ΣτΕ 394 - 2011 - Ο υποκείμενος σε φόρο προστιθεμένης αξίας, ο οποίος είναι εγκαταστημένος σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ενεργεί στην Ελλάδα αποκλειστικά φορολογητέες πράξεις της παραγράφο

ΘΕΜΑ: Ο υποκείμενος σε φόρο προστιθεμένης αξίας, ο οποίος είναι εγκαταστημένος σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ενεργεί στην Ελλάδα αποκλειστικά φορολογητέες πράξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 12 (νόμου 1642/1986 νυν άρθρο 14 νόμου 2859/2000) , στις οποίες περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες επεξεργασίας στοιχείων ή παροχής πληροφοριών, δεν αποκτά εκ μόνου τού λόγου τούτου μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, διαφορετική από την έδρα του (και, επομένως, δεν υπόκειται ο ίδιος σε φόρο προστιθεμένης αξίας στην Ελλάδα γιά τις πιό πάνω πράξεις), παρά μόνο αν η παρουσία τής επιχείρησής του στην Ελλάδα εμφανίζει τουλάχιστον μια ελάχιστη συνοχή, εφόσον δηλαδή υπάρχει σε μόνιμη βάση το ανθρώπινο και τεχνικό δυναμικό που είναι αναγκαίο για την παροχή των συγκεκριμένων υπηρεσιών.Παραπομπή της υπόθεσης σε επταμελή σύνθεση του ΣτΕ.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ  ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαρτίου 2010 με την εξής  σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση  του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν  κώλυμα, Ι. Γράβαρης, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου, Σύμβουλοι, Ι. Σύμπλης, Κ.  Λαζαράκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 7 Νοεμβρίου 2002 αίτηση:  του Διευθυντή της 14ης Διεύθυνσης Φ.Π.Α. & Ειδικών Φόρων, ο οποίος παρέστη  με τον Παναγιώτη Πανάγο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της Εταιρείας με την επωνυμία ...................... που  εδρεύει στο ........................, η οποία παρέστη με την δικηγόρο ........................., που την διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Διευθυντής επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ`  αριθμ. 1680/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2  του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα  αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση του συμπεράσματος της εκθέσεως του  Εισηγητή, Παρέδρου Ι. Σύμπλη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του  δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα  Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση τής κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμον  η καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση τής 1680/2001  αποφάσεως τού Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με την απόφαση  αυτήν απορρίφθηκε έφεση τού αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά  της 11297/1998 αποφάσεως τού Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος  που με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή προσφυγή τής  αναιρεσίβλητης εταιρείας, είχε ακυρωθεί η απόρριψη από την φορολογική αρχή  αιτήματος επιστροφής φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ), τον οποίο η  αναιρεσίβλητη είχε καταβάλει γιά το έτος 1993 και είχε διαταχθεί η επιστροφή  τού φόρου αυτού, ύψους 5.940.885 δραχμών, ως αχρεωστήτου (με την ίδια  απόφαση η προσφυγή είχε απορριφθεί, ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που  αφορούσε αίτημα επιστροφής ΦΠΑ γιά το έτος 1994, με την δε προσβαλλομένη  απόφαση απορρίφθηκε έφεση τής εταιρείας κατά τού κεφαλαίου αυτού τής  πρωτοδίκου αποφάσεως).
