Αρειος Πάγος 127 - 2012 - Ποιές ρυθμίσεις υπερισχύουν μεταξύ της επιχειρησιακής σύμβασης και διατάξεων που έχουν ισχύ νόμου.

Αρειος Πάγος 127 - 2012 - Ποιές ρυθμίσεις υπερισχύουν μεταξύ της επιχειρησιακής σύμβασης και διατάξεων που έχουν ισχύ νόμου.

ΘΕΜΑ: Ποιές ρυθμίσεις υπερισχύουν μεταξύ της επιχειρησιακής σύμβασης και διατάξεων που έχουν ισχύ νόμου. Εάν διάταξη, έχουσα τυπική και ουσιαστική ισχύ νόμου, εμπεριέχει και θεσπίζει όρους ρύθμισης μίας εργασιακής σχέσης ευμενέστερους για τους εργαζόμενους σε σχέση με τους κανονιστικούς όρους, τους προβλεπόμενους από την ιεραρχικά υποδεέστερη, ως πηγή κανόνων δικαίου, επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, την καλύπτουσα τους εργαζομένους αυτούς, υπερισχύουν και επικρατούν οι ρυθμίσεις της έχουσας τυπική και ουσιαστική ισχύ νόμου διάταξης, μη εχουσών, επομένως, εφαρμογή των σχετικών κανονιστικών διατάξεων της αντίστοιχης επιχειρησιακής συλλογικής σύµβασης εργασίας.

Από το σύνολο δε των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι οι επιχειρησιακές συλλογικές συµβάσεις εργασίας, οι οποίες έχουν διφυή χαρακτήρα (κανονιστικό και συμβατικό) και των οποίων οι κανονιστικοί όροι έχουν ισχύ ουσιαστικού νόµου, µη εχόντων, µάλιστα, εφαρμογή επ` αυτών των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., αφενός µεν δεσμεύουν όλους ανεξαίρετα τους, σε οιαδήποτε επιχείρηση ή εκμετάλλευση του ιδιωτικού ή δηµόσιου τοµέα της οικονομίας, απασχολουμένους, µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ασφαλώς ότι οι συλλογικές αυτές συμβάσεις εργασίας έχουν κατατεθεί νόμιμα στην κατά τόπον αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας της οικείας Νομαρχίας και αφ` ετέρου στις περιπτώσεις σύγκρουσης ή αντίφασης των διατάξεων των εν λόγω συλλογικών συμβάσεων εργασίας με διατάξεις θεσπιζόμενες από ιεραρχικά ανώτερες πηγές ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, όπως π.χ. είναι οι νόμοι, επικρατούν πάντα, ενόψει της προαναφερόμενης αρχής της, υπέρ των μισθωτών, εύνοιας, εκείνες, οι οποίες εμπεριέχουν και θεσπίζουν ευνοϊκότερες, κατ` αποτέλεσμα, για τους εργαζόμενους τους καλυπτόμενους από τη συγκεκριμένη εκάστοτε επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, ρυθμίσεις, εκτός βέβαια των διατάξεων που τίθενται από τυπικό και ουσιαστικό νόμο, οι οποίες, αποσκοπούσες στην προστασία ή την προαγωγή γενικότερου δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος και συνιστώσες, ως εκ τούτου, αναγκαστικό δίκαιο με αμφιμερή ενέργεια, μπορούν να θεσπίσουν και να εισαγάγουν όρους ρύθμισης μίας συγκεκριμένης εργασιακής σχέσης, δυσμενέστερους από τους όρους τους προβλεπόμενους από την ισχύουσα γι` αυτήν επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλη υποδεέστερη πηγή κανόνων εργατικού δικαίου, χωρίς τούτο να αντίκειται στο άρθρο 22§2 του Συντάγματος.

Αριθμός 127/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B1` Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 6η Δεκεμβρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ............ και το διακριτικό τίτλο ......................, που εδρεύει στον Άγιο Ρέντη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Λυμπέρη, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου:................................................ , ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γιαννάτο. Δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-6-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Νίκαιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 48/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1117/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-3-2011 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-11-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.

Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 1§1, 3§1, 8§3, 10§2 και 16§3 του Ν. 1876/1990 "Ελεύθερες διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις" προκύπτει, ότι η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, κατά το κανονιστικό της μέρος, δεσμεύει το σύνολο των εργαζομένων στη συγκεκριμένη εκμετάλλευση, ανεξάρτητα από το αν είναι μέλη της συμβληθείσης συνδικαλιστικής οργάνωσης ή όχι.

Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 7 § 1 του Ν. 1876/1990, που ορίζει ότι "οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συµβάσεως εργασίας έχουν άµεση και αναγκαστική ισχύ", σε συνδυασµό προς τη διάταξη του άρθρου 22 § 2 του ισχύοντος Συντάγματος, κατά την οποία οι συλλογικές συµβάσεις εργασίας συμπληρώνουν τους καθοριζόμενους από το νόµο γενικούς όρους εργασίας, προκύπτει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν, κατά τη σύναψη των Σ.Σ.Ε., νοµοθετική (κανονιστική) εξουσία, παραχωρούμενη σ` αυτές από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 22§2 του ισχύοντος Συντάγματος, δηλαδή, είναι φορείς δημόσιας εξουσίας κατά παραχώρηση από το Κράτος και συνεπώς οι Σ.Σ.Ε., ως προς το κανονιστικό τους µέρος, έχουν ισχύ ουσιαστικού νόµου.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 7§3 του ίδιου ως άνω Ν. 1876/1990, "οι όροι εργασίας συλλογικών συµβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόµων, εκτός εάν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, µε αµφιµερή ενέργεια".

Η τελευταία αυτή διάταξη, καθώς και εκείνη του άρθρου 7§2 του αυτού νόµου, αποτελώντας συνέχεια και μετεξέλιξη της διάταξης του άρθρου 3§ 1 του Ν.3239/1955, που ίσχυε µέχρι την 8/5/1990, συνιστούν, σε συνδυασµό µε τη διάταξη του άρθρου 680 του Α.Κ., νοµοθετική έκφανση της διαπνέουσας το εργατικό µας δίκαιο αρχής της εύνοιας υπέρ των µισθωτών.

Από το σύνολο δε των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι οι επιχειρησιακές συλλογικές συµβάσεις εργασίας, οι οποίες έχουν διφυή χαρακτήρα (κανονιστικό και συμβατικό) και των οποίων οι κανονιστικοί όροι έχουν ισχύ ουσιαστικού νόµου, µη εχόντων, µάλιστα, εφαρμογή επ' αυτών των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., αφενός µεν δεσμεύουν όλους ανεξαίρετα τους, σε οιαδήποτε επιχείρηση ή εκμετάλλευση του ιδιωτικού ή δηµόσιου τοµέα της οικονομίας, απασχολουμένους, µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ασφαλώς ότι οι συλλογικές αυτές συμβάσεις εργασίας έχουν κατατεθεί νόμιμα στην κατά τόπον αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας της οικείας Νομαρχίας και αφ' ετέρου στις περιπτώσεις σύγκρουσης ή αντίφασης των διατάξεων των εν λόγω συλλογικών συμβάσεων εργασίας με διατάξεις θεσπιζόμενες από ιεραρχικά ανώτερες πηγές ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, όπως π.χ. είναι οι νόμοι, επικρατούν πάντα, ενόψει της προαναφερόμενης αρχής της, υπέρ των μισθωτών, εύνοιας, εκείνες, οι οποίες εμπεριέχουν και θεσπίζουν ευνοϊκότερες, κατ` αποτέλεσμα, για τους εργαζόμενους τους καλυπτόμενους από τη συγκεκριμένη εκάστοτε επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, ρυθμίσεις, εκτός βέβαια των διατάξεων που τίθενται από τυπικό και ουσιαστικό νόμο, οι οποίες, αποσκοπούσες στην προστασία ή την προαγωγή γενικότερου δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος και συνιστώσες, ως εκ τούτου, αναγκαστικό δίκαιο με αμφιμερή ενέργεια, μπορούν να θεσπίσουν και να εισαγάγουν όρους ρύθμισης μίας συγκεκριμένης εργασιακής σχέσης, δυσμενέστερους από τους όρους τους προβλεπόμενους από την ισχύουσα γι` αυτήν επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλη υποδεέστερη πηγή κανόνων εργατικού δικαίου, χωρίς τούτο να αντίκειται στο άρθρο 22§2 του Συντάγματος.

