ΣτΕ 3312/2017 Ακύρωση της Υ.Α 1069/19.10.2017 για την υποβολή του «πόθεν έσχες»

ΣτΕ 3312/2017 Ακύρωση της Υ.Α 1069/19.10.2017 για την υποβολή του «πόθεν έσχες»

ΣτΕ  3312/2017
 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 24 Νοεμβρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Αν. Γκότσης, Ειρ. Σαρπ, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, I. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σ. Μαρκάτης, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Σύμβουλοι, Α. Σδράκα, Χ. Λιάκουρας, Β Ανδρουλάκης, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ο. Ζύγουρα και Κ. Κουσούλης καθώς και ο Πάρεδρος Β. Ανδρουλάκης μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ε. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 20ής Οκτωβρίου 2017 αίτηση: των ν.π.ι.δ. με τις επωνυμίες:
1. «Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου της Επικρατείας», που εδρεύει στην Αθήνα (Πανεπιστημίου 47-49),
2. «Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου», που εδρεύει στην Αθήνα (Τσόχα και Βουρνάζου 4),
3. «Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος», που εδρεύει στην Αθήνα (πρώην Σχολή Ευελπίδων, κτίριο 16),
4. «Ένωση Διοικητικών Δικαστών», που εδρεύει στην Αθήνα (Λουΐζης Ριανκούρ 85),
5. «Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων», που εδρεύει στην Αθήνα (Πρωτοδικείο Αθηνών, πρώην Σχολή Ευελπίδων, κτίριο 6; γραφείο 210), τα οποία παρέστησαν με τον δικηγόρο Αθανάσιο Τσεβά (A.M. 13225), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, και 6) σωματείου με την επωνυμία: «Ένωσις Μελών Νομικού Συμβουλίου του κράτους», που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο, με την από 20ής Οκτωβρίου 2017 έγγραφη δήλωση του Προέδρου του Χρήστου Μητκίδη, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης,
κατά των Υπουργών:
1. Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με την Αγγελική Αναστοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και
2. Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Αγγελική Καστανά, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται λόγω σπουδαιότητας στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 20ής Οκτωβρίου 2017 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α', 20 και 21 του π.δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες ενώσεις επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 1069/2017 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών (ΦΕΚ Β' 3702/19.10.2017).

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτουσών ενώσεων που παρέστησαν, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τις αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (1430809 - 10/2017 έντυπα παραβόλου).
 
 
2.    Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 6-11-2017 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της 1069/19.10.2017 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών με τον τίτλο «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών» (Β' 3702/19.10.2017).

3.    Επειδή, η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω σπουδαιότητας με την από 20-10-2017 πράξη του Προέδρου αυτού (άρθρο 14 παρ. 2 εδ. γ' του π.δ. 18/1989 - Α' 8, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 4205/2013 - Α' 242).

4.    Επειδή, η έκτη εκ των αιτουσών ενώσεων με την επωνυμία «Ένωση Μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους» υπέβαλε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την υπ' αριθ. Π5353/20-10-2017 δήλωση παραιτήσεως από την κρινόμενη αίτηση. Επομένως, ως προς την αιτούσα αυτήν, η δίκη πρέπει να καταργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989.

5.    Επειδή, οι λοιπές ενώσεις με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, εφόσον μεταξύ των καταστατικών σκοπών τους περιλαμβάνεται η προστασία των εννόμων συμφερόντων των μελών τους, δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Περαιτέρω, παραδεκτώς ομοδικούν, εφόσον προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως ερειδομένους επί της αυτής νομικής και πραγματικής βάσεως.

6.    Επειδή, με τον ν. 4351/1964 «Περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της Χώρας» (Α' 136) θεσπίσθηκε υποχρέωση υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως.
Η υποχρέωση καταλάμβανε τον Πρωθυπουργό, τους Αρχηγούς και Κοινοβουλευτικούς Εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων, τους Υπουργούς, Υφυπουργούς, Βουλευτές, Γενικούς Γραμματείς Υπουργείων και τους διοικητικούς υπαλλήλους πρώτου ή αντίστοιχου βαθμού, και αφορούσε την περιουσιακή κατάσταση των ιδίων, των συζύγων και των ανήλικων τέκνων αυτών. Ο νόμος αυτός καταργήθηκε από τον ν. 1738/1987 «Σύσταση Συμβουλίου Πρόληψης της Εγκληματικότητας, τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, των Κωδίκων Ποινικής και Πολιτικής Δικονομίας και άλλες Διατάξεις» (Α 200), με τον οποίο θεσπίσθηκε εκ νέου η υποχρέωση υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως, η οποία επεκτάθηκε και σε άλλα στελέχη της Διοικήσεως. Με τον ν. 2429/1996 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων - Δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών - Δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολιτικών, κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και εντύπων και άλλων κατηγοριών προσώπων και άλλες διατάξεις» (Α' 155) διευρύνθηκε ο κατάλογος των υπόχρεων, στους οποίους περιελήφθησαν οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, οι οποίοι έκτοτε υποβάλλουν ανελλιπώς δηλώσεις περιουσιακής καταστάσεως.
Οι σχετικές όμως διατάξεις του ανωτέρω νόμου (άρθρα 24 έως 29) καταργήθηκαν με το άρθρο 12 του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων» (Α' 309). Με τον νόμο αυτόν, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ιδίως μετά τους ν. 4281/2014 (Α' 160), 4389/2016 (Α' 94), 4396/2016 (Α' 111), 4425/2016 (Α' 185) και 4427/2016 (Α' 188), ορίσθηκαν τα εξής:
Άρθρο 1 (Υπόχρεοι σε δήλωση) «1. Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους και των ανήλικων τέκνων τους υποβάλλουν: α. Ο Πρωθυπουργός, β. Οι Αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, γ. Οι Υπουργοί, οι αναπληρωτές Υπουργοί και οι Υφυπουργοί, δ. Οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές, ε. Οι Περιφερειάρχες, οι Δήμαρχοι και όσοι διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων της περίπτωσης β'. ... ιβ. Οι Δικαστικοί και οι Εισαγγελικοί λειτουργοί και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. ... 2. Η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητάς τους (αρχική δήλωση). Τα μετέπειτα έτη, η δήλωση υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και για ένα (1) έτος, ειδικά δε για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α' έως ε' της παραγράφου 1 για τρία (3) έτη, μετά από την απώλεια ή τη λήξη της, και το αργότερο τρεις (3) μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Κατ' εξαίρεση, και ειδικώς για την υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης του έτους 2015 (χρήση 2014), η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων αυτών λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2015» [όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 16 του ν. 4346/2015, (Α' 152).
Με το άρθρο 66 παρ. 6 του ν. 4409/2016 (Α' 136), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 του ν. 4425/2016, ορίστηκε ότι για την υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. έτους 2016 (χρήση 2015) η προθεσμία υποβολής θα έληγε στις 15.1.2017.
Η προθεσμία παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι 13.4.2017 (άρθρο τρίτο ν. 4448/2017, Α' 1) και 30.6.2017 (άρθρο 11 ν. 4467/2017, Α' 56)]. «3. Το μήνα Φεβρουάριο κάθε έτους διαβιβάζεται, κατά περίπτωση, στα αρμόδια όργανα ελέγχου κατάλογος των ελεγχόμενων προσώπων. Ο κατάλογος συντάσσεται από τον Πρόεδρο της Βουλής για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και από τον αρμόδιο Υπουργό, τον γενικό γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης ή το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου για τα πρόσωπα που υπάγονται στο φορέα αυτόν ή από τον οποίο εποπτεύονται και σε κάθε άλλη περίπτωση από τα όργανα διοίκησης του οικείου φορέα. ... 4. Αμφισβητήσεις ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου επιλύονται με πράξη των κατά περίπτωση αρμοδίων οργάνων ελέγχου,
5. Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. ...».

Άρθρο 2 (Περιεχόμενο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης)
«1. α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου. Ειδικώς, η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία.
Ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως:
ί. Τα έσοδα από κάθε πηγή.
ίί. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους.
iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου), τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους,
ίν. Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts),
ν. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα.
Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση ίν του παρόντος εδαφίου, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ.
Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα.
νί. Τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αν τα κινητά πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία του συνόλου των πραγμάτων.
Η δηλούμενη αξία προκύπτει είτε από σχετικό παραστατικό αγοράς ή από πράξη της φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας κατά το χρόνο κτήσης τους. Στην περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση, νίί. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα,
viii. Η συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου),
ίχ. Ειδικά η δήλωση των υπόχρεων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' του άρθρου 1 παράγραφος 1, περιλαμβάνει και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα.
Η δήλωση των παραπάνω υπόχρεων περιλαμβάνει και κάθε οφειλή που προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. β. ί. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης υφιστάμενου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης μνημονεύεται το εισπραχθέν τίμημα,
ϋ. Στη δήλωση αναφέρονται τα προσωπικά, υπηρεσιακά και φορολογικά στοιχεία των υπόχρεων. Οι υπόχρεοι προσκομίζουν στο αρμόδιο όργανο ελέγχου αντίγραφα των οικείων παραστατικών εφόσον τους ζητηθεί,
γ. Μετά την αρχική δήλωση, στην ετήσια δήλωσή τους οι υπόχρεοι δηλώνουν μόνον τις μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή τους κατάσταση κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, για τα δικά του περιουσιακά στοιχεία, τη σύζυγο του, για τα δικά της στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, για τα περιουσιακά στοιχεία των ανήλικων τέκνων τους. Η δήλωση συνοδεύεται από αντίγραφο της φορολογικής δήλωσης του υπόχρεου για το προηγούμενο έτος και αντίγραφο του τελευταίου εντύπου Ε9 που υποβλήθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ. Ειδικότερα, τα πρόσωπα που ελέγχονται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 3Β παρ. 2 του παρόντος νόμου και το άρθρο 7Α παρ. 3 περίπτωση γ' στοιχεία αα έως ζζ του ν. 3691/2008 επισυνάπτουν στη δήλωση αντίγραφα των αναγκαίων εγγράφων, από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση, όπως αυτά θα εξειδικευθούν στην απόφαση του Προέδρου της Βουλής και την κοινή υπουργική απόφαση, η έκδοση των οποίων προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003.
δ. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον Πρόεδρο της Γ' Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου, που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο αναλαμβάνεται η υποχρέωση ή μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα, εφόσον οι εν λόγω λειτουργοί είναι εν ενεργεία και μέχρι δύο χρόνια από την παύση της ιδιότητας. Το αυτό ισχύει και για την αποδοχή κληρονομιάς.
2. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης συντάσσονται σε ειδικό έντυπο, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται, για μεν τους υπόχρεους των περιπτώσεων του άρθρου 3 παράγραφος 1 περίπτωση α' με απόφαση του Προέδρου της Βουλής και για τους άλλους υπόχρεους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με όμοιες αποφάσεις, μπορεί να ορίζεται ότι η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής, οπότε προσδιορίζεται ο κατά περίπτωση υπεύθυνος διαχείρισης και καθορίζεται κάθε αναγκαία προς τούτο λεπτομέρεια, οι αναγκαίες διασφαλίσεις για τα πρόσωπα και τους όρους πρόσβασης στα στοιχεία τους και τυχόν ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα. Οι δηλώσεις υπόκεινται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων, μετά την οποία πρέπει να προκύπτει ευκρινώς το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και η αξία τους ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, καθώς και η χρονολογία κτήσης.
 Για την επεξεργασία λαμβάνεται υπόψη, εφόσον είναι διαθέσιμη, η αξία κτήσης.
3. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α' έως ε' του άρθρου 1 παράγραφος 1, δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 3Α. ... 4. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης, μπορούν να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της δήλωσης».

Αρθρο 3 (Όργανα και διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης)
«1. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 υποβάλλονται και ελέγχονται ως ακολούθως: α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου στην Επιτροπή του άρθρου 3Α, αα) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ' έως και κδ', κζ', λα' έως και μγ' και μστ' έως μη' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, στην Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Για τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των εν λόγω προσώπων εφαρμόζονται όσα ορίζονται στα στοιχεία γ' και δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008 (Α' 166), όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3932/2011 (Α' 49). Ειδικά για τα πρόσωπα της περίπτωσης μη', τυχόν ειδικές διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν, β) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις λ', μδ' και με' στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης γ) ... δ) ...
2. Ο έλεγχος της αρχικής δήλωσης αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου για τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Για τα μετέπειτα έτη ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη διακρίβωση, εάν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων. Η δήλωση δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής σε περίπτωση επουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης ή εφόσον, ύστερα από πρόσκληση του οργάνου ελέγχου, αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης του ανακριβώς δηλωθέντος στοιχείου.
3. Σε περιπτώσεις δειγματοληπτικού ή στοχευμένου ελέγχου, το αρμόδιο όργανο ελέγχου λαμβάνει υπόψη του και τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων. Το όργανο ελέγχου μπορεί να καταρτίζει πρόγραμμα συνοπτικών ή/και ειδικών - θεματικών ελέγχων, δίχως να θίγεται η δυνατότητα επέκτασής τους σε τακτικούς (κατά την παράγραφο 2 εδάφια α' και β' εφόσον συντρέξει προς τούτο περίσταση).
4. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) το πολύ ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχομένων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ' εξαίρεση να παρεκτείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση. Σε όσους καλούνται από όργανο ελέγχου και δεν ανταποκρίνονται στην κλήση είτε αυτοπροσώπως είτε δια νόμιμου αντιπροσώπου επιβάλλεται από το όργανο ελέγχου πρόστιμο από πενήντα (50) έως τριακόσια (300) ευρώ, το οποίο εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός πέντε (5) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ορίζονται οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή του προστίμου όργανα και τη διαδικασία επιβολής και είσπραξής του. 5. ...».