3. Επειδή, στις παραγράφους 2 και 3 τού άρθρου 27 τού ν. 1642/1986 (άρθρο 34 νόμου 2859/2000)  (όπως η  παρ. 2 είχε τροποποιηθεί με την παρ. 28 του άρθρ. 15 του Ν. 2166/1993 (Α  137) και ίσχυε από 1.1.1993), ορίζεται ότι
“2. Επίσης, επιστρέφεται στον  υποκείμενο στο φόρο, ο οποίος είναι εγκαταστημένος σε άλλη χώρα της  Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ο φόρος που επιβάρυνε τα κινητά αγαθά και τις  υπηρεσίες που του προσφέρθηκαν από άλλους υποκείμενους στο φόρο ή την  εισαγωγή αγαθών στο εσωτερικό της χώρας, κατά το μέρος που τα αγαθά αυτά και  οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν: α) [...] γ) για τις φορολογητέες πράξεις της  παραγράφου 3 του άρθρου 12.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου  αυτής δε θεωρείται ότι αποκτά εγκατάσταση στο εσωτερικό της χώρας ο  υποκείμενος στο φόρο που είναι εγκαταστημένος σε άλλο Κράτος μέλος, ο οποίος  πραγματοποιεί στο εσωτερικό της χώρας παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών  για τις οποίες υπόχρεος στο φόρο είναι ο παραλήπτης των αγαθών ή ο λήπτης  των υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης γ της παραγράφου 1  του άρθρου 28 και της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 29.
3. Η  επιστροφή του φόρου της προηγούμενης παραγράφου ενεργείται, εφόσον ο  υποκείμενος στο φόρο δεν έχει στην Ελλάδα την έδρα της οικονομικής του  δραστηριότητας ή τη μόνιμη εγκατάσταση από την οποία να ασκείται η  δραστηριότητα αυτή ή, ελλείψει αυτών, την κατοικία ή διαμονή του και δεν  πραγματοποίησε στο εσωτερικό της χώρας, κατά τη διάρκεια της περιόδου που  ορίζεται στην επόμενη παράγραφο, άλλες πράξεις εκτός από των περιπτώσεων β`  και γ` της προηγούμενης παραγράφου. [...]”.
Στην παρ. 1 τού άρθρου 28 (όπως  ίσχυε από 1.1.1993, μετά την αντικατάστασή του άρθρου αυτού, με την παρ. 42  του άρθρ. 1 του Ν. 2093/1992 (Α 181) και την αντικατάσταση τών περ. β΄ και  γ΄ τής παρ. 1 με την παρ.30 του άρθρ. 15 του Ν.2166/1993 - Α 137), ορίζεται  ότι “Για την παράδοση αγαθών, την ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών και την  παροχή υπηρεσιών, υπόχρεοι στο φόρο είναι: α) ο εγκαταστημένος στο εσωτερικό  της χώρας υποκείμενος στο φόρο, για τις ενεργούμενες απ` αυτόν πράξεις, β) ο  αντιπρόσωπος του εγκαταστημένου εκτός του εσωτερικού της χώρας προσώπου, γ)  ο λήπτης των αγαθών και υπηρεσιών, στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει  υποχρέωση ορισμού αντιπροσώπου, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης ε  της παραγράφου 4 του άρθρου 29 καθώς και σε κάθε περίπτωση που δεν υπάρχει  αντιπρόσωπος”.
Στην δε παράγραφο 4 τού άρθρου 29 (όπως ίσχυε από 1.1.1993,  μετά την αντικατάστασή του άρθρου αυτού με την παρ. 43 του άρθρ. 1 του Ν.  2093/1992 και την προσθήκη στην παρ. 4 τής περ. ε΄ με την παρ. 31 του άρθρ.  15 του ν. 2166/1993) ορίζεται ότι “Ο υποκείμενος στο φόρο υποχρεούται επίσης:  α) [...] δ) να ορίζει αντιπρόσωπό του, πριν από την ενέργεια οποιασδήποτε  φορολογητέας πράξης στο εσωτερικό της Χώρας, εφόσον πρόκειται για υποκείμενο  στο φόρο που δεν είναι μόνιμα εγκαταστημένος στο εσωτερικό της Χώρας. [...]  ε) Δεν υπάρχει υποχρέωση ορισμού αντιπροσώπου, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά  οι εξής προϋποθέσεις: αα) πραγματοποιείται παράδοση αγαθών στο εσωτερικό της  χώρας, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 12α, ββ)  στο ισοδύναμο μ` αυτό στοιχείο που εκδίδεται, γίνεται ρητή αναφορά ότι  πρόκειται μια παράδοση αγαθών που πραγματοποιείται μετά από ενδοκοινοτική  απόκτηση, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 12α και  αναγράφεται τόσο ο αριθμός φορολογικού μητρώου, με τον οποίο ο υποκείμενος  αυτός πραγματοποίησε την ενδοκοινοτική απόκτηση και τη μετέπειτα παράδοση  αγαθών, όσο και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του παραλήπτη, ο οποίος  καθίσταται υπόχρεος για την καταβολή του φόρου της παράδοσης αυτής. Επίσης,  δεν υπάρχει υποχρέωση ορισμού αντιπροσώπου στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών,  οι οποίες εμπίπτουν στις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 12”. 
