ΣτΕ 144 - 2012 - Ο ενδιαφερόμενος που ζητεί την επιστροφή φόρου προστιθεμένης αξίας

ΣτΕ 144 - 2012 - Ο ενδιαφερόμενος που ζητεί την επιστροφή φόρου προστιθεμένης αξίας

ΘΕΜΑ: Ο ενδιαφερόμενος που ζητεί την επιστροφή φόρου προστιθεμένης αξίας υποχρεούται, εφόσον του ζητηθούν μεταφρασμένα τα νομίμως συντεταγμένα σε ξένη γλώσσα στοιχεία, να τα υποβάλει και, μάλιστα, σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, είτε από τη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, είτε από δικηγόρο, είτε από οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο κατά το νόμο όργανο.

ΣτΕ   144/2012

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Δεκεμβρίου 2011 με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Ι. Σύμπλης, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 6 Νοεμβρίου 2000 αίτηση:
του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ........ , ο οποίος παρέστη με τον Πέτρο Κωνσταντινόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της Τράπεζας με την επωνυμία .........................., η οποία παρέστη με το δικηγόρο ............................, που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 815/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Α.-Γ. Βώρου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε κατά νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της υπ’ αριθ. 815/2000 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρείας κατά της υπ’ αριθ. 3836/1997 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά της υπ’ αριθμ. 387/14.10.1994 αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ...... , με αίτημα την ακύρωση της ανωτέρω πράξης και την επιστροφή σ’ αυτήν πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. ποσού 23.685.596 δραχμών. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε στη συνέχεια δεκτή η προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ακυρώθηκε η πιο πάνω πράξη και διατάχθηκε η επιστροφή του προαναφερόμενου ποσού.

2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης κατόπιν της υπ’ αριθ. 3615/2006 παραπεμπτικής απόφασης του Τμήματος (πενταμελούς σύνθεσης), λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος αν, προκειμένου για επιχειρήσεις που λειτουργούν νομίμως στην Ελλάδα και τηρούν τα σχετικά με τη δραστηριότητά τους βιβλία και στοιχεία ή μερικά μόνον από αυτά (όπως δανειακές συμβάσεις κ.λπ.) νομίμως σε ξένη γλώσσα, υφίσταται υποχρέωση προσκόμισης επίσημης μετάφρασης αυτών στην ελληνική, όταν τίθενται στη διάθεση ή προσκομίζονται προς έλεγχο ενώπιον της φορολογικής αρχής.

3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 1642/1986 (άρθρο 2 νυν 2859/2000) «Για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 125): «Αντικείμενο του φόρου είναι: α) Η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών, εφόσον πραγματοποιούνται από επαχθή αιτία στην ελληνική επικράτεια, από υποκείμενο στο φόρο που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα».