Άρθρο 3Α (Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης)
«1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στις περιπτώσεις α' έως και ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από εννέα (9) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. Η έδρα της καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. 2. Η Επιτροπή συγκροτείται από: α) τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, β) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, γ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, και δ) Σύμβουλο της Επικρατείας, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ε) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής, στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, ζ) Τον Συνήγορο του Πολίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, η) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος
με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας, θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Οι δικαστές τακτικά μέλη της Επιτροπής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος που υπηρετεί στην υπηρεσία της παραγράφου 4 με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής. ... 3. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. ... 4. Την Επιτροπή υποστηρίζει ειδική υπηρεσία επιπέδου διεύθυνσης υπαγόμενη στον Πρόεδρο της Επιτροπής. ... 5. Μέχρι την τριακοστή πρώτη Μαρτίου κάθε έτους, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην ανωτέρω ετήσια έκθεση αναφέρονται κατ' ελάχιστο ο αριθμός των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, ο αριθμός των προσώπων που υπέβαλαν δηλώσεις, τα μέτρα που ελήφθησαν για όσους δεν υπέβαλαν δήλωση και τα αποτελέσματα των ελέγχων, που πραγματοποιήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων της επιτροπής, με στατιστική απεικόνιση αυτών. Η έκθεση αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής στο διαδίκτυο το αργότερο μία (1) εβδομάδα μετά την υποβολή της, όπου και παραμένει αναρτημένη για επτά (7) έτη. Την ίδια υποχρέωση υποβολής έκθεσης, με το ίδιο περιεχόμενο και με την ίδια προθεσμία υποβολής και ανάρτησης έχουν όλα τα αρμόδια όργανα τα οποία λαμβάνουν και επεξεργάζονται δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης. 6. Όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της Ειδικής Υπηρεσίας ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εκδίδεται από  την Επιτροπή και εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής».

Άρθρο 3Β (Λειτουργία της Επιτροπής)
«1. Στο πλαίσιο του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, η Επιτροπή του άρθρου 3Α μπορεί να ζητά από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, τις κρατικές χρηματοδοτήσεις τους, τις ιδιωτικές και τις παντός είδους εισφορές ή προσφορές. Η Επιτροπή αξιολογεί και διερευνά τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή καθ' οιονδήποτε τρόπο περιέρχονται σε αυτήν σχετικά με την υποβολή των δηλώσεων, τις ανακρίβειες ή ελλείψεις αυτών. Η Επιτροπή έχει πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής, υπηρεσίας ή Οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, καθώς και στο σύστημα «Τειρεσίας» και μπορεί να ζητά, στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών, τη συνεργασία και την παροχή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής, υποχρεουμένων όλων στην άμεση παροχή των ανωτέρω στοιχείων, ενημερώνουν δε τις αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσής τους προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Έναντι της Επιτροπής δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών της, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σε κάθε περίπτωση και εφόσον κρίνεται αναγκαίο, η Επιτροπή συνεπικουρείται στο έργο της από επίκουρο Εισαγγελέα Διαφθοράς του ν. 4139/2013, τον οποίο προτείνει ο Εισαγγελέας Διαφθοράς μετά από αίτημα της Επιτροπής.
2. Η Επιτροπή ελέγχει όλες τις δηλώσεις της αρμοδιότητάς της.
3. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές και ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα στοιχεία των δηλώσεων και των αντίστοιχων δικαιολογητικών και συντάσσουν αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στην Επιτροπή για την υποβοήθηση του έργου της. Προς τον ίδιο σκοπό, η Επιτροπή μπορεί να ζητά τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας ελεγκτικής αρχής προσδιορίζοντας το αντικείμενο της.
4. Με το πέρας κάθε ελέγχου, η Επιτροπή αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να διαβιβαστεί με αιτιολογημένο και εμπεριστατωμένο πόρισμά της στον αρμόδιο Εισαγγελέα, εφόσον τα στοιχεία κρίνονται βάσιμα και επαρκή. Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και εφόσον κρίνεται ανάγκη διερεύνησης επί θεμάτων φορολογικής ή άλλης αρχής ή υπηρεσίας, το πόρισμα αποστέλλεται και σε αυτές. Σε περίπτωση υποθέσεως που τέθηκε στο αρχείο, αυτή δύναται να ανασυρθεί μόνο όταν γίνεται επίκληση ή αναφαίνονται νέα πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούν την επανεξέταση ή καθίσταται αναγκαίος ο συσχετισμός της υποθέσεως με άλλη έρευνα της Επιτροπής.
5. Η διαδικασία ελέγχου είναι εμπιστευτική. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος, τα Μέλη, το προσωπικό της Επιτροπής, καθώς και τα πρόσωπα της παραγράφου 3 έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και να απέχουν από την εξέταση υποθέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα συγγενικά ή οικεία. Έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά από την αποχώρησή τους από την Επιτροπή ή την εκτέλεση των καθηκόντων τους όσον αφορά τα πρόσωπα της παραγράφου 3. Οι παραβαίνοντες το ανωτέρω καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών.
6. Όποιος παρεμποδίζει, με οποιονδήποτε τρόπο, το ελεγκτικό έργο και ιδίως αρνείται την παροχή στοιχείων στην Επιτροπή ή στους ορκωτούς ελεγκτές τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών.
7. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα που αφορά στο αντικείμενο, στη διαδικασία ελέγχου, καθώς επίσης στην οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής για την εξέλεγξη των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των ανωτέρω προσώπων».

Άρθρο 6 (Μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης)

«1. Διοικητικό πρόστιμο εκατό πενήντα (150) έως τετρακόσια (400) ευρώ, το οποίο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, επιβάλλεται σε όποιον υποβάλλει δήλωση μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή όργανα, την διαδικασία επιβολής και είσπραξης του προστίμου ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός πέντε (5) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. 2. Υπόχρεος που παραλείπει να υποβάλει δήλωση μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Σε περίπτωση που ο υπόχρεος τελεί το αδίκημα με σκοπό την απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου που απέκτησε επωφελούμενος της ιδιότητάς του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
3. Ο υπαίτιος του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, αν η συνολική αξία της αποκρυπτόμενης  περιουσίας του ιδίου και των λοιπών προσώπων για τα οποία αυτός οφείλει να υποβάλει δήλωση υπερβαίνει συνολικά το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, ανεξαρτήτως αν η απόκρυψη επιχειρείται με τη μη υποβολή δήλωσης ή την υποβολή ελλιπούς ή ανακριβούς δήλωσης.
4. Αν οι πράξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 τελέστηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται χρηματική ποινή. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες.
5. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή.
6. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
7. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με καταδικαστική απόφαση για εγκλήματα του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης στο διαδίκτυο, καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσής της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης».

Άρθρο 7 (Παρακώλυση ελέγχου - Μη σύννομη δημοσίευση δήλωσης)

«1. Τρίτος, ο οποίος αρνείται την παροχή στοιχείων και πληροφοριών, καθώς και όποιος παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης υπόχρεου προσώπου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος δημοσιεύει τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης υπόχρεου ή υπόχρεων προσώπων με τρόπο που αντιβαίνει στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 2. 3. Με την ίδια ποινή τιμωρείται, επίσης, όποιος, παρ' ότι είναι υπεύθυνος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1, για τη σύνταξη και διαβίβαση καταλόγου των υπόχρεων προσώπων των περιπτώσεων ζ', η', ιβ', ιγ', ιδ' και ιε' της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, παραλείπει τη σύνταξη και διαβίβαση του καταλόγου αυτού».

Αρθρο 8 (Απαγόρευση συμμετοχής σε εταιρεία με έδρα στην αλλοδαπή για πολιτικά πρόσωπα, απαγορεύσεις συμμετοχής σε εταιρείες με έδρα μη συνεργάσιμα φορολογικά κράτη και κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς)
«1. ... 2. Στους ... δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, ... απαγορεύεται να συμμετέχουν είτε οι ίδιοι, είτε με παρένθετα πρόσωπα, στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση εταιρειών, που έχουν πραγματική ή καταστατική έδρα σε κράτος μη συνεργάσιμο στο φορολογικό τομέα ή σε κράτος, που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς κατά την έννοια του άρθρου 65 του Ν. 4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Α' 167) και των υπουργικών αποφάσεων, που έχουν εκδοθεί βάσει των ως άνω διατάξεων και ισχύουν κάθε φορά. 3. ... Η κατά παράβαση της παραγράφου 2 άμεση ή δια παρένθετου προσώπου συμμετοχή σε εταιρεία, που έχει έδρα σε: α) κράτος μη συνεργάσιμο στο φορολογικό τομέα κατά την έννοια υπουργικής απόφασης, που εκδίδεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 5 του άρθρου 65 του Ν. 4172/2013, ή β) κράτος, που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς, κατά την έννοια υπουργικής απόφασης, που εκδίδεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 6 και 7 του άρθρου 65 του Ν. 4172/2013, τιμωρείται με την ίδια ποινή. 4. Για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου παρένθετα πρόσωπα των ατόμων, που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, είναι: α) οι σύζυγοι και οι εν διαστάσει σύζυγοι τους και τα πρόσωπα, με τα οποία έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, β) οι πρώτου βαθμού συγγενείς τους, γ) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ενεργεί, για οποιαδήποτε αιτία, για λογαριασμό ή καθ' υπόδειξη ή κατ' εντολή άλλου προσώπου, που κατέχει μία εκ των ιδιοτήτων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου. 5. ... 6. Η διάταξη του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα δεν εφαρμόζεται για τις άνω παραβάσεις. 7. Το άρθρο 178 του Ν. 4389/2016 ... καταργείται από τότε, που τέθηκε σε ισχύ».

 Άρθρο 9 (Γενικές ποινικές διατάξεις)
«1. Όπου στις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων προβλέπεται αθροιστικά ποινή στερητική της ελευθερίας και χρηματική, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 83 περ. ε' του Ποινικού Κώδικα.
2.    Στον υπαίτιο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 παράγραφος 2 και 8 παράγραφος 2 επιβάλλεται και αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, αν η ποινή είναι φυλάκιση, και από δύο (2) έως δέκα (10) έτη, αν η ποινή είναι κάθειρξη. Η έκπτωση του υπαιτίου από το αιρετό δημόσιο, δημοτικό ή κοινοτικό αξίωμα ή τη δημόσια, δημοτική ή κοινοτική θέση που κατέχει, ως συνέπεια της αποστέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων, επέρχεται αυτοδικαίως μόλις η καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη και δεν μπορεί να αποκλειστεί με εφαρμογή του άρθρου 64 του Ποινικού Κώδικα.
3.    [η περ. α' καταργήθηκε με το άρθρο 180 παρ. 2 του ν. 4389/2016] β. Τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν στην περίπτωση κάποιου από τα αδικήματα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6, δημεύονται με την καταδικαστική απόφαση, εκτός αν ο υπαίτιος αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευση τους. γ. Το μερίδιο συμμετοχής που ανήκει άμεσα ή έμμεσα στον υπαίτιο του αδικήματος της παραγράφου 2 του άρθρου 8 και τα προϊόντα, το εισόδημα ή τα άλλα οφέλη που αποκτήθηκαν από το μερίδιο αυτό ή τη συμμετοχή στη διοίκηση της εξωχώριας εταιρείας δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση, δ. Αν τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, δεν υπάρχουν πλέον, δεν έχουν βρεθεί, δεν είναι δυνατόν να κατασχεθούν ή ανήκουν σε τρίτο σε βάρος του οποίου δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί δήμευση, δημεύονται περιουσιακά στοιχεία του υπαιτίου ίσης αξίας με αυτά κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως προσδιορίζονται από το δικαστήριο. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και χρηματική ποινή μέχρι το ποσό της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία για δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας των υποκειμένων σε δήμευση.
4. Η διάταξη του άρθρου 263Β του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζεται και στα εγκλήματα των άρθρων 8 παρ. 2 του παρόντος νόμου».

