ΣτΕ 2213 - 2012 - Η φορολόγηση της «πραγματικής αξίας πώλησης μετοχών» μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο

ΣτΕ 2213 - 2012 - Η φορολόγηση της «πραγματικής αξίας πώλησης μετοχών» μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο

ΘΕΜΑ: Με το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 2753/1999 προστέθηκαν διατάξεις στην παράγραφο 2 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, με αυτές προβλέπεται η φορολόγηση της «πραγματικής αξίας πώλησης μετοχών» μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ο υπολογισμός, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, της πραγματικής αξίας πώλησης των μετοχών και, κατ’ ακολουθία, του αναλογούντος στην οικεία συναλλαγή φόρου πρέπει να γίνει με βάση τις γενικές διατάξεις, κατά την περί αυτού αιτιολογημένη εκτίμηση της φορολογικής αρχής, αφού ληφθεί υπ’ όψη κάθε πρόσφορο κατά τους κανόνες της οικονομικής και λογιστικής επιστήμης στοιχείο για τον προσδιορισμό αυτό.

Με το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 2753/1999 προστέθηκαν διατάξεις στην παράγραφο 2 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, με αυτές  προβλέπεται η φορολόγηση της «πραγματικής αξίας πώλησης μετοχών» μη εισηγμένων στο  Χρηματιστήριο. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ο υπολογισμός, σε κάθε συγκεκριμένη  περίπτωση, της πραγματικής αξίας πώλησης των μετοχών και, κατ’ ακολουθία, του αναλογούντος  στην οικεία συναλλαγή φόρου πρέπει να γίνει με βάση τις γενικές διατάξεις, κατά την περί αυτού  αιτιολογημένη εκτίμηση της φορολογικής αρχής, αφού ληφθεί υπ’ όψη κάθε πρόσφορο κατά τους  κανόνες της οικονομικής και λογιστικής επιστήμης στοιχείο για τον προσδιορισμό αυτό.

Ερμηνευόμενες δε με τον τρόπο αυτό, οι εν λόγω διατάξεις, κατά το μέρος τους με το οποίο  προσδιορίζεται ευθέως από τον τυπικό νόμο, με τον ως άνω τρόπο, το αντικείμενο του φόρου, δεν  παραβιάζουν τους ορισμούς του άρθρου 78 παρ. 4 του Συντάγματος. Περαιτέρω, εφόσον από τις  ίδιες τις προμνησθείσες διατάξεις προβλέπεται ο φορολογικός συντελεστής (5%), καθώς και, κατά  τα προαναφερθέντα, ο τρόπος υπολογισμού της πραγματικής αξίας πώλησης των μετοχών και,  κατ’ ακολουθίαν, του αναλογούντος σε κάθε συναλλαγή φόρου, οι διατάξεις αυτές είναι αυτοτελείς  και μπορούν να τύχουν αυτοδυνάμου εφαρμογής. Εξάλλου, ναι μεν με την παρ. 11 του αυτού  άρθρου 3 του ν. 2753/1999 προβλέπεται ότι ο τρόπος προσδιορισμού της αξίας πώλησης των εν  λόγω μετοχών θα καθορισθεί κατ’ εξουσιοδότηση, με την έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης,  πλην η ρύθμιση αυτή είναι αντίθετη προς τους ορισμούς της ως άνω συνταγματικής διάταξης, διότι  καθιστά ανεπιτρέπτως τον προσδιορισμό του αντικειμένου της φορολογίας αντικείμενο  νομοθετικής εξουσιοδότησης. Δεδομένου όμως ότι, κατά τα προαναφερθέντα, η ρύθμιση της  παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 2753/1999 είναι αυτοτελής και μπορεί να τύχει αυτοδυνάμου  εφαρμογής, η ρύθμιση της παραγράφου 11 του αυτού άρθρου δεν επηρεάζει το κύρος της, εφόσον  ο προσδιορισμός του αντικειμένου και της βάσης υπολογισμού του φόρου γίνεται επαρκώς χωρίς  την ανάγκη εφαρμογής του τρόπου υπολογισμού που καθορίζεται με την κατ’ εξουσιοδότηση του  νόμου εκδοθείσα υπουργική απόφαση.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 ΤΜΗΜΑ Β΄

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Ιουνίου 2012 με την εξής σύνθεση: Ν.  Μαρκουλάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του  Τμήματος και των αρχαιοτέρων του Συμβούλων, που είχαν κώλυμα, Β. Καλαντζή, Εμμ.  Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Μ. Τσακάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.

