Άρειος Πάγος 105 - 2011 - Ποινική ευθύνη νόμιμου εκπροσώπου ανώνυμης εταιρείας ο οποίος προέβη σε αποδοχή εικονικών τιμολογίων για ανύπαρκτες συναλλαγές, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης.

ΘΕΜΑ: Ποινική ευθύνη νόμιμου εκπροσώπου ανώνυμης εταιρείας ο οποίος προέβη σε αποδοχή εικονικών τιμολογίων για ανύπαρκτες συναλλαγές, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Η παραγραφή για τα αδικήματα του άρθρου 19 Ν. 2523/1997 αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσής του, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου.

ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κονταξή (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......................... , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ............................, περί αναιρέσεως της υπ` αριθμ. 19356/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Απριλίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 635/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε'  του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, λόγο αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν τούτο δεν υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη.
Εξάλλου, το άρθρο 10 παρ. 1 έως 4 του Νόμου 2523/1997 "περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία", όπως ίσχυε πριν από ην τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του νόμου 3220/2004 όριζε τα ακόλουθα: "Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών...2. Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου. 3. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρεία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιαδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται.
Τα φορολογικά στοιχεία, στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας".
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για τον χρόνο ενάρξεως της παραγραφής, ίσχυε και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκούνταν αμέσως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του νόμου 2523/1997, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 12 παρ. 3 του νόμου 2753/1999, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε ως προϋπόθεση την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής η οποία τυχόν ασκήθηκε και σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 του Νόμου 2523/1997).
Με τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 1 του Νόμου 3220/2004 "για την αντικειμενοποίηση του φορολογικού ελέγχου κλπ", μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του νόμου 2523/1997, προστέθηκε διάταξη, κατά την οποία "ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3000) ευρώ και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ".
Η ρύθμιση όμως αυτή είναι για τον κατηγορούμενο δυσμενέστερη από την προηγούμενη και δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα. Και με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του Ν. 2954/2001 "περί φορολογικών ρυθμίσεων κλπ", στην παράγραφο 10 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο), κατά την οποία, "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία όμως αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, από εκείνη του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα και για τα εγκλήματα, τα οποία διαπράχθηκαν πριν από την ισχύ της, δηλαδή την 2α Νοεμβρίου 2001, ενόψει του ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την έναρξη και τη διάρκεια της παραγραφής είναι ουσιαστικού ποινικού δικαίου.
Η διάταξη δε του άρθρου 2 παρ. 9 του ίδιου νόμου (2954/2001), κατά την οποία η αμέσως ανωτέρω διάταξη ισχύει ανάλογα "και για τα αδικήματα των περιπτώσεων ζ' και η' της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 1591/1986, για τα οποία κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στο Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δεν έχει επέλθει παραγραφή, κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα δεν έχει ανάλογη εφαρμογή και στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, για τα οποία ισχύει πάντοτε ο επιεικέστερος αυτός νόμος σε σχέση με τον χρόνο ενάρξεως της παραγραφής και δεν τίθεται ζήτημα συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής τους, πριν από την ισχύ του νόμου.
Εξ άλλου, η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι, όπως προαναφέρθηκε, θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Ποινικού Κώδικα, πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του νόμου 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 Π.Κ., κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, η αιτιολογία δε της καταδικαστικής αποφάσεως, όταν τίθεται ζήτημα παραγραφής της πράξεως, πρέπει να εκτείνεται και στα περιστατικά που αφορούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την 119356/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, ο αναιρεσείων, διότι, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ...................., προέβη σε αποδοχή εικονικών τιμολογίων για ανύπαρκτες συναλλαγές, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, καθαρής αξίας 1.061.564 ευρώ και επί πλέον ΦΠΑ 197.081 ευρώ, πράξη που τελέσθηκε στις 4 Ιουλίου 2003, χρόνο, κατά τον οποίο θεωρήθηκε η από 30 Μαΐου 2003 έκθεση ελέγχου τον οποίο διενήργησε το ΣΔΟΕ.
Προκειμένου να οδηγηθεί το Δικαστήριο στην ως άνω καταδικαστική κρίση απέρριψε την ένσταση παραγραφής που προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο, με την εξής αιτιολογία: "Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 8 Ν. 2954/2001, η παραγραφή για τα αδικήματα του άρθρου 19 Ν. 2523/1997 αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσής του, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο.
Η ρύθμιση αυτή, που δεν ήρθε να καλύψει νομικό κενό, είναι ευμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής ή από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής (άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ) και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2-11-2001. Στην προκειμένη περίπτωση, η πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη σε βάρος του εκκαλούντος, φέρεται ότι έχει τελεστεί το χρονικό διάστημα από 5-11-1999 έως 23-12-1999.