Περαιτέρω, στις παρ. 2 και 3 τού άρθ. 12 (όπως ισχύουν από 1.1.1993, μετά  την αντικατάσταση και αναρίθμηση τής περ. δ΄ τής παρ. 2 με την παρ. 9 του  άρθρ. 15 του Ν. 2166/1993, τής περ. στ΄ τής παρ. 2, με την παρ. 11 του άρθρ.  1 του Ν. 2093/1992 και τού πρώτου εδαφίου τής παρ. 3 με την παρ. 12 του  άρθρου 1 του Ν. 2093/1992) ορίζεται ότι “2. Κατ` εξαίρεση, ο τόπος παροχής  θεωρείται ότι βρίσκεται στην Ελλάδα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις  ακόλουθες δραστηριότητες: α) [...] δ) υπηρεσίες εγκατάστασης ή  συναρμολόγησης αγαθών προερχόμενων από άλλο κράτος, εφόσον οι εργασίες αυτές  ενεργούνται στο εσωτερικό της χώρας από τον προμηθευτή των αγαθών, ο οποίος  δεν είναι εγκαταστημένος στο εσωτερικό της χώρας. ε) [...] στ) υπηρεσίες που  πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας και έχουν ως αντικείμενο: (αα)  [...] (γγ) πραγματογνωμοσύνες γενικά και εργασίες συναφείς με ενσώματα  κινητά αγαθά. 3. Επίσης, κατ` εξαίρεση, ο τόπος παροχής υπηρεσιών θεωρείται  ότι βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας στις παρακάτω περιπτώσεις υπηρεσιών,  εφόσον παρέχονται από πρόσωπα εγκατεστημένα σε άλλο κράτος-μέλος σε  υποκείμενους στο φόρο, οι οποίοι έχουν στο εσωτερικό της χώρας την έδρα της  οικονομικής τους δραστηριότητας ή τη μόνιμη εγκατάσταση τους ή την κατοικία,  ή τη συνήθη διαμονή τους ή, εφόσον παρέχονται από πρόσωπα εγκαταστημένα  εκτός της Κοινότητας, σε οποιοδήποτε λήπτη εγκαταστημένο στο εσωτερικό της  χώρας. α) [...] γ) συμβούλων γενικά, μηχανικών, γραφείων μελετών, δικηγόρων,  λογιστών ή και άλλων παρόμοιων υπηρεσιών, καθώς και επεξεργασίας στοιχείων ή  παροχής πληροφοριών, δ) [...] ζ) μίσθωσης ενσώματων κινητών αγαθών εκτός των  μεταφορικών μέσων, η) προσώπων που ενεργούν στο όνομα και για λογαριασμό  άλλων προσώπων, για την πραγματοποίηση των υπηρεσιών που αναφέρονται στην  παράγραφο αυτή.”. Εξ άλλου, στην παρ. 3 τού άρθρου 7 (η οποία προσετέθη με την  παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν. 2093/1992 και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 48 του  ίδιου νόμου, από 1-1-1993), την οποία επικαλείται (όπως και δ και στ τής  παρ. 2 τού άρθ. 12) το αναιρεσείον Δημόσιο, “Θεωρείται επίσης ως παράδοση  αγαθών η μεταφορά από έναν υποκείμενο στο φόρο αγαθών της επιχείρησής του  προς ένα άλλο κράτος-μέλος. Θεωρείται ως μεταφερόμενο προς ένα άλλο κράτος- μέλος κάθε ενσώματο αγαθό που αποστέλλεται ή μεταφέρεται, εκτός του  εσωτερικού της χώρας, αλλά εντός της Κοινότητας, από τον υποκείμενο στο φόρο  στο εσωτερικό της χώρας ή από άλλον που ενεργεί για λογαριασμό του, για τις  ανάγκες της επιχείρησής του, [...]” και στο άρθρο 10β, το οποίο προσετέθη με  