Αρειος Πάγος 691 - 2012 - Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου,αποχώρηση ή απόλυση του μισθωτού

Αρειος Πάγος 691 - 2012 - Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου,αποχώρηση ή απόλυση του μισθωτού

ΘΕΜΑ: Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου,αποχώρηση ή απόλυση του μισθωτού, λόγω συμπληρώσεως ορισμένου ορίου ηλικίας, - Προωρη Λύση της σύμβασης για σπουδαίο λόγο. Σπουδαίος λόγος μπορεί να είναι και η υποψία τελέσεως ποινικού αδικήματος, ιδίως όταν ο εργαζόμενος κατείχε θέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης

Η καταγγελία για σπουδαίο λόγο της ορισμένου χρόνου συμβάσεως, πριν τη λήξη του χρόνου για τον οποίο συνομολογήθηκε, δεν την καθιστά ούτε τη μετατρέπει σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 672 ΑΚ, σπουδαίο λόγο αποτελούν τα περιστατικά εκείνα, ή ακόμη και μεμονωμένα περιστατικά, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατ' αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να αξιωθεί η συνέχιση της εργασιακής συμβάσεως μέχρι τη λήξη της ως επαχθής για τον εργοδότη.

Επομένως, σπουδαίο λόγο μπορεί να θεμελιώσει όχι μόνον η ποινική καταδίκη αλλά ακόμη και η υποψία τελέσεως ποινικού αδικήματος, ιδίως όταν ο εργαζόμενος κατείχε θέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης του εργοδότη προς τον εργαζόμενο.

Απόφαση 691 / 2012   

(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

ΑΠ  691/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ..................., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Τζανέτο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Π. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Βλαστό με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-12-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την πρόσθετη υπέρ αυτού παρέμβαση του Συλλόγου εργαζομένων στην ALPHA BANK. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1239/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 655/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 31-5-2010 αίτησή της και τους από 13-9-2011 πρόσθετους λόγους αυτής.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο

Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 6-10-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των, από 13-9-2011, πρόσθετων λόγων.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 669, 672 και 673 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει και όταν από τον κανονισμό ή οργανισμό λειτουργίας του εργοδότη προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση ή απόλυση του μισθωτού, λόγω συμπληρώσεως ορισμένου ορίου ηλικίας, χωρίς να αναγνωρίζεται στον εργοδότη το δικαίωμα της ελευθερίας καταγγελίας της συμβάσεως οποτεδήποτε, οπότε η σύμβαση μπορεί να λυθεί προ του χρόνου αυτού μόνο για σπουδαίο λόγο.

Η καταγγελία για σπουδαίο λόγο της ορισμένου χρόνου συμβάσεως, πριν τη λήξη του χρόνου για τον οποίο συνομολογήθηκε, δεν την καθιστά ούτε τη μετατρέπει σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

Εξάλλου, με το άρθρο 32 του Οργανισμού Προσωπικού της "................." ορίζονται τα εξής:
Η σύμβαση εργασίας του προσωπικού λύεται αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας των ανδρών και του 57ου των γυναικών. Η σύμβαση του προσωπικού λύεται και πριν τη συμπλήρωση των ανωτέρω ορίων ηλικίας μόνο στις εξής περιπτώσεις:
1) δια του θανάτου του μισθωτού,
2) στην περίπτωση αδικαιολόγητης ή αυθαίρετης συνεχούς απουσίας του υπαλλήλου πέραν του μηνός, επιφέρουσα αυτοδικαίως τη λύση της σχέσεως εργασίας,
3) για σπουδαίο λόγο σύμφωνα με το άρθρο 672 του Αστικού Κώδικος,
4) στην περίπτωση ποινικής διώξεως του υπαλλήλου σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των νόμων.

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι συμβάσεις εργασίας του προσωπικού της ως άνω τράπεζας είναι ορισμένου χρόνου και η καταγγελία αυτών με την επίκληση σπουδαίου λόγου δεν τις καθιστά, ούτε τις μετατρέπει σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 672 ΑΚ, σπουδαίο λόγο αποτελούν τα περιστατικά εκείνα, ή ακόμη και μεμονωμένα περιστατικά, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατ' αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να αξιωθεί η συνέχιση της εργασιακής συμβάσεως μέχρι τη λήξη της ως επαχθής για τον εργοδότη.

