Άρειος Πάγος 1401/2014 Ανώνυμες εταιρίες και δημοσιότητα διορισμού η παύσης των προσώπων που ασκούν την διαχείριση της εταιρείας. Δημοσιότητα δεν είναι συστατικός τύπος, έχει, όμως, σημασία διότι μόνον αν τα στοιχεία αυτά υποβληθούν στις διατυπώσεις δημοσ

Άρειος Πάγος 1401/2014 Ανώνυμες εταιρίες και δημοσιότητα διορισμού η παύσης των προσώπων που ασκούν την διαχείριση της εταιρείας. Δημοσιότητα δεν είναι συστατικός τύπος, έχει, όμως, σημασία διότι μόνον αν τα στοιχεία αυτά υποβληθούν στις διατυπώσεις δημοσ

Περίληψη

Με το άρθρο 22 του νόμου 2190/1920 ορίζεται ότι το Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στην διοίκηση, στην διαχείριση της περιουσίας της και στην επίτευξη των σκοπών της γενικά και ότι το καταστατικό της μπορεί να ορίζει θέματα πάνω στα οποία η εξουσία του Δ.Σ. ασκείται από ένα ή περισσότερα μέλη του ή από τους διευθυντές της εταιρίας, με ανάλογο περιορισμό της παραγράφου 2 του άρθρου 18. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 και 70 του Α.Κ., συνάγεται ότι το Δ.Σ. αποτελεί το όργανο που διοικεί και εκπροσωπεί την Α.Ε. και διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις της, μη όντας, απέναντι στην εταιρεία, πρόσωπο διαφορετικό από αυτή, αλλά όργανό της. Το δικαίωμα αυτό της οργανικής εκπροσώπησης της Α.Ε. και διαχείρισης της περιουσίας της επιτρέπεται κατά τις πιο πάνω διατάξεις να ανατεθεί εν όλω ή ενμέρει με το καταστατικό σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα.

Στην περίπτωση αυτή το μέλος του συμβουλίου ή ο τρίτος, στον οποίο μεταβιβάσθηκε η εξουσία του Δ.Σ., είναι υποκατάστατο αυτού και ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας που εκφράζει πρωτογενώς την βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό. Για τον λόγο αυτόν ο δεσμός του με την εταιρεία είναι ίδιος με το δεσμό του Δ.Σ. με αυτήν και εντελώς διαφορετικός από εκείνο μεταξύ εντολέως και εντολοδόχου. Τέλος, κατά το άρθρο 7α § 1 περ. γ' του ως άνω κ.ν. 2190/1920 σε δημοσιότητα υποβάλλονται ο διορισμός και η για οποιοδήποτε λόγο παύση, με τα στοιχεία ταυτότητας, των προσώπων που ασκούν την διαχείριση της εταιρείας ή έχουν την εξουσία να το εκπροσωπούν από κοινού ή μεμονωμένα, η δημοσιότητα δε αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 7β § 1α και β του ίδιου νόμου, πραγματοποιείται (α) με την καταχώριση, ύστερα από έλεγχο, των πράξεων και στοιχείων στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, που τηρείται στην υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου της νομαρχίας, όπου έχει την έδρα της η εταιρεία και (β) με την δημοσίευση, με επιμέλεια της αρμόδιας υπηρεσίας και με δαπάνες της ενδιαφερομένης εταιρείας, στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, ανακοίνωσης για την καταχώριση στο οικείο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών των πράξεων και στοιχείων που υποβάλλονται σε δημοσιότητα.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών με τις διατάξεις της §13 του αυτού ως άνω άρθρου συνάγεται περαιτέρω ότι η δημοσιότητα δεν είναι συστατικός τύπος, έχει, όμως, σημασία διότι μόνον αν τα στοιχεία αυτά υποβληθούν στις διατυπώσεις δημοσιότητας αντιτάσσονται στους τρίτους, ενώ σε αντίθετη περίπτωση μόνον οι τρίτοι και όχι η εταιρεία μπορούν να τα επικαλεσθούν, εκτός εάν η εταιρεία αποδείξει ότι οι τρίτοι γνώριζαν τις μεταβολές αυτές που αφορούν, μεταξύ άλλων, την αλλαγή της σύνθεσης του ΔΣ και των προσώπων που την εκπροσωπούν.