Περαιτέρω, στο άρθρο 12 του ίδιου νόμου (άρθρο 14 νυν 2859/2000) ορίζεται ότι:
 «1. Η παροχή υπηρεσιών θεωρείται ότι πραγματοποιείται στην Ελλάδα, εφόσον κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης αυτός που παρέχει τις υπηρεσίες έχει στο εσωτερικό της χώρας την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας ή τη μόνιμη εγκατάστασή του, από την οποία παρέχονται οι υπηρεσίες ή, αν δεν υπάρχει έδρα ή μόνιμη εγκατάσταση, την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του. 2. .... 3. Επίσης, κατ’ εξαίρεση, ο τόπος παροχής θεωρείται ότι βρίσκεται στην Ελλάδα στις πιο κάτω περιπτώσεις υπηρεσιών, εφόσον παρέχονται από πρόσωπα εγκατεστημένα σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας σε υποκειμένους στο φόρο, οι οποίοι έχουν στο εσωτερικό της χώρας την έδρα της οικονομικής τους δραστηριότητας ή τη μόνιμη εγκατάστασή τους ή, αν δεν υπάρχουν αυτές, την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους ή εφόσον παρέχονται από πρόσωπα εγκατεστημένα σε κράτος εκτός της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, σε οποιονδήποτε λήπτη εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας: α) … ε) τραπεζικών, χρηματοδοτικών, ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών, με εξαίρεση τη μίσθωση χρηματοθυρίδων, στ) ..… 4. Κατά παρέκκλιση της διάταξης της παρ. 1, ο τόπος παροχής υπηρεσιών θεωρείται ότι βρίσκεται εκτός της Ελλάδος, όταν ο εγκατεστημένος στο εσωτερικό της χώρας παρέχει: α) … στ) τις υπηρεσίες της παρ. 3, σε υποκείμενο στο φόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ή σε οποιονδήποτε λήπτη εγκατεστημένο εκτός της Ε.Ο.Κ.». Ακολούθως, στο άρθρο 18 (άρθρο 22 νυν 2859/2000) ορίζεται ότι: «1. Απαλλάσσονται από το φόρο: α) … κα) οι εργασίες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η διαπραγμάτευση, που αφορούν συνάλλαγμα, χαρτονομίσματα και νομίσματα, τα οποία αποτελούν νόμιμα μέσα πληρωμής, με εξαίρεση τα νομίσματα και χαρτονομίσματα για συλλογές, κβ) οι εργασίες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η διαπραγμάτευση εκτός από τη φύλαξη και διαχείριση, που αφορούν μετοχές ανώνυμων εταιρειών, μερίδια, ομολογίες και λοιπούς τίτλους, με εξαίρεση τους τίτλους παραστατικούς εμπορευμάτων, κγ) … κδ) η χορήγηση και η διαπραγμάτευση πιστώσεων, καθώς και η διαχείρισή τους από το πρόσωπο που τις χορηγεί, κε) η ανάληψη υποχρεώσεων, προσωπικών ή χρηματικών εγγυήσεων και λοιπών ασφαλειών, η διαπραγμάτευση για την ανάληψη των εργασιών αυτών και η διαχείριση εγγυήσεων πιστώσεων, που ενεργείται από το πρόσωπο που τις χορηγεί, κστ) οι εργασίες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η διαπραγμάτευση, που αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές καταθέσεων και εμβάσματα, απαιτήσεις, πιστωτικούς τίτλους, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα, με εξαίρεση την είσπραξη απαιτήσεων τρίτων …». Στο άρθρο 23 παρ. 1 του ίδιου νομοθετήματος (άρθρο 30 νυν 2859/2000) προβλέπεται ότι: «1. Ο υποκείμενος δικαιούται να εκπέσει από το φόρο που αναλογεί στις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών που έγιναν σ’ αυτόν και η εισαγωγή αγαθών που πραγματοποιήθηκε από αυτόν. Η έκπτωση αυτή παρέχεται κατά το μέρος που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση πράξεων που υπάγονται στο φόρο. 2. Δικαίωμα έκπτωσης του φόρου παρέχεται επίσης στον υποκείμενο κατά το μέρος που τα αγαθά ή οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται: α) … δ) Για τις εργασίες που απαλλάσσονται από το φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων κ΄, κα΄, κβ΄, κδ΄, κε΄ και κστ΄ της παρ. 1 του άρθρου 18 εφόσον ο λήπτης είναι εγκατεστημένος εκτός της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ή οι εργασίες αυτές συνδέονται άμεσα με αγαθά που εξάγονται σε χώρα εκτός της Κοινότητας …». Εξ άλλου, στο άρθρο 27 (άρθρο 34 νυν 2859/2000) του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «1. Με την επιφύλαξη των σχετικών με την παραγραφή διατάξεων ο φόρος επιστρέφεται, εφόσον: α) … γ) αφορά πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 20, 22 και των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 23 …

