Άρειος Πάγος 1354/2017 Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος μισθωτού

Άρειος Πάγος 1354/2017 Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος μισθωτού

ΑΠ 1354 / 2017   
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Περίληψη

Επειδή, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του.
Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου.
Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπροσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων.
Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. (ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ 10/2012, ΑΠ 16/2006, ΑΠ 8/2001).
Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει ναι αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη.
Εξ’ άλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει έντονο τον χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των μισθωτών προς καταβολή της αμοιβής τους.
Ειδικότερα καταχρηστική, κατά την ανωτέρω διάταξη, άσκηση του δικαιώματος του μισθωτού από την σύμβαση εργασίας συντρέχει και στην περίπτωση αντιφατικής συμπεριφοράς του τελευταίου, ιδίως όταν αυτή συνιστά προσχεδιασμένο τέχνασμα για την επίτευξη πρόσθετου οφέλους (ΑΠ 2139/2009, ΑΠ 119/2009, ΑΠ 1520/2000).

Αριθμός 1354/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την 98/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασίας Καρέλλου, Δήμητρα Κοκοτίνη - Εισηγήτρια, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Μαΐου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... ΕΤΑΙΡΙΑ" που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χάρη Βεργούλη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Β. του Η., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του ............., με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31/8/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9062/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 2040/2015 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30/8/2016 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. α του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΑΠ 7/2014, ΑΠ 2/2013, ΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, 1420/2013). Για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 εδ.α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, στη δε περίπτωση της κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ ΑΠ 1/2016, ΑΠ 2/2013, ΑΠ 20/2005). Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατ’ επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλόμενη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 901/2010, ΑΠ 2173/2007). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α’ του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (Ολ ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε, εξ άλλου, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, το μεν να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ ΑΠ 20/2005, ΑΠ 1184/2015). Συνακόλουθα, η παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ), οσάκις το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ’ ουσία, και η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες (άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ) πρέπει να προκύπτουν από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν, κατά τα ήδη προεκτεθέντα, στοιχεία του ορισμένου του προβαλλόμενου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης (ΟλΑΠ 27/1998). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος, αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 42/2002). 
Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, να καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 2/2008, ΑΠ 14/2005, ΑΠ 322/2011, ΑΠ 371/2009). Για την πληρότητα του αναιρετικού αυτού λόγου πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο: α) το φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) ότι ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε το αποδεικτικό αυτό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, γ) ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου αυτό προσκομίσθηκε και το περιεχόμενό του, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί αν αυτός είναι ουσιώδης και το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτού, δ) το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου και ε) ο νόμιμος τρόπος που αυτό προσκομίσθηκε στο δικαστήριο της ουσίας ( Ολ ΑΠ 1990/1982, ΑΠ 204/2017, 1409/2015, ΑΠ 1185/2010). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως ‘ ‘ πράγματα’ ‘ θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δε είναι υποχρεωμένο να απαντήσει (Ολ ΑΠ 8/2013, ΑΠ 14/2004, ΑΠ 2/1989). Ακόμη, δεν αποτελούν ‘ ‘ πράγματα’ ‘ τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (Ολ ΑΠ 3/1997). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται o λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ ΑΠ 12/1991), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996).Τέλος, παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενό του κάτι διαφορετικό από το πραγματικό, δηλαδή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο το δικαστήριο ορθώς ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει στο αναιρετήριο να προσδιορίζεται: α) το παραμορφωθέν έγγραφο, το περιεχόμενό του και το περιεχόμενο που προσέδωσε σε αυτό το δικαστήριο και μάλιστα αυτολεξεί, ώστε από τη σχετική σύγκριση να καθίσταται εμφανές το διαγνωστικό σφάλμα του δικαστηρίου, β) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο και γ) το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1145/2015, 9/2014, ΑΠ 1056/2014, ΑΠ 1663/2013 ).

2. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, και τα εξής, τα οποία έχουν σχέση με τους ερευνώμενους τέσσερις πρώτους αναιρετικούς λόγους: Ότι η εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) είναι μία εύρωστη τεχνική-κατασκευαστική εταιρεία, που αναλαμβάνει την κατασκευή δημοσίων, δημοτικών και ιδιωτικών έργων, κυρίως όμως την κατασκευή δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο χώρο της οδοποιίας, έχοντας στην κυριότητά της και για τις ανάγκες των εργασιών της διαφόρων κατηγοριών και χρήσεων οχήματα. Ότι στις 3-3-2004 η εναγομένη προσέλαβε τον ενάγοντα (ήδη αναιρεσίβλητο), προκειμένου να εργασθεί σ’ αυτή ως οδηγός διαφόρων οχημάτων, εφόσον διέθετε άδεια οδηγήσεως επαγγελματική Ε’ κατηγορίας, η οποία του επέτρεπε να οδηγεί όλα τα οχήματά της, όπως και έπραττε, καθώς οδηγούσε τριαξονικά και τετραξονικά φορτηγά άνω των 25 τόνων, περιστασιακά δε οδηγούσε φορτηγά μεταφοράς σκυροδέματος (βαρέλες), ενώ τον τελευταίο χρόνο της εργασίας του στην εναγομένη, πριν την απόλυσή του, του ανατέθηκε επιπλέον και η οδήγηση του λεωφορείου που μετέφερε τους εργαζόμενους στο εργοτάξιο της εναγομένης.
Ότι κατά το χρόνο της πρόσληψής του ο ενάγων είχε προϋπηρεσία 20,5 ετών ως οδηγός και ήταν έγγαμος, με δύο τέκνα, εκ των οποίων το ένα γεννήθηκε στις 25-7-1987. Τα ανωτέρω στοιχεία της προϋπηρεσίας του και της οικογενειακής του κατάστασης γνωστοποίησε αυτός στην εναγομένη κατά την πρόσληψή του. Ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του κάθε πρωί από τις εγκαταστάσεις της εναγομένης στο Δρυμό, όπου φόρτωνε το φορτηγό αυτοκίνητο που του υποδείκνυε ο υπεύθυνος της εναγομένης και ακολούθως το οδηγούσε, μεταφέροντας προς τα εργοτάξια, όπου εκτελούντο τα δημόσια ή ιδιωτική έργα που αναλάμβανε η εναγομένη, σκυρόδεμα, χωματουργικά ή άλλα αδρανή υλικά.
Ότι εκεί (στα εργοτάξια) συνήθως ασφαλτόστρωνε, εκτελούσε χωματουργικές εργασίες, μετέφερε αδρανή υλικά και στο τέλος της βάρδιας επέστρεφε το φορτηγό στο εργοτάξιο της εταιρείας. Ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι ο ενάγων απλά μετέφερε τα υλικά στο εργοτάξιο, τα ξεφόρτωνε και αποχωρούσε, χωρίς να εργασθεί εκεί μέσα, δεν αποδείχθηκε από τη συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν. Ότι, ειδικότερα, σε πολλούς από τους ταχογράφους καταγράφονται σε ημερήσια βάση ώρες οδήγησης που υπολείπονται του οκταώρου, ενώ από τις πρόχειρες σημειώσεις του ενάγοντος, όπου αυτός κατέγραφε καθημερινά το ωράριο εργασίας του και τις εξοφλητικές αποδείξεις καταβολής αμοιβής υπερωριακής εργασίας, προκύπτει ότι ο ενάγων την αντίστοιχη ημέρα πραγματοποίησε και υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του, ενδεικτικά στις 13-10-2005, 19-10-2005, 10-1-2007, 18-1-2007, 24-5-2007, 16-1-2008 και 28-2-2008, γεγονός που καταδεικνύει ότι αυτός απασχολήθηκε και εντός του εργοταξίου. Επίσης πολλές φορές εμφανίζεται διακοπτόμενη οδήγηση σε πολύ συχνά χρονικά διαστήματα ολίγων λεπτών της ώρας την ίδια ημέρα (ενδεικτικά στις 7-10-2005, 18-10-2005, 7-10-2008, 8-10-2008, 23-10-2008), γεγονός που υποδηλώνει διαδοχικές σύντομες μετακινήσεις και στάσεις σε περιορισμένο χώρο, όπως είναι το εργοτάξιο. Ότι, σύμφωνα με την από 20-5-2002 Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Μελετητικών και Εργοληπτικών Τεχνικών Επιχειρήσεων και την κωδικοποίηση αυτής, το επίδομα εργοταξίου δικαιούται το προσωπικό που απασχολείται σε εργοτάξια και ανέρχεται σε ποσοστό 10% επί του βασικού κλιμακίου, στο οποίο ανήκει με βάση τα έτη υπηρεσίας, για όσο χρόνο παρέχει, με εντολή της εταιρείας, τις υπηρεσίες του στο εργοτάξιο.
Συνεπώς ο ενάγων, ο οποίος απασχολήθηκε στα εργοτάξια της εναγομένης κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, δικαιούται το επίδομα εργοταξίου, το οποίο αρνείται να του καταβάλει η εναγομένη.
Ότι οι νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος προσδιορίζονται με βάση τις 29/2004, 33/2006 και 9/2008 Διαιτητικές Αποφάσεις ‘ ‘ Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις μελετητικές, εργοληπτικές και κατασκευαστικές τεχνικές επιχειρήσεις όλης της χώρας’ ‘ και με βάση αυτές το επίδομα εργοταξίου που δικαιούται για το χρονικό διάστημα από 3-3-2004 έως 31-10-2008 ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 5.622, 92 ευρώ. Στη συνέχεια το Εφετείο δέχεται ότι οι καταβολές, στις οποίες προέβη η εναγομένη εργοδότρια, καταλογίζονται αρχικά στις ιδιόρρυθμες υπερωρίες και στην υπερεργασία και ακολούθως στις παράνομες υπερωρίες, οι οποίες έπονται χρονικά των ιδιόρρυθμων και της υπερεργασίας, κατά περίπτωση. Ότι οι καταβολές αυτές προκύπτουν από τις προσκομιζόμενες αντίστοιχες για κάθε μήνα εξοφλητικές αποδείξεις, που φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος, κατά τα ποσά δε αυτών πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η ένσταση εξοφλήσεως της εναγομένης.
Περαιτέρω, στις ανωτέρω εξοφλητικές αποδείξεις περιλαμβάνεται και σχετική δήλωση του ενάγοντος, ότι ουδεμία άλλη νόμιμη απαίτηση έχει, πλην όμως από τη δήλωση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί κατά τρόπο που να δημιουργεί ασφαλή δικανική πεποίθηση, ότι αφορά εξόφληση όλων των αμοιβών που οφείλονται ή άφεση χρέους αυτών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, ενόψει της σημαντικής απόκλισης μεταξύ του ύψους των καταβληθέντων και των πράγματι οφειλομένων ποσών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ο αριθμός των ωρών, ούτε η ειδικότερη αιτία καταβολής, δηλαδή για ιδιόρρυθμη υπερωρία, υπερεργασία ή παράνομη υπερωρία, παρά μόνο η γενική φράση ‘ ‘ εξόφληση υπερωριακής απασχόλησης’ ‘ .
Συνεπώς, η σχετική ένσταση εξόφλησης που προβάλλει η εναγομένη, κατά τα επιπλέον των ως άνω καταβληθέντων ποσά, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ ουσία την έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή στο σύνολό της, εξαφάνισε την τελευταία, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα τα αναφερόμενα ποσά για επίδομα εργοταξίου, για διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας, ιδιόρρυθμη και παράνομη υπερωριακή απασχόληση και υπερεργασία.

3. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι με την κρίση αυτής, ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, ο οποίος εργάσθηκε σ’ αυτή από 3-3-2004 έως 7-11-2008 ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου, δικαιούται το επίδομα εργοταξίου, ‘ ‘ παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, δηλονότι οι διατάξεις των άρθρων 416ΑΚ (ένσταση εξοφλήσεως και απόδειξη αυτής εγγράφως) και 174, 180 και 679 ΑΚ, ως και του άρθρου 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 ν.4020/1959, οι οποίες ρυθμίζουν τον τρόπο παραίτησης του μισθωτού ή της άφεσης χρέους σύμφωνα με το άρθρο 454ΑΚ, ιδία όταν στις έγγραφες αποδείξεις που υπογράφει ο εργαζόμενος, στις οποίες αναγράφονται τα ποσά ευκρινώς και οι αιτίες των καταβολών αυτών και στις οποίες (αποδείξεις) εμπεριέχεται και δήλωση του εργαζόμενου και λαβόντος- εισπράξαντος ότι δεν έχει άλλη αξίωση, οπότε αυτή τυγχάνει έγκυρη και άγει στην απόσβεση κάθε αξίωσής του’ ‘ , όπως κατά λέξη αναγράφεται στο αναιρετήριο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα αναφορικά με την ένσταση εξόφλησης και την άφεση χρέους που επικαλείται η αναιρεσείουσα, ούτε περιέχονται σ’ αυτή οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, όσον αφορά τα ανωτέρω κρίσιμα ζητήματα, που έγιναν δεκτά από το Εφετείο και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση των πιο πάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου.

4. Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος, και πάλι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠλΔ, ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για ευθεία παραβίαση των ΔΑ 29/2004, 33/2006 και 9/2008 ‘ ‘ Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις μελετητικές, εργοληπτικές και κατασκευαστικές τεχνικές επιχειρήσεις όλης της χώρας’ ‘ , τις οποίες επικαλείται ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το δικαστήριο της ουσίας, αναφορικά με το επίδομα εργοταξίου που επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο, ενώ ο τελευταίος ήταν μόνο οδηγός φορτηγού (βαρέλας) και δεν είχε καμία συμμετοχή στη φόρτωση και εκφόρτωση του μείγματος και στην ασφαλτόστρωση, ώστε να δικαιούται το επίδομα εργοταξίου. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν επικαλείται ο αναιρεσείων ποιο συγκεκριμένα είναι το νομικό σφάλμα της απόφασης του Εφετείου σε σχέση με την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διαιτητικών αποφάσεων και δεν επικαλείται τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και συγκεκριμένα τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και υπό τα οποία συντελέσθηκε η παράβαση των πιο πάνω διαιτητικών αποφάσεων. Αντίθετα ο αναιρεσείων, με τους ισχυρισμούς που περιέχονται στις σελίδες 10-12 του αναιρετηρίου και αναφορικά με τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης, επιχειρεί απαραδέκτως να αμφισβητήσει ως αναληθή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, αναφέροντας τους ισχυρισμούς που είχε προβάλλει με τις έγγραφες προτάσεις του και το περιεχόμενο της κατάθεσης ενός μάρτυρα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενη ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από αυτή και είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα ότι ο αναιρεσίβλητος ήταν μόνο οδηγός φορτηγού (βαρέλας), δεν είχε ανάμιξη στη φόρτωση και εκφόρτωση του μείγματος που μετέφερε και πολύ περισσότερο δεν είχε εμπλοκή ή συμμετοχή στη διαμόρφωση του μείγματος και στην ασφαλτόστρωση και ότι μετά την απόλυσή του υπήρξε μεταξύ τους συμβιβασμός και πλήρης εξόφληση των αξιώσεών του. Το σκέλος αυτό του δεύτερου λόγου είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο όσον αφορά την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο την αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής που πρόβαλε η αναιρεσείουσα, διότι δεν ιδρύεται λόγος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ σε περίπτωση που δεν ελήφθη υπόψη αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, αλλά και ως αβάσιμο όσον αφορά την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας περί εξόφλησης από μέρους της των αξιώσεων του ενάγοντος και περί συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων ως προς τις οφειλόμενες από μέρους της αποδοχές του αναιρεσιβλήτου, διότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τους προταθέντες αυτούς ισχυρισμούς και τους απέρριψε κατ’ ουσία.

5. Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για τις αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 8, 11 γ’ και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενη ειδικότερα τα εξής: 1) κατά το πρώτο αυτού σκέλος, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από αυτή και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα τους ισχυρισμούς περί εξόφλησης ή άφεσης χρέους, 2) κατά το δεύτερο σκέλος, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα τις αποδείξεις πληρωμής των ετών 2004, 2005, 2006, 2007 και 2008, οι οποίες φέρουν την ιδιόχειρη ή δακτυλογραφημένη δήλωση του αναιρεσιβλήτου ότι έχει πλήρως εξοφληθεί και δεν διατηρεί άλλη απαίτηση κατά της αναιρεσείουσας, τις οποίες η τελευταία είχε επικαλεσθεί με τις προτάσεις της και είχε προσκομίσει στο Εφετείο, 3) κατά το τρίτο σκέλος, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα του εξώδικου συμβιβασμού που επήλθε μεταξύ των διαδίκων μετά την απόλυση του αναιρεσιβλήτου και με την παρέμβαση της αρμόδιας υπηρεσίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και 4) κατά το τέταρτο σκέλος, ότι παραμόρφωσε το Εφετείο την κατάθεση του μάρτυρα του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος κατέθεσε ότι ο φύλακας του εργοταξίου και όχι οι διάδικοι μετρούσαν τις ώρες εργασίας κάθε εργαζόμενου. Το πρώτο σκέλος του ανωτέρω λόγου είναι απορριπτέο, διότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τους παραπάνω ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας και τον μεν πρώτο έκανε δεκτό εν μέρει κατ’ ουσία, ενώ το δεύτερο τον απέρριψε κατ’ ουσία. Το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου (από τον αριθμό 11 γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ) είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, διότι δεν επικαλείται η αναιρεσείουσα το περιεχόμενο των εγγράφων που φέρεται ότι δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο και το περιεχόμενο του ισχυρισμού προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου προσκομίσθηκαν τα έγγραφα αυτά (ένσταση εξόφλησης και ισχυρισμό περί άφεσης χρέους). Παντελώς αόριστο είναι και το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού, καθόσον στο αναιρετήριο δεν διαλαμβάνεται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την κατάρτιση εξώδικου συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων, υπό τις οποίες συντελέσθηκε η επικαλούμενη παραβίαση, ούτε επισημαίνεται στο αναιρετήριο με βάση τις σχετικές κρίσιμες παραδοχές οι κατά την αναιρεσείουσα υπάρχουσες ανεπάρκειες ή αντιφάσεις της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε να ερευνηθεί η συνδρομή ή μη του εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης. Τέλος, και το τελευταίο σκέλος του ίδιου λόγου είναι αόριστο, διότι δεν προσδιορίζεται στην αναίρεση το περιεχόμενο της κατάθεσης που φέρεται ότι παραμορφώθηκε το περιεχόμενό της, το περιεχόμενο που προσέδωσε στην κατάθεση αυτή το Εφετείο και ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το εν λόγω έγγραφο. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για τις αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 8, 11γ’ , 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

6. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα επικαλείται ευθεία παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 416 και 424 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 454 και 281 ΑΚ, ‘ ‘ οι οποίες ορίζουν τον τρόπο εξόφλησης, τη δυνατότητα συμφωνίας δανειστού και οφειλέτη για άφεση χρέους ή τη σύμβαση για αναγνώριση ότι δεν υφίσταται χρέος και την αποφυγή καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος’ ‘ , όπως κατά λέξη αναφέρεται στο δικόγραφο της αναίρεσης. Και στο λόγο αυτό η αναιρεσείουσα παραλείπει να αναφέρει συγκεκριμένα σφάλματα του Εφετείου κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά στους ως άνω κανόνες ουσιαστικού δικαίου, ούτε προσδιορίζει τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, υπό τις οποίες συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αλλά αντίθετα επιδίδεται σε αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας και παραθέτει το κατ’ αυτή ορθό πόρισμα, στο οποίο έπρεπε να καταλήξει το ανωτέρω δικαστήριο.

7. Επειδή, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπροσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. (ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ 10/2012, ΑΠ 16/2006, ΑΠ 8/2001).
Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει ναι αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη.
Εξ’ άλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει έντονο τον χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των μισθωτών προς καταβολή της αμοιβής τους. Ειδικότερα καταχρηστική, κατά την ανωτέρω διάταξη, άσκηση του δικαιώματος του μισθωτού από την σύμβαση εργασίας συντρέχει και στην περίπτωση αντιφατικής συμπεριφοράς του τελευταίου, ιδίως όταν αυτή συνιστά προσχεδιασμένο τέχνασμα για την επίτευξη πρόσθετου οφέλους (ΑΠ 2139/2009, ΑΠ 119/2009, ΑΠ 1520/2000).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται από την αναιρεσείουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για εσφαλμένη απόρριψη ως μη νόμιμης της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που άσκησε αυτή παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αμυνόμενη κατά της από 31-8-2009 αγωγής του ήδη αναιρεσιβλήτου κατ’ αυτής, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας είχε επικαλεσθεί τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ότι η άσκηση του αγωγικού δικαιώματος του αναιρεσίβλητου κατ’ αυτής, είναι καταχρηστική, επειδή οι ένδικες αξιώσεις του ασκήθηκαν ένα έτος μετά την απόλυσή του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αδιαμαρτύρητα αυτός εισέπραττε τις καταβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα αποδοχές του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, το ότι στις εξοφλητικές αποδείξεις αναγραφόταν ότι έχει εξοφληθεί και δεν έχει άλλη απαίτηση από την αναιρείουσα, ότι μετά την απόλυσή του προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και επήλθε συμβιβασμός μεταξύ των διαδίκων για αξιώσεις του από άλλες αιτίες και, τέλος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής, οι οικονομικές συνέπειες για την αναιρεσείουσα θα είναι επαχθείς και δυσβάστακτες, δεδομένου ότι είναι ήδη κακή η οικονομική της κατάσταση. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι τα εκτιθέμενα για τη στοιχειοθέτηση της ανωτέρω ένστασης πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για να στηρίξουν την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και την απέρριψε ως μη νόμιμη. Έτσι που έκρινε το δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον πράγματι τα εκτιθέμενα για τη στοιχειοθέτηση της ένστασης αυτής πραγματικά περιστατικά δεν είναι επαρκή για να καταστήσουν την άσκηση του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου για την καταβολή των νόμιμων αποδοχών του προφανώς αντίθετη προς την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, δεν είναι βάσιμος.

8. Ενόψει όλων αυτών, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-8-2016 αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία ‘ ‘ ... ΕΤΑΙΡΕΙΑ’ ‘ για αναίρεση της 2040/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Και

Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσίουσας τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουλίου 2017.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιουλίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