Επομένως, σπουδαίο λόγο μπορεί να θεμελιώσει όχι μόνον η ποινική καταδίκη αλλά ακόμη και η υποψία τελέσεως ποινικού αδικήματος, ιδίως όταν ο εργαζόμενος κατείχε θέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης του εργοδότη προς τον εργαζόμενο.

Περαιτέρω, αν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει, αντί της έκτακτης καταγγελίας, την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος, διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχιστεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως, όμως, η προσφυγή του εργοδότη στην έκτακτη καταγγελία ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο, επίσης, ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστεως και στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα, εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, ανελέγκτως, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ο ενάγων προσλήφθηκε από την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ".....................", με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, στις 18.8.1986, ως υπάλληλος τραπεζικός και τοποθετήθηκε στο υποκατάστημα του Διοικητηρίου στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια μετατέθηκε στο κεντρικό υποκατάστημα της ως άνω τράπεζας στην Αθήνα, απασχολούμενος στο τμήμα Χορηγήσεων. Την 1.1.1997 προήχθη σε τμηματάρχη Β' και από το έτος 1997 μετατέθηκε στη Διεύθυνση Mεγάλων Επιχειρήσεων και ασκούσε πλέον καθήκοντα εισηγητή Μεγάλων Xρηματoδoτήσεων. Το έτος 2000 η ως άνω τράπεζα συγχωνεύτηκε με απορρόφησή της από την εναγομένη, ο δε ενάγων από τον παραπάνω χρόνο συνέχισε να παρέχει την εργασία του στη νέα εργοδότριά του, εναγομένη, ως υπάλληλος υπό το καθεστώς της εξαρτημένης εργασιακής σχέσης ορισμένου χρόνου. Ειδικότερα, τοποθετήθηκε στις 15-6-2000, ως υποδιευθυντής του καταστήματος της Κορίνθου με καθήκοντα, μεταξύ άλλων, της εποπτείας οργάνωσης, τήρησης των διαδικασιών καθώς και των εγκυκλίων οδηγιών της εναγομένης και απασχολήθηκε έκτοτε υπό την ιδιότητα αυτή μέχρι τις 2.10.2006, οπότε η εναγομένη, με το από 27.9.2006 έγγραφό της, που επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 2.10.2006, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του για σπουδαίο λόγο, που συνίσταται στην παράβαση των καθηκόντων του και ιδίως της υποχρέωσης πίστης του προς αυτή. Ειδικότερα, μετά τη διενέργεια γενικού ελέγχου, που έγινε στο υποκατάστημα, συντάχθηκε η από 27-7-2004 σχετική επιστολή εσωτερικής χρήσεως, σύμφωνα με την οποία έχει διαπιστωθεί ότι η γενική εικόνα του καταστήματος αφίσταται εκείνης που ορίζουν οι κανονισμοί και οι εγκύκλιες οδηγίες της διοικήσεως της εναγομένης. Στην ως άνω επιστολή αναφέρεται μεταξύ άλλων, και το γεγονός ότι η λειτουργία του συμβουλίου χρηματοδοτήσεων είχε υποβαθμιστεί ενώ αρκετά εγκριτικά σημειώματα πιστούχων έφεραν μόνο την υπογραφή του Διευθυντή, σε ορισμένες περιπτώσεις χορηγήθηκαν επιχειρηματικά και στεγαστικά δάνεια και ενεγράφησαν εμπράγματα βάρη σε ακίνητα, χωρίς πιστοποιήσεις εργασιών και εκτιμήσεις, ενώ δεν ευρέθησαν οι συμβολαιογραφικές πράξεις εξοφλήσεως του τιμήματος αγοράς σε ορισμένα στεγαστικά δάνεια. Οι ως άνω χορηγήσεις αφορούσαν το διάστημα από 16.4.2003 μέχρι 24.5.2004.