ΑΠ  1401/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ..............................................., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Γάτσιο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Π. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαμιχαήλ με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-9-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 905/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1727/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 9-9-2013 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε την από 20-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 211, 213, 216, 226, 229, 233, 669 και 672 ΑΚ, 1 ν. 2112/1920, 1 - 5 ν. 3198/1955 προκύπτει, ότι για το νομότυπο και έγκυρο της καταγγελίας εκ μέρους του εργοδότη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (ορισμένου ή αορίστου χρόνου) απαιτείται να γίνεται από τον ίδιο τον εργοδότη ή από το νόμιμο αντιπρόσωπο ή πληρεξούσιο του, εφόσον δε εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο (ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου) η καταγγελία πρέπει να γίνεται από το αρμόδιο κατά νόμο εκπροσωπευτικό όργανο του, κατά τις διατάξεις των άρθ. 67, 68 και 70 ΑΚ (ΑΠ 1269/2009, 557/2008), διαφορετικά, εάν δηλ. η καταγγελία της σύμβασης εργασίας στο όνομα νομικού προσώπου γίνει από πρόσωπο ή όργανο αυτού που δεν είχε την εξουσία να καταγγείλει την σύμβαση, η καταγγελία είναι ανυπόστατη (ΑΠ 1358/2009, 557/2008, κατ' άλλη άποψη άκυρη, ΑΠ 1268/2009), στην περίπτωση δε αυτή το νομικό πρόσωπο δεν υπέχει ευθύνη έναντι του μισθωτού, που έπαυσε εξαιτίας της καταγγελίας αυτής να προσέρχεται στην υπηρεσία του, για την πληρωμή μισθών υπερημερίας, αν, όμως, μετά την ως άνω καταγγελία ο μισθωτός προσφέρεται στην παροχή της εργασίας του και το νομικό πρόσωπο την αποκρούει, τότε περιέρχεται τούτο σε υπερημερία και υποχρεούται να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις αντίστοιχες αποδοχές υπερημερίας.

Εξάλλου, με το άρθρο 18 §§ 1 και 3 του κ.ν. 2190/1920 για τις ανώνυμες εταιρείες, ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας. Ειδικότερα, ορίζεται, ότι το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας, ενεργώντας συλλογικά, εκπροσωπεί την εταιρία δικαστικά και εξώδικα και ότι το καταστατικό της μπορεί να ορίσει ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα τα οποία να εκπροσωπούν την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένου είδους πράξεις.

Περαιτέρω, με το άρθρο 22 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι το Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στην διοίκηση, στην διαχείριση της περιουσίας της και στην επίτευξη των σκοπών της γενικά και ότι το καταστατικό της μπορεί να ορίζει θέματα πάνω στα οποία η εξουσία του Δ.Σ. ασκείται από ένα ή περισσότερα μέλη του ή από τους διευθυντές της εταιρίας, με ανάλογο περιορισμό της παραγράφου 2 του άρθρου 18. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 και 70 του Α.Κ., συνάγεται ότι το Δ.Σ. αποτελεί το όργανο που διοικεί και εκπροσωπεί την Α.Ε. και διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις της, μη όντας, απέναντι στην εταιρεία, πρόσωπο διαφορετικό από αυτή, αλλά όργανό της. Το δικαίωμα αυτό της οργανικής εκπροσώπησης της Α.Ε. και διαχείρισης της περιουσίας της επιτρέπεται κατά τις πιο πάνω διατάξεις να ανατεθεί εν όλω ή ενμέρει με το καταστατικό σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα.

Στην περίπτωση αυτή το μέλος του συμβουλίου ή ο τρίτος, στον οποίο μεταβιβάσθηκε η εξουσία του Δ.Σ., είναι υποκατάστατο αυτού και ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας που εκφράζει πρωτογενώς την βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό. Για τον λόγο αυτόν ο δεσμός του με την εταιρεία είναι ίδιος με το δεσμό του Δ.Σ. με αυτήν και εντελώς διαφορετικός από εκείνο μεταξύ εντολέως και εντολοδόχου. Τέλος, κατά το άρθρο 7α § 1 περ. γ' του ως άνω κ.ν. 2190/1920 σε δημοσιότητα υποβάλλονται ο διορισμός και η για οποιοδήποτε λόγο παύση, με τα στοιχεία ταυτότητας, των προσώπων που ασκούν την διαχείριση της εταιρείας ή έχουν την εξουσία να το εκπροσωπούν από κοινού ή μεμονωμένα, η δημοσιότητα δε αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 7β § 1α και β του ίδιου νόμου, πραγματοποιείται (α) με την καταχώριση, ύστερα από έλεγχο, των πράξεων και στοιχείων στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, που τηρείται στην υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου της νομαρχίας, όπου έχει την έδρα της η εταιρεία και (β) με την δημοσίευση, με επιμέλεια της αρμόδιας υπηρεσίας και με δαπάνες της ενδιαφερομένης εταιρείας, στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, ανακοίνωσης για την καταχώριση στο οικείο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών των πράξεων και στοιχείων που υποβάλλονται σε δημοσιότητα.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών με τις διατάξεις της §13 του αυτού ως άνω άρθρου συνάγεται περαιτέρω ότι η δημοσιότητα δεν είναι συστατικός τύπος, έχει, όμως, σημασία διότι μόνον αν τα στοιχεία αυτά υποβληθούν στις διατυπώσεις δημοσιότητας αντιτάσσονται στους τρίτους, ενώ σε αντίθετη περίπτωση μόνον οι τρίτοι και όχι η εταιρεία μπορούν να τα επικαλεσθούν, εκτός εάν η εταιρεία αποδείξει ότι οι τρίτοι γνώριζαν τις μεταβολές αυτές που αφορούν, μεταξύ άλλων, την αλλαγή της σύνθεσης του ΔΣ και των προσώπων που την εκπροσωπούν.

Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (άρθ. 561 § 2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: (1) Με την ένδικη από 1-9-2008 (και με αριθ. έκθ. κατ. 162340/4203/ 2008) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο ήδη αναιρεσίβλητος εξέθεσε, ότι σε εκτέλεση της 20/2/23-3-2007 απόφασης του ΔΣ της εναγομένης, και τώρα αναιρεσείουσας, ανώνυμης εταιρείας "................................................", και ύστερα από σχετική προκήρυξη σε εφημερίδες, προσλήφθηκε απ' αυτήν την 16-4-2007 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου διαρκείας 3 ετών, που έληγε την 17-4-2010, ως ανώτερο στέλεχός της και ειδικότερα ως Γενικός Διευθυντής για Επιβάτες, αντί ακαθαρίστων μηνιαίων αποδοχών 8.200,41 και καθαρών 4.844,98 ευρώ, ότι την 7-1-2008 με πρωτοβουλία της τότε διευθύνουσας συμβούλου της εναγομένης προστέθηκε στην σύμβασή του διευκρινιστικός όρος, κατά τον οποίο σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας πριν την πάροδο της συμφωνηθείσας διάρκειας με καταγγελία από την εναγομένη, οφειλομένη σε λόγους οικονομοτεχνικούς ή αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών ή σε κατάργηση ή επαναπροκήρυξη της θέσης εργασίας του Γενικού Διευθυντή, τούτο δεν θα συνιστά σπουδαίο λόγο για την λύση της σύμβασης και σε αυτόν θα οφείλεται και θα πρέπει να του καταβληθεί στο ακέραιο η προβλεπομένη αποζημίωση και ότι σε κάθε περίπτωση η εταιρεία (εναγομένη) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει σ' αυτόν "την προαναφερθείσα αποζημίωση σε περίπτωση πρόωρης λύσης της σύμβασης εργασίας του... ανεξαρτήτως νομικού χαρακτηρισμού των λόγων της λύσης ή της καταγγελίας", ότι την 23-6-2008 του επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή το από 20-6-2008 έγγραφο καταγγελίας της σύμβασής του, το οποίο υπογράφει ο φερόμενος ως Διευθύνων Σύμβουλος της εναγομένης Ι. Μ., χωρίς να αναφέρεται σ' αυτό ο σπουδαίος λόγος που υπαγόρευε την καταγγελία πριν από συμφωνημένη ημερομηνία λήξης της, ότι απέκρουσε την καταγγελία αυτή, υπογράφοντας το σχετικό έγγραφο με επιφύλαξη και δηλώνοντας ότι τη θεωρεί άκυρη και καταχρηστική και δεν την αποδέχεται και ότι συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην εναγομένη, άσκησε δε σχετική προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας, κατά την συζήτηση της οποίας οι εκπρόσωποι της εναγομένης ουδεμία εξήγηση έδωσαν, ούτε επικαλέσθηκαν σπουδαίο λόγο για την καταγγελία, ισχυριζόμενοι αβάσιμα ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος ήταν αορίστου χρόνου, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι (Α) ανυπόστατη, καθόσον ο υπογράφων αυτήν I. Μ., φερόμενος ως διευθύνων σύμβουλος της εναγομένης, απλό τότε μέλος του ΔΣ αυτής, δεν είχε εξουσία αντιπροσώπευσης της εναγομένης ή ειδική εξουσιοδότηση από καταστατικό όργανο αυτής να προβεί στην καταγγελία αυτή και να υπογράψει το σχετικό έγγραφο (Β) άλλως άκυρη, διότι δεν υπήρχε σπουδαίος λόγος γι' αυτήν, για τις αιτίες δε αυτές η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει τα αναφερόμενα εκεί ποσά ως μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 30-6-2008 μέχρι την συμφωνημένη λήξη της σύμβασης την 17-4-2010 (Γ) άλλως και επικουρικά, σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι η σύμβαση εργασίας του ήταν ή κατέστη αορίστου χρόνου, η καταγγελία αυτής είναι επίσης άκυρη (1) λόγω μη καταβολής της συμφωνηθείσης αποζημίωσης (2) άλλως λόγω ελλιπούς καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης κατά το ν. 2112/1920 (3) σε κάθε περίπτωση ως καταχρηστική, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα περιστατικά καταχρηστικότητας, και η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει για τις ως άνω αιτίες ακυρότητας ως μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 30-6-2008 μέχρι 30-6-2009, πιθανή ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, το ποσό των 123.006,14 ευρώ, ότι από τις ενέργειες της εναγομένης, πριν και μετά την απόλυσή του, και από τις συνθήκες που έγινε αυτή, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα, υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία η εύλογη χρηματική ικανοποίηση που δικαιούται ανέρχεται σε 100.000 ευρώ, ζήτησε δε με βάση τα περιστατικά αυτά, μετά από παραδεκτή μετατροπή των συναφών αιτημάτων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, να αναγνωρισθεί ότι είναι ανυπόστατη, άλλως άκυρη, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την εναγομένη, να υποχρεωθεί αυτή να αποδέχεται τις υπηρεσίες του και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει τα εκεί ποσά ως μισθούς υπερημερίας, αποδοχές και επιδόματα αδείας και εορτών κ.λπ. (άλλως κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, άλλως ως αποζημίωση κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες) για το χρονικό διάστημα από την 30-6-2008 μέχρι την 17-4-2010 (συμφωνημένη λήξη της σύμβασης), άλλως και επικουρικά, εφόσον η σύμβαση θεωρηθεί αορίστου χρόνου, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει ως αποδοχές υπερημερίας, με τις σχετικές προσαυξήσεις, (άλλως κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, άλλως ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας) και για το χρονικό διάστημα από 30-6-2008 μέχρι και 30-6-2009 το ποσό των 123.006,14 ευρώ, καθώς και ποσό 100.