Κατά συνέπεια και πολύ περισσότερο, εάν διάταξη, έχουσα τυπική και ουσιαστική ισχύ νόμου, εμπεριέχει και θεσπίζει όρους ρύθμισης μίας εργασιακής σχέσης ευμενέστερους για τους εργαζόμενους σε σχέση με τους κανονιστικούς όρους, τους προβλεπόμενους από την ιεραρχικά υποδεέστερη, ως πηγή κανόνων δικαίου, επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, την καλύπτουσα τους εργαζομένους αυτούς, υπερισχύουν και επικρατούν οι ρυθμίσεις της έχουσας τυπική και ουσιαστική ισχύ νόμου διάταξης, μη εχουσών, επομένως, εφαρμογή των σχετικών κανονιστικών διατάξεων της αντίστοιχης επιχειρησιακής συλλογικής σύµβασης εργασίας (ΑΠ 26/2007).

Περαιτέρω, µε τις διατάξεις του άρθρου 3 § Α3 περ.2, της κωδικοποίησης των επιχειρησιακών συλλογικών συµβάσεων εργασίας των συναφθεισών, κατά τη χρονική περίοδο από το έτος 1996 έως το έτος 2004, µεταξύ της εναγομένης και του "........................................... κ.λ.π." και η οποία κωδικοποίηση καλύπτει, µεταξύ των άλλων, και τους υπαλλήλους της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, τους απασχολουμένους σ` αυτή µε την ιδιότητα του οδηγού, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 6 της από 14/9/2005 επιχειρησιακής συλλογικής σύµβασης εργασίας, που συνήφθη οµοίως µεταξύ των ιδίων ως άνω συμβληθέντων µερών, κατατεθείσας νομότυπα στην Επιθεώρηση Εργασίας (τµήµα Νίκαιας) και καλύπτουσας, µεταξύ των άλλων και τους οδηγούς της αναιρεσίβλητης, καθώς και µε τις διατάξεις των άρθρων 4§Α περ.1 και 6 της από 16/5/2006 επιχειρησιακής συλλογικής σύµβασης εργασίας καλύπτουσας, µεταξύ των άλλων και τους οδηγούς της αναιρεσείουσας, ορίζονται τα ακόλουθα: Α) Στο άρθρο 3 §Α3 της ανωτέρω κωδικοποίησης, κάτω από την κεφαλίδα "ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ" και αα) στην περίπτωση "2" της παραγράφου αυτής καθορίζεται " επίδομα ανθυγιεινής εργασίας σε ποσοστό 16%, που υπολογίζεται στο άθροισμα του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος. Αυτό το επίδοµα δεν χορηγείται στους αποσπασμένους εκτός .", Β) Περαιτέρω στο άρθρο 6 της από 14-9-2005 επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας καθορίζεται ότι "κατά τα λοιπά ισχύουν οι προγενέστερες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.". Γ) Ακολούθως στο άρθρο 4§Α περ.1 και 6 της από 16-5-2006 επιχειρησιακής συλλογικής σύµβασης εργασίας, κάτω από την κεφαλίδα "ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΙΝΗΣΗΣ" και στην περίπτωση "1" της παραγράφου αυτής ορίζεται ότι "επίδοµα ανθυγιεινής εργασίας χορηγείται στους παρακάτω και υπολογίζεται στο νέο βασικό µισθό στα παρακάτω ποσοστά: ΟΔΗΓΟΙ 9,03%...".

