ΣτΕ 3096 - 29/08/2012 - Χρηματιστήριο και επιβολή κυρώσεων.

ΣτΕ 3096 - 29/08/2012 - Χρηματιστήριο και επιβολή κυρώσεων.

ΘΕΜΑ: Χρηματιστήριο και επιβολή κυρώσεων. Για να επιβληθούν οι κυρώσεις του νόμου 1969/1991 πρέπει να διαπιστώνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι υπήρξε δημοσίευση ή διάδοση ανακριβούς ή ψευδούς πληροφορίας για κινητή αξία και ότι η πληροφορία αυτή μπορούσε, ως εκ της φύσεως της, να επηρεάσει την τιμή ή τις συναλλαγές επί της αξίας αυτής, υπό την έννοια ότι μπορούσε να ασκήσει επιρροή στο επενδυτικό κοινό και στη διαμόρφωση των αποφάσεών του ως προς τις συναλλαγές του επ’ αυτής.

Περαιτέρω, όπως συνάγεται από την αυτή διάταξη, κατά την εισηγητική έκθεση της οποίας επιδιώκεται η επιβολή κυρώσεων σε πρόσωπα «τα οποία ευθύνονται για τη δημοσίευση ή τη με οποιοδήποτε τρόπο διάχυση ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας», ως δημοσίευση ανακριβούς πληροφορίας νοείται, σε κάθε περίπτωση, και η - εν γνώσει της ανακρίβειας - δήλωση εκ μέρους των συναλλασσομένων, μέσω της χρηματιστηριακής εταιρείας που μεσολαβεί για την κατάρτιση της συναλλαγής, ανακριβούς τιμής στην οποία πραγματοποιήθηκε χειροκίνητη συναλλαγή επί «πακέτου» μετοχών, διότι στην περίπτωση αυτή η πληροφορία για την τιμή της συναλλαγής δημοσιεύεται υποχρεωτικώς εκ του νόμου στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών (ΗΔΤ) του Χρηματιστηρίου και με τον τρόπο αυτό καθίσταται ευρέως γνωστή στο επενδυτικό κοινό. Τούτο δε ανεξαρτήτως του εάν και η απλή διενέργεια συναλλαγών από τους κατ’ ιδίαν συναλλασσόμενους με σκοπό την στρέβλωση της αγοράς θα συνιστούσε, υπό προϋποθέσεις, δημοσίευση ανακριβούς πληροφορίας, εν όψει και της ρυθμίσεως του δεύτερου εδαφίου της αυτής διατάξεως (άρ. 72 παρ. 2 του ν. 1969/1991), με το οποίο προβλέπεται κύρωση εις βάρος των κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβητών σε χρηματιστηριακές συναλλαγές, εάν γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι μέσω των συγκεκριμένων συναλλαγών επιχειρείτο η διάδοση ανακριβούς πληροφορίας ή εάν διευκόλυναν με οποιοδήποτε τρόπο τις εν λόγω συναλλαγές .

ΣτΕ 3096/2012

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 31 Οκτωβρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλοι, Τ. Βαρουφάκη, Θ. Ζιάμου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Γκίκα, Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 28 Απριλίου 2005 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου, ο οποίος παρέστη με τον Χ. Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του .........................................., ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γ. Δαούτη (Α.Μ. 1764), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 201/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Θ. Ζιάμου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου.

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 201/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία εξαφανίστηκε η 1259/2002 απόφαση του Μονομελούς Τμήματος του ίδιου δικαστηρίου, έγινε δεκτή η ανακοπή του ήδη αναιρεσίβλητου, ..............................., και ακυρώθηκε η 109/13.12.2000 ταμειακή βεβαίωση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου. Με την πράξη αυτή βεβαιώθηκε σε βάρος του αναιρεσίβλητου ποσό 73.367,58 ευρώ, σε εκτέλεση της 9Γ/202/24.10.2000 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που του επέβαλε πρόστιμο λόγω δημοσιεύσεως ή διαδόσεως ανακριβών πληροφοριών για μετοχές που από τη φύση τους μπορούν να επηρεάσουν την τιμή και την εμπορευσιμότητά της, κατόπιν διαπιστώσεως της παραβάσεως των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 72 του Ν. 1969/1991 και της Αποφ. 271/Συν.71/2.4.1996 παρ. δ του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

