ΣτΕ 2829/2016 Τόκοι αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται το αίτημα για επιστροφή αυτών. Το άρθρο 38 παρ.2 του ν. 1473/1984, κατά το μέρος που ορίζει άλλο χρόνο έναρξης της τοκοφορίας

ΣτΕ 2829/2016 Τόκοι αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται το αίτημα για επιστροφή αυτών. Το άρθρο 38 παρ.2 του ν. 1473/1984, κατά το μέρος που ορίζει άλλο χρόνο έναρξης της τοκοφορίας

Περίληψη

Με την παράγραφο 2 του άρθρου 38 του ν. 1473/1984, προβλέπεται η επιστροφή εντόκως, και, συγκεκριμένα, με το επιτόκιο που ισχύει για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, φόρων, δασμών και συναφών προστίμων, που, σύμφωνα με οριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως. Στην περίπτωση αυτή η τοκοφορία αρχίζει μετά την πάροδο του οριζομένου στις ανωτέρω διατάξεις εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου από την κοινοποίηση στην φορολογική αρχή της δικαστικής αποφάσεως και εφ" όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες στις ως άνω διατάξεις προϋποθέσεις.
Επειδή, οι ως άνω διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 38  του ν. 1473/1984, κατά το μέρος που ορίζουν ότι, επί επιστροφής φόρων, δασμών κλπ., που κατεβλήθησαν αχρεωστήτως κατά τα κριθέντα με οριστική δικαστική απόφαση, η τοκοφορία αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στην φορολογική αρχή της δικαστικής αποφάσεως, έχουν ως συνέπεια την μη προσήκουσα αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του αχρεωστήτως καταβαλόντος τον φόρο, η οποία προκλήθηκε από την διαγνωσθείσα ως εξαρχής αχρεώστητη καταβολή του φόρου. Τούτο δε διότι η υποχρέωση καταβολής τόκων, που εξ ορισμού έχουν ως σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας από στέρηση περιουσιακών στοιχείων, περιορίζεται στο χρονικό διάστημα μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στην φορολογική αρχή της αποφάσεως, του αρμοδίου δικαστηρίου.
Η ρύθμιση αυτή, που αφήνει ακάλυπτο μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο φορολογούμενος υφίσταται μη νομίμως περιουσιακή ζημία και του οποίου χρονικού διαστήματος η διάρκεια εξαρτάται από γεγονότα που ευρίσκονται εκτός του πεδίου επιρροής του, όπως είναι κυρίως ο χρόνος συζητήσεως της υποθέσεως και της δημοσιεύσεως και κοινοποιήσεως της αποφάσεως, είναι ασύμβατη τόσο με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, όσο και με τα άρθρα 17 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας και, κατ' ακολουθίαν, ανίσχυρη (βλ. ΣτΕ 2190/2014 Ολ. και την εκεί αναφερόμενη νομολογία).
 

ΣτΕ   2829/2016

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'

. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την εξής σύνθεση: Ν. Μαρκουλάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας Προέδρου, που είχαν κώλυμα, I. Γράβαρης, Hp. Τσακόπουλος, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Μ. Σταματοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.

Για να δικάσει την από 4 Οκτωβρίου 2004 αίτηση:
του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Χολαργού Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον Πολύχρονη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά των 1) ............... και 2) .............., κατοίκων .............. (οδός .....), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο ......... (A.M. ..... Δ.Σ. Πειραιά), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 1048/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σταματοπούλου.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά νόμο, η καταβολή παραβόλου, κατατέθηκε δε εμπροθέσμως η προβλεπόμενη στο άρθρο 12 του ν. 2298/1995 (Α' 62) γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ, ζητείται η αναίρεση της 1048/2004 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή έφεση των αναιρεσίβλητων, εξαφανίσθηκε η 11884/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τα κεφάλαιά της που συναρτώνται με τον καθορισμό της ημερομηνίας έναρξης τοκοδοσίας και υπολογισμό επιτοκίου επί αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου μεταβίβασης ακινήτων, δικάσθηκε η προσφυγή τους κατά τα αντίστοιχα μέρη και, αφού έγινε δεκτή, το μεν καθορίσθηκε ως ημερομηνία έναρξης της τοκοδοσίας η ημερομηνία άσκησης της προσφυγής τους, το δε διατάχθηκε ο υπολογισμός του τόκου να γίνει βάσει του ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας. .

2. Επειδή, κατά το άρθρο 5 του ν. 2944/2001, (Α' 222), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως
όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές» [5.900 €]. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το συνημμένο στο αναιρετήριο έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Χολαργού, το ποσό της διαφοράς ανέρχεται στα 6.048 ευρώ.
3. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 4 παρ. 5 ότι «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο δε άρθρο 17 παρ.1 ότι «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Εξ άλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Aρ 256), ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών προστίμων».