Άρθρο 10 (Ποινική διαδικασία)
«1. Για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στα άρθρα 6 έως 8 των υπόχρεων προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και στ' και ια' της παραγράφου 1 του άρθρου 1, ... η ποινική δίωξη ασκείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών και ενεργείται ανάκριση στο εφετείο, ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα και ορισμό εφέτη ανακριτή από την ολομέλεια του οικείου εφετείου. Για την κατηγορία, εφόσον αυτή έχει χαρακτήρα κακουργήματος, αποφαίνεται το συμβούλιο των εφετών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
2. Για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στα άρθρα 6 έως 8 των λοιπών υπόχρεων προσώπων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1, στο άρθρο 14, καθώς και σε άλλους ειδικούς νόμους, η ποινική δίωξη ασκείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών και ενεργείται με παραγγελία για προανάκριση ή κύρια ανάκριση, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης. Για την κατηγορία, εφόσον αυτή έχει χαρακτήρα κακουργήματος, αποφαίνεται το συμβούλιο πλημμελειοδικών.
3. Στις Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και στις Εισαγγελίες Πλημμελειοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης ορίζονται αντίστοιχα από τους διευθύνοντες αυτών τουλάχιστον ένας Αντεισαγγελέας Εφετών και ένας Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών, οι οποίοι χειρίζονται τις δικογραφίες που σχηματίζονται για τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος νόμου.
4. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των πράξεων που τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος είναι το τριμελές εφετείο, ενώ για τις σε βαθμό πλημμελήματος το τριμελές πλημμελειοδικείο.
5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».

7. Επειδή, περαιτέρω, με τον ν. 4281/2014 θεσπίσθηκε η υποχρέωση υποβολής δηλώσεως οικονομικών συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.). Ειδικότερα, στο άρθρο 229 του νόμου, όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 181 του ν. 4389/2016, προβλέπεται ότι:
«Δήλωση οικονομικών συμφερόντων
1. Οι υπόχρεοι σε δήλωση  περιουσιακής κατάστασης κατά το ν. 3213/2003, εκτός από την ετήσια δήλωση, υποβάλλουν, στην ίδια προθεσμία, δήλωση οικονομικών συμφερόντων των ιδίων και των συζύγων τους, η οποία περιλαμβάνει:
α) τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες,
β) τη συμμετοχή τους στη διοίκηση πάσης φύσεως νομικών προσώπων και εταιριών, ενώσεων προσώπων και μη κυβερνητικών οργανώσεων, γ) οποιαδήποτε αμειβόμενη τακτική δραστηριότητα που αναλαμβάνουν παράλληλα, με την άσκηση των καθηκόντων τους είτε ως υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχολούμενοι,
δ) οποιαδήποτε αμειβόμενη περιστασιακή δραστηριότητα (περιλαμβανομένων της συγγραφικής δραστηριότητας, του διδακτικού έργου ή της παροχής συμβουλών) που αναλαμβάνουν παράλληλα με την άσκηση των καθηκόντων τους, εάν η συνολική αμοιβή υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ ανά ημερολογιακό έτος,
ε) τη συμμετοχή σε εταιρεία ή κοινοπραξία, όταν αυτή η συμμετοχή ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη δημόσια πολιτική ή όταν δίνει στον υπόχρεο τη δυνατότητα σημαντικής επιρροής επί υποθέσεων της εν λόγω εταιρείας ή σύμπραξης,
στ) για την περίπτωση προσώπων που υπηρετούν σε αιρετή δημόσια θέση, οποιαδήποτε οικονομική υποστήριξη από τρίτους, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που χορηγείται σε συνάρτηση με τη δημόσια δραστηριότητα τους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ,
ζ) οποιαδήποτε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα που προκάλεσαν άμεση ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τα καθήκοντα τους. Ως σύγκρουση συμφερόντων νοείται η περίπτωση κατά την οποία υπόχρεος έχει προσωπικό συμφέρον που θα μπορούσε να επηρεάσει αθέμιτα την εκτέλεση των καθηκόντων του. Σύγκρουση συμφερόντων δεν υπάρχει στην περίπτωση που ο υπόχρεος αντλεί κάποιο όφελος μόνο ως μέλος του γενικότερου κοινού ή μίας ευρύτερης κατηγορίας ατόμων.
2. Η δήλωση περιλαμβάνει τα συμφέροντα και δραστηριότητες των ανωτέρω περιπτώσεων που αφορούν στο προηγούμενο της υποβολής οικονομικό έτος. Η δήλωση υπογράφεται χωριστά από τον υπόχρεο ή τη σύζυγο για τα στοιχεία εκάστου.
3. Η δήλωση συντάσσεται σε ειδικό έντυπο, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με την απόφαση της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής για τους υπόχρεους της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 και με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους λοιπούς υπόχρεους, ορίζεται ότι η δήλωση οικονομικών συμφερόντων υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 (Α' 309), όπως ισχύει κάθε φορά και [να] καθορίζεται κάθε αναγκαία προς τούτο λεπτομέρεια, οι απαραίτητες διασφαλίσεις για τα πρόσωπα και τους όρους πρόσβασης στα στοιχεία τους και τυχόν ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα.
4. Στις περιπτώσεις που προβλέπεται κατά το νόμο δημοσιοποίηση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, μπορεί, υπό τους ίδιους όρους, να δημοσιοποιηθούν και στοιχεία των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων. ......

Με την ΣτΕ 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας εκρίθη ότι από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 προκύπτει ότι η δήλωση οικονομικών συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) έχει όμοιο περιεχόμενο για όλες τις, ετερόκλητες, κατηγορίες υπόχρεων υποβολής Δ.Π.Κ. (δικαστικών λειτουργών, οργάνων της νομοθετικής εξουσίας, επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, άλλων δημοσίων λειτουργών, δημοσίων υπαλλήλων, ιδιωτών δραστηριοποιουμένων στο πλαίσιο της ιδιωτικής οικονομίας) και δεν είναι σαφής ως προς ορισμένα από τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η δήλωση (βλ. π.χ. την περίπτωση στ' της παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου 229, η οποία προβλέπει ότι με την Δ.Ο.Σ. πρέπει να δηλωθούν «οποιαδήποτε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα που προκάλεσαν άμεση ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τα καθήκοντα» των υπόχρεων και των συζύγων τους· βλ. επίσης την περίπτωση α' της ανωτέρω παρ. 1, η οποία προβλέπει την υποχρέωση να δηλωθούν «επαγγελματικές δραστηριότητες» των υπόχρεων και των συζύγων τους).
Με την ίδια απόφαση εκρίθη ότι, πάντως, ειδικώς προκειμένου περί δικαστικών λειτουργών, ως «οικονομικά συμφέροντα», στα οποία αναφέρεται η Δ.Ο.Σ., προδήλως δεν νοούνται αυτά που συνάπτονται με καθήκοντα, τα οποία οι δικαστικοί λειτουργοί ασκούν κατά το Σύνταγμα ή το νόμο (π.χ. ως μέλη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας).

8. Επειδή, εξ άλλου, ο ν. 3691/2008 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις» (Α' 166), όπως ισχύει, ορίζει τα ακόλουθα:

Άρθρο 2 (Αντικείμενο) «1. Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως αυτά τα αδικήματα ορίζονται κατωτέρω, καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν.   

Άρθρο 3 (Εγκληματικές δραστηριότητες - βασικά αδικήματα)

«Ως εγκληματικές δραστηριότητες νοούνται η διάπραξη ενός ή περισσότερων από τα ακόλουθα αδικήματα που καλούνται εφεξής βασικά αδικήματα: ... γ) παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 ΠΚ), δ) ενεργητική δωροδοκία (236 ΠΚ), ε) δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών (άρθρα 159, 159Α και 237 ΠΚ), ...».

Άρθρο 7 (Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης)

«1. Συνιστάται "Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης" (εφεξής "Αρχή"). Σκοπός της Αρχής είναι η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και  καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ' έως και ιε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 ... .
2. Η Αρχή απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η έδρα της είναι στο Νομό Αττικής, σε τόπο που καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Ο προϋπολογισμός της Αρχής αποτελεί τμήμα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών. ... 3. Για οποιαδήποτε διαφορά διοικητικής ή αστικής φύσης ανακύπτει από τη λειτουργία της Αρχής αποκλειστικά αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Αθήνας.
4. Η Αρχή συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δεκατέσσερα (14) Μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν τις αυτές ιδιότητες και προσόντα με αυτούς. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδηση τους. Η θητεία τους είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται για μια ακόμα φορά.
5. Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία, με γνώση της αγγλικής γλώσσας, ο οποίος επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους απασχόλησης. Ο διορισμός του γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
6. Τα Μέλη της Αρχής και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από πρόταση κατά λόγο αρμοδιότητας των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών, Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη, του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι οποίοι προτείνουν πρόσωπα που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση, το ήθος τους και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό, νομικό ή επιχειρησιακό τομέα, ανάλογα με τις απαιτήσεις των επί μέρους Μονάδων της Αρχής. Ο διορισμός των τακτικών Μελών γίνεται αφού προηγηθεί γνώμη της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για την καταλληλότητα των προτεινόμενων προσώπων. Για το σκοπό αυτόν εφαρμόζεται κατ' αναλογία η διαδικασία των παραγράφων 3 έως 5 του άρθρου 49Α του Κανονισμού της Βουλής, η οποία κινείται με πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

Άρθρο 7Α (Μονάδες και αρμοδιότητες της Αρχής)
«Η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Οι Μονάδες συνεδριάζουν νόμιμα, εφόσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και τα μισά τουλάχιστον από τα μέλη τους ή τους αναπληρωτές τους, και αποφασίζουν με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Οι Μονάδες και οι αρμοδιότητες τους έχουν ως εξής: 1. Α' Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών ... 2. Β' Μονάδα Οικονομικών Κυρώσεων κατά Υπόπτων Τρομοκρατίας ...
3. Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης
α) Η Γ' Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) Μέλη της Αρχής και ειδικότερα: αα) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό, ββ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος, που προτείνεται από τον Διοικητή της, γγ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο και δδ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με πτυχίο νομικής σχολής, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό,
β) Η Γ' Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή τριάντα (30) θέσεις, από τις οποίες οι δέκα (10) είναι θέσεις επιστημονικού προσωπικού. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς από όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας.
Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης,
γ) Η Μονάδα δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο αα' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, πλην εκείνων του άρθρου 14 του ιδίου νόμου. Διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή περιέρχονται στην Αρχή σχετικά με τη μη υποβολή ή με ανακρίβειες των δηλώσεων αυτών. Προβαίνει σε έλεγχο όλων των δηλώσεων: ... δδ) των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, εε) ... Ως προς τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, η Μονάδα προβαίνει σε δειγματοληπτικό, κατά την κρίση της, ή στοχευμένο έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης. Ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης της υποβολής και του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τη διακρίβωση, κατά πόσον η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσής τους. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 όπως ισχύει, εφαρμόζεται αναλόγως. Η Μονάδα μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 3213/2003. δ) Μετά το πέρας ενός ελέγχου, η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμα της στον αρμόδιο, κατά την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003, Εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για μια τέτοια παραπομπή. Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού κατά το άρθρο 12 του ν. 3213/2003, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Αν διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης αρχής, το πόρισμα αποστέλλεται και στην αρχή αυτή. Υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχισθεί ο έλεγχος ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής, ε) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

Άρθρο 7Β (Εξουσίες των Μονάδων της Αρχής)

«1. Οι Μονάδες της Αρχής έχουν πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, καθώς και στο σύστημα "Τειρεσίας".
2. Οι Μονάδες μπορούν να ζητούν στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών τους τη συνεργασία και την παροχή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής. Ενημερώνουν εγγράφως ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο τους διαβιβάζοντες τις πληροφορίες ότι τις έλαβαν και τους παρέχουν άλλα σχετικά στοιχεία, στο μέτρο που δεν παραβιάζεται το απόρρητο των ερευνών τους και δεν δυσχεραίνεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Οι Μονάδες μπορούν, επιπλέον, σε σοβαρές κατά την κρίση τους υποθέσεις, να διενεργούν ειδικούς επιτόπιους ελέγχους σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ή σε οργανισμούς και επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, συνεργαζόμενες, αν κριθεί αναγκαίο, με τις εκάστοτε Αρμόδιες αρχές.
3. Οι Μονάδες ζητούν από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους και στις εγκαταστάσεις των υπόχρεων προσώπων, υπό την προϋπόθεση τήρησης - εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση - των άρθρων 9 παράγραφος 1, 9Α και 19 παράγραφος 1 του Συντάγματος, και ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης των εν λόγω προσώπων προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
4. Έναντι των Μονάδων δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών τους, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
5. Οι Μονάδες δύνανται να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τους αναφερόμενους στο άρθρο 40 φορείς και τηρούν στατιστικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 38. 6. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος, τα Μέλη και το προσωπικό της Αρχής έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και να απέχουν από την εξέταση υποθέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα συγγενικά ή οικεία. Επίσης, έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά από την εκούσια ή ακούσια αποχώρησή τους από την Αρχή. Οι παραβαίνοντες το ανωτέρω καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών».

