ΕΑ 496/2011 (Ολ.). - Αίτηση αναστολής κατ εφαρμογή της διατάξεως του άρ. 20 παρ. 1 και 2 του Κ. Δ. Δικ.

ΕΑ 496/2011 (Ολ.). - Αίτηση αναστολής κατ εφαρμογή της διατάξεως του άρ. 20 παρ. 1 και 2 του Κ. Δ. Δικ.

Με την από 7-6-2011 πράξη του Προέδρου εισήχθη στο Σ.τ.Ε. (άρ. 1 ν. 3900/2010) προς εκδίκαση αίτηση αναστολής εκτελέσεως κατά ατομικής ειδοποιήσεως ληξιπρόθεσμων χρεών και συναφούς ταμειακής βεβαιώσεως, διότι ετίθετο το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 34 του ν. 3900/2010.

Ι. Επί της συνταγματικότητας του άρθρου 34 ν. 3900/2010:

Με το άρθρο αυτό απαλείφθηκε η δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη ως λόγος αναστολής και καταστρώθηκε ειδική ρύθμιση στον τομέα των διαφορών με χρηματικό αντικείμενο, με τον καθορισμό των τρόπων παροχής προσωρινής προστασίας στο πλαίσιο των διαφορών αυτών. Από τα άρ. 20 παρ. 1, 94 και 95 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται να εξασφαλίζει τη δυνατότητα έννομης προστασίας έναντι των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, η οποία δεν αφορά μόνο στην οριστική επίλυση της ένδικης διαφοράς, αλλά περιλαμβάνει και την προσωρινή δικαστική προστασία, δηλαδή τη λήψη του μέτρου που κρίνεται κατάλληλο για να αποσοβηθεί η ανεπανόρθωτη βλάβη που συνδέεται με την άμεση εκτέλεση της διοικητικής πράξης, ήτοι για να αποσοβηθεί η ματαίωση του σκοπού, για τον οποίο παρέχεται το κύριο ένδικο βοήθημα. Ως «ανεπανόρθωτη» δε βλάβη, η αποσόβηση της οποίας καθιστά συνταγματικά επιβεβλημένη την παροχή προσωρινής προστασίας, νοείται όχι μόνον η κατά κυριολεξία μη αναστρέψιμη, αλλά και εκείνη, της οποίας η αποκατάσταση, υπό τις συγκεκριμένες οικονομικές και λοιπές συνθήκες, είναι για τον διάδικο δυσχερής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αδυνατεί πράγματι να την επιτύχει. Η επίμαχη νέα ρύθμιση απαλείφοντας την «δυσχερώς επανορθώσιμη» βλάβη από τους λόγους αναστολής, δεν επεδίωξε, κατ’ ουσίαν, περιορισμό των λόγων που, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλουν την παροχή προσωρινής προστασίας, αλλά απέβλεψε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων «εφαρμογής» που είχαν ανακύψει λόγω της έως τότε διατυπώσεως της επίμαχης διατάξεως, με την εφαρμογή της, δηλαδή, και σε περιπτώσεις «δυσχερώς επανορθώσιμης» βλάβης, οι οποίες δεν ισοδυναμούσαν με «ανεπανόρθωτη» κατά τ’ ανωτέρω βλάβη και δεν δικαιολογούσαν, ως εκ τούτου, στην πραγματικότητα την χορήγηση αναστολής. Υπό την έννοια, αυτή, συνεπώς, η συγκεκριμένη ρύθμιση, μη θίγουσα τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, δεν αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, λαμβανομένoυ μάλιστα υπ' όψη ότι η συνδρομή της βλάβης στην συγκεκριμένη περίπτωση ανήκει πάντοτε στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

Περαιτέρω, η νέα ρύθμιση εισάγει, προκειμένου περί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο, περιορισμούς στην εξουσία του δικαστηρίου της αναστολής ως προς τον τρόπο με τον οποίο αυτό μπορεί να χορηγήσει προσωρινή δικαστική προστασία στον αιτούντα. Στις κατηγορίες αυτές, σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος προσωρινής δικαστικής προστασίας δεν αναστέλλεται η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης καθ’ εαυτήν, αλλά απαγορεύεται η λήψη από τη Διοίκηση των αναφερομένων μέτρων. Τούτο δε ισχύει όταν ο αιτών επικαλείται ως λόγο αναστολής ανεπανόρθωτη βλάβη από τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων. Στην περίπτωση, επομένως, αυτή είναι δυνατή η αναστολή μόνον ως προς τα συγκεκριμένα αυτά μέτρα. Αντιθέτως, και επί διαφορών με χρηματικό αντικείμενο είναι δυνατή η αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως καθ’ εαυτήν, δηλαδή η καθ’ ολοκληρίαν αποδοχή της αιτήσεως αναστολής, αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το κύριο ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο. Τούτο δε εξυπηρετεί και την οικονομία διοικητικών ενεργειών . αποτρέπει τη λήψη διοικητικών μέτρων, συχνά δαπανηρών, όταν είναι σφρόδρα πιθανό ότι το Δημόσιο θα ηττηθεί κατά την κύρια δίκη. Περίπτωση πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συντρέχει ιδίως όταν αυτό βασίζεται σε πάγια νομολογία και, πάντως, όχι όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του. Υπό το περιεχόμενο αυτό, η νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 του ΚΔΔ δεν περιορίζει δυσαναλόγως το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας. Διότι, εφ’ όσον τα μέτρα, τα οποία μπορεί να λάβει το Δημόσιο σε περίπτωση μη πληρωμής χρηματικής αξιώσεώς του, προβλέπονται στον νόμο (ιδίως δε στον ΚΕΔΕ) και είναι συγκεκριμένα, η απαγόρευση, μετά από επίκληση συγκεκριμένων ισχυρισμών, λήψεως κάποιου ή κάποιων από τα μέτρα αυτά αποτελεί, πάντως, επαρκή προσωρινή προστασία για τον αιτούντα.

