ΣτΕ 510 - 2012 - Aπόδειξη καταστροφής-φθοράς πρώτων υλών
ΘΕΜΑ: Δεν προβλέπονται ειδικά δικαιολογητικά για την απόδειξη καταστροφής-φθοράς πρώτων υλών, αλλά αρκεί οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο, όπως λ.χ. πρωτόκολλα καταστροφής (πρβλ. ΣτΕ 2936/1988 7μ., ΣτΕ 3455/1995, 3538, ΣτΕ 3422/1991), εκθέσεις που συντάσσονται σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας (λ.χ. εκθέσεις πυροσβεστικής σε περίπτωση πυρκαγιάς). Κάποια είδη είναι λόγω της φύσης τους ευπαθή και υπάρχουν απώλειες κατά την παραγωγική διαδικασία, περαιτέρω, όμως, το μέγεθος της φυσικής φθοράς, που είναι και το κρίσιμο ζήτημα, πρέπει να αποδεικνύεται με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο, και όχι με απλή επίκληση των δεδομένων της κοινής πείρας
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Δεκεμβρίου 2011 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 4 Ιανουαρίου 2008 αίτηση:
της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία .............................., η οποία παρέστη με το δικηγόρο Δημήτριο Παπαφιλίππου (Α.Μ. 842 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τη Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 465/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Β. Μόσχου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 1847016/2008 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου, σειράς Α).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται, η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 465/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθμ. 284/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Καβάλας. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή της κατά των υπ’ αριθμ.: α) 1/11-2-1998 απόφασης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. , με την οποία της είχε επιβληθεί πρόστιμο ύψους 3.386.630 δραχμών για παράβαση διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κατά το χρονικό διάστημα 1- 1 έως 14-7- 1997 και β) του υπ’ αριθμ. 271/13-5-1998 πρακτικού διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς από την εταιρεία, η οποία ήδη φέρει την επωνυμία «.................» και στην οποία συγχωνεύθηκε η ασκήσασα την αναίρεση εταιρία ..................(βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. 15564/3-12-2011 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Φωτεινής συζ. Γεωργίου Καραγεωργίου, καθώς και το, μεταξύ άλλων, προσκομισθέν υπ’ αριθμ. ΦΕΚ 130/11-1-2010 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, που περιέχει ανακοίνωση καταχώρισης στο ΜΑΕ της συγχώνευσης της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία ........... και της διαγραφής της από το ΜΑΕ). Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση, η οποία είναι και κατά τα λοιπά τύποις παραδεκτή, είναι, περαιτέρω, εξεταστέα.
4. Επειδή, στο άρθρο 2 παρ. 1 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, ΦΕΚ Α 84), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ Α 137), ορίζονται τα εξής:
«Κάθε ημεδαπό ή αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κοινωνία του Αστικού Κώδικα ή αστική εταιρεία που ασκεί δραστηριότητα στην ελληνική επικράτεια και αποβλέπει στην απόκτηση εισοδήματος από εμπορική ή βιομηχανική ή βιοτεχνική ή γεωργική επιχείρηση ή από ελευθέριο επάγγελμα ή από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, αναφερόμενο στο εξής με τον όρο «επιτηδευματίας», τηρεί, εκδίδει, παρέχει, ζητά, λαμβάνει, υποβάλλει, διαφυλάσσει τα βιβλία, τα στοιχεία, τις καταστάσεις και κάθε άλλο μέσο σχετικό με την τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό, κατά περίπτωση».
