ΕΦΕΤΕΙΟ - 5131/2011 - 30/9/2011 - Απαγόρευση ανταγωνισμού σε μέλη της διοίκησης Α.Ε.

ΕΦΕΤΕΙΟ - 5131/2011 - 30/9/2011 - Απαγόρευση ανταγωνισμού σε μέλη της διοίκησης Α.Ε.

ΘΕΜΑ: Απαγόρευση ανταγωνισμού σε μέλη της διοίκησης Α.Ε.

Απαγόρευση αθέμιτου ανταγωνισμού. Προϋποθέσεις εφαρμογής  ν. 146/1914. Η απόσπαση πελατείας από πρώην στελέχη μιας επιχείρησης, τα οποία, μετά την αποχώρησή τους απ’ αυτήν ασκούν ανταγωνιστική δραστηριότητα και αποσπούν πελάτες της πρώην εργοδότριας τους επιχείρησης είναι θεμιτή και νόμιμη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπόκεινται σε μετασυμβατική απαγόρευση ανταγωνισμού με ρητή πρόβλεψη και δεν χρησιμοποιήθηκαν αθέμιτα μέσα ή παραπλανητικές μέθοδοι.
Απαγόρευση ανταγωνισμού σε μέλη της διοίκησης Α.Ε. Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού, της οποίας η παραβίαση από τα ως άνω πρόσωπα αποτελεί αδικοπραξία, ως παραβίαση υποχρέωσής τους που προβλέπεται από το νόμο και συνεπώς γεννά υπέρ της Α.Ε. αξιώσεις αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, παύει να ισχύει με την καθοιονδήποτε τρόπο λήξη ή με την παύση της ιδιότητας του συμβούλου που συμμετέχει στη διεύθυνση της Α.Ε. ή του διευθυντή αυτής, χωρίς να αποκλείεται να επεκταθεί χρονικά και μετά την παύση της ιδιότητάς του αυτής ή την αποχώρησή του από την εταιρεία, με ρητή συμβατική υποχρέωση η οποία είναι κατ’ αρχήν έγκυρη, εφόσον δεν περιορίζει την μελλοντική επαγγελματική δραστηριότητά του.

Αριθμός Απόφασης 5131/2011

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ    

Τμήμα: 15ο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Μιχαήλ Αυγουλέα, Πρόεδρο Εφετών, Αντιγόνη Καραϊσκου,  Ευσεβεία Λιακοπούλου – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Στυλιανή Τζανιδάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2011 για να δικάσει την υπόθεση  μεταξύ:

Α) ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ :............, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο  τους .............
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : ................, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ.  2 του Κ.Πολ.Δικ. από το πληρεξούσιο δικηγόρο τους, .............

Β) ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ : ............., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ.  2 του Κ.Πολ.Δικ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, ...........

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ :.................., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο  τους, ...............
Οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες – εκκαλούσες με την από 14 Απριλίου 2009 αγωγή  τους προς το  Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 2471/2009, ζήτησαν να γίνουν  δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ‘ αριθμόν 4649/2010 οριστική του απόφαση με την οποία  δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες, με τις από 2 Δεκεμβρίου 2010 και 28 Ιουλίου 2010  εφέσεις τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχουν κατατεθεί με αριθμούς 10079/2010 και  6813/2010 αντίστοιχα.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Φωκίων Τσίντος κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και  παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του  Κ.Πολ.Δικ.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ιωάννης Τριαντάφυλλος αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
                   
 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες εφέσεις, ήτοι : α) η από 28-07-2010 (αριθμ. καταθ. 6813/30-07-2010) έφεση των  εν μέρει νικησάντων εναγουσών εταιρειών και β) η από 02-12-2010 (αριθμ. καταθ. 10079/03-12- 2010) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγομένων που αμφότερες στρέφονται κατά της με αριθμό  4649/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες  διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας  προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 08-11-2010 (βλ. τις  με αριθμούς 707 γ’, 708 γ’, 709 γ’ και 710 γ’/08-11-2010 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού  επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μερκούριου Καρακωστή) και οι υπό κρίση εφέσεις  κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η μεν πρώτη στις 30-07-2010, η δε  δεύτερη στις 03-12-2010 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 498, 511 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518  παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, αφού συνεκδικαστούν κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ.  1 ΚΠολΔ) λόγω της προφανούς συνάφειάς τους (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ) λόγω του ότι  στρέφονται κατά της ίδιας οριστικής απόφασης, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και  να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).       

Οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες – εφεσίβλητες ανώνυμες εταιρείες.................. με την από 14- 04-2009 αγωγή που άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος των  εναγομένων ήδη εφεσιβλήτων – εκκαλούντων, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της ισχυρίστηκαν  ότι, οι τρεις πρώτοι των εναγομένων ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης  ενάγουσας μέχρι και τις  22-10-2008 που παραιτήθηκαν, εξ αυτών δε, οι δύο πρώτοι ήταν μέτοχοι και νόμιμοι εκπρόσωποί  της (ο πρώτος ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων σύμβουλός της και ο δεύτερος  Αντιπρόεδρος του Δ.Σ.) συγχρόνως δε, σε εκτέλεση του από 14-07-2006 συμφωνητικού αφενός  μετείχαν έναντι αμοιβής στη διεύθυνση των εργασιών των εμπορικών δραστηριοτήτων της  (πρώτης ενάγουσας) μη επιτρεπομένης της ενασχόλησής τους σε οποιαδήποτε άλλη  δραστηριότητα πολλώ δε μάλλον ανταγωνιστική, αφετέρου είχε συνομολογηθεί σύμβαση μη  ανταγωνισμού για διάστημα δύο ετών μετά τη, για οποιοδήποτε λόγο, παύση παροχής των  υπηρεσιών τους σ’ αυτήν (α’ ενάγουσα), η εκπλήρωση της οποίας ενισχύθηκε με παρεπόμενη  συμφωνία ποινικής ρήτρας ύψους διπλάσιου των ετήσιων καθαρών αποδοχών τους κατά το  τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από τη λύση της εργασιακής τους σχέσης, πέραν και σωρευτικά πάσης  άλλης τυχόν προκληθείσας ζημίας. Οτι μετά την υπαγωγή της πρώτης ενάγουσας εταιρείας στο  άρθρο 44 Ν 1892/1990 και τη δικαστική ρύθμιση των προς τρίτους οφειλών της σε μηνιαίες  δόσεις, οι μέτοχοι της, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι δύο πρώτοι εναγόμενοι με συνολικό  ποσοστό 30% του εταιρικού κεφαλαίου, ίδρυσαν (τον Απρίλιο του 2007) τη δεύτερη των  εναγουσών εταιρεία με την επωνυμία «......» με εταιρικό σκοπό όμοιο με αυτόν της πρώτης  ενάγουσας (εμπορία ειδών κτηνοτροφικής παραγωγής, όπως ζωοτροφές, ζώντα ζώα, αβγά  εκκόλαψης, κτηνοτροφικά φάρμακα κλπ), στην οποία (β’ ενάγουσα) μετείχαν όλοι οι μέτοχοι της  πρώτης κατά το ίδιο ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου έκαστος, δηλαδή και οι δύο πρώτοι  εναγόμενοι οι οποίοι μάλιστα διηύθυναν εν τοις πράγμασι το ζωτικό εμπορικό της τομέα, χωρίς  όμως να είναι μέλη του Δ.Σ. της ούτε υπάλληλοί της. Αιτία ίδρυσής της (β’ ενάγουσας) ήταν η  σταδιακή μεταβίβαση σε χρονικό διάστημα 8 ετών της πλήρους επιχειρηματικής δραστηριότητας  της πρώτης ενάγουσας, η εμπορική αξιοπιστία της οποίας είχε τρωθεί λόγω της προηγηθείσας  χρεοκοπίας της. Ότι, ενόσω οι δύο πρώτοι εναγόμενοι διηύθυναν παράλληλα τον εμπορικό τομέα  αμφοτέρων των εναγουσών εταιρειών, ήδη από τον Ιανουάριο του 2008 προέβησαν με τη  σύμπραξη και της τρίτης εναγόμενης – μητέρας τους, στις αναφερόμενες αντισυμβατικές και  αντιβαίνουσες στα χρηστά συναλλακτικά ήθη πράξεις, μετά δε την παραίτησή τους από το Δ.Σ. της  πρώτης ενάγουσας (στις 22-10-2008) και την αυτόβουλη και αντισυμβατική εκ μέρους τους παύση  παροχής των διευθυντικών καθηκόντων τους στις ενάγουσες, συνέστησαν (στις 29-10-2008)  αντισυμβατικά, παράνομα, υπαίτια και με σκοπό να ανταγωνιστούν αυτές (τις ενάγουσες), την  τέταρτη των εναγομένων εταιρεία που έχει αντικείμενο εργασιών όμοιο με αυτό των εναγουσών,  προκαλώντας έτσι στις τελευταίες ζημία το ύψος της οποίας επειδή δεν έχουν εισέτι εξακριβώσει,  επιφυλάσσονται ν’ αξιώσουν την αποκατάστασή της, μελλοντικά. Με βάση το ως άνω ιστορικό  ζήτησαν : 1) να απαγορευτεί με την απειλή χρηματικής ποινής και παροχής εγγύησης : α) στους  τρεις πρώτους εναγόμενους να ενεργούν  στο  μέλλον ατομικά ή με την ιδιότητα των εκπροσώπων  της τέταρτης των εναγομένων ή οποιασδήποτε άλλης εταιρείας, πράξεις που ανάγονται στο  αντικείμενο εμπορίας των εναγουσών για όσο χρονικό διάστημα έχουν (οι δύο πρώτοι εναγόμενοι)  την ιδιότητα των μετόχων των εναγουσών εταιρειών, άλλως για τρία χρόνια από την επίδοση της  αγωγής, άλλως από την παραίτησή τους από μέλη του Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας καθώς και β)  στην τέταρτη εναγόμενη εταιρεία (να απαγορευτεί) να διαθέτει στην αγορά με οποιοδήποτε τρόπο  εμπορεύματα σχετικά με την κτηνοτροφία εν γένει και να παραλείπει στο μέλλον κάθε άλλη  ανταγωνιστική πράξη, 2) να επιτραπεί η δημοσίευση περίληψης της απόφασης σε δύο ημερήσιες  πολιτικές εφημερίδες, 3) να υποχρεωθεί η τρίτη εναγόμενη να επιδείξει και χορηγήσει αντίγραφο  της κίνησης του αναφερόμενου τραπεζικού λογαριασμού της του χρονικού διαστήματος από 01- 01-2007 έως την έκδοση της οριστικής απόφασης, άλλως έως τη συζήτηση της αγωγής ώστε  αφενός να διαπιστωθούν τυχόν συναλλαγές των δύο πρώτων εναγομένων μέσω αυτής με  ασχολούμενα με την κτηνοτροφία πρόσωπα και αφετέρου να προσδιοριστεί το κέρδος που  αποκόμισαν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι και αντίστοιχα η ζημία των εναγουσών από την εκ μέρους  τους εμπορία ανταγωνιστικών προϊόντων, ώστε να ασκήσουν σε βάρος της αγωγή αποζημίωσης  λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού, 4) να οριστεί ορκωτός λογιστής για τη διενέργεια ελέγχου των  εμπορικών βιβλίων της τέταρτης των εναγομένων προκειμένου να εξακριβωθούν οι συναλλαγές  της με προμηθευτές των εναγουσών ανταγωνιστών προϊόντων κατά το αναφερόμενο χρονικό  διάστημα, έτσι ώστε να διαπιστωθεί το αθέμιτο κέρδος που αποκόμισε η εναγόμενη εταιρεία με  αντίστοιχη ζημία των εναγουσών, άλλως να υποχρεωθεί αυτή (δ’ εναγομένη) να επιδείξει και να  χορηγήσει αντίγραφα των εμπορικών της βιβλίων και των τιμολογίων και δελτίων αποστολής που  αφορούν στην αγορά και μεταπώληση ανταγωνιστικών κτηνοτροφικών και κτηνιατρικών ειδών,  στοιχεία που είναι αναγκαία για την σε βάρος της άσκηση στο μέλλον αγωγής αποζημίωσης  στηριζόμενη στις περί αθέμιτου ανταγωνισμού διατάξεις, 5) να υποχρεωθούν : 5α) οι δύο πρώτοι  εναγόμενοι να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα την συμφωνηθείσα και ανερχόμενη σε 113.400  ευρώ για τον πρώτο και 79.200 ευρώ για το δεύτερο ποινική ρήτρα νομιμότοκα από την επίδοση  της αγωγής, 5β) όλοι οι εναγόμενοι να καταβάλουν σε κάθε μία ενάγουσα εταιρεία ως χρηματική  της ικανοποίηση τα αιτούμενα ποσά, ήτοι 60.000 ευρώ ο πρώτος, 40.000 ευρώ ο δεύτερος,  10.000 η τρίτη και 100.000 ευρώ η τέταρτη, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που  υπέστησαν από την σε βάρος τους αδικοπρακτική συμπεριφορά τους και 6) να απειληθεί σε βάρος  των εναγομένων φυσικών προσώπων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσον  εκτέλεσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε επαρκώς  ορισμένη (πλην του αιτήματος με στοιχεία 1β’ στην παρούσα, ήτοι της απαγόρευσης διάθεσης εκ  μέρους της τέταρτης εναγόμενης εταιρείας εμπορευμάτων σχετικών με την κτηνοτροφία, αίτημα  που απέρριψε ως αόριστο) και νόμιμη την αγωγή ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 23  παρ. 1 του Ν. 2190/1920, 1 του Ν. 146/1914, 361, 404-405 παρ. 1, 481 επ., 71, 914, 919, 926,  927, 932 του ΑΚ, 176, 907-908 περ. 1 δ’ 947, 1047, 1049 του ΚΠολΔ, πλην των υπό στοιχεία 3 και  4 αιτημάτων τα οποία απέρριψε ως απαράδεκτα λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.  Ακολούθως, αφού απέρριψε τις θεμελιούμενες στις διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού αξιώσεις  προεχόντως ως ουσία αβάσιμες και με επάλληλη σκέψη ως παραγραμμένες δεχόμενη την ένσταση  παραγραφής του άρθρου 19 Ν. 146/1914 που πρόβαλαν οι εναγόμενοι, με την αιτιολογία ότι η  ένδικη αγωγή ασκήθηκε μετά την παρέλευση εξαμήνου από τη γνώση των νομίμων εκπροσώπων  των εναγουσών (27-09-2008) των σε βάρος τους ανταγωνιστικών πράξεων των εναγομένων,  δέχτηκε κατά ένα μέρος ως και κατ’ ουσία βάσιμα τα λοιπά αιτήματα αυτής που θεμελιώνονταν  στις σωρρευμένες βάσεις των άρθρων 23 παρ. 1 του Ν. 2190/1920, 361, 404–405, 481 επ. 71,  914, 919, 926, 927, 932 του ΑΚ κατά το μέρος που αφορούν στους λοιπούς εναγομένους, πλην  της τρίτης, ως προς την οποία απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της, υποχρεώνοντάς τους (τον 1ο,  2ο και 4η) να καταβάλουν, ως ακολούθως : 1) στην πρώτη ενάγουσα : 1α) 113.400 ευρώ ο  πρώτος εναγόμενος και 79.200 ευρώ ο δεύτερος ως ποινική ρήτρα, 1β) οι δύο πρώτοι εναγόμενοι  ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος 10.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση και 2) στη  δεύτερη ενάγουσα εταιρεία να καταβάλουν (οι 1ο, 2ο και 4η) εις ολόκληρον ευθυνόμενοι 40.000  ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις  συνεκδικαζόμενες εφέσεις, τόσο οι ενάγουσες εταιρείες όσο και οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτη  των εναγομένων για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και  ζητούν την  εξαφάνιση, άλλως τη μεταρρύθμισή της, προκειμένου κατά μεν τις πρώτες (ενάγουσες)  να γίνει καθ’ ολοκληρία δεκτή η αγωγή τους, κατά δε τους δεύτερους (εναγόμενους) να  απορριφθεί αυτή στο σύνολό της.       

