Σ.τ.Ε. 1089 - 08/12/2009

Σ.τ.Ε. 1089 - 08/12/2009

Θέμα: Ως αποδοχές, επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές, θεωρούνται οι πάσης φύσεως χρηματικές ή σε είδος παροχές του εργοδότη προς τον μισθωτό, έστω και αν οι παροχές αυτές δεν δίδονται αμέσως ως αντάλλαγμα της εργασίας που προσφέρει ο μισθωτός, αλλά χορηγούνται σε αυτόν από τον εργοδότη οικειοθελώς και από ελευθεριότητα.

Σ.τ.Ε. 1089/2009

Ως αποδοχές, επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές, θεωρούνται οι πάσης φύσεως  χρηματικές ή σε είδος παροχές του εργοδότη προς τον μισθωτό, έστω και αν οι  παροχές αυτές δεν δίδονται αμέσως ως αντάλλαγμα της εργασίας που προσφέρει ο  μισθωτός, αλλά χορηγούνται σε αυτόν από τον εργοδότη οικειοθελώς και από  ελευθεριότητα. Εξαιρούνται μόνον οι έκτακτες παροχές κοινωνικού χαρακτήρα που  απαριθμούνται περιοριστικά στο ανωτέρω εδ. α' της παρ. 1 του άρθρου 17 του  Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α., δηλαδή, δώρα λόγω γάμου του ασφαλισμένου ή των τέκνων του, γεννήσεως τέκνων του ασφαλισμένου και βοηθήματα στην  οικογένεια θανόντος ασφαλισμένου. Κατ' ακολουθία αυτών, υπόκειται σε  ασφαλιστικές εισφορές η οποιασδήποτε φύσεως χρηματική ή σε είδος παροχή, η οποία χορηγείται από τον εργοδότη για την επιβράβευση της αποδοτικότητας των  μισθωτών (πριμ παραγωγής), έστω και αν η παροχή αυτή δίδεται από  ελευθεριότητα του εργοδότη, ο οποίος επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα  να τη διακόψει μονομερώς .

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Δεκεμβρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α' Τμήματος, Δ. Μαρινάκης, Σ. Μαρκάτης, Σύμβουλοι, Στ. Κτιστάκη, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη, Γραμματέας του Α' Τμήματος.

Για να δικάσει την από 17 Μαΐου 2007 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «.... ........ ...............», που εδρεύει στην Αθήνα (.... ...... και ............ .), η οποία παρέστη με την δικηγόρο Π. Αλεξανδροπούλου-Αγιοστρατίτη (Α.Μ. 7030), που την διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγίου Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τον Ν. Αμιραλή, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ'αριθ. 2615/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Αικ. Ρωξάνα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της αναιρεσείουσας εταιρείας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον αντιπρόσωπο του αναιρεσίβλητου Ταμείου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο  παράβολο (1062260, 1062261, 1062262, 1879449 και 1879450/ 21-5-2007 ειδικά  έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 2615/2006 αποφάσεως  του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της  αναιρεσείουσας εταιρίας κατά της 8562/2003 αποφάσεως του Διοικητικού  Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της 382/54/12-7-2000 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής  Επιτροπής του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ζωγράφου. Με την τελευταία αυτή απόφαση  είχε απορριφθεί ένσταση της αναιρεσείουσας κατά της 26009/1999 Πράξεως Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ) του ίδιου Υποκαταστήματος, με την οποία είχαν  καταλογισθεί σε βάρος της ποσό 2.032.762 δρχ. λόγω μη καταβολής ασφαλιστικών  εισφορών.