Μετά τις ως άνω διαπιστώσεις ο διευθυντής του καταστήματος, Β. Π. μετατέθηκε στο κατάστημα Π. Φαλήρου, ως διευθυντής, χωρίς να του επιβληθεί κάποια πειθαρχική ποινή, ούτε βέβαια καταγγέλθηκε η σύμβασή του, αν και καταλογίστηκαν σ' αυτόν ευθύνες από την επιθεώρηση, αλλά παρέμεινε στο κατάστημα αυτό μέχρι τη συνταξιοδότησή του την 1.8.2006. Στη συνέχεια μετά τον ως άνω γενικό έλεγχο διεξήχθη ειδικός έλεγχος των χρηματοδοτήσεων των επιχειρήσεων συμφερόντων Γ. Κ. και χορηγήσεων στεγαστικών δανείων με πωλητές τον τελευταίο και τις επιχειρήσεις του, για το χρονικό διάστημα από 16.4.2003 μέχρι 24.5.2004, όπου στο κατάστημα διευθυντής ήταν ο Β. Π. και προϊσταμένη του τμήματος χορηγήσεων η Σ., της οποίας επίσης δεν καταγγέλθηκε η σύμβαση, αν και καταλογίστηκαν και σ' αυτήν ευθύνες από τον επιθεωρητή. Σύμφωνα με τον ως άνω ειδικό έλεγχο, που διενήργησε ο επιθεωρητής Α. Γ., ο οποίος εξετάστηκε και ως μάρτυρας ανταπόδειξης, προέκυψε ότι ο ενάγων αποδέχθηκε να χρηματοδοτηθούν κατά το χρονικό διάστημα από 16.4.2003 έως 24.5.2004, οι επιχειρήσεις συμφερόντων Γ. Κ., με έδρα το Περιστέρι Αττικής, με ανεπαρκή οικονομικά στοιχεία, χωρίς να καταταγούν σε κατηγορία πιστωτικού κινδύνου, χωρίς να συνταχθούν εισηγητικά σημειώματα και δελτία πληροφοριών, χωρίς τη σύγκληση του Συμβουλίου Χορηγήσεων καταστήματος, χωρίς έγκριση από τη Διεύθυνση καταστημάτων Πελοποννήσου, καθόσον η έδρα των επιχειρήσεων αυτών ήταν εκτός νομού Κορινθίας και καθ' υπέρβαση του ορίου καταστήματος με ανεπαρκείς εξασφαλίσεις και χωρίς να διενεργηθούν οι απαιτούμενοι έλεγχοι για τα καλύμματα που ελάμβαναν (χωρίς δηλ. εκτίμηση προσημειώσεων ακινήτων, ενεχυρίαση επιταγών ευκολίας, εγγραφή βάρους πολλαπλάσιας αξίας από την πραγματική αξία του ακινήτου), με αποτέλεσμα οι οφειλές να παραμείνουν ακάλυπτες κατά το μεγαλύτερο μέρος τους. Δεν έλαβε μέτρα για τη διασφάλιση των συμφερόντων της τράπεζας για τα έξι στεγαστικά δάνεια, που χορηγήθηκαν στον Γ. Κ. και σε πελάτες των επιχειρήσεών του, όταν αντιλήφθηκε ότι αυτά χορηγήθηκαν κατά παρέκκλιση των εγκυκλίων οδηγιών. Επίσης, ο ενάγων δεν φρόντισε να τακτοποιηθούν οι εκκρεμότητες και να μην επαναληφθούν οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν και αναφέρθηκαν στην έκθεση επιθεωρήσεως του καταστήματος, τον Μάρτιο του 2004, για τις χρηματοδοτήσεις των επιχειρήσεων συμφερόντων Γ. Κ., με αποτέλεσμα να μη διασφαλίσει τα συμφέροντα της τράπεζας. Η τελευταία αυτή διαπίστωση αναιρείται από το από 11.6.2004 έγγραφο της εναγομένης, στο οποίο εµφανίζεται η κίνηση των χρηματοδοτήσεων του λογαριασµού του Γ. Κ., ο οποίος έλαβε µία µόνο χρηματοδότηση αξίας 199.880 ευρώ την οποία υπέγραψε µόνο ο διευθυντής. Ακόµη στην εταιρία "...................", στην οποία ο Γ. Κ. πώλησε δύο οικόπεδα, έγιναν τρεις αυξήσεις του ορίου χρηματοδότησής της, συνολικού ποσού 550.000 ευρώ, για το χρονικό διάστηµα από 1.4.2004 έως 30.6.2004, που φέρουν µόνο την υπογραφή του διευθυντή, όπως προκύπτει από το πόρισµα του ειδικού ελέγχου (σελ. 7 παρ. 9). Από τα ως άνω συνάγεται, ότι από το χρονικό διάστηµα που ο ενάγων πληροφορήθηκε τις παρατυπίες που έγιναν στις χρηματοδοτήσεις του συγκεκριμένου πελάτη, δηλ. από την κοινοποίηση στο κατάστηµα Κορίνθου του ελέγχου επιθεώρησης του µηνός Μαρτίου 2004, ουδέποτε υπέγραψε ή µε οποιοδήποτε τρόπο συνέπραξε στη χρηματοδότηση του ως άνω