ΣτΕ 2011 - 2011 - Επειδή, όπως γίνεται παγίως δεκτό (ΣτΕ 1055, ΣτΕ 2676/2002, ΣτΕ 347/2006, ΣτΕ 1773/2010 κ.α.), στην περίπτωση που αποδίδεται εικονικότητα στα εκδοθέντα φορολογικά στοιχεία

ΣτΕ 2011 - 2011 - Επειδή, όπως γίνεται παγίως δεκτό (ΣτΕ 1055, ΣτΕ 2676/2002, ΣτΕ 347/2006, ΣτΕ 1773/2010 κ.α.), στην περίπτωση που αποδίδεται εικονικότητα στα εκδοθέντα φορολογικά στοιχεία

ΘΕΜΑ: Επειδή, όπως γίνεται παγίως δεκτό (ΣτΕ 1055, ΣτΕ 2676/2002, ΣτΕ 347/2006, ΣτΕ 1773/2010 κ.α.), στην περίπτωση που αποδίδεται εικονικότητα στα εκδοθέντα φορολογικά στοιχεία, υπό την έννοια ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή για την οποία αυτά φέρονται ότι εκδόθηκαν, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Αν, όμως, πρόκειται για συναλλαγή με πρόσωπο που δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε είχε θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στα φορολογικά στοιχεία διεύθυνση, φορολογική αρχή, αρκεί το γεγονός αυτό, νομίμως αποδεικνυόμενο, για να στοιχειοθετηθεί παράβαση και του επιτηδευματία που δέχεται τέτοια στοιχεία, εκτός αν ο τελευταίος αποδείξει ότι τελούσε σε καλή πίστη κατά το χρόνο της συναλλαγής

ΣτΕ  2011/2011

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ  ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2010 με την εξής σύνθεση: Δ.  Κωστόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του  Τμήματος, που είχε κώλυμα, Β. Καλαντζή, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Μ.-Α.  Τσακάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.

Για να δικάσει την από 30 Νοεμβρίου 2006 αίτηση:  της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία ........................, που εδρεύει στη .......... Νομού Σερρών, η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που  υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Βάϊα Παπακωνσταντίνου, Πάρεδρο  του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 808/2006  απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της  υπό κρίση αιτήσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α  ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα  

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο  (915101/2006 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου Α σειράς).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως παραδεκτώς συμπληρώνεται με το από 18-10-2007  δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 808/2006 απόφασης του  Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του Ελληνικού Δημοσίου και  εξαφανίσθηκε η 2/2003 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών, με την οποία  είχε γίνει δεκτή προσφυγή της ομόρρυθμης εταιρείας ............................(ήδη  αναιρεσείουσας) κατά της 44/2000 απόφασης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Σιδηροκάστρου Ν.  Σερρών περί επιβολής σε βάρος της προστίμου για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων  κατά τη διαχειριστική περίοδο 1996. Στη συνέχεια, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση  απορρίφθηκε η πιο πάνω προσφυγή.

