Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. αριθ. 390 - 2012 - Αν ο εργοδότης, ελλείψει επιχειρησιακού σωματείου, υποχρεούται να ενημερώνεται και να διαβουλεύεται...

Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. αριθ. 390 - 2012 - Αν ο εργοδότης, ελλείψει επιχειρησιακού σωματείου, υποχρεούται να ενημερώνεται και να διαβουλεύεται...

ΘΕΜΑ: Αν ο εργοδότης, ελλείψει επιχειρησιακού σωματείου, υποχρεούται να ενημερώνεται και να διαβουλεύεται, για θέματα που αφορούν την εφαρμογή του Π.Δ. 240/2006 «Περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων», με τους εκπροσώπους των εργαζομένων του κλαδικού ή του ομοιοεπαγγελματικού σωματείου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ 
ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
 

Αριθμός Γνωμοδότησης: 390/2012 

 
ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Ε' Τμήμα 
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ της 26 Ιουνίου 2012
 
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Πρόεδρος: Βασίλειος Κοντόλαιμος, Αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κρότους.
Μέλη: Ιωάννης Τρίαντος, Πέτρος Τριανταφυλλίδης, Ιωάννης Διονυσόπουλος, Παρασκευάς Βαρελάς, Βασιλική Πανταζή, Βασιλική Τύρου, Κουήν Χουρμουζιάν, Γεώργιος Ανδρέου, Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους.
Εισηγητής: Κωνσταντίνος Ζαμπάρας, Πάρεδρος ΝΣΚ
 
Αρ. Ερωτήματος: Υπ' αριθ. 13162/527/2-8-2011 της Γενικής Διεύθυνσης Εργασίας (Διεύθυνση Συνδρομής-Τμήμα Συλλογικής Οργάνωσης) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
 
Περίληψη ερωτήματος: Αν ο εργοδότης, ελλείψει επιχειρησιακού σωματείου, υποχρεούται να ενημερώνεται και να διαβουλεύεται, για θέματα που αφορούν την εφαρμογή του Π.Δ. 240/2006 «Περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων», με τους εκπροσώπους των εργαζομένων του κλαδικού ή του ομοιοεπαγγελματικού σωματείου.
 
Επί του ανωτέρω ερωτήματος το Ε' Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε ομόφωνα ως εξής:
 