 Για να δικάσει την από 26 Ιανουαρίου 2010 αίτηση:

 του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ........ , ο οποίος παρέστη με τη Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του  Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 κατά της Εταιρείας με την επωνυμία "......... ......." και ήδη "........................", που εδρεύει στο  Μοσχάτο Αττικής (οδός ..... αρ. ..), η οποία δεν παρέστη.

 Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1584/2008  απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.

 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Εμμ. Κουσιουρή.

 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία  ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η  αίτηση.

 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

 κ α ι

 Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

 Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως δεν απαιτείται, κατά το νόμο, η καταβολή  παραβόλου.

 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1584/2008 αποφάσεως του  Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου κατά της υπ’  αριθμ. 801/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθ’ ό μέρος με αυτήν έγινε  δεκτή προσφυγή της εταιρείας με την επωνυμία ……………… και ακυρώθηκε η τεκμαιρόμενη  απόρριψη από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. .... της από 5.6.2002 δηλώσεώς της, περί ανακλήσεως  της από 16.10.2001 δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο  (άρθρ. 3 παρ. 4 & 11 του ν. 2753/1999), διατάχθηκε δε η επιστροφή του φόρου που είχε  καταβληθεί με βάση την εν λόγω δήλωση (58.302,83 ευρώ ).

 3. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η κρινόμενη αίτηση, παρά την απουσία της αναιρεσίβλητης  εταιρείας …………………, εφόσον, όπως προκύπτει από την από  23.5.2012 έκθεση επιδόσεως, που βρίσκεται στον φάκελο της υποθέσεως, ο αναιρεσείων νομίμως  και εμπροθέσμως προέβη στην κατά το άρθρο 21 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει,  κοινοποίηση σ’ αυτήν της κρινόμενης αιτήσεως και της 4288/2011 αποφάσεως του Δικαστηρίου  τούτου, με την οποία κλήθηκε να παραστεί κατά την παρούσα δικάσιμο η εν λόγω εταιρεία, κατά  της οποίας, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως, θεωρήθηκε ότι αυτή  στρέφεται. Εξάλλου, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατά τα λοιπά ασκείται παραδεκτώς, είναι τύποις  δεκτή και περαιτέρω εξεταστέα.

 4. Επειδή, κατά μεν την παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος, «Κανένας φόρος δεν  επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και  το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις  οποίες αναφέρεται ο φόρος», κατά δε την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου «Το αντικείμενο της  φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία […] δεν  μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης […]». Περαιτέρω, κατά την  παράγραφο 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος, «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού  επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα  όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης  επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με  χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, «ειδικότερα θέματα»,  για τη ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η νομοθετική εξουσιοδότηση σε άλλα πλην του Προέδρου  της Δημοκρατίας όργανα της Διοικήσεως, αποτελούν μερικότερες περιπτώσεις θεμάτων που  ρυθμίζονται ήδη, σε γενικό έστω, αλλά πάντως ορισμένο πλαίσιο, στο ίδιο το κείμενο του τυπικού  νόμου (ΣτΕ 2815/2004)

