Αρειος Πάγος 506 - 2012 - Μη καταβολή στους απασχολούμενους τις οφειλόμενες αποδοχές

ΘΕΜΑ: Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσης των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Για την επιμέτρηση της ποινής όμως πρέπει να αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ 2 β ΠΚ, καθόσον αποδείχθηκε ότι δεν ωθήθηκε στις πράξεις του αυτές από ταπεινά αίτια αλλά λόγω της σοβαρής ταμειακής δυσχέρειας που αντιμετώπιζε η εταιρία της οποίας ήταν διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος.

Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. 
Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της απόφασης, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. 
Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ'αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. 
Σε σχέση δε με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. 
Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα απ'αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. 
ΑΠ  506/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Ανδρέα Ξένο και Αθανάσιο Γεωργόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Τ. του Α., κατοίκου ..., που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του ..................., για αναίρεση της υπ'αριθ.95460/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουλίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 984/2011.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσης των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. 
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο πιο πάνω αδίκημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις. 
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. 
Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της απόφασης, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. 
Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ'αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. 
Σε σχέση δε με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. 
Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα απ'αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. 
Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διάταξης του α.ν. 690/1945, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να περιλαμβάνει με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των παραπάνω και την ιδιότητα του κατηγορουμένου (εργοδότης, διευθυντής, εκπρόσωπος κλπ), το χρόνο που διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, τις μηνιαίες τακτικές και έκτακτες αποδοχές, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών, ώστε μετά την αφαίρεση τούτου από το σύνολο των δικαιουμένων να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο καθορίζονται οι αποδοχές του εργαζομένου. 
Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. 
Εσφαλμένη δε ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα ν'αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. 
