Άρειος Πάγος 1143 - 2012 - Tο στοιχείο της εξαρτήσεως από τον εργοδότη προς τον εργαζόμενο, έστω και σε χαλαρή μορφή, υπάρχει και στην περίπτωση των, διευθυνόντων υπαλλήλων

Άρειος Πάγος 1143 - 2012 - Tο στοιχείο της εξαρτήσεως από τον εργοδότη προς τον εργαζόμενο, έστω και σε χαλαρή μορφή, υπάρχει και στην περίπτωση των, διευθυνόντων υπαλλήλων

ΘΕΜΑ: Tο στοιχείο της εξαρτήσεως από τον εργοδότη προς τον εργαζόμενο, έστω και σε χαλαρή μορφή, υπάρχει και στην περίπτωση των, διευθυνόντων υπαλλήλων, δηλαδή των υπαλλήλων εκείνων, στους οποίους, επειδή διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως της όλης επιχειρήσεως ή τομέα αυτής και εποπτεία του προσωπικού, κατά τρόπο ώστε να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχειρήσεως και οι οποίοι (διευθύνοντες υπάλληλοι) διακρίνονται σαφώς των λοιπών υπαλλήλων, λόγω του ότι ασκούν δικαιώματα του εργοδότη σε μεγάλο βαθμό, διαθέτουν πρωτοβουλία και αμείβονται συνήθως με αποδοχές, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές, γι' αυτό, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, εξαιρούνται παραταύτα της εφαρμογής των ασυμβίβαστων με την εξέχουσα θέση τους διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, χορηγήσεως εβδομαδιαίας αναπαύσεως κ.ά.

Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.
Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές.
Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.
Εξάλλου, το στοιχείο της εξαρτήσεως από τον εργοδότη, έστω και σε χαλαρή μορφή, υπάρχει και στην περίπτωση των, κατά το άρθρο 2 εδ. α' της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον, που κυρώθηκε με το Ν. 2269/1920, διευθυνόντων υπαλλήλων, δηλαδή των υπαλλήλων εκείνων, στους οποίους, επειδή διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως της όλης επιχειρήσεως ή τομέα αυτής και εποπτεία του προσωπικού, κατά τρόπο ώστε να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχειρήσεως και οι οποίοι (διευθύνοντες υπάλληλοι) διακρίνονται σαφώς των λοιπών υπαλλήλων, λόγω του ότι ασκούν δικαιώματα του εργοδότη σε μεγάλο βαθμό, διαθέτουν πρωτοβουλία και αμείβονται συνήθως με αποδοχές, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές, γι' αυτό, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, εξαιρούνται παραταύτα της εφαρμογής των ασυμβίβαστων με την εξέχουσα θέση τους διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, χορηγήσεως εβδομαδιαίας αναπαύσεως κ.ά.

ΑΠ  1143/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 7η Φεβρουαρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "....................", που εδρεύει στη ........................και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Συγγενιώτου.
Του αναιρεσιβλήτου: Θ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Θεοδόση.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-6-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1598/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2393/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27-7-2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κόμης διάβασε την από 26-9-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της υπ' αριθμ. 2393/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εξάλλου, το στοιχείο της εξαρτήσεως από τον εργοδότη, έστω και σε χαλαρή μορφή, υπάρχει και στην περίπτωση των, κατά το άρθρο 2 εδ. α' της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον, που κυρώθηκε με το Ν. 2269/1920, διευθυνόντων υπαλλήλων, δηλαδή των υπαλλήλων εκείνων, στους οποίους, επειδή διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως της όλης επιχειρήσεως ή τομέα αυτής και εποπτεία του προσωπικού, κατά τρόπο ώστε να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχειρήσεως και οι οποίοι (διευθύνοντες υπάλληλοι) διακρίνονται σαφώς των λοιπών υπαλλήλων, λόγω του ότι ασκούν δικαιώματα του εργοδότη σε μεγάλο βαθμό, διαθέτουν πρωτοβουλία και αμείβονται συνήθως με αποδοχές, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές, γι' αυτό, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, εξαιρούνται παραταύτα της εφαρμογής των ασυμβίβαστων με την εξέχουσα θέση τους διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, χορηγήσεως εβδομαδιαίας αναπαύσεως κ.