Άρειος Πάγος 525 - 2010 - Μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ. Έννοια. Στοιχεία. Υπόχρεος επί Α.Ε ο Διευθύνων Σύμβουλος (ΑΠ 404/2008). Πτώχευση εταιρίας....

Άρειος Πάγος 525 - 2010 - Μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ. Έννοια. Στοιχεία. Υπόχρεος επί Α.Ε ο Διευθύνων Σύμβουλος (ΑΠ 404/2008). Πτώχευση εταιρίας....

ΘΕΜΑ: Μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ. Έννοια. Στοιχεία. Υπόχρεος επί Α.Ε ο Διευθύνων Σύμβουλος (ΑΠ 404/2008). Πτώχευση εταιρίας. Συνέπεια στο αξιόποινο της πράξεως και δη στο υποκειμενικό στοιχείο αφού επέρχεται άρση του στοιχείου του δόλου, εφόσον οι εισφορές έπρεπε να καταβληθούν μέσα στην ύποπτη περίοδο (ΑΠ 254/2009, ΑΠ 913/2007, ΑΠ 565/2007, ΑΠ 681/2009). Καταδικαστική σε βάρος Προέδρου Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου που είναι διαφορετικά πρόσωπα. Δεκτή αναίρεση Προέδρου ΔΣ για εσφαλμένη εφαρμογή. Παύει οριστικά για μερικότερες πράξεις λόγω παραγραφής. Αθώος για λοιπές. Απορρίπτει αναίρεση Διευθύνοντος Συμβούλου από άρθρο 510 παρ. 1 Δ και Ε ΚΠΔ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1 και 2)Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ................., για αναίρεση της 40010/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1361/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ΑΝ 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφαλίσεως ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, με σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισμούς εντός μηνός αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του ΑΝ 1846/1951, όπως έχουν τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης νοείται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του ΑΝ 1846/1951, ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα για λογαριασμό των οποίων, τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, παρέχουν την εργασία τους. Για την καταβολή των άνω εισφορών, όταν εργοδότης είναι ανώνυμη εταιρία, υπόχρεως είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 115 του ν. 2238/1994 και 4 παρ. 4 ν. 2556/1997, όπως αντικ. από το άρθρο 61 παρ. 2 ν. 2676/1999.

Τέλος, κατά το άρθρο 16 του κανονισμού ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται, το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ, μέχρι το τέλος του επόμενου μηνός από το χρόνο που έχει ορισθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζόμενους σ` αυτόν, καθώς και μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισμό, που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται συνεπώς για γνήσια εγκλήματα, παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των παραπάνω εισφορών μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, που παρασχέθηκε η εργασία. Η πτώχευση του οφειλέτη ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του υποχρέου υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από τη βεβαίωση του χρέους ή το ληξιπρόθεσμο αυτού, ενόψει του ότι, το μεν, κατ' άρθρο 2 του α.ν 635/1937, ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε, κατ' άρθρο 679 αριθ. 4 του ΕμπΝ, καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχού στην περίπτωση πληρωμής των πιστωτών του μετά την ημέρα παύσης των πληρωμών. Η απαγόρευση αυτή αίρει τον δόλο του υποχρέου προς καταβολή των εργατικών και απόδοση των εργοδοτικών εισφορών, για τις εισφορές που έπρεπε να καταβληθούν και αποδοθούν, σε χρόνο που εμπίπτει στην ύποπτη περίοδο, για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, από τον κατά τα ανωτέρω υπόχρεο Διευθύνοντα Σύμβουλο. Δεν αποτελεί, όμως, στοιχείο προς θεμελίωση τη αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ΑΝ 86/1967, ο καθορισμός του αριθμού των απασχοληθέντων μισθωτών, ποιοι ήταν αυτοί, και πόσο χρόνο εργάστηκε ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε οι τακτικές αποδοχές του καθενός εξ αυτών. Ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συμπλέκεται αμέσως με το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων είναι κρίσιμος στην ανωτέρω περίπτωση πτωχεύσεως του εργοδότη και όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων αυτών λόγω παραγραφής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967 αποφάσεως, για καθυστέρηση δηλαδή καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, πρέπει, ενόψει του περιεχομένου των πιο πάνω ουσιαστικών διατάξεων, να περιέχονται σε αυτήν τα πιο πάνω κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο προαναφερομένων εγκλημάτων. Συγκεκριμένα πρέπει να εκτίθεται η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση του προσωπικού που είναι ασφαλισμένο στο ΙΚΑ με σχέση εξαρτημένης εργασίας - εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης), προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως- και τα χρηματικά ποσά που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο ΙΚΑ, ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε, η τυχόν ιδιότητα αυτού ως διευθύνοντος συμβούλου σε περίπτωση εργοδότριας ανώνυμης εταιρείας που υποχρεούται να καταβάλει τις εργοδοτικές και εργατικές εισφορές και ότι δεν τις κατέβαλε εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές στον ασφαλιστικό οργανισμό που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Σε περίπτωση δε προβολής ισχυρισμού περί πτωχεύσεως του εργοδότη πρέπει να αναφέρεται η απόφαση που κήρυξε την πτώχευση και η χρονολογία δημοσιεύσεως της και ο χρόνος παύσεως των πληρωμών προς καθορισμό της ύποπτης περιόδου. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του.