Από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του π.δ. 226/1992 ορίζεται ότι, όπου κατά τις διατάξεις της  κείμενης νομοθεσίας τα εμπορικά βιβλία συνιστούν μέσα αποδείξεως, το Δικαστήριο μπορεί να  διατάξει, αντί για την εμφάνισή τους, έλεγχο και θεώρηση των βιβλίων από Ορκωτό Ελεγκτή, του  οποίου η νόμιμα συνταγμένη έκθεση αποτελεί πλήρη απόδειξη για το αντικείμενο για το οποίο  διατάχθηκε. Από την εν λόγω διάταξη συνδυαζόμενη με τις διατάξεις των άρθρων 450 ΚΠολΔ και  902 του ΑΚ προκύπτει ότι για να διαταχθεί από το Δικαστήριο ο έλεγχος εμπορικών βιβλίων ή η  εμφάνισή τους, πρέπει αυτά να αποτελούν μέσα απόδειξης σε συγκεκριμένη δίκη και να  συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, ελέγχου ή επίδειξής τους, όπως αυτές ρυθμίζονται στις ως  άνω διατάξεις (450 ΚΠολΔ και 902 ΑΚ). Από αυτές, στην προκειμένη περίπτωση εφαρμοστέα είναι η  διάταξη του άρθρου 902 του ΑΚ, εφόσον οι ενάγουσες δεν επικαλούνται τη χρησιμοποίηση των  εγγράφων και των βιβλίων σε άλλη δίκη που εκκρεμεί μεταξύ των διαδίκων. Από την τελευταία ως  άνω διάταξη (902 ΑΚ) ορίζονται οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της σχετικής αξίωσης (για επίδειξη  εγγράφου ή χορήγηση αντιγράφου του) που είναι, αφενός μεν η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του  αιτούντος την επίδειξη το οποίο εξειδικεύεται στις τρεις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο  περιπτώσεις (όταν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον του αιτούντος, ή, όταν το έγγραφο  πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα ή όταν σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που  έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον αιτούντα είτε για το συμφέρον του),  αφετέρου η κατοχή του εγγράφου από αυτόν που ζητείται. Τέτοιο έννομο δεν υφίσταται στο  πρόσωπο του αιτούντος, οπότε και η σχετική αγωγή του απορρίπτεται ως απαράδεκτη, όταν δεν  συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, αλλά η αίτησή του αποβλέπει στην  αποκάλυψη για πρώτη φορά πραγματικών γεγονότων . Στην κρινόμενη λοιπόν περίπτωση, τα επικαλούμενα από τις ενάγουσες έγγραφα και εμπορικά βιβλία που υποστηρίζει ότι κατέχουν η  τρίτη και τέταρτη των εναγομένων αντίστοιχα, αφενός δεν επικαλείται ότι έχουν συνταχθεί για το  συμφέρον των εναγουσών, ούτε ότι πιστοποιούν έννομη σχέση που αφορά και αυτές, ούτε ότι  σχετίζονται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση, αλλά για να  διαπιστωθεί το ύψος της επικαλούμενης ζημίας τους προκειμένου να ασκήσουν μελλοντικά αγωγή  αποζημίωσης σε βάρος των συγκεκριμένων εναγομένων. Συνεπώς δεν συντρέχουν οι νόμιμες ως  άνω αναφερόμενες προϋποθέσεις και ειδικότερα, δεν υφίσταται στο πρόσωπό τους έννομο  συμφέρον ούτε για το διορισμό ορκωτού ελεγκτή, ούτε για την επίδειξη ή τη χορήγηση  αντιγράφου τους. Κατόπιν αυτών, τα σχετικά αγωγικά αιτήματα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα και  επομένως, ορθά εφαρμόζοντας το νόμο απέρριψε αυτά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και όσα περί  αντιθέτου υποστηρίζουν οι ενάγουσες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους είναι απορριπτέα.        Κατά τη γενική ρήτρα που καθιερώνει το άρθρο 1 του Ν. 146/1914 «περί αθεμίτου  ανταγωνισμού», απαγορεύεται στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη  που γίνεται με σκοπό τον ανταγωνισμό και αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο δε παραβάτης μπορεί να  εναχθεί για παράλειψη και άρση της γενόμενης προσβολής που εξακολουθεί κατά την έγερση της  αγωγής, αλλά και για ανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε. Για την εφαρμογή της παραπάνω  διάταξης απαιτείται, αφενός μεν η πράξη να έγινε με σκοπό τον ανταγωνισμό και, αφετέρου, να  αντίκειται στα χρηστά ήθη. Η έννοια των χρηστών ηθών δεν καθορίζεται από το νόμο, αλλά  επαφίεται στο δικαστή να κρίνει μετά από επιμελή εκτίμηση κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης,  αποβλέποντας, κυρίως, στο εάν οι ενέργειες του ανταγωνισμού προσκρούουν στο αίσθημα του  μέσου συνετού και σώφρονος κοινωνικού ανθρώπου και στη, βάση αυτού, διαμορφωμένη κοινή  συνείδηση, λαμβανομένης υπόψη και της κρατούσας κοινωνικής αντίληψης στις συναλλαγές και  στον κύκλο των προσώπων στον οποίο εκδηλώνεται. Η απόσπαση πελατείας από πρώην στελέχη μιας  επιχείρησης, τα οποία, μετά την αποχώρησή τους απ’ αυτήν ασκούν ανταγωνιστική  δραστηριότητα και αποσπούν πελάτες της πρώην εργοδότριάς τους επιχείρησης είναι θεμιτή και  νόμιμη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπόκεινται σε μετασυμβατική απαγόρευση ανταγωνισμού με  ρητή πρόβλεψη και δεν χρησιμοποιήθηκαν αθέμιτα μέσα ή παραπλανητικές μέθοδοι ή  δυσφημιστικοί ή υποτιμητικοί ισχυρισμοί για την πρώην εργοδότριά τους ή δεν αποσπούν τους  πελάτες της με αθέμιτα μέσα. Σε διαφορετική περίπτωση η συμπεριφορά τους είναι αθέμιτη, με  συνέπεια η βλαπτόμενη πρώην εργοδότριά τους επιχείρηση να διατηρεί σε βάρος τους αξίωση  άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον καθώς και αποζημίωσης, παράλληλα δε, δεν  αποκλείεται και επιπλέον αξίωσή της για χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής  της βλάβης στην περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων των  άρθρων 914, 919, 932, 288, 297, 298 του ΑΚ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 του ν. 146/1914 «περί  αθέμιτου ανταγωνισμού» όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 29 παρ. 2 Ν.  3784/2009 (ΦΕΚ Α 137/7.8.2009) οι αξιώσεις που πηγάζουν από τις διατάξεις του νόμου αυτού για  παράλειψη ή αποζημίωση, παραγράφονται μετά από έξι μήνες από το χρονικό σημείο κατά το  οποίο ο έχων την αξίωση έλαβε γνώση της πράξης και του υπεύθυνου προσώπου, πάντως δε μετά  τριετία από τότε που έγινε η πράξη. Επί πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού, που δημιουργούν  κατάσταση διαρκούς προσβολής, η παραγραφή της αξίωσης για παράλειψη αρχίζει από το χρονικό  σημείο κατά το οποίο ο έχων την αξίωση έλαβε γνώση της πράξεως δια της οποίας προσβλήθηκε η  αξίωσή του και του υπευθύνου προσώπου ). Στην περίπτωση δε που  μία πράξη παραβιάζει συγχρόνως τις ειδικές διατάξεις του ν. 146/1914, αλλά και τη γενική διάταξη  του άρθρου 914 ΑΚ, τότε εφαρμόζεται μόνο η παραγραφή του άρθρου 19 του ν. 146/1914, ως  εξαιρετική ρύθμιση και όχι η παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, διότι το προβάδισμα της  εφαρμοστέας διάταξης καθορίζεται από το σκοπό και τον ειδικό χαρακτήρα της παραγραφής. Η  σύντομη δε παραγραφή του άρθρου 19 του ν. 146/1914 σκοπεύει στην ταχεία εκκαθάριση των  διαφορών που πηγάζουν από τις διατάξεις του ανταγωνισμού, αρχή που κρατεί στο εμπορικό  δίκαιο και αποτελεί ειδική ρύθμιση σε σχέση με το δίκαιο των αδικοπραξιών . Περαιτέρω, κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2190/1920, όπως ισχύει μετά  την αντικατάστασή του με το άρθρο 32 του ν. 3604/2007 «Απαγορεύεται στους συμβούλους που  συμμετέχουν με οποιοδήποτε τρόπο στη διεύθυνση της εταιρείας, καθώς και στους διευθυντές  αυτής, να  ενεργούν,  χωρίς  άδεια  της γενικής συνελεύσεως, για δικό τους λογαριασμό ή για  λογαριασμό τρίτων, πράξεις που υπάγονται σε κάποιον από τους σκοπούς που επιδιώκει η εταιρεία  και να μετέχουν ως ομόρρυθμοι εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν τέτοιους σκοπούς». Η διάταξη  αυτή, η οποία, αφορά τους συμμετέχοντες στην διεύθυνση της ανώνυμης εταιρείας, είναι απόρροια  της υποχρέωσης πίστης αυτών και έχει διττό περιεχόμενο. Με την θετική της όψη θεσπίζει ότι  υποχρεούνται έναντι του νομικού προσώπου να πράττουν ο,τιδήποτε συντελεί στην πραγμάτωση  του εταιρικού σκοπού, ενώ με την αρνητική όψη απαγορεύει να πράττουν ό,τι παρεμποδίζει την  υλοποίησή του. Κυριότερη περίπτωση αποτελεί η εκ του νόμου υποχρέωση παράλειψης  ανταγωνισμού υπό την έννοια ότι, στα ως άνω πρόσωπα απαγορεύεται από το νόμο, εφόσον δεν  υπάρχει σχετική άδεια της Γ.Σ., να ενεργούν κατ’ επάγγελμα πράξεις που ανάγονται στον εταιρικό  σκοπό ή να συμμετέχουν ως ομόρρυθμα μέλη εταιρείας που επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με αυτόν της  Α.Ε. Ετσι, στην ανταγωνιστική δραστηριότητα περιλαμβάνεται ο άμεσος ανταγωνισμός με την  ίδρυση ανταγωνιστικής επιχείρησης, αλλά και ο έμμεσος, με τη συμμετοχή σε ανταγωνιστική  επιχείρηση. Απαιτείται λοιπόν, όχι μόνον τα πρόσωπα αυτά να προέβησαν σε πράξη ανταγωνισμού,  αλλά να στόχευαν στο κέρδος, καθώς επίσης και να προέβησαν σε πράξεις τις οποίες η Α.Ε. ήταν σε  θέση να τις επιχειρήσει η ίδια και εξαιτίας της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των συμβούλων ή των  διευθυντών, η εταιρεία στερείται του κέρδους που θα της απέφεραν οι αντίστοιχες συναλλαγές. Η  υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού, της οποίας η παραβίαση από τα ως άνω πρόσωπα αποτελεί  αδικοπραξία, ως παραβίαση υποχρέωσής τους που προβλέπεται από το νόμο και συνεπώς γεννά  υπέρ της εταιρείας αξιώσεις αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, παύει να ισχύει με την  καθοιονδήποτε τρόπο λήξη ή με την παύση της ιδιότητας του συμβούλου που συμμετέχει στη  διεύθυνση της ανώνυμης εταιρείας ή του διευθυντή αυτής, χωρίς να αποκλείεται να επεκταθεί  χρονικά και μετά την παύση της ιδιότητάς του αυτής ή την αποχώρησή του από την εταιρεία, με  ρητή συμβατική υποχρέωση η οποία είναι κατ’ αρχήν έγκυρη, εφόσον δεν περιορίζει την  μελλοντική επαγγελματική δραστηριότητά του. Συνεπώς, το κύρος της ρήτρας απαγόρευσης  ανταγωνισμού εξαρτάται από την διάρκεια της ισχύος της, την έκτασή της κατά τόπο, την  επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύθηκε και την αποζημίωση που δικαιούται η εταιρεία  αν παραβλέψει ο υπόχρεος τη συμβατική του υποχρέωση ανταγωνιστικής δραστηριότητας.  Συνεπώς, η ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού είναι έγκυρη και δεσμευτική για τον υπόχρεο, εάν  και εφόσον, με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης κάθε φορά περιπτώσεως, αφενός δεν  καταλύει τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία της εργασίας και το εξίσου κατοχυρωμένο  δικαίωμα της ελεύθερης αναπτύξεως της οικονομικής ή επαγγελματικής δράσεως του υπόχρεου  (άρθρα 5 παρ. 1, 22 παρ. 1 του Συντάγματος), αφετέρου δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις  των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, με την έννοια ότι δεν περιέχει υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας  του υπόχρεου και γενικά, δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη . Περαιτέρω,  οι διατάξεις των άρθρων 404 επ. ΑΚ προβλέπουν το θεσμό της ποινικής ρήτρας, με την οποία ο  ένας από τους συμβαλλομένους υπόσχεται στον άλλο ότι, εάν δεν εκπληρώσει ή δεν εκπληρώσει  προσηκόντως την παροχή που οφείλει σ’ αυτόν από άλλη ενοχή, θα του καταβάλει, ως ποινή, ένα  χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο. Η ποινική ρήτρα που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές έχει χαρακτήρα  γνήσιας ποινικής ρήτρας, αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία και είναι μέσο πίεσης στην εξασφάλιση  της εκπλήρωσης της κύριας ενοχής. Η ποινή καταπίπτει ακόμη και αν ο δανειστής δεν έχει υποστεί  καμία ζημία (άρθρο 405 παρ. 2 ΑΚ). Συνιστά δηλαδή έναν τρόπο αποζημίωσης που υποχρεώνεται  να καταβάλει ο ασυνεπής συμβαλλόμενος για να αποκαταστήσει έτσι τη ζημία που προξένησε στον  άλλον, χωρίς ο τελευταίος να χρειάζεται να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη ή την έκταση  της ζημίας του.        Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον του  πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά  δημόσιας συνεδριάσεώς του, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν νόμιμα και  επικαλούνται, τα οποία λαμβάνονται υπόψη τόσο για άμεση απόδειξη, όσο και για τη συναγωγή  δικαστικών τεκμηρίων σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που  λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, πλην όσων (εγγράφων) είναι συνταγμένα σε ξένη  γλώσσα και δεν προσκομίζεται μετάφρασή τους, από την ένορκη κατάθεση των μαρτύρων  ............... και  ........... που περιλαμβάνονται στο ενιαίο κείμενο της προσκομιζόμενης και  επικαλούμενης από τις ενάγουσες με αριθμό 4164/04-05-2009 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της  Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία λήφθηκε νομότυπα (κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, ΑΠ 870/2008 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ) μετά από κλήτευση των εναγομένων, ενώ σημειώνεται ότι  δεν θα ληφθεί υπόψη η ως άνω ένορκη βεβαίωση καθό μέρος αφορά τη μαρτυρία των..... , οι  οποίοι κατά το χρόνο λήψης της, όπως οι ίδιοι δήλωσαν, ήταν μέλη του Δ.Σ. και νόμιμοι  εκπρόσωποι των εναγουσών εταιρειών και συνεπώς όχι τρίτοι, αλλά διάδικοι, αφού ταυτίζονται  διαδικαστικά με το νομικό πρόσωπο των εναγουσών εταιρειών, αιτία για την οποία η κατάθεσή  τους αυτή αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και ως τέτοιο δεν συνεκτιμάται ούτε για τη  συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων  και από τις ομολογίες των διαδίκων που εμπεριέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, που είναι αδέλφια, το έτος 2002  συνέστησαν νόμιμα δυνάμει της 5343/05-07-2002 Πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρία  Καμολίνου – Κόκοτα την εδρεύουσα στις Αφίδνες Αττικής πρώτη εναγόμενη εταιρεία με την  επωνυμία «.......» και το διακριτικό τίτλο «......», στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας και  συμμετείχαν κατά ποσοστό 60% ο πρώτος εναγόμενος (.....) και 40% ο δεύτερος (..........). Σκοπός  της ως άνω εταιρείας, όπως συμπληρώθηκε με την απόφαση της από 04-09-2003 έκτακτης Γ.Σ.  των μετόχων της, είναι η εμπορία ειδών κτηνοτροφικής παραγωγής εν γένει, όπως ζωοτροφές,  συμπληρώματα ζωοτροφών, ζώντα ζώα, αβγά εκκόλαψης, κτηνιατρικά φάρμακα,  παρασκευάσματα κλπ., απευθυνόμενη όχι στον τελικό καταναλωτή, αλλά σε επαγγελματίες  παραγωγούς. Από την ίδια ως άνω έκτακτη Γ.Σ. εκλέχθηκε το τριμελές Διοικητικό της Συμβούλιο  που αποτέλεσαν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και η τρίτη εναγόμενη – μητέρα τους, το οποίο  συγκροτήθηκε σε σώμα και ορίστηκε ο πρώτος εναγόμενος Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος,   ο δεύτερος εναγόμενος ως Αντιπρόεδρος  και  η Τρίτη εναγόμενη απλό μέλος του Δ.Σ. χωρίς  αρμοδιότητες, ορίστηκαν δε οι δύο πρώτοι ως εκπρόσωποι της (α’ ενάγουσας –.... οι οποίοι (και οι  τρεις πρώτοι εναγόμενοι) παρέμειναν μέλη του Δ.Σ. μέχρι και την 22α-10-2008 οπότε και  παραιτήθηκαν, όπως ειδικότερα πιο κάτω αναφέρεται. Το έτος 2006 η ως άνω πρώτη εναγόμενη  εταιρεία («......») εμφάνισε ζημιές, αφού είχε μεγάλου ύψους οφειλές προς τρίτους για μέρος των  οποίων είχε παραχωρήσει ως εμπράγματη ασφάλεια (προσημείωση υποθήκης) το μοναδικό πάγιο  περιουσιακό της στοιχείο (διώροφο ακίνητο στις Αφίδνες όπου η έδρα, τα γραφεία και οι αποθήκες  της) και συνάμα αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας που θα την οδηγούσαν σε παύση  πληρωμών – πτώχευση, αφού είχε διακοπεί κάθε χρηματοδότησή της από πιστωτικά ιδρύματα.  Ενόψει αυτής της δυσμενούς κατάστασης, για την αντιμετώπιση της οποίας ήταν αναγκαία αφενός  η υπαγωγή στο άρθρο 44 του Ν. 1892/1990, αφετέρου η χρηματοδότησή της συνεργάστηκε με  την εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ..................... (διακριτικό τίτλο ....... ..), η  οποία ανέλαβε την εξυγίανσή της μέσω της υπαγωγής της στις ρυθμίσεις του άρθρου 44 του  προαναφερθέντα νόμου και της χρηματοδότησής της. Πλέον συγκεκριμένα μεταξύ α) των δύο  πρώτων εναγομένων που ενεργούσαν ατομικά ως (μοναδικοί) μέτοχοι της ...... β) της .... ... νόμιμα  εκπροσωπούμενης από τον Πρόεδρο του Δ.Σ.,....  και γ) της πρώτης εναγομένης (.....) ως εκ τρίτου  συμβαλλόμενης εκπροσωπηθείσας από τους δύο πρώτους εναγόμενους (Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο  του Δ.Σ.) καταρτίστηκε η από 14-07-2006 σύμβαση με την οποία καθορίστηκε το πλαίσιο και οι  όροι της εμπορικής συνεργασίας τους, που απέβλεπε όχι μόνον στη «διάσωση» της ....  ..... αλλά  και των ως άνω μετόχων της (α’ και β’ εναγομένων), με αντάλλαγμα για την επενδύτρια εταιρεία ..............τη συμμετοχή της στο μετοχικό κεφάλαιο της υπό εξυγίανση .... .. Με την ως άνω  σύμβαση εμπορικής συνεργασίας εκτός των άλλων συμφωνήθηκαν και τα ακόλουθα : α) μείωση  του μετοχικού κεφαλαίου της ..... κατά 690.000 ευρώ προς συμψηφισμό ζημιών (όροι 3.3.1. και  4.1.) η οποία και πραγματοποιήθηκε με σχετική απόφαση έκτακτης Γ.Σ. των μετόχων της, β)  υπαγωγή  της στο άρθρο 44 του Ν. 1892/1990 (όρος 3.4.) που επιτεύχθηκε με την εκδοθείσα με  αριθμό 1933/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία ρυθμίστηκαν οι οφειλές της σε  ποσοστό 30% για τους προνομιούχους δανειστές και σε 12% για τους λοιπούς, καταβλητέες σε  μηνιαίες δόσεις εντός διαστήματος 8 ετών, γ) αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά το ποσό  των 700.200 ευρώ (όροι 3.3.2. & 4.1.) που αποφασίστηκε στην από 27-03-2007 έκτακτη Γ.Σ. των  μετόχων της, την οποία κάλυψε εξ ολοκλήρου η επενδύτρια εταιρεία (......) (όρος 4.3.) και έτσι η  τελευταία κατέστη μέτοχος της ...... με ποσοστό συμμετοχής 70% επί του (μετά την αύξηση)  ανερχόμενου σε 1.000.200 ευρώ μετοχικού της κεφαλαίου, ενώ η συμμετοχή σ’ αυτό των μέχρι  τότε μοναδικών εταίρων της, ήτοι του πρώτου και δεύτερου των εναγομένων, περιορίστηκε σε  18% και 12% αντίστοιχα, δ) οι δύο πρώτοι εναγόμενοι ανέλαβαν στην υποχρέωση να προσφέρουν  τις υπηρεσίες τους στην ....... και δη ο πρώτος στο εμπορικό τμήμα και ο δεύτερος στην επιχείρηση  είτε ως μέλη του Δ.Σ., είτε με εργασιακή σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, είτε με διπλή ιδιότητα,  υπό καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης μη επιτρεπομένης της προσφοράς των  υπηρεσιών τους ή και συγγενικού τους προσώπου σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, πολλώ δε  μάλλον ανταγωνιστική. Σε περίπτωση δε, που για οποιαδήποτε αιτία, έπαυε η προσφορά των  υπηρεσιών τους στην εταιρεία, απαγορεύτηκε σ’ αυτούς, για 2 έτη από την παύση, να  απασχοληθούν σε ανταγωνιστική με τον σκοπό της ..... δραστηριότητα (όρος 3.7.1.).       