ά. Περαιτέρω, με το άρθρο 21 παρ. 3 του Ν. 2932/2001 "Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές - Σύσταση Γενικής Γραμματείας Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής - Μετατροπή Λιμενικών Ταμείων σε Ανώνυμες Εταιρείες και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α' 145/27-6-2001), τα Λιμενικά Ταμεία διαφόρων περιοχών της Ελλάδος, που μέχρι την δημοσίευση του νόμου αυτού αποτελούσαν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, μετατράπηκαν σε Ανώνυμες Εταιρείες, μεταξύ δε αυτών των Λιμενικών Ταμείων είναι και το μέχρι τότε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Λιμενικό Ταμείο Ραφήνας", το οποίο μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Οργανισμός Λιμένος Ραφήνας Ανώνυμη Εταιρεία" (αναιρεσείουσα), έδρα της οποίας ορίσθηκε ο Δήμος Ραφήνας. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, κάθε Οργανισμός Λιμένος Α.Ε. της παραγράφου 3 είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται συμπληρωματικά από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, τις διατάξεις του β.δ. 14/19-1-1939 και του α.ν. 2344/1940, όπως κάθε φορά ισχύουν. Με το άρθρο 22 του ως άνω Ν. 2932/2001 εγκρίνεται το Καταστατικό για κάθε Οργανισμό Λιμένος Α.Ε. του προηγούμενου άρθρου του παρόντος νόμου. Με το άρθρο 1 του Καταστατικού αυτού ορίζεται ότι συνιστάται ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία, διακριτικό τίτλο και έδρα σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 21 του παρόντος νόμου (παρ. 1). Για τις διεθνείς συναλλαγές της Εταιρείας, η επωνυμία αποδίδεται σε ξένη γλώσσα με πιστή μετάφραση (παρ. 2). Η Εταιρεία μπορεί, για την εξυπηρέτηση του σκοπού της, να ιδρύει πρακτορεία και γραφεία σε άλλες πόλεις της Ελλάδας ή του εξωτερικού, με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, που θα προσδιορίζει ταυτόχρονα τον τρόπο σύστασης, οργάνωσης και λειτουργίας τους (παρ. 3). Σκοπός της Εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 2 του παραπάνω Καταστατικού, είναι η διοίκηση και εκμετάλλευση των χώρων της Ζώνης Λιμένα δικαιοδοσίας της, η διάρκεια της Εταιρείας ορίζεται, με το άρθρο 3 του Καταστατικού, σε 50 έτη, αρχίζει δε από την δημοσίευση του παρόντος Καταστατικού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και μπορεί να παραταθεί ή να περιορισθεί με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της Εταιρείας, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Καταστατικού, το Μετοχικό Κεφάλαιο της Εταιρείας αποτελείται από μία μετοχή, η οποία ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του εν λόγω Καταστατικού, Όργανα Διοίκησης της Εταιρείας είναι: α) το Διοικητικό Συμβούλιο, β) ο Διευθύνων Σύμβουλος, γ) το Συμβούλιο Διεύθυνσης. Με το άρθρο 8 του Καταστατικού ορίζεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο είναι δωδεκαμελές και αποτελείται από: α) Τέσσερις εκπροσώπους του Δημοσίου, με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 10 του Ν. 2322/1995. Με την ίδια απόφαση ορίζεται μεταξύ αυτών ο Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος, β) έναν εκπρόσωπο των εργαζομένων στην Εταιρεία, με τον αναπληρωτή του, γ) ένα μέλος υποδεικνυόμενο από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (Ο.Κ.Ε.), που προέρχεται από φορείς σχετικούς με τις δραστηριότητες της Εταιρείας, με τον αναπληρωτή του, δ) δύο εκπροσώπους του μετόχου, με τους αναπληρωτές τους, ε) έναν εκπρόσωπο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης της έδρας της Εταιρείας, με τον αναπληρωτή του, στ) έναν εκπρόσωπο του δήμου της έδρας της Εταιρείας, με τον αναπληρωτή του, ζ) έναν εκπρόσωπο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της έδρας της Εταιρείας, με τον αναπληρωτή του, η) έναν εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Φορτοεκφορτωτών Ελλάδος (Ο.Φ.Ε.), με τον αναπληρωτή του. Η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου είναι πενταετής. Με το άρθρο 11 παρ. 1 του Καταστατικού (όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 ίσχυε κατά τον ενδιαφέροντα εδώ χρόνο) ορίζεται ότι ο Διευθύνων Σύμβουλος είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας. Η ιδιότητά του δεν είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο Διευθύνων Σύμβουλος προΐσταται όλων των υπηρεσιών της Εταιρείας, διευθύνει το έργο της, λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις μέσα στα πλαίσια των διατάξεων που διέπουν την λειτουργία της Εταιρείας, του Συμβολαίου Διαχείρισης, των εγκεκριμένων προγραμμάτων και προϋπολογισμών και του Στρατηγικού και Επιχειρησιακού Σχεδίου. Σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου (όπως το πρώτο εδάφιο και της παρ. 2 ίσχυε κατά τον ενδιαφέροντα εδώ χρόνο) ο Διευθύνων Σύμβουλος προσλαμβάνεται για χρονικό διάστημα πέντε ετών μετά από δημόσια προκήρυξη της θέσης. Τα ελάχιστα απαιτούμενα προσόντα για την κατάληψη της θέσης του Διευθύνοντος Συμβούλου είναι πτυχίο Α.