ΣτΕ 1656 - 2011 - Δεν αποτελεί μετάθεση εμπράγματου δικαιώματος, και κατά συνέπεια δεν οφείλεται φόρος μεταβίβασης ακινήτων του Α.Ν. 1587/1950, η εισφορά ακινήτων περιουσιακών στοιχείων της Ε.Π.Ε η οπ

ΘΕΜΑ: Δεν αποτελεί μετάθεση εμπράγματου δικαιώματος, και κατά συνέπεια δεν οφείλεται φόρος μεταβίβασης ακινήτων του Α.Ν. 1587/1950, η εισφορά ακινήτων περιουσιακών στοιχείων της Ε.Π.Ε η οποία μετατρέπεται σε Α.Ε. Με τη μετατροπή Ε.Π.Ε. σε Α.Ε., βάσει του άρθρου 67 του Ν. 2190/1920, δεν επέρχεται κατάλυση του νομικού προσώπου της πρώτης και ίδρυση νέου νομικού προσώπου, της Α.Ε., αλλά μεταβάλλεται απλώς ο νομικός τύπος της υφισταμένης εταιρείας σε Α.Ε.

Αριθμός 1656/2011

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Φεβρουαρίου 2011 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Ειρ. Σταυρουλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 20 Ιουλίου 2005 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία..................., που εδρεύει στη ............., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη Τασόπουλο (Α.Μ. 14858), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Αντώνιο Αντωνίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 539/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Γ. Τσιμέκα. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. υπ' αριθ. 2484515-19, 2484521/2005 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθ. 539/2005 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία, αφού συνεκδικάστηκαν οι αντίθετες εφέσεις της αναιρεσείουσας εταιρείας και του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 3348/1999 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, απορρίφθηκε η έφεση της πρώτης και έγινε δεκτή η έφεση του δευτέρου. Κατόπιν αυτού, δικάστηκε η προσφυγή που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά του υπ’ αριθ. 2/24.12.19989 φύλλου ελέγχου, με το οποίο επιβλήθηκε σε βάρος της φόρος μεταβίβασης ακινήτου και προσαύξηση 150% λόγω μη υποβολής δήλωσης, καθώς και κατά της υπ' αριθ. 2/24.12.1998 πράξης επιβολής προστίμου του ν. 820/1978, που είχε εκδώσει ο Προϊστάμενος της Α΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, και, κατ’ εν μέρει αποδοχή της προσφυγής, μεταρρυθμίστηκε η πράξη επιβολής προστίμου. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει δεκτή στο σύνολό της η προσφυγή και είχαν ακυρωθεί οι ως άνω πράξεις.

3. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 67 του ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών», ο οποίος κωδικοποιήθηκε σε ενιαίο κείμενο νόμου με το β.δ/γμα 174/1963 (Α΄ 37), όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 41 του π.δ/τος 409/1986 (Α΄ 191), ορίζονται τα εξής : «Μετατροπή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ανώνυμη εταιρεία γίνεται με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων … Πριν από την ολοκλήρωση των πιο πάνω διατυπώσεων δημοσιότητας η μετατροπή δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα. Μετά την τήρηση των διατυπώσεων αυτών η από τη μετατροπή προερχόμενη εταιρεία συνεχίζεται ως ανώνυμη εταιρεία. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή τους και χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ειδικότερη διατύπωση για τη συνέχισή τους …». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι με τη μετατροπή Ε.Π.Ε. σε Α.Ε. δεν επέρχεται κατάλυση του νομικού προσώπου της πρώτης και ίδρυση νέου νομικού προσώπου αλλά μεταβάλλεται απλώς ο νομικός τύπος της υφιστάμενης Ε.Π.Ε. σε Α.Ε., με αποτέλεσμα η Α.Ε. να συνεχίζει τη νομική προσωπικότητα της Ε.Π.Ε.

4. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 1587/1950 «Περί κυρώσεως τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του υπ’ αριθ. 1521/1950 Α.Ν. περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων» (Α΄ 294) ορίζονται τα εξής : «Εφ’ εκάστης εξ επαχθούς αιτίας μεταβιβάσεως ακινήτου ή πραγματικού επί ακινήτου δικαιώματος ως και επί μεταβιβάσεως πλοίου υπό ελληνικήν σημαίαν επιβάλλεται φόρος επί αξίας αυτών». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την επιβολή του θεσπιζόμενου φόρου, πλην άλλων, πρέπει να γίνει μετάθεση ορισμένου εμπράγματου δικαιώματος, εκ μέρους του ενεργούντος τη μεταβίβαση, σε άλλο πρόσωπο, φυσικό ή νομικό. Συνεπώς, στην περίπτωση της μετατροπής Ε.Π.Ε. σε Α.Ε., σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω για τις συνέπειες της μετατροπής αυτής, η εισφορά ακινήτων περιουσιακών στοιχείων της Ε.Π.Ε. προς την συνιστώμενη Α.Ε. δεν αποτελεί την κατά την ως άνω διάταξη μεταβίβαση και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στον από την διάταξη αυτή προβλεπόμενο φόρο (ΣτΕ 1776/1988, ΣτΕ 341/1987).

5. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν.δ. 1297/1972 «περί παροχής φορολογικών κινήτρων δια την συγχώνευσιν ή μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων» (Α΄ 217) ορίζονται τα εξής : «Αι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί συγχωνεύσεως ή μετατροπής επιχειρήσεων, οιασδήποτε μορφής, εις ανώνυμον εταιρείαν ή προς τον σκοπόν ιδρύσεως ανωνύμου εταιρείας … υπό την προϋπόθεσιν ότι η συγχώνευσις ή μετατροπή θα τελειωθή μέχρι και της 31ης Δεκεμβρίου 1975». Η αναφερόμενη στην πιο πάνω διάταξη προθεσμία παρατάθηκε διαδοχικά έως τις 31.12.1992 με την παρ. 9 του άρθρου 9 του ν. 1882/1990 (Α΄ 43). Το άρθρο 3 του ίδιου ν.δ/τος 1297/1972, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν. 849/1978 (Α΄ 232), ορίζει ότι «Η κατά το άρθρον 1 του παρόντος σύμβασις περί συγχωνεύσεως ή μετατροπής, η εισφορά και μεταβίβασις των περιουσιακών στοιχείων των συγχωνευομένων ή μετατρεπομένων επιχειρήσεων, πάσα σχετική πράξις ή συμφωνία αφορώσα την εισφοράν ή μεταβίβασιν στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού ή άλλων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ως και παντός εμπραγμάτου δικαιώματος … απαλλάσσονται παντός φόρου … Προκειμένου περί ακινήτων ανηκόντων και χρησιμοποιουμένων από την συγχωνευομένην ή μετατρεπομένην επιχείρησιν και εισφερομένων εις την συγχωνεύουσαν ή την συνιστωμένην εταιρείαν, η απαλλαγή από του φόρου μεταβιβάσεως χωρεί υπό την προϋπόθεσιν ότι τα εισφερόμενα ακίνητα θα χρησιμοποιηθούν δια τας ανάγκας της συγχωνευούσης ή της συνιστωμένης εταιρείας τουλάχιστον επί μίαν πενταετίαν από της συγχωνεύσεως ή μετατροπής». Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του ίδιου ν.δ/τος ορίζεται ότι «1. Εις περίπτωσιν καθ’ ην η συγχωνεύουσα ή η νέα εταιρεία ήθελε διαλυθή καθ’ οιονδήποτε τρόπον προ της παρόδου πενταετίας από της συγχωνεύσεως ή συστάσεως, αύτη υποχρεούται εις την καταβολήν παντός φόρου … ούτινος η απαλλαγή … προβλέπεται υπό των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 … 2. Οι κατά την προηγουμένην παράγραφον φόροι … καταβάλλονται … δια δηλώσεως της υποχρέου εταιρείας, υποβαλλομένης εις τον αρμόδιον Οικονομικόν Έφορον εντός προθεσμίας δύο μηνών από της διαλύσεώς της …». Τέλος, στο άρθρο 6 του ίδιου ν.δ/τος, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 19 του ως άνω ν. 849/1978, ότι : «1. Εν περιπτώσει μη τηρήσεως … β) των εν άρθρω 3 προϋποθέσεων αίρονται αυτοδικαίως αι υπό του παρόντος παρεχόμεναι φορολογικαί απαλλαγαί … 2. Δια την βεβαίωσιν και καταβολήν των οφειλομένων φόρων, τελών, εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου». Με τις διατάξεις αυτές παρέχεται φορολογικό κίνητρο για τη δημιουργία μεγάλων οικονομικών μονάδων, με τη συγχώνευση ή μετατροπή επιχειρήσεων που ήδη λειτουργούν, και καθορίζονται προϋποθέσεις για την απαλλαγή, μεταξύ άλλων, από το φόρο μεταβίβασης των ακινήτων τα οποία εισφέρονται στη συγχωνεύουσα ή τη συνιστώμενη επιχείρηση (ΣτΕ 2394/2004 Ολομ.).
Η έρευνα όμως της συνδρομής των προϋποθέσεων της απαλλαγής προϋποθέτει αναγκαίως ότι βάσει της οικείας νομοθεσίας (ν. 1587/1950) εκπληρώνονται πάντως οι όροι γέννησης της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, καθώς με τις διατάξεις του εν λόγω ν.δ/τος δεν θεσπίζονται αυτοτελείς φορολογικές υποχρεώσεις αλλά γίνεται σιωπηρή παραπομπή στους οικείους φορολογικούς νόμους. Συνεπώς, στην περίπτωση της μετατροπής Ε.Π.Ε. σε Α.Ε., δεν εξετάζεται αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 3 του ίδιου ν.δ. 1297/1972 περί απαλλαγής από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων διότι, σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν, δεν υφίσταται εξ αρχής υποχρέωση καταβολής του εν λόγω φόρου, αφού η εισφορά ακινήτων στην συνιστώμενη Α.Ε. δεν συνιστά, στην περίπτωση αυτή, μεταβίβαση κατά την έννοια του νόμου (ΣτΕ 1776/1988, ΣτΕ 341/1987).

