Άρειος Πάγος 907 - 2012 - Σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση του μισθωτού με τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας

Άρειος Πάγος 907 - 2012 - Σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση του μισθωτού με τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας

ΘΕΜΑ: Σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση του μισθωτού με τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας, είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου. Αν όμως με τον κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως εργασίας, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, με την πλήρωση της οποίας η σύμβαση μεταπίπτει εξαρχής σε σύμβαση αορίστου χρόνου.

Περίληψη

Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας, σε περίπτωση δε ελλείψεως τέτοιου ορίου το 65° έτος της ηλικίας τους και αποχωρούν από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το μισό της οριζόμενης από το Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως ή το β.δ. της 16/18.7.1920 αποζημιώσεως για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, που υπολογίζεται με βάση το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου (3198/1955).
Η ως άνω διάταξη αναφέρεται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και αποβλέπει στη διευκόλυνση της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως των μισθωτών για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με την παροχή στους αποχωρούντες, υπό τους διαλαμβανόμενους σ' αυτήν όρους, μειωμένης αποζημιώσεως.
Εξάλλου σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση του μισθωτού με τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας, είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου. Αν όμως με τον κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως εργασίας, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, με την πλήρωση της οποίας η σύμβαση μεταπίπτει εξαρχής σε σύμβαση αορίστου χρόνου.

ΑΠ  907/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Απριλίου 2012, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Γ. Δ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αβραάμ Ιορδανίδη και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "............................", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Κλεισιούνη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/4/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 481/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1603/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22/5/2009 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Καρέλλου ανέγνωσε την από 9/4/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την αποδοχή της από 22/5/2009 αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας, σε περίπτωση δε ελλείψεως τέτοιου ορίου το 65° έτος της ηλικίας τους και αποχωρούν από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το μισό της οριζόμενης από το Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως ή το β.δ. της 16/18-7-1920 αποζημιώσεως για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, που υπολογίζεται με βάση το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου (3198/1955).

Η ως άνω διάταξη αναφέρεται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και αποβλέπει στη διευκόλυνση της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως των μισθωτών για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με την παροχή στους αποχωρούντες, υπό τους διαλαμβανόμενους σ' αυτήν όρους, μειωμένης αποζημιώσεως.

Εξάλλου σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση του μισθωτού με τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας, είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου. Αν όμως με τον κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως εργασίας, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, με την πλήρωση της οποίας η σύμβαση μεταπίπτει εξαρχής σε σύμβαση αορίστου χρόνου.