4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 21 του κ.δ. «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» της 26.6/10.7.1944 (ΦΕΚ ΑΊ39) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Ο νόμιμος και. ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής».
Η ως άνω διάταξη διατηρήθηκε σε ισχύ με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α' 164), στο οποίο προβλέπονται τα εξής: «Με διάταγμα, ύστερα από πρόταση των υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, ορίζεται κάθε φορά το ποσοστό του νόμιμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας. Με όμοιο διάταγμα μπορεί να ορίζεται το ανώτατο κάθε φορά ποσοστό τόκου που οφείλεται από δικαιοπραξία. Προκειμένου για οφειλή από δικαιοπραξία, ο συμφωνημένος με αυτή θεμιτός τόκος ισχύει και για την υπερημερία που επήλθε, αν είναι ανώτερος από τον τόκο υπερημερίας. Εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές διατάξεις που κανονίζουν διαφορετικά το ποσοστό ή την έναρξη του τόκου ως προς τις οφειλές ή τις απαιτήσεις του δημοσίου, των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου».

5. Επειδή, τέλος, στην παράγραφο 2 του άρθρου 38 του ν. 1473/1984 (Α' 127), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993 (Α' 24), ορίζονται τα εξής: «Κάθε άμεσος ή έμμεσος φόρος ή δασμός, κύριος ή πρόσθετος, ή πρόστιμο, που έχει καταβληθεί, κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου οιουδήποτε βαθμού, συμψηφίζεται ή επιστρέφεται εντόκως με το επιτόκιο που ισχύει, για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας. Το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου, από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου. Το ίδιο ισχύει και για τον επιστρεπτέο φόρο που προκύπτει από τη δήλωση του φορολογούμενου. Στην περίπτωση αυτήν η εξάμηνη προθεσμία για το έντοκο επιστροφής του φόρου αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επομένου της υποβολής της δήλωσης του φορολογούμενου. Στις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου περιπτώσεις επιστροφής των άνω ποσών, το εξάμηνο αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επομένου της δημοσιεύσεώς του. Επιφυλασσομένων των κατά περίπτωση κειμένων διατάξεων για την επιβολή πρόσθετων φόρων, το οφειλόμενο ποσό με βάση απόφαση ανώτερου δικαστηρίου ή λόγω διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς προσαυξάνεται με επιτόκιο των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, που ισχύει κατά το χρόνο της νέας βεβαιώσεως για το χρονικό διάστημα από της ανωτέρω επιστροφής μέχρι της νέας αυτής βεβαιώσεως. Τα αυτά ισχύουν σε περίπτωση επιστροφής φόρου βάσει δηλώσεως, η οποία ελέγχεται ανακριβής ...».

6. Επειδή, με τις διατάξεις που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, προβλέπεται η επιστροφή εντόκως, και, συγκεκριμένα, με το επιτόκιο που ισχύει για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, φόρων, δασμών και συναφών προστίμων, που, σύμφωνα με οριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως. Στην περίπτωση αυτή η τοκοφορία αρχίζει μετά την πάροδο του οριζομένου στις ανωτέρω διατάξεις εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου από την κοινοποίηση στην φορολογική αρχή της δικαστικής αποφάσεως και εφ' όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες στις ως άνω διατάξεις προϋποθέσεις.

7. Επειδή, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 38 παρ.2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, κατά το μέρος που ορίζουν ότι, επί επιστροφής φόρων, δασμών κλπ., που κατεβλήθησαν αχρεωστήτως κατά τα κριθέντα με οριστική δικαστική απόφαση, η τοκοφορία αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στην φορολογική αρχή της δικαστικής αποφάσεως, έχουν ως συνέπεια την μη προσήκουσα αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του αχρεωστήτως καταβαλόντος τον φόρο, η οποία προκλήθηκε από την διαγνωσθείσα ως εξαρχής αχρεώστητη καταβολή του φόρου. Τούτο δε διότι η υποχρέωση καταβολής τόκων, που εξ ορισμού έχουν ως σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας από στέρηση περιουσιακών στοιχείων, περιορίζεται στο χρονικό διάστημα μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στην φορολογική αρχή της αποφάσεως, του αρμοδίου δικαστηρίου. Η ρύθμιση αυτή, που αφήνει ακάλυπτο μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο φορολογούμενος υφίσταται μη ^νομίμως περιουσιακή ζημία και του οποίου χρονικού διαστήματος η διάρκεια εξαρτάται από γεγονότα που ευρίσκονται εκτός του πεδίου επιρροής του, όπως είναι κυρίως ο χρόνος συζητήσεως της υποθέσεως και της δημοσιεύσεως και κοινοποιήσεως της αποφάσεως, είναι ασύμβατη τόσο με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, όσο και με τα άρθρα 17 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας και, κατ' ακολουθίαν, ανίσχυρη (βλ. ΣτΕ 2190/2014 Ολ. και την εκεί αναφερόμενη νομολογία).