την παρ. 6 άρθρου 1 του Ν.2093/1992 ορίζεται ότι “Θεωρείται ως ενδοκοινοτική  απόκτηση αγαθών, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2: α) η παραλαβή  αγαθού στο εσωτερικό της χώρας από υποκείμενο στο φόρο για τις ανάγκες της  επιχείρησής του, το οποίο αποστέλλεται ή μεταφέρεται από τον ίδιο ή από άλλο  πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του, από ένα άλλο κράτος-μέλος εντός του  οποίου έχει παραχθεί, εξορυχθεί, μεταποιηθεί, αγορασθεί, αποκτηθεί ή έχει  εισαχθεί σ` αυτό το κράτος-μέλος από τον ίδιο, στα πλαίσια της επιχείρησής  του, β) [...]”.
4. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των παρ. 2 και 3 τού άρθρου 27, (34 νόμου 2859/2000)  τής  παρ. 1 τού άρθρου 28 (35 νόμου 2859/2000 και τής παρ. 4 τού άρθρου 29 (36 νόμου 2859/2000) του Ν. 1642/1986, που  παρετέθησαν ανωτέρω, ο υποκείμενος σε φόρο προστιθεμένης αξίας, ο οποίος  είναι εγκαταστημένος σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ενεργεί στην  Ελλάδα αποκλειστικά φορολογητέες πράξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 12,  στις οποίες περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες επεξεργασίας στοιχείων ή  παροχής πληροφοριών, δεν αποκτά εκ μόνου τού λόγου τούτου μόνιμη εγκατάσταση  στην Ελλάδα, διαφορετική από την έδρα του (και, επομένως, δεν υπόκειται ο  ίδιος σε φόρο προστιθεμένης αξίας στην Ελλάδα για τις πιο πάνω πράξεις),  παρά μόνο αν η παρουσία τής επιχείρησής του στην Ελλάδα εμφανίζει  τουλάχιστον μια ελάχιστη συνοχή, εφόσον δηλαδή υπάρχει σε μόνιμη βάση το  ανθρώπινο και τεχνικό δυναμικό που είναι αναγκαίο για την παροχή των  συγκεκριμένων υπηρεσιών (πρβλ ΔΕΚ απόφαση τής 4.7.1985, C-168/84, GUNTER  BERKHOLZ κατά FINANZAMT HAMBURG - MITTE - ALTSTADT, σκ. 18, απόφαση τής  17.7.1997, 17ης Ιουλίου 1997. C- 190/95 ARO Lease BV κατά Inspecteur van de  Belastingdienst Grote Ondernemingen te Amsterdam, σκ. 16-20). Στην περίπτωση  αυτή, που ο πάροχος των υπηρεσιών δεν έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα,  υπόχρεος στο φόρο είναι ο ο λήπτης των υπηρεσιών, ο δε πάροχος των υπηρεσιών  έχει δικαίωμα επιστροφής τού φόρου που επιβάρυνε στο εσωτερικό τής χώρας τα  αγαθά και τις υπηρεσίες που του προσφέρθηκαν από άλλους υποκείμενους στο  φόρο, κατά το μέρος που αυτά χρησιμοποιήθηκαν για τις προαναφερθείσες  φορολογητέες πράξεις που πραγματοποίησε στην Ελλάδα. Εν τούτοις, για να  κριθεί αν ο πάροχος των υπηρεσιών έχει αποκτήσει μόνιμη εγκατάσταση στην  Ελλάδα, υπό την έννοια των διατάξεων αυτών, πράξεις οι οποίες σε οικονομικό  επίπεδο συνιστούν ενιαία παροχή υπόκεινται σε ενιαία φορολογική μεταχείριση.  