. 2 ν. 3190/1955, αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης η έκδοση απόφασης για τη λύση της εταιρείας
Αρμόδιο δικαστήριο για τις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου είναι το κατά το άρθρο 4 αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο που, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά
Οι διατάξεις των άλλων κεφαλαίων του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται στις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου μόνο στο μέτρο που γίνεται παραπομπή σε αυτές.
Άρθρο 100
Αίτηση ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης
1. Οφειλέτης, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 99, δύναται να ζητήσει από το πτωχευτικό δικαστήριο το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης. Στην περίπτωση νομικών προσώπων εφαρμόζεται το άρθρο 96 παράγραφος 2.
2. Στην αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο πρέπει να περιγράφονται η επιχείρηση του οφειλέτη, η οικονομική του κατάσταση με παράθεση των πιο πρόσφατων οικονομικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν οφειλών του προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, τα αίτια της οικονομικής του αδυναμίας, τα προτεινόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής αδυναμίας και οι τυχόν διαπραγματεύσεις που έχουν ήδη λάβει χώρα με τους πιστωτές. Ιδιαίτερα γίνεται περιγραφή του μεγέθους της επιχείρησης, του προσωπικού που απασχολεί, καθώς και της κατάστασης και των προοπτικών της αγοράς, στην οποία ο οφειλέτης δραστηριοποιείται. Με την αίτηση ο οφειλέτης οφείλει να καταθέσει τις οικονομικές του καταστάσεις (εφόσον υπάρχουν} για την τελευταία χρήση, για την οποία είναι διαθέσιμες, βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο και άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης. Στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιριών, οι ως άνω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι δημοσιευμένες και εγκεκριμένες από γενική συνέλευση. Στην περίπτωση των λοιπών επιχειρήσεων, αλλά και όταν πρόκειται για ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, αυτές πρέπει να είναι δημοσιευμένες σε μία οικονομική εφημερίδα και ελεγμένες. Με την ίδια αίτηση ο οφειλέτης δύναται να ζητά σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών (άρθρο 105) ή και ορισμό μεσολαβητή (άρθρο 102).
3. Η αίτηση προς το δικαστήριο συνοδεύεται, με ποινή απαραδέκτου, από έκθεση εμπειρογνώμονα της επιλογής του οφειλέτη, στην οποία επισυνάπτεται κατάλογος των περιουσιακών στοιχείων και των πιστωτών του οφειλέτη, με ειδική μνεία των ενέγγυων πιστωτών και αναλύονται ol πιθανότητες εξυγίανσης της επιχείρησης. Επίσης εκτίθεται η γνώμη του εμπειρογνώμονα σε σχέση με τα οικονομικά στοιχεία του οφειλέτη, την κατάσταση της αγοράς, τη βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη και με το κατά πόσο η εξυγίανση της επιχείρησης του οφειλέτη δεν παραβλάπτει τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 99 παρ. 2. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης ζητά τη λήψη προληπτικών μέτρων κατά το άρθρο 103, ο εμπειρογνώμονας διατυπώνει τη γνώμη του και ως προς την ανάγκη λήψης τους. Τα στοιχεία της παρούσας παραγράφου δύνανται να περιλαμβάνονται στην αίτηση του οφειλέτη, οπότε ο εμπειρογνώμονας θα βεβαιώνει την ακρίβεια τους και κατά πόσο συμμερίζεται τις εκφερόμενες στην αίτηση εκτιμήσεις.
4. Ο κατά την παράγραφο 3 εμπειρογνώμονας είναι πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει νόμιμα υπηρεσίες στην Ελλάδα σύμφωνα με το ν. 3601/2007 (Α' 178), νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο, όπως ορίζονται στο ν. 3693/2008 (Α'174). Αν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ως εμπειρογνώμονας δύναται να ορίζεται και ελεγκτής πτυχιούχος ανωτάτης σχολής, που είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και κάτοχος άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α' τάξεως του ν. 2515/1997 (Α' 154)
5. Η αίτηση προς το δικαστήριο συνοδεύεται, με ποινή απαραδέκτου, από γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και σε περίπτωση οφειλέτη ανώνυμης εταιρίας οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ για την αντιμετώπιση των αμοιβών του εμπειρογνώμονα και του τυχόν μεσολαβητή ή του τυχόν ειδικού εντολοδόχου, τη διενέργεια δημοσιεύσεων και τη σύγκληση των συνελεύσεων των πιστωτών και των εταίρων ή μετόχων. Στην περίπτωση οφειλετών φυσικών προσώπων ή αν με την αίτηση δεν ζητείται η σύγκληση συνέλευσης ή διορισμός μεσολαβητή, το παραπάνω παράβολο ορίζεται σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης διατάσσεται από το δικαστήριο η επιστροφή του παραβόλου στον οφειλέτη, ενώ σε περίπτωση αποδοχής της το ποσό του παραβόλου αναλαμβάνεται από το πρόσωπο που θα ορίσει το δικαστήριο (τον τυχόν μεσολαβητή, τον εμπειρογνώμονα ή τον τυχόν ειδικό εντολοδόχο).
6. Για τη συζήτηση της αίτησης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της. Ο αρμόδιος δικαστής δύναται κατά το άρθρο 748 παράγραφος 3 ΚΠολΔ να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη. Εφόσον υπάρχουν χρέη του οφειλέτη προς το δημόσιο ή προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης διατάσσεται υποχρεωτικά η κλήτευση τούτων.
Άρθρο 101
Απόφαση του δικαστηρίου για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, εφόσον προβλέπει ότι η επίτευξη της συμφωνίας είναι δυνατή, ότι υπάρχουν βάσιμες προσδοκίες επιτυχίας της προτεινόμενης εξυγίανσης και ότι δεν παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 99 παρ. 2, αποφασίζει το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών από την έκδοση της απόφασης και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ορίζει μεσολαβητή, σύμφωνα με το άρθρο 102. Ο πρόεδρος του πτωχευτικού δικαστηρίου δύναται με πράξη του ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, του μεσολαβητή ή πιστωτή να παρατείνει την περίοδο αυτή για ένα ακόμη μήνα.
2. Η απόφαση του δικαστηρίου δημοσιεύεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Τομέας Νομικών).
3. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επιτρέπεται έφεση κατά τις κοινές διατάξεις.
Άρθρο 102
Διορισμός μεσολαβητή και ειδικού εντολοδόχου
1. Για τη διευκόλυνση επίτευξης συμφωνίας εξυγίανσης μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών του, το πτωχευτικό δικαστήριο κατ' αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτών ή και αυτεπαγγέλτως δύναται να διορίσει μεσολαβητή είτε με την απόφαση που ανοίγει τη διαδικασία είτε και με μεταγενέστερη απόφαση. Ο μεσολαβητής δύναται να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
2. Ο μεσολαβητής επιλέγεται ελεύθερα από το δικαστήριο, που λαμβάνει υπόψη τις προτάσεις του οφειλέτη ή των πιστωτών. Ιδίως δύναται να διορισθεί ως μεσολαβητής πρόσωπο του καταλόγου του άρθρου 63 § 1 ή και διαμεσολαβητής του ν. 3898/2010 (Α' 211) για το διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ως μεσολαβητής δύναται να διορισθεί και ο εμπειρογνώμονας του άρθρου 100.
3. Ο διορισμός μεσολαβητή είναι υποχρεωτικός, αν το ζητήσει ο οφειλέτης. Ο οφειλέτης υποχρεούται να ζητήσει το διορισμό μεσολαβητή, αν ζητά τη σύγκληση συνέλευσης των πιστωτών σύμφωνα με το άρθρο 105.
4. Ο μεσολαβητής έχει ως αποστολή να επιτύχει τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του, που να είναι ικανή να επικυρωθεί από το δικαστήριο. Για την εκπλήρωση των καθηκόντων του ο μεσολαβητής δύναται να ζητά από τον οφειλέτη όλα τα κατά την κρίση του αναγκαία οικονομικά στοιχεία και να λαμβάνει αντίγραφα από τα εμπορικά και λογιστικά βιβλία του. Δύναται επίσης να ζητά πληροφορίες σχετικές με τη χρηματοοικονομική κατάσταση του οφειλέτη από το δημόσιο και από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και από πιστωτικά και λοιπά χρηματοδοτικά ιδρύματα κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις για το τραπεζικό, χρηματιστηριακό και φορολογικό απόρρητο. Οι ως άνω φορείς είναι υποχρεωμένοι να παράσχουν μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την υποβολή σε αυτούς σχετικού αιτήματος του μεσολαβητή ή, σε περίπτωση μη διορισμού μεσολαβητή, του ίδιου του οφειλέτη, χωρίς επιβάρυνση, αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Σε περίπτωση υπαίτιας παράλειψης πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της παραγράφου αυτής, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιβάλλει κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 55α του καταστατικού της (ν. 3434/1927, Α' 298, ως ισχύει).