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό, της προσβαλλόμενης 95460/2010 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε κατ'έφεση, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το προδιαληφθέν Δικαστήριο δέχθηκε, κατά την επικρατήσασα στο δικαστήριο άποψη, μετά μείζονα σκέψη παρόμοια εκείνης της παρούσας απόφασης, κατά της ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερόμενων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος διορίσθηκε μέλος του διοικητικού συμβουλίου και ανέλαβε, από 25.1.2005, καθήκοντα προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου της ανωνύμου εταιρίας "....................", ιδιοκτήτριας και εκδότριας της ημερήσιας απογευματινής εφημερίδας "...............", μετά από απόφαση της γενικής συνελεύσεως. Υπό την ιδιότητα του αυτή είχε -κατά τις διατάξεις του καταστατικού της εν λόγω εταιρίας και των άρθρων 71, 63 §1 και 67 ΑΚ και 18 και 22 του ν. 2190/1920- την εξουσία εκπροσώπησης αυτής, φέροντας επομένως την ευθύνη διεξαγωγής των εργασιών της και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της, μέρος των οποίων αφορά στην καταβολή της μισθοδοσίας του απασχολούμενου προσωπικού. Την παραπάνω ιδιότητα του ως διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος και μέλος του ΔΣ της εταιρίας .............. και την ιδιότητα ως νόμιμος εκπρόσωπος ουδόλως αμφισβητεί ο κατηγορούμενος, ο οποίος αντίθετα, στους προβληθέντες ισχυρισμούς του, επικαλείται ρητά το ΦΕΚ της ανάθεσης των καθηκόντων σε αυτόν (βλ. την αναφορά σε 472/25.1.2005 ΦΕΚ ΤΑΕ-ΕΠΕ). Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι την παραπάνω θα έφερε και αν ακόμη δεν υπήρχε ανάθεση των σχετικών αρμοδιοτήτων σε αυτόν, ως εκ της ιδιότητας του ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου, δηλαδή ως μέλος συλλογικώς οργάνου, που εκπροσωπεί κατά νόμο την Α.Ε. (πρβλ. ΑΠ 627/2009 δημ. νόμος). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά το χρόνο που ο κατηγορούμενος ανέλαβε καθήκοντα η εταιρία ................ διήνυε περίοδο σοβαρής οικονομικής δυσπραγίας, αφού οι εισπράξεις της από πωλήσεις είχαν κατασχεθεί εις χείρας τρίτου, ενώ είχε σημαντικές οφειλές προς προμηθευτές και Ασφαλιστικά Ταμεία. Παρότι η πορεία των εργασιών της εν λόγω εταιρίας βελτιώθηκε στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, δηλαδή μετά την ανάληψη της διοίκησης από τον κατηγορούμενο, οι άμεσες ταμειακές ανάγκες της καλύπτονταν από τον Θ. Τ., που αποτελούσε τον χρηματοδότη αυτής και διαχειριζόταν εν τοις πράγμασι το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της (που φέρεται να ανήκε στον υιό του Ρ. Τ.). Έτσι, όταν στις 12.6.2005 ο Θ. Τ. αποφάσισε την παύση της χρηματοδότησης της εταιρίας, η εν λόγω εταιρία περιήλθε σε άμεσο κίνδυνο παύσης των πληρωμών της, ο δε κατηγορούμενος απείλησε με παραίτηση από το Διοικητικό της Συμβούλιο. Τέτοια όμως παραίτηση έλαβε χώρα στις 20η Ιουλίου 2005, οπότε δήλωσε το πρώτον (προφορικά) την παραίτηση του κατά τη διάρκεια Διοικητικού Συμβουλίου. Ενόψει όμως της αδράνειας των μετόχων της ως άνω εταιρίας να προβούν σε αντικατάσταση του, ο κατηγορούμενος επέδωσε στις 27.7.2005 αντίστοιχου περιεχομένου εξώδικο με το οποίο επαναλάμβανε την περί παραιτήσεως δήλωση του, την οποία γνωστοποίησε και στο σωματείο των εργαζομένων (βλ. ιδίως την 3361Β/27.7.2005 έκθεση επιδόσεως της από 26.7.2005 Εξώδικης Δήλωσης-Διαμαρτυρίας-καταγγελίας του Δικαστικού Επιμελητή Α. Φ. και σκεπτικό της 7629/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Παρά τη δημοσίευση αυτής της παραίτησης και αντικατάστασης του από μέλος του ΔΣ και Διευθύνοντος Συμβούλου στο ΦΕΚ ΤΑΕ-ΕΠΕ μόλις στις 4.8.2005, δεν αναιρέθηκε η άμεση ενέργεια της παραιτήσεως του, αφού η δημοσιότητα αυτή δεν έχει συστατικό αλλά βεβαιωτικό ή δηλωτικό χαρακτήρα (ΑΠ 724/2002 ΔΕΕ 2002,1254, ΕφΑΘ 8126/2000 ΕλΔνη 43, 214, ΑΠ 395/1998 ΕΕμπΔ 1999, 518, Ν. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες, 1996, σελ. 205, 207, σχετ. ΑΠ 307/2003 ΕΕΝ 2004, 40). Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ακόμη ότι κατά το χρονικό διάστημα από 25.1.2005 έως 20.7.2005, η προαναφερόμενη εταιρία απασχολούσε -μεταξύ άλλων- και τους κάτωθι εργαζομένους ως δημοσιογράφους, με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και πλήρους απασχολήσεως: ι) την Μ. Π., ως εξωτερική συντάκτρια, αντί των μηνιαίων νομίμων μικτών αποδοχών εκ 1.144 €, όπως αυτές καθορίζονταν στην από 29.7.2004 διετή σσε για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Συντακτών- μελών της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, που απασχολούνται σε εφημερίδες-μέλη της Ενώσεως Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 12748/8.9.2004 και επομένως ήταν δεσμευτική για τα μέρη, ιι) τον Κ. Κ., ως εξωτερικό συντάκτη αντί των μηνιαίων νομίμων μικτών αποδοχών εκ 1.144 € (βλ. την ίδια ως άνω σσε), ιιι) την Μ. Μ., αντί ατομικά συμφωνηθέντων μηνιαίων μικτών αποδοχών εκ 1.200 €, ιν) τον Δ. Κ., ως εσωτερικό συντάκτη, αντί ατομικά συμφωνηθέντων μηνιαίων μικτών αποδοχών εκ 1.701,20 € (καθαρά 1.200 € περίπου), ν) τον Π. Κ., ως διορθωτή-εσωτερικό συντάκτη, αντί των μηνιαίων νομίμων μικτών αποδοχών εκ 1.293,60 € (1.078 € + 215,60 επίδομα γάμου και τέκνων- βλ. την από 29.7.2004 διετή σσε), νι) τον Α. Α., ως αθλητικό συντάκτη, αντί ατομικά συμφωνηθέντων μηνιαίων μικτών αποδοχών εκ 1.200 €, νιι) τον Σ. Α., τον οποίο απασχολούσε από 1.2.2005 μεν ως μαθητευόμενο (εσωτερικό) συντάκτη αντί των μηνιαίων νόμιμων μικτών αποδοχών εκ ποσού 444 € και από 1.5.2005 ως συντάκτη, αντί των νόμιμων μηνιαίων μικτών αποδοχών εκ ποσού 888 € (βλ. την ίδια ως άνω σσε), νιιι) τον Ν. Α., ως εσωτερικό συντάκτη, αντί μηνιαίου μισθού το ύψος του οποίου δεν εξακριβώθηκε πλην όμως δεν υπολείπεται των ελάχιστων νομίμων μικτών αποδοχών εκ ποσού 888 € μηνιαίως (βλ. την ίδια ως άνω σσε), ιχ) τον Κ. Π. ως δημοσιογράφο, αντί ατομικά συμφωνημένων μηνιαίων μικτών αποδοχών εκ ποσού 1.500 €, χ) την Ε. Γ., αντί ατομικά συμφωνημένων καθαρών μηνιαίων αποδοχών 600 €, χι) τον Ε. Κ.-Κ., αντί ατομικά συμφωνημένων μικτών μηνιαίων αποδοχών εκ ποσού 1.954,40 € και χιι) Μ. Χ., ως οικονομικό (εσωτερικό) συντάκτη με μηνιαίες μικτές αποδοχές, όχι υπολειπόμενες των νομίμων εκ ποσού 888 €. Συναφώς δε και δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε να έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό, οι παραπάνω μηνιαίες αποδοχές ήταν καταβλητέες στο τέλος εκάστου αντίστοιχου μηνός, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 655 ΑΚ (πρβλ. ΑΠ 51/2005 Εεργ Δ 2005.644). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 1.7.2005 η εταιρία .................. εταιρία όφειλε στους πιο πάνω εργαζομένους της τους μηνιαίους μισθούς του μηνός Ιουνίου (που ήταν καταβλητέοι στις 1.7.2005), ενώ επιπλέον (των μισθών Ιουνίου) όφειλε στο Σ. Α., τους μηνιαίους μισθούς του χρονικού διαστήματος από 2/2005 έως και 4/2005 εκ ποσού 444€ έκαστο και το μισθό μηνός Μαΐου 2005 εκ ποσού 888 € , στον Δ. Κ. το μισθό μηνός Μαΐου εκ 1.701,20 €. Όλά δε τα παραπάνω ποσά ήταν καταβλητέα στο τέλος εκάστου αντίστοιχου μήνα. Σε εξόφληση εξάλλου των προαναφερόμενων οφειλών είχε λάβει μόνον ο Σ. Α. ποσό 200 €, στον οποίο επομένως συνέχιζαν να οφείλονται 3.796 € (444 € * 3 μήνες + 888 € * 3 μήνες - 200 € καταλογιστέα στο αρχαιότερο από τα χρέη κατ' άρθρον 422 ΑΚ). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο ανάληψης των καθηκόντων του ως διευθύνοντος συμβούλου, ο κατηγορούμενος τελούσε σε πλήρη γνώση των οικονομικών προβλημάτων που απασχολούσαν την εταιρεία, τις ιδιότητες των παραπάνω εργαζομένων, που ήταν στο σύνολο τους δημοσιογράφοι, την απασχόληση τους με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου καθώς και τις προαναφερόμενες οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρίας έναντι αυτών. Οι υποχρεώσεις αυτές δεν καταλύθηκαν από το ότι η εταιρία βρισκόταν σε περίοδο οικονομικής δυσχέρειας, όπως εν γένει η έλλειψη ταμειακών μέσων δεν αναιρεί την υποχρέωση οποιουδήποτε εργοδότη για την καταβολή των οφειλομένων μισθών στους εργαζόμενους της επιχείρησης του. Εντεύθεν δε δεν αναιρείται ούτε ο ενδεχόμενος δόλος του κατηγορουμένου, ο οποίος εφόσον δεν αποδεχόταν την επερχόμενη και διαφαινόμενη καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών των πιο πάνω εργαζομένων, μπορούσε να είχε παραιτηθεί πριν αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες. Αντίθετα όμως, ενώ γνώριζε την ύπαρξη των παραπάνω υποχρεώσεων και το ληξιπρόθεσμο αυτών, αποδέχθηκε το γεγονός της μη καταβολής τους, ελπίζοντας απλώς ότι - παρά την παρέλευση της προθεσμίας καταβολής τους- θα κατόρθωνε να επιτύχει την εξόφληση τους. Μετά ταύτα θα πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για το ότι στην Αθήνα και στο χρονικό διάστημα από 31.1.2005 έως 1.7.2005, υπό την ιδιότητα του ως διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας ............. με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα αδικήματα και ειδικότερα διότι από πρόθεση, αν και απασχόλησε με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ως δημοσιογράφους ι) τη Μ. Π., αντί των μηνιαίων νομίμων μικτών αποδοχών εκ 1.144 €, ιι) τον Κ. Κ., αντί μηνιαίων νομίμων μικτών αποδοχών εκ 1.144 €, ιιι) την Μ. Μ., αντί ατομικά συμφωνηθέντων μηνιαίων μικτών αποδοχών εκ 1.200 €, ιν) τον Δ. Κ., αντί ατομικά συμφωνηθέντων μηνιαίων μικτών αποδοχών εκ 1.701,20 €, ν) τον Π. Κ., αντί των μηνιαίων νομίμων μικτών αποδοχών εκ 1.293,60 €, νι) τον Α. Α., αντί ατομικά συμφωνηθέντων μηνιαίων μικτών αποδοχών εκ 1.200 €, νιι) τον Σ. Α., από 1.2.2005 έως 30.4.2005 ως μαθητευόμενο (εσωτερικό) συντάκτη αντί μηνιαίων νόμιμων μικτών αποδοχών εκ ποσού 444 € και από 1.5.2005 έως 1.7.2005 ως (εσωτερικό) συντάκτη, αντί νόμιμων μηνιαίων μικτών αποδοχών εκ ποσού 888 €, νιιι) τον Ν. Α., αντί μηνιαίων νομίμων μικτών αποδοχών εκ ποσού 888 €, ιχ) τον Κ. Π. αντί ατομικά συμφωνημένων μηνιαίων μικτών αποδοχών εκ ποσού 1.500 €, χ) την Ε. Γ., αντί ατομικά συμφωνημένων καθαρών μηνιαίων αποδοχών εκ 600 €, χι) τον Ε. Κ.-Κ., αντί ατομικά συμφωνημένων μικτών μηνιαίων αποδοχών εκ ποσού 1.954,40 € και χι ι) τον Μ. Χ., αντί των μηνιαίων νόμιμων μικτών αποδοχών εκ ποσού 888 €, δεν κατέβαλε σε αυτούς τους μισθούς μηνός Ιουνίου 2005, που κατέστησαν ληξιπρόθεσμοι στο τέλος του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, καθώς επίσης κατ' εξακολούθηση δεν κατέβαλε στον ίδιο πιο πάνω Σ. Α. πλέον των αποδοχών μηνός Ιουνίου ποσό 244 € εκ του υπολοίπου των αποδοχών μηνός Φεβρουαρίου, τις εκ ποσού 444 € αποδοχές εκάστου των μηνών Μαρτίου και Απριλίου και 888 € ως αποδοχές μηνός Μαΐου 2005, καθώς επίσης στον Δ. Κ. πλέον των αποδοχών μηνός Ιουνίου το μισθό μηνός Μαΐου εκ 1.701,20 €, αποδοχές που ήταν καταβλητέες στο τέλος εκάστου αντίστοιχου μήνα. 