Ε.Ι. της ημεδαπής ή αλλοδαπής, με επαγγελματική εμπειρία στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Η προκήρυξη της θέσης του Διευθύνοντος Συμβούλου γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, με την οποία ορίζονται τα Ιδιαίτερα προσόντα του και η διαδικασία επιλογής. Η πρόσληψή του γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και η αμοιβή του καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας. Σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 11, με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας η σύμβαση του Διευθύνοντος Συμβούλου μπορεί να καταγγελθεί και ο διορισμός του να ανακληθεί, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 4 του εν λόγω άρθρου, ο Διευθύνων Σύμβουλος έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες και όσες άλλες του αναθέτει εκάστοτε το Διοικητικό Συμβούλιο: α) Υποβάλλει στο Διοικητικό Συμβούλιο τις προτάσεις και εισηγήσεις που απαιτούνται για την πραγματοποίηση των σκοπών που ορίζονται στο Καταστατικό και προβλέπονται στο Επιχειρησιακό και Στρατηγικό σχέδιο, καθώς και στο Συμβόλαιο Διαχείρισης. β) Αποφασίζει την κατάρτιση συμβάσεων, αντικειμένου μέχρι του ποσού εκείνου που ορίζει με απόφασή του το Διοικητικό Συμβούλιο. γ) Εκτελεί τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου. δ) Αποφασίζει για τα θέματα προσωπικού της Εταιρείας, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της Εταιρείας, των συμβατικών υποχρεώσεων και των υποχρεώσεων που προκύπτουν από το Συμβόλαιο Διαχείρισης. ε) Λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αναβάθμιση και αξιοποίηση του προσωπικού, προτείνοντας στο Διοικητικό Συμβούλιο, για έγκριση, την κατάρτιση των αναγκαίων κατά την κρίση του νέων κανονισμών προσωπικού, οργανογραμμάτων, προγραμμάτων εκπαίδευσης και επιμόρφωσής του. στ) Υποβάλλει στο Διοικητικό Συμβούλιο τις προτάσεις και εισηγήσεις για την έκδοση των αναγκαίων κανονισμών και τιμολογίων. Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ο Διευθύνων Σύμβουλος, όταν ελλείπει, απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνεται στα καθήκοντά του από άλλο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή από έναν από τους Γενικούς Διευθυντές ή Διευθυντές της Εταιρείας, που ορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, μετά από πρόταση του Διευθύνοντος Συμβούλου. Με το άρθρο 12 του ως άνω Καταστατικού ορίζεται ότι στο Συμβούλιο Διεύθυνσης μετέχουν, ως Πρόεδρος, ο Διευθύνων Σύμβουλος και οι Διευθυντές της Εταιρείας. Σύμφωνα δε με το άρθρο 13 του Καταστατικού, οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου Διεύθυνσης είναι: α) Ο συντονισμός και η εξασφάλιση της απαραίτητης συνοχής και λειτουργίας της Εταιρείας. β) Η επίλυση σημαντικών προβλημάτων τρέχουσας διαχείρισης. γ) Η λήψη αποφάσεων για προμήθειες ή αναθέσεις έργων μέχρι το όριο του χρηματικού ποσού που θέτει το Διοικητικό Συμβούλιο. δ) Η άσκηση κάθε άλλης αρμοδιότητας που του έχει ανατεθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο. Στο άρθρο 23 του παραπάνω Καταστατικού προβλέπεται ότι, μεταξύ του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διευθύνοντος Συμβούλου της Εταιρείας αφενός και του Ελληνικού Δημοσίου αφετέρου, εκπροσωπουμένου από τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, συνάπτεται "Συμβόλαιο Διαχείρισης", στο οποίο καθορίζονται με λεπτομέρειες και, στο πλαίσιο του Στρατηγικού και του Επιχειρησιακού Σχεδίου, οι στόχοι που ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και ο Διευθύνων Σύμβουλος αναλαμβάνουν να εκπληρώσουν κατά την διάρκεια της θητείας τους. Αν διαπιστωθεί σοβαρή απόκλιση των μεγεθών ή του χρόνου πραγματοποίησης των στόχων, που δεν δικαιολογείται επαρκώς ή αν συντρέχει άλλος σπουδαίος λόγος, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δύνανται να καταγγελθούν το Συμβόλαιο Διαχείρισης και οι Συμβάσεις του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διευθύνοντος Συμβούλου και να ανακληθεί ο διορισμός τους. Μέσα σε ένα μήνα από το διορισμό νέου Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου συντάσσεται νέο "Συμβόλαιο Διαχείρισης" μεταξύ αυτών και του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής: Σε εκτέλεση του Ν. 2932/2001 και του Καταστατικού της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 5118.12/03/2001/ 22-8-2001 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας για την πλήρωση της θέσης του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης, κατόπιν δημόσιας προκήρυξης, ενώ με την υπ' αριθμ. 