Περαιτέρω, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι δήλωσαν την πρόθεσή τους να συνεργαστούν πρόθυμα,  ευσυνείδητα και σύμφωνα με τις αρχές των χρηστών συναλλακτικών ηθών και της καλής πίστης  για την προσεχή 10ετία, προσφέροντας επ’ αμοιβή τις υπηρεσίες τους, με γνώμονα το συμφέρον  της εταιρείας (όρος 3.7.2.) και ε) Σε περίπτωση παράβασης από τους μετόχους της υποχρέωσης  προσφοράς των υπηρεσιών τους (όρος 3.7.) συμφωνήθηκε (με τον 4.5. όρο του ως άνω  συμφωνητικού) ότι η πράξη τους αυτή λογίζεται ως υπαίτια, άκρως αντισυμβατική και εναντίον  των χρηστών συναλλακτικών ηθών, αποτελούσα πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, η οποία, αν  συμβεί, θα προκαλέσει μετά βεβαιότητας βλάβη στην ...... , καθόσον προσβάλλει τη φήμη, την  επαγγελματική πίστη και το κύρος της και γι’ αυτό αυτοί ανέλαβαν τη ρητή υποχρέωση να της  καταβάλουν, ως ποινική ρήτρα, ποσό διπλάσιο προς τις      ετήσιες καθαρές αποδοχές τις οποίες θα είχαν λάβει από την εταιρεία κατά το τελευταίο  δωδεκάμηνο πριν από τη λύση της εργασιακής σύμβασης, μη αποκλειομένου του δικαιώματος της  εταιρείας να απαιτήσει και την επιπλέον αποκατάσταση κάθε άλλης θετικής ή αποθετικής ζημίας  την οποία ήθελε υποστεί από την εν λόγω αιτία. Η ως άνω ποινική ρήτρα συνομολογήθηκε εύλογη  και δίκαια και συμφωνήθηκε ότι οφείλεται ανεξάρτητα του αν η ....... έχει υποστεί ή όχι  οποιασδήποτε μορφής ζημία από αθέμιτη ανταγωνιστική συμπεριφορά. Από τα παραπάνω  καθίσταται σαφές ότι μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων, ενόψει της  εμπειρίας των τελευταίων στον εμπορικό τομέα της συγκεκριμένης επιχείρησης από την πολυετή  ουσιαστική ενασχόλησή τους με τις δραστηριότητές της ως μέτοχοι και εκπρόσωποί αυτής, αφενός  μεν συμφωνήθηκε η έναντι αμοιβής παροχή των αναγκαίων, λόγω της τεχνογνωσίας, υπηρεσιών  τους επί μία 10ετία στην εταιρεία, αφετέρου καταρτίστηκε σύμβαση μη ανταγωνισμού επί μία διετία  μετά την για οποιοδήποτε λόγο λύση της εργασιακής τους σχέσης με αυτήν, η εκπλήρωση των  οποίων ενισχύθηκε με παρεπόμενη συμφωνία ποινικής ρήτρας ανερχόμενης σε ποσό διπλάσιο των  καθαρών αποδοχών τους του τελευταίου 12μήνου πριν από τη παύση της παροχής των  υπηρεσιών τους. Για την χωρίς άδεια της Γ.Σ. της ΑΕ απαγόρευση πράξεων ανταγωνισμού εκ  μέρους του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας και των διευθυντών αυτής, ενόσω διαρκεί η ως  άνω ιδιότητά τους, προβλέπει ρητά η ενδοτικού δικαίου  διάταξη που αναφέρεται στην πιο πάνω μείζονα πρόταση της παρούσας (23 του Ν. 2190/1920). 
Στην προκείμενη όμως περίπτωση, οι ως άνω διάδικοι αφενός με το ως άνω έγγραφο κατάρτισαν  συμφωνία 10ετούς διάρκειας παροχής υπηρεσιών των δύο πρώτων εναγομένων και επέκτειναν τη  διάρκεια της υποχρέωσής τους για μη άσκηση ανταγωνιστικών πράξεων προς το σκοπό της ......  (και) επί μια διετία μετά τη λύση τής ως άνω διευθυντικής εργασιακής τους σχέσης, αφετέρου με  την από 24-08-2006 απόφαση της έκτακτης Γ.Σ. των μετόχων της τελευταίας αποφασίστηκε η  διεύρυνση του περιεχομένου της συγκεκριμένης απαγόρευσης (άσκησης ανταγωνιστικής  δραστηριότητας) και στους μετόχους της εταιρείας και συνάμα καθορίστηκε σε 51% το ποσοστό  της απαιτούμενης απαρτίας της Γ.Σ. αυτών (των μετόχων της), για την παροχή άδειας προς όλα τα  ως άνω πρόσωπα για την εκ μέρους τους (επιτρεπτή) άσκηση ανταγωνιστικών πράξεων,  τροποποιηθείσας, σύμφωνα με τα ανωτέρω, της σχετικής διάταξης (άρθρο 28) του καταστατικού  της. Η πρώτη ενάγουσα μετά την δικαστική ρύθμιση των χρεών της και την επακολουθήσασα  χρηματοδότησή της από την «......» συνέπεια της οποίας αυξήθηκε το μετοχικό της κεφάλαιο,  ανέκτησε τη «βιωσιμότητά της» αφού κατάφερε να διατηρήσει τους εργαζόμενους και πελάτες της  και να διασώσει τα πάγια στοιχεία της, πλην όμως αντιμετώπιζε δυσκολίες τόσο στη  χρηματοδότησή της από πιστωτικά ιδρύματα όσο και στην πιστοληπτική αξιοπιστία της έναντι των  προμηθευτών οι οποίοι δεν ήταν πρόθυμοι να την προμηθεύουν εμπορεύματα με πίστωση, λόγω  της προηγούμενης οικονομικής της κατάπτωσης. Για την αντιμετώπιση αυτής της δυσμενούς  κατάστασης αποφασίστηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της προαναφερόμενης επενδύτριας  εταιρείας (...........) και τους δύο πρώτους εναγόμενους, η ίδρυση μιας νέας – «καθαρής» ανώνυμης  εταιρείας που θα έχει το ίδιο με την πρώτη ενάγουσα σκοπό και στην οποία θα συμμετείχαν με το  ίδιο ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιό της οι μέτοχοι της πρώτης, η οποία μη έχοντας δυσμενή  στοιχεία θα μπορούσε απρόσκοπτα να αναλάβει σταδιακά την εμπορική δραστηριότητα της  πρώτης. Σε εκτέλεση της ως άνω συμφωνίας, πράγματι στις 10-04-2007 με την 22033/2007 Πράξη  της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαριάνθης Ασημακοπούλου-Ζερβού, όπως αυτή τροποποιήθηκε με  την 22057/20-04-2007 πράξη της ίδιας, συστάθηκε νομότυπα η εδρεύουσα στην Αθήνα δεύτερη  ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «......» και το διακριτικό τίτλο «.......», στο μετοχικό κεφάλαιο  (60.000 ευρώ) της οποίας συμμετείχαν οι μέτοχοι της πρώτης ενάγουσας κατά τα ίδια ως άνω  αναφερόμενα ποσοστά (70% η ........ 18% ο πρώτος εναγόμενος και 12% ο δεύτερος), στο 3μελές  Δ.Σ. της οποίας δεν εκλέχθηκαν από τη Γ.Σ. των προαναφερόμενων μετόχων οι δύο πρώτοι  εναγόμενοι, οι οποίοι δεν ήταν ούτε υπάλληλοί της όπως ρητά συνομολογείται στην αγωγή (σελ.  11), αλλά (μέλη του Δ.Σ.) ήταν και συνέχισαν να διατηρούν αυτή την ιδιότητα μέχρι και την πρώτη  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συζήτηση της αγωγής, ο ........ ως Πρόεδρος και Δ/νων  Σύμβουλος, ο ..... ως Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. και ο ...... ως μέλος του Δ.Σ. Σκοπός και της εν λόγω  εταιρείας ορίστηκε η εμπορία ειδών κτηνοτροφικής  παραγωγής εν γένει, όπως ζωοτροφές, συμπληρώματα ζωοτροφών, ζώντα ζώα, αβγά εκκόλαψης,  κτηνιατρικά φάρμακα, παρασκευάσματα κλπ., απευθυνόμενη όχι στον τελικό καταναλωτή, αλλά  σε επαγγελματίες παραγωγούς, που ήταν οι ίδιοι οι οποίοι μέχρι τότε προμηθεύονταν τα ως άνω  εμπορεύματα από την πρώτη ενάγουσα, καθόσον στόχος ίδρυσής της (της.....) ήταν να της  μεταβιβαστεί σταδιακά η εμπορική δραστηριότητα της πρώτης ενάγουσας (......), δηλαδή οι  προμηθευτές και οι πελάτες της τελευταίας. Σε επικύρωση των ανωτέρω συμφωνηθέντων  καταρτίστηκε μεταξύ των δύο εναγουσών εταιρειών νομίμως εκπροσωπουμένων (η μεν πρώτη  «.....» από τον πρώτο εναγόμενο, η δε δεύτερη «.......» από το  ...... ) η από 01-07-2007 Σύμβαση  Παροχής Υπηρεσιών στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα ακόλουθα συμφωνηθέντα:  Επειδή η ..... αποτελεί εμπορική επιχείρηση που διαθέτει πολυετή εμπειρία στην εισαγωγή,  προώθηση και διανομή καθώς και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό και αναγκαίες υποδομές  για την εμπορική προώθηση των κτηνιατρικών προϊόντων κλπ., έχει δε αποκτήσει σταθερούς και  μεγάλους πελάτες και συνεπώς δύναται να προωθήσει τα προϊόντα της «.......» στους ανωτέρω και  δοθέντος ότι αυτή (η.......) στερείται όμως οικονομικών πόρων και αδυνατεί να χρηματοδοτήσει τις  πωλήσεις της, δύναται να παρέχει υπηρεσίες στη «.....» με το στελεχιακό δυναμικό της στους  τομείς του marketing, της προμήθειας εμπορευμάτων, του πιστωτικού ελέγχου, των πωλήσεων,  των εισπράξεων κλπ. ώστε η τελευταία να αναπτύξει τη δραστηριότητά της (όρος 2.2.).
Οι εν λόγω  υπηρεσίες αφορούν τη μελέτη της αγοράς για την ανάπτυξη των πωλήσεων τόσο σε νέες αγορές  (πελάτες) όσο και σε επέκταση του ήδη υπάρχοντος μεριδίου αγοράς της ......... – υφιστάμενοι  πελάτες (όρος 3.1.) …. Η ........ θα δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον και ευκαιρίες πώλησης για  λογαριασμό της ....... (επέκταση πελατολογίου και δημιουργία νέων σημείων πώλησης) (όρος 3.5.)  … Η κατά τα άνω παροχή υπηρεσιών της ..... προς τη  .... θα εκτελείται με την προσωπική  παρουσία υπαλλήλων της και συνεργατών της επί καθημερινής βάσεως στα γραφεία της, στην  αποθήκη της (όρος 5.1.) ….  Η συνολική αμοιβή της ........ για την παροχή των υπηρεσιών της προς  τη ..... ορίζεται σε ποσοστό 5% επί των βεβαιωμένων πωλήσεων της (όρος 6.1.1.) …. που  υπολογίστηκε σε συνδυασμό με το είδος της εξειδικευμένης υπηρεσίας, το λειτουργικό κόστος της  .....  για την εξυπηρέτηση των αναγκών της .... , το όφελος της τελευταίας.       Επιπλέον, με τον όρο 6.2.1., επισημάνθηκε ότι για τον υπολογισμό της ως άνω αμοιβής λήφθηκε  υπόψη ότι με την παροχή των υπηρεσιών πώλησης, ουσιαστικά η ..... αποξενώνεται από ολόκληρο  το υφιστάμενο ........ .

Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό :
α) με την ενώπιον του ακροατηρίου του  πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρα των εναγουσών εταιρειών – γενικού τους  Διευθυντή, .... ... , σύμφωνα με την οποία, μετά την ίδρυση της δεύτερης ενάγουσας και μέχρι και  τη συζήτηση της αγωγής, σε εκτέλεση της ως άνω μεταξύ των εναγουσών εταιρειών από 01-07- 2007 Σύμβασης Παροχής Υπηρεσιών, η πρώτη ............ «μεταβίβασε» τους πελάτες της στη δεύτερη  ενάγουσα εταιρεία, και
β) με την εμπεριεχόμενη στην ένδικη έφεση των εναγουσών (σελ. 18)  ομολογία των τελευταίων ότι «….η σταδιακή μεταβίβαση της εμπορικής δραστηριότητας της  .........…. υλοποιήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα ….. και συγκεκριμένα μέχρι το τέλος  Σεπτεμβρίου 2007 όλοι οι πελάτες τιμολογούνταν από τη ......….» καθίσταται σαφές ότι η πρώτη  ενάγουσα περιόρισε σταδιακά τις εμπορικές της δραστηριότητες στο να προσφέρει τις άνω  συμφωνηθείσες υπηρεσίες της στη δεύτερη προς επίτευξη του εταιρικού σκοπού της τελευταίας.  Περαιτέρω, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, πλην της μετοχικής τους ιδιότητας στη δεύτερη ενάγουσα ..............., καμία άλλη σχέση τυπική ή άτυπη δεν τους συνέδεε με αυτήν, αφού ούτε μέλη του Δ.Σ.  ήταν, ούτε υπάλληλοί της, ούτε σύμβουλοί της ή διευθύνοντες τις δραστηριότητές της, ιδιότητες  που είχαν μόνο στην πρώτη ενάγουσα όπου παρείχαν τις έμμισθες υπηρεσίες τους, στις οποίες  (υπηρεσίες τους) περιελήφθη και η εκτέλεση από την α’ ενάγουσα της προαναφερθείσας σύμβασης  παροχής υπηρεσιών της προς τη β’ ενάγουσα, για την ευδόκιμη εκτέλεση της οποίας απαιτείτο  συνεργασία των δύο εταιρειών, πάντα όμως, αναφορικά με τη δεύτερη, κάτω από την  καθοδήγηση και τον έλεγχο των στελεχών της. Όμως, η ανωτέρω περιγραφόμενη συνεργασία των  δύο πρώτων εναγομένων με τις ενάγουσες δεν εξελίχθηκε αρμονικά.
Με την από 27-09-2008  εξώδικη δήλωση που απέστειλαν σ’ αυτούς η πλειοψηφούσα μέτοχος των εναγουσών ................ η  δεύτερη ενάγουσα και ο ............ , αποδόθηκαν υποψίες στους εναγόμενους για συγκεκριμένες  ενέργειές τους ως προς τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών τους, οι οποίες άφηναν να νοηθεί ότι  ενδεχομένως να υπέκρυπταν ανταγωνιστικές εκ μέρους τους συναλλαγές με τους προμηθευτές και  πελάτες και ζητήθηκε απ’ αυτούς αφενός να παράσχουν εξηγήσεις αφετέρου να συγκαλέσουν  έκτακτη Γ.Σ. των μετόχων της α’ ενάγουσας με θέμα την εκλογή νέου Δ.Σ. αυτής, το οποίο, όπως  προαναφέρεται συνέχισε μέχρι τότε να συγκροτείται από τους τρεις πρώτους εναγόμενους, παρόλο  που με τον όρο 3.6.1. της προαναφερόμενης από 14-07-2006 σύμβασης είχε συμφωνηθεί ότι μετά  τη ρύθμιση των χρεών της α’ ενάγουσας και την χρηματοδότησή της από την .... , θα εκλεγεί νέο  Δ.Σ. Στη συγκληθείσα στις 22-10-2008 έκτακτη καθολική Γ.Σ. των μετόχων της πρώτης  ενάγουσας, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι παραιτήθηκαν από μέλη του Δ.Σ. της, του οποίου μέλη  εξελέγησαν ο ....... (Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος), Ο ........  ...... (Αντιπρόεδρος) και ο ........  (Μέλος του Δ.Σ.), συνάμα δε αυτοί (οι δύο πρώτοι εναγόμενοι) όχι μόνον έπαψαν έκτοτε, κατά  παράβαση των συμφωνηθέντων (με το από 14-07-2006 συμφωνητικό), να προσφέρουν  οποιαδήποτε υπηρεσία τους σ’ αυτήν, αλλά ενεργώντας όλως αντισυμβατικά και εναντίον των  χρηστών συναλλακτικών ηθών και ενώ παρέμειναν μέτοχοί της, μία εβδομάδα μετά την κατά  ανωτέρω παραίτηση και άρνησή τους για παροχή των υπηρεσιών τους στην α’ ενάγουσα,  προέβησαν στην ίδρυση της εδρεύουσας στον ... Αττικής τέταρτης εναγόμενης εταιρείας με την  επωνυμία .............. και διακριτικό τίτλο ............., που συστάθηκε με την 11599/29-10-2008 Πράξη του  Συμβ/φου Αθηνών Παντελή Δημητρίου με σκοπό όμοιο με αυτόν των εναγουσών, ήτοι την εμπορία  ειδών της κτηνοτροφικής παραγωγής εν γένει, όπως ζωοτροφές, συμπληρώματα ζωοτροφών,  ζώντα ζώα, αβγά εκκόλαψης, κτηνιατρικά φάρμακα, παρασκευάσματα κλπ. στο εταιρικό κεφάλαιο  (ύψους 21.000 ευρώ) της οποίας συμμετείχαν ο πρώτος εναγόμενος με ποσοστό 60% και ο  δεύτερος με ποσοστό 40%.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η εκ μέρους των δύο πρώτων  εναγομένων αιφνίδια και άνευ δικαιολογημένης αιτίας παύση παροχής των υπηρεσιών τους προς  την πρώτη ενάγουσα (από 22-10-2008) οφείλεται στην επιδιωκόμενη ίδρυση απ’ αυτούς της  τέταρτης εναγόμενης εταιρείας στην οποία και έκτοτε παρείχαν την προσωπική τους εργασία προς  ευόδωση τού ως άνω σκοπού της, που είναι όμοιος και συνακόλουθα ανταγωνιστικός με τον  σκοπό των εναγουσών.
Η συμπεριφορά τους αυτή, ναι μεν δεν έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη  του άρθρου 23 του Ν. 2190/1920 αφού κατά το χρόνο ίδρυσης της .... από τους εναγόμενους, οι  τελευταίοι είχαν ήδη παραιτηθεί (από 22-10-2008) από μέλη του Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας και  είχαν πάψει αυτόβουλα να εργάζονται σ’ αυτή, ως σύμβουλοι και διευθυντικά της στελέχη, πλην  όμως αντιβαίνει τόσον στους προαναφερθέντες 3.7.1. και 2. όρους του από  14-07-2006 συμφωνητικού (με τους οποίους ανέλαβαν την υποχρέωση παροχής των υπηρεσιών  τους επί μια 10ετία υπό καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης μη επιτρεπομένης της  ενασχόλησής τους σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, πολύ περισσότερο σε ανταγωνιστική,  απαγόρευση που ως προς το τελευταίο σκέλος της επεκτάθηκε – συμβατικά – για δύο επιπλέον έτη  από την για οποιαδήποτε αιτία τυχόν λύση της προσφοράς των υπηρεσιών τους στην α’ ενάγουσα)  και συνεπώς κατέπεσε σε βάρος τους η συμφωνηθείσα με τον όρο 4.5. του ίδιου συμφωνητικού  ποινική ρήτρα, όσο και στο άρθρο 28 του καταστατικού της τελευταίας (όπως αυτό  τροποποιήθηκε με την απόφαση των μετόχων της 18-08-2006 Γ.Σ. της α’ ενάγουσας), με το οποίο  απαγορεύεται, η χωρίς άδεια της Γ.Σ., άσκηση ανταγωνιστικών πράξεων και στους μετόχους της  εταιρείας, δεδομένου ότι την ιδιότητα αυτή διατήρησαν οι εναγόμενοι και μετά την 22α-10-2008  και μέχρι τουλάχιστον την συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συνεπώς οι δύο  πρώτοι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην α’ ενάγουσα ως συμφωνηθείσα ποινική  ρήτρα, ο μεν πρώτος (..........) του οποίου οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές ανέρχονταν σε 4.725  ευρώ, το διπλάσιο των καταβληθέντων κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο αποδοχών του, ήτοι  113.400 ευρώ (4.725 ευρώ Χ 12 μήνες = 56.700 ευρώ Χ 2 = 113.400 ευρώ), ο δε δεύτερος (.......)  του οποίου οι μηνιαίες καθαρές αποδοχές ανέρχονταν σε 3.300 ευρώ, επίσης το διπλάσιο των  καταβληθέντων κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο αποδοχών του, ήτοι 79.200 ευρώ (3.300 ευρώ Χ  12 μήνες – 39.600 ευρώ Χ 2 = 79.200 ευρώ), όπως ορθά έκρινε η εκκαλούμενη. Επομένως, και το  παρόν Δικαστήριο κρίνει αβάσιμους τους (απορριφθέντες και πρωτοδίκως) ισχυρισμούς των  εναγομένων που επαναφέρονται ως λόγοι έφεσης των τελευταίων και κατατείνουν στην απόρριψη  του ως άνω αγωγικού κονδυλίου της πρώτης ενάγουσας, με τους οποίους υποστηρίζουν ότι ουδέν  ποσό της οφείλουν με βάση την ως άνω συμφωνηθείσα ρήτρα, επειδή αφενός αυτή κατέστη  «ανενεργός» μετά την λύση της εργασιακής τους σχέσης λόγω εκδίωξής τους από τους  εκπροσώπους της ..... , αφετέρου διότι (κατά τους ισχυρισμούς τους) η α’ ενάγουσα «δεν  νομιμοποιείται ενεργητικά» να αξιώσει την επιδίκασή της (ποινικής ρήτρας) για το λόγο ότι ουδεμία  ζημία υπέστη τόσον από την παύση παροχής των υπηρεσιών τους, όσο και από την  υποστηριζόμενη ως ανταγωνιστική μετασυμβατική δραστηριότητά τους, αφού δεν ασκούσε  εμπορικές πράξεις.
Και αυτό γιατί, δεν αποδείχθηκε ότι η εργασιακή τους σχέση με την α’  εναγομένη λύθηκε μονομερώς από την τελευταία ή για λόγους που βαρύνουν την ίδια, ούτε  εξάλλου ο δεύτερος ως άνω ισχυρισμός τους με τον οποίο αμφισβητούν τη ζημία της α’ ανάγουσας,  καταλύει, σύμφωνα με όσα αναφέρονται πιο πάνω στη μείζονα πρόταση, την ως άνω έννομη –  συμβατική αξίωσή της, σε βάρος τους, αφού η συνομολόγηση της ρήτρας έγινε και λειτουργεί προς  απαλλαγή της από το βάρος απόδειξης της ζημίας της και οι εναγόμενοι δεν απέδειξαν τον  ισχυρισμό τους. Περαιτέρω, μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2008 που οι δύο πρώτοι εναγόμενοι εκτός  από μέτοχοι, ήταν και μέλη του Δ.Σ. της α’ ενάγουσας και συνάμα υπάλληλοί της που ασκούσαν  διευθυντικά καθήκοντα σ’ αυτήν, δεν αποδείχθηκε ότι παράλληλα ασκούσαν δι’ ίδιο λογαριασμό ή  για λογαριασμό τρίτου συναλλαγές ανταγωνιστικές προς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της  εταιρείας (όπως ορθά δέχτηκε και η εκκαλουμένη) όπως εξάλλου ρητά συνομολογούν οι ενάγουσες  με την έφεσή τους και τις προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αναφέροντας επί λέξει  ότι, οι αποδιδόμενες στους δύο πρώτους εναγόμενους «….πράξεις της περιόδου μέχρι την 27-9- 2008, οι οποίες αναφέρονται και στο προαναφερόμενο από 27-9-2008 εξώδικο, «είναι άνευ  εννόμων συνεπειών από άποψη αθεμίτου» όπως και οι ίδιοι οι εναγόμενοι ισχυρίζονται (υπονοείται  ότι το αυτό υποστηρίζουν και οι ενάγουσες), οι σχετικές ενέργειές τους (εναγομένων) δεν  αποτελούν καν εμπορικές δραστηριότητες, πολλώ μάλλον ανταγωνιστικές τοιαύτες και δη  αθέμιτες» (σελ. 12 κρινόμενης από 28-7-2010 έφεσης).
Ομως, στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις  29-10-2008, δηλαδή ενόσω διατηρούσαν την ιδιότητα των μετόχων της πρώτης ενάγουσας,  ίδρυσαν κατά παράβαση του άρθρου 28 του Καταστατικού της α’ ενάγουσας, την τέταρτη  εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία που έχει ευθέως ανταγωνιστικό αντικείμενο εμπορίας με αυτό της  πρώτης ενάγουσας, αποβλέποντας στο κέρδος μέσω της αθέμιτης απόσπασης των προμηθευτών  και πελατών της, ενέργεια η οποία είναι ευθέως ανταγωνιστική και προσκρούει τόσον στην μεταξύ  τους συνομολογηθείσα διετή μετασυμβατική απαγόρευση, όσο και στην ως άνω διάταξη του  Καταστατικού της α’ ενάγουσας. Πέραν τούτου αποδείχθηκε ότι ενόψει της προαποφασισμένης  αποχώρησής τους από την πρώτη ενάγουσα λόγω της επικείμενης ίδρυσης της δ’ εναγομένης,  αυτοί (οι δύο πρώτοι εναγόμενοι) με δυσφημιστικές δηλώσεις και αντίθετες στα χρηστά  συναλλακτικά ήθη παροτρύνσεις τους προς την ισπανική εταιρεία .... , που ήταν προμηθεύτρια  κτηνιατρικών φαρμακευτικών παρασκευασμάτων της α’ ενάγουσας, πέτυχαν με δόλιες ενέργειες να  διακοπεί η εμπορική συνεργασία της (α’ ενάγουσας) με την ως άνω αλλοδαπή εταιρεία.