Θα πρέπει όμως να του αναγνωρισθούν όμως οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2 β ΠΚ, καθόσον αποδείχθηκε ότι δεν ωθήθηκε στις πράξεις του αυτές από ταπεινά αίτια αλλά λόγω της σοβαρής ταμειακής δυσχέρειας που αντιμετώπιζε η εταιρία της οποίας ήταν διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος." Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την προδιαληφθείσα πράξη της παράβασης του ΑΝ 690/1945 άρθρο μόνο, κατά συρροή, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 στοιχ.β'ΠΚ, και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης εκατόν τριάντα ημερών, η οποία ανεστάλη για τρία χρόνια. 
Με βάση τις πιο πάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, δυνάμει των οποίων έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 εδ.α', 27 παρ.1 ΠΚ και του άρθρου μόνον του ΑΝ 690/1945, όπως η παρ.1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.1 του Ν.2336/1995, που εφαρμόστηκαν, χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει με ελλιπή ή αντιφατική και με λογικά κενά αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσης. 
Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορούμενου) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρχε ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ'αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε, με βεβαιότητα, όπως από τη συνόλη αιτιολογία προκύπτει, υπόψη το Δικαστήριο και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και όλα τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων την 7629/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 13-6-2005 επιστολή παραίτησης προς το Θ. Τ., το από 20-7-2005 έγγραφο του αναιρεσείοντος προς τους μετόχους της εταιρείας, η από 27-7-2005 εξώδικη δήλωση του ιδίου, καθώς και το 8714/2005 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ. Επίσης αναφέρονται πλήρως αιτιολογημένα η ιδιότητα του κατηγορούμενου, ως Προέδρου του ΔΣ και Διευθύνοντος Συμβούλου της εργοδότριας ανώνυμης εταιρείας "Εκδόσεις Π. Κ. ΑΕ", οι μηνιαίες αποδοχές των εργαζομένων (δημοσιογράφων), η διάρκεια της σύμβασης εργασίας, ο χρόνος που παρασχέθηκε η εργασία και ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθεί ο μισθός, καθώς και οι καθυστερούμενες αποδοχές. 
Ενώ, ειδικότερα δεν ήταν αναγκαίο το Δικαστήριο να αιτιολογήσει ιδιαίτερα το δόλο του κατηγορούμενου, αφού αυτός εξυπακούεται ότι υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση, από αυτόν, των παραπάνω γενόμενων δεκτών πραγματικών περιστατικών, τα οποία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, ο δε νόμος δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία περί τούτου. Ανεξαρτήτως όμως τούτου, ο δόλος του κατηγορούμενου πλήρως αιτιολογείται κατά τις παραδοχές: 
-Ότι αυτός τελούσε σε πλήρη γνώση των οικονομικών προβλημάτων που απασχολούσαν την εταιρεία, τις ιδιότητες των εργαζόμενων, που ήταν στο σύνολό τους δημοσιογράφοι, την απασχόλησή τους με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και τις οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρείας έναντι τρίτων. 
-Οι υποχρεώσεις αυτές δεν καταλύθηκαν από το ότι η εταιρεία βρισκόταν σε περίοδο οικονομικής δυσχέρειας, όπως εν γένει η έλλειψη ταμειακών μέσων δεν αναιρεί την υποχρέωση οποιουδήποτε εργοδότη για την καταβολή των οφειλόμενων μισθών στους εργαζόμενους της επιχείρησής του. 