I. 1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 «Περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων»: 
Άρθρο 1 (Άρθρο 1 της Οδηγίας - Σκοπός και αρχές) 
«1. Σκοπός του παρόντος προεδρικού διατάγματος είναι η προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2002 "περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα", με στόχο τη θέσπιση ενός γενικού πλαισίου που καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά το δικαίωμα για ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις στην Ελληνική επικράτεια. 
2. Οι πρακτικές λεπτομέρειες ενημέρωσης και διαβούλευσης καθορίζονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας και τις εργασιακές πρακτικές, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα τους. 
3. Κατά τον καθορισμό ή την εφαρμογή των πρακτικών λεπτομερειών ενημέρωσης και διαβούλευσης, ο εργοδότης και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων εργάζονται με πνεύμα συνεργασίας, σεβόμενοι αμοιβαία τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και λαμβάνοντας υπόψη τους τόσο τα συμφέροντα της επιχείρησης ή της εγκατάστασης όσο και εκείνα των εργαζομένων». 
Άρθρο 2 (Άρθρο 2 της Οδηγίας- Ορισμοί)
«Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος: α) ως "επιχείρηση" νοείται η δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, με κερδοσκοπικό ή μη χαρακτήρα και είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα, β) ως "εγκατάσταση" νοείται η μονάδα εκμετάλλευσης, στην οποία αναπτύσσεται μόνιμη οικονομική δραστηριότητα με ανθρώπινους και υλικούς πόρους και είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα, γ) ως "εργοδότης" νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συνάπτει συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας με τους εργαζόμενους, δυνάμει της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας και πρακτικής, δ) ως "εργαζόμενος" νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο προστατεύεται με την ιδιότητα του εργαζομένου,, δυνάμει της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας και πρακτικής, ε) ως "εκπρόσωποι των εργαζομένων" νοούνται τα πρόσωπα, τα οποία έχουν την ιδιότητα των εκπροσώπων των εργαζομένων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και πρακτική, στ) ως "ενημέρωση" νοείται η διαβίβαση στοιχείων από τον εργοδότη στους εκπροσώπους των εργαζομένων προκειμένου να λάβουν γνώση του εκάστοτε θέματος και να το εξετάσουν, ζ) ως "διαβούλευση" νοείται η ανταλλαγή απόψεων και η καθιέρωση διαλόγου μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων και του εργοδότου». 
Άρθρο 3 (Άρθρο 3 της Οδηγίας - Πεδίο εφαρμογής)
«Το παρόν Προεδρικό Διάταγμα εφαρμόζεται: α) στις επιχειρήσεις που απασχολούν τουλάχιστον 50 εργαζόμενους και β) στις εγκαταστάσεις που απασχολούν τουλάχιστον 20 εργαζόμενους. Τα κατώτατα όρια των απασχολουμένων εργαζομένων στην επιχείρηση ή εγκατάσταση καθορίζονται σύμφωνα με τον αριθμό των εργαζομένων στην αρχή του ημερολογιακού μήνα, κατά τον οποίο τίθεται θέμα εφαρμογής του παρόντος, ανεξάρτητα από τις τυχόν μεταγενέστερες μεταβολές του αριθμού των απασχολουμένων κατά το διάστημα του μήνα».
Άρθρο 4 (Άρθρο 4 της Οδηγίας - Πρακτικές λεπτομέρειες ενημέρωσης και διαβούλευσης)
«... 2. Η ενημέρωση και διαβούλευση καλύπτουν: α) την ενημέρωση σχετικά με την πρόσφατη και την πιθανή εξέλιξη των δραστηριοτήτων και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης ή της εγκατάστασης, β) την ενημέρωση και τη διαβούλευση σχετικά με την κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης μέσα στην επιχείρηση ή εγκατάσταση, καθώς και τα μέτρα πρόληψης που ενδεχομένως προβλέπονται σε περίπτωση ιδίως που η απασχόληση απειλείται, γ) την ενημέρωση και τη διαβούλευση σχετικά με αποφάσεις που μπορούν να επιφέρουν ουσιαστικές μεταβολές στην οργάνωση της εργασίας ή στις συμβάσεις εργασίας,...».
 
