Άρειος Πάγος 106 - 2011 - Επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής με αντιπρόσωπο, δράστης (αυτουργός) του εν λόγω εγκλήματος είναι ο αντιπρόσωπος, ενώ ο αντιπροσωπευόμενος τρίτος, για λογαριασμό του οποίου εκ

Άρειος Πάγος 106 - 2011 - Επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής με αντιπρόσωπο, δράστης (αυτουργός) του εν λόγω εγκλήματος είναι ο αντιπρόσωπος, ενώ ο αντιπροσωπευόμενος τρίτος, για λογαριασμό του οποίου εκ

ΘΕΜΑ: Επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής με αντιπρόσωπο, δράστης (αυτουργός) του εν λόγω εγκλήματος είναι ο αντιπρόσωπος, ενώ ο αντιπροσωπευόμενος τρίτος, για λογαριασμό του οποίου εκδίδεται αυτή μπορεί να είναι ποινικά υπεύθυνος ως ηθικός αυτουργός ή ως συνεργός

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως  αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-10 Πράξη του  Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο,  Παναγιώτη Ρουμπή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.

 Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2010, με  την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κονταξή (κωλυομένου  του Εισαγγελέα) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση  του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....................., που  εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ......................, περί  αναιρέσεως της υπ` αριθμ. 10824/2010 αποφάσεως του Τριμελούς  Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω  απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτήν, και ο αναιρεσείων -  κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην  από 17 Μαΐου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο  πινάκιο με τον αριθμό 738/2010.

 Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα  αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να  απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 και 2 περ. α' του Νόμου 5969/1933 "περί  επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, εκείνος  που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ`  αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής  ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εάν αυτός  μετέρχεται την πράξη κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Από τη διάταξη αυτή  προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και  για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αφ` ενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής,  αφ' ετέρου δε έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, κατά  τον χρόνο οπωσδήποτε της πληρωμής και γνώση του εκδότη για την έλλειψη αυτή.

Για να είναι δηλαδή αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής,  αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως  ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα  απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν  λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων.  

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 28 του ίδιου νόμου, η επιταγή είναι πληρωτέα  ενόψει, κάθε δε αντίθετη μνεία θεωρείται ως μη γεγραμμένη.

Τέλος, κατά το  άρθρο 29 εδ. α' και δ' του ίδιου νόμου, η επιταγή εμφανίζεται προς πληρωμή  εντός προθεσμίας οκτώ ημερών, αφετηρία δε της προθεσμίας είναι η επί της  επιταγής ως χρονολογία εκδόσεως αναγραφομένη ημέρα.

Από τις παραπάνω  διατάξεις συνάγεται ότι η επιταγή που φέρει μεταχρονολογημένη ημερομηνία  εκδόσεως, μπορεί να εμφανισθεί οποτεδήποτε, μέσα στο χρονικό διάστημα που  αρχίζει από την επόμενη ημέρα, κατά την οποία πράγματι εκδόθηκε και λήγει  την τελευταία ημέρα του οκταημέρου, το οποίο αρχίζει από την επόμενη της  ημέρας που σημειώνεται σ' αυτήν ως χρονολογία εκδόσεως.

Περαιτέρω, από το  άρθρο 11 του ίδιου ως άνω νόμου συνάγεται ότι επιταγή μπορεί να εκδοθεί μέσω  τρίτου προσώπου, ως αμέσου αντιπροσώπου, ο οποίος με τη θέση της δικής του  υπογραφής εγκύρως δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο, στο όνομα και για  λογαριασμό του οποίου ενεργεί (άμεση αντιπροσώπευση), εφόσον γίνεται μνεία  επί του σώματος της επιταγής ότι ο τρίτος ενεργεί στο όνομα και για  λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου και εφόσον η ενέργεια του αντιπροσώπου  στηρίζεται σε εγγράφως παρασχεθείσα πληρεξουσιότητα.

Με την έννοια αυτή, το  αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής διαπράττεται μόνο από τον εκδίδοντα  και δη τον υπογράφοντα την επιταγή.

Επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής με  αντιπρόσωπο, δράστης (αυτουργός) του εν λόγω εγκλήματος είναι ο  αντιπρόσωπος, ενώ ο αντιπροσωπευόμενος τρίτος, για λογαριασμό του οποίου  εκδίδεται αυτή μπορεί να είναι ποινικά υπεύθυνος ως ηθικός αυτουργός ή ως  συνεργός.

Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 του Ν.  2190/1920 "Περί Ανωνύμων εταιρειών" ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής  εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας. Ειδικότερα  ορίζεται ότι το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας, ενεργώντας  συλλογικά, την εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως και ότι το καταστατικό  μπορεί να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα  (τρίτοι) μπορούν να εκπροσωπήσουν την εταιρεία γενικώς ή σε ορισμένου είδους  πράξεις.

Κατά δε το άρθρο 22 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου, που αναφέρονται  σε πράξεις διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεως, το διοικητικό συμβούλιο είναι  αρμόδιο να αποφασίζει κάθε πράξει που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας, τη  διαχείριση της περιουσίας της και γενικά την επιδίωξη των σκοπών της και ότι  το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα στα οποία η εξουσία του διοικητικού  συμβουλίου ασκείται από ένα ή περισσότερα μέλη της εταιρείας ή από τρίτους.  

Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65,  67, 68 και 70 του Αστικού Κώδικα, συνάγεται ότι το διοικητικό συμβούλιο  αποτελεί το όργανο που εκπροσωπεί και διοικεί την ανώνυμη εταιρεία και  διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις της (εκτός από εκείνες που υπάγονται,  σύμφωνα με το καταστατικό, στις αρμοδιότητες της γενικής συνελεύσεως), μη  όντας, απέναντι στην εταιρεία, πρόσωπο διαφορετικό από αυτή, αλλά όργανό  της. Στην περίπτωση δε επιτρεπτής υποκαταστάσεως στο πλαίσιο εφαρμογής των  πιο πάνω διατάξεων των άρθρων 18 παρ. 1 και 2 και 22 παρ. 1 και 3 του Νόμου  2190/1920, το μέλος του συμβουλίου ή ο τρίτος, στον οποίο μεταβιβάστηκε η  εξουσία του Διοικητικού Συμβουλίου, είναι υποκατάστατο αυτού, ενεργεί ως  όργανο εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της εταιρείας και εκφράζει  πρωτογενώς τη βούλησή του από τον νόμο και το καταστατικό, ο δε δεσμός του  με την εταιρεία είναι αυτός του διοικητικού συμβουλίου.

Διαφορετική δε είναι  η περίπτωση εκείνη, κατά την οποία το όργανο της εταιρείας, δηλαδή του  διοικητικό του συμβούλιο ή το κατ` άρθρα 18 και 22 του Ν. 2190/1920 υποκατάστατό τους όργανο αναθέτει σε τρίτο πρόσωπο εκπροσωπευτική  δραστηριότητα για τη διεκπεραίωση ορισμένων υποθέσεων επ` ονόματι της  ανώνυμης εταιρείας, χωρίς να αποτελεί το τρίτο πρόσωπο όργανο διοικήσεως του  νομικού προσώπου, του οποίου εκφράζει τη βούληση, αλλ` ενεργεί ως απλός  αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος στα πλαίσια της πληρεξουσιότητας ή εντολής, που  προβλέπονται αντίστοιχα από τα άρθρα 211 και 713 του Αστικού Κώδικα.