3. Επειδή, στην παρ. 2 του άρθρου 72 του Ν. 1969/1991 «Καθορισμός λειτουργίας εταιρειών χαρτοφυλακίου, αμοιβαίων κεφαλαίων και της Κεφαλαιαγοράς» (Α 167), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 96 του Ν. 2533/1997 (Α 228) ορίζονται τα εξής: «2. Πρόστιμο μέχρι πεντακοσίων εκατομμυρίων δραχμών (500.000.000) δρχ. επιβάλλεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δημοσιεύουν ή διαδίδουν με οποιονδήποτε τρόπο ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ως προς κινητές αξίες εισαγόμενες ή εισηγμένες σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, οι οποίες ως εκ της φύσης τους μπορούν να επηρεάσουν την τιμή ή τις συναλλαγές των αξιών αυτών. Η απλή κατάρτιση συναλλαγών επί των αξιών αυτών από πρόσωπα που λειτουργούν κατ’ επάγγελμα ως διαμεσολαβητές δεν συνιστά λόγο επιβολής διοικητικών κυρώσεων κατ’ εφαρμογή του αμέσως προηγούμενου εδαφίου, εκτός αν ο διαμεσολαβητής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι επιχειρείτο μέσω των καταρτιζόμενων συναλλαγών η διάδοση ψευδών ή ανακριβών πληροφοριών ή συνέβαλε με οποιονδήποτε πρόσθετο τρόπο στη διευκόλυνση των συναλλαγών αυτών. …» Εξάλλου, στην απόφαση 217 της συνεδρ. 71/2.4.96 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Β 296), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, προβλέπονται τα εξής (παρ. δ΄): «Στις εντός κύκλου χειροκίνητες συναλλαγές πακέτων και στις συναλλαγές με συμψηφιστική εγγραφή που συνάπτονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 24 του Ν. 1806/1988, … αν η αξία των συναλλαγών υπερβαίνει τις 400.000.000 δραχμές, η τιμή πώλησης των μετοχών δεν θα μπορεί να αποκλίνει προς τα κάτω ή προς τα άνω κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 10% της τιμής που αναγράφεται στον ηλεκτρονικό πίνακα κατά το χρόνο της αναγγελίας της συναλλαγής στα όργανα που είναι αρμόδια για την αποδοχή της γνωστοποίησης ή για τη χορήγηση της άδειας, κατά περίπτωση. ….». Τέλος, κατά το άρθρο 76 παρ. 10 του ν. 1969/1991, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 2166/93 (Α 228): «Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει την αρμοδιότητα να επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι 100.000.000 δρχ. και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι 200.000.000 δρχ. σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παραβαίνουν τις διατάξεις της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς ή κανονιστικού περιεχομένου αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς». Περαιτέρω, με την κανονιστική απόφαση 18/15.1.1999 του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών («Μέθοδοι και διαδικασίες διαπραγμάτευσης μετοχών και ρύθμιση τεχνικής φύσεως θεμάτων για τη σύναψη χρηματιστηριακών συναλλαγών μέσω του Αυτόματου Συστήματος Ηλεκτρονικών Συναλλαγών (ΑΣΗΣ)», ΦΕΚ Β’ 40/27.1.99), όπως ίσχυε, θεσπίστηκαν οι προϋποθέσεις και η διαδικασία διενεργείας, μεταξύ άλλων, εντός κύκλου χειροκίνητων συναλλαγών (μέθοδος 3, υπό IIIα). Ειδικότερα, προβλέφθηκε ότι δύο μέλη μπορούν να ταυτίζουν εντός κύκλου εντολές προς πώληση και αγορά ισόποσων μετοχών της αυτής κατηγορίας χωρίς να τις καταχωρούν στο αυτόματο σύστημα ηλεκτρονικών συναλλαγών (ΑΣΗΣ), εφόσον δηλώσουν εγγράφως την πρόθεσή τους αυτή και συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις Εξάλλου, ως προς τη διαδικασία κατάρτισης των συναλλαγών αυτών βάσει της μεθόδου 3, ορίζεται ότι η έγγραφη δήλωση για τη συναλλαγή υποβάλλεται στην Επιτροπή Συναλλαγών του Χρηματιστηρίου, προκειμένου η τελευταία να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων και να παράσχει την άδεια για την κατάρτιση της συναλλαγής και ότι η Επιτροπή Συναλλαγών οφείλει να λαμβάνει την έγκριση του Προέδρου του Χρηματιστηρίου όταν η αξία της υπό κατάρτιση συναλλαγής υπερβαίνει τα 400.000.000 δρχ. Τέλος, σύμφωνα με την αυτή κανονιστική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, οι συναλλαγές που προκύπτουν από την ως άνω ταύτιση εντολών καταρτίζονται με την καταχώρησή τους στο ΑΣΗΣ από την Επιτροπή Συναλλαγών, ενώ πληροφορίες για την καταρτισθείσα συναλλαγή αναγράφονται στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών (ΗΔΤ) του Χρηματιστηρίου της ίδιας ημέρας, με ένδειξη του τρόπου κατάρτισης («χειροκίνητη συναλλαγή πακέτου»), καθώς και σε μήνυμα που αποστέλλει η Επιτροπή Συναλλαγών προς τα μέλη του Χρηματιστηρίου μέσω του ΑΣΗΣ. Όμως η τιμή στην οποία καταρτίσθηκαν οι συναλλαγές με τη μέθοδο αυτή δεν τροποποιεί τις εμφανιζόμενες στο ΑΣΗΣ πληροφορίες για την ελάχιστη/μέγιστη τιμή και την τιμή τελευταίας πράξης, ούτε τις ομοίως δημοσιευόμενες στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών αντίστοιχες τιμές. Σύμφωνα, δε, με το εδ. β’ της παρ. III, υπό τον τίτλο «συμβάσεις με συμψηφιστική εγγραφή», η προπεριγραφείσα μέθοδος διαπραγμάτευσης για την κατάρτιση χειροκίνητων συναλλαγών εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις που το ίδιο μέλος εκπροσωπεί τον παραγγελέα - αγοραστή και τον παραγγελέα - πωλητή, κατά το άρθρο 24 του ν. 1806/88. Όπως έχει κριθεί, προκειμένου να επιβληθεί κύρωση κατ’ εφαρμογή του άρ. 72 παρ. 2 πρώτο εδάφιο του ν. 1969/1991, πρέπει να διαπιστώνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι υπήρξε δημοσίευση ή διάδοση ανακριβούς ή ψευδούς πληροφορίας για κινητή αξία και ότι η πληροφορία αυτή μπορούσε, ως εκ της φύσεως της, να επηρεάσει την τιμή ή τις συναλλαγές επί της αξίας αυτής, υπό την έννοια ότι μπορούσε να ασκήσει επιρροή στο επενδυτικό κοινό και στη διαμόρφωση των αποφάσεών του ως προς τις συναλλαγές του επ’ αυτής. Περαιτέρω, όπως συνάγεται από την αυτή διάταξη, κατά την εισηγητική έκθεση της οποίας επιδιώκεται η επιβολή κυρώσεων σε πρόσωπα «τα οποία ευθύνονται για τη δημοσίευση ή τη με οποιοδήποτε τρόπο διάχυση ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας», ως δημοσίευση ανακριβούς πληροφορίας νοείται, σε κάθε περίπτωση, και η - εν γνώσει της ανακρίβειας - δήλωση εκ μέρους των συναλλασσομένων, μέσω της χρηματιστηριακής εταιρείας που μεσολαβεί για την κατάρτιση της συναλλαγής, ανακριβούς τιμής στην οποία πραγματοποιήθηκε χειροκίνητη συναλλαγή επί «πακέτου» μετοχών, διότι στην περίπτωση αυτή η πληροφορία για την τιμή της συναλλαγής δημοσιεύεται υποχρεωτικώς εκ του νόμου στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών (ΗΔΤ) του Χρηματιστηρίου και με τον τρόπο αυτό καθίσταται ευρέως γνωστή στο επενδυτικό κοινό (βλ. την προαναφερθείσα κανονιστική απόφαση 18/99 του Δ.Σ. του Χρηματιστηρίου). Τούτο δε ανεξαρτήτως του εάν και η απλή διενέργεια συναλλαγών από τους κατ’ ιδίαν συναλλασσόμενους με σκοπό την στρέβλωση της αγοράς θα συνιστούσε, υπό προϋποθέσεις, δημοσίευση ανακριβούς πληροφορίας, εν όψει και της ρυθμίσεως του δεύτερου εδαφίου της αυτής διατάξεως (άρ. 72 παρ. 2 του ν. 1969/1991), με το οποίο προβλέπεται κύρωση εις βάρος των κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβητών σε χρηματιστηριακές συναλλαγές, εάν γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι μέσω των συγκεκριμένων συναλλαγών επιχειρείτο η διάδοση ανακριβούς πληροφορίας ή εάν διευκόλυναν με οποιοδήποτε τρόπο τις εν λόγω συναλλαγές (βλ. ΣτΕ 1126/2009 Δ/7μ.).

4. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την πράξη επιβολής προστίμου διαπιστώθηκε, μετά από διενεργηθέντα έλεγχο, ότι ο αναιρεσίβλητος πώλησε πακέτο 302.000 μετοχών της εταιρείας ..................., μέσω της εταιρείας .................., στην τιμή των 1.999.362.800 δραχμών, όπως γνωστοποιήθηκε στο κοινό, εισπράττοντας, όμως, πράγματι, κατά τη διαπίστωση των οργάνων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μόνον το ποσό των 449.362.800 δραχμών. Το λοιπό ποσό των 750.000.000 δραχμών ο αναιρεσίβλητος φέρεται να εισέπραξε από την εν λόγω χρηματιστηριακή εταιρεία με ισόποση επιταγή, που είχε εκδώσει προς αυτήν την ίδια ημέρα (20.5.1999) ο υιός του. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δηλαδή, θεώρησε ότι έλαβαν χώρα συναλλαγές σε δημοσιοποιηθείσες τιμές ουσιωδώς διάφορες των πραγματικών τιμών διεξαγωγής των εν λόγω συναλλαγών «και (ότι) επομένως (ο αναιρεσίβλητος) διενήργησε συναλλαγές επί μετοχών (αγοραπωλησίες πακέτου μετοχών) σε τιμή που διέφερε σημαντικά από την τιμή που έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό και με αυτό τον τρόπο διέδωσε ή δημοσίευσε ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες για μετοχές, οι οποίες από τη φύση τους μπορούν να επηρεάσουν την τιμή και την εμπορευσιμότητά τους και έτσι έχει παραβεί το άρθρο 72 παρ. 2 του ν. 1969/1991, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 96 του ν. 2533/1997 και την παρ. δ της απόφασης 71/2.4.1996 συνεδρίασης του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όπως ισχύει». Ειδικότερα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπίστωσε ότι είχε πραγματοποιηθεί συμψηφισμός απαιτήσεων μεταξύ του αναιρεσίβλητου και των αγοραστών, αλλά και μεταφορά ποσών σε τρίτα πρόσωπα, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται η ανωτέρω διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της δημοσιοποιηθείσας τιμής διεξαγωγής των ανωτέρω συναλλαγών. Έκρινε, εξ άλλου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αβάσιμους τους προβληθέντες με υπόμνημα ισχυρισμούς του αναιρεσίβλητου περί του ότι εισέπραξε στο ακέραιο το τίμημα πωλήσεως των μετοχών είτε με πίστωση προσωπικών του τραπεζικών λογαριασμών είτε με πίστωση λογαριασμών τρίτων για την εξόφληση προσωπικών του οικονομικών υποχρεώσεων, με τους οποίους (ισχυρισμούς), κατά την κρίση της Επιτροπής, ο αναιρεσίβλητος δεν αρνείτο ότι μέρος των χρημάτων από τις συναλλαγές αυτές δεν το εισέπραξε αλλά μεταφέρθηκε τελικώς σε λογαριασμούς τρίτων. Με την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι οι σχετικοί ισχυρισμοί του αναιρεσίβλητου περί αναιτιολογήτου της πράξης επιβολής προστίμου και περί μη στοιχειοθετήσεως της ανωτέρω παραβάσεως, με την αιτιολογία ότι, ακόμη και αν εισπράχθηκε το επίμαχο ποσό, τούτο δεν έγινε ως προϊόν πώλησης των μετοχών αλλά για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ της πραγματικής και της δημοσιοποιηθείσας τιμής πώλησης των μετοχών. Με την έφεση ενώπιον του Τριμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο αναιρεσίβλητος ισχυρίστηκε - και έγινε αντιστοίχως δεκτό από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο - ότι οι πληρωμές σε τρίτα πρόσωπα αφορούσαν σε συναλλαγές ανεξάρτητες της χρηματιστηριακής, ότι, ομοίως, η έκδοση από τον υιό του αναιρεσίβλητου, την αυτή ημέρα, της τραπεζικής επιταγής που χρησιμοποιήθηκε από τη χρηματιστηριακή εταιρεία για την εξόφληση μέρους του τιμήματος της συναλλαγής, είχε γίνει για άλλη, ανεξάρτητη συναλλαγή του υιού, ότι πάντως νομίμως εξοφλήθηκε στον αναιρεσίβλητο (έστω και καθυστερημένα) το συνολικό τίμημα της πωλήσεως του πακέτου μετοχών της εταιρείας Τεχνική Ολυμπιακή, ότι οι μεταφορές ποσών σε πίστωση λογαριασμών τρίτων προσώπων δεν σχετίζονται με πράξεις του αναιρεσίβλητου, αλλά αφορούν στη σχέση της χρηματιστηριακής εταιρείας με τους πελάτες της και τον τρόπο αποπληρωμής των οφειλών τους προς αυτήν, επί των οποίων ο αναιρεσίβλητος δεν μπορούσε να είχε γνώση, τέλος δε, ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ποιά πρόσωπα αγόρασαν πράγματι μετοχές της Τεχνικής Ολυμπιακής σε τιμή μικρότερη της δημοσιευθείσας. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η δημοσιευθείσα τιμή της αγοραπωλησίας του πακέτου των μετοχών της Τεχνικής Ολυμπιακής ήταν πραγματική και αληθής και ότι ο αναιρεσίβλητος δεν υπέπεσε στην παράβαση που του καταλογίστηκε.