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. (2) Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 905/2010 απόφασή του απέρριψε την ένδικη αγωγή κατά μεν την βάση της περί καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης του ενάγοντος (στην περίπτωση που αυτή θεωρηθεί ως αορίστου χρόνου) ως μη νόμιμη ή ως αόριστη, κατά τις εκεί διακρίσεις σε σχέση με τα προβαλλόμενα επιμέρους περιστατικά καταχρηστικότητας, κατά δε τα λοιπά ως ουσιαστικά αβάσιμη. (3) Το Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας επί της αγωγής αυτής ύστερα από την άσκηση έφεσης, και πρόσθετου λόγου έφεσης, από τον αναιρεσίβλητο - ενάγοντα κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την προσβαλλομένη 1727/2013 απόφασή του και όπως απ' αυτήν προκύπτει δέχθηκε, μεταξύ άλλων που δεν ενδιαφέρουν εδώ, ότι η εναγομένη (αναιρεσείουσα) ανώνυμη εταιρεία είναι δημόσια επιχείρηση κοινής ωφελείας και ανήκει στην, επίσης, δημόσια επιχείρηση με την επωνυμία ".....................", που είναι κύριος μέτοχος αυτής κατά ποσοστό 99,99%, ότι με την 12/3/28/28-11-2006 απόφαση του ΔΣ της εναγομένης εταιρείας εγκρίθηκε ο Εσωτερικός Κανονισμός λειτουργίας της (που συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθ. 4 §§ 1 και 2 ν. 3429/2005 και δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ, ΦΕΚ 259/2007, τ. ΑΕ και ΕΠΕ), ενώ με την 19/3/14-3-2007 απόφαση του ΔΣ της εναγομένης (ΦΕΚ 2381/2007, τ. ΑΕ και ΕΠΕ) τροποποιήθηκε το άρθ. 2 του Β' μέρους του Εσωτερικού Κανονισμού και ορίσθηκαν τα προσόντα και ο τρόπος πλήρωσης των δύο θέσεων των γενικών διευθύνσεων, ειδικότερα δε, μεταξύ άλλων, ορίσθηκε "§2. Οι Γενικοί διευθυντές είναι ανώτατα στελέχη της εταιρείας, εκτός οργανικών θέσεων... ορίζονται και παύονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου μετά από εισήγηση του διευθύνοντος συμβούλου. Με την ίδια απόφαση προσδιορίζονται οι αρμοδιότητες κάθε Γενικού Διευθυντή... §4. Οι Γενικοί Διευθυντές επιλέγονται από εξειδικευμένα στελέχη της εταιρείας από το προσωπικό της εταιρείας ή από στελέχη εκτός της εταιρείας με απόσπαση ή με σύναψη ειδικής σύμβασης ορισμένου χρόνου... §6. Η θητεία των Γενικών Διευθυντών είναι τριετής. ......περίπτωση αποχώρησης για οποιοδήποτε λόγο, Γενικού Διευθυντή από τη θέση προ της λήξεως της θητείας του, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζεται αντικαταστάτης του για το υπόλοιπο ή ορίζεται νέος Γενικός Διευθυντής για τριετή θητεία... §7. Σε περίπτωση κατάργησης Γενικής Διεύθυνσης λήγει αυτοδικαίως και η θητεία του αντίστοιχου Γενικού Διευθυντή", ότι ο ενάγων, ύστερα από προκήρυξη του ΟΣΕ για την πρόσληψη γενικών διευθυντών και των θυγατρικών εταιρειών του ΤΡΑΙΝΟΣΕ (εναγομένη) και ΟΔΙΣΥ, δημοσιευθείσα στο φύλλο της 28-1-2007 της εφημερίδας "ΒΗΜΑ", έχοντας τα απαιτούμενα, κατά την προκήρυξη, γενικά και ειδικά προσόντα, υπέβαλε βιογραφικό σημείωμα στην ορισθείσα εταιρεία ".................." και επελέγη για την θέση του Γενικού Διευθυντή Επιβατών, ακολούθως δε σε εκτέλεση της 20/2/23-3-2007 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, μετά από πρόταση της διευθύνουσας συμβούλου της Φ. Κ., συνήψε με την εναγομένη την 16-4-2007 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και δη διάρκειας 3 ετών λήγουσα την 17-4-2010, για να εργάζεται ως Γενικός διευθυντής με αρμοδιότητες και καθήκοντα που αντιστοιχούν στην Γενική Διεύθυνση Επιβατών της εναγομένης και με ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές 8.200,41 ευρώ, ότι στην ως άνω σύμβαση πρόσληψης ορίσθηκαν (α) με τον όρο 2 αυτής "...η εταιρεία προσλαμβάνει τον κ. Σ. Π. ως Γενικό Διευθυντή Επιβατών, με την παρούσα σύμβαση ορισμένου χρόνου και για χρονικό διάστημα που αρχίζει από σήμερα και λήγει την 17-4-2010 ή με την έκδοση σχετικής απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας της εταιρείας. Η παρούσα σύμβαση, ως ορισμένου χρόνου, δεν μπορεί να παραταθεί σιωπηρώς, η δε τυχόν και για οποιοδήποτε λόγο, μετά την παραπάνω λήξη της σύμβασης, παραμονή και συνέχιση της απασχόλησης του Γενικού Διευθυντή δεν επιτρέπεται, ούτε θεμελιώνει υπέρ αυτού, οποιοδήποτε δικαίωμα κατά της Εταιρείας. Ανανέωση ή παράταση του χρόνου διάρκειας της παρούσας επιτρέπεται μόνο κατόπιν σχετικής προς τούτο απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία θα εκδοθεί μετά από πρόταση του διευθύνοντος συμβούλου, κατά τη διαδικασία της διάταξης του άρθρου 2 του κανονισμού λειτουργίας της εταιρείας και, επί τη βάσει της απόφασης αυτής, με την κατάρτιση νέας σύμβασης" (β) με τον όρο 4 "...Στο Γενικό Διευθυντή θα καταβάλλονται, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, καθώς και το επίδομα αδείας... Ο Γενικός Διευθυντής, λόγω της θέσης του, ως ανωτάτου Διευθυντικού Στελέχους και της, εκ τούτου, ανυπαρξίας χρονικού και τοπικού περιορισμού της εργασίας που θα προσφέρει, δεν θα δικαιούται υπερεργασιακής, υπερωριακής ή άλλης αποζημίωσης..." και (γ) με τον όρο 7 αυτής "Η παρούσα σύμβαση... μπορεί να τροποποιηθεί μόνο εγγράφως και με τη σύμφωνη γνώμη αμφοτέρων των συμβαλλομένων και κατόπιν σχετικής απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας", ότι με την ΚΥΑ 15884/ΕΓΔΕΚΟ/750/7-4-2008 (που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 148/ 14-4-2008, τ. ΥΟΔΔ) αντικαταστάθηκαν μέλη του ΔΣ της εναγομένης, μεταξύ των οποίων και η ως άνω διευθύνουσα σύμβουλος, και ορίσθηκε ότι μέχρι την ολοκλήρωση των διατυπώσεων του άρθ. 3 § 9 ν. 3429/2005 καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης ανατίθενται προσωρινά σε μέλος του ΔΣ με απόφαση αυτού, ακολούθως δε ο Νομάρχης Αθηνών με την από 12-5-2008 ανακοίνωσή του, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 2910/16-5-2008 τ. ΑΕ και ΕΠΕ, ανακοίνωσε ότι καταχωρήθηκαν στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών την 12-5-2008 η προαναφερθείσα ΚΥΑ 15884/ ΕΓΔΕΚΟ/750/7-4-2008 και το από 15-4-2008 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, με τη νέα σύνθεση αυτού, με το οποίο το ΔΣ ανέθετε την εκπροσώπηση της εναγομένης στο εκτελεστικό μέλος του Γ. Α. και εκχωρούσε τις αναλυτικά αναγραφόμενες εκεί αρμοδιότητες, ενώ στο ως άνω ΔΣ συμμετείχε ως μη εκτελεστικό μέλος ο Ι. Μ., ότι στην συνέχεια κατά την συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης την 4-6-2008 αποφασίσθηκαν, μεταξύ άλλων (α) με την 44/1/4-6-2008 απόφαση η ανασυγκρότηση αυτού σε σώμα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα ΚΥΑ 15884/ΕΓΔΕΚΟ/750/7-4-2008, και ο διορισμός του I. Μ. ως διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης (β) με την 44/3/4-6-2008 απόφαση η ανάθεση της εκπροσώπησης της εναγομένης στον ως άνω διευθύνοντα σύμβουλο και η εκχώρηση σ' αυτόν των αναφερομένων εκεί αρμοδιοτήτων, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και η αρμοδιότητα να εκτελεί και τις αποφάσεις του ΔΣ αυτής (γ) με την 44/2/4-6-2008 απόφαση η παύση του ενάγοντος από την θέση του Γενικού Διευθυντή Επιβατών από την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας της σύμβασής του, η ανάθεση της εξουσίας και των αρμοδιοτήτων της Γενικής Διεύθυνσης