πελάτη, ενώ αντίθετα ο διευθυντής συνέχισε να δρα παράτυπα, υπογράφοντας µόνος του τις χρηματοδοτήσεις, στις περιπτώσεις που ήταν απαραίτητη η συνυπογραφή του εγκριτικού χρηματοδότησης. Σύμφωνα με την ως άνω έκθεση καταλογίστηκαν ευθύνες στον ενάγοντα, για πληµµελή εκτέλεση των καθηκόντων του και ειδικότερα του καταλογίστηκε ότι: α) άσκησε πληµµελή εποπτεία του τοµέα χρηματοδότησης του καταστήματος, β) αποδέχθηκε την καταστρατήγηση των πιστοδοτικών εργασιών, του κανονισµού χρηµατοδοτήσεων και του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, γ) παρέλειψε να αποτρέψει τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων µε ανεπαρκή οικονοµικά στοιχεία, να κατατάξει τις επιχειρήσεις σε κατηγορία πιστωτικού κινδύνου, να συγκαλέσει το συμβούλιο χορηγήσεων για να λάβει την προβλεπόμενη έγκριση, κατά παράβαση των συµβατικών υποχρεώσεών του. Σημειωτέον, ότι όσον αφορά την τελευταία αυτή παράλειψη, αρµόδιος για τη σύγκληση του συμβουλίου αυτού, ήταν ο διευθυντής, ο οποίος για λόγους, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, επίσπευσης των διαδικασιών δεν το συγκαλούσε. Οι ως άνω αντισυμβατικές παραλείψεις του ενάγοντος, συνιστούν, κατ' αντικειμενική κρίση, σπουδαίο λόγο που πράγματι δικαιολογούσε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αυτού, εφόσον διαταράχθηκε η ομαλή συνεργασία των διαδίκων, ώστε να υφίστανται πλέον ικανές αμφιβολίες εκ μέρους της εναγομένης για τη δυνατότητα της εκ μέρους του ενάγοντος προσφοράς υπεύθυνου τραπεζικού έργου. Επιπροσθέτως, εκ των ενεργειών και παραλείψεων του ενάγοντος, προκλήθηκε κλονισµός του κύρους της εναγομένης και επηρεάσθηκε αρνητικά η φήµη της έναντι του προσωπικού της και του συναλλακτικού κοινού. Περαιτέρω, όµως, λαμβανομένων υπόψη και του ότι ο ενάγων κατά την 20ετή προσφορά των υπηρεσιών του όχι µόνο ουδέποτε τιμωρήθηκε πειθαρχικά αλλά και ουδέποτε κινήθηκε εις βάρος του κάποια πειθαρχική διαδικασία, ότι ανέκαθεν διακρινόταν για τη φιλεργία του και την αύξηση των εργασιών του Καταστήματος στο οποίο κατά το κρίσιµο χρονικό διάστηµα υπηρέτησε, καθώς, επίσης, και ότι εκτέλεσε πάντα µε επιτυχία όσα καθήκοντα του ανατέθηκαν, όπως αυτό προκύπτει από τα δελτία αξιολόγησης και ποιότητας υπαλλήλων, µε τα οποία αξιολογείτο από την αρχή της σύµβασης ως "πολύς καλός" και "εξαίρετος", ο δε διευθυντής του καταστήματος, Ε. Κ., που τοποθετήθηκε στη θέση του προηγούµενου διευθυντή, στην από 28.2.2005 έκθεσή του, αφού αναφέρει ότι ο ενάγων είναι στέλεχος µε ικανότητες και προοπτική περαιτέρω εξελίξεως, ότι η συμβολή του στη µέχρι τώρα πορεία των εργασιών του καταστήματος είναι ιδιαίτερα σηµαντική, προτείνει την κατ' εκλογή προαγωγή του από 1.1.2005 στον επόµενο βαθµό και του ότι η προϊσταμένη χορηγήσεων Σ. καθώς και ο διευθυντής του καταστήματος Β. Π., ο οποίος "κινούσε τα νήµατα" όπως κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο μάρτυρας απόδειξης, Α. Γ., που διενήργησε την επιθεώρηση, ούτε απολύθηκαν, ούτε επιβλήθηκε σ' αυτούς κάποια πειθαρχική ποινή, παρέµειναν δε στην υπηρεσία της εναγομένης µέχρι τη συνταξιοδότησή τους, εξ αντικειμένου, σύµφωνα µε τις επιταγές της καλής πίστης, βασίµως µπορούσε να αξιωθεί από την εναγομένη η διατήρηση του ενάγοντος στην υπηρεσία της µε την εναντίον του λήψη ηπιότερου της απολύσεώς του μέτρου και ιδία εκείνου της, κατ' ανάλογη εφαρμογή