Ειδικότερα,  οι ως άνω εναγόμενοι, ενεργώντας ως νόμιμοι εκπρόσωποι της α’ ενάγουσας (όπως πράγματι ήταν  μέχρι 22-10-2008), αφενός κατήγγειλαν άνευ λόγου τη μέχρι τότε ενεργό σύμβαση αποκλειστικής  διανομής με βάση την οποία, αυτή (α’ ενάγουσα) είχε το δικαίωμα διακίνησης στον ελλαδικό χώρο  φαρμακευτικών κτηνιατρικών σκευασμάτων της παρασκευάστριας ισπανικής εταιρείας (.....) τα  οποία είχαν γίνει γνωστά στην ελληνική αγορά μέσω ενεργειών της (διαφήμισης και εν γένει  προώθησης – εμπορίας τους από την α’ ενάγουσα), αφετέρου πέτυχαν να χορηγήσει η ως άνω  ισπανική εταιρεία στην τέταρτη των εναγομένων το από  07-11-2008 έγγραφο με το οποίο την νομιμοποιούσε ως αποκλειστική διανομέα της στην Ελλάδα  των φαρμακευτικών προϊόντων της και την εξουσιοδοτούσε να προβεί ενώπιον του ΕΟΦ (όπου και  χρησιμοποιήθηκε το ως άνω έγγραφο) στις νόμιμες διαδικασίες. Τα παραπάνω πέτυχαν οι  εναγόμενοι, χρησιμοποιώντας και εκμεταλλευόμενοι τις σχέσεις που είχαν αναπτύξει, ως  εκπρόσωποι και διευθυντικά στελέχη της α’ ενάγουσας με τους εκπροσώπους της αλλοδαπής  εταιρείας, τους οποίους αφού ενημέρωσαν για την επικείμενη αποχώρησή τους από αυτήν (την  .......... ), προέβλεψαν την επιχειρηματική συρρίκνωση αμφοτέρων των εναγουσών και την  αδυναμία επιβίωσής τους στον ελλαδικό χώρο, σε αντίθεση με την υπό ίδρυση εταιρεία τους την  οποία εμφάνισαν ως «συνέχεια» της πρώτης ενάγουσας και μόνη ικανή να εξασφαλίσει απρόσκοπτη  συνεργασία μαζί τους και κερδοφόρα διακίνηση των προϊόντων τους στην Ελλάδα. Πέραν όμως  των ανωτέρω, οι εναγόμενοι στις 13-10-2008 ενεργώντας ομοίως ως εκπρόσωποι της α’  ενάγουσας, εξέδωσαν την με ίδια ημερομηνία «εξουσιοδότησή της» με την οποία η  εξουσιοδοτούσα εταιρεία (......) όριζε την υπό ίδρυση δική τους εταιρεία (δ’ εναγομένη) αφενός  κατά νόμο υπεύθυνη της κυκλοφορίας των φαρμακευτικών σκευασμάτων ....... της ως άνω  ισπανικής προμηθεύτριας εταιρείας, αφετέρου της παραχωρούνταν και το δικαίωμα να  τροποποιήσει τις ως άνω εμπορικές τους ονομασίες. Ακολούθως, με τις από  20-10-2008 αιτήσεις που υπέβαλαν στον ΕΟΦ ως εκπρόσωποι και για λογαριασμό της α’  ενάγουσας, ζήτησαν, η υπό έγκριση άδεια κυκλοφορίας των ως άνω κτηνιατρικών φαρμάκων να  χορηγηθεί επ’ ονόματι, όχι της ....... ούτε της ........ στην οποία εν τω μεταξύ η πρώτη (μετά από  την καταχώρηση των φαρμάκων στο Τμήμα Σημάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης, με τις ως άνω  ονομασίες ως εμπορικά τους σήματα) τα είχε μεταβιβάσει (τα σήματα) λόγω πώλησης με το από  28-7-2008 συμφωνητικό, αλλά (να χορηγηθεί η έγκριση του ΕΟΦ) επ’ ονόματι της υπό ίδρυση  δικής τους εταιρείας (....) και μάλιστα με την εμπορική ονομασία (των φαρμάκων) ..... (από τα  αρχικά γράμματα της εναγόμενης εταιρείας του).
Παράλληλα, οι ως άνω εναγόμενοι διέδιδαν στους  πελάτες των εναγουσών ότι σύντομα δεν θα είναι αυτές σε θέση να τους προμηθεύουν κτηνιατρικά  εμπορεύματα, ούτε τα φαρμακευτικά σκευάσματα της ισπανικής εταιρείας. Με τις ως άνω ενέργειές  τους που δεν γνώριζαν οι εκπρόσωποι της χρηματοδότριας – πλειοψηφούσας μετόχου εταιρείας  ............ παρόλο που αντιστρατεύονταν (έμμεσα) και τα συμφέροντα της τελευταίας, επιδίωκαν και  πέτυχαν να περιορίσουν την εμπορική δραστηριότητα των εναγουσών προς όφελος της υπό  ίδρυση εταιρείας τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι ως άνω υπαίτιες ενέργειες των δύο  πρώτων εναγομένων που πραγματώθηκαν από αρχές Οκτωβρίου 2008 αντίκειται στις παράλληλα  εφαρμοζόμενες στην προκειμένη περίπτωση διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 και 299 του  ΑΚ. Επιπλέον όμως αποτελούν, όπως προαναφέρθηκε, και πράξεις αθεμίτου ανταγωνισμού σε  βάρος της πρώτης ενάγουσας αφού έγιναν υπαίτια με σκοπό απόκτησης κέρδους, κατά παράβαση  του νόμου και του καταστατικού της, αφού οι εναγόμενοι μετήλθαν τις ως άνω πράξεις όντας  αφενός μέλη του Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας μέχρι 22-10-2008 και μέτοχοι της. Ο περί αντιθέτου  ισχυρισμός των εναγομένων θεμελιούμενος στην επικαλούμενη αδυναμία της πρώτης ενάγουσας  να επιχειρεί εμπορικές πράξεις και να εκπληρώνει τους εταιρικούς σκοπούς της κρίνεται  απορριπτέος. Τούτο διότι, παρόλο που σε εκτέλεση της μεταξύ των εναγουσών καταρτισθείσας  από 01-7-2007 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας, η πρώτη ενάγουσα περιόρισε μεν την δι’ ίδιον  λογαριασμό εμπορία χάριν ευόδωσης των εμπορικών δραστηριοτήτων της δεύτερης, πλην όμως  κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο (από 13-10-2008 και εντεύθεν) ασκούσε μέσω των οργάνων και  υπαλλήλων της τις προβλεπόμενες από το καταστατικό της εμπορικές πράξεις χάριν της δεύτερης  αποκομίζοντας η ίδια κέρδος ανερχόμενο σε 5% του τζίρου της τελευταλιας.
Όλες τις παραπάνω  προσβολές, που έγιναν με σκοπό ανταγωνισμού και ήταν αντίθετες στα χρηστά συναλλακτικά ήθη,  έλαβαν γνώση οι νόμιμοι εκπρόσωποι των δύο εναγουσών εταιρειών μετά τις 29-10-2008 που  ιδρύθηκε η τέταρτη εναγόμενη και συγκεκριμένα, στις 28-11-2008 που επισκέφθηκαν τον ΕΟΦ,  από τις υπηρεσίες του οποίου για πρώτη φορά ενημερώθηκαν ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι είχαν  ιδρύσει (στις 29-10-2008) την τέταρτη εναγόμενη εταιρεία (.......), ότι η τελευταία είχε ορισθεί με το  από 07-11-2008 έγγραφο τής μέχρι τότε προμηθεύτριας τους – Ισπανικής εταιρείας –  αποκλειστικός διανομέας των φαρμακευτικών της σκευασμάτων στην Ελλάδα καθώς και ότι είχε  οριστεί και υπεύθυνη της κυκλοφορίας των κτηνιατρικών φαρμάτων .... και ..... . Εφόσον λοιπόν  από τη γνώση των παραπάνω πράξεων του αθέμιτου ανταγωνισμού μέχρι την άσκηση της ένδικης  αγωγής (29-4-2009) δεν παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, οι θεμελιούμενες  στις διατάξεις του Ν. 146/1914 αξιώσεις της πρώτης ενάγουσας σε βάρος των δύο πρώτων  εναγομένων, δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι.  Επομένως, κρίνεται βάσιμο το σε βάρος των δύο πρώτων εναγομένων αγωγικό αίτημα που  θεμελιώνεται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 και πρέπει για όσο διάστημα έχουν την  ιδιότητα των μετόχων της πρώτης ενάγουσας εταιρείας να απαγορευτεί να διενεργούν  ανταγωνιστικές σε βάρος της πράξεις ατομικά και ως εκπρόσωποι της τέταρτης εναγόμενης  εταιρείας ή να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε άλλη εταιρεία που έχει εμπορική δραστηριότητα  ανταγωνιστική με αυτήν της πρώτης ενάγουσας. Εναντι όμως της δεύτερης ενάγουσας εταιρείας, η  ως άνω υπαίτια συμπεριφορά των δύο πρώτων εναγομένων, που είναι παράνομη ως αντιβαίνουσα  τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, δεν ενέχει όμως συνάμα και το χαρακτήρα του αθέμιτου  ανταγωνισμού σε βάρος της (δεύτερης ενάγουσας), αφού, ουδεμία καταστατική ή συμβατική  σχέση συνδέει την τελευταία με τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων, καθόσον αυτοί δεν  υπήρξαν μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου, ούτε υπάλληλοί της και δη ασκούντες διευθυντικά  καθήκοντα, αλλά απλοί μέτοχοί της, ιδιότητα ως προς την οποία όμως δεν υφίσταται νόμιμη  απαγόρευση ή καταστατική δέσμευση περί μη ανταγωνισμού (όπως υφίστατο έναντι της πρώτης  ενάγουσας με το τροποποιηθέν άρθρο 28 του Καταστατικού της), ούτε τέλος είχε συνομολογηθεί  σχετική ρήτρα (απαγόρευσης ανταγωνισμού). Κατόπιν αυτών, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο το  αίτημα της β’ ενάγουσας που στηρίζεται στις διατάξεις περί απαγόρευσης ανταγωνισμού με βάση το  οποίο ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να άρουν την επικαλούμενη προσβολή της και να  παραλείπουν στο μέλλον κάθε ανταγωνιστική με το σκοπό της δραστηριότητά τους, αφού δεν  αποδείχθηκε η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων (του Ν. 2190/1920, ή του Ν. 146/1914),  ούτε υπάρχει κάποια ειδική πρόβλεψη στο καταστατικό της (περί απαγόρευσης ανταγωνισμού  στους μετόχους της). Περαιτέρω, αναφορικά με τη τρίτη εναγόμενη – μη μέτοχο – απλό μέλος του  Δ.Σ. της α’ ενάγουσας, δεν αποδείχθηκε ότι τουλάχιστον μέχρι τις 22-10-2008 (που έπαψε να είναι  μέλος του Δ.Σ.) επέδειξε σε βάρος των εναγουσών οποιαδήποτε παράνομη και υπαίτια  συμπεριφορά, ούτε προέβη σε οποιαδήποτε πράξη ανταγωνισμού με την οποία να στόχευε το  κέρδος της ίδιας ή τρίτου, πέραν του ότι ουδεμία νόμιμη ή συμβατική δέσμευση μη ανταγωνισμού  τη συνέδεε με αυτές. Επομένως, ορθά κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε στο  σύνολό της την αγωγή, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί αντιθέτου λόγου έφεσης των  εναγουσών. Αντίθετα η τέταρτη εναγόμενη εταιρεία ευθύνεται εις ολόκληρον με τους δύο πρώτους  εναγόμενους, κατ’ άρθρο 71 ΑΚ, για τις ως άνω έναντι αμφότερων των εναγουσών αντίθετες στα  χρηστά συναλλακτικά ήθη πράξεις των δύο πρώτων εναγομένων, οι οποίες (πράξεις τους)  συνιστούν και αθέμιτα ανταγωνιστική σε βάρος της πρώτης ενάγουσας συμπεριφορά, εφόσον  τουλάχιστον οι ενέργειές τους που έλαβαν χώρα μετά την ίδρυσή της (29-10-2008) και  συγκεκριμένα η αθέμιτη απόσπαση της ισπανικής προμηθεύτριας εταιρείας που επετεύχθη με την  εκ μέρους της τελευταίας χορήγηση προς την τέταρτη εναγόμενη του 07-11-2008 εγγράφου με το  οποίο την καθιστούσε (την δ’ εναγομένη) αποκλειστική διανομέα της στην Ελλάδα των  κτηνιατρικών φαρμακευτικών σκευασμάτων της, έγιναν από τους διαχειριστές – νόμιμους  εκπροσώπους της, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, προς όφελός της. Πλην όμως το  στρεφόμενο σε βάρος της (τέταρτης των εναγομένων) αγωγικό αίτημα, περί άρσης της γενόμενης  προσβολής και παράλειψης διενέργειας πράξεων ανταγωνισμού στο μέλλον «με την απαγόρευση να  διαθέτει αυτή (....) στην αγορά, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπορεύματα σχετικά με την κτηνοτροφία  εν γένει, καθώς και την παράλειψη στο μέλλον πάσης άλλης ανταγωνιστικής πράξεως» είναι  απορριπτέο λόγω της αόριστης διατύπωσής του, με την οποία επιδιώκεται γενική απαγόρευση της  δ’ εναγόμενης να εμπορεύεται πάσης φύσεως και προέλευσης κτηνοτροφικά προϊόντα καθόσον  αιτείται απαγόρευση που βάλλει κατά της συνταγματικά (άρθρο 5 Σ) θεσπισθείσας οικονομικής  ελευθερίας.