5118.12/17/9-10-2001 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας αποφασίσθηκε η πρόσληψη του ενάγοντος στην παραπάνω θέση για χρονικό διάστημα πέντε ετών. Στη συνέχεια, μεταξύ του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και του ενάγοντος υπογράφηκε η από 19-10-2001 "σύμβαση Διευθύνοντος Συμβούλου", με την οποία συμφωνήθηκε η πρόσληψη του ενάγοντος, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, διάρκειας πέντε ετών και συγκεκριμένα από 9-10-2001 έως 8-10-2006 και η εκ μέρους αυτού ανάληψη της υποχρεώσεως προς πλήρη απασχόληση για λογαριασμό της εναγόμενης εταιρείας. Ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος καθορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 5212.3/89/01/18-10-2001 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας σε 1.600.000 δραχμές (4.695,52 ευρώ), πλέον δώρων εορτών και επιδόματος αδείας. Με την ίδια ως άνω ατομική σύμβαση ορισμένου χρόνου συμφωνήθηκε, ακόμη, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ότι η σύμβαση αυτή μπορεί να καταγγελθεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 3 και 23 του Καταστατικού της εναγομένης (άρθρο 22 Ν. 2932/2001), δηλαδή για σπουδαίο λόγο. Σε εκτέλεση της παραπάνω συμβάσεως - δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο - ο ενάγων από 9-10-2001 έως 22-3-2005, προσερχόμενος, κατά τις υποδείξεις της εναγομένης, καθ' εκάστη εργάσιμη ημέρα στις κτιριακές εγκαταστάσεις (γραφεία) της, προσέφερε, τουλάχιστον, επί οκτάωρο ημερησίως τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες του, οι οποίες συνίσταντο στην εν γένει διεύθυνση του έργου της εναγόμενης εταιρείας, στην εποπτεία και τον έλεγχο των επί μέρους υπηρεσιών της (διοικητικών, οικονομικών και τεχνικών), στην πρόταση λύσεων και την εισήγηση μεθοδεύσεων και πρακτικών, υποχρεωτικώς υποβαλλομένων προς το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, το οποίο και ήταν αρμόδιο να τις δεχθεί ή να τις απορρίψει, στην υλοποίηση και την εν γένει εκτέλεση των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, στην κατάστρωση του επιχειρησιακού και στρατηγικού σχεδίου της εναγομένης, το οποίο έπρεπε υποχρεωτικώς να υποβληθεί προς έγκριση στους παραπάνω συναρμόδιους Υπουργούς και τέλος στην διεύθυνση του προσωπικού της εναγομένης, χωρίς, κατά το χρονικό διάστημα της λειτουργίας της επίδικης συμβάσεως του ενάγοντος, να υπάρξει κάποιο παράπονο από μέρους της εναγομένης ως προς την ικανοποιητική εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του. Γίνεται δε ακόμη δεκτό από το Εφετείο, ότι ουδεμία δυνατότητα είχε ο ενάγων αναφορικά με τον προσδιορισμό του τόπου και του χρόνου παροχής των υπηρεσιών του, καθώς και του είδους και της εκτάσεως αυτών, καθόσον δεν μπορούσε, κατά την κρίση του, να παραλείψει κάποια από τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες του, υποκείμενος στην εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, ενώ τις ενέργειές του προσεπικύρωνε ή απέρριπτε το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγομένης και ότι ο ενάγων αμειβόταν με τον προαναφερόμενο και επί μηνιαίας βάσεως καταβαλλόμενο μισθό, για τον οποίο η εναγομένη εξέδιδε εξοφλητική απόδειξη, παρακρατώντας τις εισφορές του ασφαλιστικού του φορέα ως μισθωτού (ΙΚΑ), καθώς επίσης και τον αναλογούντα φόρο μισθωτών υπηρεσιών. Υπό τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 19-10-2001 έως 23-3-2005 μεταξύ των διαδίκων λειτούργησε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, στο δικαιοπρακτικό περιεχόμενο της οποίας σαφώς και χωρίς αμφιβολία απέβλεψαν τα συμβαλλόμενα μέρη, ενόψει της ποιοτικώς εξειδικευμένης ουσιαστικής δεσμεύσεως και εξαρτήσεως του ενάγοντος από την εναγόμενη εταιρεία και τον μοναδικό μέτοχο αυτής, δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο και όχι άλλου είδους συμβατική σχέση, όπως σύμβαση έμμισθης εντολής ή τοιαύτη ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Μάλιστα δε - όπως δέχεται επίσης το Εφετείο - με το άρθρο 35 παρ. 13β του Ν. 3274/2004 (που ισχύει από 19-10-2004), με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 11 του Καταστατικού της εναγομένης, ορίστηκε ρητά ότι ο διευθύνων σύμβουλος αυτής προσλαμβάνεται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, μετά από δημόσια προκήρυξη της συγκεκριμένης θέσεως. Όσον αφορά δε - συνεχίζει το Εφετείο - την έλλειψη προηγούμενης ειδικής εγκρίσεως από την Γενική Συνέλευση της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας της επίμαχης συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως αφορώσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής (άρθρα 23α Ν. 2190/1920 και 21 παρ. 5 Ν. 2932/2001), η εν λόγω έγκριση - είπε το Εφετείο - είχε ήδη παρασχεθεί με την προηγούμενη της καταρτίσεως της επίδικης συμβάσεως δημόσια προκήρυξη για την πλήρωση της θέσεως του διευθύνοντος συμβούλου και την, στη συνέχεια, επιλογή του ενάγοντος για την θέση αυτή, δυνάμει της ως άνω υπ' αριθμ. 