6. Επειδή, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Η αναιρεσείουσα, με την υπ’ αριθ. 4420/14.12.1992 δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου, δήλωσε ότι, κατ’ εφαρμογή του ν.δ/τος 1297/1972, απαλλάσσεται από το φόρο για τη μεταβίβαση σε αυτή, ως εισφορά από τη μετατρεπόμενη εταιρεία ..................., ενός ακινήτου επί της οδού Ανδρούτσου αρ. 153 στον Πειραιά.

Η μετατροπή πραγματοποιήθηκε με το υπ’ αριθ. 24800/18.12.1992 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Στάθη. Μετά από έλεγχο της φορολογικής αρχής προέκυψε ότι το πιο πάνω ακίνητο είχε χαρακτηρισθεί διατηρητέο με την οικ. 21745/1214/16.3.1987 απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ. Αρχικά και έως το Φεβρουάριο του 1994 το κτίριο αυτό χρησιμοποιήθηκε από τη συνιστώμενη και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία ως αποθήκη. Εν τω μεταξύ, και αφού εγκρίθηκε η τεχνική περιγραφή περί αποκατάστασης επισκευών και διαρρυθμίσεων του εν λόγω διατηρητέου κτιρίου από την επιτροπή πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού ελέγχου του Πειραιά, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 146/1994 άδεια οικοδομής αποκατάστασης παραδοσιακού κτιρίου, οι δε σχετικές εργασίες διήρκεσαν από το έτος 1994 έως το έτος 1996, χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ακίνητο δηλωνόταν από την πιο πάνω εταιρεία στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε2) ως κενό και αναπαλαιούμενο.

Τελικά στις 15.10.1997, δύο περίπου μήνες δηλαδή πριν από τη λήξη της πενταετίας, κατά τη διάρκεια της οποίας όφειλε η συνιστώμενη εταιρεία να χρησιμοποιεί το εισφερθέν κτίριο για τις λειτουργικές της ανάγκες, αυτό δηλώθηκε ως υποκατάστημα. Κατόπιν αυτών η φορολογική αρχή θεώρησε ότι το ανωτέρω ακίνητο δεν χρησιμοποιήθηκε επί μία πενταετία από τη μετατροπή της ........................... σε ......................, και με το υπ’ αριθμ. 2/24.12.1998 φύλλο ελέγχου καταλόγισε σε βάρος της τελευταίας τον αναλογούντα φόρο μεταβίβασης με προσαύξηση 150% λόγω μη υποβολής δήλωσης. Κατά των πράξεων αυτών ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά η από 25.6.1999 προσφυγή, με την οποία η αναιρεσείουσα ζήτησε την ακύρωσή τους, ισχυριζόμενη ότι η εισφορά του ακινήτου σ’ αυτήν δεν συνιστούσε μεταβίβαση κατά την έννοια του άρθρου 1 του α.ν. 1587/1950. Επί της προσφυγής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3348/1999 απόφαση, με την οποία το ως άνω δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι το εισφερθέν ακίνητο χρησιμοποιήθηκε αρχικά από την συσταθείσα εταιρεία ως αποθηκευτικός χώρος, ενώ μετά την αναπαλαίωσή του, ανεξάρτητα από το αν αυτή αποφασίστηκε αυτοβούλως ή επιβλήθηκε από την πολεοδομία του Δήμου Πειραιά, και πάλι χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστημα, δέχθηκε την προσφυγή, με την αιτιολογία ότι υπό τα ως άνω δεδομένα δεν συντρέχει λόγος άρσης της απαλλαγής. Κατά της πρωτόδικης απόφασης άσκησαν αντίθετες εφέσεις τόσο η αναιρεσείουσα όσο και το Ελληνικό Δημόσιο.