Με βάση τις ως άνω ουσιαστικές παραδοχές, αμφότερες οι ενάγουσες εταιρείες  δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από  την ως άνω περιγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των δύο πρώτων εναγομένων που  αντιβαίνει στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και είχε ως συνέπεια να τρωθεί η φήμη και η εμπορική  τους πίστη, πέραν της ηθικής βλάβης που υπέστη η πρώτη ενάγουσα από την ίδια ως άνω  συμπεριφορά τους, η οποία όπως προαναφέρεται, συνιστά παράλληλα και αθέμιτα ανταγωνιστική  σε βάρος της συμπεριφορά. Επομένως, οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτη των εναγομένων  βαρύνονται να αποκαταστήσουν την ηθική βλάβη που προκάλεσαν σ’ αμφότερες τις ενάγουσες  προσβάλλοντας τη φήμη και την εμπορική τους πίστη και γι’ αυτό, πρέπει να υποχρεωθούν  ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος (κατ’ άρθρα 926 του ΑΚ) να καταβάλουν σε κάθε μία  ενάγουσα ως χρηματική της ικανοποίηση το ποσό των 40.000 ευρώ για την α’ ενάγουσα και  30.000 ευρώ για την β’ τούτων, που κρίνονται εύλογα λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα των  ενεργειών τους, τη σχέση που τους συνέδεε με αυτές, τη ζημία που τους προκάλεσαν και την  οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών.
Κατόπιν όλων αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή καθό μέρος  στρέφεται σε βάρος της τρίτης των εναγομένων, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις  εκτίμησε και συνεπώς, οι περί αντιθέτου λόγοι της από  28-7-2010 έφεσης των εναγουσών εταιρειών πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εσφαλμένα όμως  εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε απορρίπτοντας τη θεμελιούμενη στις περί αθεμίτου  ανταγωνισμού διατάξεις βάση της αγωγής αναφορικά με την πρώτη ενάγουσα καθό μέρος  στρέφεται σε βάρος του πρώτου, δεύτερου και τέταρτης των εναγομένων, κρίνοντας ότι οι σε  βάρος της πράξεις τους δεν συνιστούν αθέμιτο ανταγωνισμό με το αιτιολογικό ότι η α’ ενάγουσα  είχε αναστείλει τις εμπορικές της δραστηριότητες, άλλως, λόγω συμπλήρωσης της 6μηνης  παραγραφής της σχετικής τους αξίωσης, εκτιμώντας εσφαλμένα ότι οι εκπρόσωποί της έλαβαν  γνώση στις 27-9-2008 της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των εναγομένων. Τούτο διότι, σύμφωνα  με τα προαναφερόμενα, αφενός η σε βάρος της πρώτης ενάγουσας παράνομη και αντιβαίνουσα στα  χρηστά ήθη συμπεριφορά των δύο πρώτων εναγομένων αποδείχθηκε ότι είναι συνάμα και αθέμιτα  ανταγωνιστική, αφετέρου, δεν έχει παραγραφεί η σχετική αγωγική της αξίωση, αφού οι νόμιμοι  εκπρόσωποί της και δη αυτοί που εκλέχτηκαν από την από 22-10-2008 Γ.Σ. των μετόχων της,  έλαβαν γνώση στις 24-11-2008 της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των εναγομένων και επομένως,  μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (21-4-2009), δεν παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο του  6μήνου, όπως βάσιμα υποστηρίζεται με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσης των  εναγουσών, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί.
Περαιτέρω, η εκκαλουμένη ορθά εφάρμοσε το νόμο  και εκτίμησε τις αποδείξεις υποχρεώνοντας τους πρώτο, δεύτερο και τέταρτη των εναγομένων να  καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος στην δεύτερη ενάγουσα ως χρηματική της ικανοποίηση  (θεμελιούμενη στις διατάξεις περί αδικοπραξιών) το ποσό των 40.000 ευρώ και επομένως όσα  αντίθετα υποστηρίζονται από τους εκκαλούντες με σχετικούς λόγους των συνεδικαζόμενων  εφέσεών τους (6ος λόγος έφεσης των εναγουσών και 5ος λόγος έφεσης των εναγομένων)  κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα. Αντίθετα υποχρεώνοντας η εκκαλουμένη μόνον τους δύο  πρώτους εναγόμενους και όχι και την τέταρτη των εναγομένων να καταβάλλουν στην πρώτη  ενάγουσα το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση, έσφαλε τόσον ως προς το  ύψος του επιδικασθέντος ποσού όσο και ως προς την απόρριψη του σχετικού αιτήματος καθό  μέρος στρέφεται κατά της τέταρτης των εναγομένων, η οποία, όπως προαναφέρεται ευθύνεται  κατ’ άρθρο 71 του ΑΚ, όπως βάσιμα υποστηρίζεται με τον πέμπτο λόγο έφεσης των εναγουσών.  Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει:

α) ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη η από 02-12-2010 έφεση των  εναγομένων και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων εταιρειών τα δικαστικά έξοδα του  παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο  διατακτικό,
β) ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη η από 28-7-2010 έφεση των εναγουσών εταιρειών καθό  μέρος στρέφεται σε βάρος της τρίτης εφεσίβλητης – εναγόμενης (.....) και να επιβληθούν σε βάρος  των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα της εν λόγω εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της  παρούσας και
γ) να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη η έφεση των εναγουσών εταιρειών κατά  το μέρος που στρέφεται σε βάρος του πρώτου, δεύτερου και τέταρτης των εναγομένων –  εφεσιβλήτων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τους ως άνω εναγομένους, στο σύνολό της,  ήτοι και ως προς το αλώβητο κεφάλαιο της επιδικασθείσας σε βάρος τους ποινικής ρήτρας, χάριν  του ενιαίου της εκτέλεσης και αφού κρατηθεί η υπόθεση για να ερευνηθεί η αγωγή από το παρόν  Δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία, πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρονται πιο πάνω στην  παρούσα, να γίνει αυτή κατά ένα μέρος δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη σε βάρος του πρώτου,  δεύτερου και τέταρτης των εναγομένων, και:
1) να απαγορευτεί στον πρώτο και δεύτερο των  εναγομένων για όσο διάστημα αυτοί έχουν την ιδιότητα των μετόχων της πρώτης ενάγουσας  εταιρείας να ενεργούν ατομικά, αλλά και ως εκπρόσωποι της τέταρτης εναγόμενης εταιρείας ή  οποιασδήποτε άλλης εταιρείας πράξεις που ανάγονται στο αντικείμενο εμπορίας της πρώτης  ενάγουσας (.....), δηλαδή σχετικών με την εμπορία ειδών κτηνοτροφικής εν γένει παραγωγής και  κτηνιατρικών φαρμάκων – παρασκευασμάτων, με τη σε βάρος τους απειλή χρηματικής ποινής  ύψους 2.000 ευρώ υπέρ της πρώτης ενάγουσας για κάθε παράβαση της υποχρέωσής τους να  παραλείπουν τη διενέργεια των σχετικών ανταγωνιστικών εμπορικών πράξεων και να επιτραπεί η  άπαξ δημοσίευση περίληψης της παρούσας σε δύο ημερήσιες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας  με επιμέλεια της πρώτης ενάγουσας και με δαπάνες του πρώτου και του δεύτερου των  εναγομένων.
Εν προκειμένω σημειώνεται ότι
α) δεν θα απειληθεί προσωπική κράτηση σε βάρος  των εναγομένων ελλείψει σχετικού αγωγικού αιτήματος αναφορικά με τη συγκεκριμένη  υποχρέωση παράλειψης (947 ΚΠολΔ) των εναγομένων, καθόσον το εμπεριεχόμενο στην αγωγή  σχετικό αίτημα αναφέρεται και ζητείται μόνον ως έμμεση εκτέλεση των καταψηφιστικών  χρηματικών αξιώσεων σε βάρος των εναγομένων λόγω της αδικοπραξίας τους θεμελιούμενο στη  διάταξη του 1047 και όχι 947 του ΚΠολΔ, και β) δεν κρίνεται αναγκαίο να επιβληθεί εγγύηση σε  βάρος των δύο πρώτων εναγομένων ως μέσον εξαναγκασμού τους για την τήρηση της  υποχρέωσής τους μη άσκησης ανταγωνιστικών πράξεων σε βάρος της πρώτης ενάγουσας και γι’  αυτό θ’ απορριφθεί το σχετικό αίτημα,
2) Να υποχρεωθεί καθένας των δύο πρώτων εναγομένων  να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα, ως ποινική ρήτρα τα ως άνω στο σκεπτικό της παρούσας  αναφερόμενα ποσά (113.400 ευρώ ο πρώτος εναγόμενος και 79.200 ευρώ ο δεύτερος) έντοκα από  την επομένη της επίδοσης της αγωγής,
3) Να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτη των  εναγομένων, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα 40.000  ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω της παράλληλης ευθύνης τους από τις διατάξεις του Ν.  146/1914, 71, 914, 919 και 932 του ΑΚ, 4) Να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτη  των εναγομένων, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν στη δεύτερη ενάγουσα  30.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω της εξ αδικοπραξίας ευθύνης τους (71, 914, 919  και 932 του ΑΚ) και όλα τα ως άνω ποσά έντοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και
5)  Να απαγγελθεί σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας τριών (3) μηνών ως  μέσον εκτέλεσης των αμέσως πιο πάνω καταψηφιστικών διατάξεων της παρούσας, η οποία  (διάρκεια) καθορίσθηκε από το δικαστήριο μετά από συνεκτίμηση του μεγέθους της απαίτησης,  του είδους, της βαρύτητας και των συνεπειών της ζημιογόνου πράξης των συνεπειών της  ζημιογόνου πράξης των εναγομένων, του πταίσματος και της όλης συμπεριφοράς των τελευταίων,  της αφερεγγυότητάς τους και της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των μερών. Τέλος, μέρος  των δικαστικών εξόδων των εναγουσών, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, θα επιβληθούν σε  βάρος των ως άνω εναγομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179, 183, 191 παρ. 2  ΚΠολΔ όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ     
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 28-7-2010 (αριθ. καταθ. 6813/30-7-2010) και από  02-12-2010 (αριθμ. καταθ. 10079/03-12-2010) εφέσεις που αμφότερες στρέφονται κατά της με  αριθμό 4649/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.      
Α) Δικάζοντας επί της από 02-12-2010 (αρ. κατ. 10079/2010) έφεσης των εναγομένων.      
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία και       Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων εταιρειών, του  παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.      
Β) Δικάζοντας επί της από 28-7-2010 (αριθ. καταθ. 6813/2010) έφεσης των εναγουσών εταιρειών.      

