Α.Π. Αριθμός 9/2011 - Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει...

Α.Π. Αριθμός 9/2011 - Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει...

ΘΕΜΑ: Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, ότι ο εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως του για την επίτευξη των σκοπών της δεν έχει καταρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. Η καταρχήν όμως νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέρον τα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ' αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, περιστατικά, τα οποία πρέπει να κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

Α.Π. Αριθμός 9/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομελείας: Γεώργιο Καλαμίδα, Πρόεδρο του  Αρείου Πάγου, Ηλία Γιαννακάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Αντιπροέδρους, Χαράλαμπο Δημάδη, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο  Φούκα, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαϊρη, Βιολέττα Κυτέα, Γεωργία Λαλούση, Αντώνιο Αθηναίο- Εισηγητή, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Παναγιώτη  Κομνηνάκη, Δημήτριο Μαζαράκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Κωνσταντίνο Φράγκο, Σαράντη Δρινέα,  Νικόλαο Πάσσο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου -  Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Κωνσταντίνο Τσόλα, Δημήτριο Κράνη, Χριστόφορο Κοσμίδη, Ανδρέα Ξένο, Κυριακούλα Γεροστάθη, Βασίλειο Φράγγο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Αθανάσιο  Γεωργόπουλο, Δημήτριο Κόμη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ασπασία Καρέλλου,
Γεράσιμο Φουρλάνο, Μιλτιάδη Σπυρόπουλο και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένω των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2011, με την  παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ:
Του καλούντος - αναιρεσείοντος: Χ. Π., κατοίκου ..., o οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Στυλιανού Βλαστού, που κατέθεσε προτάσεις.
Των καθών η κλήση - αναιρεσιβλήτων: 1) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "…. ΤΡΑΠΕΖΑ  ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "…..",που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ι. Κ., Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της "…….",τους οποίους  εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Νικόλαος Τζανέτος και Αθανάσιος Μακρυνιώτης, που  κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15 Δεκεμβρίου 2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1239/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 655/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας  αποφάσεως ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 22 Μαρτίου 2010 αίτησή του την οποία έφεραν προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την 72/2010 κοινή πράξη, ο Πρόεδρος  και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γιατί με αυτή τίθεται νομικό ζήτημα γενικοτέρου ενδιαφέροντος.
Με την από 18 Μαΐου 2010 κλήση του καλούντος-αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται  στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι  παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Αθηναίος ανέγνωσε την από 27.1.2011 έκθεσή του, με την  οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν και  προφορικά στο ακροατήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις  τους, και ζήτησαν ο μεν του αναιρεσείοντος την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο δε των  αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη  δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι πρέπει να απορριφθούν  ως αβάσιμοι οι εκ του άρθρου 559 αρ.1 και 19 Κ.Πολ.Δ λόγοι της αναιρέσεως.
Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των  διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. Κατά την 9η Ιουνίου 2011, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν δικαστήριο προκειμένου να  διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Βασίλειος Λυκούδης, Ιωάννης  Σίδερης, Σπυρίδων Μιτσιάλης, Νικόλαος Πάσσος, Γεώργιος Αδαμόπουλος, Κυριακούλα Γεροστάθη  και Δημήτριος Κόμης, οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως, παρισταμένων πλέον των είκοσι  εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ. 2  του ν.1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν.3659/2008.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η αίτηση αναίρεσης εισάγεται με το 1/2010 κοινό πρακτικό του Προέδρου και του  Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ.2 εδ.β του  ΚΠολΔικ. σε συνδυασμό με το άρθρο 23 παρ.2 εδ.β του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων κ.λ.π.  (ν.1756/1988),διότι κρίθηκε ότι τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, στρέφεται δε κατά της 655/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων  648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο,  ότι ο εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει  όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως του για την  επίτευξη των σκοπών της δεν έχει καταρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού  δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από  την υπερημερία του. Η καταρχήν όμως νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο  281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέρον τα του  εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 59, 914  και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ' αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη  της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, περιστατικά, τα  οποία πρέπει να κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Περαιτέρω, η διάταξη του  άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 1264/1982 που επιβάλλει στον εργοδότη, με απειλή ποινικών  κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του μισθωτού, αναφέρεται στην  εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυση του κρίθηκε άκυρη με  δικαστική απόφαση. Ωστόσο, και στη περίπτωση αυτή, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας η  υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου δεν ανακύπτει ως  αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά με την συνδρομή  των παραπάνω περιστάσεων.
Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δικ. λόγος  αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί ενώ  συν έτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν  εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού  δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμένα δεν καλύπτουν όλα τα  στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του κανόνα δικαίου για την επέλευση της  απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. Στη προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο,  με τις νομικές σκέψεις του, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή, δέχθηκε ότι"  .. .Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 648,652,653,656 και 361 ΑΚ προκύπτει ότι ο  εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα  τα θέμα τα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησε ως του για την  επίτευξη των σκοπών της δεν έχει καταρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να  απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού  δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από  την υπερημερία του Ή καταρχήν όμως νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία  του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο  281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του  εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 59,914  και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ'αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη  της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Περαιτέρω, η  διάταξη του άρθρου 23 παρ.2 του ν 1264/1282 που επιβάλλει στον εργοδότη, με απειλή  ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του μισθωτού, αναφέρεται στην  εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυση του κρίθηκε άκυρη με  δικαστική απόφάση.
Ωστόσο και στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση του έργοδότη για αποδοχή  των υπηρεσιών του εργαζομένου δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της  ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά με την συνδρομή των παραπάνω περιστάσεων...".Ακολούθως  το Εφετείο, αφού δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 1239/2008  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του ως  κατ' ουσίαν αβάσιμη ως προς όλα τα αιτήματα της, μεταξύ των οποίων και αυτό να  υποχρεωθεί η πρώτη αναιρεσίβλητη να αποδέχεται την εργασία του και να τον απασχολεί στην  εργασία που πρόσφερε και στη θέση που είχε πριν την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ή σε άλλη θέση ομοειδή ή παρεμφερή και πάντως ανάλογη των προσόντων του,  καθώς και τα σύστοιχα αιτήματα του, να καταδικασθεί αυτή σε χρηματική ποινή 500 ευρώ για  κάθε ημέρα που θα αρνείται να τον επαναπροσλάβει και ο δεύτερος αναιρεσίβλητος σε  προσωπική κράτηση διαρκείας 6 μηνών, που κρίθηκαν νόμιμα, στη συνέχεια εξαφάνισε την ως  άνω πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε τα αμέσως ανωτέρω αγωγικά αιτήματα ως μη νόμιμα, καθόσον δεν αναφέρονταν στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής περιστατικά με τα οποία η  άρνηση της πρώτης αναιρεσίβλητης να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες εκ μέρους του  αναιρεσείοντος γίνεται κάτω από περιστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια  που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ ή συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του, ή ότι εκ  προθέσεως ζημιώνεται κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, ή ότι υπαιτίως προσβάλλεται  το δικαίωμα του στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του και της συμμετοχής του στην  οικονομική ζωή, στοιχεία απαραίτητα για τη νομική θεμελίωση του. Έτσι που έκρίνε το  Εφετείο, δεν παρεβίασε, κατά την προαναφερθείσα πλειοψηφούσα άποψη, τις ουσιαστικού  δικαίου διατάξεις των άρθρων 349, 361,648, 652,653,656 και 23 παρ.2 ν.1264/1282, τις οποίες αντιθέτως ορθώς εφάρμοσε, ενόψει του ότι δεν αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα  απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή τους. Επομένως, πρέπει, κατά τη ανωτέρω γνώμη, να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου ενιαίως κρινόμενοι, πρώτος και δεύτερος κατά το πρώτο  μέρος του, λόγοι αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., ως αβάσιμοι.