 5. Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 2753/1999 (Α΄ 249) προστέθηκε παράγραφος 2  στο άρθρο 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α΄ 151), με την οποία, όπως  τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 του ν. 2778/1999 (Α΄ 295), ορίζονται τα εξής: «Φορολογείται  αυτοτελώς με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) η πραγματική αξία πώλησης μετοχών ή  παραστατικών τίτλων μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή αλλοδαπό  χρηματιστήριο ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό, που μεταβιβάζονται από  ιδιώτες ή από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά. Για την καταβολή του φόρου  αυτού και την υποβολή της σχετικής δήλωσης έχουν εφαρμογή τα αναφερόμενα στις διατάξεις της  προηγούμενης παραγράφου...». Περαιτέρω, στην παράγραφο 11 του ίδιου άρθρου 3 του ν.  2753/1999 ορίζονται τα εξής: «Για την εφαρμογή της … παρ. 2 του άρθρου 13 ν. 2238/1994, με  αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος προσδιορισμού: α) της κατώτατης  πραγματικής αξίας πώλησης των μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών μετοχών που  μεταβιβάζονται, λαμβάνοντας ενδεικτικά υπόψη αποτελέσματα από τους τελευταίους πριν από τη  μεταβίβαση ισολογισμούς και την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης, β)………. Κατ’  επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διάταξης, εξεδόθη η υπ’ αριθμ.  1112719/11072/Β0012/ ΠΟΛ.1233/2.12.1999 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄  2187/20.12.1999), με την οποία ορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της πραγματικής αξίας των  μετοχών. Ειδικότερα, στην απόφαση αυτή ορίζονται τα εξής: «1. Η πραγματική αξία της μετοχής  εξευρίσκεται με τη διαίρεση των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας, που υφίστανται την προηγούμενη  ημέρα εκείνης κατά την οποία υποβάλλεται η δήλωση της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν.  2238/1994 για τη μεταβίβαση της μετοχής, δια του αριθμού των υφισταμένων την ίδια ως άνω  ημέρα μετοχών. 2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου, ως ίδια  κεφάλαια λαμβάνεται το άθροισμα των οριζομένων στην περίπτωση 6 της παραγράφου 4.2.200  του ΕΓΛΣ, που εμφανίζονται στον τελευταίο πριν από την μεταβίβαση επίσημο ισολογισμό και των  αυξήσεων (ή μειώσεων) κεφαλαίου που μεσολάβησαν, προσαυξημένα με την απόδοση που είχαν  αυτά κατά το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4. 3. Ως απόδοση ιδίων  κεφαλαίων λαμβάνεται ο λόγος του μέσου όρου των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης (προ  φόρων) των πέντε τελευταίων ισολογισμών πριν από τη μεταβίβαση και του μέσου όρου των ιδίων  κεφαλαίων της αυτής χρονικής περιόδου. Σε περίπτωση που υπάρχουν λιγότεροι των πέντε (5)  ισολογισμών, λαμβάνονται υπόψη οι μέσοι όροι των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης και  των ιδίων κεφαλαίων των λιγότερων αυτών ισολογισμών. Αν το άθροισμα των ολικών  αποτελεσμάτων των πέντε τελευταίων ετών (ή και των λιγότερων) της επιχείρησης της οποίας  πωλούνται οι μετοχές είναι αρνητικό, ο συντελεστής απόδοσης των ίδιων κεφαλαίων δεν μπορεί να  είναι κάτω του μηδενός. 4. Οταν η επιχείρηση της οποίας μεταβιβάζονται οι μετοχές έχει προέλθει  από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων ανώνυμων εταιριών ή λοιπών επιχειρήσεων και έχει  καταρτίσει λιγότερους από τρεις ισολογισμούς πριν από τη μεταβίβαση των μετοχών της, τότε για  τον υπολογισμό του μέσου όρου των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης και των ιδίων  κεφαλαίων της λαμβάνονται υπόψη τα ολικά αποτελέσματα εκμετάλλευσης και τα ίδια κεφάλαια  όσων ισολογισμών αυτής υπάρχουν, καθώς και τα αποτελέσματα και τα ίδια κεφάλαια όσων από  τους τελευταίους ισολογισμούς των επιχειρήσεων που έχουν μετασχηματισθεί και τηρούσαν βιβλία  Γ΄ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων απαιτούνται, ώστε στο επίπεδο της επιχείρησης  να συγκεντρωθούν τρεις ισολογισμοί. 5. Σε περίπτωση που από συμβολαιογραφικό έγγραφο ή  ιδιωτικό συμφωνητικό προκύπτει πραγματική αξία μεταβίβασης μετοχών μεγαλύτερη αυτής που  προκύπτει σύμφωνα με τις παραπάνω παραγράφους, λαμβάνεται υπόψη αυτή η μεγαλύτερη.».

 6. Επειδή, όπως συνάγεται από τις ως άνω -προστεθείσες με το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 2753/1999-  διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, με αυτές  προβλέπεται η φορολόγηση της «πραγματικής αξίας πώλησης μετοχών» μη εισηγμένων στο  Χρηματιστήριο. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ο υπολογισμός, σε κάθε συγκεκριμένη  περίπτωση, της πραγματικής αξίας πώλησης των μετοχών και, κατ’ ακολουθία, του αναλογούντος  στην οικεία συναλλαγή φόρου πρέπει να γίνει με βάση τις γενικές διατάξεις, κατά την περί αυτού  αιτιολογημένη εκτίμηση της φορολογικής αρχής, αφού ληφθεί υπ’ όψη κάθε πρόσφορο κατά τους  κανόνες της οικονομικής και λογιστικής επιστήμης στοιχείο για τον προσδιορισμό αυτό.