5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια για την άσκηση του δικαιώματος επιστροφής του φόρου, που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως εκδόθηκε η υπ’ αριθ. Π. 1185/521/10.2.1988 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών («Διαδικασία και προϋποθέσεις επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α, β και γ …. της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του ν. 1642/1986», Β΄ 299), που άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο 6 αυτής, από 1.1.1987, στο δε άρθρο 4 της οποίας ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «Το πιστωτικό υπόλοιπο της εκκαθαριστικής δήλωσης, το οποίο προέρχεται από φόρο εισροών ή από φόρο που από οποιαδήποτε αιτία καταβλήθηκε στο δημόσιο αχρεώστητα, επιστρέφεται στον υπόχρεο - υποκείμενο, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που ορίζεται κατωτέρω: 1. Να είναι αδύνατος ο συμψηφισμός στην επόμενη διαχειριστική περίοδο. Αδυναμία συμψηφισμού του πιστωτικού υπολοίπου στην επόμενη διαχειριστική περίοδο συνήθως υπάρχει, όταν ο υποκείμενος πραγματοποιεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο απαλλασσόμενες πράξεις με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών τους, ή πραγματοποιεί πράξεις του άρθρου 6, ή άλλες πράξεις για τις οποίες ο φόρος καταβάλλεται με έκτακτη δήλωση, ή διακόπτει τις εργασίες της επιχείρησής του, ή η αξία των φορολογητέων εκροών (π.χ. λόγω επιδότησης) είναι χαμηλότερη από την αξία των φορολογητέων εισροών κτλ. Ο Οικονομικός Eφορος είναι αρμόδιος να κρίνει, σε κάθε περίπτωση, αν υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, είναι αδύνατο να μεταφερθεί το πιστωτικό υπόλοιπο για έκπτωση στην επόμενη διαχειριστική περίοδο. α. Για την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου της παραγράφου αυτής, ο υποκείμενος στο φόρο συμπληρώνει στο έντυπο της εκκαθαριστικής δήλωσης την ένδειξη ότι επιθυμεί την επιστροφή. Συγχρόνως υποβάλλει τα, κατά περίπτωση, δικαιολογητικά, από τα οποία αποδεικνύεται το βάσιμο των ισχυρισμών του. β. Ο Οικονομικός Έφορος: βα. ενεργεί προσωρινό έλεγχο στα βιβλία της επιχείρησης, καθώς και στα δικαιολογητικά που έχουν συνυποβληθεί με την εκκαθαριστική δήλωση και συντάσσει έκθεση, από την οποία προκύπτει η ολική ή μερική ικανοποίηση του αιτήματος και το ποσό του φόρου που επιστρέφεται . . . ββ. εκδίδει απόφαση για την ολική ή μερική ικανοποίηση του αιτήματος, το βραδύτερο μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από την υποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης, συντάσσει το ειδικό τετραπλότυπο ατομικό φύλλο έκπτωσης Φ.Π.Α. …... για το ποσό του φόρου που επιστρέφεται και το διαβιβάζει στο αρμόδιο δημόσιο ταμείο. Στην πιο πάνω απόφαση γίνεται ρητή μνεία, ότι η επιστροφή του φόρου τελεί υπό την επιφύλαξη του οριστικού ελέγχου. βγ. για τις λοιπές ενέργειες του οικονομικού εφόρου και του αρμόδιου δημόσιου ταμείου ισχύουν οι διατάξεις των περιπτώσεων γ και δ της παραγράφου 3 του άρθρου 1 της παρούσας. … 2. .. 3. Με την ίδια ως άνω διαδικασία επιστρέφεται το πιστωτικό υπόλοιπο που οφείλεται σε πράξεις των περιπτώσεων α, β, γ και δ της παραγράφου 2 του άρθρου 23, με εξαίρεση τις πράξεις που ρυθμίζονται με τις αποφάσεις μας Π. 3082/1987 και Π. 5514/1987». Σύμφωνα, τέλος, με την εν λόγω περίπτωση γ της παραγράφου 3 του άρθρου 1, ο Οικονομικός Έφορος, «σε περίπτωση μη ικανοποίησης, ολικά ή μερικά, του αιτήματος επιστροφής, κοινοποιεί στον αιτούντα την απόφασή του και αντίγραφο της έκθεσης ελέγχου».