3. Επειδή, το άρθρο 12 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ., Π.Δ. 186/1992, Α’ 84) ορίζει
«1.  Για την πώληση αγαθών … και την παροχή υπηρεσιών από επιτηδευματία σε άλλο επιτηδευματία …  για την άσκηση του επαγγέλματός τους ή την εκτέλεση του σκοπού τους, κατά περίπτωση, …  εκδίδεται τιμολόγιο. …». Το άρθρο 31 παρ. 1 περ. ζ του ν. 1591/1986 (Α’ 50) ορίζει «Θεωρείται  εικονικό και το φορολογικό στοιχείο που εκδόθηκε για συναλλαγή, διακίνηση ή οποιαδήποτε άλλη  αιτία ανύπαρκτη στο σύνολο ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από  πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο φορολογικό στοιχείο». Τέλος, σύμφωνα με  το άρθρο 5 του ν. 2523/1997 (Α’ 179) «1. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και  Στοιχείων … τιμωρείται με πρόστιμο που προσδιορίζεται κατ’ αντικειμενικό τρόπο. Για το σκοπό  αυτό καθιερώνονται δύο βάσεις υπολογισμού, … Οι παραβάσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες  γενικές και αυτοτελείς. 2. …
10. Οι παρακάτω περιπτώσεις επίσης θεωρούνται αυτοτελείς  παραβάσεις για τις οποίες εφαρμόζεται η βάση υπολογισμού Νο2 (ΒΑΣ.ΥΠ.2), όπως ειδικότερα  προσδιορίζεται στις κατ’ ιδία διατάξεις, με τις οποίες προσδιορίζεται και η τιμή του κατά περίπτωση  ισχύοντος συντελεστή βαρύτητας: α) … β) Η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων  και η λήψη εικονικών, καθώς και η νόθευση αυτών θεωρείται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και  επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου, μη συμπεριλαμβανομένου του  φ.π.α., εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) …».

4. Επειδή, όπως γίνεται δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα (πρώην  ομόρρυθμη και ήδη ανώνυμη) εταιρεία επεξεργασίας και εμπορίας ξύλου, που είχε έδρα στη Λιβαδιά  Ν. Σερρών και τηρούσε βιβλία και στοιχεία Γ’ κατ. του Κ.Β.Σ., έλαβε και καταχώρισε κατά τη  διαχειριστική περίοδο 1996 τρία τιμολόγια πώλησης (τ.π.) του ........................, ο οποίος  φερόταν να διατηρεί ατομική επιχείρηση χονδρικού εμπορίου ξυλείας στην οδό ............. στο  .............. Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα:
 

α) το 1/17-10-1996 τ.π. συνολικής αξίας 9.338.400  δραχμών πλέον φ.π.α. 1.380.912 δραχμών για την αγορά συνολικά 207,52 κυβικών μέτρων (κ.μ.)  πριστής ξυλείας, η οποία φέρεται να μεταφέρθηκε τμηματικά με τα 1/1-10-1996, 4/9-10-1996 και  8/16-10-1996 δελτία αποστολής (δ.απ.),
 
β) το 2/16-10-1996 τ.π. συνολικής αξίας 1.469.690  δραχμών πλέον φ.π.α. 117.568 δραχμών για αγορά 66,8 κ.μ. στρογγυλής ξυλείας, η οποία φέρεται  να μεταφέρθηκε τμηματικά με τα 5/13-10-1996, 6/14-10-1996 και 7/15-10-1996 δ.απ.,
 
γ) το  4/27-11-1996 τ.π. για ξυλεία 172 κ.μ. συνολικής αξίας 7.440.000 (και όχι, όπως από προφανή  παραδρομή αναφέρεται, 17.440.000) δραχμών πλέον φ.π.α. 1.339.200 δραχμών, για τη μεταφορά  της οποίας αναφέρονται τα 11/2-11-1996, 12/17-11-1996, 13/13-11-1996 και 14/18-11-1996  δ.απ..
 
Τα παραπάνω φορολογικά στοιχεία χαρακτηρίσθηκαν από τα ελεγκτικά όργανα ως στοιχεία,  που εκδόθηκαν για ανύπαρκτες συναλλαγές, δηλαδή εικονικά, για τους εξής λόγους:
 
1) Στη  διεύθυνση που είχε δηλώσει ως έδρα ο ............ κατά την έναρξη της δραστηριότητάς του στη  Δ.Ο.Υ. Ιωνίας Θεσσαλονίκης, δεν λειτούργησε καμία επιχείρηση, καθ’ όσον επρόκειτο για διώροφη  οικία, η (συν)ιδιοκτήτρια της οποίας δήλωσε στα ελεγκτικά όργανα ότι δεν γνώριζε κανένα Δ.  ........... και ποτέ δεν εκμίσθωσε την οικία της για οποιαδήποτε επαγγελματική χρήση, ο δε  συνιδιοκτήτης .................... ότι στον α’ όροφο διέμενε η αδελφή του, στο ισόγειο ο ίδιος και  ουδέποτε είχε εκμισθωθεί το ακίνητο στο ........., καθώς και ότι το ιδιωτικό συμφωνητικό που  του επιδείχθηκε, δεν το είχε συντάξει ο ίδιος ούτε η υπογραφή ήταν δική του, δηλαδή επρόκειτο  για πλαστό ιδιωτικό συμφωνητικό (βλ. από 4-5-1999 προσκομισθείσα ένορκη κατάθεσή του).
 
