Back to top

Αρειος πάγος 521 - 2011 - Εμπορική μίσθωση και αναπροσαρμογή μισθώματος.

ΘΕΜΑ: Εμπορική μίσθωση και αναπροσαρμογή μισθώματος.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Ζώη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή και Ιωάννα Λούκα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Ιανουαρίου 2011, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία ................., που εδρεύει στην ...... ............ και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Δάσκα και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: ..............., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της .............. και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/12/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 22/1/2007 ανταγωγή δια των προτάσεων της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 369/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 515/2008 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3/4/2009 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Γεωργία Λαλούση ανέγνωσε την από 2/9/2010 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων της αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Το άρθρο 7 παράγραφος 1 του Π.Δ. 34/1995 ορίζει ότι "το μίσθωμα κατά τη σύναψη της σύμβασης καθορίζεται ελεύθερα από τους συμβαλλομένους και αναπροσαρμόζεται κατά τα χρονικά διαστήματα και το ύψος που ορίζεται στη σύμβαση. Ορος για ποσοστιαία σταδιακή αναπροσαρμογή του μισθώματος, που συνομολογείται μετά την 1η Σεπτεμβρίου 1994, ισχύει και για χρόνο (συμβατικό ή με αναγκαστική παράταση), για τον οποίο δεν έχει προβλεφθεί σταδιακή αναπροσαρμογή, εφόσον τα μέρη δεν έχουν αποκλείσει την ισχύ του για χρόνο που δεν προβλέπεται από τη σύμβαση".
Σταδιακή αναπροσαρμογή του μισθώματος είναι η συμφωνία των μερών, ότι το μίσθωμα θα αυξομειώνεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα και κατά ορισμένο ποσό ή ποσοστό. Για σταδιακή αναπροσαρμογή πρόκειται και όταν η αυξομείωση του μισθώματος συντελείται με την αναγραφή ορισμένου χρηματικού ποσού ανά στάδιο, η οποία μάλιστα είναι σαφώς ποσοστιαία, αφού η ποσοτική διαφορά του μισθώματος του ενός σταδίου από το προηγούμενο υπολογίζονται με βάση συγκεκριμένο σταθερό ποσοστό αναπροσαρμογής.
Έτσι, σε περίπτωση συμφωνίας για αναπροσαρμογή του μισθώματος κατά τον ανωτέρω τρόπο, εφόσον δεν έχει αποκλειστεί από τα μέρη η εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής και κατά το νόμιμο χρόνο λειτουργίας της σύμβασης, έχει εφαρμογή η προαναφερόμενη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 7 Π.Δ. 34/1995 για ισχύ της ρήτρας και τον χρόνο αυτό. Η ανωτέρω ρύθμιση του νόμου είναι συμπληρωματική της δήλωσης βούλησης των συμβαλλομένων, περιέχει δηλαδή ειδικό ερμηνευτικό κανόνα συμπληρωματικό της δήλωσης των μερών, ο οποίος ως ειδικός εφαρμόζεται και κατισχύει των γενικών ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, οι οποίοι δεν εφαρμόζονται στην ερμηνεία του ανωτέρου όρου της σύμβασης (ΑΠ 330/2004).
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα κρίσιμα για την τύχη της αναίρεσης πραγματικά περιστατικά: "Με το από 1-1-1991 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, η εκκαλούσα-εφεσίβλητη-ενάγουσα εκμίσθωσε στην εκκαλούσα-εφεσίβλητη-εναγόμενη εταιρεία για διάστημα έξι ετών μέχρι 31-3-1997, λυόμενο οίκημα εμβαδού 25 τετρ. μέτρων, το οποίο η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να κατασκευάσει μέχρι την έναρξη της μίσθωσης την 1-4-1997, με δαπάνες της, βάσει οικοδομικής αδείας που είχε εκδώσει, σε οικόπεδο ιδιοκτησίας της 780 τετρ μέτρων που βρίσκεται στον ... , επί της λεωφ. ... , για να χρησιμοποιηθεί ως γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων. Το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε για καθένα από τα έξι μισθωτικά έτη αντίστοιχα σε 100.000 δρχ, 120.000 δρχ, 144.000 δρχ, 172.000 δρχ, 206.400 δρχ και 247.680 δρχ, καταβλητέο την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, πλέον 1,8% για τέλος χαρτοσήμου, ήτοι προβλέφθηκε σταδιακή αναπροσαρμογή κατά 20% ετησίως, όπως προκύπτει από τον μαθηματικό υπολογισμό των κατ` έτος αυξήσεων. Η μίσθωση αυτή καταλήφθηκε από την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 Ν 2235/1994 και παρατάθηκε αναγκαστικά αρχικά για εννέα έτη, ήδη δε μετά την υπαγωγή της στις διατάξεις του άρθρου 5 Π.