5. Αν ο μεσολαβητής διαπιστώσει ότι η επίτευξη συμφωνίας είναι ανέφικτη ή ότι ο οφειλέτης εγκαταλείπει την προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας εξυγίανσης, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τον πρόεδρο του πτωχευτικού δικαστηρίου, ο οποίος εισάγει αμελλητί την υπόθεση στο δικαστήριο, προκειμένου να ανακαλέσει την απόφαση που άνοιξε τη διαδικασία και να θέσει τέλος στην αποστολή του μεσολαβητή. Η απόφαση του δικαστηρίου κοινοποιείται στον οφειλέτη.
6. Με την απόφαση με την οποία ανοίγει τη διαδικασία ή και με μεταγενέστερη απόφαση, το δικαστήριο, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή του, δύναται να ορίσει πρόσωπο από τον κατάλογο του άρθρου 63 παράγραφος 1 ως ειδικό εντολοδόχο, για τη διενέργεια ειδικών πράξεων, τις οποίες ορίζει το δικαστήριο, ιδίως για τη διαφύλαξη της περιουσίας του οφειλέτη, τη διενέργεια ειδικών διαχειριστικών πράξεων ή την επίβλεψη της εκτέλεσης της συμφωνίας εξυγίανσης. Τα καθήκοντα αυτά δύνανται να ανατεθούν και στο μεσολαβητή.
Άρθρο 103
Προληπτικά μέτρα στη διαδικασία εξυγίανσης
1. Με την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης ή με απόφαση του προέδρου του που λαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να αναστέλλονται από την κατάθεση της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης και μέχρι τη λήξη της εν όλω ή εν μέρει τα ατομικά μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του οφειλέτη. Η αναστολή καταλαμβάνει τις υποχρεώσεις του οφειλέτη που είχαν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης, το δικαστήριο όμως ή κατά περίπτωση ο πρόεδρος δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επεκτείνει την αναστολή και σε νεότερες απαιτήσεις. Κατά τη διάρκεια της αναστολής αναστέλλεται η παραγραφή κατά το άρθρο 255 του Αστικού Κώδικα. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων καιτου εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη.
2. Εφόσον συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος, η αναστολή μπορεί να επεκτείνεται και σε εγγυητές ή λοιπούς συνοφειλέτες του οφειλέτη.
3. Το πτωχευτικό δικαστήριο ή κατά περίπτωση ο πρόεδρος του δύναται επίσης με την ίδια διαδικασία να διατάξει και οποιοδήποτε άλλο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 προληπτικά μέτρα. Τα προληπτικά μέτρα όμως δεν θίγουν τα δικαιώματα από συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 ν. 3301/2004 {Α' 263) ή από ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού κατά την έννοια της ίδιας διάταξης και ανεξάρτητα από το αν η ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού περιέχεται σε συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ή σε συμφωνία της οποίας αποτελεί μέρος η συμφωνία παροχής ασφάλειας. Επίσης δεν θίγεται το δικαίωμα καταγγελίας και απόδοσης του μισθίου σε περίπτωση σύμβασης μίσθωσης, εφόσον ο οφειλέτης είναι υπερήμερος ως προς την καταβολή έξι (6) ή περισσότερων μηνιαίων μισθωμάτων.
4. Κατά τη συζήτηση της αίτησης για τη λήψη προληπτικών μέτρων το δικαστήριο δύναται να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη. Η κλήτευση μπορεί να γίνεται με τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 686 παράγραφος 4 ΚΠολΔ.
5. Στα προληπτικά μέτρα των προηγούμενων παραγράφων δύνανται να τίθενται εξαιρέσεις αν συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος, όπως, ενδεικτικά, προκειμένου να πραγματοποιηθούν καταβολές σε σημαντικό προμηθευτή που αρνείται να προβεί σε νέες παραδόσεις, αν δεν εξοφληθεί, ή να καταβληθούν σε πιστωτή ποσά που είναι αναγκαία για τη διατροφή του πιστωτή και της οικογένειάς του ή για την καταβολή μισθών σε εργαζομένους.
6. Ο πρόεδρος του πτωχευτικού δικαστηρίου δύναται οποτεδήποτε να ανακαλεί ή να μεταρρυθμίζει κατά περίπτωση τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους προληπτικά μέτρα με αίτηση του έχοντος έννομο συμφέρον.
Άρθρο 104
Προθεσμία σύναψης της συμφωνίας - Υποχρεώσεις κατά τη διαπραγμάτευση
1. Η συμφωνία εξυγίανσης συνάπτεται εντός της προθεσμίας του άρθρου 101 παράγραφος 1. Εντός της ίδιας προθεσμίας κατατίθεται η αίτηση για την επικύρωση της από το πτωχευτικό δικαστήριο. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η διαδικασία θεωρείται αυτοδικαίως λήξασα και το λειτούργημα του τυχόν διορισθέντος μεσολαβητή και του τυχόν διορισθέντος ειδικού εντολοδόχου του άρθρου 102 παράγραφος 6 περαιωμένο.
2. Κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης, ο οφειλέτης υποχρεούται να παρέχει στο μεσολαβητή, και αν δεν έχει διορισθεί μεσολαβητής, στους πιστωτές του και τον εμπειρογνώμονα όλες τις πληροφορίες, που είναι αναγκαίες για την εκτίμηση της κατάστασης της επιχείρησης και των προοπτικών της. Οι πληροφορίες παρέχονται από τον οφειλέτη είτε μετά από αίτηση των προσώπων αυτών ή και χωρίς αίτηση, αν η μη παροχή τους θα μπορούσε να δημιουργήσει στους πιστωτές παραπλανητική εικόνα της επιχείρησης. Σε περίπτωση μη παροχής πληροφοριών που έχουν ζητηθεί, ιδίως για τη διαφύλαξη επιχειρηματικών απορρήτων, ο οφειλέτης οφείλει να επεξηγεί τους λόγους της μη παροχής τους.
Άρθρο 105 Σύγκληση συνέλευσης των πιστωτών
1. Με την απόφαση για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται να αποφασίσει κατόπιν αίτησης του οφειλέτη τη σύγκληση συνέλευσης των πιστωτών, προκειμένου να λάβει απόφαση για την αποδοχή της συμφωνίας εξυγίανσης.
2. Δικαιούνται να μετάσχουν στη συνέλευση όλοι οι πιστωτές, ανεξαρτήτως προνομίων ή εμπραγμάτων ασφαλειών, οι απαιτήσεις των οποίων υπήρχαν κατά την ημέρα ανοίγματος της διαδικασίας, έστω και αν δεν είναι ληξιπρόθεσμες ή τελούν υπό αίρεση.
3. Για τα συμμετοχή των πιστωτών στη συνέλευση, θα πρέπει οι απαιτήσεις τους να περιλαμβάνονται στον πίνακα πιστωτών, που υποβλήθηκε στο δικαστήριο κατά το άρθρο 100 παράγραφος 3, και οι οποίοι προκύπτουν από τα βιβλία του οφειλέτη ή έχουν αναγνωριστεί ή πιθανολογηθεί με απόφαση δικαστηρίου οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, ακόμη και με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ο πρόεδρος του πτωχευτικού δικαστηρίου δύναται, κρίνοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να επιτρέψει τη συμμετοχή στη συνέλευση πιστωτή, η απαίτηση του οποίου δεν εμφανίζεται στα βιβλία του οφειλέτη και δεν έχει αναγνωριστεί ή πιθανολογηθεί με δικαστική απόφαση. Με τον ίδιο τρόπο νομιμοποιούνται να συμμετάσχουν και πιστωτές που δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα πιστωτών, που υποβλήθηκε στο δικαστήριο κατά το άρθρο 100 παράγραφος 3, καθώς και πιστωτές που προέκυψαν μετά την κατάρτιση του πίνακα και μέχρι την ημέρα ανοίγματος της διαδικασίας. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 121 εφαρμόζεται αναλόγως.
4. Για την πρόσκληση των πιστωτών μεριμνά ο μεσολαβητής. Η πρόσκληση που περιλαμβάνει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης καθώς και τον τόπο και τον χρόνο της συνέλευσης λαμβάνει χώρα δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της συνέλευσης. Η πρόσκληση γίνεται με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο, περιλαμβανομένων των ηλεκτρονικών, που είναι ικανό να αποδείξει την πρόσκληση κάθε πιστωτή και το χρόνο της. Επιπλέον η πρόσκληση δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Τομέας Νομικών), Σε περίπτωση πιστωτών, το πρόσωπο ή η διεύθυνση των οποίων είναι άγνωστα, ως πρόσφορο μέσο θεωρείται και η δημοσίευση σε μια πολιτική και μια οικονομική εφημερίδα που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 26 παρ. 2 στοιχ. (β) και (γ) κ.ν. 2190/1920.
5. Δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνέλευση των πιστωτών τίθενται στη διάθεση τους το σχέδιο συμφωνίας εξυγίανσης υπογεγραμμένο από τον οφειλέτη και συνοδευόμενο από τον πίνακα των πιστωτών, που δικαιούνται να μετάσχουν στη συνέλευση, καθώς και έκθεση εμπειρογνώμονα, που πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 100 παράγραφος 4. Δεν αποκλείεται εμπειρογνώμονας να είναι ο εμπειρογνώμονας το άρθρου 100 παράγραφος 3. Στην έκθεση αυτή πρέπει να εκτίθεται η γνώμη του εμπειρογνώμονα σε σχέση με τη συνδρομή των προϋποθέσεων επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 106ζ παράγραφοι 1 έως και 3.