Τέλος, στο άρθρο 6 της ίδιας ως άνω επιχειρησιακής συλλογικής σύµβασης εργασίας ορίζεται ότι "κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν οι όροι προηγούμενων συλλογικών ρυθμίσεων, εφόσον δεν τροποποιούνται µε την παρούσα". Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου µόνου της υπ` αριθµόν 19 της από 8-2-1990 Π.Υ.Σ., η οποία κυρώθηκε µε το άρθρο 6 του Ν.1878/1990, "οι υπάλληλοι που διατίθενται για τη γραμματειακή εξυπηρέτηση των βουλευτών καµία σχέση, υπηρεσιακή ή άλλη, έχουν µε τη Βουλή και εξακολουθούν να µισθοδοτούνται και να εξελίσσονται υπηρεσιακώς, βάσει του υπηρεσιακού καθεστώτος των υπηρεσιών στις οποίες ανήκουν οργανικώς, χωρίς καµία επιβάρυνση της Βουλής", ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 2§3 του Ν.1895/1990 "στους υπαλλήλους, που διατίθενται για τη γραμματειακή υποστήριξη των βουλευτών και Ελλήνων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καταβάλλονται οι αποδοχές που λαµβάνουν οι υπάλληλοι των υπηρεσιών στις οποίες ανήκουν οργανικά. Στις αποδοχές περιλαμβάνονται τα πάσης φύσεως επιδόματα και πρόσθετες παροχές της οργανικής τους θέσης. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι υπάλληλοι που υπηρετούν με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, στο στενότερο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα και σε πάσης φύσεως επιχειρήσεις του τομέα αυτού της οικονομίας και, αποσπώμενοι από την οργανική τους θέση, διατίθενται για τη γραμματειακή υποστήριξη και εξυπηρέτηση των βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου, ουδεμία υπηρεσιακή ή άλλη σχέση έχουν με το Ελληνικό Κοινοβούλιο και η μισθοδοσία τους, βαρύνουσα τις υπηρεσίες στις οποίες αυτοί ανήκουν οργανικά, περιλαμβάνει το σύνολο των αποδοχών, που λαμβάνουν οι υπάλληλοι των υπηρεσιών τούτων, συμπεριλαμβανομένων στις καταβαλλόμενες σ` αυτούς αποδοχές και των πάσης φύσεως επιδομάτων και πρόσθετων παροχών της οργανικής τους θέσης. Όμως, οι ανωτέρω διατάξεις και ιδίως εκείνη του άρθρου 2§3 του Ν.1895/1990 έχουν, προφανώς, την έννοια ότι στους αποσπώμενους και διατιθέμενους, για τη γραμματειακή υποστήριξη των βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου, ως άνω υπαλλήλους, δεν καταβάλλεται, αδιάκριτα, το σύνολο των αποδοχών και επιδομάτων της οργανικής τους θέσης, αλλά μόνο εκείνες των εν λόγω αποδοχών και επιδομάτων, για τις οποίες συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι, κατά περίπτωση, προϋποθέσεις της καταβολής τους. Κατά συνέπεια, μόνον οι αποδοχές και τα επιδόματα, που συνδέονται άμεσα με την οργανική θέση των αποσπασμένων υπαλλήλων, εξαρτώμενες ευθέως από την, εκ μέρους των, πραγματική παροχή ιδιαίτερων, και πέραν των συνήθων, καθηκόντων, που δικαιολογούν στα πλαίσια του δικαίου τη χορήγηση και την καταβολή τους, δεν μπορούν να συνεχίσουν να χορηγούνται σ` αυτούς και μετά την απόσπασή τους, στο βαθμό που, μετά από αυτή, δεν πληρούται στο πρόσωπό τους η βασική και κυρίαρχη προϋπόθεση της πραγματικής παροχής από αυτούς των ιδιαίτερων καθηκόντων, που συναρτώνται άμεσα και δικαιολογούν τη χορήγηση των επιδομάτων αυτών.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, το Εφετείο δέχθηκε ότι, με τον πρώτο λόγο της από 8-7-2008 έφεσής της η εναγόμενη (ήδη αναιρεσείουσα) ανώνυµη εταιρεία με την επωνυμία .............................. .. ................παραπονείται ότι, κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόµου, δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος), κατέχων οργανική θέση και αποσπασθείς από το έτος 2004 στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, προς υποστήριξη του έργου του Βουλευτή του ελληνικού Κοινοβουλίου Κ. Ρ., δικαιούται του επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας, ενώ, έπρεπε να δεχθεί ότι ο επίδοµα αυτό, που σχετίζεται µε τις δυσμενείς συνθήκες εργασίας των οδηγών των λεωφορείων, που έχουν δρομολογηθεί για την εξυπηρέτηση του επιβατηγού κοινού, δεν χορηγείται ανεξαιρέτως σε όλους του οδηγούς και για το λόγο αυτό και στο άρθρο 3 παρ. Α 3 περ. 2 της κωδικοποίησης επιχειρησιακών συλλογικών συµβάσεων εργασίας, για τη χρονική περίοδο από 1996 έως 2004, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο, ρητά ορίζεται ότι δεν καταβάλλεται το επίδοµα αυτό στους αποσπώμενους οδηγούς. Στη συνέχεια δέχεται ότι ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι µη νόµιµος και τούτο διότι, εάν διάταξη, έχουσα τυπική και ουσιαστική ισχύ νόµου, εμπεριέχει και θεσπίζει όρους ρύθμισης µίας εργασιακής σχέσης ευµενέστερους για τους εργαζόμενους, όπως είναι αυτή του άρθρου 2§3 του Ν. 1895/1990, κατά την οποία "στους υπαλλήλους, που διατίθενται για τη γραμματειακή υποστήριξη των βουλευτών και Ελλήνων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καταβάλλονται οι αποδοχές που λαμβάνουν οι υπάλληλοι των υπηρεσιών στις οποίες ανήκουν οργανικά.