Επομένως, αν μια επιχείρηση, στα πλαίσια τού εσωτερικού καταμερισμού των  εργασιών της, κατατμήσει βοηθητικές ή υποστηρικτικές εργασίες, για τις  οποίες δεν διαθέτει η ίδια το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό, και αναθέσει,  υπεργολαβικώς, την άσκησή τους σε άλλη επιχείρηση, οι εργασίες αυτές, οι  οποίες δεν έχουν οικονομική αυτοτέλεια, διότι δεν συνιστούν αφ` εαυτών σκοπό  γιά τους πελάτες, αλλά μέσο απόλαυσης τής κύριας υπηρεσίας, αντιμετωπίζονται  ως τμήμα τής κύριας παροχής (πρβλ C-41/04, Levob Verzekeringen BV και OV  Bank NV κατά Staatssecretaris van Financin, σκ. 20-22, απόφαση της  25.2.1999, C-349/96, Card Protection Plan Ltd (CPP) κατά Commissioners of  Customs & Excise, σκ. 30-31, C-472/03, Staatssecretaris van Financin κατά  Arthur Andersen & Co. Accountants c.s., ιδίως σκ. 37-38, πρβλ και απόφαση  τής 12.5.2005, C-452/03, RAL (Channel Islands) Ltd, RAL Ltd, RAL Services  Ltd, RAL Machines Ltd κατά Commissioners of Customs & Excise). Γιά τον λόγο  δε αυτό, το ανθρώπινο και τεχνικό δυναμικό διά τού οποίου παρέχονται οι εν  λόγω παρεπόμενες υπηρεσίες λαμβάνονται και αυτές υπ` όψιν, προκειμένου να  κριθεί αν ο πάροχος τής κύριας υπηρεσίας έχει αποκτήσει μόνιμη εγκατάσταση  στον τόπο παροχής τής υπηρεσίας αυτής.
5. Επειδή, εν προκειμένω, το διοικητικό εφετείο, με την προσβαλλομένη  απόφασή του, δέχθηκε τα εξής: Η αναιρεσίβλητη εταιρεία “αποτελεί το αγγλικό  υποκατάστημα τής αμερικάνικης εταιρείας με την επωνυμία `..........` που  είναι εγκατεστημένο στο Λονδίνο” και παρέχει στους εγκατεστημένους στην  Ελλάδα πελάτες της - συνδρομητές τού διεθνούς δικτύου ........ πληροφορίες  χρηματοοικονομικής φύσεως, μέσω τής χρηματοοικονομικής βάσης δεδομένων τής  ......... Γιά τον σκοπό αυτό διαθέτει στους πελάτες της ειδικά τερματικά,  έχει δε συνάψει σύμβαση με την εταιρεία “..............................................................  .......................................” (...), δυνάμει τής οποίας η τελευταία έχει αναλάβει την  παροχή υπηρεσιών συντήρησης και εγκατάστασης των τερματικών και τού λοιπού  εξοπλισμού τής αναιρεσίβλητης, ως τεχνικός αντιπρόσωπος της, ανάμεσα σε  άλλες χώρες, και στην Ελλάδα, ως εξοπλισμός δε κατά τη σύμβαση αυτή νοείται  το σύνολο τού εξοπλισμού που παρέχει ή προμηθεύει η αναιρεσίβλητη στους  πελάτες της, ενώ όλο το τμήμα τού εξοπλισμού που κατέχει στεγάζεται και  φιλοξενείται ή αποθηκεύεται στις κτιριακές εγκαταστάσεις τής .... Γιά τις  υπηρεσίες που παρέχει η ... (υποκατάστημα Ελλάδος) τιμολογεί την  αναιρεσίβλητη, η οποία με τις από 28.9.1993 και 21.6.1994 αιτήσεις της προς  την φορολογική αρχή εζήτησε την επιστροφή τού φόρου προστιθεμένης αξίας που  αναλογούσε στις υπηρεσίες αυτές. Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν από την  φορολογική αρχή, 1) με την κύρια αιτιολογία ότι οι υπηρεσίες εγκατάστασης  τερματικών (που παραμένουν στην κυριότητα της αιτούσης) και συντήρησης  αυτών, μέσω εμπορικού αντιπροσώπου (τής ...) συνιστούν, αντιστοίχως,  υπηρεσίες εγκατάστασης (αρθ. 12 παρ. 2 περ. δ΄ ν. 1642/1986) και εργασίες  συναφείς με ενσώματα κινητά (αρθ. 12. παρ. 2 περ. στ΄ υποπερ. γγ΄ ν.  1642/1986), για τις οποίες η αναιρεσίβλητη είχε υποχρέωση, κατ` αρθ. 29 παρ.  4 περ. δ΄ τού ν. 1642/1986, να ορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο στην Ελλάδα, ο  οποίος, κατά την υποβολή δηλώσεως φόρου προστιθεμένης αξίας, θα προέβαινε  στην έκπτωση τού αντίστοιχου φόρου εισροών και 2) με την επικουρική  αιτιολογία ότι σύμφωνα με τις διατάξεις τών άρθρων 7 παρ. 3 περ. ε΄ και 10β  περ. α΄ τού ν. 1642/1986, η (διαρκής) μεταφορά αγαθών (εξειδικευμένα  τερματικά) τής αναιρεσίβλητης, τα οποία παραμένουν στην ιδιοκτησία της, στο  ελληνικό έδαφος και η χρησιμοποίησή τους για τις ανάγκες τής επιχείρησης,  όχι κατά τρόπο προσωρινό, αποτελεί (κατά πλάσμα δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο  10β) ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών και, συνεπώς πράξη φορολογητέα στην  Ελλάδα και, συνεπώς, δεν πληρούται ο όρος τής παρ. 3 τού αρθ. 27 τού ν.  1642/1986 (να μην πραγματοποιεί η επιχείρηση φορολογητέες πράξεις στην  Ελλάδα) και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί η απαίτηση  επιστροφής φόρου. Το διοικητικό εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του  δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη επιχείρηση έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο  εργασιών την παροχή υπηρεσιών οικονομικών πληροφοριών με βάση υπολογιστή  ανοικτής γραμμής και ότι η μεν κύρια βάση τής απόρριψης τού αιτήματος  αναιρεσίβλητης στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η αναιρεσίβλητη  παρέχει η ίδια υπηρεσίες εγκατάστασης και συντήρησης τού εξοπλισμού τον  οποίο διαθέτει στους πελάτες της (ως μέσο για την απόλαυση τής κύριας  παροχής), ενώ τις υπηρεσίες αυτές δεν τις παρέχει η ίδια η αναιρεσίβλητη ,  διότι δεν είναι σε θέση, αλλά η εταιρεία ..., η οποία έχει αναλάβει σχετική  υποχρέωση έναντι αυτής, η δε επικουρική αιτιολογία απόρριψης τού αιτήματος  τής αναιρεσίβλητης στηρίζεται ομοίως σε εσφαλμένη προϋπόθεση, τούτο δε διότι  “η εκκαλούσα - εφεσίβλητη [ήδη αναιρεσίβλητη] μεταφέρει στην Ελλάδα αγαθά  (τερματικά κλπ), τα οποία ανήκουν στην ιδιοκτησία της, για τις ανάγκες  παροχής των υπηρεσιών της που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, η χρησιμοποίησή  τους όμως δεν είναι διαρκής, αλλά προσωρινή, αφού διαρκεί όσο η παροχή  υπηρεσιών της [...] προς τους εκάστοτε