3. Επειδή, κατά την παρ. 4 του άρθρου 25 του αν.ν. 1846/1951 (Α' 179), όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε διαδοχικώς με το άρθρο 4 του ν. 4476/1965 (Α'  103) και το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 825/1978 (Α' 189) και ίσχυε κατά τον  κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, "Ως ημερήσιος μισθός, εφ' ου υπολογίζονται αι εισφοραί, νοούνται αι πάσης φύσεως αποδοχαί τούτων εις χρήμα και εις είδος,  των τελευταίων τούτων αποτιμωμένων εις χρήμα δι' αποφάσεως του Δ.Σ. του  Ι.Κ.Α. . Ως αποδοχαί νοούνται αι πάσης φύσεως παροχαί του εργοδότου προς τον ησφαλισμένον, πλην ωρισμένων εκτάκτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρος,  ορισθησομένων διά Κανονισμού. Τα δώρα λόγω εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ως  και το επίδομα αδείας υπόκεινται εις εισφοράν αυτοτελώς μέχρι του ποσού πάντως του πραγματικού ημερομισθίου της ανωτάτης κατά την παρ. 2 του παρόντος  άρθρου μισθολογικής κλάσεως". Περαιτέρω, κατά το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του  ιδίου άρθρου 25 του αν.ν. 1846/1951, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 4 του ανωτέρω ν. 825/1978, "Κανονισμός θέλει ορίσει τα του  τρόπου εξευρέσεως του ημερησίου μισθού". Εξ άλλου, στο άρθρο 17 παρ. 1 εδ. α'  του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. (απόφαση Υπουργού Εργασίας
55575/Ι.479/18.11. 1965, Β' 816/7.12.1965), όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με την 38173/Ι.191/26.5.1967 απόφαση του Υπουργού Εργασίας  (Β' 399/ 16.6.1967), ορίσθηκε ότι: "Ως μισθός, επί του οποίου υπολογίζεται η  εισφορά, λογίζεται ο εις χρήμα συμπεφωνημένος τοιούτος προσαυξανόμενος : α) Κατά τα τυχόν παρά του εργοδότου χορηγούμενα εις τον μισθωτόν ποσοστά ή άλλας  προσθέτους χρηματικάς αμοιβάς, πλην των κάτωθι εκτάκτων παροχών κοινωνικού  χαρακτήρος. 1. Διά δώρα λόγω α) γάμου του ησφαλισμένου ή των τέκνων του, β) γεννήσεως τέκνων του ησφαλισμένου και 2. Διά βοήθημα εις οικογένειαν θανόντος  ησφαλισμένου".

4. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ως αποδοχές, επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές, θεωρούνται οι πάσης φύσεως  χρηματικές ή σε είδος παροχές του εργοδότη προς τον μισθωτό, έστω και αν οι  παροχές αυτές δεν δίδονται αμέσως ως αντάλλαγμα της εργασίας που προσφέρει ο  μισθωτός, αλλά χορηγούνται σε αυτόν από τον εργοδότη οικειοθελώς και από  ελευθεριότητα, πάντως, όμως, με αφορμή τη σχέση εργασίας που τους συνδέει και  με την επιφύλαξη του δικαιώματος του εργοδότη να διακόψει μονομερώς τις παροχές αυτές. Εξαιρούνται μόνον οι έκτακτες παροχές κοινωνικού χαρακτήρα που  απαριθμούνται περιοριστικά στο ανωτέρω εδ. α' της παρ. 1 του άρθρου 17 του  Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α., δηλαδή, δώρα λόγω γάμου του ασφαλισμένου ή των τέκνων του, γεννήσεως τέκνων του ασφαλισμένου και βοηθήματα στην  οικογένεια θανόντος ασφαλισμένου. Κατ' ακολουθία αυτών, υπόκειται σε  ασφαλιστικές εισφορές η οποιασδήποτε φύσεως χρηματική ή σε είδος παροχή, η οποία χορηγείται από τον εργοδότη για την επιβράβευση της αποδοτικότητας των  μισθωτών (πριμ παραγωγής), έστω και αν η παροχή αυτή δίδεται από  ελευθεριότητα του εργοδότη, ο οποίος επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να τη διακόψει μονομερώς (βλ. Σ.τ.Ε. 2140/1993 Ολομ., 709/2004).