5118.12/03/2001/22-8-2001 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας και της συνεπακόλουθης ως άνω υπ' αριθμ. 5118.12/17/9-10-2001 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, ως συννόμως εκπροσωπούντων το Ελληνικό Δημόσιο, που είναι ο μοναδικός μέτοχος της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας. Έτσι το Εφετείο απέρριψε τους σχετικούς λόγους, κύριους και πρόσθετους, της εφέσεως της εναγομένης και επικύρωσε κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση (1598/2006 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), που είχε δεχθεί τα ίδια. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αφού εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που επαρκώς στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα αναφορικά με τον χαρακτήρα της επίδικης έννομης σχέσεως ως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και όχι ως συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ενόψει του συνόλου των πραγματικών συνθηκών, υπό τις οποίες, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, λειτούργησε η σχέση, στην οποία υπήρχε οπωσδήποτε, έστω και χαλαρά, το στοιχείο της εξαρτήσεως του αναιρεσιβλήτου, αφού αυτός κατά την άσκηση των καθηκόντων του βρισκόταν υπό την εποπτεία του Διοικητικού Συμβουλίου της αναιρεσείουσας και ήταν υποχρεωμένος να εκτελεί τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, μπορούσε δε να αποφασίζει την κατάρτιση συμβάσεων αντικειμένου μέχρι του ποσού, που ορίζει με απόφασή του το Διοικητικό Συμβούλιο της αναιρεσείουσας. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναιρέσεως, υπό τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Οι εκδιδόμενες κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζει ότι, ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της, διοικητικές πράξεις, είτε ατομικές είτε κανονιστικές, δεν επιτρέπεται να επεκτείνονται στο προ της ενάρξεως της ισχύος τους χρονικό διάστημα, εκτός αν αυτό προβλέπεται από την εξουσιοδοτική διάταξη (Ολ.ΑΠ 11/1995)

Εν προκειμένω, όπως ήδη αναφέρθηκε, με το άρθρο 11 παρ. 2 του έχοντος ισχύ νόμου Καταστατικού της αναιρεσείουσας ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η αμοιβή του Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας. Με την διάταξη αυτή παρέχεται εξουσιοδότηση στους παραπάνω Υπουργούς να καθορίζουν, με διοικητική πράξη, την αμοιβή του Διευθύνοντος Συμβούλου του Οργανισμού Λιμένος Ραφήνας Α.Ε., αλλά με την ίδια διάταξη δεν τους παρέχεται όμως και εξουσιοδότηση να μεταβάλουν, με νεώτερη Κ.Υ.Α., την αμοιβή αυτή κατά την διάρκεια της συμβάσεως, ούτε να καθορίζουν το ποσό της συγκεκριμένης αμοιβής αναδρομικά. Εξάλλου, μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 7 εδ. α' του Ν. 2112/1920 και των άρθρων 648 και 652 ΑΚ, θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων της εργασίας, που γίνεται από τον εργοδότη χωρίς αυτός να έχει δικαίωμα για την τροποποίηση αυτή από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή από τον κανονισμό εργασίας, ή που γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος (άρθρ. 281 ΑΚ) και προκαλεί στον εργαζόμενο άμεση υλική ή ηθική ζημία. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα, που ενδιαφέρουν εδώ: Με την υπ' αριθμ. 