Περαιτέρω, στο άρθρο 11 αυτού ορίζεται ότι
«1. Δελτίο αποστολής εκδίδεται από τον επιτηδευματία: α) σε κάθε περίπτωση χονδρικής πώλησης ή παράδοσης ή διακίνησης αγαθών προς οποιονδήποτε και για οποιοδήποτε σκοπό, εφόσον δεν εκδόθηκε συνενωμένο δελτίο αποστολής με φορολογικό στοιχείο αξίας (τιμολόγιο, απόδειξη λιανικής πώλησης, απόδειξη παροχής υπηρεσιών), β) …», στο δε άρθρο 12 παρ. 1 ότι
«Για την πώληση αγαθών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου ή δικαιώματος εισαγωγής και την παροχή υπηρεσιών από επιτηδευματία σε άλλο επιτηδευματία και τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού, για την άσκηση του επαγγέλματός τους ή την εκτέλεση του σκοπού τους, κατά περίπτωση, καθώς και για την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών εκτός της χώρας εκδίδεται τιμολόγιο», στο δε άρθρο 13 αυτού ότι
«1. Ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας για κάθε πώληση αγαθών, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, ή παροχή υπηρεσιών προς το κοινό ..… εκδίδει απόδειξη λιανικής πώλησης ή παροχή υπηρεσιών, κατά περίπτωση.» και στο άρθρο 18 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι «κάθε εγγραφή στα βιβλία που αφορά συναλλαγή ή άλλη πράξη του υποχρέου, πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού ή σε δημόσια έγγραφα ή σε άλλα πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία».
«Οποιος παραβαίνει τις διατάξεις του Κώδικα αυτού τιμωρείται, για κάθε είδος παράβασης, με πρόστιμο μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές, αν πρόκειται για υπόχρεο τήρησης βιβλίων τρίτης κατηγορίας, μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές, αν πρόκειται για υπόχρεο τήρησης βιβλίων δεύτερης κατηγορίας και μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές, προκειμένου για τους λοιπούς υποχρέους. 2. Κατ’ εξαίρεση όταν η παράβαση αναφέρεται σε μη έκδοση ή σε ανακριβή έκδοση των στοιχείων που ορίζονται για τον Κώδικα αυτό και έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, η δε αποκρυβείσα αξία είναι μεγαλύτερη των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών, επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με την αξία της συναλλαγής ή του μέρους αυτής που αποκρύφτηκε. … Ειδικά στις περιπτώσεις που προκύπτει το ύψος της συνολικής αποκρυβείσας αξίας, χωρίς να προσδιορίζεται το ύψος των συναλλαγών, ως και η αξία μιας εκάστης χωριστά, επιβάλλεται το πρόστιμο του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής» (όπως το τελευταίο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 18 του π.δ. 134/1996 ΦΕΚ Α 105/4-6-1996).
«1. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992 ΦΕΚ Α 84) τιμωρείται με πρόστιμο που προσδιορίζεται κατ` αντικειμενικό τρόπο. Για το σκοπό αυτόν καθιερώνονται δύο βάσεις υπολογισμού, συντελεστές βαρύτητας, και ανώτατα όρια (οροφές). Οι παραβάσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, γενικές και αυτοτελείς. 2. Για την εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος δίδονται οι πιο κάτω εννοιολογικοί προσδιορισμοί: α) Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) … β) Βάση Υπολογισμού Νο 2 (ΒΑΣ.ΥΠ.2) είναι το αντικειμενικό ποσό επί του οποίου εφαρμόζονται οι συντελεστές βαρύτητας για συγκεκριμένες παραβάσεις, όπως στις κατ’ ιδίαν διατάξεις ορίζεται.
«Παραβάσεις του Κ.Β.Σ. που διαπράχθηκαν μέχρι το χρόνο έναρξης της ισχύος των σχετικών διατάξεων του παρόντος, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημοσίων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου ή έχουν εκδοθεί οι αποφάσεις αυτές και κατά τον ως άνω χρόνο έναρξης ισχύος των σχετικών διατάξεων δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή εκκρεμεί η συζήτηση προσφυγής κατ’ αυτών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Σ.τ.Ε., κρίνονται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5, εφόσον προβλέπουν επιεικέστερη μεταχείριση, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσής τους από τις φορολογικές αρχές…».