4. Επειδή, κατά τις αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις των άρθρων 18,23, και 27 του ν.1642/1986 (άρθρα 22,30,34 νυν 2859/2000), καθώς και της Π.1185/521/1988 απόφασης του Υπουργού των Οικονομικών, προϋπόθεση επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου φόρου προστιθέμενης αξίας αποτελεί η απόδειξη από τον ενδιαφερόμενο των ουσιαστικών κατά νόμο προϋποθέσεων, βάσει των οποίων υποβάλλει το σχετικό αίτημα. Εν όψει αυτού, όταν ο ενδιαφερόμενος ζητεί την επιστροφή φόρου προστιθέμενης αξίας, υποχρεούται όχι μόνο να θέτει σε διάθεση των αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπει ο νόμος, αλλά και να είναι σε θέση να υποβάλει ό,τι του ζητηθεί προκειμένου ο έλεγχος των προϋποθέσεων ικανοποιήσεως του αιτήματός του να καταστεί εφικτός. Συνεπώς, εφόσον του ζητηθούν μεταφρασμένα τα νομίμως συντεταγμένα σε ξένη γλώσσα στοιχεία, πρέπει να τα υποβάλει και μάλιστα, καθώς το περιεχόμενό τους και η ακριβής απόδοσή του στα ελληνικά μπορούν να αποτελέσουν πηγή μελλοντικής διοικητικής διαφοράς, σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, είτε από τη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, που έχει συσταθεί με το άρθρο 19 του ν. 2594/1998 (Α΄62), είτε από δικηγόρο, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 53 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 (Α΄ 235) Κώδικα δικηγόρων, είτε από οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο κατά νόμο όργανο. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Α.Γ. Βώρου και του Παρέδρου Ι. Σύμπλη, προκειμένου περί των προσκομιζομένων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων εγγράφων, στο μεν άρθρο 146 παρ. 3 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985, Α΄ 116) ορίζεται ότι «Αν το έγγραφο που προσκομίζεται έχει συνταχτεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί και επίσημη μετάφρασή του επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο, σύμφωνα με το νόμο, όργανο ή από την πρεσβεία ή το προξενείο της ίδιας χώρας στην Ελλάδα …», στο δε άρθρο 172 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 Α΄ 97) ορίζεται ότι «Όλα τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα υποβάλλονται μαζί με μετάφραση, η οποία πρέπει να είναι επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή την πρεσβεία ή το προξενείο της ξένης χώρας στην Ελλάδα ή από αρμόδιο κατά το νόμο όργανο...». Καθόσον αφορά όμως τα έγγραφα που τίθενται στη διάθεση της φορολογικής αρχής προς έλεγχο ή προσκομίζονται ενώπιόν της ομοίως προς έλεγχο, οι επιχειρήσεις που λειτουργούν νομίμως στην Ελλάδα και τηρούν όλα τα σχετικά με τη δραστηριότητά τους βιβλία και στοιχεία ή μερικά μόνον από αυτά (όπως δανειακές συμβάσεις κλπ.) νομίμως σε ξένη γλώσσα, δεν έχουν υποχρέωση να θέσουν στη διάθεση ή να προσκομίσουν στην εν λόγω αρχή τα βιβλία και στοιχεία αυτά μεταφρασμένα στην ελληνική, δοθέντος ότι κατά την ενώπιον της Διοικήσεως διαδικασία δεν υπάρχει διάταξη αντίστοιχη προς τις ανωτέρω, που διέπουν την ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων διαδικασία, η οποία να υποχρεώνει προς τούτο, απόκειται δε στην ως άνω αρχή πώς θα διενεργήσει το φορολογικό έλεγχο επί των βιβλίων και στοιχείων αυτών.