του προβλεπόμενου από τον Κανονισµό της εναγομένης πειθαρχικού δικαίου ποινής της προσωρινής αργίας (άρθρο 27 δ). Με τον τρόπο αυτό ικανοποιητικά διαφυλάσσονται τα συμφέροντα της εναγομένης, καθισταμένου του ενάγοντος άκρως προσεκτικού στη µετά ταύτα καλή και ικανοποιητική εκπλήρωση των εργασιακών του υποχρεώσεων. Συγχρόνως παρέχεται στον τελευταίο η δυνατότητα να διαφυλάξει την εργασία του, δια μέσου της οποίας αυτός και η οικογένειά του επιβιώνουν. Επομένως, η εκ μέρους της εναγομένης Τράπεζας γινόμενη στις 2.10.2006 έκτακτη καταγγελία της συνδέουσας αυτήν και τον ενάγοντα μισθωτό συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ενόψει και του ότι δεν αποτελούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση το πρόσφορο και αναγκαίο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων της μέτρο, προφανώς υπερέβη τα τιθέμενα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ αξιολογικά όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού για τον οποίο αναγνωρίζεται από την έννομη τάξη το αντίστοιχο δικαίωμά της για τη στο μέλλον κατάργηση της συμβάσεως εργασίας, ώστε βασίμως να αποκρούεται (η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος) από τον ενάγοντα ως καταχρηστική, άκυρη και μη γινόμενη, δηλονότι ουδεμία έννομη συνέπεια επιφέρουσα. Η καταγγελία της σύμβασης είναι άκυρη και συνεπώς η εναγομένη έχει περιέλθει σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του ενάγοντος από τις 2.10.2006, οπότε κοινοποιήθηκε η καταγγελία μέχρι τις 2.8.2007, με αποτέλεσμα να υποχρεούται (η εναγομένη) να καταβάλει στον ενάγοντα ότι με ομαλή εκτέλεση της σύμβασης θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει, δηλ. τις μηνιαίες αποδοχές του ύψους 3.591,41 ευρώ και συνολικά το ποσό των 43.096,92 ευρώ [(3.591,41 ευρώ Χ 12 μήνες, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων Χριστουγέννων, (3.591,41 ευρώ), Πάσχα (1.795,7 ευρώ) και αδείας (1.795,7 ευρώ)], ποσό που δεν αμφισβητείται από την εναγομένη, με το νόμιμο τόκο. Περαιτέρω, δέχεται το Εφετείο ότι, από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των οργάνων της εναγομένης, προσβλήθηκε η προσωπικότητα του ενάγοντα, δεδομένου ότι θίχθηκε ανεπανόρθωτα η επαγγελματική του αξία και υπόληψη τόσο στο επαγγελματικό όσο και στο κοινωνικό του περιβάλλον, ενόψει του ότι ήταν υποδιευθυντής σε μια επαρχιακή κοινωνία, και η απόλυσή του έλαβε μεγάλες διαστάσεις και λόγω της υποψηφιότητάς του ως νομαρχιακού συμβούλου στις Νομαρχιακές εκλογές του Οκτωβρίου του 2006, και συνεπώς ο ενάγων δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη που υπέστη, η οποία συμφώνως προς τις συνθήκες της προσβολής, το είδος αυτής, το βαθμό του πταίσματος των οργάνων της εναγομένης, τη διάρκεια αυτής, την περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων και την κοινωνική θέση του ενάγοντα (άρθρα 57 και 932 ΑΚ), θα πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 5.000 ευρώ και όχι πλέον τούτου. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που απέρριψε την αγωγή, δέχθηκε αυτή, εν μέρει, αναγνώρισε την ακυρότητα της από 2-10-2006 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσιβλήτου, υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να καταβάλει σ' αυτόν μισθούς υπερημερίας και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, ούτε και στα πλαίσια της αναλογικότητας, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων, 672, 281, 288, 361, 653, 57 και 932 ΑΚ, 32 του Οργανισμού Προσωπικού της αναιρεσείουσας, 5 του ν. 2112/1920, 7 του ν. 3198/1955 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, διέλαβε δε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον έλεγχό της από τον Άρειο Πάγο, ως προς τη ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Τούτο, δε, διότι από τα, ως άνω, ανελέγκτως, δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, σαφώς προκύπτει ότι το ληφθέν από την αναιρεσείουσα μέτρο της καταγγελίας της σύμβασης, τελεί σε δυσαναλογία σε σχέση με την περιγραφείσα και ανελέγκτως δεκτή γενόμενη συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου, κατά την εκπλήρωση των από την εργασιακή σύμβαση απορρεουσών υποχρεώσεών του και δεν παρέχουν το δικαίωμα στην αναιρεσείουσα να προβεί στην καταγγελία της συνδεούσης αυτή με τον αναιρεσίβλητο εργασιακής συμβάσεως, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, υπερβαίνει προφανώς τα επιβαλλόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ όρια, διότι η καταγγελία της σύμβασης δεν ήταν αναγκαία και πρόσφορη, αφού, αντί αυτής, ήταν αρκετή η λήψη ηπιότερων μέτρων και μάλιστα της ποινής της προσωρινής αργίας ή κάποιας άλλης πειθαρχικής ποινής. Επομένως, ο μοναδικός λόγος του αναιρετηρίου, από τον αριθμό 1 και 19 του άρθρου 559 KΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Ο, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από τον αναιρεσείοντα ή έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν από τον αναιρεσίβλητο και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή ισχυρισμοί θεμελιωτικοί κατά νόμο αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, που είναι παραδεκτοί και νόμιμοι. Εξάλλου, δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με το μοναδικό, του δικογράφου των προσθέτων της αναίρεσης, λόγο καταλογίζει στο Εφετείο την προβλεπόμενη, από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια και ειδικότερα, ότι δεν έλαβε υπόψη του τον ουσιώδη ισχυρισμό της, που παραδεκτά προέβαλε ενώπιόν του και αναφέρεται στην παράλειψη του αναιρεσίβλητου να ενημερώσει τους προϊσταμένους του, περί των ζημιογόνων ενεργειών που έλαβαν χώρα στο κατάστημά της και την εν γένει πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του, όπως ειδικότερα την προσδιορίζει, εξ αιτίας της οποίας επήλθε ο ανεπανόρθωτος κλονισμός της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του και κατέστη αναγκαία η καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Όπως, όμως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο ερεύνησε τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε, δεχθέν ότι η καταγγελία της σύμβασης δεν ήταν αναγκαία και πρόσφορη, αφού, αντί αυτής, ήταν αρκετή η λήψη ηπιότερων μέτρων. Επομένως ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να απορριφθούν, να καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 31-5-2010 αίτηση αναιρέσεως της με αριθμό 655/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και τους, από 13-9-2011, πρόσθετους λόγους. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2012. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Απριλίου 2012.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