Επιβατών στον Γ. Φ., εξουσιοδοτώντας τον διευθύνοντα σύμβουλο της εναγομένης να προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την υλοποίηση της απόφασής του, ότι περαιτέρω με την ΚΥΑ 328117/ΕΓΔΕΚΟ/1242/ 16-7-2008, που δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ (ΦΕΚ 307/18-7-2008 τ. ΥΟΔΔ), διορίσθηκε, με βάση τις διατάξεις του άρθ. 3 ν. 3429/2005, ο Ι. Μ. ως διευθύνων σύμβουλος της εναγομένης, ότι σύμφωνα με τα παραπάνω (α) με την 44/1/4-6-2008 απόφαση του ΔΣ της εναγομένης ανατέθηκαν προσωρινά και με την ΚΥΑ 32817/ΕΓΔΕΚΟ/1242/16-7-2008 οριστικά τα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης στο μέλος του ΔΣ αυτής I. Μ. (β) περαιτέρω, ο Νομάρχης Αθηνών με την από 28-7-2008 ανακοίνωσή του, που δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ την 4-8-2008 (ΦΕΚ 8796/4-8-2008, τ. ΑΕ και ΕΠΕ), ανακοίνωσε ότι καταχωρήθηκε στο μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών την 28-7-2008 το ως άνω πρακτικό του ΔΣ της εναγομένης που αφορούσε την ανασυγκρότησή του σε σώμα με θητεία που λήγει την 15-6-2010, την εκπροσώπηση της εναγομένης από τον διευθύνοντα σύμβουλο αυτής I. Μ. και την εκχώρηση σ' αυτόν των ενδεικτικά αναγραφομένων αρμοδιοτήτων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η εκτέλεση των αποφάσεων του ΔΣ, ότι ο ως άνω διευθύνων σύμβουλος υπέγραψε την από 23-6-2008 καταγγελία της ορισμένου χρόνου σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, η οποία επιδόθηκε σ' αυτόν αυθημερόν και στην οποία αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι σύμφωνα με την 44/3/4-6-2008 απόφαση του ΔΣ της εταιρείας και σε εκτέλεση αυτής καταγγέλλεται η από 23-6-2008 σύμβαση εργασίας του ενάγοντος (από πρόδηλη παραδρομή τέθηκε στην προσβαλλομένη η ημερομηνία της καταγγελίας της σύμβασης, αντί του ορθού: 16-4-2007), σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, με την καταβολή νόμιμης αποζημίωση ύψους 16.400,82 ευρώ, ότι ο ενάγων παρέλαβε την καταγγελία με επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματός του, αναγράφοντας στην έκθεση επίδοσης ότι η απομάκρυνσή του από την εταιρεία είναι παράνομη και καταχρηστική και ως τέτοια δεν την αποδέχεται, όταν δε την 25-6-2008 η εναγομένη κοινοποίησε σ' αυτόν γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης του ποσού της αποζημίωσης, ο ενάγων αρνήθηκε να το παραλάβει, αμφισβητώντας το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ενώ την 27-6-2008 προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας ισχυριζόμενος ότι δεν συνέτρεχε σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της ορισμένου χρόνου σύμβασης εργασίας του που έληγε την 17-4-2010, ζητώντας να επανέλθει στην θέση του, άλλως να του καταβληθούν οι οφειλόμενες αποδοχές του μέχρι το συμφωνημένο χρονικό σημείο της λήξης της σύμβασης εργασίας του, ότι, εφόσον κατά τα προαναφερθέντα (α) κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος (23-6-2008) δεν είχαν καταχωρηθεί στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Αθηνών οι 44/1/4-6-3008 και 44/3/4-6-2008 αποφάσεις του ΔΣ της εναγομένης, με τις οποίες είχαν ανατεθεί προσωρινά καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στον Ι. Μ. με τις αναφερόμενες εξουσίες και αρμοδιότητες (καταχώρηση που έγινε την 28-7-2008), ούτε είχαν δημοσιευθεί τα στοιχεία αυτά στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (δημοσίευση που έγινε την 4-8-2008 με το ΦΕΚ 8796, τ. ΑΕ και ΕΠΕ), αλλά ούτε και η ΚΥΑ 32817/ΕΓΔΕΚΟ/1242/16-7-2008, με την οποία ανατέθηκαν, οριστικά, τα καθήκοντα του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης στον I. Μ. (δημοσίευση που έγινε στην ΕτΚ την 18-7-2008 με το ΦΕΚ 307, τ. ΥΟΔΔ) (β) η εναγομένη δεν προέβαλε, ούτε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ούτε στο Εφετείο, τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι ο ενάγων γνώριζε ότι κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, είχε εκχωρηθεί από το ΔΣ της εναγομένης η αρμοδιότητα στον I. Μ., με την ιδιότητα του ασκούντος καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου, να υλοποιεί τις αποφάσεις του και συνεπώς και την απόφαση του ΔΣ αυτής (44/2/4-6-2008) για την παύση του ενάγοντος από την θέση του Γενικού Διευθυντή Επιβατών από την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, ούτε, εξάλλου (προκύπτει ότι) στο έγγραφο της καταγγελίας επισυνάφθηκε η προαναφερθείσα απόφαση του ΔΣ για την παύση του ενάγοντος και την εκχώρηση της αρμοδιότητας στον υπογράφοντα (την καταγγελία) Ι. Μ.) να υλοποιήσει την απόφαση αυτή με την ως άνω ιδιότητά του, η από 23-6-2008 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, που έγινε από τον I. Μ., είναι ανυπόστατη, καθόσον η ιδιότητα αυτού ως διευθύνοντος συμβούλου με εξουσία, μεταξύ άλλων, να εκπροσωπεί την εναγομένη και να εκτελεί τις αποφάσεις του ΔΣ (στο οποίο με βάση το καταστατικό της ανήκε η αρμοδιότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων σ' αυτήν, με κάθε μορφή και σχέση) δεν μπορεί ν' αντιταχθεί κατά του ενάγοντος ως τρίτου, αφού κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασής του (23-6-2008) δεν είχαν γίνει οι ως άνω νόμιμες δημοσιεύσεις στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ούτε (η εναγομένη ισχυρίσθηκε και απέδειξε ότι) ο ενάγων γνώριζε την εκχώρηση της αρμοδιότητας του ΔΣ της εναγομένης στον I. Μ., με την ως άνω ιδιότητά του, να υλοποιήσει την από 4-6-2008 απόφαση του ΔΣ αυτής για παύση του ενάγοντος από την θέση του Γενικού Διευθυντή Επιβατών, ότι η εναγομένη, λόγω του ανυποστάτου της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, περιήλθε σε υπερημερία, αποκρούοντας τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του και προσλαμβάνοντας άλλον Γενικό Διευθυντή στην Γενική Διεύθυνση Επιβατών, παρά τις ως άνω διαμαρτυρίες του ενάγοντος, και ότι, επομένως, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα και αυτός δικαιούται εκ του λόγου αυτού, κατά τα εκεί λεπτομερώς εκτιθέμενα (α) για μισθούς υπερημερίας για το διάστημα από 1-7-2008 έως 17-4-2010, όταν έληγε η σύμβαση εργασίας του, και (β) για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και επίδομα αδείας, το συνολικό ποσό των 196.297,3 ευρώ.
 
Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά, το Εφετείο κατά παραδοχή του σχετικού τρίτου λόγου της έφεσης του αναιρεσιβλήτου - ενάγοντος, και αφού έκρινε ότι παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της έφεσης που αφορούν την απόρριψη των επικουρικών βάσεων της αγωγής, εξαφάνισε την εκκληθείσα 905/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μόνο ως προς την απορριφθείσα κύρια βάση της ένδικης αγωγής περί ανυποστάτου της καταγγελίας της ορισμένου χρόνου σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, κράτησε και δίκασε την αγωγή ως προς την ως άνω βάση της, δέχθηκε αυτήν εν μέρει και αναγνώρισε ότι (α) η από 23-6-2008 καταγγελία της ως άνω σύμβασης του ενάγοντος είναι ανυπόστατη και (β) η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ως άνω ποσό των 196.297,3 ευρώ με το νόμιμο τόκο κ.λπ. Κατά την γνώμη που πλειοψήφησε, κρίνοντας έτσι το Εφετείο, παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ρητώς το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι την απόφαση για την καταγγελία της ένδικης σύμβασης έλαβε το μόνο αρμόδιο για την καταγγελία της σύμβασης Διοικητικό Συμβούλιο της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, εξουσιοδοτώντας προς τούτο για την υλοποίηση της αποφάσεώς του αυτής τον I. Μ., δέχεται ταυτόχρονα ότι η εν λόγω καταγγελία έγινε από τον τελευταίο εκ μόνου του γεγονότος ότι αυτός υπογράφει το σχετικό έγγραφο, στο οποίο, όμως, ρητώς αναφέρεται ότι η εν λόγω καταγγελία γίνεται σε εκτέλεση της σχετικής απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου. Ακολούθως το Εφετείο κρίνει ότι η γενόμενη κατ' αυτόν τον τρόπο από 23-6-2008 καταγγελία είναι ανυπόστατη καθότι η ιδιότητα του I. Μ. ως διευθύνοντα συμβούλου με εξουσία μεταξύ άλλων να εκπροσωπεί και να εκτελεί τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του ενάγοντα, ως τρίτου, διότι κατά το χρόνο της καταγγελίας, δεν είχαν γίνει οι νόμιμες δημοσιεύσεις.
 