8312.10/11/6-10-2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας - Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος μειώθηκαν αναδρομικά, από την 1-7-2004, από το ποσό των 4.695,52 ευρώ στο ποσό των 3.200 ευρώ, δηλαδή κατά 1.495,52 ευρώ. Ο ενάγων - δέχθηκε στη συνέχεια το Εφετείο - όταν έλαβε γνώση της μειώσεως αυτής των αποδοχών του, διαμαρτυρήθηκε εγγράφως, κοινοποιώντας την από 13-7-2004 επιστολή του προς το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγομένης και προς τα παραπάνω συναρμόδια Υπουργεία, υποστηρίζοντας ότι το ύψος της αμοιβής του αποτελεί ουσιώδη συμβατικό όρο και ότι με την μονομερή αυτή μείωση των αποδοχών του παραβιάζονται τόσο οι συμβατικοί όροι απασχολήσεώς του, όσο και το Καταστατικό της εναγομένης, δηλώνοντας συγχρόνως ότι εμμένει στους όρους της από 19-10-2001 ατομικής συμβάσεως εργασίας του, στους οποίους συγκαταλέγεται και το ύψος του μηνιαίου μισθού του, συμφωνηθέντος στο ποσό των 4.695,52 ευρώ. Ωστόσο, η εναγομένη προχώρησε μονομερώς στη μείωση των αποδοχών του ενάγοντος αναδρομικά από 1-7-2004 και αντί του ποσού των 4.695,52 ευρώ του κατέβαλε, από τον Ιούλιο του 2004 έως και τον Μάρτιο του 2005, το ποσό των 3.200 ευρώ μηνιαίως. Επομένως - συνεχίζει το Εφετείο - δικαιούται ο ενάγων την διαφορά μεταξύ των αποδοχών που καταβλήθηκαν σ' αυτόν κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα και εκείνων που εδικαιούτο σύμφωνα με την σύμβαση εργασίας του. Το γεγονός δε ότι η μείωση των αποδοχών του αποφασίσθηκε με την ως άνω υπ' αριθμ. 8312.10/11/6-10-2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας - Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας δεν αναιρεί τα παραπάνω δεκτά γενόμενα, διότι η υπουργική αυτή απόφαση εκδόθηκε χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, αφού, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 22 του Ν. 2932/2001 (άρθρο 11 παρ. 2 του Καταστατικού της εναγομένης), δεν παρασχέθηκε στους εν λόγω Υπουργούς εξουσιοδότηση μεταβολής και μάλιστα αναδρομικά της συμβατικής αμοιβής του ενάγοντος κατά την διάρκεια της εργασιακής του συμβάσεως. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε τον σχετικό λόγο της εφέσεως του ενάγοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή κατά το κεφάλαιο της διαφοράς των δεδουλευμένων αποδοχών του από 1-7-2004 έως 22-3-2005 και, αφού εξαφάνισε κατά τούτο την εκκαλούμενη απόφαση, επιδίκασε στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το ποσό των 15.702,96 ευρώ. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 7 εδ. α' του Ν. 2112/1920, 648, 652 ΑΚ και 11 παρ. 2 του Καταστατικού της αναιρεσείουσας, που έχει ισχύ νόμου, καθόσον ο νέος καθορισμός των αποδοχών του αναιρεσιβλήτου, με μείωση αυτών κατά τον συμφωνημένο χρόνο, βρίσκεται εκτός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως που παρασχέθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του Καταστατικού της αναιρεσείουσας και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρη η ως άνω υπ' αριθμ. 8312.10/11/6-10-2004 κοινή υπουργική απόφαση, συνιστά δε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής συμβάσεως του αναιρεσιβλήτου, αφού συνεπάγεται γι' αυτόν άμεση υλική ζημία, ενώ ουδεμία σημασία έχει αν είναι ατομική ή κανονιστική η εκδοθείσα διοικητική πράξη (ΚΥΑ).

Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως, από τον αριθμ. 1 (και όχι και από τον αριθμ. 19, όπως στο αναιρετήριο αναφέρεται) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο έπρεπε να εφαρμόσει την κανονιστικού περιεχομένου υπ' αριθμ. 8312.10/11/6-10-2004 κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία μειώθηκαν οι αποδοχές του αναιρεσιβλήτου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 και 2 του Ν. 3260/2004 "Ρυθμίσεις του συστήματος προσλήψεων και θεμάτων δημόσιας διοίκησης" (ΦΕΚ Α' 151/6-8-2004), από την δημοσίευση του νόμου αυτού λήγει αυτοδικαίως η θητεία των μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων των δημοσίων υπηρεσιών, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα με οποιαδήποτε ονομασία συμβούλια ή επιτροπές κρίσεως θεμάτων υπηρεσιακής κατάστασης πολιτικών υπαλλήλων των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, οργανισμών επιχειρήσεων και εταιρειών που ανήκουν στο κράτος ή το κράτος κατέχει το 51% του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου ή διορίζει τον διοικητή ή τον πρόεδρο ή το διοικητικό συμβούλιο, πλην αυτών που έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο και των θυγατρικών τους εταιρειών (παρ. 1) και από την δημοσίευση του παρόντος λήγει, επίσης αυτοδικαίως, η θητεία, είτε αυτή καθορίζεται από συγκεκριμένη διάταξη είτε προκύπτει από σύμβαση, των μελών των διοικητικών συμβουλίων ή άλλης ονομασίας συλλογικών οργάνων διοίκησης, καθώς και των μονομελών οργάνων διοίκησης (διοικητών, υποδιοικητών, προέδρων, αντιπροέδρων, εντεταλμένων ή διευθυνόντων συμβούλων, γενικών ή ειδικών γραμματέων, γενικών επιθεωρητών ή επικεφαλής σωμάτων επιθεώρησης, προϊσταμένων των αρχών που προβλέπονται στο Ν. 2860/2000, γενικών ή αναπληρωτών γενικών διευθυντών, διευθυντών ή προϊσταμένων υπηρεσιών, ή άλλης ονομασίας μονομελών οργάνων διοίκησης) υπηρεσιών του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, οργανισμών, επιχειρήσεων και εταιρειών του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, πλην των εξαιρουμένων. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται και για τα λοιπά συλλογικά όργανα (νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, επιστημονικά ή γνωμοδοτικά συμβούλια ή επιτροπές κ.λπ.) των αυτών ως άνω φορέων, για τα οποία προβλέπεται ορισμένη θητεία. Εξαιρούνται από τις διατάξεις αυτής της παραγράφου τα αιρετά μέλη ή μονομελή όργανα, αυτά που υποδεικνύονται κατά το νόμο, οργανισμό ή κανονισμό ή συλλογική σύμβαση, από επαγγελματικές οργανώσεις, οι πρόεδροι και τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών του Ν. 3051/2002 και αυτά που διορίσθηκαν μετά την 15-3-2004, καθώς και τα συλλογικά όργανα των ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού και τα μονομελή όργανα διοίκησης των ΟΤΑ πρώτου βαθμού, το προσωρινό διοικητικό συμβούλιο του ΟΑΕΕ, οι ανώνυμες εταιρείες "Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων - Αθήνα 2004 Α.Ε.", "Ολυμπιακό Χωριό 2004 Α.Ε.", "Ολυμπιακά Ακίνητα Α.Ε." και "Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή (ΝΠΔΔ)" (παρ. 2). Κατά δε το άρθρο 11 παρ. 4 του ίδιου νόμου, τα μέλη των συλλογικών οργάνων και τα μονομελή όργανα, των οποίων η θητεία λήγει σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου 10, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως την αντικατάστασή τους και δικαιούνται έως τότε να λαμβάνουν τις αποδοχές ή την αποζημίωση που προβλέπονται για την άσκηση των καθηκόντων τους.

Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα που ενδιαφέρουν εδώ: Στις 22-3-2005 η εναγόμενη εταιρεία κατήγγειλε την επίδικη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου που την συνέδεε με τον ενάγοντα, όπως ευθέως συνάγεται από την περιεχόμενη στο υπ' αριθμ. πρωτ. 512/22-3-2005 έγγραφο και απευθυνόμενη ατομικώς προς τον ενάγοντα δήλωση βουλήσεως του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης (Β. Τ.), ενεργούντος ως νομίμου εκπροσώπου αυτής, με την οποία (δήλωση) γνωστοποιήθηκε στον ενάγοντα ότι από τις 22-3-2005 "παύει η σχέση εργασίας του" με την εναγομένη. Στη καταγγελία της από 19- 10-2001 συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου του ενάγοντος προέβη η εναγόμενη εργοδότριά του, χωρίς να υπάρχει κάποιος σπουδαίος προς τούτο λόγος. Τέτοιο λόγο, άλλωστε, ούτε και η ίδια η εναγομένη επικαλείται, αλλά υποστηρίζει αυτή ότι αναγκάσθηκε να λύσει την σύμβαση που την συνέδεε με τον ενάγοντα, συμμορφούμενη με την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν. 3260/2004 περί αυτοδίκαιης λήξεως της θητείας των μελών των διοικητικών συμβουλίων ή άλλης ονομασίας συλλογικών οργάνων διοίκησης, καθώς και των μονομελών οργάνων διοίκησης, είτε αυτή (θητεία) καθορίζεται από συγκεκριμένη διάταξη είτε προκύπτει από σύμβαση. Τα ανωτέρω υποστηριζόμενα από την εναγομένη - όπως δέχεται περαιτέρω το Εφετείο - τυγχάνουν αλυσιτελή και απρόσφορα προς συναγωγή διαφορετικού συμπεράσματος, ότι αυτή κατήγγειλε την ορισμένου χρόνου σύμβαση εργασίας του ενάγοντος χωρίς να συντρέχει σπουδαίος προς τούτο λόγος, μη στηριζόμενα στο νόμο, εφόσον, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής και 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η διά μέσου νομοθετικής ρυθμίσεως κατάργηση ή απόσβεση κεκτημένων περιουσιακής φύσεως δικαιωμάτων και νομίμως κεκτημένων οικονομικών συμφερόντων, άρα και των περιουσιακών ενοχικών δικαιωμάτων, όπως είναι και τα απορρέοντα από έγκυρη σύμβαση εργασίας υπέρ του μισθωτού, δεν είναι δυνατή και σε κάθε περίπτωση ουδείς αποχρών λόγος δημοσίου συμφέροντος ή ωφέλειας συνέτρεξε στην κρινόμενη υπόθεση, ο οποίος εξ αντικειμένου θα μπορούσε να δικαιολογήσει την, διά του ως άνω τρόπου, κατάργηση για το μέλλον του δικαιώματος του ενάγοντος στη συνέχιση της συμβάσεως εργασίας του έως την λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου και εντεύθεν στην λήψη της συμφωνημένης αμοιβής. Επομένως - καταλήγει το Εφετείο - από τις 22-3-2005, που η εναγομένη έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος, παρά την εκ μέρους του πραγματική και προσήκουσα προσφορά τους, περιήλθε αυτή σε κατάσταση υπερημερίας, με συνέπεια να τυγχάνει υπόχρεη στην καταβολή των αποδοχών του, για το χρονικό διάστημα από 23-3-2005 έως 8-10-2006.