Άρθρο 106
Διαδικασία της συνέλευσης και λήψη αττόφασης
1. Ο μεσολαβητής ή, αν ο μεσολαβητής είναι νομικό πρόσωπο, ο εκπρόσωπος του προεδρεύει της συνέλευσης και αποφασίζει για την τυχόν αναβολή της σε ημερομηνία, που δεν δύναται να απέχει περισσότερο από δέκα (10) ημέρες.
2. Κατά τη συζήτηση του σχεδίου συμφωνίας εξυγίανσης δύνανται να επέρχονται τροποποιήσεις, εφόσον τις αποδεχθεί ο οφειλέτης και εφόσον με αυτές δεν θίγονται απαιτήσεις που δεν έθιγε το αρχικό σχέδιο.
3. Ως προς την ψηφοφορία και τη συζήτηση στη συνέλευση εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 116 και 117.
4. Για την έγκυρη λήψη απόφασης από τη συνέλευση απαιτείται να παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται πιστωτές που εκπροσωπούν το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών. Για την αποδοχή του σχεδίου συμφωνίας εξυγίανσης απαιτείται πλειοψηφία των πιστωτών που εκπροσωπούν το εξήντα τοις εκατό (60%) των απαιτήσεων των πιστωτών, που παρίστανται στη συνέλευση, στο οποίο περιλαμβάνεται το σαράντα τοις εκατό (40%) των απαιτήσεων των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων πιστωτών, που παρίστανται στη συνέλευση.
5. Σε περίπτωση αποδοχής του σχεδίου συμφωνίας εξυγίανσης η συνέλευση εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα πρόσωπα να υπογράψουν τη συμφωνία εξυγίανσης, άλλως τη συμφωνία υπογράφουν όλοι οι παρευρισκόμενοι ή αντιπροσωπευόμενοι πιστωτές που υπερψήφισαν τη συμφωνία. Η συνέλευση δύναται με την απόφασή της να εξουσιοδοτεί τα πρόσωπα αυτά να επιφέρουν τροποποιήσεις στη συμφωνία εξυγίανσης για τη συμμόρφωση με όρους που τυχόν θα θέσει το πτωχευτικό δικαστήριο για την επικύρωσή της σύμφωνα με το άρθρο 106ζ παρ. 4.
Άρθρο 106α Σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης
1. Η συμφωνία εξυγίανσης υπογράφεται από τον οφειλέτη και, αν έχει λάβει χώρα συνέλευση των πιστωτών, από τα πρόσωπα που παρίστανται ή έχουν εξουσιοδοτηθεί προς τούτο σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 5, ενώ, αν δεν έχει λάβει χώρα συνέλευση των πιστωτών, από πιστωτές που εκπροσωπούν το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων στο οποίο περιλαμβάνεται το σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων πιστωτών.
2. Στη δεύτερη περίπτωση της παραγράφου 1 τα ποσοστά υπολογίζονται με βάση τις υφιστάμενες κατά την ημέρα ανοίγματος της διαδικασίας απαιτήσεις χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πιστωτές που δεν θίγονται από τη συμφωνία εξυγίανσης κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 116 παράγραφος 3. Για τον καθορισμό των πιστωτών που δύνανται να συνυπογράψουν τη συμφωνία και να προσμετρηθούν στα ποσοστά της παραγράφου 1 εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 105 παράγραφοι 2 και 3.
Άρθρο 106β Άμεση επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης
1. Είναι δυνατόν να συναφθεί και να υποβληθεί στο δικαστήριο για επικύρωση σύμφωνα με το άρθρο 106στ συμφωνία εξυγίανσης και πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, αν έχει υπογραφεί από πιστωτές σύμφωνα με το άρθρο 106α. Στην περίπτωση αυτή ο υπολογισμός του ποσοστού των συμβαλλομένων πιστωτών γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που επισυνάπτεται στη συμφωνία εξυγίανσης και αναφέρεται σε ημερομηνία που δεν προηγείται της ημερομηνίας υποβολής της συμφωνίας στο δικαστήριο περισσότερο από τρεις μήνες.
2. Στην περίπτωση αυτή από την κατάθεση της συμφωνίας εξυγίανσης προς επικύρωση και μέχρι την λήψη απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας εξυγίανσης δύνανται να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 103.
Αρθρο 106γ
Σύμπραξη συνέλευσης μετόχων ή εταίρων - Σύμπραξη τρίτων
1.. Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και κατά τις οικείες διατάξεις απαιτείται για την εκπλήρωση ορισμένων όρων της συμφωνίας εξυγίανσης απόφαση της συνέλευσης των μετόχων ή των εταίρων. Η σχετική απόφαση είτε λαμβάνεται πριν από την υπογραφή της συμφωνίας εξυγίανσης από τον οφειλέτη είτε τίθεται ως αναβλητική αίρεση για τη θέση της σε ισχύ.
2. Αν ένας ή περισσότεροι μέτοχοι ή εταίροι ε.π.ε. δηλώνουν ότι δεν θα παραστούν στη σχετική συνέλευση ή δεν θα υπερψηφίσουν την αντίστοιχη απόφαση, καθώς και όταν δεν παραστούν ή δεν υπερψηφίσουν την απόφαση σε συνέλευση που έχει λάβει χώρα και έχει συγκληθεί ή πρόκειται να συγκληθεί νέα συνέλευση με τα ίδια θέματα, το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται, αν κρίνει ότι η άρνηση είναι καταχρηστική, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, να διορίσει ειδικό εκπρόσωπο, που θα ασκήσει το δικαίωμα παράστασης και ψήφου αντί των μετόχων ή των εταίρων αυτών. Θεωρείται ότι αρνούνται καταχρηστικά οι μέτοχοι ή οι εταίροι ιδίως αν το δικαστήριο κρίνει ότι χωρίς την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης ο οφειλέτης αναμένεται να πτωχεύσει και ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη κατά το κεφάλαιο όγδοο οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν θα λάβουν μέρος στο προϊόν της εκκαθάρισης. Τεκμαίρεται ότι συντρέχει η προηγούμενη περίπτωση όταν η λογιστική καθαρή θέση του οφειλέτη είναι αρνητική. Η κοινοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου στην εταιρία υποκαθιστά την κατά το νόμο διαδικασία νομιμοποίησης του εταίρου ή μετόχου για τη συμμετοχή του στη συνέλευση.
3. Στην περίπτωση που για την εκπλήρωση ορισμένων όρων της συμφωνίας απαιτείται η σύμπραξη τρίτων πρόσωπων που δεν συμβάλλονται, αυτή είτε παρέχεται με σχετική δήλωση τούτων σε έγγραφο που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και συνοδεύει τη συμφωνία, είτε τίθεται ως αναβλητική αίρεση στη συμφωνία για τη θέση της σε ισχύ.
Άρθρο 106δ Συμμετοχή δημοσίου και δημοσίων φορέων
Το δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δημόσιες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, φορείς κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης, δύνανται να συναινούν στη σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης είτε συμμετέχοντας και ψηφίζοντας σε συνέλευση των πιστωτών είτε υπογράφοντας τη συμφωνία με τους ίδιους όρους που θα συναινούσε υπό τις αυτές συνθήκες ιδιώτης πιστωτής ακόμη και όταν με τη συμφωνία ο δημόσιος φορέας παραιτείται από προνόμια και εξασφαλίσεις ενοχικής ή εμπράγματης φύσεως.
Άρθρο 106ε Περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης
1. Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να έχει ως αντικείμενο οποιαδήποτε ρύθμιση του ενεργητικού και του παθητικού του οφειλέτη και ιδίως:
α. Τη μεταβολή των όρων των υποχρεώσεων του οφειλέτη. Η μεταβολή αυτή δύναται ενδεικτικά να συνίσταται στην μεταβολή του χρόνου εκπλήρωσης των απαιτήσεων, περιλαμβανομένης της τροποποίησης των όρων υπό τους οποίους δύναται να ζητηθεί η πρόωρη αποπληρωμή τους, στη μεταβολή του επιτοκίου, στην αντικατάσταση της υποχρέωσης καταβολής επιτοκίου με την υποχρέωση καταβολής μέρους των κερδών, στην αντικατάσταση απαιτήσεων με μετατρέψιμες ή μη ομολογίες έκδοσης του οφειλέτη ή στην υποχρέωση των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών να δεχθούν την εναλλαγή υποθηκικής ή ενεχυρικής τάξης υπέρ νέων πιστωτών του οφειλέτη. Δεν θίγονται οι πιστώσεις που είναι εξασφαλισμένες με συμφωνία χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 ν. 3301/2004 στο μέτρο που ικανοποιούνται από την ασφάλεια αυτή, εκτός αν συμφωνήσει διαφορετικά ο ασφαλειολήπτης.
β. Την κεφαλαιοποίηση υποχρεώσεων του οφειλέτη με την έκδοση μετοχών κάθε είδους ή κατά περίπτωση εταιρικών μεριδίων. Πριν από την κεφαλαιοποίηση δύναται να λαμβάνει χώρα μείωση του μετοχικού κεφαλαίου για την απόσβεση ζημιών σε κάθε περίπτωση ή αν οι μετοχές του οφειλέτη είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, για το σχηματισμό αποθεματικού. Στην τελευταία περίπτωση δεν απαιτείται να πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 4 παράγραφος 4α κ.ν. 2190/1920 περί σχέσης της χρηματιστηριακής προς την ονομαστική αξία.