Με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά η μεν έφεση της αναιρεσείουσας απορρίφθηκε ως ασκηθείσα χωρίς έννομο συμφέρον, επί των λόγων δε της έφεσης του Δημοσίου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απάντησε ως εξής : «… ρητά ορίζεται με το ν.δ. 1297/1972 ότι η εισφορά ακινήτου στις περιπτώσεις συγχώνευσης ή μετατροπής επιχείρησης σε ανώνυμη εταιρεία, συνιστά μεταβίβαση που υπόκειται στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, προβλέπεται όμως απαλλαγή από το φόρο εφόσον μεταξύ άλλων, το εισφερθέν ακίνητο χρησιμοποιηθεί πράγματι επί μία πενταετία για τις λειτουργικές ανάγκες της συνιστώμενης εταιρείας. Στην αντίθετη περίπτωση η φορολογική αυτή απαλλαγή αίρεται αυτοδικαίως. Στην προκείμενη περίπτωση, για να απαλλαγεί η εφεσίβλητος ανώνυμη εταιρεία από την υποχρέωση καταβολής φόρου για το εισφερθέν ακίνητο, έπρεπε να το έχει χρησιμοποιήσει για τις λειτουργικές της ανάγκες έως και τις 18.12.1997. Όπως όμως προκύπτει από τα προαναφερόμενα τιμολόγια και την άδεια οικοδομής, πράγματι χρησιμοποίησε αυτό ως αποθήκη, από τη συγχώνευση έως 8.2.1994, ενώ στις 15.10.1997 δήλωσε τη χρήση του ως υποκαταστήματος. Κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα προέβη σε εκτεταμένες επισκευές του κτιρίου, χωρίς να αποδεικνύει ότι προέκυψε ανάγκη αναπαλαίωσης αυτού κατά το κρίσιμο διάστημα της πενταετίας από λόγους ανωτέρας βίας …».

Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση του Δημοσίου και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δικάζοντας δε την προσφυγή της αναιρεσείουσας δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι : «… κατά ρητή επιταγή του ν.δ. 1297/1972, η εισφορά ακινήτου σε συγχωνεύουσα ή συνιστώμενη ανώνυμη εταιρεία συνιστά μεταβίβαση ακινήτου, για την οποία όμως προβλέπεται η υπό όρους απαλλαγή από το φόρο. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος της προσφυγής ότι στην περίπτωση μετατροπής εταιρείας σε ανώνυμη η εισφορά ακινήτου δεν συνιστά μεταβίβαση, γιατί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1920 με τη μετατροπή δεν δημιουργείται νέο νομικό πρόσωπο, αλλά συνεχίζει να υφίσταται η νομική προσωπικότητα της μετατρεπόμενης εταιρείας. …».

7. Επειδή, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 1 του ν.δ. 1297/1972, που προβλέπει υπό όρους απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής του φόρου μεταβίβασης ακινήτου στην περίπτωση μετατροπής επιχείρησης σε Α.Ε., δεν έχει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση μετατροπής Ε.Π.Ε. σε Α.Ε. Τούτο δε, διότι με τη μετατροπή Ε.Π.Ε. σε Α.Ε., βάσει του άρθρου 67 του Ν. 2190/1920, δεν επέρχεται κατάλυση του νομικού προσώπου της πρώτης και ίδρυση νέου νομικού προσώπου, της Α.Ε., αλλά μεταβάλλεται απλώς ο νομικός τύπος της υφισταμένης εταιρείας σε Α.Ε., ώστε στην περίπτωση της εισφοράς ακινήτων περιουσιακών στοιχείων της Ε.Π.Ε. προς την συνιστώμενη Α.Ε. να μην τίθεται καν ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 του Α.Ν. 1587/1950 περί φόρου μεταβίβασης ακινήτου, αφού δεν χωρεί η απαιτούμενη από το νόμο αυτό μετάθεση εμπράγματου δικαιώματος. Ο λόγος αυτός προβάλλεται βασίμως, δεδομένου ότι ενόψει των εκτεθέντων ανωτέρω (σκ. 3-5), η κρίση του Διοικητικού Εφετείου ότι, κατά ρητή επιταγή του ν.δ. 1297/1972 η εισφορά ακινήτου σε συγχωνεύουσα ή συνιστώμενη ανώνυμη εταιρεία συνιστά μεταβίβαση ακινήτου, είναι εσφαλμένη. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει για τον λόγο αυτό να αναιρεθεί, η δε υπόθεση που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα κρίση, παρέλκει δε, κατόπιν αυτού, η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

Διά ταύτα

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την 539/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το αιτιολογικό.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και Επιβάλλει στο Δημόσιο την δικαστική δαπάνη της αναιρεσειούσης, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου 2011.