5. Επειδή, εν προκειμένω, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα εξής: Η αναιρεσίβλητη, αγγλική τράπεζα με την επωνυμία «.....................» που από το έτος 1974 διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά στην οδό ............. , έχει ως αντικείμενο εργασιών κάθε είδους τραπεζικές δραστηριότητες και τηρεί βιβλία και στοιχεία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Με την με αριθ. πρωτ. 14911/16.6.1992 αίτησή της προς τη Δ.Ο.Υ. ................ ζήτησε την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. διαχειριστικών περιόδων από 1.1.1987 έως 30.9.1991, συνολικού ποσού 23.685.596 δραχμών, το οποίο είχε αναγράψει και στην εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. οικονομικού έτους 1991. Το υπόλοιπο αυτό, όπως υποστήριξε στην αίτησή της και όπως προκύπτει και από τις εκκαθαριστικές δηλώσεις των ετών 1987 και 1991, διαμορφώθηκε τελικά στο πιο πάνω ποσό, μετά τις διαδοχικές προσθήκες σε κάθε οικονομικό έτος, από το 1987 και εντεύθεν, των πιστωτικών υπολοίπων Φ.Π.Α. που προέκυπταν από τις εκκαθαριστικές δηλώσεις των ως άνω ετών. Τα υπόλοιπα των ετών αυτών, η αναιρεσίβλητη υποστήριξε ότι δεν μπόρεσε να τα συμψηφίσει στις επόμενες διαχειριστικές περιόδους, διότι πραγματοποιεί κατά κύριο λόγο απαλλασσόμενες πράξεις με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών. Προκειμένου να εξεταστεί εάν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την ικανοποίηση του αιτήματος, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά με την με αρ. πρωτ. 14792/15.9.1993 πρόσκλησή του κάλεσε την αναιρεσίβλητη τράπεζα να παραδώσει για έλεγχο α) καταστάσεις κατ’ έτος των απαλλασσομένων εκροών με δικαίωμα έκπτωσης κατ’ άρθρο 23 του ν. 1642/1986 - δηλαδή των υπηρεσιών χορηγήσεως πιστώσεων, διακανονισμού συναλλάγματος κ.λπ. που έγιναν προς λήπτες εγκατεστημένους εκτός της Ε.Ο.Κ. ή οι σχετικές εργασίες συνδέονται άμεσα με αγαθά που εξάγονται εκτός της Ε.Ο.Κ. - με αναλυτικά στοιχεία αναφορικά με τους συμβαλλομένους, τον τόπο εγκατάστασής τους, το είδος των πιστώσεων κ.λπ. και β) τα σχετικά δανειστικά κ.λπ. συμβόλαια επίσημα μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα. Η αναιρεσίβλητη με τις από 27.9.1993 και 30.9.1993 επιστολές της υπέβαλε μόνο τις καταστάσεις (στην Αγγλική), από τις οποίες προέκυπταν τα ποσά των τόκων που έλαβε κατά τις περιόδους 1987 έως 1990 από διάφορες εταιρείες της Κύπρου, Μάλτας, Λιβερίας, Παναμά κ.ά., αλλά όχι και τις συμβάσεις δανείου, για το λόγο ότι δεν ήταν δυνατή η μετάφραση αυτών λόγω του τεραστίου όγκου μιας ανάλογης εργασίας, καθώς και του σημαντικού κόστους αυτής, δεδομένου ότι κάθε σύμβαση αποτελείτο κατά μέσο όρο από 30- 40 σελίδες. Αντιπρότεινε δε την προσφορά της βοήθειάς της στη μετάφραση τυχαίου δείγματος μικρού μόνο αριθμού συμβάσεων, κατ’ επιλογή των ελεγκτικών οργάνων. Κατόπιν αυτών ο ως άνω Προϊστάμενος με την υπ’ αριθ. 387/14.10.1994 απόφαση απέρριψε το αίτημα της αναιρεσίβλητης με την αιτιολογία ότι: α) από το δειγματοληπτικό έλεγχο των καταστάσεων και άλλων συγκεκριμένων εγγράφων, όπως συμβολαίων υποθήκης, ειδικών πληρεξουσίων κ.