2) Η  υποβολή της δήλωσης έναρξης δραστηριότητας στις 16-10-1996 και αντίστοιχα η θεώρηση του  βιβλίου εσόδων-εξόδων, ενός μπλοκ τ.π. Νο 1-50 και ενός μπλοκ δ. απ. Νο 1-50  πραγματοποιήθηκαν από κάποιο λογιστή («Τρύφωνα», αγνώστων λοιπών στοιχείων) με τη  συνεργασία του .......... Βάσει της από 28-7-1999 ένορκης κατάθεσης του ίδιου, το μεν βιβλίο  δεν του παραδόθηκε ποτέ, ενώ έχασε το μπλοκ των δ.απ..
 
3) Ο ............... προμηθευόταν  εμπορεύματα από έμπορο ξυλείας, τα στοιχεία του οποίου αρνήθηκε να αναφέρει, ο οποίος και τον  παρότρυνε να κάνει έναρξη εργασιών, δεν επέδειξε δε στους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε. Κεντρικής  Μακεδονίας κανένα τιμολόγιο αγοράς εμπορευμάτων, διότι δήλωσε ότι αγόραζε εμπορεύματα  χωρίς παραστατικά αγοράς. Επίσης, δήλωσε ότι δεν διέθετε φορτηγό αυτοκίνητο και οι μεταφορές  των εμπορευμάτων πραγματοποιούνταν με φορτηγά δημόσιας χρήσης, χωρίς όμως την έκδοση  αντίστοιχων φορτωτικών εγγράφων.
 
4) Τα τ.π. δεν εκδόθηκαν στην πλειοψηφία τους από τον ίδιο  αλλά από τρίτα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο παραπάνω έμπορος ξυλείας, με την παρουσία  του ή μη.
 
5) Ο εν λόγω εκδότης δεν υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. δηλώσεις φορολογίας  εισοδήματος και φ.π.α.
 
6) Τα 1-8/1996 δελτία αποστολής εκδόθηκαν σε ημερομηνίες  προγενέστερες της ημερομηνίας θεώρησης του στελέχους ενώ τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία και  η σφραγίδα αυτού (εκδότη) είχαν δοθεί στον πιο πάνω έμπορο ξυλείας (αγνώστων στοιχείων) και  τελικά το στέλεχος των δ. απ. χάθηκε (βλ. την από 28-7-1999 κατάθεση του ..............).
 
7) Ο  ..........................................., ομόρρυθμο μέλος και ήδη διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος  εκπρόσωπος της λήπτριας, κατέθεσε ενόρκως ότι οι συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν με τον ίδιο  το ............, καθ’ όσον ο τελευταίος μετέφερε κατά κύριο λόγο τα εμπορεύματα, ότι γνώρισε  αυτόν το 1996, όταν παρουσιάστηκε στην επιχείρησή τους με την ιδιότητα του προμηθευτή  ξυλείας, αλλά τον περιέγραψε ως ένα άτομο «μετρίου αναστήματος, μελαχρινό, γεροδεμένο,  ηλικίας περίπου 50 ετών» (βλ. την από 26-11-1999 ένορκη κατάθεσή του που υπάρχει στη  δικογραφία), αν και ο ............. έχει γεννηθεί το έτος 1973 (βλ. προσκομισθείσα φωτοτυπία της  οικείας αστυνομικής ταυτότητας). Στη συνέχεια, με την 44/2000 ένδικη πράξη, επιβλήθηκε στην  αναιρεσείουσα συνολικό πρόστιμο 36.496.180 δραχμών για τη λήψη των πιο πάνω τριών  τιμολογίων κατ’ εφαρμογή των άρθρων 12 του Κ.Β.Σ., 31 παρ. 1 περ. ζ του ν. 1591/1986 και 5 παρ. 1 και 10 του. 2523/1997, δηλαδή διπλάσιο της αξίας καθενός από αυτά.
 