γ. Τη ρύθμιση των σχέσεων των πιστωτών μεταξύ τους μετά από την επικύρωση της συμφωνίας είτε υπό την ιδιότητα τους ως πιστωτών είτε, σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης, υπό την ιδιότητα τους ως μετόχων ή εταίρων. Ενδεικτικά η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να προβλέπει ότι μία κατηγορία πιστωτών δεν δύναται να ζητήσει την αποπληρωμή των απαιτήσεων προς αυτήν πριν από την πλήρη ικανοποίηση μιας άλλης, να ρυθμίζει θέματα διοίκησης της επιχείρησης του οφειλέτη μετά την κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών, να ρυθμίζει θέματα σε σχέση με τη μεταβίβαση των μετοχών ή εταιρικών μεριδίων που θα προκύψουν από την κεφαλαιοποίηση, όπως ενδεικτικά δικαίωμα ή υποχρέωση των μετόχων μειοψηφίας σε περίπτωση πώλησης της πλειοψηφίας των μετοχών να πωλήσουν τις μετοχές τους με τους ίδιους όρους με τους οποίους γίνεται η πώληση της πλειοψηφίας, δ. Τη μείωση των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη, ε. Την εκποίηση επιμέρους περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, στ. Την ανάθεση της διαχείρισης της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτο με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση περιλαμβανομένης ενδεικτικά της εκμίσθωσης ή της σύμβασης διαχείρισης.
ζ. Τη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτο ή σε εταιρεία των πιστωτών κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 106Θ.
η. Την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών για κάποιο διάστημα μετά την επικύρωση της συμφωνίας. Η αναστολή αυτή δεν Θα δεσμεύει τους μη συμβαλλόμενους πιστωτές για διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την επικύρωση της συμφωνίας.
θ. Το διορισμό πρόσωπου που θα επιβλέπει την εκτέλεση των όρων της συμφωνίας εξυγίανσης ασκώντας τις εξουσίες που του δίνονται κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης. Αν έχει διορισθεί ειδικός εντολοδόχος κατά το άρθρο 102 § 6 με εξουσίες επίβλεψης της εκτέλεσης της συμφωνίας, θα αντικαθίσταται από το πρόσωπο που τυχόν προβλέπει η συμφωνία.
Οι εγγυήσεις, οι ασφαλίσεις πιστώσεων και άλλες συμβάσεις με αντίστοιχο αποτέλεσμα υπέρ απαιτήσεων που κεφαλαιοποιούνται τρέπονται, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, σε δικαίωμα προαίρεσης του πιστωτή να πωλήσει στον εγγυητή ή ασφαλιστή τις μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια που προκύπτουν από την κεφαλαιοποίηση του χρέους κατά το χρόνο στον οποίο θα καθίστατο κατά τους όρους του ληξιπρόθεσμο το χρέος και για ποσό ίσο με το άθροισμα του κεφαλαίου και των τυχόν τόκων που καλύπτονται από την εγγύηση. Το δικαίωμα προαίρεσης δύναται να ασκηθεί εντός δύο μηνών από το χρόνο κατά τον οποίο θα καθίστατο ληξιπρόθεσμη η υποχρέωση που κεφαλαιοποιήθηκε και, αν είναι ήδη ληξιπρόθεσμη κατά την κεφαλαιοποίηση, εντός δύο μηνών από την τελευταία.
Η μη τήρηση της συμφωνίας εξυγίανσης δύναται να τίθεται ως διαλυτική αίρεση της συμφωνίας εξυγίανσης ή ως λόγος καταγγελίας της.
4.. Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να τελεί και υπό άλλες αιρέσεις αναβλητικές ή διαλυτικές, όπως ενδεικτικά την τροποποίηση ή καταγγελία εκκρεμών αμφοτεροβαρών συμβάσεων, οι όροι των οποίων είναι επαχθείς για την επιχείρηση του οφειλέτη. Σε περίπτωση αναβλητικής αίρεσης θα πρέπει να προβλέπεται ο χρόνος εντός του οποίου θα πρέπει να πληρωθεί η αίρεση, μη δυνάμενος να υπερβεί το εξάμηνο από την επικύρωση, και να ρυθμίζονται προσωρινά οι υποχρεώσεις του οφειλέτη στο μέτρο που κρίνεται αναγκαίο για την αποφυγή της παύσης πληρωμών του οφειλέτη όσο εκκρεμεί η αίρεση.
5. Η ισχύς της συμφωνίας εξυγίανσης τελεί υπό την προϋπόθεση της επικύρωσής της από το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτός αν κατά τη βούληση των συμβαλλομένων το σύνολο ή μέρος των όρων της ισχύουν μεταξύ τους και χωρίς την επικύρωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου.
6. Η συμφωνία εξυγίανσης συνάπτεται με ιδιωτικό έγγραφο, εκτός αν οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με αυτήν απαιτούν τη σύνταξη δημοσίου εγγράφου. Στην τελευταία περίπτωση το συμβολαιογραφικό έγγραφο μπορεί να αναπληρωθεί με δηλώσεις ενώπιον του δικαστηρίου.
Άρθρο 106στ Αίτηση για επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης
1. Η αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης από το πτωχευτικό δικαστήριο κατατίθεται από τον οφειλέτη, οποιονδήποτε πιστωτή ή τον μεσολαβητή.
2. Η αίτηση συνοδεύεται από την υπογεγραμμένη συμφωνία εξυγίανσης και από έκθεση εμπειρογνώμονα που πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 100 παράγραφος 4. Δεν αποκλείεται εμπειρογνώμονας να είναι ο εμπειρογνώμονας του άρθρου 100 παράγραφος 3. Στην έκθεση πρέπει να εκτίθεται η γνώμη του εμπειρογνώμονα σε σχέση με τη συνδρομή των προϋποθέσεων επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 106ζ παράγραφοι 1 έως και 3. Σε περίπτωση που έχει λάβει χώρα συνέλευση των πιστωτών κατατίθεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 105 παράγραφος 5 έκθεση, η οποία σε περίπτωση που κατά τη συνέλευση επήλθαν τροποποιήσεις της συμφωνίας εξυγίανσης συνοδεύεται από συμπλήρωμα, στο οποίο εκτίθεται η γνώμη του εμπειρογνώμονα για τις τροποποιήσεις αυτές.
3. Κλητεύονται με τα αναφερόμενα στο άρθρο 105 παράγραφος 4 μέσα και με την κοινοποίηση αντιγράφου της αίτησης στο οποίο σημειώνεται ο προσδιορισμός της δικασίμου ο οφειλέτης, ο τυχόν μεσολαβητής και ο τυχόν εκπρόσωπος των πιστωτών κατά το άρθρο 106 παράγραφος 5.
4. Στη συζήτηση δύναται να παραστεί και να ακουσθεί και εκπρόσωπος των εργαζομένων. Κάθε άλλο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να παρέμβει χωρίς τήρηση προδικασίας.
5. Η παράγραφος 6 του άρθρου 100 εφαρμόζεται και στην περίπτωση του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 106ζ Επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης εφόσον έχει υπογραφεί από τον οφειλέτη και είτε έχει ληφθεί νόμιμα απόφαση από τη συνέλευση των πιστωτών για την υπογραφή της από τα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί προς τούτο σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 5, είτε υπογράφεται από την απαιτούμενη κατά το άρθρο 106α πλειοψηφία του συνόλου των πιστωτών.
2. Το πτωχευτικό δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης:
α. Αν δεν πιθανολογείται ότι κατόπιν της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης η επιχείρηση του οφειλέτη θα καταστεί βιώσιμη.
β. Αν πιθανολογείται ότι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών παραβλάπτεται κατά την έννοια του άρθρου 99 παράγραφος 2.
γ. Αν η συμφωνία εξυγίανσης είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη, πιστωτή ή τρίτου, ή παραβιάζει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ιδίως του δικαίου του ανταγωνισμού.
δ. Αν η συμφωνία εξυγίανσης δεν αντιμετωπίζει με βάση την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης τους πιστωτές, που βρίσκονται στην ίδια θέση. Αποκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών επιτρέπονται για σπουδαίο επιχειρηματικό ή κοινωνικό λόγο που εκτίθεται ειδικά στην απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή αν ο θιγόμενος πιστωτής συναινεί στην απόκλιση. Ενδεικτικά δύνανται να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης απαιτήσεις πελατών της επιχείρησης του οφειλέτη, η μη ικανοποίηση των οποίων βλάπτει ουσιωδώς τη φήμη της ή τη συνέχισή της, απαιτήσεις, η εξόφληση των οποίων είναι αναγκαία για τη διατροφή του πιστωτή και της οικογένειάς του, καθώς και εργατικές απαιτήσεις.