Με βάση αυτές τις παραδοχές, το Εφετείο απέρριψε τον σχετικό λόγο της εφέσεως της εναγομένης και επικύρωσε κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση, που είχε αναγνωρίσει την ακυρότητα της από 22-3-2005 καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως του ενάγοντος. Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθμ. 1, 19 και 20 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα προβάλλει, ότι ουδέποτε κατήγγειλε την σύμβαση του ενάγοντος, η οποία έληξε αυτοδικαίως, δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν. 3260/2004, που έχει ως σκοπό την αναδιοργάνωση της Διοίκησης, με την αντικατάσταση προσώπων, τα οποία καλύπτουν ανώτατες διοικητικές θέσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, από άλλα καταλληλότερα, κατά την κρίση των αρμοδίων κατά περίπτωση κυβερνητικών οργάνων, για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στον αντίστοιχο τομέα και ότι, ενόψει του σκοπού αυτού της ως άνω διατάξεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που προστατεύει και κατοχυρώνει την οικονομική ελευθερία, καθόσον το προστατευόμενο δικαίωμα κάμπτεται ενώπιον του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος και της προστασίας της εθνικής οικονομίας, ενώ, εξάλλου, με την επίμαχη διάταξη δεν εισάγονται αυθαίρετες και αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, αλλά γενικές ρυθμίσεις επιβαλλόμενες από το γενικό κοινωνικοοικονομικό συμφέρον, ούτε τέλος η νομοθετική αυτή επέμβαση αφορά προϋφιστάμενες συμβάσεις εργασίας. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως δημιουργεί ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, γιατί αφορά όχι μόνο την παρούσα υπόθεση, αλλά και ικανό αριθμό εργαζομένων, οι συμβάσεις των οποίων έχουν λήξει πρόωρα, κατ' εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 1 και 2 του Ν. 3260/2004, και οι υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον και του παρόντος Δικαστηρίου. Με τον εξεταζόμενο (τρίτο) λόγο αναιρέσεως τίθεται το ζήτημα, αν οι επίμαχες διατάξεις (άρθρο 10 παρ. 1 και 2 και άρθρο 11 παρ. 4 του Ν. 3260/2004), κατά το μέρος που προβλέπουν την "αυτοδίκαιη" λήξη, μεταξύ άλλων και συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, από τις οποίες πηγάζουν ενοχικά δικαιώματα, χωρίς την πρόβλεψη οποιασδήποτε αποζημιώσεως, με παρέμβαση του νομοθέτη και κατά παράκαμψη των συμβαλλομένων μερών και ειδικότερα προβλέπουν την λήξη των συμβάσεων προσώπων, που προσλήφθηκαν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για ορισμένο χρόνο, ως μονομελή όργανα διοίκησης, χωρίς να συντρέχει σπουδαίος προς τούτο λόγος και χωρίς πρόβλεψη οποιασδήποτε αποζημιώσεως για την πρόωρη λύση της συμβάσεως, εφόσον δεν πρόκειται για μετακλητούς ανώτατους διοικητικούς υπαλλήλους που κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, οι οποίοι επιτρέπεται να εξαιρεθούν με νόμο από την μονιμότητα (άρθρο 103 παρ. 5 του Συντάγματος), αντίκεινται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Υπό τα δεδομένα αυτά, λόγω του τιθέμενου γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματος, αλλά και για την ενότητα της νομολογίας, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 στοιχ. β' του ΚΠολΔ, να παραπεμφθεί ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι ερευνήθηκαν, κρίθηκαν, κατά τα εκτιθέμενα, απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τους πρώτο, δεύτερο και τέταρτο λόγους της από 27-7-2010 αιτήσεως της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία "Οργανισμός Λιμένος Ραφήνας Α.Ε.", για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2393/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον αναφερόμενο στο σκεπτικό τρίτο λόγο της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