Κατά της εν λόγω  πράξης η βαρυνόμενη (ήδη αναιρεσείουσα) άσκησε προσφυγή προβάλλοντας μεταξύ άλλων ότι δεν  αιτιολογείται ειδικώς η κρίση της φορολογικής αρχής σχετικά με την εικονικότητα των ένδικων  στοιχείων, δεδομένου ότι τόσο ο εκδότης όσο και η επιχείρησή του ήταν υπαρκτοί και οι  αναγραφόμενες στα παραστατικά συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν, η ίδια, δε, σε κάθε περίπτωση  τελούσε κατά τεκμήριο σε καλή πίστη. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκόμισε και  επικαλέσθηκε τις από 12-9-2002 και 17-9-2002 ληφθείσες νόμιμα, κατά τη διαδικασία του άρθρου  185 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον των Ειρηνοδικών  Θεσσαλονίκης και Σερρών, αντιστοίχως, των ..................., ..........................., εργαζόμενου  στην επιχείρησή της και ..................................., λογιστή της, οι οποίοι επιβεβαίωσαν την  πραγματοποίηση των ένδικων συναλλαγών. Αντίθετα, η διάδικος αρχή με την οικεία έκθεση  απόψεων επανέλαβε ότι ο φερόμενος ως εκδότης και οι συναλλασσόμενοι με αυτόν, μεταξύ των  οποίων και η αναιρεσείουσα, προέβαιναν σε εικονικές συναλλαγές με την έκδοση εικονικών  στοιχείων χωρίς πραγματική διακίνηση εμπορευμάτων. Παράλληλα, επισημάνθηκε το γεγονός ότι η  εν λόγω εταιρεία, κατά τη χρήση 1996, εμφάνισε πιστωτικό υπόλοιπο φ.π.α. καθώς και ότι η  πληρωμή της αξίας των πιο πάνω τιμολογίων πώλησης δεν πιστοποιούνταν από τα τηρούμενα  βιβλία, ανεξαρτήτως του ότι η πληρωμή δεν αρκεί για την απόδειξη της πραγματοποίησης των  συναλλαγών. Η προσφυγή της αναιρεσείουσας έγινε δεκτή πρωτοδίκως. Αντίθετα, το δικάσαν  εφετείο δέχθηκε την έφεση του Δημοσίου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την  προσφυγή λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως προέκυπτε από τα προεκτεθέντα πραγματικά  περιστατικά, ο φερόμενος ως εκδότης των ένδικων τριών τ.π. ........................ δεν άσκησε  επιχειρηματική δραστηριότητα και ειδικότερα ότι η ατομική του επιχείρηση στη δηλωθείσα ως  διεύθυνση της επιχείρησής του ήταν εικονική, αφού σ’ αυτή, όπως διαπιστώθηκε από τους  αρμόδιους ελεγκτές κατά τον επιτόπιο έλεγχο, βρισκόταν διώροφη κατοικημένη οικία, ο ίδιος δε  δεν επέδειξε παραστατικά αγορών ούτε υπέβαλε δηλώσεις φόρου εισοδήματος και φ.π.α., ότι το  γεγονός αυτό, δηλαδή ότι η ατομική επιχείρηση του προσώπου αυτού δεν είχε πραγματική  υπόσταση και, συνεπώς, ήταν εικονική, αρκούσε κατ’ αρχήν για την απόδειξη και της  εικονικότητας των επίμαχων φορολογικών στοιχείων, σε συνδυασμό με το ότι η αναιρεσείουσα δεν  απέδειξε με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό μέσο (όπως φορτωτικές και λοιπά προβλεπόμενα από  τον Κ.Β.Σ. στοιχεία και όχι μαρτυρικές καταθέσεις) ότι αγόρασε πράγματι από τον .............. τα  αναφερόμενα στα εν λόγω στοιχεία εμπορεύματα και κρίνοντας, συνεπώς, ότι οι συναλλαγές για τις  οποίες εκδόθηκαν αυτά ήταν εικονικές, εφ’ όσον δε επρόκειτο για ανύπαρκτες στο σύνολό τους  συναλλαγές, δεν ετίθετο ζήτημα καλής πίστης της αναιρεσείουσας-λήπτριας των φορολογικών  στοιχείων.