Όμως, οι κατά το άρθρο 7α παρ. 1 περ. γ' του ως άνω κ.ν. 2190/1920 διατυπώσεις δημοσιότητας, αφορούν, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποφάσεις του Δ.Σ για την ανάθεση σε μέλος του Συμβουλίου ή σε τρίτο εξουσίες που αφορούν την εκπροσώπηση της Α.Ε. και την διαχείριση της περιουσίας της.
 
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δε δέχθηκε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο με την 44/4-6-2008 απόφασή του μεταβίβασε στον I. Μ., εξουσία αντιπροσώπευσης της Α.Ε. ή εξουσία για την άσκηση καταγγελίας συμβάσεων με το προσωπικό της και ειδικότερα εξουσία για την καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας, κατά τη δική του κρίση, ως εκπροσώπου της Α.Ε., ώστε να απαιτούνται οι αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη διατυπώσεις δημοσιότητας, αφού, κατά τις παραδοχές της, την απόφαση για την καταγγελία της ένδικης σύμβασης είχε λάβει ήδη το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας.

Συνεπώς το γεγονός ότι ο I. Μ. δεν είχε κατά το χρόνο της καταγγελίας την εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού αρκούσε η ιδιότητα αυτού, ως υπαλλήλου της εταιρείας, να γνωστοποιήσει στον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο την γενόμενη από το Δ.Σ. καταγγελία, σύμφωνα με την ειδική εξουσιοδότηση που δόθηκε σ' αυτόν, χωρίς να απαιτούνται για την ειδική αυτή εντολή διατυπώσεις δημοσιότητας.

Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του μοναδικού λόγου της κρινόμενης αίτησης κατά το σχετικό σκέλος του από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη (απορριπτομένου αυτού ως αβασίμου κατά το σκέλος του από τον αριθ. 19 του ίδιου άρθρου, ως απαραδέκτου δε κατά το σκέλος του από τον αριθ. 14 αυτού, για παρά το νόμο κήρυξη απαραδέκτου από το Εφετείο, θεωρώντας ως ανυπόστατη την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, καθόσον η αναιρετική αυτή πλημμέλεια αναφέρεται μόνο στις δικονομικές ακυρότητες και απαράδεκτα), να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, μόνο καθόσον μέρος της κατά παραδοχή και ως ουσιαστικά βασίμου του τρίτου λόγου της έφεσης του αναιρεσιβλήτου δέχθηκε την αγωγή αυτού κατά την κύρια βάση της περί ανυποστάτου της καταγγελίας της ορισμένου χρόνου σύμβασης εργασίας του και τις εντεύθεν αξιώσεις του, με αντίστοιχη εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, να απορριφθεί κατ' ουσίαν ο λόγος αυτός της έφεσης του αναιρεσιβλήτου και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση και δη προς έρευνα των μη εξετασθεισών επικουρικών βάσεων της αγωγής, για τις οποίες είχε προταθεί σχετικός, μη ερευνηθείς, λόγος έφεσης, στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση, αφού αυτό μπορεί να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθ. 580 § 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή τελικά αντικαταστάθηκε με το άρθ. 65 § 1 ν. 4139/2013).

Κατά την γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου (Νικ. Πάσσος, Αρεοπαγίτης - Εισηγητής) με την κρίση του αυτή το Εφετείο ουδόλως παραβίασε ευθέως τις ως άνω διατάξεις, εφόσον δέχθηκε, ειδικότερα, κατά τρόπο αναιρετικά ανέλεγκτο, όπως προαναφέρθηκε, ότι το ΔΣ της εναγομένης κατά την συνεδρίαση της 4-6-2008 αποφάσισε (α) με την 44/1/4-6-2008 απόφασή του τον διορισμό του I. Μ. ως διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης και (β) με την 44/2/ 4-6-2008 απόφασή του την παύση του ενάγοντος από την θέση του Γενικού Διευθυντή Επιβατών από την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας της σύμβασης του, εξουσιοδοτώντας τον ως άνω διευθύνοντα σύμβουλο της εναγομένης να προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την υλοποίηση της απόφασής του, καθώς και ότι ο ως άνω ορισθείς ως διευθύνων σύμβουλος I. Μ. την 23-6-2008 και με την ιδιότητά του αυτήν προέβη ο ίδιος στην επίμαχη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, καθ' ον χρόνον, δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο, δεν είχαν καταχωρισθεί στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, ούτε είχαν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, οι αποφάσεις του ΔΣ της εναγομένης για την προσωρινή ανάθεση καθηκόντων διευθύνοντος συμβούλου στον I. Μ., αλλά ούτε και η (εκεί αναφερομένη) ΚΥΑ για την οριστική ανάθεση των καθηκόντων αυτών στον I. Μ., και δεν δέχθηκε, όπως ανακριβώς υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, ότι ο ως άνω I. Μ. στην προκειμένη περίπτωση ενήργησε απλώς ως εξουσιοδοτηθείς υπάλληλος της εναγομένης να γνωστοποιήσει στον ενάγοντα την ήδη ειλημμένη, κατά νόμιμο τρόπο, απόφαση του ΔΣ για την παύση του ενάγοντος από τα καθήκοντά του και όχι ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής καταγγέλλοντας την σύμβαση εργασίας του, και επομένως ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, κατά την γνώμη της μειοψηφίας, έπρεπε ν' απορριφθεί ως αβάσιμος κατά το ως άνω σκέλος του από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ. Τέλος, ο αναιρεσίβλητος πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί, κατά πλειοψηφία, την 1727/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατά το μέρος τούτο.

Απορρίπτει κατ' ουσίαν τον τρίτο λόγο της από 14-12-2010 (και με αριθ. κατ. 10351/2010) έφεσης του αναιρεσιβλήτου κατά της 905/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (και την δι' αυτού επαναφερθείσα κύρια βάση της αγωγής του).

Παραπέμπει την υπόθεση κατά τα λοιπά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της απόφασης αυτής, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο - εκκαλούντα σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας - εφεσίβλητης, που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