Δ. 34/1995 περί κωδικοποίησης νόμων περί εμπορικών μισθώσεων, παρατάθηκε αναγκαστικά για δώδεκα έτη, μέχρι την 31-3-2003. Μετά την συμπλήρωση της δωδεκαετίας και την πάροδο εννέα μηνών από την συμπλήρωσή της, η εναγομένη μισθώτρια συνεχίζει να χρησιμοποιεί το μίσθιο και η μίσθωση παρατάθηκε αναγκαστικά για τέσσερα ακόμη έτη, ....... , ήτοι μέχρι 31-3-2007. Μετά την λήξη της διάρκειας της μίσθωσης που είχε καθορισθεί συμβατικά, η εναγομένη συνέχισε μέχρι σήμερα να καταβάλει το ίδιο μίσθωμα του τελευταίου μισθωτικού έτους, ήτοι να καταβάλει 247.680 δρχ, πλέον χαρτοσήμου ή 740 ευρώ μηνιαίως. Με το προαναφερόμενο μισθωτήριο, οι διάδικοι δεν διέλαβαν τίποτε σχετικά με την αναπροσαρμογή του μισθώματος σε περίπτωση αναγκαστικής παράτασης της μίσθωσης. .... Στην προκειμένη συνεπώς περίπτωση, ο όρος της σταδιακής κατά μισθωτικό έτος αναπροσαρμογής του μισθώματος, και μάλιστα ποσοστιαίας, που συμφωνήθηκε για το συμβατικό χρόνο διάρκειας της σύμβασης, ισχύει και για τον χρόνο της αναγκαστικής παράτασης της μίσθωσης, έστω και αν τούτο δεν προβλέφθηκε με την σύμβαση σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη, εφόσον δεν προκύπτει σαφώς ότι οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν, κατά την κατάρτιση της σύμβασης ή μεταγενέστερα, να αποκλείσουν τον όρο αυτό της σταδιακής αναπροσαρμογής. Η κατάθεση της μάρτυρος της εναγομένης ότι συμφωνήθηκε προφορικά να παραμείνει το ίδιο μίσθωμα, δεν παρέχει πλήρη απόδειξη περί κατάρτισης μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας με το πιο πάνω περιεχόμενο, ούτε διευκρινίζεται πότε έγινε παρόμοια συμφωνία περί καταβολής του ιδίου μισθώματος κατά τον χρόνο της αναγκαστικής παράτασης της μίσθωσης, δηλαδή αν έγινε κατά την κατάρτιση της σύμβασης, οπότε θα έπρεπε να εξηγήσει και γιατί δεν περιελήφθη τούτο στο έγγραφο συμφωνητικό ή μεταγενέστερα κατά την λήξη του συμβατικού χρόνου.
Επομένως η εναγομένη οφείλει την διαφορά των μισθωμάτων κατά το συμφωνηθέν ποσοστό της ετήσιας αναπροσαρμογής από 20%, από την λήξη του συμβατικού χρόνου μίσθωσης μέχρι τέλος του έτους 2006, από το οποίο όμως διάστημα με την αγωγή ζητείται η διαφορά για το διάστημα από 1-1-2002 και εντεύθεν και όχι από 1-4-1997 και εντεύθεν, υπολογίζοντας μάλιστα το ποσό της ετήσιας αναπροσαρμογής επί του καταβαλλομένου κατά το τελευταίο συμβατικά καθορισμένο έτος της μίσθωσης μισθώματος και όχι επί του μεγαλυτέρου μισθώματος που είχε διαμορφωθεί από το έτος αυτό μέχρι τέλους του έτους 2001, όπως είχε το δικαίωμα να ζητήσει η ενάγουσα. Για το διάστημα αυτό συνεπώς η εναγομένη οφείλει, κατά το περιορισμένο υποβαλλόμενο αίτημα της αγωγής: ....... , ήτοι συνολικά η εναγομένη οφείλει 14.600,18 ευρώ".
Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε το σχετικό λόγο της έφεσης της εκμισθώτριας, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει την αγωγή κατά το αίτημα για επιδίκαση ποσού του οφειλόμενου μετά την αναπροσαρμογή μισθώματος και υποχρέωσε τη μισθώτρια να καταβάλει το αιτούμενο ποσό. Έτσι που έκρινε το Εφετείο με το να μην προσφύγει στις διατάξεις των ερμηνευτικών κανόνων άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν παραβίασε αυτές, αφού οι κανόνες αυτοί δεν ήταν εφαρμοστέοι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο πρώτος λόγος αναίρεσης, επομένως, είναι απαράδεκτος.