Εντεύθεν δε δεν αναιρείται ούτε ο ενδεχόμενος δόλος του κατηγορούμενου, ο οποίος εφόσον δεν αποδεχόταν την επερχόμενη και διαφαινόμενη καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών των πιο πάνω εργαζομένων, μπορούσε να είχε παραιτηθεί πριν αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες. 
Αντίθετα, όμως, ενώ γνώριζε την ύπαρξη των παραπάνω υποχρεώσεων και το ληξιπρόθεσμο αυτών, αποδέχθηκε το γεγονός της μη καταβολής τους, ελπίζοντας απλώς ότι- παρά την παρέλευση της προθεσμίας καταβολής τους- θα κατόρθωνε να επιτύχει την εξόφλησή τους. 
Ουδεμία δε αντίφαση, όπως αβάσιμα ο αναιρεσείων αιτιάται, και σε σχέση με τη συνόλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης δημιουργείται.
Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου, κατά το οικείο μέρος τους, σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'και Ε'ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών, πιο πάνω, ουσιαστικών ποινικών διατάξεων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. 
Ενώ, κατά το μέρος, που με αυτούς με την επίκληση, κατ'επίφαση, έλλειψης της επιβαλλόμενης, κατά τα παραπάνω, αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί την εκτίμηση των αποδείξεων και περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι. Εξάλλου, τα προαναφερθέντα έγγραφα (η από 13-6-2005 επιστολή, το από 20-7-2005 έγγραφο και το ΦΕΚ 8714/2005), εφόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αναγνώσθηκε στο ακροατήριο η 9293/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, στην οποία διαλαμβάνονται και αυτά, ως αναγνωστέα, θεωρείται ότι και αυτά ανγνώσθηκαν στο ακροατήριο, οπότε ο κατηγορούμενος δε στερήθηκε τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ απορρέοντα δικαιώματά του και, άρα ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας (ΚΠΔ 171 παρ.1δ) συνέτρεξε και ο περί του αντιθέτου σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α'ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως ότι υπόκειται έγκλημα τελεσθέν κατά πραγματική συρροή και όχι κατ'εξακολούθηση, ορθώς τις διατάξεις του άρθρου 94 ΠΚ και άρθρου μόνον του ΑΝ 690/1945, όπως η παρ.1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.2336/1995 ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο περί του αντιθέτου κατ'ορθό χαρακτηρισμό σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε'ΚΠΔ λόγος αναίρεσης και όχι από το ίδιο άρθρο στοιχ.Δ', που στο αναιρετήριο αναφέρεται, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος απορριπτέος. Επίσης, κατά την ανέλεγκτη κρίση του το προδιαληφθέν Δικαστήριο, που δεν αποφάσισε, καίτοι ζητήθηκε από τον αναιρεσείοντα, τη συνεκδίκαση της ένδικης υπόθεσης με άλλη συναφή υπόθεση του ιδίου, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 128 παρ.2 ΚΠΔ, και ο περί του αντιθέτου πιο πάνω ίδιος λόγος αναίρεσης και όχι από το ίδιο πιο πάνω άρθρο στοιχ.ΣΤ', που στο αναιρετήριο αναφέρεται, κατά το μέρος του τούτο, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος απορριπτέος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση στο διατακτικό αυτής διαλαμβάνεται, ότι "