Άρθρο 7Γ (Προσωπικό και λειτουργία των Μονάδων της Αρχής)
1. ... 8. Ο Πρόεδρος, τα Μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής που παραβαίνουν εκ δόλου τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του παρόντος νόμου υπέχουν, ανεξάρτητα από την ποινική, και πειθαρχική ευθύνη. Η πειθαρχική δίωξη κατά του Προέδρου ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα όργανα που προβλέπονται στο Σύνταγμα και τον Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών. Η πειθαρχική δίωξη κατά των Μελών ασκείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 18 παρ. 3 του ν. 2472/1997 ... . Τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα αποφασίζουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την απαλλαγή ή την παύση του εγκαλουμένου. Η πειθαρχική δίωξη κατά των υπαλλήλων ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα των φορέων από τους οποίους προέρχονται, μετά από σχετική αναφορά του Προέδρου της Αρχής».

9. Επειδή, περαιτέρω, στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς, κυρωθείσα με το άρθρο πρώτο του ν. 3666/2008 (Α' 105) ορίζονται τα εξής:

Άρθρο 8 παρ. 5
«Κάθε Κράτος Μέρος προσπαθεί, όπου αρμόζει και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, να θεσπίζει μέτρα και συστήματα που απαιτούν από τους δημόσιους λειτουργούς να υποβάλλουν δηλώσεις στις αρμόδιες αρχές σχετικά, μεταξύ άλλων, με τις εξωυπηρεσιακές δραστηριότητες, την απασχόληση, τις επενδύσεις, τα περιουσιακά στοιχεία και τα σημαντικά δώρα ή οφέλη από τα οποία μπορεί να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τις λειτουργίες τους ως δημόσιων λειτουργών».

Άρθρο 11 (Μέτρα που αφορούν τους δικαστές και τις εισαγγελικές υπηρεσίες)
«1. Λαμβάνοντας υπόψη την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος και τον κρίσιμο ρόλο του στην καταπολέμηση της διαφθοράς, κάθε Κράτος Μέρος, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος και με την επιφύλαξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, λαμβάνει μέτρα για να ενισχυθεί η ακεραιότητα και να προληφθούν οι ευκαιρίες για διαφθορά μεταξύ των μελών του δικαστικού σώματος. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες για τη συμπεριφορά των μελών του δικαστικού σώματος. 2. Μέτρα παρόμοια με αυτά που λαμβάνονται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μπορούν να εισαχθούν και να εφαρμοστούν και για την εισαγγελική υπηρεσία, στα Κράτη Μέρη ... όπου δεν αποτελεί τμήμα του δικαστικού σώματος, αλλά χαίρει ανεξαρτησίας παρόμοιας με αυτή του δικαστικού σώματος».

10. Επειδή, κατ' επίκληση του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3213/2003 εκδόθηκε, αρχικώς, η 1846/13.10.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών με τον τίτλο «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών» (Β' 3300/13-10-2016).
Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε στο σύνολο της τόσο ως ανυπόστατη όσο και ως μη νόμιμη με την 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν αιτήσεως των ήδη αιτουσών ενώσεων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Ειδικότερα, με την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου εκρίθη ότι η ανωτέρω κανονιστική απόφαση δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση και, συνεπώς, ήταν ακυρωτέα, λόγω του ότι, ενώ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύθηκε το κείμενο της και οι πίνακες που περιελαμβάνοντο στο Παράρτημα I, δεν συνδημοσιεύθηκαν και οι παραμετρικές τιμές που περιελαμβάνοντο στο ηλεκτρονικό σύστημα «πόθεν έσχες», μέσω του οποίου υποβάλλονται, πλέον, αποκλειστικώς οι Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., καθώς και οι οδηγίες συμπλήρωσης πεδίων των εν λόγω δηλώσεων. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να προχωρήσει στην εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως, λόγω της σπουδαιότητας των τιθεμένων με αυτούς ζητημάτων, τα οποία αφορούσαν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής αποφάσεως. Κατόπιν τούτου, εκρίθησαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Α) Οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1 περ. α' υποπερ. αα' του ν. 3213/2003 και των άρθρων 7 παρ.1 εδ. β', 7 Α παρ. 3 περ. γ' υποπερ. δδ' του ν. 3691/2008, όπως ισχύουν, κατά το μέρος που ορίζουν ότι οι Δ.Π.Κ. και, συνακόλουθα, και οι προβλεπόμενες από το άρθρο 229 του ν. 4281/2014 και συνυποβαλλόμενες Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών (περιλαμβανομένων και των εισαγγελικών λειτουργών) υποβάλλονται στη Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της συσταθείσας με το άρθρο 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, «Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης», είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς το άρθρο 26 και το εξειδικεύον αυτό άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος.
Τούτο δε για τους εξής λόγους: Κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων, ο έλεγχος των ανωτέρω δηλώσεων των δικαστικών λειτουργών (εν ενεργεία και συνταξιούχων, για όσο χρόνο μετά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία προβλέπεται υποχρέωση αυτών να υποβάλουν ΔΠΚ και ΔΟΣ) πρέπει να διενεργείται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται, προς το συμφέρον των πολιτών, η απαραίτητη για την άσκηση των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών ανεξαρτησία αυτών έναντι των οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών. Τούτο σημαίνει ότι το όργανο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο αυτόν πρέπει να έχει όχι μόνο το ανάλογο, ενόψει της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα θέσης των δικαστικών λειτουργών, θεσμικό κύρος, ως προς τα πρόσωπα από τα οποία αποτελείται, αλλά πρέπει και να συγκροτείται, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων. Στην ανωτέρω, όμως, Αρχή (Γ' Μονάδα), στην οποία ο νόμος επιφυλάσσει ιδιαίτερα ευρείες ελεγκτικές αρμοδιότητες και της οποίας ο έλεγχος μπορεί να απολήξει σε διατύπωση ακόμη και ποινικής φύσεως κατηγοριών εις βάρος δικαστικών λειτουργών, μεταξύ των οποίων και των Προέδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων, που είναι οι επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας, δεν μετέχει κανένας τακτικός δικαστής, αλλά από τη δικαστική εξουσία προέρχεται μόνον ο Πρόεδρος αυτής, ο οποίος είναι ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, δηλαδή δικαστικός λειτουργός, ο οποίος ανήκει στον κλάδο που έχει ως αποστολή τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων και την άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ τα τέσσερα μέλη της είναι απλά «στελέχη» της Διοικήσεως, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό προσόντων - εκτός από το προερχόμενο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στέλεχος, το οποίο πρέπει να έχει «πτυχίο νομικής σχολής» - προτείνονται δε είτε από τον αρμόδιο Υπουργό, είτε από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δηλαδή από όργανα των οποίων οι πράξεις ελέγχονται, κατά το Σύνταγμα, από τους υποκειμένους στον έλεγχο της προαναφερθείσας Αρχής δικαστικούς λειτουργούς. Κατ' ακολουθία τούτων, η ανάθεση του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών, μεταξύ των οποίων και των προέδρων των τριών Ανώτατων Δικαστηρίων, που είναι οι επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας, σε όργανο μη συγκροτούμενο, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των τριών Ανώτατων Δικαστηρίων, και μη έχον τις απαραίτητες για την αποστολή του θεσμικές εγγυήσεις, αντίκειται στις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις.

Β) Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 περ. γ' εδ. β' του ν. 3213/2003 και 2 παρ. 4 και 5 της ανωτέρω ΚΥΑ προκύπτει ότι ο έλεγχος των Δ.Π.Κ. και των Δ.Ο.Σ. αφορά όχι μόνο το υπόχρεο πρόσωπο, αλλά και την οικογένεια αυτού (σύζυγο και, στην περίπτωση των Δ.Π.Κ., ανήλικα τέκνα). Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία ο/η σύζυγος δικαστικού λειτουργού είναι και ο/η ίδιος/ίδια αυτοτελώς υπόχρεος σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., τα περιουσιακά στοιχεία του/της συζύγου θα πρέπει να δηλώνονται από τον/την δικαστικό λειτουργό στη Δ.Π.Κ. αυτού/αυτής, την οποία θα υποβάλλει στο όργανο που θα συγκροτηθεί κατά τα ανωτέρω οριζόμενα (περ. Α), στο όργανο δε αυτό θα υποβάλλεται και η Δ.Ο.Σ. του/της συζύγου· ο/η δε σύζυγος απαλλάσσεται από την υποχρέωση να υποβάλει αυτοτελή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. στο κατ' αρχήν αρμόδιο γΓ αυτόν/αυτήν όργανο και υπόκειται, και για τα δικά του/της περιουσιακά στοιχεία και οικονομικά συμφέροντα, στον έλεγχο του αρμόδιου για τον/την δικαστικό λειτουργό οργάνου. Τούτο δε διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, η Δ.Π.Κ. και η Δ.Ο.Σ. του/της δικαστικού λειτουργού θα ελεγχόταν μέσω της Δ.Π.Κ. και της Δ.Ο.Σ. του/της συζύγου του από όργανο διάφορο εκείνου που θα συγκροτηθεί κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά (περ. Α). Τα προαναφερθέντα δεν ισχύουν στην περίπτωση που ο/η δικαστικός λειτουργός είναι σύζυγος προσώπου εκ των μνημονευόμενων στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. α'-ε' του ν. 3213/2003, όπως ισχύει.
Στην περίπτωση αυτή, λόγω του αυξημένου θεσμικού κύρους του οργάνου που ελέγχει τους μνημονευόμενους στη διάταξη αυτή υπόχρεους και της έκτασης του ελέγχου (άρθρα 3Α παρ. 1, 2, 1 παρ. 2 εδ. β', 2 παρ. 1 περ. α' στοιχ. ίχ, 2 παρ. 3, 3Β παρ. 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν), ο/η δικαστικός λειτουργός και ο/η σύζυγος του πρέπει να υποβάλλουν και οι δύο δηλώσεις στο αρμόδιο για τον καθένα όργανο, στις οποίες θα περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία αμφοτέρων, καθώς και των ανηλίκων τέκνων τους (άρθρο 2 παρ. 1 περ. γ' εδ. β' του ν. 3213/2003), οι οποίες θα ελέγχονται και από τα δύο όργανα. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, αντίκεινται στα άρθρα 26 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος οι προαναφερθείσες διατάξεις, κατά το μέρος που με βάση το καθιερούμενο από αυτές σύστημα, στην περίπτωση που ο/η σύζυγος δικαστικού λειτουργού είναι αυτοτελώς υπόχρεος, οι Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. του δικαστικού λειτουργού καταλήγουν να ελέγχονται δύο φορές και μάλιστα από διαφορετικά όργανα (μη συγκροτούμενα, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, από ανώτατους τακτικούς δικαστές). Γ) Η ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού ως υπηρετούντος σε Ανώτατο Δικαστήριο ως κριτήριο για τον υποχρεωτικό έλεγχο της δήλωσής του (άρθρο 7 Α παρ. 3 περ. γ' υποπερ. δδ' του ν. 3691/2008, όπως ισχύει), και αν ακόμη θεωρηθεί ότι ο έλεγχος αυτός αφορά μόνο τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν στα ως άνω δικαστήρια (και όχι και τους Εισηγητές και Παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου) είναι απρόσφορο προς επίτευξη του σκοπού, η εξυπηρέτηση του οποίου επιδιώκεται με το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο ελέγχου (δηλαδή η ενίσχυση του κύρους και η προστασία της
Δικαιοσύνης από καταγγελίες εναντίον των λειτουργών της, η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των δικαστικών λειτουργών και η αποφυγή απόκτησης περιουσιακών ωφελημάτων εκ μέρους δικαστικών λειτουργών επωφελουμένων από την ιδιότητά τους).
Και τούτο, διότι δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι υπάρχει ανάγκη κατά προτεραιότητα ελέγχου των δικαστικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων σε επίπεδο που να καθιστά αναγκαία τη λήψη μέτρων όπως το ανωτέρω του υποχρεωτικού ελέγχου, ενόψει, μάλιστα, των αναφερομένων στην έκθεση αξιολόγησης για την Ελλάδα, που υιοθετήθηκε από την GRECO κατά την 68η Ολομέλεια αυτής (15-19 Ιουνίου 2015) και αφορά την πρόληψη διαφθοράς, μεταξύ άλλων, δικαστών και εισαγγελέων, από τα οποία συνάγεται ότι ο κίνδυνος, στον οποίο κυρίως είναι εκτεθειμένοι οι δικαστές, ιδίως οι ανώτατοι, κατά την γνώμη των συντακτών της εν λόγω έκθεσης, είναι να επιχειρήσει η εκτελεστική λειτουργία - ενόψει της εξουσίας που έχει ως προς την επιλογή στους ανώτατους βαθμούς της δικαστικής ιεραρχίας και τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών - να ασκήσει πιέσεις έναντι της υπόσχεσης περαιτέρω ιεραρχικής εξέλιξης ή υπό την απειλή άσκησης πειθαρχικής δίωξης (σελ. 13, 75, 76, 79), ο κίνδυνος δε αυτός προδήλως δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με τον υποχρεωτικό έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, διότι δεν αφορά τη διάπραξη του αδικήματος της δωροληψίας.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 7 Α παρ. 3 περ. γ' υποπερ. δδ' του ν. 3691/2008, κατά το μέρος που προβλέπει τον υποχρεωτικό έλεγχο των δηλώσεων των δικαστικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, με τον οποίο συναρτάται και η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 περ. Γ' εδ. δ' του ν. 3213/2003 (και εξειδικευθείσα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ, 6 της ακυρωθείσης με την ανωτέρω ΣτΕ 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου ΚΥΑ, με την οποία όμοια είναι και η ταυτάριθμη διάταξη της ήδη προσβαλλομένης ΚΥΑ) υποχρέωση των  υποχρεωτικώς ελεγχομένων προσώπων να επισυνάψουν στην Δ.Π.Κ. όλα τα αναγκαία έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η περιουσιακή τους κατάσταση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική.