5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, από την από 2-12-1997 έκθεση ελέγχου υπαλλήλων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) της περιφερειακής Διεύθυνσης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, προκύπτουν τα εξής: Στις 14-7- 1997 όργανα του Σ.Δ.Ο.Ε. μετέβησαν στην επιχείρηση της εκκαλούσας (ήδη αναιρεσείουσας) ανώνυμης εταιρίας που εδρεύει στη Χρυσούπολη Καβάλας, τηρεί βιβλία Γ κατηγορίας και έχει αντικείμενο εργασιών την κεραμοποιία, προκειμένου να διενεργήσουν έλεγχο.
Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε ως αβάσιμος με την αιτιολογία ότι, πέραν του ότι τα υπ’ αριθμ. 97 και 104/1997 δελτία εσωτερικής διακίνησης δεν έχουν καταχωρισθεί στις επισυναφθείσες στην έκθεση ελέγχου καταστάσεις με τις καρτέλες των καταμετρηθέντων ειδών, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε απ’ την αναιρεσείουσα, στο με αρ. 104 δελτίο δεν αναγράφεται ο εσφαλμένος κωδικός 2101, όπως προέβαλε με την έφεσή της, αλλά ο ορθός όμοιος (2102), στο δε με αρ. 97 δελτίο η ποσότητα των 13.000 τεμαχίων δεν έχει καταχωρισθεί με κωδικό 2101, όπως ομοίως υποστηρίζεται, αλλά με κάποιο άλλο κωδικό, του οποίου τα τρία πρώτα ψηφία είναι 210 και το τέταρτο ασαφές, ενώ, εξάλλου, παραπλεύρως, στη στήλη με τίτλο «είδος» δεν αναγράφεται καν το Νο των τούβλων αυτών, το οποίο, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο απαντητικό σημείωμα στο Σ.Δ.Ο.Ε, είναι το 180, ώστε να είναι δυνατή η ταυτοποίησή τους.
Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο, αφού θεώρησε ότι, ναι μεν κατά την κοινή λογική και πείρα τα επίμαχα είδη είναι λόγω της φύσης τους ευπαθή και υπάρχουν απώλειες κατά την παραγωγική διαδικασία, περαιτέρω, όμως, έκρινε ότι το μέγεθος της φυσικής φθοράς, που είναι και το κρίσιμο ζήτημα στην ένδικη υπόθεση, έπρεπε να αποδεικνύεται με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο, απορρίπτοντας ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου υποστηριχθέντα με την έφεση της αναιρεσείουσας με απλή επίκληση των δεδομένων της κοινής πείρας.
6. Επειδή, περαιτέρω, η αναιρεσείουσα με την έφεσή της ισχυρίσθηκε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε γιατί δεν εξέτασε, ως όφειλε, αυτεπαγγέλτως τη νομική πλημμέλεια της απόφασης επιβολής του ένδικου προστίμου, η οποία (πλημμέλεια) συνίσταται στο ότι οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 10 περ. α του ν. 2523/1997 που εφαρμόσθηκαν για τον υπολογισμό του ύψους τούτου (ισόποσο της αξίας της συναλλαγής όταν προκύπτει η συνολική αποκρυβείσα αξία, ακόμη και αν δεν μπορεί να προσδιορισθεί το πλήθος των συναλλαγών) είναι δυσμενέστερες σε σχέση με τις προϊσχύουσες και συγκεκριμένα με εκείνες του άρθρου 32 παρ.2 του Κ.Β.Σ που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της αποδιδόμενης παράβασης.
Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου που είναι κατ’ αρχήν νόμιμη δεν πλήττεται με την κρινόμενη αίτηση, δεδομένου ότι με αυτήν η αναιρεσείουσα απλώς επαναλαμβάνει τους προβληθέντες και με το δικόγραφο της εφέσεώς της ισχυρισμούς, χωρίς, όμως, να πλήσσει ειδικότερα την ως αιτιολογία του διοικητικού εφετείου. Συνεπώς, τα προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
7. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Φεβρουαρίου