Κηρύσσει Αυτόν (κατηγορούμενο) ένοχο με ελαφρυντικό 84 παρ.2β ΠΚ, κατά πλειοψηφία του ότι......", ενώ σχετικά με τη συνολική επιμέτρηση της επιβληθείσας ποινής αναφέρεται, ότι "Κατόπιν όμοιας εισαγγελικής πρότασης" και έτσι προφανώς η εισαγγελέας πρότεινε την επαύξηση της ποινής των είκοσι ημερών ανά δέκα ημέρες από κάθε μία από τις υπόλοιπες των είκοσι ημερών ποινές, γίνεται δε και ανάλυση ης επιβληθείσας συνολικής ποινής. Άρα ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, με την προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίστηκε στον κατηγορούμενο η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ.β του ΠΚ, και ειδικότερα του ότι αυτός ωθήθηκε στην πράξη του από αίτια μη ταπεινά, που και πρωτοδίκως είχε αναγνωριστεί, ουδόλως επήλθε, όπως αβάσιμα ο αναιρεσείων διατείνεται, χειροτέρευση της θέσης αυτού και, συνεπώς το Δικαστήριο δεν υπερέβη την εξουσία του, γι'αυτό και ο περί του αντιθέτου σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ενόψει, εξάλλου, του ότι με την παρ.4 του άρθρου 50 του Ν.3160/2003 καταργήθηκε η περίπτωση Η' της παρ.1 του άρθρου 510 ΚΠΔ και η περίπτωση Θ' αριθμήθηκε ως Η', ο λόγος αναίρεσης, συνιστάμενος στο ότι έχουν παραλειφθεί εντελώς η διατάξεις των άρθρων του Νόμου, που προβλέπουν και τιμωρούν το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος. Πλήν, όμως, ο Άρειος Πάγος, αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 514 στοιχ.α'ΚΠΔ, παραθέτει τα οικεία άρθρα του ποινικού νόμου που εφαρμόστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι 1, 14, 26 παρ.1 εδ.α', 27 παρ.1, 51, 53, 94 παρ.1 ΠΚ και άρθρο μόνο Ν.690/1945, όπως η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.1 Ν.2336/1995. Τέλος η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορούμενου. Είναι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της ύπαρξης στο πρόσωπο του κατηγορούμενου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται ν'απαντήσει και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απάντησης σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος προέβαλαν εγγράφως και ανέπτυξαν προφορικώς, εκτός των άλλων, αφενός τον ισχυρισμό ότι για τον κατηγορούμενο, με τα διαλαμβανόμενα σ'αυτόν περιστατικά, δε στοιχειοθετείται δόλος αυτού κα αφετέρου τον αυτοτελή ισχυρισμό της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των ελαφρυντικών του προτέρου έντιμου βίου (ΠΚ 84 παρ.2 εδ.α') επικαλούμενος για τη θεμελίωσή του συγκεκριμένα περιστατικά σχετικά με την ατομική και οικογενειακή του ζωή, την επαγγελματική του συμπεριφορά και την κοινωνική του δράση και συγκεκριμένα τα ακόλουθα: "Το ελαφρυντικό αυτό συντρέχει στο πρόσωπο μου, γιατί ουδέποτε έχω καταδικαστεί για εγκληματικές πράξεις, εκτός από την αποδιδόμενη εις εμέ. Έχω λευκό ποινικό μητρώο, θα πρέπει δε να επισημάνω ότι μέχρι της αναλήψεως εκ μέρους μου των καθηκόντων του διευθύνοντος συμβούλου στην εφημερίδα, η επιχειρηματική μου φήμη και αξιοπιστία ουδέποτε είχαν τρωθεί. Τουναντίον είχα καλό όνομα στον επιχειρηματικό κόσμο έχοντας εργασθεί σε σημαντικές θέσεις με αποτελεσματικότητα. 