Δ) Οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α' υποπερ. ν και νί του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, κατά το μέρος που προβλέπουν ότι στη Δ.Π.Κ. περιλαμβάνονται ως περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ άλλων, το σύνολο των μετρητών χρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ, καθώς και τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., αντίκεινται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9 Α του Συντάγματος, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος).
Και τούτο για τους εξής λόγους: Ο επιδιωκόμενος με τη θέσπιση της υποχρέωσης υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. σκοπός επιτυγχάνεται κυρίως με τον έλεγχο της μεταβολής (αύξησης) της περιουσίας των υποχρέων επί όσο χρόνο διατηρούν την ιδιότητα λόγω της οποίας υπέχουν την υποχρέωση υποβολής των ως άνω δηλώσεων. Επομένως, δεν αποτελεί αντικείμενο των διατάξεων του ν. 3213/2003 η δημιουργία περιουσιολογίου, δηλαδή η καταγραφή των κατεχομένων πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και της αξίας αυτών, για πληθώρα κατηγοριών και μεγάλο αριθμό ελλήνων πολιτών - στους οποίους περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί - και ο έλεγχος της ακρίβειας αυτού με την απειλή βαρύτατων ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, χωρίς μάλιστα να προκύπτει ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος επιδιώκεται με την κατάρτιση ενός τέτοιου περιουσιολογίου.
Περαιτέρω, η υποχρέωση δήλωσης μετρητών χρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα δεν αποτελεί πρόσφορο μέτρο για τη διαπίστωση της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου ή μεταβολής αυτής που δεν δικαιολογείται από τα νόμιμα έσοδά του· τούτο, προεχόντως διότι δεν είναι δυνατόν να  ελεγχθεί η ακρίβεια της δήλωσης ως προς την κατοχή ή μη μετρητών χρημάτων και του ακριβούς ύψους τους, εφόσον η Δ.Π.Κ. περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, τα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου της δήλωσης έτους, ο δε έλεγχος της θα γίνει σε χρόνο προφανώς μεταγενέστερο της ημερομηνίας αυτής. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι ο μόνος δυνατός τρόπος ελέγχου από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο, ειδικώς για την εξακρίβωση του ακριβούς ύψους των φυλασσομένων στην οικία των υπόχρεων μετρητών χρημάτων, θα ήταν η κατ' οίκον έρευνα, η οποία, πραγματοποιούμενη για τον σκοπό απλώς της διαπίστωσης αν είναι ακριβής ή όχι η δήλωση περί της περιουσιακής κατάστασης υπόχρεου, θα αντέκειτο στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος.
Ο ίδιος τρόπος ελέγχου, εξ ίσου αντίθετος προς τη συνταγματική αυτή διάταξη, θα ήταν ο μόνος δυνατός και για τη διαπίστωση της ακρίβειας Δ.Π.Κ., ως προς τυχόν δηλούμενα ως κινητά μεγάλης αξίας ευρισκόμενα στην οικία υπόχρεου. Εξ άλλου, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, σκοπός των διατάξεων του ν. 3213/2003, δεν αποτελεί η καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων και της αξίας αυτών ορισμένων κατηγοριών ελλήνων πολιτών, μεταξύ των οποίων και των δικαστικών λειτουργών, και του ότι οι θεσπιζόμενες με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α' του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 173 παρ. 1 του ν. 4389/2016, νέες ρυθμίσεις (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνη που αφορά την υποχρέωση δήλωσης της κατοχής κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ) δεν μπορεί να ανατρέξουν στο παρελθόν και να στηρίξουν ευθύνη των δηλούντων με βάση τις διατάξεις περί Δ.Π.Κ. για κινητά, που είναι ήδη στην κατοχή τους - λαμβανομένων, μάλιστα, υπόψη των αυστηρών κυρώσεων που προβλέπονται από τα άρθρα 6 και 9 του ν. 3213/2003 σε περίπτωση ανακριβούς ή ελλιπούς Δ.Π.Κ. και των αμφισβητήσεων που μπορεί να προκύψουν ως προς τον προσδιορισμό της αξίας κινητών πραγμάτων - η απλή κατοχή κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ δεν αποτελεί πρόσφορο στοιχείο προς εξυπηρέτηση του σκοπού, στον οποίο πράγματι αποβλέπει ο θεσπίζων την υποχρέωση υποβολής των Δ.Π.Κ. και ο οποίος είναι ο έλεγχος της μεταβολής (αύξησης) της περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων.
Πρόσφορο στοιχείο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, προκειμένου περί κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, είναι η υποχρέωση δήλωσης της αγοράς αυτών κατά το έτος κατά το οποίο κτώνται, κατά τον έλεγχο δε της αφορώσας το έτος αυτό δήλωσης μπορεί να εξακριβωθεί αν η δαπάνη για την απόκτηση των κινητών αυτών καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματα του υπόχρεου.
Τέτοια υποχρέωση υπάρχει, εφόσον ο ήδη ισχύων Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α' 167) - στο άρθρο 32 παρ. 1 περ. α' του οποίου ορίζεται ότι ως ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται, μεταξύ άλλων, για αγορά κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, ως τέτοιων νοουμένων εκείνων των οποίων η αξία υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ - επιβάλλει στους φορολογούμενους να δηλώσουν τη δαπάνη για την απόκτηση κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 10.000 ευρώ, που πραγματοποίησαν εντός του οικείου έτους, με την αφορώσα το έτος αυτό δήλωση φόρου εισοδήματος, η οποία συνυποβάλλεται με τη Δ.Π.Κ., και, κατ' αυτόν τον τρόπο, περιέρχεται σε γνώση του αρμόδιου για τον έλεγχο της Δ.Π.Κ. οργάνου η πραγματοποίηση της συγκεκριμένης δαπάνης. Παρόμοια ρύθμιση προβλεπόταν και από τον προηγούμενο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α' 151) στο άρθρο 17 παρ. 1 περ. α', όπως αυτό ίσχυε με τις εκάστοτε τροποποιήσεις του (ως μεγάλης αξίας θεωρουμένων κινητών αξίας αρχικώς 1.000.000 δραχμών και, στη συνέχεια, 3.000 και 5.000 ευρώ), και, επομένως, η δήλωση στη φορολογία εισοδήματος της κτήσης κινητών πραγμάτων, η αξία των οποίων υπερέβαινε κάποιο ποσό, που κατά την κρίση του νομοθέτη, ήταν, αναλόγως των εκάστοτε οικονομικών συνθηκών, υψηλό, ήταν υποχρεωτική, ενόψει δε του ότι η φορολογική δήλωση συνυποβαλλόταν με τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης, η κτήση τέτοιας αξίας κινητών πραγμάτων ήταν σε γνώση και του αρμόδιου για τον έλεγχο της τελευταίας αυτής δηλώσεως οργάνου. Υπέρ της άποψης ότι η υποχρέωση δήλωσης των κινητών περιουσιακών στοιχείων αποβλέπει στην καταγραφή των ήδη κατεχομένων από τους δηλούντες κινητών πραγμάτων και της αξίας τους (και όχι στην αποτροπή από την αποδοχή εκ μέρους των υποχρέων δωρεών κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας) συνηγορεί και το γεγονός ότι υποχρέωση δηλώσεως υπάρχει για τα κινητά, ως προς τα οποία υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για την κτήση και την αξία τους, και όχι για κινητά για τα οποία ο υπόχρεος δεν διαθέτει σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

Ε) Η παράλειψη του νομοθέτη να προβλέψει εύλογη προθεσμία για τη διενέργεια και ολοκλήρωση του ελέγχου, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της πενταετίας από τη λήξη του έτους υποβολής των ανωτέρω δηλώσεων [πρβλ. και τη ΣτΕ Ολομ. ΣτΕ 1738/2017 σκέψη 10, δημοσιευθείσα μετά την τελευταία διάσκεψη επί της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα ΣτΕ Ολομ. 2649/2017], καθώς και για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των υποχρέων, όπως επίσης και η ειδικότερη πρόβλεψη στο άρθρο 7 παρ. 3 περ. δ' εδ. ε' του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, ότι υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε, χωρίς δηλαδή κανένα χρονικό περιορισμό, να ανασυρθεί και να συνεχισθεί ο έλεγχος ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής, αντίκεινται στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α' του Συντάγματος, και στη δυνατότητα διατήρησης των προσωπικών δεδομένων μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για τις ανάγκες της επεξεργασίας, [πρβλ. ΣτΕ Ολομ. ΣτΕ 1738/2017 σκέψεις 5, 6, 10 και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: α) της 9.1.2013, αριθμός προσφυγής 21722/11, Voikov κατά Ουκρανίας, σκέψεις
139 και 140, κατά την οποία (απόφαση) η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη να προβλέψει προθεσμία παραγραφής σε υποθέσεις δικαστικών λειτουργών απειλεί σοβαρά την ασφάλεια δικαίου και η παράλειψη αυτή συνιστά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, β) της 3.3.2015, αριθμός προσφυγής 12655/09, Dimitrovi κατά Βουλγαρίας, σκέψεις 45 και 46]

ΣΤ) Η μνεία στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 περ. α' του ν. 3213/2003 και 3 παρ. 4 εδ. β' της ακυρωθείσης με την ανωτέρω 2647/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου ΚΥΑ (1846/13.10.2016) ότι η ετήσια, πλην της πρώτης, Δ.Π.Κ. περιέχει τα υφιστάμενα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία, έχει την έννοια, ενόψει και της διατάξεως του εδ. α' της περ. γ' της ίδιας ως άνω παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, ότι στην ετήσια Δ.Π.Κ. περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία, στα οποία επήλθε κάποια μεταβολή κατά την χρήση, στην οποία αναφέρεται η Δ.Π.Κ. (κτήση, διάθεση, μεταβολή αξίας), και ότι επιτρεπτώς - προφανώς εξαιρετικώς - κατά την υποβολή της πρώτης ετήσιας ηλεκτρονικής δήλωσης δηλώνεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου, η επανάληψη, όμως, δήλωσης περιουσιακού στοιχείου δεν συνεπάγεται την εκκίνηση νέας προθεσμίας ελέγχου.
Εκρίθη δε ότι προς την ερμηνεία αυτή στοιχούσε και η ρύθμιση της ανωτέρω ΚΥΑ, η οποία, με σχετική υποσημείωση στους πίνακες 5, 9, 10, 11, 12 και 13 του Παραρτήματος I, προκειμένου περί μετοχών κ.λπ., ακινήτων κ.λπ., οχημάτων, πλωτών μέσων, εναερίων μέσων, συμμετοχών σε επιχειρήσεις κ.λπ., τα οποία απεκτήθησαν σε προηγούμενη χρήση, δεν απαιτούσε συμπλήρωση των πεδίων: αξία κτήσης/ συνολικό καταβληθέν τίμημα/ αρχικό κεφάλαιο εισφοράς, πηγές προέλευσης χρημάτων, ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή προέλευσης χρημάτων. Η συγκεκριμένη ρύθμιση της τότε προσβαλλομένης ΚΥΑ, η οποία εκρίθη κατά τούτο ως σύμφωνη με τις διατάξεις του ν. 3213/2003, είχε ως συνέπεια ότι ναι μεν κατά την  υποβολή της πρώτης ετήσιας ηλεκτρονικής δήλωσης δηλώνονται τα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου, του/της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων, δηλαδή και εκείνα ως προς τα οποία δεν υπάρχει καμία μεταβολή κατά το έτος στο οποίο αφορά η πρώτη ηλεκτρονική δήλωση, αλλά ότι δεν απαιτείται η συμπλήρωση, ως προς τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, των ανωτέρω πεδίων (αξία κτήσης/ συνολικό καταβληθέν τίμημα/ αρχικό κεφάλαιο εισφοράς, πηγές προέλευσης χρημάτων, ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή προέλευσης χρημάτων), εφόσον τα δεδομένα που δηλώνονται στα πεδία αυτά έχουν, προκειμένου περί περιουσιακών στοιχείων κτηθέντων σε προηγούμενα έτη, ήδη δηλωθεί με τις δηλώσεις των προηγουμένων ετών. Για τον λόγο δε αυτόν με την 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου απερρίφθη ο λόγος ακυρώσεως ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 εδ. β' της προσβαλλομένης στην υπόθεση εκείνη υπουργικής αποφάσεως (κατά την οποία «Η ετήσια Δ.Π.Κ. περιέχει τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους, στο οποίο αφορά η δήλωση, ... καθώς και την αξία κτήσης τους, εφόσον είναι διαθέσιμη») κείται εκτός των ορίων της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3213/2003. Αντιθέτως, με την απόφαση αυτή της Ολομέλειας εκρίθη ότι η ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 3 της ίδιας ως άνω Κ.Υ.Α., με την οποία ορίσθηκε ότι σε κάθε ετήσια Δ.Π.Κ. πρέπει να περιλαμβάνεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου, ανεξαρτήτως αν επήλθε ή όχι κατά το προηγούμενο έτος μεταβολή σε αυτά, ευρίσκετο εκτός των ορίων της προαναφερθείσης εξουσιοδοτικής διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003.