λπ., προέκυψε ότι οι λήπτες των δανείων είχαν έδρα κατά το καταστατικό τους ξένη χώρα, αλλά η οικονομική τους δραστηριότητα και η εκμετάλλευση των επιχειρήσεών τους ασκείτο στην Ελλάδα και, ως εκ τούτου, η τράπεζα δεν είχε δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών των απαλλασσομένων πράξεων που πραγματοποιεί, β) υπήρξε δυσχέρεια διεξαγωγής λεπτομερούς έρευνας στις καταρτισθείσες συμβάσεις δανείου σε ξένη γλώσσα, οφειλόμενη στην άρνηση της τράπεζας να παραδώσει στον έλεγχο τις σχετικές συμβάσεις δανείου επίσημα μεταφρασμένες στην ελληνική γλώσσα και γ) το ποσό των 23.685.596 δρχ., του οποίου ζητήθηκε η επιστροφή, αναγράφηκε στον κωδικό 704 προς έκπτωση και όχι στον κωδικό 705 προς επιστροφή. Κατά της πράξεως αυτής η αναιρεσίβλητη άσκησε προσφυγή με την οποία προέβαλε ότι δεν είχε νόμιμη υποχρέωση να μεταφράσει στα ελληνικά τις συμβάσεις δανείου, τις οποίες έθεσε στη διάθεση του ελέγχου και ότι το αίτημα αυτό ήταν καταχρηστικό, ότι ήταν εσφαλμένη η κρίση της φορολογικής αρχής ότι ορισμένοι από τους λήπτες των δανείων δεν είχαν έδρα εκτός Ε.Ο.Κ. και ότι δεν απαιτείτο ανάκληση της εκκαθαριστικής δηλώσεως όπου είχε αναγραφεί το επίδικο ποσό προς έκπτωση και όχι προς επιστροφή. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, η αναιρεσίβλητη προς απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας του αιτήματός της προς επιστροφή του επίδικου ποσού προσκόμισε: α) εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. ετών 1987-1991, β) φωτοτυπημένα αντίγραφα «ετησίων καταστάσεων απαλλασσομένων εκροών με δικαίωμα έκπτωσης για τα έτη 1987 έως 1990», όπως περιγράφονται στο υπόμνημα δεκαέξι αμετάφραστες σελίδες με εγγραφές στην αγγλική γλώσσα, β) αμετάφραστα αντίγραφα σελίδων των μηχανογραφημένων «βιβλίων» της με εγγραφές των ετών, 1988, 1989, 1990 και 1991, γ) αντίγραφα των από 24.2.1986 και από 11.9.1987 συμβάσεων μεταξύ αυτής (ήδη αναιρεσίβλητης) και των εταιρειών ............................................................... αντίστοιχα, τα οποία ήταν συντεταγμένα στην αγγλική γλώσσα, προσκομίστηκε δε ελληνική μετάφραση μόνο των δύο πρώτων σελίδων αυτών και της σελ. 27 της από 11.9.1987 συμβάσεως και των σελ. 16-17 της από 24.2.1986 συμβάσεως. Το δικάσαν πρωτοδικείο έκανε δεκτό ότι από τις διατάξεις των άρθρων 18, 23 και 27 του ν. 1642/1986 και της Π.1185/521/1988 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών προκύπτει ότι προϋπόθεση επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. είναι η απόδειξη από τον ενδιαφερόμενο των ουσιαστικών κατά νόμο δεδομένων, βάσει των οποίων ζητείται η επιστροφή και ότι εν όψει αυτού ο ενδιαφερόμενος είναι υποχρεωμένος να παραδώσει στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, εκτός από τα βιβλία του και τα απαραίτητα τουλάχιστον στοιχεία τα οποία επιτρέπουν τον προσωρινό, έστω, έλεγχο των προϋποθέσεων ικανοποιήσεως του αιτήματός του και μάλιστα σε μορφή που να καθιστά πραγματικά δυνατό και όχι να δυσχεραίνει τον ανωτέρω έλεγχο.