5.- Επειδή, στο άρθρο 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) που κυρώθηκε με το άρθρο  πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97), ορίζεται ότι «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη  … κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους  λόγους και το αίτημά της. Κατ` εξαίρεση, ο κατά νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης…, κατά  περίπτωση, χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί:  α) αν συντρέχουν οι λόγοι της περ. α΄ της παρ. 3 ή β) αν η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη  βάση της ή γ) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου. …». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι  η νομική πλημμέλεια που συνεπάγεται την ακύρωση ή μεταρρύθμιση της πράξης της φορολογικής  αρχής αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό δικαστήριο, πρέπει να προκύπτει από την ίδια την πράξη  ή την έκθεση ελέγχου, στην οποία στηρίζεται η πράξη αυτή (ΣΕ 1748/2007 - πρβλ. ΣτΕ 3450/2001 ΣτΕ 3452/2001 κ.α.). Εξ άλλου, δοθέντος ότι η πράξη της φορολογικής αρχής και η έκθεση ελέγχου, στην  οποία η πράξη αυτή στηρίζεται, δεν είναι διαδικαστικά έγγραφα και δεν μπορούν να ληφθούν  υπόψη και να εκτιμηθούν από τον αναιρετικό δικαστή, η παράλειψη αυτή είναι ελεγκτή κατ’  αναίρεση μόνον ύστερα από προβολή σχετικού λόγου, ο οποίος μπορεί να έχει ως βάση τους εξής  ισχυρισμούς: είτε ότι από το αναφερόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση περιεχόμενο της πράξης  της φορολογικής αρχής ή της έκθεσης ελέγχου προκύπτει ότι η πράξη είναι νομικώς πλημμελής,  είτε ότι ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί, ή θέσει υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας, έστω και με  υπόμνημα, το περιεχόμενο της πράξης της φορολογικής αρχής, από το οποίο προέκυπτε η  πλημμέλεια. Τέλος, η παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ως πλημμέλεια της πράξης  συνδεόμενη με πραγματικό, συνιστά νομική πλημμέλεια, με την παραπάνω έννοια, μόνο εφ’ όσον  προκύπτει ευθέως από το περιεχόμενο της πράξης επιβολής προστίμου ή της έκθεσης ελέγχου  (πρβλ. ΣτΕ 1881/2009, ΣτΕ 1862/2008, ΣτΕ 1914/2002, ΣτΕ 3969/2001 κ.α.), χωρίς να απαιτείται έλεγχος και  άλλων στοιχείων του φακέλου ή προσφυγή σε άλλα αποδεικτικά μέσα. Τέτοια δε πλημμέλεια  (δηλαδή παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας) συνιστά και η παραβίαση του δικαιώματος  ακρόασης (ΣτΕ 591/2011).