11. Επειδή, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 50 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας», το δεδικασμένο από ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο λαμβάνεται αντί αληθείας (pro veritate) και αποκλείει τη δυνατότητα επαναλήψεως από τα ίδια πρόσωπα του διεξαχθέντος δικαστικού αγώνος, αφορά όχι μόνο τη νομική ύπαρξη της διοικητικής πράξεως της οποίας είχε ζητηθεί η ακύρωση και η οποία με την ακυρωτική απόφαση καταργείται από τότε που εκδόθηκε, λογιζόμενη ως μηδέποτε εκδοθείσα και ουδέν παράγουσα έννομο αποτέλεσμα (quod nullum est nullum producit effectum), αλλά καλύπτει και τα κριθέντα από το Δικαστήριο διοικητικής φύσεως ζητήματα. Ως κριθέν δε θεωρείται το ζήτημα το οποίο ευρίσκεται σε συνάρτηση προς το γενόμενο δεκτό από την ακυρωτική απόφαση συμπέρασμα και αποτελεί αναγκαίο τούτου έρεισμα.

12.    Επειδή, η προαναφερθείσα 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου δημοσιεύθηκε στις 18-10-2017, την δε επόμενη ημέρα (19-10-2017) δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η ήδη προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση. Στο άρθρο 3 παρ. 1 της κανονιστικής αυτής απόφασης ορίζεται ότι η Δ.Π.Κ. έχει ως περιεχόμενο το συνημμένο υπόδειγμα στο Παράρτημα I, συνοδευόμενο από παραμετρικές τιμές, γενικές οδηγίες και επεξηγήσεις συμπλήρωσης των πεδίων της ηλεκτρονικής εφαρμογής, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής. Οι εν λόγω παραμετρικές τιμές, τις οποίες οι χρήστες της εφαρμογής/υπόχρεοι υποβολής Δ.Π.Κ. υποχρεούνται να επιλέξουν για τη συμπλήρωση καθενός από τους περιλαμβανόμενους στο Παράρτημα I πίνακες, καθώς και οι οδηγίες συμπλήρωσης πεδίων των δηλώσεων αυτών, έχουν συνδημοσιευθεί, μαζί με τους πίνακες, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη ΚΥΑ έχει αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, σε συμμόρφωση, άλλωστε, προς τα γενόμενα δεκτά με την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου.

13.    Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση εισάγεται εκ νέου σύστημα υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. ερειδόμενο, όμως, στις ρυθμίσεις των νόμων 3213/2003 και 3691/2008, όπως ισχύουν, οι οποίες εκρίθησαν ως αντισυνταγματικές με την προαναφερθείσα 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα ειδικότερον αναφερόμενα στη σκέψη 10 της παρούσης αποφάσεως. Εξ άλλου, η νεότερη αυτή ΚΥΑ (1069/19.10.2017), στο προοίμιο της οποίας, άλλωστε, δεν μνημονεύεται η ανωτέρω απόφαση του Δικαστηρίου, είναι ομοίου, κατ' αρχήν, περιεχομένου προς την ακυρωθείσα με την εν λόγω απόφαση 1846 οικ/13.10.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών. Συνεπώς, με την έκδοση της προσβαλλόμενης ΚΥΑ εκδηλούται, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, η εμμονή της Διοικήσεως προς διατήρηση των ρυθμίσεων της ακυρωθείσης 1846/13.10.2016 ΚΥΑ. Με τα δεδομένα αυτά, η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση έχει τις ίδιες νομικές πλημμέλειες, τις οποίες είχε διαγνώσει η 2649/2017 ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία, υπό την αυτή νομική και πραγματική βάση και μεταξύ των αυτών διαδίκων, εκρίθη ως μη νόμιμη η ανωτέρω 1846/13.10.2016 ΚΥΑ. Κατ' ακολουθία τούτων, η προσβαλλόμενη πράξη, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, παρεβίασε το δεδικασμένο, το οποίο παρήχθη από τις αναφερθείσες στη σκέψη 10 κρίσεις της ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες δεν διατυπώθηκαν ως εκ περισσού, ούτε ανεφέρθησαν αφηγηματικώς στην ανωτέρω απόφαση, αλλ' απετέλεσαν το αναγκαίο έρεισμα του διατακτικού της, με το οποίο η ανωτέρω 1846 οικ./13.10.2016 ΚΥΑ ακυρώθηκε όχι μόνον ως ανυπόστατη, αλλά και ως μη νόμιμη, προσδιορίζοντας, επομένως, και τις μετά την ακύρωση της εν λόγω ΚΥΑ και σε συμμόρφωση προς την ως άνω ακυρωτική απόφαση ενέργειες του νομοθέτη και της Διοικήσεως.

14.    Επειδή, περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να προχωρήσει στην εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως λόγω της σπουδαιότητας των τιθεμένων με αυτούς ζητημάτων.

15.    Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη ΚΥΑ είναι ακυρωτέα στο μέτρο που η δι' αυτής προβλεπόμενη δομή και λειτουργία
του ηλεκτρονικού συστήματος υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. καθιστά αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την υποβολή ακριβούς δηλώσεως εκ μέρους των υπόχρεων προς τούτο προσώπων. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η εφαρμογή του ηλεκτρονικού συστήματος υποβολής των ανωτέρω δηλώσεων δεν πληροί τις απαιτούμενες προδιαγραφές σαφήνειας, ακρίβειας και αναλογικότητας, στο μέτρο που δεν επιτρέπει την εκ μέρους του υπόχρεου υποβολή διευκρινίσεων ή παρατηρήσεων, ζήτημα που ανακύπτει, κυρίως, στην περίπτωση που ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Τούτο δε διότι, στην περίπτωση αυτή, η ηλεκτρονική εφαρμογή της υποβολής της Δ.Π.Κ. και της Δ.Ο.Σ. τον υποχρεώνει είτε να δηλώσει ανακριβώς ότι δεν έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, είτε να δηλώσει την περιουσιακή κατάσταση και τα οικονομικά συμφέροντα του προσώπου με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, παρά το γεγονός ότι ο ν. 3213/2003 προβλέπει την υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης μόνο του συζύγου του υπόχρεου και όχι του προσώπου με το οποίο αυτός έχει τυχόν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.

16.    Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003 ορίζεται ότι στη Δ.Π.Κ. του/της υπόχρεου περιλαμβάνεται και η περιουσιακή κατάσταση του/της συζύγου (καθώς και των ανήλικων τέκνων τους), ενώ στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. γ' εδ. β' του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από τον/την υπόχρεο και υπογράφεται από τον/την ίδιο/ίδια, για τα δικά του/της στοιχεία, από τον/την σύζυγο, για τα δικά του/της στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, για τα περιουσιακά στοιχεία των ανήλικων τέκνων τους, ενώ στη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 και 2 του ν. 4281/2014 ορίζεται ότι η Δ.Ο.Σ. υποβάλλεται από τον/την υπόχρεο και υπογράφεται από τον/την ίδιο/ίδια, για τα δικά του/της στοιχεία, και από τον/την σύζυγο, για τα δικά του/της στοιχεία.
 
17.    Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι στη Δ.Π.Κ. και στη Δ.Ο.Σ. δηλώνεται η περιουσιακή κατάσταση και τα οικονομικά συμφέροντα, αντιστοίχως, τόσο του/της υπόχρεου, όσο και της οικογένειάς του, στην οποία περιλαμβάνονται ο/η σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα τους. Ειδικότερα, στη μεν Δ.Π.Κ. δηλώνεται η περιουσιακή κατάσταση του/της υπόχρεου, του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων τους, στη δε Δ.Ο.Σ. δηλώνονται τα οικονομικά συμφέροντα του/της υπόχρεου και του/της συζύγου. Οι προαναφερθείσες διατάξεις, κατά τη ρητή και αδιάστικτη διατύπωσή τους, αναφέρονται στον/στην σύζυγο, ήτοι σε πρόσωπο που έχει συνάψει με τον υπόχρεο γάμο, κατά το Αστικό Δίκαιο. Κατ' ακολουθία τούτων, στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες, ως θεσπίζουσες υποχρεώσεις, η μη τήρηση των οποίων συνεπάγεται την επιβολή κυρώσεων, είναι στενώς ερμηνευτέες, δεν εμπίπτει το πρόσωπο με το οποίο ο/η υπόχρεος προς υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, είτε κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3719/2008 (Α' 241), με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης μεταξύ ενήλικων ετερόφυλων προσώπων, είτε κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4356/2015 (Α' 181), με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα αυτή στα ενήλικα πρόσωπα ανεξάρτητα από το φύλο τους. [Άλλωστε, και στη φορολογία εισοδήματος ο νομοθέτης έχει ρυθμίσει ρητώς το ζήτημα της υποβολής δηλώσεως εκ μέρους προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και δεν θεώρησε ότι στα πρόσωπα αυτά ισχύει αυτομάτως ό,τι ισχύει προκειμένου περί συζύγων, βλ. άρθρο 67 παρ. 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ν. 4172/2013 - Α' 167, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 4374/2016- Α' 50.]
Συνεπώς, ο/η υπόχρεος προς υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. δεν υποχρεούται να δηλώσει την περιουσιακή κατάσταση και τα οικονομικά συμφέροντα του προσώπου με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, εφόσον τούτο δεν ορίζεται ρητώς. Διάφορο είναι το ζήτημα ότι, ενόψει του σκοπού που επιδιώκεται με την υποβολή των Δ.Π.Κ. και των Δ.Ο.Σ., και λαμβανομένου υπόψη ότι και στην περίπτωση της συμβίωσης βάσει συμφώνου, υφίσταται, όπως και στον γάμο, κοινότητα ζωής του υπόχρεου με τον/την σύντροφο του και τα ανήλικα τέκνα τους (βλ. σχετ. ΣτΕ 2649/2017 σκ. 20), δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί την εξαίρεση των προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης από την υποχρέωση να περιλάβουν στις δηλώσεις τους και τα σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση των προσώπων με τα οποία έχουν συνάψει το σύμφωνο αυτό στοιχεία, η δε νομοθετική ρύθμιση προς την κατεύθυνση αυτή είναι όχι μόνο δυνατή αλλά και επιβεβλημένη. Κατά τη γνώμη, όμως, του Αντιπροέδρου Α. Ράντου και των Συμβούλων Ε. Νίκα και Μ. Παπαδοπούλου, ανεξάρτητα από τις θεμελιώδεις διαφορές στις λοιπές έννομες σχέσεις μεταξύ του γάμου και του συμφώνου συμβίωσης, ειδικά στην περίπτωση της υποχρεώσεως υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, υποχρεούνται, κατά την έννοια των κρίσιμων εν προκειμένω ειδικών διατάξεων, όπως άλλωστε αυτή προκύπτει και από το περιεχόμενο του παραρτήματος I της προσβαλλομένης ΚΥΑ, σε υποβολή των εν λόγω δηλώσεων και τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Τούτο, διότι η ανάγκη ελέγχου των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων συντρέχει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στην περίπτωση αυτή, ενώ αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα έθετε αδικαιολόγητα και κατά παράβαση των ορισμών του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος σε χειρότερη μοίρα τους έχοντες συνάψει γάμο από τους έχοντες συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, χωρίς να συντρέχει κανένας απολύτως δικαιολογητικός λόγος.