Περαιτέρω στην ......................................... Α.Ε. ισχύει ο Οργανισμός Προσωπικού της, που έχει καταρτισθεί με την από 11/11/1977 Σ.Σ.Ε. "............................................", η οποία καταρτίσθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3239/1955, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την υπ' αριθμ. 46806/-10314 της 21/26-11-1977 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β' 1255) και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ' αριθμ. 15869 της 10/27-7-1981 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β'446), γι' αυτό δε έχει ισχύ νόμου, ως περιέχουσα κανονιστικές διατάξεις. Κατά το άρθρο 31 του ως άνω Οργανισμού Προσωπικού της ως άνω Τράπεζας, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με την από 22/6/1999 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση, που καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του νόμου 1876/1990, η σύμβαση εργασίας μεταξύ της Τράπεζας και κάθε εργαζομένου σ' αυτή λύεται: α) με τη συμπλήρωση του 58ου έτους της ηλικίας για τους άνδρες και του 57ου έτους της ηλικίας για τις γυναίκες και οι εργαζόμενοι που συμπληρώνουν το εν λόγω όριο ηλικίας κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους αποχωρούν αυτοδικαίως την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους και β) πριν από τη συμπλήρωση των προαναφερομένων ορίων ηλικίας στις ακόλουθες περιπτώσεις: αα ) λόγω θανάτου του εργαζομένου, ββ) λόγω αδικαιολόγητης συνεχούς απουσίας του εργαζομένου επί τριάντα εργάσιμες ημέρες που θεωρείται ως οικειοθελής αποχώρηση, γγ) λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας για σπουδαίο λόγο κατά το άρθρο 672 ΑΚ και δ) λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 5 του Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε. Εξάλλου, οι όροι του εφαρμοζόμενου με ισχύ νόμου Κανονισμού Εργασίας αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού και συνεπώς, η διεπόμενη από τέτοιο Κανονισμό ατομική σύμβαση εργασίας του μισθωτού περιέχει και τους όρους του Κανονισμού (Ολ.Α.Π. 42/2002). Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο προαναφερόμενος όρος του ως άνω Οργανισμού Προσωπικού της Εμπορικής Τράπεζας ότι η σύμβαση εργασίας λύεται και πριν από το προβλεπόμενο όριο ηλικίας, λόγω αδικαιολόγητης συνεχούς απουσίας του εργαζομένου επί τριάντα εργάσιμες ημέρες, που θεωρείται ως οικειοθελής αποχώρηση, δηλαδή παραίτηση τούτου, η οποία και επιφέρει τη λύση της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας, εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955, στην ίδια δε περίπτωση εμπίπτει, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και η οικειοθελής αποχώρηση του εργαζομένου από την ως άνω Τράπεζα, λόγω παραιτήσεως, πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, αφού και η με τον τρόπο αυτό παραίτηση του υπαλλήλου, χωρίς δικαίωμα εναντιώσεως της Τράπεζας, ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με την αποχώρηση αυτού από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση της τελευταίας, ενώ και η σύμβαση του υπαλλήλου, που λύεται με την κατά τον εν λόγω τρόπο παραίτηση του πριν από τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας του, μετατρέπεται από ορισμένου σε αορίστου χρόνου. Επομένως, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως, ο αποχωρών, λόγω παραιτήσεως πριν από τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας, υπάλληλος της Εμπορικής Τράπεζας δικαιούται τη μειωμένη ως άνω αποζημίωση, αφού είναι δεδομένη και η συγκατάθεση της Τράπεζας, που θεωρείται ότι δόθηκε εκ των προτέρων με το παρεχόμενο από τον Οργανισμό Προσωπικού της δικαίωμα παραιτήσεως του μισθωτού από την εργασία του, χωρίς να απαιτείται για την άσκηση αυτού ή την επέλευση των αποτελεσμάτων της παραιτήσεως η αποδοχή αυτής από την Τράπεζα ή η ρητή συγκατάθεση της στην αποχώρηση των εργαζομένων της. Περαιτέρω ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.

Στην προκείμενη περίπτωση επί αγωγής με την οποία ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων εξιστορούσε ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. στις 21/12/1968 με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και μετά τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου εντάχθηκε στο μόνιμο προσωπικό της, ότι υπηρέτησε στις εις αυτή αναφερόμενες υπηρεσίες της εναγομένης, ότι την 24/12/2004, έχοντας το βαθμό του Τμηματάρχη Α' υπέβαλε έγγραφη παραίτηση από την υπηρεσία του και η ορισμένου χρόνου σύμβαση εργασίας κατέστη αορίστου χρόνου, με την ως άνω παραίτηση του, για την οποία η εναγομένη Τράπεζα δεν είχε δικαίωμα εναντιώσεως και ότι δικαιούται την προβλεπόμενη από το άρθρο 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 αποζημίωση, την οποία η εναγομένη αρνείται να του καταβάλει, και με την οποία ζητούσε την επιδίκαση της ως άνω αποζημιώσεως, το Εφετείο, δικάζοντας επί εφέσεως του ήδη αναιρεσείοντος κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη, δέχθηκε ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, διότι ο έχων ισχύ νόμου οργανισμός της εναγομένης, οι όροι του οποίου αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο και της ατομικής συμβάσεως του ενάγοντος, δεν προβλέπει ως λόγο πρόωρης λύσεως της συμβάσεως την παραίτηση εκ μέρους του μισθωτού και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα μετατροπής της συμβάσεως σε αορίστου χρόνου, ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθόσον, η σύμβαση εργασίας των εργαζομένων της αναιρεσίβλητης Τράπεζας λύεται και πριν από το προβλεπόμενο όριο ηλικίας, λόγω αδικαιολόγητης συνεχούς απουσίας του εργαζομένου επί τριάντα εργάσιμες ημέρες που θεωρείται ως οικειοθελής αποχώρηση από την υπηρεσία, δηλαδή παραίτηση τούτου, η οποία και επιφέρει τη λύση της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας, για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου οικειοθελής αποχώρηση από την υπηρεσία θεωρείται και η αποχώρηση του εργαζομένου με παραίτηση πριν από τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας και η σύμβαση μετατρέπεται από ορισμένου σε αορίστου χρόνου και ο παραιτηθείς ως άνω εργαζόμενος δικαιούται την αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955. Επομένως,ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ. 3 εδ. ββ' Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1603/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