6. Επειδή, προβάλλεται ότι η ένδικη πράξη εκδόθηκε χωρίς να προηγηθεί κλήση προς την  αναιρεσείουσα για παροχή εξηγήσεων, την πλημμέλεια δε αυτή όφειλαν να ελέγξουν  αυτεπαγγέλτως τα δικαστήρια της ουσίας. Όμως, ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση  προκύπτει η πλημμέλεια αυτή, ούτε η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι είχε προβάλει τέτοιο ισχυρισμό  ή είχε θέσει υπόψη των δικαστηρίων της ουσίας, με υπόμνημα, το περιεχόμενο της ένδικης πράξης  ή της έκθεσης ελέγχου, από το οποίο προέκυπτε η πλημμέλεια αυτή. Ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός  πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος (ΣτΕ 591/2011).

7. Επειδή, προβάλλεται ότι με την ένδικη πράξη επιβλήθηκε ενιαίο πρόστιμο για την τέλεση των  αυτοτελών παραβάσεων της λήψης και καταχώρισης των στοιχείων κατά παράβαση των άρθρων  2 παρ. 1, 18 παρ. 2, 32 παρ. 1, 33 παρ. 1 και 4 του Κ.Β.Σ., τη νομική δε αυτή πλημμέλεια όφειλαν  να ελέγξουν αυτεπαγγέλτως τα δικαστήρια της ουσίας κατ’ αρθρ. 75 παρ. 1 και 169 (προφανώς  νοείται) του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας) και 79 και 97 του Κ.Δ.Δ.. Ο λόγος αυτός ερείδεται  επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθ’ όσον με την ένδικη πράξη, όπως αυτή περιγράφεται στην  αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, επιβλήθηκαν πρόστιμα για λήψη εικονικών στοιχείων. Περαιτέρω,  προβάλλεται ότι με την ένδικη πράξη επιβλήθηκε, για τη λήψη περισσότερων του ενός τιμολογίων,  κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων του Κ.Β.Σ., ενιαίο πρόστιμο αντί χωριστών, ισάριθμων  προς τα τιμολόγια, προστίμων. Ο λόγος αυτός ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθ’ όσον  με την ένδικη πράξη, όπως αυτή περιγράφεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, επιβλήθηκαν  χωριστά πρόστιμα για κάθε τιμολόγιο, ανερχόμενα στο διπλάσιο της αξίας καθενός από τα  τιμολόγια που θεωρήθηκαν εικονικά (και συνολικά σε 36.496.180 δρχ.).

8. Επειδή, όπως γίνεται παγίως δεκτό (ΣτΕ 1055/2002, ΣτΕ 2676/2002, ΣτΕ 347/2006, ΣτΕ 1773/2010 κ.α.), στην  περίπτωση που αποδίδεται εικονικότητα στα εκδοθέντα φορολογικά στοιχεία, υπό την έννοια ότι  δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή για την οποία αυτά φέρονται ότι εκδόθηκαν, η φορολογική  αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Αν, όμως, πρόκειται για  συναλλαγή με πρόσωπο που δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε είχε  θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στα φορολογικά στοιχεία  διεύθυνση, φορολογική αρχή, αρκεί το γεγονός αυτό, νομίμως αποδεικνυόμενο, για να  στοιχειοθετηθεί παράβαση και του επιτηδευματία που δέχεται τέτοια στοιχεία, εκτός αν ο  τελευταίος αποδείξει ότι τελούσε σε καλή πίστη κατά το χρόνο της συναλλαγής.