ΙΙ. Η κατά την ΑΚ 361 αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων δεν καταλαμβάνει μόνο τη σύναψη μιας συμφωνίας, αλλά και την κατάργησή της. Έτσι οι συμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα να καταργήσουν με μεταγενέστερη συμφωνία τους τη ρήτρα της συμβατικής αναπροσαρμογής του μισθώματος. Η καταργητική αυτή συμφωνία δεν υπάγεται στην απαγόρευση του άρθρου 45 π.δ. 34/1995 (αφού δεν συναρτάται με τη λήξη της μίσθωσης και δεν αποκλείει, αλλ` αντίθετα ενεργοποιεί τη νόμιμη αναπροσαρμογή) και δεν υπόκειται σε τύπο. Στην προκείμενη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι με το να μην δεχθεί ότι συμφωνήθηκε μεταγενέστερα κατάργηση της συμφωνίας αναπροσαρμογής, παραβίασε διατάξεις ουσιαστικού δικαίου ευθέως και εκ πλαγίου. Το Εφετείο όμως, εφόσον δέχθηκε ότι δεν αποδεικνύεται η σύναψη καταργητικής συμφωνίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, διέλαβε δε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για το ανωτέρω ζήτημα, και δεν δημιουργεί ασάφεια το γεγονός ότι υπολογίζει το ποσό της αναπροσαρμογής, σύμφωνα με περιορισμό του αιτήματος της αγωγής. Ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, συνεπώς, είναι αβάσιμος.
ΙΙΙ. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν ουσιαστικό ή δικονομικό δικαίωμα, που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση (ΟλΑΠ 3/1997). Εξάλλου, ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος δεν μπορεί να θεμελιωθεί, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991). Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η προαναφερόμενη από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον καταλυτικό, ως προς το αίτημα της αγωγής για επιδίκαση του οφειλόμενου ποσού της αναπροσαρμογής του μισθώματος, ισχυρισμού για σύναψη μεταγενέστερης συμφωνίας για κατάργηση της συμφωνίας αναπροσαρμογής, καθώς και αυτόν για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Από την προσβαλλόμενη απόφαση όμως προκύπτει ότι το Εφετείο εξέτασε τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας εταιρίας και τους απέρριψε τον μεν πρώτο ως ουσιαστικά αβάσιμο και τον δεύτερο ως μη νόμιμο. Ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, συνεπώς, κατά το μέρος που αποδίδει την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
IV. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΑΠ 1436/2009). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό (ένσταση) της αναιρεσείουσας για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος για επιδίκαση ποσού της συμβατικής αναπροσαρμογής ως μη νόμιμο για το λόγο ότι η κατάχρηση στηριζόταν μόνο στο γεγονός της αδράνειας της δικαιούχου εκμισθώτριας επί μεγάλο χρονικό διάστημα να ασκήσει αυτό, χωρίς την επίκληση άλλων περιστατικών, τα οποία να καθιστούν την ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε να μην δικαιολογείται και να δημιουργούνται επαχθείς συνέπειες για την οφειλέτρια μισθώτρια αναιρεσείουσα. Από την επισκόπηση των προτάσεων της αναιρεσείουσας πράγματι προκύπτει ότι δεν γίνεται επίκληση άλλων περιστατικών πέραν από την πάροδο του χρόνου και ενόψει του ότι οι συνέπειες δεν είναι τόσο επαχθείς για την οφειλέτρια, λαμβανομένου ότι αν κριθεί ότι δεν υφίσταται συμφωνία για αναπροσαρμογή, ενεργοποιείται η νόμιμη αναπροσαρμογή. Το Εφετείο, συνεπώς, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, και ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο προσάπτεται στην απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
V. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμός 11 περίπτωση γ` ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.
Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/2008). Στην προκείμενη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης προτείνεται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην ανωτέρω πλημμέλεια, ότι δηλαδή δεν έλαβε υπόψη έγγραφα τα οποία είχαν νόμιμα προσκομιστεί από την αναιρεσείουσα, ήτοι ότι δεν έλαβε υπόψη του α) την υπ` αριθμ κατάθεσης ΓΑ/ΜΘ/26/2001 αγωγή της αναιρεσίβλητης εκμισθώτριας και β) την εκδοθείσα επ` αυτής 371/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Από τη βεβαίωση όμως που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι σε συνδυασμό με όλο το περιεχόμενό της, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι, το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία και επομένως, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που αποδίδει την ανωτέρω πλημμέλεια είναι αβάσιμος. Εξάλλου, ούτε η πλημμέλεια από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, ιδρύεται, αφού κατά το άρθρο 650 παρ. 1 ΚΠολΔ κατά τη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, και από την απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα. Ο ίδιος λόγος, επομένως, και κατά το μέρος που αποδίδει στην απόφαση την ανωτέρω πλημμέλεια είναι αβάσιμος.
VI. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3 Απριλίου 2009 αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία ".... ......" για αναίρεση της 515/2008 απόφασης του Εφετείου Κρήτης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 6-4-2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 

Year
Τύπος ΕΦΟ
Φορολογικά Θέματα