Ο δόλος, αντικείμενο του οποίου δεν είναι το αξιόποινο αποτέλεσμα, αλλά η αντικειμενική υπόσταση σε στενή έννοια, δηλαδή το σύνολο των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, εξαιρουμένων των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου - ως υποκειμενικό στοιχείο ενυπάρχει, κατά τα άρθρα 26 παρ. 1 και 27 παρ. 1 του ΠΚ, στη θέληση παραγωγής των συγκροτούντων την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματικών περιστατικών και εξυπακούεται ότι συνάγεται η ύπαρξη του από την πραγμάτωσή τους και δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία αυτού, εκτός εάν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξή του ή αν πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει όπως λέχθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠΟλ1/2005). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.

ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 40010/2009 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ` είδος αναφέρει, προέκυψαν τα ακόλουθα: "Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι ως εργοδότες (ήτοι ο μεν πρώτος Χ2 ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, ο δε δεύτερος Χ1 ως Διευθύνων Σύμβουλος στην επιχείρησης "ΑΦΟΙ ΜΥΛΩΝΑ ΑΒΕΞΕ", με αντικείμενο παραγωγή υποδημάτων, στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 1/2002 μέχρι και 12/2002, ενώ απασχόλησαν κατά το διάστημα αυτή στην ως άνω επιχείρησή τους προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο ΙΚΑ και ενώ όφειλαν για την ασφάλιση του ως άνω προσωπικού να καταβάλουν στο ΙΚΑ εισφορές εκ ποσού 74.269,20 ευρώ συνολικά (που αφορούν το ανωτέρω διάστημα) μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, αυτοί (κατηγορούμενοι) με πρόθεση: α) έχοντας νόμιμη υποχρεώση καταβολής των βαρυνουσών τους ίδιους (εργοδοτικών) ασφαλιστικών εισφορών εκ ποσού 49.513,40 ευρώ, δεν κατέβαλαν αυτές στο ΙΚΑ μέσα στον μήνα που αυτές έγιναν απαιτητές και β)έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρησή τους (εργατικές) εκ ποσού 24.756,20 ευρώ με σκοπό να τις αποδώσουν στο ΙΚΑ, δεν κατέβαλαν αυτές μέσα στον μήνα που αυτές έγιναν απαιτητές.
Τα ανωτέρω περιστατικά αποδείχθηκαν από την κατάθεση στο ακροατήριο (αρχική και συμπληρωματική) του μάρτυρα ..., υπαλλήλου τουο ΙΚΑ. Όμως η ως άνω εταιρία των κατηγ/νων κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης με την 145/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με ορισθέντα χρόνο παύσης πληρωμών την 25-1-2003, δηλαδή ημέρα προγενέστερη του χρόνου, κατά τον οποίο κατέστησαν ληξιπρόθεσμες οι επίδικες οφειλές των κατηγ/νων προς το ΙΚΑ του χρονικού διαστήματος από 1/2003 έως και 12/2003 και, συνεπώς αναιρείται ο δόλος των κατηγ/νων για την πληρωμή των επίδικων εισφορών του έτους 2003 εκ ποσού 37.268 ευρώ συνολικά (ήτοι 24.84) ευρώ εργοδοτικές εισφορές και 12.423 ευρώ για εργατικές εισφορές) και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα ποινικής ευθύνης των κατηγ/νων για το ανωτέρω διάστημα (βλ. ΑΠ 567/2007 ΝοΒ 2007, 1892). Επίσης, για τις ανωτέρω εισφορές του έτους 2002, για τις οποίες κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγ/νοι, πρέπει να τους αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του ότι ωθήθηκαν στις ως άνω πράξεις από αίτια μη ταπεινά (άρθρο 84 § 2β' ΠΚ), λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπισε η ως άνω επιχείρησή τους, εξαιτίας μάλιστα των οποίων αυτή πτώχευσε. Τέλος, εργοδότης στο νομικό πρόσωπο της ΑΕ (τέτοια έχουμε στην προκειμένη περίπτωση) θεωρείται το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής κατά τα άρθρα 18 και 22 του 2190/1920.

Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι ο α' κατηγ/νος Χ2 είχε τυπική συμμετοχή στο ΔΣ της ως άνω εταιρίας, αλλά αντιθέτως αποδείχθηκε ότι αυτός, ως πρόεδρος του Δοικητικού Συμβουλίου της, είχε ενεργό συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρίας και γενικά στα εταιρικά ζητήματα, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του. Με τις σκέψεις αυτές οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι των δύο πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων, οι οποίες, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστούν παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1 του ΠΚ και του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του ΑΝ 86/67, όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το άρθρο 31 Ν.Δ. 1160/1972, σε συνδυασμό με τα άρθρα 375 παρ.1 και 84 παρ. 1 β του ΠΚ και 26 παρ.3 του ΑΝ 1846/51, που κυρώθηκε από τον Ν.2113/52, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου και αφού τους αναγνωρίσθηκε η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ, επιβλήθηκε στον καθένα ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών για κάθε πράξη και συνολική δέκα (10) μηνών, η οποία και ανεστάλη επί 3ετία. Με τις παραδοχές του αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, όσον αφορά τον πρώτο αναιρεσείοντα, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Η μερική επανάληψη στην αιτιολογία της αποφάσεως (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, διότι το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Ειδικότερα αναφέρεται, εκτός των άλλων, το ύψος των εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών, η επιχείρηση που απασχόλησε τους μισθωτούς της με σχέση εξαρτημένης εργασίας, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απασχολήθηκαν οι μισθωτοί αυτοί, (εκ του οποίου χρόνου απασχόλησης, προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως), ο Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης που υπαγόταν στο Υπουργείο Εργασίας και συγκεκριμένα το ΙΚΑ, στο οποίο ήταν ασφαλισμένοι οι μισθωτοί και η ιδιότητα του πρώτου αναιρεσείοντος ως αντιπροέδρου και διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της Α.Ε. και υποχρέου, κατά νόμο, προς καταβολή των εργοδοτικών εισφορών και απόδοση των εργατικών που παρακρατήθηκαν. Δεν χρειαζόταν δε στην συγκεκριμένη περίπτωση να αιτιολογείται ειδικώς ο δόλος του κατηγορουμένου αφού η εφαρμοσθείσα ανωτέρω διάταξη δεν αξιώνει όπως λέχθηκε, για την υποκειμενική στοιχειοθέτηση των πράξεων άμεσο δόλο. Περαιτέρω παρατίθεται στην προσβαλλομένη απόφαση εκτενής ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί του ισχυρισμού των αναιρεσειόντων, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, με τον οποίο, με επίκληση του γεγονότος της κηρύξεως σε πτώχευση της Α.Ε., ζήτησαν, λόγω της εκ του γεγονότος αυτού άρσεως του δόλου τους, την αθώωσή τους, ο οποίος και έγινε, κατά ένα μέρος, δεκτός και έτσι, κατ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, περιορίσθηκε το χρονικό διάστημα τελέσεως των πράξεων, μόνον στο έτος 2002 (από 1/1-31/12/2002), δηλαδή προγενέστερο της αναφερομένης ημερομηνίας παύσεως των πληρωμών (25-1-2003) και εκτός της υπόπτου περιόδου, όπως και τα οφειλόμενα ποσά, εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, που ανήλθαν συνολικά σε 74.269,60 €, όπως αναλύονται στην απόφαση, ενώ η καταδίκη με την πρωτόδικη 56409/2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κειου Αθηνών, αφορούσε την περίοδο από 1/1/2002-31/12/2003 και συνολικό ποσό 111.537,60 €, όπως επίσης αναλύεται σ αυτήν, αβασίμως δε με τον δεύτερο λόγο των αναιρέσεων, κατά το πρώτο σκέλος του, υποστηρίζονται τα αντίθετα. Όσον όμως αφορά τον δεύτερο αναιρεσείοντα πρόεδρο του Δ.Σ. της Α.Ε., κρίνοντας η προσβαλλομένη απόφαση ότι επειδή είχε ενεργό συμμετοχή στην διοίκηση και διαχείριση της Α.Ε. τύγχανε και αυτός υπόχρεως προς καταβολή των εισφορών στο ΙΚΑ, ενώ, όπως λέχθηκε, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, υπόχρεως προς τούτο ήταν μόνον ο πρώτος αναιρεσείων Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότιδας Α.Ε. μόνη δε η ιδιότητα του δευτέρου, ως μέλους του Δ.Σ. δεν αρκούσε για να τον καταστήσει υπόχρεο προς καταβολή των εισφορών στο ΙΚΑ και, λόγω μη καταβολής τους μέσα στην ανωτέρω προθεσμία, δράστη των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων.

Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος, κατά το πρώτο σκέλος του λόγοι της αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντα, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 375 και 27 ΠΚ, αντίστοιχα, τυγχάνουν, αβάσιμοι και απορριπτέοι. Βάσιμος όμως είναι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του δεύτερου αναιρεσείοντα, με τον οποίο, κατ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, πλήττεται η αναιρεσειβαλλομένη, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, που, επί εργοδότριας Ανωνύμου Εταιρίας, καθορίζουν ως υπόχρεο προς καταβολή των εισφορών και δράστη των ως άνω πράξεων, τον διευθύνοντα σύμβουλο αυτής. Τέλος το Δικαστήριο της ουσίας, κατ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 83 εδαφ. δ', ε', σε συνδυασμό και με το άρθρο 84 παρ. 2 β' και 79 ΠΚ, μετά την αναγνώριση της ανωτέρω ελαφρυντικής περιστάσεως στον πρώτο αναιρεσείοντα, επέβαλε σ αυτόν ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών για κάθε μια από τις ανωτέρω πράξεις, για τις οποίες τον κήρυξε ένοχο, και συνολικώς ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, αφού έλαβε υπόψη και εκτίμησε όλα τα κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ, τα οποία, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της, παραθέτει, προκειμένου να προβεί κυριαρχικά και ενόψει των ανωτέρω απειλουμένων για τις πράξεις αυτές ποινών, σε επιμέτρηση της ποινής που έπρεπε να επιβληθεί (ΑΠ 404/2009).

Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' δεύτερος λόγος αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος κατά το δεύτερο σκέλος του, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.

Κατ' ακολουθία τούτων η αναίρεση του πρώτου πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ). Περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος και να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως του δευτέρου αναιρεσείοντος, και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, ως προς αυτόν και ενόψει του ότι, για μεν το χρονικό διάστημα από 1/1 - 10/3/2002, λόγω παρόδου 8ετίας, το αξιόποινο εξαλείφθηκε δια παραγραφής πρέπει να παύσει η σε βάρος του ποινική δίωξη (άρθρα 111, 112, 113, ΠΚ, 370 εδ. β' και 511 γ' ΚΠΔ), για δε το από 11/3-31/12/2002 χρονικό διάστημα δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη ως προς αυτόν, πρέπει να κηρυχθεί αθώος των πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 9-9-2009 αίτηση (δήλωση) του Χ1 για αναίρεση της με αριθμ. 40010/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κειου Αθηνών.

Καταδικάζει τον εν λόγω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.

Αναιρεί την ανωτέρω απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2.

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος του εν λόγω αναιρεσείοντος Χ2 του ότι, για το χρονικό διάστημα από 1/1/-10/3/2010: 1) Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο, ως εκπρόσωπο της επιχείρησης παραγωγής υποδημάτων ''...................'', στην οποία απασχόλησε προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών ποσού 9.627 € δεν κατέβαλε αυτές στο ΙΚΑ μέσα στον μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές. 2) Έχοντας παρακρατήσει τις εργατικές ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην ανωτέρω επιχείρηση ποσού 4.813 € με σκοπό να αποδώσει αυτές στον ως άνω ασφαλιστικό οργανισμό, δεν τις απέδωσε στον μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές και κατέστη γι αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση.

Κηρύσσει αθώο τον αυτόν ως άνω αναιρεσείοντα του ότι, για το χρονικό διάστημα από 11/3-31/12/2002: 1) Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο, ως εκπρόσωπο της επιχείρησης παραγωγής υποδημάτων ''.........................', στην οποία απασχόλησε προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών ποσού 39.886,40 € δεν κατέβαλε αυτές στο ΙΚΑ μέσα στον μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές. 2) Έχοντας παρακρατήσει τις εργατικές ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην ανωτέρω επιχείρηση ποσού 19.943,20 € με σκοπό να αποδώσει αυτές στον ως άνω ασφαλιστικό οργανισμό, δεν τις απέδωσε στον μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές και κατέστη γι αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2010. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 12 Μαρτίου 2010

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