2. Εξ άλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1767/1988 «Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις-Κύρωση της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας» 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' (Συμβούλια εργαζομένων) 
Άρθρο 1 (Σκοπός και πεδίο εφαρμογής)
«1. Οι εργαζόμενοι κάθε επιχείρησης, που απασχολεί τουλάχιστον πενήντα (50) άτομα, έχουν δικαίωμα να εκλεγούν και να συγκροτούν συμβούλια εργαζομένων, για την εκπροσώπησή τους στην επιχείρηση.
2. Στις περιπτώσεις που στην επιχείρηση δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση, αρκεί να απασχολούνται είκοσι (20) εργαζόμενοι...».
Άρθρο 2 (Όργανα εκπροσώπησης εργαζομένων)
«...3. Τα συμβούλια εργαζομένων θεωρούνται αντιπρόσωποι των εργαζομένων, κατά την έννοια του όρθρου 3 της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας».
Άρθρο 12 (Αρμοδιότητες των συμβουλίων των εργαζομένων - Σχέσεις με το συνδικαλιστικό κίνημα)
«1. Η λειτουργία των συμβουλίων των εργαζομένων είναι συμμετοχική και γνωμοδοτική και σκοπεύει στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων σε συνάρτηση με την ανάπτυξη της επιχείρησης. Η λειτουργία των συμβουλίων αυτών δεν αναιρεί σε κανένα σημείο το σκοπό, τα μέσα και τα δικαιώματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, που με τη δράση τους σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 του Συντάγματος και του Ν. 1264/1982 διαφυλάσσουν και προάγουν τα εργασιακά, οικονομικά, ασφαλιστικά, κοινωνικά και συνδικαλιστικά συμφέροντα των εργαζομένων... 
2. Οι συμφωνίες μεταξύ εργοδοτών και συμβουλίων εργαζομένων δε δεσμεύουν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να επιδιώξουν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συλλογικές συμβάσεις. 
3. Τα συμβούλια των εργαζομένων συνεργάζονται με τη συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης και την ενημερώνουν για τα θέματα της αρμοδιότητάς τους. 
4. Αποφασίζουν από κοινού με τον εργοδότη για τα κατωτέρω θέματα:... Οι ανωτέρω αρμοδιότητες ασκούνται από το συμβούλιο εργαζομένων, εφόσον στην επιχείρηση δεν λειτουργεί συνδικαλιστική οργάνωση, και τα θέματα αυτά δεν ρυθμίζονται με Συλλογική Σύμβαση Εργασίας."...». 
Άρθρο 13 (Πληροφόρηση)
«1. Ο εργοδότης οφείλει να πληροφορεί τα συμβούλια εργαζομένων για τα παρακάτω θέματα, πριν από την εφαρμογή των σχετικών αποφάσεών του:... 
4.Ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να πληροφορεί τα συμβούλια των εργαζομένων για θέματα που χαρακτηρίζονται απόρρητα από την ισχύουσα νομοθεσία, όπως το τραπεζικό, το δικηγορικό απόρρητο, θέματα εθνικής σημασίας, ευρεσιτεχνίες. 
5. Τα μέλη των εργασιακών συμβουλίων έχουν υποχρέωση να μην ανακοινώνουν σε τρίτους, χωρίς τη συγκατάθεση του εργοδότη, πληροφορίες που αναφέρονται σε θέματα της προηγούμενης παραγράφου ή έχουν ιδιάζουσα σημασία για την επιχείρηση και των οποίων η διαρροή θα είχε επιβλαβείς συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης.». 
Άρθρο 14 (Διαβουλεύσεις)
«Τα συμβούλια εργαζομένων διαβουλεύονται με τον εργοδότη αν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση: α) στις περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων, σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τη νομοθεσία που ισχύει κάθε φορά για τον έλεγχο των ομαδικών απολύσεων, β) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες προβλέπονται διαβουλεύσεις με τους εργαζόμενους από γενικούς ή ειδικούς νόμους.». 
Άρθρο 15 (Λοιπές αρμοδιότητες)
«1. Αν δεν υπάρχει σωματείο της επιχείρησης, τα συμβούλια εργαζομένων, εκτός από τις αρμοδιότητες του άρθρου 12 του νόμου αυτού, έχουν επίσης αρμοδιότητα να προβάλλουν στον εργοδότη κάθε θέμα που είναι σχετικό με την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, την υλοποίηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και με άλλες συμφωνίες που διαμορφώνουν υπέρ των εργαζομένων ειδικό καθεστώς στον εργασιακό χώρο...».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' (Κύρωση της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας)
Άρθρο 18
«Κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου η 135 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας «για την Προστασία των αντιπροσώπων των εργαζομένων στην επιχείρηση και τις Διευκολύνσεις που πρέπει να τους παρασχεθούν», η οποία ψηφίστηκε από τη Γενική Συνδιάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας στην 56η σύνοδο της το έτος 1971. Το κείμενο της σύμβασης στην ελληνική του μετάφραση είναι το ακόλουθο: Άρθρο 3
«Για τους σκοπούς αυτής της σύμβασης ο όρος «αντιπρόσωπος των εργαζομένων» σημαίνει τα πρόσωπα που αναγνωρίζονται ότι έχουν αυτήν την ιδιότητα από την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, είτε είναι: α) συνδικαλιστικοί αντιπρόσωποι, δηλαδή αντιπρόσωποι που ορίζονται ή εκλέγονται από τα σωματεία ή τα μέλη των σωματείων, ή β) εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, δηλαδή αντιπρόσωποι που εκλέγομαι ελεύθερα από τους εργαζομένους της επιχείρησης, σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας ή των συλλογικών συμβάσεων και των οποίων τα καθήκοντα δεν εκτείνονται σε δραστηριότητες, που αναγνωρίζονται από τις ενδιαφερόμενες χώρες ότι ανήκουν στις αποκλειστικές αρμοδιότητες των σωματείων». 
Άρθρο 5
«Όταν στην ίδια επιχείρηση υπάρχουν ταυτόχρονα συνδικαλιστικοί και εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, όποτε κρίνεται αναγκαίο, για να εξασφαλίζεται ότι η παρουσία των εκλεγμένων αντιπροσώπων δε θα χρησιμοποιηθεί για να αποδυναμώσει τη θέση των ενδιαφερομένων σωματείων ή των αντιπροσώπων τους και για να ενθαρρύνεται η συνεργασία πάνω σ' όλα τα σχετικά θέματα ανάμεσα στους εκλεγμένους αντιπροσώπους αφενός και στα ενδιαφερόμενα σωματεία και τους αντιπροσώπους τους αφετέρου».
 