18. Επειδή, το άρθρο 2 της προσβαλλομένης Κ.Υ.Α. ορίζει στην παρ. 1 ότι στη Δ.Π.Κ. του υπόχρεου περιλαμβάνεται και η περιουσιακή κατάσταση του/της συζύγου, στην παρ. 4 ότι ο/η υπόχρεος υποβάλλει με τον/την σύζυγο κοινή Δ.Π.Κ. και στην παρ. 5 ότι σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του/της συζύγου του υπόχρεου να συνυποβάλλει κοινή δήλωση, η δήλωση υποβάλλεται μόνον από τον/την υπόχρεο, ο/η οποίος/α αναφέρει στις παρατηρήσεις του συστήματος το γεγονός της άρνησης ή της αδυναμίας, ως άρνηση δε θεωρείται και η βεβαιωμένη διάσταση των συζύγων, που έχει δηλωθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του/της υπόχρεου. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά τη Δ.Ο.Σ., το δημοσιευθέν Παράρτημα II, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρεται σε υποβολή δήλωσης των υπόχρεων και των συζύγων τους. Προκειμένου, όμως, να προσδιορισθεί η οικογενειακή κατάσταση του/της υπόχρεου σε Δ.Π.Κ., στις οδηγίες συμπλήρωσης των πεδίων του πίνακα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως με τον τίτλο «Στοιχεία συζύγου», ο οποίος, επίσης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, γίνεται παραπομπή στον πίνακα 5 των παραμετρικών τιμών, που περιλαμβάνονται στο ηλεκτρονικό σύστημα «πόθεν έσχες», στο οποίο, υπό τον τίτλο «Οικογενειακή Κατάσταση», αναφέρεται, μεταξύ άλλων παραμετρικών τιμών (άγαμος/η, έγγαμος/η, διαζευγμένος/η, χηρεία, βεβαιωμένη διάσταση), και ο «συμβιών βάσει συμφώνου συμβίωσης». Με τη συμπλήρωση, ωστόσο της τελευταίας αυτής παραμετρικής τιμής με την ανωτέρω ένδειξη και τη δήλωση, κατ' επέκταση, της συνάψεως συμφώνου συμβίωσης, ο/η υπόχρεος σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. υποχρεούται να περιλάβει, στις αντίστοιχες δηλώσεις, τα περιουσιακά στοιχεία και τα οικονομικά συμφέροντα του προσώπου, με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.
Η υποχρέωση αυτή δεν αίρεται εκ μόνης της δυνατότητας δηλώσεως, στον ίδιο ως άνω πίνακα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τον αύξοντα αριθμό 13, περί του αν υφίσταται υποχρέωση δηλώσεως περιουσιακών στοιχείων για τον/την σύζυγο ή το πρόσωπο, με το οποίο συμβιώνει ο/η υπόχρεος, διότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Διοίκηση με την έκθεση των απόψεών της, στον αριθμό αυτό δηλώνεται αν ο/η σύζυγος ή, ενόψει του πίνακα 5 των παραμετρικών τιμών, ο/η έχων/έχουσα συνάψει με τον/την κυρίως υπόχρεο σύμφωνο συμβίωσης είναι αυτοτελώς υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης και όχι αν ο/η κυρίως υπόχρεος έχει,  εν σχέσει με το πρόσωπο, με το οποίο έχει συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης, υποχρέωση να περιλάβει τα αφορώντα το πρόσωπο αυτό στοιχεία στις υποβαλλόμενες από τον ίδιο Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. Συνεπώς, δεν παρέχεται στον/στην υπόχρεο η δυνατότητα να δηλώσει ότι έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, χωρίς τούτο να συνεπάγεται αυτομάτως την υποχρέωσή του να περιλάβει στις Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. και τα αφορώντα το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει το σύμφωνο στοιχεία για την περιουσία και τα οικονομικά του συμφέροντα. Η ρύθμιση, όμως, αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ευρίσκει έρεισμα, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, στις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1 περ. γ' εδ. β' του ν. 3213/2003 και 229 παρ. 1 και 2 του ν. 4281/2014, όπως ισχύουν, και συνεπώς, για τον λόγο αυτόν, εμμέσως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη κατά το προαναφερθέν μέρος της. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

19. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. είναι ακυρωτέα, διότι η εφαρμογή του ηλεκτρονικού συστήματος υποβολής των ανωτέρω δηλώσεων δεν πληροί τις απαιτούμενες προδιαγραφές σαφήνειας, ακρίβειας και αναλογικότητας, στο μέτρο που εξαναγκάζει τους υπόχρεους να δηλώνουν αναλυτικά όλες τις πηγές προέλευσης των χρηματικών ποσών που είναι κατατεθειμένα σε κάθε τραπεζικό τους λογαριασμό και επακριβώς τα αναλογούντα σε κάθε πηγή ποσά. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η τήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως είναι αντικειμενικώς αδύνατη, δεδομένου ότι οι βεβαιώσεις που χορηγούν τα τραπεζικά ιδρύματα στους υπόχρεους προκειμένου να συντάξουν τις επίμαχες δηλώσεις αφορούν το υπόλοιπο των καταθέσεών τους την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους και δεν περιέχουν αναλυτική κατάσταση της κίνησης των πάσης φύσεως λογαριασμών του/της υπόχρεου, του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων τους γραμμή προς γραμμή.

20.    Επειδή, όπως εκτέθηκε και στην έκτη σκέψη, στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α' υποπερ. ίν του ν. 3213/2003 ορίζεται ότι ως περιουσιακά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στη Δ.Π.Κ. θεωρούνται, μεταξύ άλλων, και «οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα», ενώ στη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: « Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. ...».

21.    Επειδή, μεταξύ των πεδίων συμπληρώσεως του πίνακα 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως με τον τίτλο «Καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, αναφέρονται και τα πεδία «ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ/ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ» [«Το υπόλοιπο στις 31 Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο υποβάλλεται η ΔΠΚ (εφόσον πρόκειται για ΕΤΗΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ), ή στην ημερομηνία υποβολής σε διαφορετική περίπτωση (π.χ. αρχική δήλωση)»], «ΠΗΓΕΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΧΡΗΜΑΤΩΝ» («ΟΛΕΣ οι πηγές από τις οποίες προήλθαν τα χρήματα του λογαριασμού»), «ΠΟΣΟ» («το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή προέλευσης»).
Η τελευταία αυτή ρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλει στον/στην υπόχρεο την υποχρέωση να δηλώσει στη Δ.Π.Κ. αναλυτικώς όλες τις πηγές προέλευσης του ποσού που αναγράφεται σε κάθε τραπεζική κατάθεση την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δήλωσης έτους, και να αναφέρει το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή προέλευσης. Συνεπώς, στην περίπτωση που τα κατατεθειμένα στον τραπεζικό λογαριασμό του/της υπόχρεου χρηματικά ποσά προέρχονται από διάφορες πηγές, πρέπει να αθροισθούν τα προερχόμενα από κάθε πηγή ποσά καθ' όλη τη διάρκεια του έτους και, ακολούθως, να παρατεθούν οι πηγές από τις οποίες προέρχεται το απομένον την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δηλώσεως έτους υπόλοιπο του λογαριασμού και το ακριβές ποσό που αντιστοιχεί σε εκάστη εξ αυτών, αφού αφαιρεθούν τα ποσά των αναλήψεων, χωρίς να προσδιορίζεται από ποια πηγή ο/η υπόχρεος μπορεί να αφαιρέσει τα ποσά που ανέλαβε.
Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό, η ρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 5 και 2 παρ. 1 περ. α' υποπερ. ΐν του ν. 3213/2003, οι οποίες προβλέπουν την υποχρέωση δηλώσεως μόνο του υπολοίπου του τραπεζικού λογαριασμού του/της υπόχρεου την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δήλωσης έτους, που προκύπτει από την χορηγούμενη σε αυτόν/ήν βεβαίωση του τραπεζικού ιδρύματος, στην οποία δεν αναφέρονται ούτε οι πηγές προελεύσεως του εν λόγω υπολοίπου, ούτε τα ποσά που αντιστοιχούν σε εκάστη εξ αυτών, στοιχεία τα οποία, όμως, απαιτούνται από τη προσβαλλόμενη απόφαση για τη συμπλήρωση των πεδίων του ανωτέρω πίνακα 7. Εάν δε τυχόν ήθελε θεωρηθεί ότι η εξουσιοδοτική διάταξη είχε τέτοια έννοια, δηλαδή ότι επέβαλε την καταγραφή των στοιχείων αυτών στη δήλωση, θα ήταν αντίθετη στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, διότι θα επέβαλε ένα δυσανάλογο βάρος στους υπόχρεους να προβούν στους ανωτέρω υπολογισμούς με κίνδυνο να υποπέσουν σε σφάλματα, τα οποία θα τους άφηναν, ενδεχομένως, εκτεθειμένους σε κίνδυνο διατυπώσεως κατηγοριών εις βάρος τους· και τούτο για στοιχεία (κινήσεις λογαριασμών) στα οποία το ελέγχον τη δήλωση όργανο έχει ευχερώς πρόσβαση, χωρίς να απαιτείται καμία συνεργασία εκ μέρους των υποχρέων, εφόσον έναντι του ελεγκτικού οργάνου δεν ισχύει το τραπεζικό απόρρητο (βλ. άρθρο 7Β παρ. 4 του ν. 3691/2008).
Εξ άλλου, η εκπλήρωση μιας υποχρεώσεως, ως η ανωτέρω, είναι ακόμη περισσότερο δυσχερής για τον/την υπόχρεο στην περίπτωση που ο τραπεζικός λογαριασμός είναι - πράγμα που δεν  απαγορεύεται (ν. 5638/1932, Α' 307) - κοινός του/της υπόχρεου με τρίτο πρόσωπο ή του/της συζύγου με τρίτο πρόσωπο, τις ενέργειες του οποίου ο/η υπόχρεος αδυνατεί εκ των πραγμάτων να ελέγξει, με συνέπεια να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλει στο νομοθέτη και στην, κατ' εξουσιοδότηση αυτού, κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, εν όψει και της σοβαρότητας των απειλούμενων κυρώσεων, να οργανώσουν το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο της εκ μέρους των υπόχρεων υποβολής Δ.Π.Κ. κατά τρόπο που να μην επιβάλλονται σε αυτούς υποχρεώσεις η εκπλήρωση των οποίων είναι είτε αδύνατη είτε εξαιρετικώς δυσχερής. Αλλωστε, η μη παράθεση των ανωτέρω στοιχείων εκ μέρους των υποχρέων στη δήλωσή τους δεν δυσχεραίνει τον έλεγχο, εφόσον το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο, γνωρίζοντας τον αριθμό και το υπόλοιπο των λογαριασμών των υποχρέων, των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων τους, έχει, εν πάση περιπτώσει, την εξουσία να αναζητήσει τα ειδικότερα στοιχεία για τις επί μέρους κινήσεις των λογαριασμών απ' ευθείας από τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα, δοθέντος ότι, κατά τα προεκτεθέντα, έναντι του οργάνου αυτού δεν ισχύει το τραπεζικό απόρρητο. Συνεπώς, για τον ανωτέρω λόγο, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νόμιμη και κατά το μέρος που προβλέπει την αναφορά στη Δ.Π.Κ. όλων των πηγών από τις οποίες προήλθαν τα απομένοντα στους λογαριασμούς στις 31 Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αφορά η δήλωση χρήματα, καθώς και του ακριβούς ποσού που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή.
Κατά τη γνώμη, όμως, του Αντιπροέδρου Α. Ράντου, η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι ακυρωτέα κατά το μέρος αυτό, διότι δεν συντρέχει, κατά την ορθή έννοια της προσβαλλόμενης ΚΥΑ, περίπτωση δυσανάλογης δυσχέρειας συμπλήρωσης, κατά τούτο, του πίνακα που συνοδεύει την πράξη.
Τούτο, διότι, κατά την έννοια της πράξεως, που στοιχεί, άλλωστε, με το περιεχόμενο των αντίστοιχων δηλώσεων τις οποίες παγίως υπέβαλλαν οι υπόχρεοι κατά τα προηγούμενα έτη, η υποχρέωση αυτή των υποχρέων εξαντλείται και εν προκειμένω στην ενδεικτική και κατά προσέγγιση αναγραφή της ειδικότερης, κατά πηγή, προέλευσης του κατά τη λήξη του έτους υπολοίπου των τραπεζικών λογαριασμών. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή καλύπτει τον σκοπό του νόμου. Αντίθετη δε εκδοχή, άγουσα σε υποχρέωση πρακτικώς ανέφικτου επιμερισμού του υπολοίπου κάθε λογαριασμού μεταξύ διαφόρων πηγών, μετά, μάλιστα, την αφαίρεση των αναλήψεων που διενεργήθηκαν από το λογαριασμό κατά τη διάρκεια του έτους, εμφανίζει αδικαιολόγητα τον νομοθέτη να απαιτεί το αδύνατον, ενώ το ζήτημα μπορεί ευχερώς να καλυφθεί με την ανωτέρω, συνάδουσα με το πνεύμα του κανονιστικού νομοθέτη, ερμηνεία. Σε κάθε περίπτωση, η τυχόν δυνατότητα του ελεγκτικού οργάνου για απ' ευθείας από τα πιστωτικά ιδρύματα αναζήτηση των στοιχείων κίνησης των λογαριασμών, δεν οδηγεί σε κρίση περί πλημμέλειας της προσβαλλόμενης πράξης από την άποψη αυτή, δεδομένου ότι παρόμοια κρίση θα οδηγούσε, όπερ άτοπο, σε κρίση ως περιττού όλου του συστήματος υποβολής Δ.Π.Κ., αλλά και του συστήματος υποβολής φορολογικών δηλώσεων.
 