9. Επειδή, εν προκειμένω, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι οι συναλλαγές, για τις οποίες εκδόθηκαν  τα ένδικα στοιχεία, ήταν εικονικές, τούτο δε αποδεικνύεται κατ’ αρχήν από το γεγονός ότι ο Δ.  Δραγίνης διατηρούσε εικονική επιχείρηση που δεν είχε πραγματική υπόσταση, αφού δεν άσκησε  επιχειρηματική δραστηριότητα, στη δηλωθείσα ως διεύθυνση της επιχείρησής του αυτή δεν  λειτούργησε ποτέ, δεν επέδειξε παραστατικά αγορών ούτε υπέβαλε δηλώσεις φόρου εισοδήματος  και φ.π.α., ενώ η αναιρεσείουσα δεν (αντ)απέδειξε ότι αγόρασε πράγματι από τον Δ. Δραγίνη τα  εμπορεύματα με φορτωτικές και άλλα στοιχεία κατά τον Κ.Β.Σ. και όχι με -ληφθείσες νόμιμα κατά  το άρθρο 185 Κ.Δ.Δ.- ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις του .........., του λογιστή της καθώς και  υπαλλήλου της. Με τα πιο πάνω δεδομένα, είναι πρόδηλο ότι η έννοια της προσβαλλόμενης  απόφασης είναι ότι το διοικητικό εφετείο, αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε συνολικά τους  ισχυρισμούς και τα στοιχεία που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σχημάτισε πλήρη  δικανική πεποίθηση περί του ότι οι ένδικες συναλλαγές ήταν ανύπαρκτες και άρα εικονικές (και,  συνεπώς, δεν ετίθετο θέμα καλής πίστης της λήπτριας των στοιχείων, ΣτΕ 105/2002, ΣτΕ 2676/2002,  ΣτΕ 347/2006, ΣτΕ 1184/2010) διαπιστώνοντας περαιτέρω ότι η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε  ανταποδεικτικώς στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να κλονίσουν την πεποίθηση αυτή του  δικαστηρίου. Η κρίση αυτή αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς. Είναι, δε, απορριπτέος ως αβάσιμος  ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ειδικότερα ότι α) το δικάσαν  εφετείο παρανόησε την ΣτΕ 1634/1994 (ως κρίση της οποίας, άλλωστε, εσφαλμένως η  αναιρεσείουσα υπολαμβάνει τις κριθείσες με την ΣτΕ 1634/1994 ως μη νομίμως αιτιολογημένες, εκεί  παρατιθέμενες σκέψεις του δικαστηρίου της ουσίας), β) από μόνη τη μη επίδειξη παραστατικών  αγοράς δεν συνάγεται εικονικότητα των τιμολογίων που ο ........... εξέδωσε στη συνέχεια, γ) το  δικάσαν εφετείο δεν εξέτασε τον ουσιώδη ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι μόνο το γεγονός ότι  τα τιμολόγια θεωρήθηκαν εκ των υστέρων, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι αυτά δεν θεωρήθηκαν  και ήταν για το λόγο αυτό εικονικά, δ) το δικάσαν εφετείο παρανόησε την ΣτΕ 1055/2002, αφού  ζήτημα καλής πίστης του λήπτη των στοιχείων τίθεται ευθύς ως η φορολογική αρχή αποδείξει ότι  η συναλλαγή ήταν εικονική και όχι όταν δεν διαπιστώνεται τέτοια εικονικότητα, περαιτέρω δε,  απέρριψε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι τελούσε σε καλή πίστη για το λόγο ότι αυτή δεν  απέδειξε με φορτωτικές και λοιπά προβλεπόμενα από τον Κ.Β.Σ. στοιχεία και όχι με μαρτυρικές  καταθέσεις ότι αγόρασε τα εμπορεύματα από τον .............. Εξάλλου, είναι σε κάθε περίπτωση  απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ο ισχυρισμός ότι το δικάσαν εφετείο  δέχθηκε ότι ο ........................ ήταν άγνωστο φορολογικά πρόσωπο, καθ’ όσον αντιθέτως η  αναιρεσιβαλλόμενη δέχθηκε ότι ο .............. «δεν άσκησε επιχειρηματική δραστηριότητα», «δεν  επέδειξε παραστατικά αγοράς και δεν υπέβαλε δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και φ.π.