 Εξάλλου, η καταδικαστική ποινική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των  άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας  ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ, όταν  αναφέρονται σ` αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά  κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του  δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων  του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί,  με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική  ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των  αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι  απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε  κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η  αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο  σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των  αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη  αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και  αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της  αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις  περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της  ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται, και για την απόρριψη των αυτοτελών  ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή, των ισχυρισμών, που προτείνονται στο  δικαστήριο της ουσίας είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορό του και  τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στον αποκλεισμό ή στη  μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη  μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, και στη μείωση της ποινής, εφόσον  βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή, αναφέρονται τα πραγματικά  περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, αλλιώς  είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να  αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 510  παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή  εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν  το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι  έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν τούτο δεν υπήγαγε τα πραγματικά  περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην  προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 10.824/2010  απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως  δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο σε  φυλάκιση δέκα (10) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς δέκα ευρώ  (10 ?) ημερησίως και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 ?) για  παράβαση του νόμου 5.950/1933, απορρίπτοντας ως αόριστο τον αυτοτελή  ισχυρισμό που προέβαλε ο αναιρεσείων δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου περί  νομικής πλάνης, ο οποίος είχε ως εξής: "Ο κατηγορούμενος πίστευε λόγω πλάνης  του, ότι εκδίδοντας και υπογράφοντας τις επίδικες επιταγές δεν διέπραττε ο  ίδιος αδίκημα αλλά ο εντολέας του. Η πλάνη του δε αυτή αναμφίβολα ήταν  συγγνωστή, διό και ζητώ να μη του καταλογισθεί η πράξη για την οποία  κατηγορείται". Ειδικότερα, το Δικαστήριο, με βάση τα αναγνωσθέντα στο  ακροατήριο έγγραφα και την κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρος κατηγορίας (ο  κατηγορούμενος δεν απολογήθηκε, διότι παρέστη στο Δικαστήριο διά  πληρεξουσίου δικηγόρου), έκρινε αποδεδειγμένα τα ακόλουθα πραγματικά  περιστατικά: "Την 12.10.2001, όπως προκύπτει από το με αριθμό φύλλου  9184/17.10.2001 (ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) καταχωρήθηκε στο μητρώο Ανωνύμων  Εταιρειών της Νομαρχίας Αθηνών, το υπ` αριθμόν 2.7.2001 πρακτικό του  Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "......" και  με αριθμό μητρώου 44097/01/Β/99/552, από το οποίο προκύπτει ότι το  Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε σε σώμα ύστερα από την εκλογή του, από την  Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της 25.6.2001 με πενταετή θητεία, ως  κατωτέρω: α) Μ. Κ. σύζυγος Ε., οικοκυρά, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος,  β) Μ. Ε. του Α., σπουδαστής, Αντιπρόεδρος και γ) Β. Ν. του Ε.,  αυτοκινητιστής. Με το ίδιο ως άνω πρακτικό Δ.