3. Αν με την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν αίρεται η παύση πληρωμών που τυχόν υφίσταται, το πτωχευτικό δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης και, αν εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης, κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 99. Αν δεν εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης, αλλά το δικαστήριο διαπιστώσει την παύση των πληρωμών, η απόφαση απόρριψης της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης κοινοποιείται με μέριμνα της γραμματείας του δικαστηρίου στον εισαγγελέα πρωτοδικών \αα να κρίνει κατά πόσο θα υποβάλει αίτηση πτώχευσης κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1.
4. Το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται σε περίπτωση που δεν του έχουν προσκομιστεί όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν το βάσιμο της αίτησης ή που διαπιστώνει ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν πρέπει να επικυρωθεί, αντί της απόρριψης της αίτησης να τάξει προθεσμία για την προσκόμιση εγγράφων, την παροχή διευκρινίσεων ή την τροποποίηση της συμφωνίας εξυγίανσης. Τα έγγραφα, σι διευκρινίσεις ή η τροποποίηση πρέπει να υποβληθούν εντός της προθεσμίας που τάσσει το δικαστήριο και δεν δύναται να υπερβαίνει το δεκαήμερο.
5. Η απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης ή που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης της δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γ.Ε.ΜΗ και στο Δελτίο του άρθρου 101 παράγραφος 2 με επιμέλεια του μεσολαβητή, εφόσον υπάρχει, ή διαφορετικά του οφειλέτη.
6. Τριτανακοπή κατά της επικυρωτικής απόφασης δύναται να ασκηθεί ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλητευθεί νομίμως σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 106στ εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την δημοσίευση κατά την προηγούμενη παράγραφο.
7. Στην περίπτωση της παραγράφου 6 το δικαστήριο ακυρώνει τη συμφωνία μόνο αν δεν είναι εφικτή η διατήρηση της με επανυπολογισμό των ποσών που δικαιούται να λάβει το πρόσωπο που άσκησε την ανακοπή ή την τριτανακοπή. Στον επανυπολογισμό αυτόν προβαίνει το ίδιο το δικαστήριο.
8. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης επιτρέπεται έφεση κατά τις κοινές διατάξεις.
Άρθρο 106η Αποτελέσματα της επικύρωσης
1. Από την επικύρωση της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης. Δεν δεσμεύονται πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης.
2. Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου ή προβλέψεων της συμφωνίας, η επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν έχει επίπτωση στις ασφάλειες τρίτων, προσωπικές ή εμπράγματες, περιλαμβανομένων των προσημειώσεων, που έχουν παρασχεθεί από τρίτους για την εξασφάλιση της απαίτησης. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον.
3. Με την επικύρωση της συμφωνίας αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.
4. Η απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτήν υποχρεώσεις, εφόσον από τη συμφωνία προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής.
Άρθρο 106Θ Μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη
1. Σε περίπτωση που σύμφωνα με τη συμφωνία εξυγίανσης ή με σύμβαση που καταρτίζεται σε εκτέλεση της τελευταίας μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του οφειλέτη, μεταβιβάζονται στον αποκτώντα το ενεργητικό της επιχείρησης ή του μέρους της και ενδεχομένως, στο μέτρο που προβλέπεται στη συμφωνία, μέρος των υποχρεώσεων, ενώ οι λοιπές υποχρεώσεις κατά περίπτωση εξοφλούνται από το τίμημα της πώλησης της επιχείρησης ή του μέρους της, διαγράφονται, ή στην περίπτωση μεταβίβασης μέρους της επιχείρησης παραμένουν ως υποχρεώσεις του οφειλέτη ή κεφαλαιοποιούνται. Ως προς τη μεταβίβαση των εκκρεμών συμβατικών σχέσεων εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 33. Ως προς τη μεταβίβαση διοικητικών αδειών εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 141 παράγραφος 3. Για τη σύμβαση μεταβίβασης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 133 και 134.
2. Είναι δυνατή η μεταβίβαση της επιχείρησης ή μέρους της είτε σε τρίτο έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, είτε σε εταιρεία που συνιστάται από τους πιστωτές σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.
3. Είναι δυνατόν κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης να συστήνεται ανώνυμη εταιρεία με εισφορά σε είδος μέρους ή του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, τηρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων 9 και 9α κ.ν. 2190/1920. Η εταιρεία αυτή αποκτά το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του οφειλέτη έναντι εξόφλησης των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη που έχουν εισφερθεί σ' αυτήν. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 106ε παράγραφος 1 περίπτωσης γ.
4. Στην περίπτωση του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται το άρθρο 178.
Άρθρο 106ι
Καθήκοντα και αμοιβές των οργάνων της διαδικασίας
1. Οι εμπειρογνώμονες, ο μεσολαβητής και ο ειδικός εντολοδόχος πρέπει να είναι ανεξάρτητοι από τον οφειλέτη κατά την έννοια του άρθρου 63 παράγραφος 2, να μην είναι πιστωτές του ή πρόσωπα συνδεδεμένα κατά την έννοια του άρθρου 42ε παράγραφος 5 κ.ν. 2190/1920 με τον οφειλέτη ή με πιστωτές και να μην έχουν διατελέσει ελεγκτές του οφειλέτη κατά την τελευταία πενταετία. Δεν επιτρέπεται ο ορισμός δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούν σε οικονομικές υπηρεσίες ως εμπειρογνωμόνων, μεσολαβητών ή ειδικών εντολοδόχων.
2. Ο εμπειρογνώμονας, ο μεσολαβητής και ο ειδικός εντολοδόχος υποχρεούνται να εκτελούν τα καθήκοντα τους με ευσυνειδησία, αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Ευθύνονται απέναντι στον οφειλέτη και τους πιστωτές για κάθε θετική ζημία. Ο εμπειρογνώμονας ευθύνεται για δόλο και βαριά αμέλεια, ενώ ο μεσολαβητής και ο ειδικός εντολοδόχος για κάθε πταίσμα.
3. Η αμοιβή των εμπειρογνωμόνων κατά το παρόν κεφάλαιο συμφωνείται σε κάθε περίπτωση με τον οφειλέτη.
4. Σε περίπτωση που ο μεσολαβητής υποδεικνύεται από τον οφειλέτη η αμοιβή του συμφωνείται με τον τελευταίο, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη.
5. Η αμοιβή του ειδικού εντολοδόχου κατά το άρθρο 102 § 6 ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη.
6. Οι εμπειρογνώμονες, ο μεσολαβητής και ο ειδικός εντολοδόχος έχουν υποχρέωση να μη γνωστοποιούν πληροφορίες που περιέρχονται σ' αυτούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφόσον αυτό δεν είναι αναγκαίο για τη σύναψη της συμφωνίας.
Άρθρο 106ια Ειδική εκκαθάριση
1. Οφειλέτες που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 3 και επιπλέον κατέχουν επιχείρηση που πληρούσε κατά την τελευταία χρήση τουλάχιστον δύο από τα τρία αριθμητικά όρια των κριτηρίων της παραγράφου 6 του άρθρου 42α κ.ν. 2190/1920 μπορούν να υπάγονται με απόφαση του κατ' άρθρο 4 δικαστηρίου στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης σε λειτουργία.
2. Η αίτηση υποβάλλεται από τα κατά χο άρθρο 5, οριζόμενα πρόσωπα. Για το παραδεκτό της αίτησης απαιτείται η ταυτόχρονη κατάθεση ί) βεβαίωσης Τράπεζας ή ΕΠΕΥ, που λειτουργεί νόμιμα για την ύπαρξη αξιόχρεου επενδυτή ενδιαφερομένου για την αγορά του ενεργητικού της επιχείρησης π) δήλωσης του προτεινομένου ως εκκαθαριστή (φυσικού ή νομικού προσώπου) περί αποδοχής του σχετικού έργου και έκθεσής του για τον σχεδιασμό και την πορεία της εκκαθάρισης και της λειτουργίας της επιχείρησης σε εκκαθάριση καθώς και προϋπολογισμού των προβλεπομένων για τα παραπάνω δαπανών, με βεβαίωση του αυτού ως άνω φορέα για την διαθεσιμότητα των απαιτουμένων κεφαλαίων. Για τον εκκαθαριστή ισχύουν οι παράγραφοι 1, 2, 5 και 6 του άρθρου 106ι. Με την κατάθεση της αίτησης μπορεί να λαμβάνονται από το Δικαστήριο προληπτικά μέτρα κατά το άρθρο 103 του παρόντος.
3. Αν κατά την υποβολή της αίτησης για την υπαγωγή σε καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης εκκρεμεί διαδικασία εξυγίανσης κατά τα άρθρα 99 έως και 106ι ή αν υποβληθεί αίτηση υπαγωγής σε διαδικασία εξυγίανσης κατά ως άνω άρθρα μετά από την υποβολή της αίτησης για την υπαγωγή σε καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης, αλλά πριν από τη συζήτησή της, αναστέλλεται η εξέταση της αίτησης υπαγωγής στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης εφαρμοζόμενων αναλόγως των διατάξεων των παραγράφων 6 και 8 του άρθρου 99.
4. Από την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και μέχρι την απόρριφή της ή την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού αναστέλλεται η εξέταση τυχόν αίτησης πτώχευσης. Σε περίπτωση μεταβίβασης του ενεργητικού της επιχείρησης του οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, τυχόν εκκρεμείς αιτήσεις πτώχευσης απορρίπτονται.