α.» και  ότι «η ατομική επιχείρησή του δεν είχε πραγματική υπόσταση». Περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται  ότι το δικάσαν εφετείο δεν έλαβε υπόψη αφενός τα έγγραφα και βιβλία που προσκόμισε η  αναιρεσείουσα και τα δικαστικά τεκμήρια που επικαλέσθηκε πρωτοδίκως, καθ’ όσον η  αναιρεσιβαλλόμενη έλαβε υπόψη «τα στοιχεία της δικογραφίας», χωρίς να χρειάζεται να προβεί σε  περαιτέρω απαρίθμηση ή εξειδίκευση των επιμέρους στοιχείων αυτής (πρβλ. ΣτΕ 2542/2010,  ΣτΕ 1307/1990, ΣτΕ 4446/1985 κ.α.) και αφετέρου τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, καθ’ όσον, όπως  ρητώς αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλόμενη, τις θεώρησε ως νομίμως ληφθείσες κατ’ αρθρ. 185  του Κ.Δ.Δ. και τις συνεκτίμησε, η δε βαρύτητα που προσέδωσε σ’ αυτές, ανάγεται σε ουσιαστική  εκτίμηση και δεν ελέγχεται κατ’ αναίρεση. Εξάλλου, με τον ισχυρισμό ότι το δικάσαν εφετείο  δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα θα (αντ)αποδείκνυε ότι αγόρασε τα εμπορεύματα από τον ............  με φορτωτικές και λοιπά προβλεπόμενα από τον Κ.Β.Σ. στοιχεία, ενώ οι μεταφορές τελέσθηκαν με  μεταφορικά μέσα ιδιωτικής χρήσης, οπότε και αρκούσαν, κατά την αναιρεσείουσα πάντοτε, κατ’  αρθρ. 11 παρ. 1 και 16 παρ. 1 του ΚΒΣ, τα εκδοθέντα δελτία αποστολής, αμφισβητείται  απαραδέκτως η ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση περί των πραγμάτων κρίση του διοικητικού εφετείου ότι  η μεταφορά των ενδίκων εμπορευμάτων έγινε με φορτηγά δημόσιας χρήσης, η οποία συνάγεται  από τη σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης ότι η πραγματοποίηση των συναλλαγών θα αποδεικνυόταν  με φορτωτικές και άλλα προβλεπόμενα από τον Κ.Β.Σ. στοιχεία σε συνδυασμό προς την αναφορά  της στην κατάθεση του ............ περί του ότι οι μεταφορές πραγματοποιήθηκαν με φορτηγά  δημόσιας χρήσης χωρίς όμως την έκδοση αντίστοιχων φορτωτικών εγγράφων. Είναι δε  απορριπτέος ως αβάσιμος και ο συναφώς προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη  δεν κατονομάζονται τα πιο πάνω «λοιπά» στοιχεία, καθ’ όσον το διοικητικό εφετείο δέχθηκε, όπως  αναφέρεται αμέσως παραπάνω, ότι η μεταφορά έγινε με φ.δ.χ., η δε αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε  φορτωτικές και άλλα στοιχεία που προβλέπονται κατά περίπτωση για τις μεταφορές αγαθών με  μεταφορικά μέσα δημόσιας χρήσης, ανάλογα με τις διακρίσεις των επιμέρους διατάξεων του άρθρου 16 του Κ.Β.Σ., χωρίς να υποχρεούται να κατονομάσει αυτά τα στοιχεία ειδικότερα. Τέλος, ο  λόγος αναιρέσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξέτασε τον ισχυρισμό ότι ο λήπτης των  τιμολογίων είχε «αποδώσει» το φ.π.α., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ’ όσον το δικάσαν  διοικητικό εφετείο με την κρίση του περί μη πραγματοποίησης των ένδικων συναλλαγών δέχθηκε  ότι δεν καταβλήθηκαν τίμημα και αναλογών φ.π.α. και, συνεπώς, με τη σκέψη αυτή, απέρριψε τον  ισχυρισμό περί πληρωμής φ.π.α.

10. Επειδή, κατόπιν των παραπάνω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δια ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται σε τετρακόσια  εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 2010

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος                                            Η Γραμματέας       Δ. Κωστόπουλος                                                       Κ. Κεχρολόγου

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ής Ιουνίου 2011.