Δέχεται τυπικά την έφεση.       Απορρίπτει αυτήν καθό μέρος στρέφεται σε βάρος της τρίτης των εφεσιβλήτων ............... και      

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών εταιρειών τα δικαστικά έξοδα της τρίτης εφεσίβλητης του  παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.       Δέχεται κατ’ ουσία την έφεση καθό μέρος στρέφεται σε βάρος του πρώτου, δεύτερου και τέταρτης  των εφεσιβλήτων.   
Εξαφανίζει την 4649/2010 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τα  κεφάλαιά της που αφορούν στους ως άνω εναγόμενους – εφεσίβλητους............      Κρατεί και δικάζει επί της από 14-4-2009 (αρ. κατ. δικ. 4361/2009) αγωγής καθό μέρος στρέφεται  σε βάρος του πρώτου, δεύτερου και τέταρτης των εναγομένων.      Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο.    

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή ως και κατ’ ουσία βάσιμη.     Απαγορεύει στον πρώτο και δεύτερο των εναγομένων για όσο διάστημα αυτοί έχουν την ιδιότητα  των μετόχων της πρώτης ενάγουσας εταιρείας να ενεργούν ατομικά, αλλά και ως εκπρόσωποι της  τέταρτης εναγόμενης εταιρείας ή οποιασδήποτε άλλης εταιρείας, πράξεις που ανάγονται στο  αντικείμενο εμπορίας της πρώτης ενάγουσας.............. ήτοι των σχετικών με την εμπορία ειδών  κτηνοτροφικής εν γένει παραγωγής και κτηνιατρικών φαρμάκων – παρασκευασμάτων.       Απειλεί σε βάρος των δύο πρώτων εναγομένων χρηματική ποινή ύψους δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ  για κάθε παράβαση της αμέσως πιο πάνω διάταξης της παρούσας.     

Επιτρέπει στην πρώτη ενάγουσα να δημοσιεύσει με δαπάνες των εναγομένων, μία φορά σε δύο  ημερήσιες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, περίληψη της παρούσας.      Υποχρεώνει να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα: α) ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των εκατόν  δεκατριών χιλιάδων τετρακοσίων (113.400) ευρώ και ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των  εβδομήντα εννέα χιλιάδων διακοσίων (79.200) ευρώ, έντοκα από την επομένη της επίδοσης της  αγωγής.      

Υποχρεώνει τον πρώτο, δεύτερο και τέταρτη των εναγομένων ευθυνόμενους εις ολόκληρον  έκαστος, να καταβάλουν στην πρώτη των εναγουσών εταιρειών, το ποσό των σαράντα χιλιάδων  (40.000) ευρώ και στη δεύτερη τούτων, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, έντοκα  από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.      

Διατάσσει σε βάρος του πρώτου και του δεύτερου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας  μέχρις τρεις (3) μήνες ως μέσον εκτέλεσης των πιο πάνω καταψηφιστικών διατάξεων της  παρούσας.       Επιβάλλει σε βάρος του πρώτου, δεύτερου και τέταρτης των εναγομένων ένα μέρος των  δικαστικών εξόδων των εναγουσών εταιρειών, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία  ορίζει σε επτακόσια (700) ευρώ για κάθε μία (ενάγουσα).     

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Σεπτεμβρίου 2011 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη  δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Σεπτεμβρίου 2011, χωρίς να παρίστανται οι  διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