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 26.009/ 1999 ΠΕΕ που εκδόθηκε από το  Υποκατάστημα ΙΚΑ Ζωγράφου καταλογίστηκαν σε βάρος της ήδη αναιρεσείουσας  εταιρίας για την ασφαλιστική τακτοποίηση μισθωτών της εισφορές συνολικού ποσού 2.030.762 δραχμών για τις χρονικές περιόδους των μηνών Φεβρουαρίου και  Νοεμβρίου του έτους 1998 και Μαρτίου του έτους 1999. Ειδικότερα, από τον  έλεγχο που διενεργήθηκε από αρμόδιο υπάλληλο του ΙΚΑ από 8/10 έως 19/10/1999 στην επιχείρηση αυτής διαπιστώθηκε ότι η αναιρεσείουσα είχε καταβάλει στους  αναφερόμενους ονομαστικά στην εν λόγω έκθεση μισθωτούς δωροεπιταγές ποσού  13.000, 16.000 και 18.000 δραχμών για τις πιο πάνω χρονικές περιόδους, χωρίς όμως να έχει καταβάλει τις ανάλογες εισφορές για τα ως άνω ποσά, αν και είχε  ενημερωθεί ως προς την υποχρέωσή της αυτή σε προηγούμενο έλεγχο. Ένσταση της  αναιρεσείουσας κατά της ως άνω ΠΕΕ απορρίφθηκε με την 383/54/2000 απόφαση της ΤΔΕ του ίδιου υποκαταστήματος ΙΚΑ. Ακολούθως, η αναιρεσείουσα με την από 6- 11-2000 προσφυγή της ζήτησε να ακυρωθεί η απόφαση αυτή, ισχυριζόμενη ότι τα  ποσά των εν λόγω δωροεπιταγών δεν συνιστούσαν κατά την έννοια του νόμου αποδοχές, για τις οποίες έπρεπε να καταβληθούν ασφαλιστικές εισφορές στο ΙΚΑ,  διότι η αναιρεσείουσα χορηγούσε στους μισθωτούς της τα ποσά αυτά ως  επιβράβευση για την αποφυγή ατυχήματος ή τραυματισμού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα απασχόλησής τους. Περαιτέρω, κατά την αναιρεσείουσα, τα ποσά αυτά δεν αποτελούσαν μισθό, διότι χορηγούνταν ως κίνητρο για την επίτευξη του  ανωτέρω στόχου στα πλαίσια της πρόνοιας της επιχείρησης για την ασφάλεια των  εργαζομένων και απονέμονταν σε όσους εργαζόμενους πετύχαιναν να εργαστούν για  ένα ορισμένο διάστημα χωρίς να προκληθεί ατύχημα. Ακόμη, δεν αποτελούσαν τα  ποσά αυτά, κατά την άποψή της, αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, αλλά χορηγούνταν οικειοθελώς από αυτήν, με την ευκαιρία έκτακτου και απρόβλεπτου γεγονότος, δηλαδή της μη πρόκλησης ατυχήματος. Τέλος, η αναιρεσείουσα  ισχυρίστηκε ότι οι εν λόγω δωροεπιταγές δεν συνιστούσαν αποδοχές, επειδή οι  ένδικες παροχές, εξαιτίας του ειδικού τρόπου και των συνθηκών της προσφερόμενης εργασίας, χορηγούνταν ως ειδικά μέσα για την πληρέστερη  εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της εργασίας των μισθωτών της και της  επιχείρησής της, έστω και αν από αυτές ωφελούνταν οι ασφαλισμένοι. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της η αναιρεσείουσα εταιρία επικαλέστηκε και  προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο τις νομοτύπως ληφθείσες 5494, 5495 και  5496/27΄.1.2003 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογράφου των Κων/νου Κουγιουμτζή, ............ ....... και ......... ............, υπαλλήλων- εργαζόμενων στην εταιρία της από τα έτη 1985, 1988 και 1985 αντίστοιχα. Οι  υπάλληλοι αυτοί κατέθεσαν ότι από την θέση τους στην εταιρεία γνώριζαν ότι οι  ένδικες δωροεπιταγές δεν δίνονταν από την αναιρεσείουσα ως αντάλλαγμα της εργασίας των εργαζομένων, αλλά για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών  αυτής, ότι αποτελούσαν κίνητρο-πρόνοια για την ασφάλεια των εργαζομένων της,  ήταν ανακλητές, δεν δίδονταν σε σταθερά διαστήματα, αλλά εξαρτώνται από την μη πρόκληση ατυχήματος εκ μέρους των, δηλαδή από γεγονός έκτακτο, και ότι,  τέλος, δεν δίνονταν ομοιόμορφα σε όλους τους εργαζόμενους, αλλά δίνονταν σε  διαφορετικά χρονικά διαστήματα, ανά τόπο εργασίας και σε διαφορετικά ποσά και, συνεπώς, οι εν λόγω παροχές δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μισθός. Η  προσφυγή απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση. Κατά της αποφάσεως αυτής η  αιτούσα άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έλαβε υπόψη ότι η ως άνω αμοιβή (πριμ) είχε χορηγηθεί από την εργοδότρια εταιρία στους αναφερόμενους στην ένδικη ΠΕΕ  μισθωτούς της προς επιβράβευση για την επίτευξη εκ μέρους τους εργασιακού  στόχου, ήτοι, εν προκειμένω, της αποφυγής ατυχημάτων για ορισμένο χρονικό διάστημα, ότι η εν λόγω αμοιβή δεν εξυπηρετούσε κατά τα άνω λειτουργικές  ανάγκες της επιχείρησής της, ότι η αναιρεσείουσα κατ' επανάληψη είχε  χορηγήσει τέτοιες αμοιβές στους επιτυγχάνοντες τον πιο πάνω στόχο μισθωτούς της, μολονότι, όπως ισχυρίσθηκε το αναιρεσίβλητο ΙΚΑ, αυτή είχε ενημερωθεί σε  προηγούμενους ελέγχους του ΙΚΑ για τον χαρακτήρα των παροχών αυτών, ότι  δηλαδή αποτελούσαν τμήμα του μισθού, και, ως εκ τούτου, υποβάλλονταν σε ασφαλιστικές κρατήσεις, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από την αναιρεσείουσα.  Με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η έκτακτη αμοιβή που  χορηγήθηκε από την αναιρεσείουσα προσαύξανε το μισθό των εν λόγω μισθωτών της και δεν αποτελούσε έκτακτη παροχή κοινωνικού χαρακτήρα, κατ άρθρο 17 του  Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, άρθρο στο οποίο η απαρίθμηση των παροχών είναι  περιοριστική.