Κατά τη γνώμη, όμως δύο εκ των μελών του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα των αρεοπαγιτών Χριστόφορου Κοσμίδη και Ευφημίας Λαμπροπούλου, είναι, πράγματι, αληθές ότι από τις  διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653 και 656 σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ συνάγεται ότι  ο εργοδότης, εκτός από αντίθετη συμφωνία, δεν έχει την υποχρέωση να απασχολεί πραγματικά το μισθωτό, περιοριζόμενος μόνο στην υποχρέωση καταβολής του μισθού, είτε αποδέχεται την  παροχή της εργασίας είτε όχι.
Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές  των άρθρων 57, 281, 919 ΑΚ και 5 παρ.1 του Συντάγματος συνάγεται ότι η ως άνω, κατ'  αρχήν νόμιμη, άρνηση του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του μισθωτού  καθίσταται παράνομη όταν είναι καταχρηστική, διότι υπερβαίνει προφανώς τα όρια που  διαγράφονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του  διευθυντικού δικαιώματος ή όταν συνιστά αθέμιτη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού  ή όταν επιφέρει εκ προθέσεως σ' αυτόν ζημία κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή, τέλος, όταν προσβάλλει υπαιτίως το δικαίωμα του στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και στη  συμμετοχή στην οικονομική ζωή. Στις περιπτώσεις αυτές, προκειμένου ο μισθωτός να  επιδιώξει δικαστικώς την πραγματική απασχόληση του στο μέλλον, πρέπει να επικαλεσθεί και  αποδείξει περιστατικά, τα οποία στοιχειοθετούν την κατά τα ανωτέρω παρανομία της  αρνήσεως του εργοδότη να τον απασχολεί πραγματικά. Όταν, όμως, η άρνηση του εργοδότη να  απασχολεί το μισθωτό εκδηλώνεται ως αποτέλεσμα καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, σε  περίπτωση που η καταγγελία προσβάλλεται ως άκυρη, η άρνηση για πραγματική απασχόληση  υπονοείται αυτόχρημα παράνομη.
Οπότε ο μισθωτός, επιδιώκοντας την αναγνώριση της  ακυρότητας της καταγγελίας και την εκ νέου πραγματική απασχόληση αυτού εκ μέρους του  εργοδότη, αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει τα περιστατικά επί των οποίων ερείδεται η κυρότητα και δεν απαιτείται να προσθέσει περιστατικά τα οποία στοιχειοθετούν καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος ή παράνομη προσβολή της προσωπικότητας  του ή αδικοπραξία σε βάρος του ή παράνομο αποκλεισμό από την οικονομική ζωή. Διότι όλα  αυτά, λόγω της διαταραχής της ομαλής λειτουργίας της συμβάσεως εργασίας που εκδηλώθηκε  με την ως άκυρη προσβαλλόμενη καταγγελία, ενυπάρχουν στον περί ακυρότητας ισχυρισμό και  στους λόγους που τον θεμελιώνουν και που καθιστούν ταυτόχρονα παράνομη την, ήδη  κδηλωθείσα, άρνηση για πραγματική απασχόληση. Η κρίση αυτή επιβεβαιώνεται από τον  ορισμό του άρθρου 23 παρ.2 του ν. 1264/1982, σύμφωνα με τον οποίο "ο εργοδότης και οι  εκπρόσωποι του, που αρνούνται την πραγματική απασχόληση του εργαζόμενου, του οποίου η  απόλυση έχει κριθεί άκυρη με δικαστική απόφαση, τιμωρούνται με φυλάκιση ή και με  χρηματική ποινή για κάθε παράβαση ή άρνηση". Η απόδοση ποινικής απαξίας στην εν λόγω  συμπεριφορά του εργοδότη, που είχε καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας, ιδρύει, μετά  τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, ουσιαστικού δικαίου υποχρέωση αυτού να επαναπροσλάβει και να απασχολήσει πραγματικά τον ακύρως απολυθέντα μισθωτό και  καθιστά άνευ ετέρου παράνομη την άρνηση του να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αυτή.  Επομένως, σύμφωνα με την ελάσσονα γνώμη του Δικαστηρίου, οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως θα  έπρεπε να γίνουν δεκτοί.