Η ημερομηνία θεώρησης του πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο είναι η 30-5-2003, ενώ η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατ/νο με κλήση να παραστεί στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου έγινε στις 24-5-2006 (βλ. σχ. αποδεικτικό), πριν συνεπώς παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Ως εκ των άνω, η ένσταση παραγραφής πρέπει να απορριφθεί". Με το να δεχθεί το Δικαστήριο τα παραπάνω και να υπαγάγει τα ανωτέρω περιστατικά στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, ορθώς εφάρμοσε αυτές, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους.
Εν προκειμένω, μετά την απόρριψη της ως άνω ενστάσεως, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την ως άνω πράξη. Για να καταλήξει δε στην ως άνω καταδικαστική του κρίση δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων κατ` είδος αποδεικτικών μέσων, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του τα εξής πραγματικά περιστατικά: "....ο κατηγορούμενος ήταν κατά το έτος 1999 νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας ................ με αντικείμενο την εμπορία ειδών ένδυσης που είχε την έδρα της στην ... Στις 4-4-2001 συνεργείο του ΣΔΟΕ έκανε έλεγχο στην έδρα της άνω επιχείρησης από όπου και κατέσχεσε τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας 23 Δελτία Αποστολής - Τιμολόγια πώλησης, εκδόσεως της εταιρίας ..................... χρήσεως 1999 με λήπτρια την ελεγχόμενη επιχείρηση του κατ/νου, τα οποία αφορούσαν πωλήσεις υφασμάτων και μπλουζών.
Στις 20-3-2001 είχε προηγηθεί έλεγχος στην οδό ..., στην έδρα της εταιρίας ................, όπου διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε η επιχείρηση, η οποία είχε κλείσει το έτος 1998, σύμφωνα με την ιδιοκτήτρια του ακινήτου. Από τα πρακτικά Δ.Σ. και Γ.Σ. της "..............." καθώς και τις καταθέσεις των Χ. Κ., προέδρου και Δ. Συμβούλου της επιχείρησης, Λ. Χ., αντιπροέδρου και Σ. Α., διευθυντή της επιχείρησης, προέκυψε ότι ουσιαστικός διαχειριστής της ............... ήταν ο ........... μέχρι το Δεκέμβριο 1998, οπότε και μεταβιβάστηκαν οι μετοχές της λόγω πώλησης στον ................. Ο τελευταίος, αν και αναζητήθηκε στην Κρήτη, δεν βρέθηκε. Η εταιρία ................. λειτούργησε στην πραγματικότητα μέχρι τον Αύγουστο 1998, οπότε και πώλησε την φορολογική ταμειακή της μηχανή. Οι συναλλαγές που αναφέρονται στα 23 Δ.Α. - Τιμ. δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, αφενός γιατί η ...................... δεν διέθετε το 1999 εμπορεύματα για να τα πωλήσει στην ....., ο δε ουσιαστικός διαχειριστής της Α. ισχυρίστηκε στις καταθέσεις του ότι δεν είχε συναλλαγές με την .......... ούτε γνώριζε τον κατ/νο, ενώ του είχαν κλέψει δύο μπλοκ θεωρημένων Δ.Α.-Τ. από 251-350 και ένα μπλοκ Δ.Α. από 351-400. Παράλληλα, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης 6147/2000 απόφασης Εφετείου Αθηνών, η οικονομική κατάσταση του κατ/νου κατά την περίοδο 1998 - 1999 ήταν ιδιαίτερα δυσμενής (κινδύνευε με έξωση από μισθωμένο κατάστημα), έτσι ώστε να μην είναι σε θέση να πραγματοποιήσει σε χρονικό διάστημα 1,5 μηνός αγορές εμπορευμάτων ύψους 426.838.975 δρχ. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, ο κατ/νος τέλεσε με πρόθεση το αδίκημα της αποδοχής εικονικών τιμολογίων για ανύπαρκτες συναλλαγές με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, αναφορικά με τα 23 ΤΠ-ΔΑ χρήσεως 1999, όπως αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό".
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάσεις, που εφήρμοσε, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και, ούτε ευθέως, αλλ` ούτε και εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις, παραβίασε.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι συναφείς λόγοι αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και, ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες πλήττεται, με την επίκληση, κατ` επίφαση, ελλείψεως της επιβαλλόμενης ως άνω αιτιολογίας, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες, η δε αιτίαση του αναιρεσείοντος που προβάλλεται με τον αυτόν ως άνω λόγο ότι δεν αναφέρονται στο σκεπτικό τα ονόματα των μαρτύρων ούτε ποια ήσαν τα αναγνωστέα έγγραφα και δεν γίνεται συσχετισμός καθενός αποδεικτικού μέσου προς τα άλλα είναι αβάσιμη, αφού όπως και στη μείζονα σκέψη αναφέρεται, για την αιτιολογία της αποφάσεως δεν απαιτείται ειδικά να αναφέρεται ότι έγινε αξιολογική συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων, αλλά ότι ελήφθησαν υπόψη όλα. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και ενόψει του ότι δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19 Απριλίου 2010 αίτηση του Δ. Μ. του Π. για αναίρεση της 19.356/2010 αποφάσεως του Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 28 Δεκεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο, στις 25 Ιανουαρίου 2011.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