II. Από την ερμηνεία των προαναφερθεισών διατάξεων συνάγονται οι εξής παραδοχές, που αποτελούν την βάση για την απάντηση στο τεθέν ερώτημα: 
 
1. Ο νομοθέτης με το Π.Δ. 240/2006 θέσπισε ένα γενικό πλαίσιο που καθόρισε τις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά το δικαίωμα για ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις στην ελληνική επικράτεια. Κατά τον καθορισμό ή την εφαρμογή των πραγματικών λεπτομερειών ενημέρωσης και διαβούλευσης ο εργοδότης και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων εργάζονται με πνεύμα συνεργασίας, σεβόμενοι αμοιβαία τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, αλλά λαμβάνοντας υπ' όψη τους τόσο τα συμφέροντα της επιχείρησης και εγκατάστασης όσο και εκείνα των εργαζομένων σε αυτήν.
 
Περαιτέρω ο καθιερωθείς δια του Ν. 1767/1988, ο οποίος εκύρωσε και την 135 ΔΣΕ, θεσμός της εκπροσωπήσεως των εργαζομένων στο επίπεδο της επιχείρησης, εισήγαγε τα Συμβούλια των εργαζομένων ως όργανα συνεργασίας και όχι αγωνιστικής αντιπαράθεσης με την εργοδοτική πλευρά. Συνεπώς η αποστολή τους δεν πρέπει να συγχέεται με τους σκοπούς και την αποστολή των συνδικαλιστικών οργανώσεων (βλ. Εισηγητική έκθεση του Ν. 1767/1988). Με αυτόν τον τρόπο ο νόμος είχε ήδη καλύψει σε γενικές γραμμές τις απαιτήσεις του άνω Π.Δ. 240/2006. 
 
Ειδικώτερα:
 
α) Με το Π.Δ. 240/2006 προσαρμόσθηκε η Ελληνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2002 «περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα». Αυτό έγινε, κατά τ' άρθρο 1 παρ. 1 του άνω Π.Δ. «με στόχο τη θέσπιση ενός γενικού πλαισίου που καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά το δικαίωμα για ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις στην Ελληνική επικράτεια». Εξ άλλου η άνω Οδηγία, αποβλέπει, όπως προκύπτει από την 7η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της, «στην ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και των σχέσεων εμπιστοσύνης μέσα στην επιχείρηση, με σκοπό την αποτελεσματικότερη πρόληψη των κινδύνων, την μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση της εργασίας και την ευκολότερη πρόσβαση των εργαζομένων στη μαθητεία μέσα στην επιχείρηση σε πλαίσια ασφάλειας...». Προς τούτο, σύμφωνα με την 8η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου, «απαιτείται να ενισχυθεί η ενημέρωση και η διαβούλευση σχετικά με την κατάσταση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης στην επιχείρηση...».
 