πελάτες της - συνδρομητές”. Η κρίση  όμως αυτή τού διοικητικού εφετείου είναι, κατά την κρίση τού Δικαστηρίου  τούτου, πλημμελώς αιτιολογημένη, προεχόντως μεν διότι, κατά τα εκτεθέντα  στην προηγούμενη σκέψη, για να κριθεί αν η παρουσία τής αναιρεσίβλητης στην  Ελλάδα εμφανίζει τουλάχιστον μια ελάχιστη συνοχή, λαμβάνεται υπ` όψιν και το  ανθρώπινο και λοιπό δυναμικό το οποίο έχει τεθεί στην διάθεση της από την  εταιρεία ...., εφ` όσον η τελευταία αυτή εταιρεία ενεργεί ως βοηθός  εκπληρώσεως τής αναιρεσίβλητης, αφ` ετέρου δε διότι το γεγονός ότι η  παραχώρηση τής χρήσης εξοπλισμού κυριότητος τής αιτούσης στους πελάτες της  είναι προσωρινή δεν συνεπάγεται, άνευ ετέρου, ότι είναι προσωρινή και η  μεταφορά του στο εσωτερικό τής χώρας (αφού, πάντως, η αναιρεσίβλητη παρέχει  στο εσωτερικό της χώρας υπηρεσίες οικονομικών πληροφοριών κατά τρόπο πάγιο  και συστηματικό) ενώ εξ άλλου το διοικητικό εφετείο, ενώ εμμέσως δέχεται  (όπως συνάγεται από την φράση “τερματικά κλπ”) ότι η αναιρεσίβλητη έχει  μεταφέρει στο εσωτερικό τής χώρας και άλλου είδους αγαθά, ούτε τα  περιγράφει, ούτε εξήτασε αν σε αυτά περιλαμβάνεται και πάγιος εξοπλισμός (πχ  ενδιάμεσοι εξυπηρετητές δικτύου), δεν αναφέρει δε ούτε και αν η  αναιρεσίβλητη διατηρεί κατά τρόπο πάγιο στην Ελλάδα, διά τού υπεργολάβου  της, αποθέματα και ανταλλακτικά τού εξοπλισμού που διαθέτει στους πελάτες  της.
6. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, θα έπρεπε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση,  για λόγο αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, δεδομένου ότι αποτελεί προϋπόθεση τής  ερεύνης των προβαλλομένων λόγων, σύμφωνα με τους οποίους, το διοικητικό  εφετείο ερμήνευσε εσφαλμένα τα άρθρα 12 παρ. 2 περ. δ΄και περ. στ΄ υποπερ.  γγ΄, παρ. 3 περ. γ΄, 7 παρ. 3 περ. ε΄ και 10β περ. α΄. Λόγω όμως τής  σπουδαιότητος τού ζητήματος τής ερμηνείας των εν λόγω διατάξεων καθώς και  τού ζητήματος αν μόνιμη εγκατάσταση, κατά την έννοια τού ν. 1642/1986  αποκτάται και όταν η υποδομή που την συγκροτεί έχει τεθεί στην διάθεση τού  παρόχου τής υπηρεσίας από υπεργολάβο, το Τμήμα, υπό την παρούσα σύνθεσή του,  κρίνει ότι πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί στο Τμήμα με 7μελή σύνθεση και να  ορισθεί δικάσιμος η 16η Μαρτίου 2011.

Διά ταύτα
Παραπέμπει στο Τμήμα, υπό 7μελή σύνθεση και ορίζει δικάσιμο στις 16-3-2011.  Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου 2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 2ας Φεβρουαρίου 2011.

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος                         
Ε. Γαλανού

Η Γραμματέας                                        
Α. Ζυγουρίτσα

Πηγή: Ημερησία Online - www.imerisia.gr