Σ. αποφασίστηκε ότι την  εταιρεία εκπροσωπεί δια της υπογραφής της η Μ. Κ. Πρόεδρος και Διευθύνων  Σύμβουλος. Η τελευταία με το υπ` αριθ. ... και ημερομηνία 18 Ιουλίου 2001  πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Διονυσίας Χαϊκάλη, ενεργούσα στην  προκειμένη περίπτωση ως νόμιμη εκπρόσωπος, στο όνομα και για λογαριασμό της  ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "....", ως Πρόεδρος του διοικητικού  Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος, διόρισε ως ειδικό πληρεξούσιο,  αντιπρόσωπο και αντίκλητο της από αυτήν εκπροσωπουμένης εταιρείας κ. Α. Μ.  του Ε. και της Κ. και δήλωσε ότι για όλες τις υποθέσεις της ανώνυμης  εταιρείας, που αυτή νομίμως εκπροσωπεί, δίκες ή διαφορές, διορίζει και  καθιστά γενικό και ειδικό της πληρεξούσιο, τον κ. Α. Μ., στον οποίο χορήγησε  το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα, αντί γι` αυτήν και για λογαριασμό της  ανώνυμης εταιρείας που αυτή εκπροσωπεί μεταξύ των άλλων γενικών και ειδικών  εντολών "να εκδίδει και οπισθογραφεί επιταγές, εκδίδει, αποδέχεται,  οπισθογραφεί και εγγυάται συναλλαγματικές....". Βάσει του πληρεξουσίου  αυτού, ο ανωτέρω Α. Μ. εξέδωσε την 30.7.2003 και 31.7.2003 στην Αθήνα, υπό  την εταιρική επωνυμία και σφραγίδα τις υπ` αριθ. ... και ... επιταγές της  Τράπεζας Αττικής, ποσού 8.000 ευρώ και 7.000 ευρώ αντίστοιχα, με χρέωση του  στην παραπάνω Τράπεζα (κατάστημα Καλλιθέας) τηρουμένου υπ` αριθ. ...  λογαριασμού, πληρωτέες εις διαταγήν της στον Πειραιά εδρευούσης εταιρείας  περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "........", στο εις Καλλιθέα  ευρισκόμενο κατάστημα της πληρώτριας Τράπεζας. Πλην όμως οι επιταγές αυτές,  νόμιμη κομίστρια των οποίων κατέστη με οπισθογράφησή τους από την λήπτρια  αυτών "....", η εγκαλούσα και επί της οδού ... εδρεύουσα ομόρρυθμη εταιρεία  με την επωνυμία "......", εμφανισθείσες από αυτήν νομίμως και εμπροθέσμως  προς πληρωμή, η πρώτη την 30.7.2003 στην πληρώτρια τράπεζα ... και η δεύτερη  την 5.8.2003 στην πληρώτρια τράπεζα (κεντρικό κατάστημα Πειραιά), δεν  πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων της προαναφερόμενης ανωνύμου  εταιρείας με την επωνυμία "...." στον παραπάνω λογαριασμό και ειδικότερα  λόγω κλεισμένου οριστικά λογαριασμού (που εξακριβώθηκε στην περίπτωση της  πρώτης επιταγής, μετά από έλεγχο του μηχανογραφικού κέντρου της πληρώτριας  τράπεζας), βεβαιωθείσης της μη πληρωμής των επιταγών επί του σώματος αυτών,  όσον αφορά μεν την πρώτη με την από 1.8.2003 βεβαίωση της τράπεζας  ...... ....... , γενομένη κατόπιν ρητής εξουσιοδοτήσεως της πληρώτριας  Τράπεζας στην οποία ετηρείτο ο παραπάνω λογαριασμός, όσον αφορά δε την  δεύτερη με την από 5.8.2003 βεβαίωση της πληρώτριας τράπεζας (κεντρικό  κατάστημα Πειραιά). Από τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά  περιστατικά προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος στα πλαίσια του διορισμού του εκ  μέρους της Κ. Μ., εκπροσώπου της εταιρείας "....", με συμβολαιογραφικό  έγγραφο ως ειδικός πληρεξούσιος της εκδότριας των επιταγών εταιρείας,  εξέδωσε αυτές στα πλαίσια της ίδιας ειδικής εντολής και πληρεξουσιότητας, με  την ιδιότητα του πληρεξουσίου της ίδιας εταιρείας και για λογαριασμό αυτής.  Δεσμεύοντας συνεπώς την εταιρεία αυτή με την υπογραφή του υπό την εταιρική  επωνυμία και σφραγίδα, εξέδωσε υπό την εταιρική επωνυμία και σφραγίδα  επιταγές μη πληρωθείσες επί πληρωτού παρά τον οποίο η ανώνυμη εταιρεία, την  οποία εκπροσωπούσε, δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της εκδόσεως  των επιταγών ή της πληρωμής αυτών, γεγονός το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος  κατά την έκδοση και παράδοση των ένδικων επιταγών.