Κατά το άρθρο 2 εδ. ε) του ως άνω Π.Δ. ως εκπρόσωποι των εργαζομένων για τους σκοπούς αυτούς νοούνται τα πρόσωπα τα οποία έχουν την ιδιότητα των εκπροσώπων των εργαζομένων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και πρακτική.
 
β) Ο Νόμος με τον οποίο καθιερώθηκε ο θεσμός της εκπροσώπησης των εργαζομένων στην επιχείρηση και καθορίσθηκαν τα όργανα εκπροσώπησης (στο Α' κεφάλαιο) είναι ο Νόμος 1767/1988 «Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις - Κύρωση της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας». Κατά την εισηγητική έκθεση του Νόμου αυτού «Το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της σύμβασης περιλαμβάνει δύο κατηγορίες αντιπροσώπων: α) τους εκλεγμένους από το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση (π.χ. αντιπρόσωποι του προσωπικού, εργατικά μέλη στις επιτροπές της επιχείρησης, στις επιτροπές υγιεινής και ασφάλειας κλπ) και β) τους συνδικαλιστικούς αντιπροσώπους μέσα στην επιχείρηση».
 
Κατά το άρθρο 3 της ως άνω Σύμβασης «για την προστασία των αντιπροσώπων των εργαζομένων στην επιχείρηση» (που αποτελεί το Β' Κεφάλαιο - άρθρο 18 του Ν. 1767/1988) για τους σκοπούς αυτής της σύμβασης ο όρος «αντιπρόσωπος» των εργαζομένων σημαίνει τα πρόσωπα που αναγνωρίζονται ότι έχουν αυτή την ιδιότητα από την εθνική νομοθεσία και πρακτική, είτε είναι συνδικαλιστικοί αντιπρόσωποι, δηλαδή αντιπρόσωποι που ορίζονται ή εκλέγονται από τα σωματεία ή τα μέλη των σωματείων είτε εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, δηλαδή αντιπρόσωποι που εκλέγονται ελεύθερα από τους εργαζόμενους της επιχείρησης. Ενώ όμως στο άρθρο αυτόδεν αναφέρεται το είδος των σωματείων, στο επακολουθούν άρθρο 5 της ίδιας Σύμβασης δίδεται κατεύθυνση για το πρακτέο «όταν στην ίδια επιχείρηση υπάρχουν ταυτόχρονα συνδικαλιστικοί και εκλεγμένοι αντιπρόσωποι».
 
3. Κατά το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν. 1767/1988 τα Συμβούλια εργαζομένων θεωρούνται αντιπρόσωποι των εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 3 της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας. Περαιτέρω κατά το άρθρο 12 παρ, 1 του ιδίου Νόμου οι αρμοδιότητες των καθιερουμένων με τον νόμο αυτό Συμβουλίων εργαζομένων είναι συμμετοχικές και γνωμοδοτικές. Η δράση τους αποβλέπει στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της επιχείρησης και δεν αναιρεί την δράση και τη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Εξ άλλου, κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, η σχέση Συμβουλίου και συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης δεν είναι ανταγωνιστική, αλλά σχέση συνεργασίας. Η αναφερόμενη στο άρθρο 12 παρ. 4 εξουσία του Συμβουλίου να συναποφασίζει με τον εργοδότη για ορισμένα θέματα προϋποθέτει ότι: 
α) δεν λειτουργεί στην επιχείρηση συνδικαλιστική οργάνωση και 
β) τα θέματα αυτά δεν ρυθμίζονται με (επιχειρησιακή) ΣΣΕ. (βλ. Γ.Λεβέντη «Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο 2η εκδ. 2007, σελ. 623, Σταμ. Γίαννακούρου «Οι φορείς του διαλόγου στην επιχείρηση ΔΕΝ 1997, σελ. 481, Κ.Τζιμάνη «Συμβούλια εργαζομένων» Επιθ. ΙΚΑ, Ασφ. και Εργ. Δικαίου» 2008, σελ. 1).
 
