Άρθρα Παρακράτηση φόρου σε υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων στην Ελλάδα – Πολ. 1007/2017

Με την πολυγραφημένη διαταγή υπ’ αριθμόν ΠΟΛ.1007/18.1.2017 με τίτλο «Φορολογική μεταχείριση των αμοιβών που καταβάλλονται για τις υπηρεσίες της περ. δ' της παρ. 1 του άρθρου 62 του ν. 4172/2013, οι οποίες παρέχονται στην Ελλάδα από μόνιμη εγκατάσταση αλλοδαπών νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων με έδρα σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου» η Φορολογική Διοίκηση διευκρίνισε βασιζόμενη στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία (Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ε.Ε. – Σ.Λ.Ε.Ε) καθώς και την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι «οι αμοιβές για τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές υπηρεσίες ή και αμοιβές για παρόμοιες υπηρεσίες που λαμβάνει, μέσω της μόνιμης εγκατάστασής του στην Ελλάδα, νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, φορολογικός κάτοικος κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ΔΕΝ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΦΟΡΟΥ.

Από την ως άνω απαλλαγή εξαιρούνται οι αμοιβές που λαμβάνουν τα ως άνω νομικά πρόσωπα για τις υπηρεσίες που παρέχουν στους φορείς γενικής κυβέρνησης της παρ. 2 του άρθρου 64 και ως εκ τούτου, υπόκεινται σε παρακράτηση με συντελεστές 1%, 4% ή 8%, κατά περίπτωση, καθώς και οι αμοιβές για τεχνικά έργα, που λαμβάνουν τα υπόψη νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, οι οποίες υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 3%, βάσει της περ. δ' της παρ. 1 του άρθρου 64»  και ότι από την έκδοση της διαταγής αυτής  «κάθε άλλη εγκύκλιος με αντίθετο περιεχόμενο παύει να ισχύει ως προς τη φορολογική αντιμετώπιση του εν λόγω ζητήματος»

Στο θέμα αυτό είχαμε αναφερθεί εγκαίρως και εκτενώς σε άρθρο μας που είχε δημοσιευθεί παλαιότερα στον κόμβο. Στο άρθρο αυτό είχαμε αναφέρει συγκεκριμένα ότι η ερμηνεία που είχε δοθεί στις σχετικές διατάξεις του ν. 4172/2013 με την πολυγραφημένη ΠΟΛ.1120/25.4.2014 «εισάγει διακριτική μεταχείριση, δυσμενής, σε βάρος των αλλοδαπών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα μέσω μόνιμης εγκατάστασης, η οποία αντίκειται τόσο στις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (ελευθερία εγκατάστασης) όσο και στις διατάξεις των διμερών συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει υπογράψει η Ελλάδα με πλήθος άλλων χωρών (άρθρο 24 της προτύπου σύμβασης αποφυγής διπλής φορολογίας του Ο.Ο.Σ.Α. περί μη διακριτικής μεταχείρισης, όπως αυτό έχει ενσωματωθεί στις διμερείς συμβάσεις της Ελλάδας με τις άλλες χώρες). Η δυσμενής αυτή διακριτική μεταχείριση έγκειται στο γεγονός ότι σε αντίθεση με τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα (Α.Ε. Ε.Π.Ε. κτλ.) τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα μέσω μόνιμης εγκατάστασης καλούνται ουσιαστικά να προκαταβάλλουν το φόρο εισοδήματος στερούμενα έτσι ταμειακής ρευστότητας. Τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα μην έχοντας την αντίστοιχη αυτή υποχρέωση μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη ρευστότητα ως κεφάλαιο κίνησης για τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων τους αποκτώντας κατά αυτόν τον τρόπο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο όμως προερχόμενο από τη ως άνω διακριτική μεταχείριση της φορολογικής νομοθεσίας οδηγεί σε νόθευση του ανταγωνισμού.

Το άρθρο 49 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιρειών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.

Περαιτέρω το άρθρο 54 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι εταιρείες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκησης ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ένωσης εξομοιώνονται για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, προς τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπήκοοι των κρατών μελών. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η ελευθερία εγκατάστασης των υπηκόων κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους περιλαμβάνει τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει η νομοθεσία της χώρας εγκατάστασης για τους δικούς της υπηκόους. Η υποχρέωση αυτή του κράτους μέλους υποδοχής επεκτείνεται και στις εταιρείες οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκησης ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ένωσης.

Στη περίπτωση αυτή η έδρα χρησιμεύει στον προσδιορισμό, όπως η ιθαγένεια για τα φυσικά πρόσωπα, της σύνδεσής τους με την έννομη τάξη ενός κράτους. (βλ. Αποφάσεις Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου υπ’ αριθμόν C-270/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας και C-311/97, Royal Bank of Scotland κατά Ελληνικού Δημοσίου). Κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ECJ) προκειμένου να καθοριστεί αν μια διαφορετική φορολογική μεταχείριση, όπως αυτή που απορρέει από το άρθρο 62 του Κ.Φ.Ε., εισάγει διακριτική μεταχείριση θα πρέπει να εξεταστεί εάν μια ελληνική εταιρεία αφενός και μια αλλοδαπή εταιρεία, αφετέρου, που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα μέσω μόνιμης εγκατάστασης τελούν σε αντικειμενικά συγκρίσιμες καταστάσεις. Δυσμενής μεταχείριση υφίσταται όταν εφαρμόζονται διαφορετικοί κανόνες σε συγκρίσιμες καταστάσεις ή όταν εφαρμόζονται ίδιοι κανόνες σε διαφορετικές καταστάσεις (Αποφάσεις Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου υπ’ αριθμόν C-279/93, Schumaker, C-80/94, Wielockx και C-107/94, Asscher. Σύμφωνα με το Δικαστήριο η κατάσταση των κατοίκων ενός κράτους και των μη κατοίκων αυτού δεν είναι, κατά γενικό κανόνα, συγκρίσιμες. Όταν όμως δεν υφίσταται κάποια διαφορά της αντικειμενικής τους κατάστασης ικανή να θεμελιώσει διαφορετική φορολογική μεταχείριση τότε ενδέχεται η διαφορετική αυτή φορολογική μεταχείριση να συνιστά διακριτική μεταχείριση. (Schumacker, Asscher). Επίσης το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως, ότι μολονότι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα κράτη μέλη πρέπει, πάντως, να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο και να απέχουν από κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας (C-80/94, Wielockx, C-311/97, Royal Bank of Scotland)».

Πέρα από την όποια προσωπική ικανοποίηση που αισθανόμαστε ως επαγγελματίες για την έγκαιρη επισήμανση του θέματος και τη σωστή καθοδήγηση που παρείχαμε σε όσους μας συμβουλευτήκαν είναι ευχάριστο να διαπιστώνουμε ότι η Φορολογική Διοίκηση, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση ανακαλεί μια εσφαλμένη ερμηνευτική της θέση της ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τη σωστή εφαρμογή της φορολογικής μας νομοθεσίας. Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρχει και συνέχεια σε αυτήν την προσπάθεια καθώς παρατηρείται πολύ συχνά το φαινόμενο στην πράξη οι ερμηνείες της Φορολογικής Διοίκησης να μην συνάδουν με το γράμμα και τον πνεύμα του νόμου που ερμηνεύουν.