Άρειος Πάγος 899 - 2012 - Το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του για την επίτευξη των σκοπών αυτής.

Άρειος Πάγος 899 - 2012 - Το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του για την επίτευξη των σκοπών αυτής.

ΘΕΜΑ: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 648, 652, 653 και 656 ΑΚ συνάγεται ότι ο εργοδότης, ασκώντας, με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του για την επίτευξη των σκοπών αυτής, δεν έχει κατ' αρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί πραγματικά το μισθωτό. Η μη αποδοχή εκ μέρους του εργοδότη των προσφερομένων υπηρεσιών του μισθωτού δεν έχει, κατά τις ως άνω διατάξεις, άλλες συνέπειες, εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του ως δανειστή.

Περίληψη
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 648, 652, 653 και 656 ΑΚ συνάγεται ότι ο εργοδότης, ασκώντας, με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του για την επίτευξη των σκοπών αυτής, δεν έχει κατ' αρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί πραγματικά το μισθωτό. Η μη αποδοχή εκ μέρους του εργοδότη των προσφερομένων υπηρεσιών του μισθωτού δεν έχει, κατά τις ως άνω διατάξεις, άλλες συνέπειες, εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του ως δανειστή.
Η κατ' αρχήν, όμως, νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη, όταν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες του άρθρου 281 ΑΚ και, έτσι, αποβαίνει καταχρηστική. Αυτό συμβαίνει όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 59, 914, 919 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ' αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, περιστατικά, τα οποία πρέπει να προτείνονται και να διαπιστώνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 23 παρ.2 του ν. 1264/1982, που επιβάλλει στον εργοδότη, με απειλή ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του μισθωτού, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυσή του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά παράγεται με τη συνδρομή των παραπάνω περιστάσεων (ΟλΑΠ 9/2011). Εξ άλλου, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 36/1988), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ 1848/2006).

ΑΠ  899/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη και Νικόλαο Τρούσα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 27η Μαρτίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Α. Κ. - Α. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Πάτρα, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ν. Σ. - Δ. του Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Ληξουριώτη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-11-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 753/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 545/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26-7-2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-3-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 648, 652, 653 και 656 ΑΚ συνάγεται ότι ο εργοδότης, ασκώντας, με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του για την επίτευξη των σκοπών αυτής, δεν έχει κατ' αρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί πραγματικά το μισθωτό. Η μη αποδοχή εκ μέρους του εργοδότη των προσφερομένων υπηρεσιών του μισθωτού δεν έχει, κατά τις ως άνω διατάξεις, άλλες συνέπειες, εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του ως δανειστή.

2. Η κατ' αρχήν, όμως, νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη, όταν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες του άρθρου 281 ΑΚ και, έτσι, αποβαίνει καταχρηστική. Αυτό συμβαίνει όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 59, 914, 919 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ' αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, περιστατικά, τα οποία πρέπει να προτείνονται και να διαπιστώνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 23 παρ.2 του ν. 1264/1982, που επιβάλλει στον εργοδότη, με απειλή ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του μισθωτού, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυσή του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά παράγεται με τη συνδρομή των παραπάνω περιστάσεων (ΟλΑΠ 9/2011). Εξ άλλου, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 36/1988), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ 1848/2006). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση, αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια αιτιολογιών, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση, σαφώς και επαρκώς, τα περιστατικά που είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, σε συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, αφού προέβη στις ως άνω νομικές σκέψεις, δέχθηκε τα εξής: Ότι η ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα), με την ένδικη, από 16-11-2007 (ημερομηνία καταθέσεως) αγωγή, αφού ζήτησε την αναγνώριση της ακυρότητας της από 1-10-2007 καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που τη συνέδεε με την εναγομένη (ήδη αναιρεσίβλητη), ως γενομένης από λόγους εμπάθειας και εκδικητικότητας και, κατά συνέπεια, καταχρηστικά, υπέβαλε, μεταξύ άλλων, το αίτημα να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται πραγματικά τις υπηρεσίες της στο μέλλον με την απειλή των κυρώσεων του άρθρου 946 παρ.1 ΚΠολΔ. Ότι η ενάγουσα δεν εξέθετε στην ένδικη αγωγή περιστατικά, σύμφωνα με τα οποία η άρνηση της εναγομένης να αποδεχθεί τις εκ μέρους της προσφερόμενες υπηρεσίες γινόταν με υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του διευθυντικού δικαιώματος (ΑΚ 281) ή με τρόπο που συνιστούσε παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς της (ΑΚ 57 και 59) ή που τη ζημίωνε αντίθετα προς τα χρηστά ήθη (ΑΚ 919) ή που εμπόδιζε την ανάπτυξη της προσωπικότητάς της ή τη συμμετοχή της στην οικονομική ζωή (Σύνταγμα 5 παρ.1). Κατόπιν αυτών, το Εφετείο έκρινε ότι, ως προς το αίτημα τής, μετά την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πραγματικής, εκ νέου απασχόλησης της ενάγουσας, η ένδικη αγωγή ήταν αόριστη και, για το λόγο αυτό, εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το εξεταζόμενο αίτημα είχε γίνει δεκτό, και απέρριψε την ένδικη αγωγή. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο, ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά τις ως άνω διατάξεις, διότι δεν αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτούνται για την εφαρμογή τους και δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, διότι αιτιολόγησε επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις την κρίση του. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν, η επίκληση περιστατικών, τα οποία, υποτιθέμενα αληθινά, καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, δεν αρκεί και για τη θεμελίωση των επί πλέον προϋποθέσεων, οι οποίες καθιστούν καταχρηστική και την άρνηση του εργοδότη να απασχολεί πραγματικά το μισθωτό, τον οποίο ακύρως είχε απολύσει (ΟλΑΠ 9/2011). Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και αρ.19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι.

2. Σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπ' όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπ' όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν σε θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος, δικονομικού ή ουσιαστικού, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. Αντιθέτως, "πράγματα" δεν θεωρούνται οι ισχυρισμοί, που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 632/2008).

Εν προκειμένω, με τους τρίτο και τέταρτο από τους λόγους αναιρέσεως προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι το δικαστήριο της ουσίας α) ενώ κατέληξε στην ουσιαστική παραδοχή, σύμφωνα με την οποία η εμπάθεια και εκδικητικότητα της αναιρεσίβλητης (εναγομένης, εργοδότριας), που την οδήγησαν στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, είχαν άλλη αφορμή και δεν συνδέονταν με την άρνηση της αναιρεσείουσας (ενάγουσας, εργαζόμενης) και του συζύγου της να δεχθούν τις προτροπές της αναιρεσίβλητης και να καταθέσουν αναληθή περιστατικά στο πλαίσιο ανακριτικής έρευνας για διαχειριστικές αταξίες, οι οποίες είχαν αποκαλυφθεί μετά από οικονομικό έλεγχο και συνδέονταν με τη λειτουργία του Υποθηκοφυλακείου, όπου παρείχετο η εργασία, διότι οι προτροπές ανάγονταν σε παρωχημένο χρόνο, [το δικαστήριο της ουσίας] δεν έλαβε υπ' όψη τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι οι προτροπές αυτές είχαν επαναληφθεί με φορτικότητα και κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα πριν από την καταγγελία, μετά την υποβολή του από 30-7-2007 υπομνήματος της αναιρεσίβλητης στο πλαίσιο της ίδιας ανακριτικής έρευνας, οπότε η άρνηση της αναιρεσείουσας και του συζύγου της να τις αποδεχθούν είχε άμεση σχέση με την εμπάθεια και εκδικητικότητα της αναιρεσίβλητης και β) δεν έλαβε υπ' όψη τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι αυτή, κατά την πρόσληψή της στην υπηρεσία της αναιρεσίβλητης (στο Υποθηκοφυλακείο), είχε προϋπηρεσία σε άλλους εργοδότες, την οποία είχε γνωστοποιήσει στην αναιρεσίβλητη και η οποία είχε αναγνωρισθεί από την τελευταία. Από την επισκόπηση, όμως, των διαδικαστικών εγγράφων παρατηρούνται, αντιστοίχως, τα εξής: αα) Ο ισχυρισμός περί επαναλήψεως των προτροπών της αναιρεσίβλητης και περί απορρίψεως αυτών εκ μέρους της αναιρεσείουσας σε χρόνο εγγύτερο προς την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας δεν αποτελεί "πράγμα" κατά την έννοια του νόμου, διότι δεν έχει αυτοτέλεια, αλλά είναι απλό επιχείρημα. Πέραν τούτου, με δεδομένο το ότι η ένδικη αγωγή, ως προς το κεφάλαιο περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ως γενομένης από εμπάθεια και εκδικητικότητα, ήτοι με κατάχρηση δικαιώματος, έχει γίνει δεκτή με την προσβαλλομένη απόφαση, η αναιρεσείουσα στερείται εννόμου συμφέροντος να προβάλει την εν λόγω αιτίαση. ββ) Σε κανένα σημείο της ένδικης αγωγής δεν υπάρχει αναφορά ούτε σε προϋπηρεσία της αναιρεσείουσας, ούτε σε γνωστοποίηση αυτής προς την αναιρεσίβλητη, ούτε σε αναγνώριση τέτοιας προϋπόθεσης εκ μέρους της τελευταίας, με αποτέλεσμα να μην είναι παραδεκτή η θεμελίωση αναιρετικού λόγου επί ισχυρισμού που δεν είχε προβληθεί ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (ΚΠολΔ 562 παρ.2). Επομένως, οι εξεταζόμενοι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτοι.

3. Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ, 1 της Διεθνούς Συμβάσεως 95 που κυρώθηκε με το νόμο 3248/1955 και 119 παρ.2 της Συνθήκης ΕΟΚ συνάγεται ότι ο εργοδότης, εκτός από το μισθό που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία, σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση, μπορεί να προβαίνει προς αυτόν και σε οικειοθελείς παροχές, για τις οποίες δεν έχει νομική δέσμευση. Η χορήγηση μιας οικειοθελούς παροχής συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή προς τον εργαζόμενο, οπότε, όταν επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται επί μακρό χρόνο και, μάλιστα, σε τακτά χρονικά διαστήματα, καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για τακτική καταβολή της, με την έννοια του μισθού. Σε μια τέτοια περίπτωση, η χορήγηση της οικειοθελούς παροχής δεν μπορεί, πλέον, να διακοπεί μονομερώς από τον εργοδότη, εκτός εάν αυτός από την αρχή είχε δηλώσει ρητώς την επιφύλαξή του να τη διακόψει στο μέλλον (ΑΠ 540/2010).

Εν προκειμένω, με τον πέμπτο από τους λόγους αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε το αίτημα της αναιρεσείουσας να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να της καταβάλει για το μήνα Σεπτέμβριο 2007 τις πρόσθετες αποδοχές για επίδομα ηλεκτρονικού υπολογιστή, ταμειακό επίδομα και πάγια αμοιβή υπερεργασίας 10 ωρών μηνιαίως, ως αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι η αναιρεσείουσα δεν έκανε ούτε χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, ούτε ταμειακές εργασίες, ούτε υπερεργασία, χωρίς να λάβει υπόψη ότι οι εν λόγω πρόσθετες αποδοχές ζητούντο με την αγωγή όχι διότι η αναιρεσείουσα πληρούσε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για να τις λάβει, αλλά διότι από την έναρξη της λειτουργίας της συμβάσεως εργασίας (Δεκέμβριος 2006) μέχρι και τον προηγούμενο μήνα (Αύγουστο 2007) πριν από την καταγγελία αυτής (τέλος Σεπτεμβρίου 2007) τις λάμβανε εκ μέρους της αναιρεσίβλητης τακτικά, ως οικειοθελή παροχή. Από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης, από 16-11-2007 αγωγής προκύπτει ότι ο εν λόγω ισχυρισμός, που αποτελεί "πράγμα", διότι είναι αυτοτελής και στηρίζει το συγκεκριμένο αίτημα αυτής, προτάθηκε παραδεκτά από την αναιρεσείουσα. Από την προσβαλλομένη απόφαση, προκύπτει ότι το Εφετείο, δικάζοντας εκ νέου την αγωγή μετά την ολική εξαφάνιση της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως, δεν έλαβε υπ' όψη τον εν λόγω ισχυρισμό, αλλά περιορίσθηκε στην ουσιαστική κρίση που αναφέρεται στον εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως. Επομένως, ο πέμπτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η παράλειψη αυτή και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 περ. β' ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.

4. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο στην έκταση που καθορίζεται με τον πέμπτο από τους λόγους της αιτήσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη σε ανάλογο προς την ήττα της μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 545/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στην αναιρεσείουσα επτακόσια πενήντα (750) ευρώ, για μέρος από τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 15η Μαΐου 2012. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 29η Μαΐου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