 Ερμηνευόμενες δε με τον τρόπο αυτό, οι εν λόγω διατάξεις, κατά το μέρος τους με το οποίο  προσδιορίζεται ευθέως από τον τυπικό νόμο, με τον ως άνω τρόπο, το αντικείμενο του φόρου, δεν  παραβιάζουν τους ορισμούς του άρθρου 78 παρ. 4 του Συντάγματος. Περαιτέρω, εφόσον από τις  ίδιες τις προμνησθείσες διατάξεις προβλέπεται ο φορολογικός συντελεστής (5%), καθώς και, κατά  τα προαναφερθέντα, ο τρόπος υπολογισμού της πραγματικής αξίας πώλησης των μετοχών και,  κατ’ ακολουθίαν, του αναλογούντος σε κάθε συναλλαγή φόρου, οι διατάξεις αυτές είναι αυτοτελείς  και μπορούν να τύχουν αυτοδυνάμου εφαρμογής. Εξάλλου, ναι μεν με την παρ. 11 του αυτού  άρθρου 3 του ν. 2753/1999 προβλέπεται ότι ο τρόπος προσδιορισμού της αξίας πώλησης των εν  λόγω μετοχών θα καθορισθεί κατ’ εξουσιοδότηση, με την έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης,  πλην η ρύθμιση αυτή είναι αντίθετη προς τους ορισμούς της ως άνω συνταγματικής διάταξης, διότι  καθιστά ανεπιτρέπτως τον προσδιορισμό του αντικειμένου της φορολογίας αντικείμενο  νομοθετικής εξουσιοδότησης. Δεδομένου όμως ότι, κατά τα προαναφερθέντα, η ρύθμιση της  παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 2753/1999 είναι αυτοτελής και μπορεί να τύχει αυτοδυνάμου  εφαρμογής, η ρύθμιση της παραγράφου 11 του αυτού άρθρου δεν επηρεάζει το κύρος της, εφόσον  ο προσδιορισμός του αντικειμένου και της βάσης υπολογισμού του φόρου γίνεται επαρκώς χωρίς  την ανάγκη εφαρμογής του τρόπου υπολογισμού που καθορίζεται με την κατ’ εξουσιοδότηση του  νόμου εκδοθείσα υπουργική απόφαση. Συνεπώς, νομίμως καταλογίζεται φόρος μεταβίβασης  μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο με βάση τις ως άνω διατάξεις, εφόσον ο υπολογισμός  του αναλογούντος φόρου έγινε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 3  του ν. 2753/1999 (ΣτΕ 737/2011 ΣτΕ 738/2011,ΣτΕ 310/2011, ΣτΕ 401/2012 ΣτΕ 3/2012 ).

 7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η  αναιρεσίβλητη και η εταιρεία …………… υπέβαλαν στη Δ.Ο.Υ. ............. την υπ’ αριθμ.  820/16.10.2001 δήλωση φόρου μεταβιβάσεως μετοχών κατ’ άρθρον 3 παρ. 4 του ν. 2753/1999  για τη μεταβίβαση από την πρώτη προς τη δεύτερη 2.000.000 μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο  μετοχών της εταιρείας ………………………, έχοντας προσδιορίσει την πραγματική αξία  καθεμιάς -με βάση τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 1112719/11072/Β΄ 0012/ ΠΟΛ.1233/2.12.1999  αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών- σε 198,6669 δραχμές και τη συνολική τους αξία σε  397.333.800 δραχμές. Με βάση τη δήλωση αυτή καταβλήθηκε από την αναιρεσίβλητη ο  οφειλόμενος φόρος ποσού 19.866.690 δραχμών (σχετ. 70970/2001 διπλότυπο εισπράξεως).  Ακολούθως, με την από 5.6.2002 δήλωσή τους προς την ίδια Δ.Ο.Υ., η αναιρεσίβλητη και η εταιρεία  …………….. ανακάλεσαν την ως άνω από 16.10.2001 δήλωση επικαλούμενοι νομική πλάνη και  ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπείχαν φορολογική υποχρέωση, διότι οι κρίσιμες διατάξεις (του  άρθρου 3) του ν. 2753/1999 καθιστούν το αντικείμενο του ένδικου φόρου αντικείμενο  νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως και είναι, ως εκ τούτου, αντισυνταγματικές, ζήτησαν δε την  επιστροφή ως αχρεώστητου του ως άνω καταβληθέντος φόρου. Η ως άνω ανάκληση απερρίφθη  σιωπηρώς από την φορολογική αρχή με την άπρακτη παρέλευση τριμήνου από της υποβολής της.  Κατά της σιωπηρής αυτής απορρίψεως η αναιρεσίβλητη και η εταιρεία ……………. άσκησαν στις  13.9.2002 ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά την από 12.9.2002 προσφυγή. Με την  υπ’ αριθμ. 801/2004 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου η προσφυγή έγινε δεκτή ως προς την  αναιρεσίβλητη, απερρίφθη δε ως προς την εταιρεία «...............» λόγω ελλείψεως εννόμου  συμφέροντος. Ειδικότερα, με την πρωτόδικη αυτή απόφαση έγινε δεκτό ότι η διάταξη της παρ. 3  του άρθρου 11 του ν. 2753/1999, «βάσει της οποίας επιβλήθηκε ο επίδικος φόρος μεταβίβασης,  στο μέτρο που εξουσιοδοτεί τον Υπουργό Οικονομικών να καθορίσει τον τρόπο προσδιορισμού  κατώτατης πραγματικής αξίας των μεταβιβαζόμενων μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο  Αξιών Αθηνών, χωρίς να αναφέρει όλα τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά τον  προσδιορισμό αυτό, αλλά ορισμένα μόνο κατά τρόπο ενδεικτικό, και συνεπώς, χωρίς να ρυθμίζει  κατ’ ουσία η ίδια το αντικείμενο της φορολογίας που σχετίζεται με τη μεταβίβαση των μετοχών  αυτών, έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος», ως εκ τούτου δε «η  επίδικη μεταβίβαση μετοχών … δεν υπόκειται σε φόρο». Εφεση του Δημοσίου απορρίφθηκε με την  αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με την αιτιολογία ότι όπως συνάγεται από τις διατάξεις της  προστεθείσας, με το άρθρο 3 παρ. 4 του Ν. 2753/1999, παρ. 2 του άρθρου 13 του Κώδικα  Φορολογίας Εισοδήματος, με τις οποίες προβλέπεται η φορολόγηση της πραγματικής αξίας  πωλήσεως μετοχών ή παραστατικών τίτλων μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, ο  προσδιορισμός της φορολογητέας πραγματικής αξίας δεν γίνεται στον ίδιο τον τυπικό νόμο, αλλ’  ανατίθεται στις κατά την παράγραφο 11 του ως άνω άρθρου 13 υπουργικές αποφάσεις, για το  περιεχόμενο των οποίων ο νόμος αρκείται στην “ενδεικτική”, κατά τη ρητή αναφορά του, λήψη  υπόψη ορισμένων κριτηρίων (αποτελεσμάτων ισολογισμών τελευταίων μηνών, αποδόσεως  κεφαλαίων), και ότι, ως εκ τούτου, οι εν λόγω διατάξεις, καθιστώντας το αντικείμενο της  προβλεπομένης σε αυτές φορολογίας περιεχόμενο νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, αντίκεινται στις  διατάξεις του άρθρου 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Η  κρίση, όμως, αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου δεν είναι νόμιμη, δεδομένου ότι οι διατάξεις της  παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 2753/1999, αυτοτελώς εξεταζόμενες, δεν παραβιάζουν το  άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, περαιτέρω δε, αυτοτελώς ιστάμενες, δύνανται να τύχουν  αυτοδύναμης εφαρμογής, προκειμένου να υπολογισθεί βάσει αυτών η πραγματική αξία των  μετοχών που μεταβιβάσθηκαν και, κατ’ ακολουθίαν, ο οφειλόμενος φόρος. Για τον λόγο, συνεπώς,  αυτόν, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την  κρινόμενη αίτηση, η δε υπόθεση, που χρήζει διευκρίνισης κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί  στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.

Διά ταύτα

 Δέχεται την αίτηση.

 Αναιρεί την 1584/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, στο οποίο και παραπέμπει  την υπόθεση, κατά το σκεπτικό.

 Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό  των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ

 Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια  συνεδρίαση της 20ής Ιουνίου 2012.

 Ο Προεδρεύων Σύμβουλος                              Η Γραμματέας

 Ν. Μαρκουλάκης                                             Κ. Κεχρολόγου