Ειδικώτερα: •
Έχω Μεταπτυχιακό Δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στο Μarketing και την Επικοινωνία, Διδακτορικές σπουδές από το ίδιο Πανεπιστήμιο στις Διεθνείς Σχέσεις. • Από το 1984 μέχρι το 1988 διετέλεσα Διευθυντής των Ελληνικών Σχολείων στην Κοινότητα του Αγίου Δημητρίου στην Αστόρια της Νέας Υόρκης. •Από το έτος 1988 μέχρι το Μάιο του έτους 1992, υπήρξα αρχισυντάκτης στην εφημερίδα "Πρωινή" στη Νέα Υόρκη. • Από το Μάιο του έτους 1990 μέχρι τον Αύγουστο του έτους 1991, ήμουν Υπεύθυνος Τύπου στο Υπουργείο Εσωτερικών. • Από τον Οκτώβριο του έτους 1991 μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 1993, ήμουν Υπεύθυνος Τύπου στο Υπουργείο Προεδρίας. • Από το έτος 1994 μέχρι το έτος 1997, ήμουν εκπρόσωπος στην Ελλάδα της αμερικανικής εταιρείας με την επωνυμία "Melissa Media Associates, Inc" της οποίας ο σκοπός είναι οι εκδόσεις, τηλεοπτικές παραγωγές, η οργάνωση συνεδρίων και οι δημόσιες σχέσεις. • Εν συνεχεία υπήρξα διευθυντής των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και υπεύθυνος Μarketing επικοινωνίας των εκπαιδευτικών οργανισμών Νew York College. • Συνεργάστηκα με τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Αθήνας 9,84. • Από το 1999 μέχρι τον Νοέμβριο του 2004 διετέλεσα Διευθυντής Μarketing και Επικοινωνίας της Ευρωκλινικής Αθηνών, της Αθηναϊκής Κλινικής και της Ευρωκλινικής Παίδων, του Ομίλου της ΙΝΤΕRΑΜΕRICΑΝ. Τέλος έχω διατελέσει σύμβουλος σε πολλές ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2005 ΠΟΥ ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΟΥΔΕΝΑ ΕΙΧΕ ΑΣΚΗΘΕΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΟΥ. ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΠΟΤΕ ΜΟΥ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙ ΑΙΘΟΥΣΑ ΔIΚΑΣΤΗΡΙΟΥ. ΟΥΔΕΜΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΈΓΙΝΕ ΠΟΤΕ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ Ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΟΥ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ. Διάγω, έντιμο οικογενειακό βίο, ενώ τα τελευταία χρόνια συνεπεία των παρανόμων πράξεων και των παραλήψεων των Θ. και Ρ. Τ., εγώ και η οικογένεια μου υφιστάμεθα μια άνευ προηγουμένου ηθική βλάβη και ταλαιπωρία". 
Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί μη συνδρομής δόλου στον κατηγορούμενο, είναι απορριπτέος, αφού αυτός είναι αρνητικός της κατηγορίας και δε συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα αυτοτελή ισχυρισμό και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο ορθώς δεν απάντησε ιδιαίτερα. Άρα, ο περί του αντιθέτου σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος του, που προβάλλει, ότι σιγή χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκε ο παραπάνω ισχυρισμός του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. 
Αντίθετα, ο δεύτερος ισχυρισμός περί συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου έντιμου βίου, καίτοι είναι πλήρης και ορισμένος, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο σιγή, δηλονότι χωρίς καμμιά αιτιολογία και χωρίς καμμιά αναφορά σ'αυτόν. Επομένως, ο ίδιος πιο πάνω λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος του που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ολοτελούς αιτιολογίας, είναι βάσιμος και, πρέπει, κατά παραδοχή του, ν'αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την απορριπτική της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης διάταξή της, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξή της για την επιβολή ποινής. 
Κατ'ακολουθίαν των παραπάνω, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου το εκδόσαν αυτή Τριμελές Πλημμελειοδικείο να κρίνει για τη συνδρομή ή μη της πιο πάνω ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 εδαφ.α'ΠΚ στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, και σε καταφατική περίπτωση να συνεκτιμηθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής, που θα του επιβληθεί, καθώς και ως προς τη συνολική ποινή, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (ΚΠΔ 519). Κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.

Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί, εν μέρει, την 95460/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, και μόνον ως προς τη διάταξή της, που απέρριψε τον περί συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου έντιμου βίου ισχυρισμό, ως προς τη διάταξή της περί της ποινής που επιβλήθηκε για τις εν λόγω πράξεις, καθώς και ως προς τη συνολική ποινή.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα αναιρούμενα μέρη της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 26-7-2011 αίτηση του Κ. Τ. του Α., κατοίκου Ν.Ιωνίας - Αττικής, για αναίρεση της ίδιας (με αριθμό 95460/2010) απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Μαρτίου 2012.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