22. Επειδή, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στη σκέψη 10, με την προαναφερθείσα ΣτΕ 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου εκρίθη ότι στην ετήσια Δ.Π.Κ. περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία, στα οποία επήλθε κάποια μεταβολή κατά τη χρήση, στην οποία αναφέρεται η Δ.Π.Κ. και ότι, ενόψει του ότι η ακυρωθείσα με την ανωτέρω απόφαση ΚΥΑ, με σχετική υποσημείωση στους πίνακες 5, 9, 10, 11, 12 και 13 του Παραρτήματος I, προκειμένου περί μετοχών κ.λπ., ακινήτων κ.λπ., οχημάτων, πλωτών μέσων, εναερίων μέσων, συμμετοχών σε επιχειρήσεις κ.λπ., τα οποία απεκτήθησαν σε προηγούμενη χρήση, δεν απαιτούσε συμπλήρωση των πεδίων: αξία κτήσης/ συνολικό καταβληθέν τίμημα/ αρχικό κεφάλαιο εισφοράς, πηγές προέλευσης χρημάτων, ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή προέλευσης χρημάτων, επιτρεπτώς προεβλέπετο - προφανώς εξαιρετικώς - ότι κατά την υποβολή της πρώτης ετήσιας ηλεκτρονικής δήλωσης δηλώνεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του/της υπόχρεου, του/της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων, δηλαδή και εκείνων ως προς τα οποία δεν υπάρχει καμία μεταβολή κατά το έτος στο οποίο αφορά η πρώτη ηλεκτρονική δήλωση, αλλά ότι δεν απαιτείται η συμπλήρωση, ως προς τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, των ανωτέρω πεδίων (αξία κτήσης/ συνολικό καταβληθέν τίμημα/ αρχικό κεφάλαιο εισφοράς, πηγές προέλευσης χρημάτων, ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή προέλευσης χρημάτων). Στην ήδη προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπάρχει πλέον υποσημείωση όπως η αναφερόμενη ανωτέρω, η παράλειψη δε αυτή δεν είναι νόμιμη, κατά τον εμμέσως προβαλλόμενο σχετικό λόγο.
Και τούτο διότι, σύμφωνα και με τα κριθέντα με την προαναφερθείσα απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 3213/2003, ερμηνευομένων ενόψει της κατοχυρωμένης από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας - η οποία επιτάσσει να μην καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής η υποβολή ακριβούς δηλώσεως εκ μέρους του/της υποχρέου και να μην επιβάλλεται η δήλωση εκ νέου στοιχείων τα οποία ο/η υπόχρεος έχει ήδη δηλώσει στο παρελθόν στο κατά τον χρόνο εκείνο αρμόδιο όργανο, ούτε η υποβολή εκ νέου των σχετικών δικαιολογητικών - στη μεν ετήσια Δ.Π.Κ. περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία, στα οποία επήλθε κάποια μεταβολή κατά την χρήση, στην οποία αναφέρεται η Δ.Π.Κ., στη δε πρώτη ηλεκτρονικώς υποβαλλόμενη Δ.Π.Κ. δηλώνονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή και εκείνα ως προς τα οποία δεν υπάρχει μεταβολή κατά το έτος στο οποίο αφορά η εν λόγω δήλωση, αλλά δεν απαιτείται η συμπλήρωση, ως προς τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, της αξίας κτήσης αυτών, της πηγής προέλευσης των σχετικών χρημάτων και του ακριβούς ποσού που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή προέλευσης.

23. Επειδή, η ακύρωση της προσβαλλόμενης κανονιστικής αποφάσεως, αφενός μεν λόγω παραβίασης του δεδικασμένου που προέκυψε από την 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, με την οποία εκρίθησαν ως αντισυνταγματικές οι μνημονευθείσες στη σκέψη 10 διατάξεις των ν. 3213/2003 και 3691/2008, αφετέρου δε λόγω των διαπιστωθεισών πλημμελειών στην ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα ήδη γενόμενα δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, έχει ως συνέπεια να πάσχει, ως προς καίριες και ουσιώδεις ρυθμίσεις του, το σύστημα υποβολής και ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., το οποίο θέσπισε ο νομοθέτης με τους ν. 3213/2003 και 3691/2008 και εξειδίκευσε η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση με την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως.
Οι περισσότερες δε από τις κριθείσες ως μη νόμιμες ρυθμίσεις του εισαχθέντος με τους ανωτέρω νόμους και την προσβαλλόμενη απόφαση συστήματος υποβολής και ελέγχου των Δ.Π.Κ. και των Δ.Ο.Σ. δεν αφορούν αποκλειστικά και μόνο τους δικαστικούς λειτουργούς, αλλά και όλους τους λοιπούς υπόχρεους, στη ρύθμιση της υποβολής των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των οποίων αποβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση [δηλαδή αφορούν όλους τους υπόχρεους των περιπτώσεων στ' έως μη' του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει1 βλ. και άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως].
Ειδικότερα, αφορούν όλους τους υπόχρεους σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. οι ακόλουθες μη νόμιμες ρυθμίσεις ή παραλείψεις ρυθμίσεων:
α) η υποχρέωση δηλώσεως των μετρητών χρημάτων άνω των 15.000 ευρώ, που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ,
β) η μη πρόβλεψη εύλογης προθεσμίας τόσο για τη διενέργεια και την ολοκλήρωση του ελέγχου, όσο και για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των υπόχρεων,
γ) η υποχρέωση να περιλαμβάνεται στην ετήσια δήλωση το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των υπόχρεων, ανεξαρτήτως αν επήλθε ή όχι κατά το προηγούμενο έτος μεταβολή σε αυτά,
δ) η μη πρόβλεψη, προκειμένου περί περιουσιακών στοιχείων κτηθέντων σε προηγούμενες χρήσεις, για τη μη αναγραφή στην πρώτη ηλεκτρονική δήλωση της αξίας  κτήσεως/συνολικού καταβληθέντος τιμήματος/αρχικού κεφαλαίου εισφοράς, της πηγής προελεύσεως των χρημάτων και του ποσού που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή,
ε) η υποχρέωση δηλώσεως των περιουσιακών στοιχείων του προσώπου με το οποίο ο/η υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης,
στ) προκειμένου περί τραπεζικών λογαριασμών, η υποχρέωση αθροίσεως των προερχομένων από κάθε πηγή ποσών καθ' όλο το έτος και ακολούθως παραθέσεως των πηγών από τις οποίες προέρχεται το απομένον στις 31 Δεκεμβρίου υπόλοιπο του λογαριασμού και του ακριβούς ποσού που αντιστοιχεί σε κάθε μια από αυτές, αφού αφαιρεθούν τα ποσά των αναλήψεων, χωρίς να προσδιορίζεται από ποια πηγή ο/η υπόχρεος μπορεί να αφαιρέσει τα ποσά που ανέλαβε. Λόγω όμως της σπουδαιότητας και της έκτασης των ως άνω κριθεισών ως μη νομίμων ρυθμίσεων, δεν είναι δυνατόν, χωρίς αυτές, να λειτουργήσει καθ' ολοκληρία το σύστημα υποβολής των δηλώσεων - όπως αυτό σχεδιάσθηκε ως οργανική ενότητα από τον νομοθέτη και εξειδικεύθηκε από την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση - δεδομένου μάλιστα ότι το ηλεκτρονικό σύστημα υποβολής των εν λόγω δηλώσεων δεν επιτρέπει, κατ' αρχήν, την πρόοδο στη συμπλήρωση, ολοκλήρωση και υποβολή αυτών, αν προηγουμένως δεν συμπληρωθούν υποχρεωτικώς όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στους οικείους πίνακες.

Συνεπώς, ως εκ των προδήλων συνεπειών που έχουν οι πλημμέλειες αυτές στην όλη δομή και λειτουργία του συστήματος υποβολής, εκ μέρους όλων των υπόχρεων, των επίμαχων δηλώσεων, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί έναντι πάντων στο σύνολο της. Κατά τη γνώμη, όμως, του Αντιπροέδρου Α. Ράντου και των Συμβούλων Ε. Νίκα και Γ. Τσιμέκα, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί μόνον κατά το μέρος που αφορά τους υποχρέους - μέλη των αιτουσών ενώσεων και όχι και ως προς τους λοιπούς υποχρέους. Τούτο, διότι, από τις επισημαινόμενες με την απόφαση πλημμέλειες της προσβαλλομένης, μόνον οι αφορώσες τη συγκρότηση της αρχής ελέγχου και την ειδικότερη δικαστική ιδιότητα του ελεγχομένου, που αφορούν αμφότερες τους δικαστικούς λειτουργούς, είναι γενικής μορφής, επαγόμενες πλήρη, ως προς αυτούς ακύρωση.
Οι λοιπές επισημαινόμενες ως πλημμελείς ρυθμίσεις - ορισμένες μάλιστα από τις οποίες είναι εντελώς λεπτομερειακές και επουσιώδεις (υποχρέωση ή μη υποβολής δηλώσεως σε περίπτωση μη μεταβολής στοιχείων, καθώς και από τους έχοντες συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, δυσχέρειες συμπλήρωσης συνοδευτικού πίνακα, κ.λπ.), άλλες δε δεν επιδρούν αμέσως στην προς το παρόν δυνατότητα κανονικής υποβολής Δ.Π.Κ. (περιορισμός ελέγχου δηλώσεως στην πενταετία) - δεν συγκροτούν, πάντως, αναγκαία οργανική ενότητα με τις λοιπές μη πληττόμενες ή κρινόμενες ως νόμιμες ρυθμίσεις της προσβαλλομένης ΚΥΑ, ώστε να συνεπάγονται την ολοκληρωτική ακύρωσή της, αλλά οι τελευταίες αυτές μη θιγόμενες ρυθμίσεις μπορούν να στηρίξουν αυτοτελώς την υποχρέωση των λοιπών, πλην των δικαστικών λειτουργών, υποχρέων, προς υποβολή δηλώσεως με το απομένον περιεχόμενο. Η λύση αυτή επιβάλλεται και από το πρόδηλο δημόσιο συμφέρον ταχείας υποβολής δηλώσεων από τους λοιπούς υποχρέους. Αντίθετη λύση οδηγεί σε ακύρωση της πράξεως και κατά τμήμα της, που οι αιτούντες δεν προσβάλλουν ούτε και θα είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν (ultra petita partium), παραγνωρίζει δε τον πάγιο τρόπο ελέγχου των κανονιστικών πράξεων από το Δικαστήριο, κατά τον οποίο, πλην της περιπτώσεως ανυποστάτου, για την οποία δεν πρόκειται, ακυρώνεται, κατ' αρχήν, μόνο το κρινόμενο ως νομικώς πλημμελές τμήμα ή τμήματα της πράξεως, χωρίς να θίγεται το λοιπό (utile per inutile non vitiatur), και, μάλιστα, επί διαφόρων κατηγοριών προσώπων καταλαμβανόμενων από κανονιστική ρύθμιση, η ακύρωση απαγγέλλεται, κατ' αρχήν, μόνον ως προς τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία αφορά η πλημμέλεια που διαγιγνώσκεται.
 
24. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, καθόσον, μετά την ακύρωση της  προηγούμενης ομοίου περιεχομένου ΚΥΑ (1846/13.10.2016) με την ΣτΕ 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η ήδη προσβαλλόμενη ΚΥΑ παρέλειψε να ορίσει νέα προθεσμία υποβολής των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. για το έτος 2016 (δηλαδή για την περιουσιακή κατάσταση του έτους 2015), η προθεσμία υποβολής των οποίων είχε ήδη παρέλθει, περαιτέρω δε οι δικαστικοί λειτουργοί υπεχρεώθησαν να υποβάλουν τις Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. για το έτος 2017 (δηλαδή για την περιουσιακή κατάσταση του έτους 2016) εντός προθεσμίας μόλις δύο (2) ημερών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (19-10-2017), δεδομένου ότι ως καταληκτική ημερομηνία υποβολής των εν λόγω δηλώσεων είχε ορισθεί η 21-10-2017.

Τέλος, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που σε αυτήν προβλέπεται η εις διπλούν δήλωση των τραπεζικών λογαριασμών των υπόχρεων, ήτοι η δήλωσή τους στους πίνακες 7 και 9 του Παραρτήματος I αυτής, είναι ακυρωτέα, λόγω της δημιουργούμενης ασάφειας και σύγχυσης. Μετά, όμως, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως για λόγους ουσιαστικής νομιμότητας, η εξέταση των ανωτέρω, διαδικαστικού χαρακτήρα, λόγων ακυρώσεως παρέλκει ως αλυσιτελής. Διάφορο δε είναι το ζήτημα ότι, ενόψει της αρχής του κράτους δικαίου, διατάξεις που θα ρυθμίζουν, ενόψει των κριθέντων με την προηγούμενη ΣτΕ 2649/2017 απόφαση, καθώς και με την παρούσα απόφαση, την υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. για τα ανωτέρω δύο έτη, πρέπει να προβλέψουν εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους.

25. Επειδή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη ως προς το σωματείο με την επωνυμία «Ένωση Μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους», η δε κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που ασκείται από τις λοιπές ενώσεις πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολο της.

Δ ι ά ταύτα
Κηρύσσει τη δίκη καταργημένη ως προς το σωματείο με την 
Αριθμός 3312/2017
επωνυμία « Ένωση Μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους».
Δέχεται την αίτηση κατά το μέρος που ασκείται από τις λοιπές αιτούσες ενώσεις.
Ακυρώνει την 1069/19-10-2017 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών με τον τίτλο «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών (Β' 3702/19-10- 2017).
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και
Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των ενώσεων, ως προς τις οποίες η αίτηση έγινε δεκτή, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2017
Ο Πρόεδρος    Η Γραμματέας