5. Η αίτηση κοινοποιείται στην επιχείρηση και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ και στο Δελτίο του άρθρου 101 παράγραφος 2 πριν από δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η ημέρα της επίδοσης και της δικασίμου. Κύριες παρεμβάσεις κατατίθενται υποχρεωτικά και με ποινή απαραδέκτου το αργότερο τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν από την δικάσιμο, με τον ίδιο παραπάνω υπολογισμό των ημερών, και συνεκδικάζονται, υποχρεωτικώς, όπως και οι τυχόν πρόσθετες παρεμβάσεις, με την αίτηση. Σε περίπτωση που οι κυρίως παρεμβαίνοντες αιτούνται την υπαγωγή στην ειδική εκκαθάριση, ισχύουν, ως προς το παραδεκτό τους, τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 υπό (ί) και (ϋ). Το πτωχευτικό δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση, αν προβλέπει ότι η υπαγωγή στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης βελτιώνει τις πιθανότητες διατήρησης της επιχείρησης και διάσωσης θέσεων εργασίας χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Το πτωχευτικό δικαστήριο αποδεχόμενο την αίτηση διορίζει με την απόφασή του τον προτεινόμενο στην αίτηση εκκαθαριστή, εκτός εάν υπάρχει πέραν της μιας αίτηση ή κύρια παρέμβαση με το αυτό αίτημα (θέση σε ειδική εκκαθάριση) και διαφορετική πρόταση ως προς τον εκκαθαριστή, οπότε διορίζει τον κατά την κρίση του καταλληλότερο.
6. Η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου δημοσιεύεται σε περίληψη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ) και στο Δελτίο του άρθρου 101 παράγραφος 2. Τριτανακοπή κατά της απόφασης δύναται να ασκηθεί από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλητευθεί νόμιμα σ' αυτήν εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης κατά το προηγούμενο εδάφιο. Με την δημοσίευση της απόφασης για θέση της επιχείρησης σε εκκαθάριση η εξουσία των καταστατικών οργάνων διοίκησης και διαχείρισης της επιχείρησης περιέρχεται στο σύνολο της στον διοριζόμενο εκκαθαριστή. Η θέση της επιχείρησης σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης σε λειτουργία δεν συνιστά από μόνη της σπουδαίο λόγο για την καταγγελία εκκρεμών συμβάσεων, ούτε αποτελεί λόγο ανάκλησης διοικητικών αδειών.
7. Ο εκκαθαριστής εγκαθίσταται με την βοήθεια της Δημόσιας Αρχής στην διοίκηση της επιχείρησης, συντάσσει αμελλητί απογραφή των στοιχείων της επιχείρησης, σύμφωνα με την έκθεση της παραγράφου 2 και κατά το σχετικό χρονοδιάγραμμα και εν συνεχεία καταρτίζει με βάση την απογραφή Υπόμνημα Προσφοράς, στο οποίο, πλην των απογραφέντων στοιχείων της επιχείρησης, περιλαμβάνει και κάθε πληροφορία χρήσιμη για την εικόνα του ενεργητικού της. Μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την εγκατάσταση του στην επιχείρηση, ο εκκαθαριστής δημοσιεύει με ολοσέλιδη καταχώρηση σε δύο καθημερινής πανελλήνιας κυκλοφορίας εφημερίδες, στο Γ.Ε.ΜΗ και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Τομέας Νομικών) και αναρτά επίσης στον τυχόν ιστότοπο της επιχείρησης στο διαδίκτυο Πρόσκληση Διενέργειας Δημόσιου Πλειοδοτικού Διαγωνισμού για την αγορά του συνόλου του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση επιχείρησης ή/και αν αυτό προβλέπεται ως εναλλακτική δυνατότητα στην κατά την παράγραφο 2 έκθεση επί μέρους λειτουργικών συνόλων αυτής, ορίζοντας ημερομηνία για την ενώπιον του στα γραφεία της επιχείρησης ή κατά την κρίση του στο κατάστημα του πτωχευτικού δικαστηρίου υποβολή δεσμευτικών με εγγυητική επιστολή προσφορών, απέχουσα 20 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες και όχι πέραν των 40 εργασίμων ημερών από την δημοσίευση της Πρόσκλησης, καθορίζοντας και τους λοιπούς όρους του σχετικού Πλειοδοτικού Διαγωνισμού, μεταξύ των οποίων δέσμευση ότι, με την υπογραφή της Σύμβασης Μεταβίβασης θα καταβάλλεται τοις μετρητοίς το 40% τουλάχιστον του προσφερομένου τιμήματος και το υπόλοιπο θα εξοφλείται εντόκως, με επιτόκιο της επιλογής του προσφέροντος, σε χρονικό διάστημα που δεν θα υπερβαίνει την πενταετία. Οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές παραλαμβάνουν από τον εκκαθαριστή το Υπόμνημα Προσφοράς και διεξάγουν έλεγχο για τα πωλούμενα στοιχεία της επιχείρησης, αφού υπογράψουν Συμφωνία Εχεμύθειας
8. Μετά την σύμφωνα με την Πρόσκληση λήξη της διαδικασίας υποβολής και αποσφράγισης των προσφορών ακολουθεί η συγκριτική εκτίμησή τους από τον εκκαθαριστή, ο οποίος συντάσσει σχετική έκθεση στην οποία προτείνει την σειρά των προσφορών, την αποδοχή της συμφερότερης προσφοράς και την κατακύρωση του διαγωνισμού . Η έκθεση αυτή κοινοποιείται σε όσους νόμιμα κατέθεσαν προσφορές και υποβάλλεται στο πτωχευτικό δικαστήριο με σχετική αίτηση αποδοχής της. Για την συζήτηση της αίτησής αυτής, τις τυχόν παρεμβάσεις κλπ ισχύουν τα οριζόμενα για την αίτηση υπαγωγής σε εκκαθάριση, αναλόγως εφαρμοζόμενα. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει ή απορρίπτει την σχετική διαδικασία, αποδέχεται ή μη, την υποβληθείσα αίτηση θέτοντας τυχόν επιπλέον όρους, ιδίως ως προς την εξασφάλιση της πληρωμής του υπολοίπου και ανακηρύσσει τον Αγοραστή ή τους Αγοραστές, κατά περίπτωση με απόφασή του, που δεν υπάγεται σε ένδικα μέσα. Η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου δημοσιεύεται σε περίληψη στο Γ.Ε.ΜΗ και στο Δελτίο του άρθρου 101 παράγραφος 2. Τριτανακοπή κατά της αποφάσεως δύναται να ασκηθεί από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλητευθεί νόμιμα σ' αυτήν εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30} ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης κατά το προηγούμενο εδάφιο. Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης το πτωχευτικό δικαστήριο ορίζει και εισηγητή δικαστή για τις ανάγκες της διανομής του πλείστη ρ ιάσματος κατά την παράγραφο 9 του άρθρου αυτού. Με την δημοσίευση της τυχόν θετικής απόφασης ο εκκαθαριστής συντάσσει αμελλητί σχέδιο Σύμβασης Μεταβίβασης του Ενεργητικού της Επιχείρησης, το οποίο κοινοποιεί εγγράφως με σχετική πρόσκλησή του για υπογραφή, μετά από πέντε (5} εργάσιμες ημέρες, προς τον Αγοραστή ή τους Αγοραστές. Οι καλούμενοι υπογράφουν την σχετική Σύμβαση , αποδεχόμενοι και τους τυχόν επιπλέον όρους της δικαστικής απόφασης ή απαντούν αρνητικά μέσα στην προθεσμία των πέντε (5) εργασίμων ημερών, οπότε η ίδια διαδικασία ακολουθείται για τον τυχόν Δεύτερο Αγοραστή κ.ο.κ. Η παραπάνω υπογραφησόμενη Σύμβαση επέχει θέση τελεσίδικης κατακύρωσης του 1003 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αν η δικαστική απόφαση δεν έχει επιβάλει πρόσθετους όρους, ο Αγοραστής υποχρεούται να υπογράφει τη Σύμβαση Μεταβίβασης σύμφωνα με τους όρους του Υπομνήματος Προσφοράς και της προσφοράς του Αγοραστή. Μετά την καταβολή του τιμήματος ή του συμφωνηθέντος ως αμέσως καταβλητέου ποσού και εφ' όσον τηρούνται στην τελευταία περίπτωση οι συμφωνηθέντες όροι εξασφάλισης πληρωμής του υπολοίπου, ο εκκαθαριστής συντάσσει αμελλητί είτε πράξη εξόφλησης, είτε πράξη πιστοποίησης εκπλήρωσης των παραπάνω υποχρεώσεων του Αγοραστή. Η πράξη αυτή προσαρτάται στη Σύμβαση Μεταβίβασης, επέχει θέση περίληψης έκθεσης κατακύρωσης του άρθρου 1005 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμόζοντας ως προς αυτήν αναλόγως όσα ισχύουν επί της τελευταίας και έχει, στην περίπτωση μεταβίβασης ακινήτων, ως άμεση έννομη συνέπεια, μετά την μεταγραφή της και το σχετικό αίτημα προς τον υποθηκοφύλακα, την εξάλειψη και διαγραφή των υπέρ τρίτων βαρών, που έχουν εγγραφεί πριν από την θέση της επιχειρήσεως στο καθεοτώς της ειδικής εκκαθάρισης. Στη μεταβίβαση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης, στο πλαίσιο της ειδικής εκκαθάρισης, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ. Ως προς την παραπάνω Σύμβαση Μεταβίβασης, τις εκκρεμείς συμβάσεις της επιχείρησης και τις διοικητικές άδειες ισχύουν τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 106Θ του παρόντος. Η όλη διαδικασία μεταβίβασης του ενεργητικού κατά τα προεκτεθέντα διαρκεί κατ' ανώτατο χρονικό όριο δώδεκα (12) μήνες, από την έναρξη των ενεργειών του εκκαθαριστή με την σύνταξη της προβλεπόμενης στην παράγραφο 4 του παρόντος απογραφής με δυνατότητα παράτασης από το πτωχευτικό δικαστήριο έξι (6) επιπλέον μηνών. Σε περίπτωση υπέρβασης των άνω χρονικών ορίων, η εκκαθάριση παύει αυτοδικαίως και σε περίπτωση που εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης προχωρά η εξέτασή της. Ως προς την διαδικασία μεταβιβάσεώς τους, σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης αυτής, ισχύουν τα ανωτέρω, αναλόγως εφαρμοζόμενα.