6. Επειδή, η πιο πάνω κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ότι οι ένδικες  παροχές δεν χορηγούνταν στους εργαζόμενους της εταιρίας ως αντάλλαγμα της  εργασίας αλλά ως κίνητρο «επαγρύπνησης» της προσοχής των εργαζομένων για την αποφυγή ατυχημάτων. Ο στόχος αυτός έχει κοινωνικό χαρακτήρα, δηλ. δεν  αποσκοπεί στην ωφέλεια συγκεκριμένου προσώπου αλλά στη γενικότερη ωφέλεια του  συνόλου των εργαζομένων, και, συνεπώς, οι ένδικες παροχές δεν αποτελούν αποδοχές κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων και δεν υπόκεινται σε  ασφαλιστικές εισφορές, όπως εσφαλμένα έκρινε το δικάσαν δικαστήριο. Σύμφωνα  όμως με όσα έχουν εκτεθεί στην τέταρτη σκέψη, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ορθώς λοιπόν κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι  οι ένδικες παροχές υπέκειντο σε ασφαλιστικές εισφορές, αφού χορηγήθηκαν σε  εργαζομένους της αναιρεσείουσας ως κίνητρο επαγρύπνησης για την αποφυγή ατυχημάτων και δεν εμπίπτουν στις απαριθμούμενες περιοριστικά (στο εδ. α' της  παρ. 1 του άρθρου 17 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ) έκτακτες παροχές  κοινωνικού χαρακτήρα. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάζει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας εταιρίας τη δικαστική δαπάνη του  αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα  (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2008 και η απόφαση  δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ης Μαρτίου 2009.

Ο Πρόεδρος του Α' Τμήματος          Η Γραμματέας του Α' Τμήματος
 
Γ. Ανεμογιάννης                                  Μ. Παπασαράντη
 

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
 
Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν  την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά  τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν
όταν τους ζητηθεί.
 
Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Ο Πρόεδρος του Α' Τμήματος Η Γραμματέας του Α' Τμήματος