Συνεπώς υπέχει προσωπική ποινική ευθύνη και ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε  ποινική ευθύνη της .............., ως συμμετόχου του αδικήματος και πρέπει να  κηρυχθεί ένοχος της πράξης που του αποδίδεται, απορριπτομένου του αυτοτελούς  ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί συγγνωστής νομικής του πλάνης, γιατί  πίστευε ότι εκδίδοντας και υπογράφοντας τις επίδικες επιταγές δε διέπραττε ο  ίδιος αδίκημα αλλά ο εντολέας του, καθ' όσον ο ισχυρισμός αυτός, όπως  διατυπώθηκε, χωρίς δηλαδή να εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που καθιστούν  συγγνωστή την πλάνη του και θεμελιώνουν την αδυναμία να αντιληφθεί και  διαγνώσει το άδικο της πράξεώς του είναι αόριστος".

Με αυτά που δέχθηκε το  Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη ως άνω απόφασή του την  απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή με  σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που  προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες  πείστηκε, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα πραγματικά  περιστατικά που δέχθηκε, στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που  ορθώς εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα,  εκτίθεται με τρόπο σαφή και ορισμένο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι ο  αναιρεσείων εξέδωσε τις αναφερόμενες επιταγές επ` ονόματι της εταιρείας, εν  γνώσει του ότι δεν υπήρχε κατατεθειμένο στην εκδότρια τράπεζα το αντίστοιχο  για κάθε μία επιταγή αντίκρισμα, ότι τις επιταγές αυτές υπέγραψε ως  πληρεξούσιος δυνάμει συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, που νομίμως του  χορηγήθηκε από την εκπροσωπούσα την εταιρεία ως διευθύνουσας συμβούλου και  Προέδρου του Διοικητικού της Συμβουλίου και ορθώς, εφαρμόζοντας τις πιο πάνω  διατάξεις δέχθηκε την ποινική του ευθύνη, απορρίπτοντας ορθά τον ως άνω  αυτοτελή ισχυρισμό περί νομικής πλάνης ως αόριστο. Επομένως οι από το άρθρο  510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δύο πρώτοι λόγοι  αναιρέσεως με την αιτίαση ότι υπαίτιος του αδικήματος της παραβάσεως του ν.  5960/33 δεν είναι ο έχων την πληρεξουσιότητα, αλλά ο αντιπροσωπευόμενος,  είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

 Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3,  171 παρ. 1 στοιχ. β`, 369 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, απόλυτη  ακυρότητα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ίδιου Κώδικα  λόγο αναιρέσεως επιφέρει και η έκδοση αποφάσεως, χωρίς προηγούμενη πρόταση  του Εισαγγελέως επί της ενοχής και της ποινής, καθώς και επί των αυτοτελών  ισχυρισμών και αιτημάτων του κατηγορουμένου, που προβλήθηκαν κατά τη  διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Γενικώς, όμως, δεν απαιτείται ειδική  πρόταση του εισαγγελέως επί των αυτοτελών ισχυρισμών, διότι τούτο καλύπτεται  από τη συνολική του πρόταση επί της ενοχής. Στην προκειμένη περίπτωση, από  την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της εκκαλούμενης αποφάσεως προκύπτει  ότι δόθηκε ο λόγος στην Εισαγγελέα να προτείνει επί των αυτοτελών ισχυρισμών  που πρόβαλε ο αναιρεσείων, κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας  ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και η Εισαγγελεύς επιφυλάχθηκε να  προτείνει. Μετά την απολογία του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, δόθηκε και  πάλι ο λόγος στην Εισαγγελέα, η οποία αφού ανέπτυξε την κατηγορία, πρότεινε  να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα  σκέψη, η ακρόαση της Εισαγγελέως έγινε με την περί ενοχής πρότασή του, η  οποία καλύπτει πλήρως και την πρότασή της επί των αυτοτελών ισχυρισμών.

Επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο τρίτος από το άρθρο 510 παρ. 1  στοιχ. Α` του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης  αιτήσεως.

Επειδή, μετά από αυτά και ενόψει του ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος  αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να  καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583  παρ. 1 ΚΠΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 27/17 Μαΐου 2010 αίτηση του Α. Μ. του Ε. για αναίρεση της  10.824/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

 Και

 Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που  ανέρχονται σε διακόσια πενήντα ευρώ (250).

 Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 29 Δεκεμβρίου 2010.

 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο, στις 25  Ιανουαρίου 2011.
 

 Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