Περαιτέρω, έκρινε ότι η απαίτηση, εν προκειμένω, της φορολογικής αρχής να ζητήσει από εγκατεστημένο στην Ελλάδα υπόχρεο να υποβάλει σ’ αυτήν τα στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν τη βασιμότητα του αιτήματός του επιστροφής Φ.Π.Α., μεταφρασμένα στα ελληνικά (που είναι άλλωστε η μόνη επίσημη γλώσσα του κράτους), ανεξαρτήτως των πρακτικών δυσκολιών ή και του μεγάλου κόστους που ενδέχεται να έχει μια τέτοια μετάφραση, όχι μόνο δεν είναι καταχρηστική, αλλά είναι αυτονόητη, ενώ αντιθέτως η άρνηση της αναιρεσίβλητης να συμμορφωθεί με το πρόσχημα του κόστους και του όγκου της μεταφραστικής εργασίας αντίκειται στις σχετικές υποχρεώσεις της, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εξέταση του αιτήματός της.

Αποφάνθηκε δε ότι η απόρριψη του αιτήματος επιστροφής της αναιρεσίβλητης με την αιτιολογία ότι η ελεγχόμενη επιχείρηση δεν επέτρεψε, με την άρνηση συμμορφώσεώς της στο αίτημα μεταφράσεως, τον έλεγχο των προϋποθέσεων επιστροφής είναι νόμιμη και επαρκώς στηρίζει την προσβαλλόμενη πράξη, ανεξαρτήτως της ορθότητας των άλλων δύο αιτιολογικών ερεισμάτων. Τέλος, απέρριψε την προσφυγή αφού έκρινε ότι ούτε ενώπιον του δικαστηρίου η αναιρεσίβλητη προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων ικανοποιήσεως του αιτήματος επιστροφής, δεδομένου ότι αφ’ ενός μεν τα προσκομισθέντα από αυτήν ενώπιον του δικαστηρίου συντεταγμένα στην αγγλική έγγραφα δεν λαμβάνονται υπόψη, εφόσον δεν συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση, σύμφωνα με το άρθρο 146 παρ. 3 του Κ.Φ.Δ., αφ’ ετέρου δε οι ελάχιστες μεταφρασμένες στα ελληνικά σελίδες δύο μόνο δανειστικών συμβολαίων είναι, πρωτίστως, εντελώς ανεπαρκείς για την απόδειξη των ισχυρισμών της σχετικά με τις διενεργηθείσες από αυτή εργασίες μιας τετραετίας. Κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως η αναιρεσίβλητη άσκησε έφεση, με την οποία προέβαλε ότι ήταν πλημμελής η κρίση του δικάσαντος πρωτοδικείου ότι αιτιολογία της απόρριψης επιστροφής του φόρου ήταν η άρνηση μεταφράσεων των συμβάσεων δανείων, αφού παρά τις δυσχέρειες, η φορολογική αρχή εξέτασε στην ουσία το αίτημα και το απέρριψε διότι οι λήπτες των δανείων είχαν την οικονομική τους δραστηριότητα στην Ελλάδα, ότι μη νομίμως δεν απεφάνθη ως προς τους λοιπούς λόγους προσφυγής και ότι μη ορθώς απαίτησε την προσκόμιση ενώπιόν του ολόκληρου του κειμένου των συμβάσεων μεταφρασμένο, δεδομένου ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τον έλεγχο η ύπαρξη και η αυθεντικότητα των συναλλαγών, οπότε η αναιρεσίβλητη δεν είχε το βάρος απόδειξης των εργασιών της. Ηδη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η έφεση της αναιρεσίβλητης έγινε δεκτή με την αιτιολογία, ότι εφόσον η αναιρεσίβλητη τράπεζα πραγματοποιεί κατά κύριο λόγο απαλλασσόμενες πράξεις με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, δικαιούται την επιστροφή των πιστωτικών υπολοίπων Φ.Π.Α. των διαχειριστικών περιόδων 1987 έως 1991, γιατί τα υπόλοιπα αυτά δεν είχε τη δυνατότητα να τα συμψηφίσει στις επόμενες διαχειριστικές περιόδους λόγω των απαλλασσομένων πράξεων που πραγματοποιεί και τούτο ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι το πιστωτικό αυτό υπόλοιπο το δήλωσε στην εκκαθαριστική δήλωση προς έκπτωση, γιατί η έκπτωση αυτή είχε την έννοια της επιστροφής, ενώ περαιτέρω το θέμα της δυσχέρειας μεταφράσεως των δανειστικών συμβάσεων, εν όψει του ότι η αναιρεσίβλητη λειτουργεί νομίμως στην Ελλάδα, μπορούσε η φορολογική αρχή να το αντιμετωπίσει διενεργώντας έλεγχο των δανειστικών συμβάσεων στην έδρα της τράπεζας δι’ αρμοδίου υπαλλήλου γνωρίζοντος την Αγγλική.

6. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη τράπεζα δεν είχε υποχρέωση να προσκομίσει στη φορολογική αρχή τα επίμαχα δανειστικά συμβόλαια μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα, και, συνεπώς, χωρίς να ελέγξει αν από τα εν λόγω δανειστικά συμβόλαια προκύπτουν οι κατά τις διατάξεις του ν. 1642/1986 και την Π. 1185/521/ 1988 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών ουσιαστικές προϋποθέσεις επιστροφής ΦΠΑ, δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη τράπεζα πραγματοποιεί κατά κύριο λόγο απαλλασσόμενες πράξεις με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, ακύρωσε την 387/14.10.1994 αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ....... και διέταξε περαιτέρω την επιστροφή στην αναιρεσίβλητη του προαναφερόμενου ζητηθέντος πιστωτικού υπολοίπου, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 4, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις. Για το λόγο αυτόν, προεχόντως, που προβάλλεται βάσιμα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.

Δια ταύτα

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την απόφαση 815/2000 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση κατά το αιτιολογικό.

Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη εταιρία τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε χίλια τριακόσια ογδόντα (1.380) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2011

Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β΄ Τμήματος
Φ. Αρναούτογλου Ι. Μητροτάσιος

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Ιανουαρίου 2012.