9. Ο εκκαθαριστής μέσα σε δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες από τη μεταβίβαση του ενεργητικού της επιχείρησης κατά τα προαναφερόμενα υποχρεούται να δημοσιοποιήσει, με τον τρόπο που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος, Πρόσκληση Αναγγελίας Απαιτήσεων των πιστωτών. Οι πιστωτές αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την δημοσιοποίηση της Πρόσκλησης. Στην συνέχεια ο εκκαθαριστής, αφού αφαιρέσει από το προϊόν της εκκαθάρισης, τα έξοδα εκκαθάρισης, μέσα στα οποία περιλαμβάνονται και οι δαπάνες της λειτουργίας της επιχείρησης κατά την εκκαθάριση και αποδώσει τα αντίστοιχα ποσά συμμέτρως προς τους δικαιούχους, συντάσσει, για το απομένον υπόλοιπο Πίνακα Κατάταξης κατά τις διατάξεις των άρθρων 153-161 του Πτωχευτικού Κώδικα εφαρμοζόμενων αναλόγως. Με τον Πίνακα γίνεται κατάταξη των πιστωτών και για το μέρος του τιμήματος που τυχόν έχει πιστωθεί. Αρμόδιο για την εκδίκαση τυχόν ανακοπών κατά του Πίνακα είναι το πτωχευτικό δικαστήριο, το οποίο δικάζει κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις.

Άρθρο 13 Τροποποίηση άλλων διατάξεων
1. Όπου στον Πτωχευτικό Κώδικα ή άλλη νομοθεσία γίνεται λόγος για διαδικασία συνδιαλλαγής θα νοείται εφεξής η διαδικασία εξυγίανσης, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο.
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του Πτωχευτικού Κώδικα τροποποιείται ως εξής:
«2. Ο οφειλέτης υποχρεούται να υποβάλει, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, πάντως το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, αφότου συντρέξουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3, αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης.»
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του Πτωχευτικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι ενέγγυοι πιστωτές ικανοποιούνται από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας, μόνο σε περίπτωση που παραιτηθούν από το προνόμιο ή την ασφάλειά τους ή το προνόμιο ή η ασφάλεια δεν επαρκεί για την πλήρη ικανοποίησή τους.»
4. Στο άρθρο 45 προστίθεται περίπτωση (ε) ως εξής:
«(ε) Πράξεις που έλαβαν χώρα με τη συμφωνία ή σε εκτέλεση συμφωνίας εξυγίανσης.»
5. Η περίπτωση (α) του άρθρου 154 τροποποιείται ως εξής:
«(α) Οι απαιτήσεις από χρηματοδοτήσεις του οφειλέτη οποιασδήποτε φύσεως, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητάς του και των πληρωμών του με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης ή το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης. Το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις προσώπων που, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης συνεισέφεραν αγαθά ή υπηρεσίες προς το σκοπό συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη και των πληρωμών, για την αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών που συνεισέφεραν. Επίσης, το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις από χρηματοδότηση κάθε φύσης, παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς τον οφειλέτη κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την αίτηση ανοίγματος διαδικασίας εξυγίανσης μέχρι την επικύρωση της συμφωνίας, στο μέτρο που η παροχή του προνομίου αυτού προβλέπεται από τη διαδικασία εξυγίανσης. Το προνόμιο των προηγουμένων εδαφίων δεν αφορά σε μετόχους ή εταίρους για τις εισφορές τους σε μετρητά ή σε είδος στα πλαίσια αύξησης του κεφαλαίου του οφειλέτη».
6. Προστίθεται νέο εδάφιο στο τέλος της δέκατης υποπαραγράφου της περίπτωσης (θ) της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ως εξής:
«Με την εξάντληση των ένδικων μέσων εξομοιούται η διαγραφή απαίτησης σύμφωνα με συμφωνία εξυγίανσης που επικυρώνεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σύμφωνα με το έκτο κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα.»
7. Η περίπτωση (η) του άρθρου 8 του ν. 3461/2006 (Α' 106) αντικαθίσταται ως εξής:
«Η απόκτηση κινητών αξιών αποτελεί μέρος διαδικασίας εξυγίανσης της εταιρείας σύμφωνα με το έκτο κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα.»

Άρθρο 14 Τελικές και μεταβατικές διατάξεις
1. Συμφωνίες συνδιαλλαγής που έχουν ήδη συναφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις που αντικαθίστανται με τον παρόντα νόμο δεν θίγονται και διέπονται από τις διατάξεις του έκτου κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν από τον παρόντα νόμο, εκτός αν παρά τη συμφωνία συνδιαλλαγής συντρέχουν ως προς τον οφειλέτη οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 99, όπως ισχύει μετά από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου και ο οφειλέτης ζητήσει την υπαγωγή του σε διαδικασία εξυγίανσης.
2. Σε περίπτωση διαδικασιών συνδιαλλαγής που έχουν ήδη ανοίξει και εκκρεμούν κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, τα μέρη δύνανται κατά την επιλογή τους να συνάψουν είτε συμφωνία συνδιαλλαγής που επικυρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που αντικαθίστανται με τον παρόντα νόμο και έχει τις έννομες συνέπειες που προβλέπονται με αυτές, είτε συμφωνία εξυγίανσης κατά τις διατάξεις που εισάγονται με τον παρόντα νόμο. Σε σχέση με εκκρεμούσες κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου διαδικασίες εξυγίανσης η προθεσμία του άρθρου 100 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα δεν λήγει πριν από την πάροδο εξήντα (60) ημερών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος.
3. Εκκρεμείς αιτήσεις για το άνοιγμα διαδικασίας συνδιαλλαγής κρίνονται και μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου υπό τις προϊσχύσασες διατάξεις, εκτός αν οι αιτούντες τις μετατρέψουν σε αιτήσεις για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης.
4. Στις περιπτώσεις που το κεφάλαιο έκτο του πτωχευτικού κώδικα προβλέπει δημοσίευση στο Γ.Ε.ΜΗ και στο Δελτίο του άρθρου 101 παρ. 2, μέχρι την πλήρη έναρξη λειτουργίας του Γ.Ε.ΜΗ, για τις εταιρείες που έχουν συσταθεί πριν την 4η Απριλίου 2011, οι σχετικές δημοσιεύσεις θα γίνονται μόνο στο Δελτίο, εκτός αν ο οφειλέτης είναι ανώνυμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, οπότε οι σχετικές δημοσιεύσεις θα γίνονται και στο Μ.Α.Ε. ή Μ.Ε.Π.Ε. αντίστοιχα.

Άρθρο 15
Ρύθμιση θεμάτων Εμπορικών Μισθώσεων
Συνιστώνται Επιτροπές Διακανονισμού για τις Εμπορικές Μισθώσεις, ως εξωδικαστικό όργανο επίλυσης διαφορών που αφορούν την αναπροσαρμογή του μισθώματος των εμπορικών μισθώσεων του π.δ. 34/1995 (Α' 30).
Οι Επιτροπές συγκροτούνται από τρία (3) μέλη με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους ως εξής: έναν Σύμβουλο, Πάρεδρο ή Δικαστικό Αντιπρόσωπο, που υπηρετεί σε Γραφείο Νομικού Συμβούλου ή Δικαστικό Γραφείο της οικείας Περιφέρειας, ως Πρόεδρο, έναν κοινό εκπρόσωπο των επαγγελματικών και επιστημονικών φορέων της περιφερειακής ενότητας και ένα εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων.