Επειδή, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔικ. λόγος αναιρέσεως προϋποθέτει ουσιαστική  κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ελλείψεις ή ασάφειες στη διατύπωση της ελάσσονος προτάσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ή μη νόμιμη (Ολ.ΑΠ 3/1997).Στην προκειμένη περίπτωση, με τον  δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης και κατά το δεύτερο μέρος του, ο αναιρεσείων ψέγει την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης και ειδικότερα για αντιφατική  αιτιολογία ως προς την παραδοχή της περί απορρίψεως των αγωγικών αιτημάτων περί υποχρέωσης της πρώτης αναιρεσίβλητης να δέχεται τις υπηρεσίες του αναιρεσείοντος, με απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής και σε βάρος του δεύτερου αναιρεσίβλητου προσωπικής κράτησης, ενόψει του ότι, ενώ έκρινε, και σε σχέση με τα αγωγικά αιτήματα 
1)να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αναιρεσείοντος  ως καταχρηστικής,
2)να υποχρεωθεί η πρώτη αναιρεσίβλητη να του καταβάλει α)μισθούς υπερημερίας και β) χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της προσωπικότητας του, εξαιτίας της άκυρης απόλυσης του, ότι εξ αντικειμένου και σύμφωνα με τις επιταγές της καλής πίστης βασίμως μπορούσε να αξιωθεί από την πρώτη αναιρεσίβλητη η διατήρηση του αναιρεσείοντος στην υπηρεσία της με τη λήψη ηπιότερου μέτρου της απολύσεως και  συγκεκριμένα της προσωρινής αργίας, οπότε θα καθίστατο αυτός προσεκτικότερος στην  ικανοποιητική εκπλήρωση των εργασιακών του υποχρεώσεων, και ότι επιπλέον υπέστη αυτός  ηθική βλάβη από την προσβολή της προσωπικότητας του εκ μέρους της πρώτης αναιρεσίβλητης  δεδομένου ότι θίχθηκε ανεπανόρθωτα η επαγγελματική του αξία και υπόληψη, και συνακόλουθα μετ' εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως προς τα ως άνω αγωγικά αιτήματα, ως ουσιαστικά βάσιμη, εξετάζοντας όμως περαιτέρω τη νομιμότητα των  προαναφερθέντων αγωγικών αιτημάτων ως προς την υποχρέωση της πρώτης αναιρεσίβλητης να αποδέχεται τις υπηρεσίες του αναιρεσείοντες, με απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής  και σε βάρος του δεύτερου αναιρεσιβλήτου προσωπικής κράτησης, τα απέρριψε ως νομικά αβάσιμα, με την αιτιολογία ότι δεν διαλαμβάνονταν στο δικόγραφο της άνω αγωγής οι ειδικές περιστάσεις από τις οποίες να προκύπτει η υπέρβαση των από το άρθρο 281 ΑΚ διαγραφομένων ορίων ή η παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του, αν και τις ως άνω  περιστάσεις τις αναφέρει στις παραδοχές της περί ακυρότητας της απόλυσης του ως καταχρηστικής και την εξαιτίας αυτής (ακυρότητας της απόλύσης του) προσβολής της προσωπικότητας του. Ο λόγος όμως αυτός (δεύτερος κατά το δεύτερο μέρος του), από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως ως απαράδεκτος, καθόσον  ως προς τα αμέσως προναφερθέντα αγωγικά αιτήματα (υποχρέωσης επαναπρόσληψης του  αναιρεσείοντος και το συναφές της απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης),δεν υπήρξε ουσιαστική κρίση και συνακόλουθα αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου της ουσίας αλλά αυτά απορρίφθηκαν ως νομικά αβάσιμα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-3-2010 αίτηση για αναίρεση της 655/2010 απόφασης του Εφετείου  Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Ιουνίου 2011 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιουνίου 2011.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