Στις αποδοχές περιλαμβάνονται τα πάσης φύσεως επιδόματα και πρόσθετες παροχές της οργανικής τους θέσης", σε σχέση µε τους κανονιστικούς όρους τους προβλεπόμενους από την ιεραρχικά υποδεέστερη, επιχειρησιακή συλλογική σύµβαση εργασίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση είναι το άρθρο 3 παρ Α 3 περ 2 της ως άνω ΣΣΕ, που ρητά ορίζει ότι δεν καταβάλλεται το επίδοµα αυτό στους αποσπώμενους οδηγούς, τότε υπερισχύουν και επικρατούν οι ρυθµίσεις της έχουσας τυπική και ουσιαστική ισχύ νόµου διάταξης, ήτοι αυτής του 2 παρ 3 Ν. 1895/1990, µε αποτέλεσµα ο εργαζόμενος να δικαιούται το παραπάνω επίδοµα, εφόσον στο πρόσωπο του βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησής του, που για το εν λόγω επίδοµα ως µόνη προϋπόθεση τάσσεται η κάλυψη οργανικής θέσεως οδηγού στην Κατά συνέπεια λοιπόν, το επίδοµα αυτό, ανερχόμενο κατά έτη 2004 και 2005 σε ποσοστό 16% επί του αθροίσματος του βασικού µισθού και του χρονοεπιδόματος των οδηγών και από 1/4/2006 σε ποσοστό 9,03% επί του από την ίδια ημεροχρονολογία ισχύοντος νέου βασικού µισθού αυτών (βλέπε και τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 3§Α και 4 §Α περ.1 της από 16-5-2006 επιχειρησιακής συλλογικής σύµβασης εργασίας), χορηγείται και στους αποσπασμένους στη γραμματειακή υποστήριξη των βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου, οδηγούς της εναγομένης, χωρίς σε τούτο να ασκεί την οιαδήποτε επιρροή το γεγονός, ότι µε τη διάταξη του άρθρου 3 §Α3 περ.2 της προαναφερομένης κωδικοποίησης, ορίζεται ότι το εν λόγω επίδοµα δεν καταβάλλεται στους αποσπασμένους από την εναγομένη οδηγούς της, διότι πρόκειται για συρροή δύο διατάξεων συγκρουόμενων και αντιφασκουσών µεταξύ τους, εκ των οποίων η δεύτερη, ως διάταξη ανώτερης ιεραρχικής βαθμίδας και εισάγουσα ρύθµιση ευνοϊκότερη για τους οδηγούς της εναγομένης, τους αποσπασμένους στη γραμματειακή υποστήριξη των βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου, ενόψει και της αρχής της, υπέρ του µισθωτού, εύνοιας, η οποία κρατεί εν προκειμένω, δημιουργουμένης έτσι υποχρέωσης της εναγομένης για χορήγηση του εν λόγω επιδόματος και στους αποσπασμένους οδηγούς της, αφού στο πρόσωπό τους και µετά την απόσπασή τους εξακολουθεί να συντρέχει η µοναδική ουσιαστικά προϋπόθεση για τη χορήγησή του, εκείνη, δηλαδή, του κατέχοντος οργανική θέση οδηγού. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε τον σχετικό λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας, κατά της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή κατά το αντίστοιχο αίτημα της και είχε επιδικαστεί το επίδομα αυτό στον αναιρεσίβλητο, που, μετά την απόσπαση του, εκτελούσε υπηρεσία οδηγού του παραπάνω βουλευτή.

Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, και ο, περί του αντιθέτου, από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, μοναδικός λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αντίστοιχη αιτίαση, είναι αβάσιμος. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την, από 16-3-2011, αίτηση για την αναίρεση της 1117/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2012.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2012.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