Τα μέλη των Επιτροπών, τακτικά και αναπληρωματικά, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους. Επίσης, έχουν υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας και της εχεμύθειας
Οι Επιτροπές Διακανονισμού εδρεύουν και λειτουργούν στην έδρα κάθε περιφερειακής ενότητας και μπορούν να είναι περισσότερες από μία σε κάθε περιφερειακή ενότητα. Με απόφαση του κατά τόπο αρμόδιου Αντιπεριφερειάρχη ορίζονται ο αριθμός των Επιτροπών, τα μέλη αυτών, καθώς και ο γραμματέας κάθε επιτροπής, εκ των υπαλλήλων της οικείας περιφερειακής ενότητας. Οι φορείς υποβάλλουν στον αρμόδιο Αντιπεφερειάρχη, εντός προθεσμίας 15 ημερών μετά από σχετική έγγραφη πρόσκληση του τελευταίου, ενιαίο κατάλογο με υποψήφια μέλη εκ του οποίων επιλέγονται με κλήρωση τα μετέχοντα στις Επιτροπές. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας συνεπάγεται τον απευθείας ορισμό των μελών από τον Περιφερειάρχη. Στην περίπτωση αυτή, ως εκπρόσωποι ορίζονται ένας μισθωτής και ένας εκμισθωτής ακινήτου της περιφέρειας που υπάγονται στη ρύθμιση του π.δ. 34/1995. Η θητεία των Επιτροπών είναι διετής και μπορεί να παρατείνεται με απόφαση του κατά τόπου αρμόδιου Αντιπεριφερειάρχη για ένα ακόμη χρόνο.
Η Επιτροπή Διακανονισμού είναι αρμόδια για την εξώδικη επίλυση διαφορών που αφορούν την αναπροσαρμογή του μισθώματος στις εμπορικές μισθώσεις για ακίνητα που βρίσκονται μέσα στα όρια της οικείας περιφερειακής ενότητας. Η Επιτροπή επιλαμβάνεται των υποθέσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της κατόπιν ενυπόγραφης αναφοράς ενός τουλάχιστον των εμπλεκομένων μερών. Προϋπόθεση για το παραδεκτό της αναφοράς είναι να έχει παρέλθει έτος από την έναρξη της μίσθωσης ή την τελευταία οικειοθελή ή δικαστική αναπροσαρμογή του μισθώματος ή από προηγούμενη αναφορά του ιδίου μέρους για την αυτή μίσθωση. Η υποβολή της αναφοράς δεν διακόπτει ούτε αναστέλλει τις προβλεπόμενες από το νόμο προθεσμίες για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος.
Η Επιτροπή εξετάζει αντικειμενικά και αμερόληπτα τις υποθέσεις που άγονται ενώπιον της με βάση την αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης, κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να εκφράζουν εγγράφως ή προφορικά τις απόψεις τους και να ενημερώνονται για τους ισχυρισμούς και τα έγγραφα που προσκομίζει το άλλο μέρος. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να παρίστανται στην Επιτροπή μετά ή διά δικηγόρου.
Εάν επιτευχθεί συμβιβασμός ως προς την αναπροσαρμογή του μισθώματος συντάσσεται Πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από τα μέλη της Επιτροπής και τα εμπλεκόμενα μέρη ή τους νομίμους εκπροσώπους τους ή τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, επέχει θέση δικαστικού συμβιβασμού και αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Διαφορετικά, η Επιτροπή εκδίδει Πόρισμα, αντίγραφο του οποίου λαμβάνουν τα μέρη, το οποίο εκφράζει την εκτίμησή της επί της υποθέσεως, καθώς και τη γνώμη της τυχόν μειοψηφίας. Το Πόρισμα της Επιτροπής λαμβάνεται υπόψη από τα Δικαστήρια και εκτιμάται ελεύθερα.
Συμβιβασμός επί του μισθώματος που επιτυγχάνεται από τα μέρη χωρίς να έχει υποβληθεί στην Επιτροπή σχετική αναφορά ή πριν από την ακρόαση μπορεί να επικυρώνεται από αυτή με την υποβολή υπογεγραμμένου από τα μέρη Πρακτικού. Το επικυρωμένο από την Επιτροπή Πρακτικό επέχει θέση δικαστικού συμβιβασμού και αποτελεί τίτλο εκτελεστό.
Η έναρξη της διαδικασίας για επίτευξη συμβιβασμού δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αναφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 5 . Εντός 20 εργάσιμων ημερών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας διακανονισμού και εφόσον δεν έχει επιτευχθεί συμβιβασμός η Επιτροπή υποχρεούνται να εκδώσει πόρισμα σύμφωνα με την παράγραφο 7.
Στη διαδικασία του παρόντος άρθρου υπάγονται και μισθώσεις των π.δ 715/79 (Α' 212) και π.δ 19/19.11.1932 (Α'409). Η επίτευξη συμβιβασμού και η εφαρμογή του Πρακτικού Συμβιβασμού από τον εκμισθωτή ή μισθωτή που υπάγεται στις ανωτέρω διατάξεις δεν απαιτεί έγκριση από άλλη Αρχή ή φορέα.
Οι μισθώσεις των χειμερινών και θερινών κινηματογράφων και θεάτρων, διατηρητέων και μη, που λήγουν, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 3728/2008 (Α' 258), την 31η Δεκεμβρίου 2011, παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016. Επίσης, παρατείνονται αυτοδικαίως, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016, όσες μισθώσεις κινηματογράφων και θεάτρων λήγουν, για οποιοδήποτε λόγο, μετά την 31η Δεκεμβρίου 2011.
Μισθώσεις ακινήτων, οι οποίες αφορούν σε ακίνητα που στεγάζονται τουριστικές επιχειρήσεις με εκμισθωτή το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. ή την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν παραταθεί ή ανανεωθεί, που λήγουν εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος άρθρου, μπορούν να παρατείνονται μέχρι δώδεκα (12) χρόνια από τη λήξη τους με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. ή της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου και με απευθείας σύναψη σύμβασης παράτασης της μίσθωσης με τον εγκατεστημένο στο μίσθιο μισθωτή. Το ίδιο ισχύει και για μισθώσεις των παραπάνω ακινήτων που έχουν λήξει και των οποίων το μίσθιο δεν έχει αποδοθεί.
Για τις μισθώσεις της προηγούμενης παραγράφου το ετήσιο μίσθωμα δεν μπορεί να συμφωνηθεί κατώτερο από το 4,8% της εκάστοτε ισχύουσας αντικειμενικής αξίας του μισθίου ή, στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα του προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων με αντικειμενικά κριτήρια, της αγοραίας αξίας του μισθίου.
Μισθώσεις ακινήτων στα οποία στεγάζονται τουριστικές επιχειρήσεις, που καταρτίστηκαν κατ' εφαρμογή της παραγράφου 19 του άρθρου 7 του ν. 2741/1999 «Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων, άλλες ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Ανάπτυξης και λοιπές διατάξεις» (Α'199), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3517/2006 (Α' 271), με ετήσιο μίσθωμα ίσο ή μεγαλύτερο από το 6% της εκάστοτε αντικειμενικής ή της αγοραίας αξίας του μισθίου στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων με αντικειμενικά κριτήρια, μπορούν να τροποποιηθούν ως προς τον όρο αυτόν με συμφωνία των συμβαλλομένων μερών. Στην περίπτωση αυτή, το συμφωνηθέν μίσθωμα δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 4,8% της εκάστοτε ισχύουσας αντικειμενικής αξίας ή της αγοραίας αξίας του μισθίου, κατά την παραπάνω διάκριση».
Τα τρία τελευταία εδάφια της παρ. 19 του άρθρου 7 του ν. 2741/1999, όπως αυτά προστέθηκαν με το άρθρο 9 του ν. 3517/2006 (Α' 271), καταργούνται.

Άρθρο 16 Λοιπές Διατάξεις
1. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 23α του κ.ν. 2190/1920, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του ν. 3604/2007 (Α' 189) προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Οι συμβάσεις της παραγράφου 1 επιτρέπονται εφόσον συνάπτονται μεταξύ ή παρέχονται υπέρ νομικών προσώπων που υπόκεινται σε ενοποίηση μεταξύ τους σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 109, υπό τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4.»
2. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 3297/2004 (Α' 259) η φράση «από τον Υπουργό Ανάπτυξης» αντικαθίσταται από τη φράση «από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης»
3.. Οι κάτοχοι άδειας συμμετοχής στην κυριακάτικη αγορά του Δήμου Πειραιά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2323/1995 (Α' 145), ακόμη κι αν αυτή δεν ανανεώθηκε, μπορούν να συμμετέχουν στην κυριακάτικη αγορά, εφόσον καταβάλλουν στο Δήμο τα αναλογούντα τέλη από την ημερομηνία λήξης της ισχύος της άδειάς τους έως την ημερομηνία ανανέωσης αυτής ή της έκδοσης νέας. Τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί για συμμετοχή στην εν λόγω αγορά μετά τη λήξη της άδειας διαγράφονται, και αν έχουν καταβληθεί επιστρέφονται. 

Άρθρο 17 Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του. Οι προβλεπόμενες στο άρθρο 2 αρμοδιότητες ασκούνται από την Αρχή μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του παρόντος και, σε κάθε περίπτωση, όχι αργότερα από την 1η Ιανουαρίου 2012.

Αθήνα,14-7- 2011

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΉΣΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΕΠΠΑΣ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΧΑΡΗΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΕΓΛΙΤΗΣ

ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ

ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ

ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ & ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

ΑΝΑΠΛ. ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΞΥΝΙΔΗΣ