Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (προγενέστερο πλαίσιο)

Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (προγενέστερο πλαίσιο)

Εισαγωγή

Το ξέπλυμα χρήματος είναι η προσπάθεια προσώπων να συγκαλύψουν την πηγή εσόδων τους, που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες (πχ εμπόριο όπλων, αρχαιοτήτων, ναρκωτικών κλπ), με απώτερο σκοπό το πέρασμα τους στην υγιή οικονομία.

Η διαδικασία ξεπλύματος χρήματος ακολουθεί τρία βασικά στάδια :

  • Τοποθέτηση
    Πρόκειται για την αρχική τοποθέτηση των χρημάτων, που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες, με τη μορφή επενδύσεων σε χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και πιστωτικά ιδρύματα, όπως τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρίες, ανταλλακτήρια συναλλάγματος κλπ.
  • Στρωματοποίηση
    Πρόκειται για τη πραγματοποίηση, με τα συγκεκριμένα κεφάλαια, πολλαπλών επικαλυπτόμενων συναλλαγών, με σκοπό την απόκρυψη της αρχικής πηγής προέλευσής τους.
  • Ολοκλήρωση ή Ενσωμάτωση

Πρόκειται για την επανατοποθέτηση των «ξεπλυμένων», πλέον, κεφαλαίων σε κλάδους νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας.

Επισκόπηση του κανονιστικού – θεσμικού πλαισίου      

Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει συνοπτικά την κοινοτική νομοθεσία, αναφορικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και τη σχετική ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη.

Διεθνής πηγή-Έτος

Θεματική
ενότητα

Κοινοτική νομική πράξη

Ελληνική νομική πράξη

FATF: 40
συστάσεις - 1990

Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

Οδηγία 91/308/ΕΟΚ

Νόμος 2331/1995

FATF: 40
συστάσεις - 1996

Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

Οδηγία 2001/97/ΕΚ

Νόμος 3424/2005

FATF: 40
συστάσεις - 2003

Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

Οδηγία 2005/60/ΕΚ

Οδηγία Επιτροπής 2006/70/ΕΚ

Νόμος 3691/2008

FATF: 9
ειδικές συστάσεις - 2004

Χρηματοδότηση
τρομοκρατίας

Οδηγία 2005/60/ΕΚ

Κανονισμός 1781/2006

Νόμος 3691/2008

Σύμβαση Βιέννης - 1988

Καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών

Οδηγία 91/308/ΕΟΚ

Νόμος 1990/1991

Σύμβαση Στρασβούργου - 1990

Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

Απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ

Νόμος 2655/1998

Διεθνής Σύμβαση Ηνωμένων Εθνών - 1999

Χρηματοδότηση
τρομοκρατίας

Απόφαση-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ

Νόμος 3034/2002

 

Το θεσμικό πλαίσιο το οποίο ρυθμίζει την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας είναι:

  • Ο Νόμος 3691/2008 (όπως τροποποιήθηκε από το ν. 3932/2011) και
  • Η απόφαση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 1/506/8.4.2009

Ορισμός εγκληματικών δραστηριοτήτων

Βάσει της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, νομιμοποίηση εσόδων από τις εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), αποτελούν οι ακόλουθες πράξεις:

α) Η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του.

β) Η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.

γ) Η απόκτηση, κατοχή, διαχείριση ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.

δ) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.

ε) Η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή περισσότερων από τις πράξεις που αναφέρονται στα παραπάνω στοιχεία α' έως δ' και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα.

Αρμόδια αρχή

Αρμόδια αρχή  σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 3932/2011 είναι η ανεξάρτητη «Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης». Στα άρθρα 7Α, 7Β και 7Γ ορίζονται οι μονάδες, οι εξουσίες και τα λειτουργικά θέματα της Αρχής. Σημειώνεται ότι στο ίδιο άρθρο ορίζεται ότι έναντι της Επιτροπής δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ερευνών και ελέγχων της, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κ.Π.Δ.

Στην ιστοσελίδα της Επιτροπής (www.hellenic-fiu.gr ) παρατίθενται αναλυτικά, μεταξύ άλλων, η ισχύουσα στην Ελλάδα νομοθεσία αναφορικά με το ξέπλυμα χρήματος, οι αποφάσεις και εγκύκλιοι που έχουν εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές, αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και των οργάνων του, καθώς και Κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τους οποίους επιβάλλεται η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων κρατών, νομικών προσώπων ή νομικών σχημάτων και φυσικών προσώπων για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 49 του κοινοποιούμενου νόμου, καθώς και υποδείγματα αναφοράς ύποπτων συναλλαγών από υπόχρεα πρόσωπα.

Υποχρεώσεις  Δικηγόρων

 Με την υπ’ αρίθμ 59467/ 13.07.2009 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίστηκαν οι λεπτομέρειες εφαρμογής των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον Ν. 3691/2008 για τους δικηγόρους και τους συμβολαιογράφους. Ειδικότερα:

Εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας

1. Οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι, ως υπόχρεα πρόσωπα, όταν ενεργούν στο πλαίσιο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που ορίζεται με το εδάφιο ιγ΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.3691/2008, οφείλουν να εφαρμόζουν τα μέτρα συνήθους δέουσας επιμέλειας (άρθρο 13) και αυξημένης δέουσας επιμέλειας (άρθρο 19) ως προς τον πελάτη, όταν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις για απόπειρα ή διάπραξη πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού της συναλλαγής, που προέρχονται από πράξεις τρομοκρατίας, εμπορίας ναρκωτικών και οργανωμένου εγκλήματος.

2. Όταν οι ανωτέρω διενεργούν συναλλαγές που ανέρχονται σε ποσό τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ανεξάρτητα αν αυτές διενεργούνται  με μια μόνη πράξη ή με περισσότερες ,  μεταξύ  των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση, οφείλουν να ελέγχουν την ταυτότητα του πελάτη βάσει των εγγράφων που ορίζονται στο νόμο (άρθρο 8 του ν. 2830/2000 «Κώδικας Συμβολαιογράφων») καθώς και την ταυτότητα του πραγματικού ή των πραγματικών δικαιούχων της εταιρείας-πελάτη βάσει των προσκομιζόμενων νομιμοποιητικών εγγράφων της εταιρείας -πελάτη.

 Αποφυγή συναλλαγών

3. Δικηγόροι και συμβολαιογράφοι ενεργώντας στο πλαίσιο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους, αν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ή γνωρίζουν ότι η σχεδιαζόμενη πράξη ή συναλλαγή για την οποία ζητείται η συνδρομή τους συνδέεται με αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), οφείλουν να αποφύγουν τη διενέργεια της συναλλαγής, την άσκηση δραστηριότητας ή την παροχή των υπηρεσιών τους.

 Φύλαξη αρχείων και στοιχείων

4. Οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι, σε περίπτωση διερεύνησης τυχόν απόπειρας ή διάπραξης αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες από την Επιτροπή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 ή από κάθε άλλη αρμόδια αρχή, οφείλουν να φυλάσσουν:

i) Τα νομιμοποιητικά έγγραφα της ταυτότητας του πελάτη κατά τη σύναψη κάθε είδους σύμβασης, καθώς και

ii) τα πρωτότυπα ή αντίγραφα παραστατικά κάθε είδους συναλλαγών, για χρονικό διάστημα πέντε ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής σχέσης με τον πελάτη ή την εκτέλεση της κάθε συναλλαγής.

Τα στοιχεία αυτά φυλάσσονται  σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή για το ως άνω χρονικό διάστημα, εκτός αν επιβάλλεται με άλλη διάταξη νόμου ή κανονιστικής απόφασης η φύλαξή τους επί μακρότερο χρονικό διάστημα.

 Πειθαρχικές κυρώσεις

5. Σε περίπτωση που δικηγόρος ή συμβολαιογράφος παραβαίνει τις υποχρεώσεις  που απορρέουν από τις διατάξεις του ν. 3691/2008,  το Υπουργείο Δικαιοσύνης ως αρμόδια αρχή, παραπέμπει το υπόχρεο πρόσωπο στον οικείο Δικηγορικό ή Συμβολαιογραφικό Σύλλογο, στον οποίο διαβιβάζονται όλα τα στοιχεία της παράβασης, προκειμένου να ασκηθεί ο προβλεπόμενος από τις κείμενες διατάξεις πειθαρχικός έλεγχος.

Υποχρεώσεις Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων

Υποχρεώσεις των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που απορρέουν από το θεσμικό πλαίσιο είναι:

  • να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή κάθε συναλλαγή, η οποία από την φύση της ή από στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο ή την ιδιότητα του συναλλασσόμενου μπορεί να συνδεθεί με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση τρομοκρατικών οργανώσεων ή τρομοκρατών
  • να θεσπίζουν διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και επικοινωνίας, ώστε να προλαμβάνουν και να εμποδίζουν τη διενέργεια συναλλαγών που συνδέονται με τα ανωτέρω εγκλήματα
  • να συνεκτιμούν και το συνολικό χαρτοφυλάκιο το οποίο ενδεχομένως διατηρεί σε αυτά ο συναλλασσόμενος για να εξακριβώνουν τη συνάφεια και συμβατότητα της υπόψη συναλλαγής με το χαρτοφυλάκιο
  • να μεριμνούν, ώστε οι σχετικοί έλεγχοι των συναλλαγών να εφαρμόζονται στις θυγατρικές εταιρίες και στα υποκαταστήματά τους στο εξωτερικό, εκτός αν αυτό απαγορεύεται πλήρως ή μερικώς από την σχετική αλλοδαπή νομοθεσία, οπότε ενημερώνουν τον αρμόδιο Εισαγγελέα και την Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή με την επωνυμία «Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες».
  • να λαμβάνουν κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο που αποφασίζει η αρμόδια αρχή τους για την αποτροπή των ανωτέρω εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της μη κατάρτισης συναλλαγής, εφόσον δεν έχουν ικανοποιηθεί οι όροι πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας του συναλλασσόμενου.

Ειδικότερα:

Εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας των πελατών τους. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κατά την σύναψη συμβάσεων με πελάτες υποχρεούνται να απαιτούν την απόδειξη της ταυτότητας του συναλλασσόμενου. Από τα στοιχεία αυτά πρέπει να προκύπτουν η παρούσα διεύθυνση κατοικίας, το ασκούμενο επάγγελμα και η επαγγελματική διεύθυνση του συναλλασσόμενου. Όταν ο συμβαλλόμενος ή συναλλασσόμενος ενεργεί για λογαριασμό άλλου, εκτός από την απόδειξη της δικής του ταυτότητας, οφείλει να αποδείξει και τα στοιχεία του τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, για λογαριασμό του οποίου ενεργεί . Ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός οφείλει να εξακριβώσει την αλήθεια και των στοιχείων αυτών και όταν ο συναλλασσόμενος δεν προβεί στην πιο πάνω δήλωση, αλλά υπάρχει βάσιμη αμφιβολία για το εάν ενεργεί για δικό του λογαριασμό ή βεβαιότητα ότι ενεργεί για λογαριασμό άλλου.

Τα στοιχεία τα σχετικά με τις παραπάνω συμβάσεις και συναλλαγές και τα νομιμοποιητικά έγγραφα φυλάσσονται από τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών.

Στο πλαίσιο της διευθέτηση των ανωτέρω ζητημάτων η Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) έχει λάβει τις ακόλουθες αποφάσεις:

-       Απόφαση ΕΤΠΘ 281/17.03.2009 με θέμα την «πρόληψη της χρησιμοποίησης των εποπτευομένων από - την Τράπεζα της Ελλάδος πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας».

-       Aπόφαση ΕΤΠΘ 285/6/9.7.2009 με θέμα «Ενδεικτική τυπολογία ασυνήθων ή ύποπτων συναλλαγών κατά την έννοια των παραγράφων 13-14 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008».

-       Απόφαση ΕΤΠΘ 290/12/11.11.2009 με θέμα τον «Καθορισμός του πλαισίου επιβολής διοικητικών κυρώσεων στα εποπτευόμενα από την Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύματα, σύμφωνα με το άρθρο 52 του ν. 3691/2008».

Σημειώνεται ότι οι πρώτες δύο αποφάσεις (281/17.03.2009 και 285/6/9.7.2009) τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από ΕΤΠΘ 300/30/28.07.2010 και την ΠΔ/ΤΕ 2652/29.2.2012.     

Μη πραγματοποίηση συναλλαγών

Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να μην πραγματοποιούν συναλλαγές για τις οποίες γνωρίζουν ή βάσιμα υποπτεύονται ότι συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Υποχρέωση αναφοράς στον Αρμόδιο Φορέα, στην Εισαγγελική Αρχή, στον Ανακριτή ή στο Δικαστήριο.

Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να αναφέρουν με εμπιστευτικό έγγραφο στον Αρμόδιο Φορέα κάθε συναλλαγή που θεωρούν ύποπτη, καθώς και να παραδίδουν στον Φορέα, στην Εισαγγελική Αρχή, στον Ανακριτή ή στο Δικαστήριο, τις απαιτούμενες πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία, που θα τους ζητηθούν για συναλλαγές, που είναι πιθανόν να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες. Οι πληροφορίες αυτές είναι εμπιστευτικές, η δε γνωστοποίηση τους όταν γίνεται καλόπιστα δεν αποτελεί άδικη ή αντισυμβατική πράξη και δεν μπορεί να θεμελιώσει οποιουδήποτε είδους ευθύνη.

Λήψη μέτρων για την πρόληψη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποχρεώνονται  στην λήψη μέτρων και στην ανάπτυξη διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου και στη θέσπιση εσωτερικών διαδικασιών, λαμβάνοντας μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη τα οποία περιλαμβάνουν:

  • την εξακρίβωση και τον έλεγχο της ταυτότητας και των στοιχείων που αναφέρονται στον πελάτη
  • τη φύλαξη των αρχείων των πελατών
  • τον έλεγχο του ονόματος του πελάτη αν συμπεριλαμβάνεται στην κατάσταση προσώπων που ενδέχεται να εμπλέκονται σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, και που αποστέλλονται από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές.
  • την εξακρίβωση της ταυτότητας του «πραγματικού δικαιούχου», δηλαδή του φυσικού προσώπου που ελέγχει τον πελάτη ή για λογαριασμό του οποίου διενεργείται συναλλαγή ή δραστηριότητα και τη λήψη επιπλέον μέτρων για τον έλεγχο της ταυτότητάς του
  • την άσκηση συνεχούς εποπτείας με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται συνάδουν με τις πληροφορίες που έχει η Εταιρία σχετικά με τον πελάτη, την επιχειρηματική του δραστηριότητα, την προέλευση των κεφαλαίων του, καθώς και τη διασφάλιση της τήρησης ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών στα αρχεία της Εταιρίας
  • την εκπαίδευση και την επιμόρφωση του προσωπικού της εταιρίας
  • την αναφορά ύποπτων συναλλαγών προς τις αρμόδιες αρχές
  • την επιλογή αρμόδιου διευθυντικού στελέχους που έχει την ευθύνη γενικής συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία

Τα έγγραφα που μπορούν να πιστοποιήσουν τα στοιχεία του μεριδιούχου (ανάλογα με την περίπτωση) και απαιτούνται από τον νόμο είναι:

Στοιχεία Ταυτότητας

  • Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας
  • Διαβατήριο σε ισχύ
  • Ταυτότητα υπηρετούντων στα Σώματα Ασφαλείας και στις Ένοπλες Δυνάμεις

Διεύθυνση κατοικίας & τηλέφωνο επικοινωνίας

  • Πρόσφατος λογαριασμός οργανισμού κοινής ωφέλειας
  • Παραστατικά έγγραφα εκδόσεως ΔΟΥ
  • Ισχύουσα άδεια διαμονής ή παραμονής
  • Μισθωτήριο συμβόλαιο που έχει κατατεθεί σε οικονομική εφορία

Επάγγελμα & επαγγελματική διεύθυνση

  • Παραστατικά έγγραφα εκδόσεως ΔΟΥ
  • Βεβαίωση εργοδότη
  • Αντίγραφο τελευταίας μισθοδοσίας
  • Δήλωση έναρξης επιτηδεύματος
  • Επαγγελματική ταυτότητα
  • Παραστατικό ασφαλιστικού φορέα

Αριθμός φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.)

  • Παραστατικά έγγραφα εκδόσεως ΔΟΥ

 Υποχρεώσεις λογιστών

Ειδικότερα, με τις διατάξεις της περ. γ' του άρθρου 29 του ν. 3691/2008 όπως ισχύει, ορίζεται η υποχρέωση των υπόχρεων προσώπων να υποβάλλουν στην Αρχή του άρθρου 7  αναφορές ύποπτων συναλλαγών που ενδέχεται να συνδέονται με αδικήματα φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, καθώς και με λοιπά αδικήματα αρμοδιότητας ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. που υπάγονται στα βασικά αδικήματα του άρθρου 3 του ίδιου νόμου.

Συνεπώς, τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να υποβάλλουν αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008  όπως ισχύει, όταν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή τη διενέργεια συναλλαγής με πελάτη τους, όπως, ενδεικτικά, παροχή υπηρεσιών, πώληση αγαθών ή διαμεσολάβηση, εκτιμούν, αντιλαμβάνονται ή διαπιστώνουν ύποπτες συναλλαγές, δηλαδή συναλλαγές οι οποίες ενδεχομένως υποκρύπτουν νομιμοποίηση προϊόντος εγκλήματος (μετατροπή, μεταβίβαση, κατοχή, χρησιμοποίηση κ.λπ.), το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε εγκληματική δραστηριότητα, από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 3691/2008 (π.χ. δωροδοκία, σωματεμπορία, εμπορία ναρκωτικών, φοροδιαφυγή που συνιστά φορολογικό αδίκημα, αδικήματα λαθρεμπορίας κ.λπ.), και όχι για αυτήν καθ' αυτήν την εγκληματική πράξη. Επομένως, αντικείμενο αναφορών των υπόχρεων προσώπων στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 θα πρέπει να αποτελεί η απλή ή γενική υπόνοια ή η υποψία τέλεσης συγκεκριμένης και εξειδικευμένης αξιόποινης πράξης (π.χ. φοροδιαφυγή, απάτη ή υπεξαίρεση ή κλοπή κ.λπ.), και όχι κατ' ανάγκη η αποδεδειγμένη πραγματοποίηση αυτής.

 

Παράδειγμα:

Οι λογιστές - ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ιδιώτες ελεγκτές και οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 όπως ισχύει, περιπτώσεις ενδεχόμενης φοροδιαφυγής ή δωροδοκίας ή λαθρεμπορίας που υποπίπτουν στην αντίληψή τους κατά την άσκηση του λογιστικού, ελεγκτικού ή συμβουλευτικού έργου τους, για περιπτώσεις ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων (ξέπλυμα χρήματος) που προέρχονται από τη συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα.

Έτσι, για παράδειγμα, όταν λογιστές παρατηρήσουν ή υποψιαστούν, κατά την άσκηση της εργασίας τους, ότι πελάτες τους ενδεχομένως προβαίνουν σε πράξεις φοροδιαφυγής γενικώς (π.χ. δεν έχουν περιλάβει στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέρος των εισοδημάτων τους από οποιαδήποτε πηγή, δεν έχουν αποδώσει τους οφειλόμενους φόρους, τέλη, εισφορές ή έχουν εκδώσει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή είναι λήπτες εικονικών στοιχείων κ.λ.π.), τότε οφείλουν να αποστείλουν σχετική αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7του ν. ν 3691/2008  όπως ισχύει.

Συνεπώς οι λογιστές, λόγω της ειδικής φύσεως του αδικήματος της φοροδιαφυγής, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι η διαπίστωση φοροδιαφυγής ή πράξεων που υποκρύπτουν φοροδιαφυγή συνεπάγεται ταυτόχρονα και την ύπαρξη ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων χωρίς να απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός του ύποπτου χαρακτήρα αυτών. Ως εκ τούτου, οι λογιστές άπαξ και σχηματίσουν υποψίες ή υπόνοιες τέλεσης πράξεων φοροδιαφυγής (και όχι βεβαιωμένη κατ' ανάγκη φοροδιαφυγή) από πελάτες τους κατά την εκτέλεση του έργου τους οφείλουν να υποβάλουν αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008  όπως ισχύει.

Σημειώνεται ότι η ανωτέρω υποχρέωση αποστολής αναφοράς στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 σε περίπτωση υποψίας ή υπόνοιας τέλεσης του αδικήματος της φοροδιαφυγής ισχύει ανάλογα και για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (περ. ε' παρ 2 άρθρου 6 του ν 3691/2008  όπως ισχύει).

Meet The Experts Συνάντηση Εργασίας
με τους ειδικούς.
Απεριόριστα Ερωτήματα

Εξατομικευμένες Συμβουλές
Από 100€
Client Portal Υπεύθυνες, Αξιόπιστες
και Ολοκληρωμένες
Υπηρεσίες Φορολογικής
και Οικονομικής Διαχείρισης
Εγγραφή
Ask The Experts Ρωτήστε μας για τα
φορολογικά σας
θεματα Online.
Γραπτές Ερωτήσεις

Τεκμηριωμένες Απαντήσεις
50€ + ΦΠΑ