ΙΙ. Επί των λόγων αναστολής:

Α. Ως προς την πρόδηλη βασιμότητα: Η διάταξη περί ευθύνης των διευθυντών, διαχειριστών και διευθυνόντων συμβούλων ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών για τους παρακρατούμενους φόρους που οφείλουν οι εταιρείες αυτές, αποτελεί τη νομική βάση εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων. Ο λόγος ότι η συμμετοχή του αιτούντος στη διοίκηση της εταιρείας ήταν τυπική, δεν παρίσταται προδήλως βάσιμος, δεδομένου ότι η παραπάνω διάταξη καθιερώνει ως αντικειμενική την προσωπική και αλληλέγγυο ευθύνη των διοικούντων τις ανώνυμες εταιρείες, επί του ζητήματος δε αυτού δεν υπάρχει σχετική παγιωμένη νομολογία στοιχούσα με την άποψη του αιτούντος. Εξ άλλου, από τα στοιχεία του φακέλου πιθανολογείται ότι το σύνολο του ποσού, το οποίο καταλογίσθηκε στην εταιρεία αυτή αφορά το προ της παραιτήσεως του αιτούντος χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, εν όψει του κατά τ’ ανωτέρω αντικειμενικού χαρακτήρα της ευθύνης που απορρέει από την κρίσιμη διάταξη του ΚΦΕ, ο προβαλλόμενος με την ανακοπή του αιτούντος λόγος περί μη τηρήσεως του διαδικαστικού τύπου της προηγούμενης ακροάσεως, δεν παρίσταται ως προδήλως βάσιμος.

Περαιτέρω, με την ανακοπή προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση είναι μη νόμιμη, διότι δεν περιέχει τα στοιχεία που επιβάλλει το άρθρο 4 παρ. 1 του ΚΕΔΕ. Τα στοιχεία, όμως, αυτά προκύπτουν από τα έγγραφα, τα οποία ο ίδιος ο αιτών προσκόμισε στο Δικαστήριο, εν όψει δε του ιστορικού της υποθέσεως, πιθανολογείται ότι ήσαν γνωστά στον αιτούντα πριν από την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων. Υπό τα δεδομένα αυτά και ο εξεταζόμενος λόγος ανακοπής δεν παρίσταται προδήλως βάσιμος.

Β. Επί της βλάβης:

Η Επιτροπή, εκτιμώντας τα δεδομένα της κρινομένης υποθέσεως, ιδίως δε την ηλικία του αιτούντος, καθώς και την περιουσία και τα εισοδήματά του, κρίνει ότι η βλάβη, η οποία θα προκληθεί σε αυτόν από τη λήψη κάποιου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 202 παρ. 2 του ΚΔΔ μέτρα, σε σχέση με το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας του επί του ακινήτου, στο οποίο κατοικεί, παρίσταται ανεπανόρθωτη. Κατόπιν αυτού η Επιτροπή, σταθμίζοντας περαιτέρω τη βλάβη αυτή προς το δημόσιο συμφέρον και λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι η αξία της εν λόγω επικαρπίας φαίνεται να ανέρχεται σε μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ, ποσό, δηλαδή, πολύ μικρότερο της ένδικης οφειλής, κρίνει ότι η κρινόμενη αίτηση αναστολής πρέπει να γίνει δεκτή, κατά το μέρος που αφορά το παραπάνω εμπράγματο δικαίωμα. Περαιτέρω, ως προς το άλλο ακίνητο του αιτούντος, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν συντρέχει κατά τούτο περίπτωση αποδοχής της κρινομένης αιτήσεως, διότι ο αιτών επικαλείται αορίστως ότι η λήψη κάποιου από τα παραπάνω μέτρα σε σχέση με το ακίνητο αυτό θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη, χωρίς να τον εξειδικεύει και να τον αποδεικνύει.