8. Επειδή, εξ άλλου, οι ίδιες διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, κατά το μέρος που προβλέπουν, επί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, δασμών και συναφών προστίμων, την καταβολή τόκων με το επιτόκιο που ισχύει για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ.1, 4 παρ. 5, 78 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τούτο, διότι το εν προκειμένω επιλεγέν από τον νομοθέτη κριτήριο για τον καθορισμό του ύψους του επιτοκίου, που είναι εφαρμοστέο για την έντοκη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, είναι πρόσφορο, συναφές με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν εισάγει άνιση ρύθμιση. Πράγματι, το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου είναι εκείνο, με το οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, το Δημόσιο δανείζεται για να καλύψει τις υποχρεώσεις του προς τα πρόσωπα, προς τα οποία έχει χρηματικές οφειλές, όπως είναι οι αχρεωστήτως καταβαλόντες σ' αυτό φόρους. Ευλόγως, επομένως, και σε συμφωνία με τους κανόνες των συναλλαγών και της κοινής πείρας, εξοφλεί και αυτό τους δανειστές του με το ίδιό επιτόκιο, με το οποίο κατά βάση δανείστηκε τα χρήματα που επιστρέφει. Άλλωστε, στη συγκεκριμένη κατηγορία οφειλών, δηλαδή την πληρωμή ή επιστροφή φόρων, εφαρμόζεται πλέον, δυνάμει της επίμαχης διατάξεως, η έντοκη καταβολή τόσο για το Δημόσιο όσο και για τους ιδιώτες. Δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι σε άλλες, διαφορετικές, κατηγορίες οφειλών του Δημοσίου εφαρμόζεται διαφορετικό επιτόκιο, διότι δεν απαγορεύεται, αλλά, αντιθέτως, υπαγορεύεται από την αρχή της ισότητος η διαφορετική μεταχείριση διαφορετικών κατηγοριών οφειλών. Άλλωστε, και στις συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών προβλέπονται διαφορετικά, κατά περίπτωση, επιτόκια (συμβατικό, νόμιμο), χωρίς αυτό να προσκρούει σε συνταγματικό κανόνα ή αρχή. Εξ άλλου, η κρίση του ζητήματος αν διάταξη νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα διαμορφώνεται εν όψει και των αποτελεσμάτων της εφαρμογής της, είναι όμως γενική και αφηρημένη με την έννοια ότι δεν διαφοροποιείται κατά περίπτωση, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι η κατ' αρχήν συμπορευόμενη με το Σύνταγμα νομοθετική αυτή διάταξη τρέπεται σε, κατά περίπτωση, αντισυνταγματική όταν, συγκυρϊακώς, το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου διαμορφώνεται σε ύψος κατώτερο από το γενικώς ισχύον, κατά τον Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, επιτόκιο 6% για τις οφειλές του Δημοσίου, δεδομένου, άλλωστε, ότι, στην περίπτωση αυτή, θα εισήγετο ανισότητα μεταξύ προσώπων της αυτής κατηγορίας, δηλαδή των αχρεωστήτως καταβαλόντων στο Δημόσιο φόρους, ανάλογα με τον χρόνο της εξοφλήσεως, το δε κριτήριο καθορισμού του επιτοκίου θα ήταν τυχαίο και όχι σταθερό. Εξ άλλου, όπως ήδη εξετέθη, δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα η αυτή μεταχείριση, από πλευράς επιτοκίου, διαφορετικών κατηγοριών οφειλών, ενώ θα παρετηρείτο και ανισορροπία στη θέση του Δημοσίου ως οφειλέτη και δανειστή, αφού θα ήταν υποχρεωμένο να εξοφλεί τις υποχρεώσεις του με επιτόκιο διαφορετικό από εκείνο με το οποίο δανείζεται (βλ. ΣτΕ 2190/2014 Ολ.).

9. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, για αξιώσεις του φορολογουμένου προς επιδίκαση τόκων κατά την επιστροφή φόρων .κλπ. αχρεωστήτως καταβληθέντων ισχύουν οι ως άνω ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου 3 του ν. 2120/1993 και του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου. Ως εκ τούτου, για το ζήτημα αυτό δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 340 έως 346 και 910-911 του Αστικού Κώδικα. Ειδικότερα, ως προς το ύψος του επιτοκίου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 38 παρ.2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, ο δε χρόνος ενάρξεως της τοκοφορίας, εν όψει της αντισυνταγματικότητας κατά το μέρος αυτό των εν λόγω διατάξεων, ρυθμίζεται από την προγενέστερη διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944, η οποία έχει εφαρμογή και σε περίπτωση οφειλής που απορρέει από σχέση δημοσίου δικαίου, όπως η φορολογική, εφ' όσον δεν ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις. Εξ άλλου, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, τόκοι οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται το αίτημα για επιστροφή φόρου  κλπ. που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως.

10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα εξής: Με το 746/6.4.1999 συμβόλαιο οι αναιρεσίβλητοι αγόρασαν κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου α) διαμέρισμα επιφάνειας 120 τμ, ευρισκόμενο σε πολυκατοικία στον δήμο Χολαργού Αττικής και β) αποθήκη υπογείου της εν λόγω πολυκατοικίας. Εν όψει της ανωτέρω αγοράς, υπέβαλαν από κοινού στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Χολαργού την 187/6.4.1999 δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτων, ο οποίος υπολογίσθηκε βάσει της αντικειμενικής αξίας των ως άνω ακινήτων σε 4.468.202 δρχ. Οι αναιρεσίβλητοι κατέβαλαν το ποσό του φόρου αυτού, διατύπωσαν, όμως, την επιφύλαξη (α.π. 3063/6.4.1999) ότι, κατά την άποψή τους, θα έπρεπε να τύχουν απαλλαγής από τον φόρο μεταβίβασης, μέχρι του ποσού των 27.600.000 δρχ., της συνολικής αξίας των αγορασθέντων ακινήτων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (πρώτη κατοικία). Επίσης, με την ίδια επιφύλαξη ζήτησαν να τους επιστραφεί ο, κατά την άποψή τους, αχρεωστήτως καταβληθείς φόρος μεταβίβασης ακινήτων, ύψους 3.530.840 δρχ., νομιμοτόκως από την ημέρα της καταβολής του (6.4.1999). Κατά της σιωπηρής απόρριψης της επιφύλαξής τους οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν στις 26.7.1999 προσφυγή, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή πρώτοδίκως, ήτοι κατά το μέρος που αφορά την απαλλαγή τους από τον φόρο μεταβίβασης λόγω απόκτησης πρώτης κατοικίας, ενώ απορρίφθηκε κατά τα λοιπά. Κατά του τελευταίου αυτού κεφαλαίου, που αφορούσε τον χρόνο έναρξης καταβολής του τόκου και την βάση υπολογισμού του επιτοκίου, οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση. Το δικάσαν εφετείο δέχθηκε ότι έσφαλε το πρωτοδικείο θεωρώντας ότι, κατ' εφαρμογή του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα που έπεται της κοινοποίησης στην φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου, ενώ, κατά το διοικητικό εφετείο, ως χρόνος έναρξης έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο χρόνος κατάθεσης της προσφυγής. Περαιτέρω, έκρινε ότι ως βάση υπολογισμού του επιτοκίου πρέπει να ληφθεί υπόψη το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, εφόσον, όπως έκρινε, οι διατάξεις των άρθρων 21 του Κ.Δ. της 26.6/10.7.1944 και 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, κατά το μέρος που καθορίζουν ποσοστό επιτοκίου σε ύψος χαμηλότερο εκείνου που ισχύει γενικώς για το επιτόκιο υπερημερίας και το νόμιμο επιτόκιο, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

11. Επειδή, εν όψει όσων έγιναν δεκτά στις σκέψεις 6-9 της παρούσας απόφασης, ορθώς κρίθηκε από το δικάσαν εφετείο ότι αφετηρία της καταβολής τόκων πρέπει να θεωρηθεί η ημερομηνία άσκησης της προσφυγής, απορριπτομένου ως αβασίμου του λόγου αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο. Όμως, κατά το μέρος με το οποίο "κρίθηκε ότι ως βάση υπολογισμού του επιτοκίου πρέπει να ληφθεί υπόψη το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, εφόσον κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, ως βάση υπολογισμού πρέπει να ληφθεί υπόψη το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά την βάση υπολογισμού του επιτοκίου και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό που αφορά το εν λόγω αναιρούμενο μέρος, να παραπεμφθεί στο δικάσαν Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για νέα κρίση.

Διά ταύτα

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

Αναιρεί εν μέρει την 1048/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα κρίση, κατά το σκεπτικό. 

Απορρίπτει κατά τα λοιπά.

Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28ης Δεκεμβρίου 2016.