4. Τόσο από τις προπαρατεθείσες διατάξεις όσο και από τα εδάφια που αποτυπώνουν τους σκοπούς του ευρωπαίου και εθνικού νομοθέτη προκύπτει αναντιρρήτως και σαφώς ότι όταν αναφέρονται σωματεία ή συνδικαλιστικές οργανώσεις στις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 εννοούνται αυτά της επιχείρησης (επιχειρησιακά σωματεία). Δεν είναι δυνατή δηλαδή η διασταλτική ερμηνεία, ώστε να ασκηθεί η ενημέρωση και διαβούλευση του εργοδότη που προβλέπεται σε αυτές με εκπροσώπους του κλαδικού ή ομοιοεπαγγελματικού σωματείου, όταν ελλείπει το επιχειρησιακό σωματείο. 
 
Ειδικώτερα:
 
α) Η ενημέρωση και διαβούλευση που αναφέρεται στις διατάξεις αυτές αφορά το επίπεδο της επιχείρησης και γίνεται προς το συμφέρον της επιχείρησης και των εργαζομένων της. Τα ειδικότερα θέματα που καλύπτουν αυτές είναι κυρίως η εξέλιξη των δραστηριοτήτων, της οικονομικής κατάστασης και της απασχόλησης της επιχείρησης ή της εγκατάστασης. Η προστασία της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης επιτυγχάνεται με την υποχρέωση εχεμύθειας των μελών των εργασιακών συμβουλίων.
 
β) Ο νομοθέτης αντιμετώπισε ρητά στον Ν. 1767/1989 την περίπτωση μη ύπαρξης συνδικαλιστικής οργάνωσης σε μια επιχείρηση με το να περιορίζει στην περίπτωση αυτή τον αριθμό των απασχολουμένων σε μια επιχείρηση από 50 σε 20 προκειμένου οι εργαζομένοι της να εκλέγουν και συγκροτούν Συμβούλια εργαζομένων (άρθρο 1 παρ. 1 και 2) και επίσης με το να παρέχει τις κατά νόμο αρμοδιότητες της συνδικαλιστικής οργάνωσης στα Συμβούλια εργαζομένων (άρθρα 12 παρ. 4-συναπόφαση με εργοδότη για τα αναφερόμενα βασικά θέματα της επιχείρησης, 14- διαβουλεύσεις και 15-λοιπές αρμοδιότητες).
 
γ) Περαιτέρω ο άνω κρίσιμος Νόμος δεν έθεσε θέμα εναλλακτικής αρμοδιότητας, δηλαδή αν θα πρέπει σε περίπτωση έλλειψης επιχειρησιακής συνδικαλιστικής οργάνωσης να ανακύψει η ανάγκη προσφυγής σε υποκατάστατη οργάνωση. Οσάκις ο νομοθέτης είχε τέτοια πρόθεση το όρισε ρητά, όπως π.χ. στο άρθρο 3 παρ. 5 του Ν. 1876/1990 που πρόβλεψε ότι, όταν ελλείπει επιχειρησιακή συνδικαλιστική οργάνωση σε μια επιχείρηση, τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας μπορεί να συνάψει αντίστοιχη πρωτοβάθμια κλαδική συνδικαλιστική οργάνωση (πριν την τροποποίησή της από την παρ. 1 του άρθρου 37 του Ν. 4024/2011).
 
III. Κατ' ακολουθίαν των προαναφερθέντων στο τεθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι «συνδικαλιστικοί αντιπρόσωποι των εργαζομένων», για την ειδικώτερη εφαρμογή των διατάξεων του Π.Δ. 240/2006 «Περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα», είναι μόνον αυτοί που ορίζονται ή που εκλέγονται από τα επιχειρησιακά σωματεία ή τα μέλη των σωματείων αυτών και όχι από τα κλαδικά ή ομοιοεπαγγελματικά σωματεία και επομένως μόνο με αυτούς υποχρεούται να ενημερώνεται και να διαβουλεύεται ο εργοδότης.
 
 
ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ 
Αθήνα 29-6-2012
 
 
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Βασίλειος Ν. Κοντόλαιμος
Αντιπρόεδρος Ν.Σ.Κ.
 
Ο Εισηγητής
Κωνσταντίνος Χ. Ζαμπάρας
Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.