5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προβάλλεται ότι κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 72 παρ. 2 του Ν. 1969/1991 και με ελλιπή αιτιολογία ως προς την πλήρωση των πραγματικών προϋποθέσεων των ως άνω εφαρμοστέων διατάξεων δέχθηκε το δικάσαν δικαστήριο ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της πραγματοποιηθείσας συναλλαγής και του ποσού που τελικώς πληρώθηκε και ως εκ τούτου, ότι η δημοσιευθείσα τιμή ήταν πραγματική και αληθής, χωρίς να εκφέρει κρίση επί του ζητήματος αν εν τούτοις υπάρχει διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας της συναλλαγής και της ανακοινωθείσας τιμής στο ευρύ επενδυτικό κοινό, το οποίο ήταν το κρίσιμο στοιχείο για την επιβολή του προστίμου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Οι περί αναιτιολογήτου λόγοι αυτοί αναιρέσεως του Δημοσίου παρίστανται βάσιμοι διότι μόνη η διαπίστωση, από το δικάσαν δικαστήριο, ότι το ποσό που αντιστοιχούσε στο τίμημα της ένδικης χρηματιστηριακής συναλλαγής είχε, πάντως, σε κάποια χρονική στιγμή, καταβληθεί πλήρως στον αναιρεσίβλητο πωλητή των μετοχών μέσω της χρηματιστηριακής εταιρείας «.....................», δεν αρκεί για τη θεμελίωση της κρίσης ότι η καταλογισθείσα στον αναιρεσίβλητο παράβαση του άρθρου 72 παρ. 2 του Ν. 1969/1991 δεν είχε συντελεστεί, δεδομένου ότι δεν ήταν εν προκειμένω κρίσιμη η τυχόν πραγματοποιηθείσα λογιστική κάλυψη του ποσού της συναλλαγής αλλά η διαπίστωση ότι το επίμαχο ποσό των 750.000.000 δραχμών είχε πράγματι καταβληθεί στον αναιρεσίβλητο με αιτία την κάλυψη της συγκεκριμένης συναλλαγής, στοιχείο για το οποίο το δικάσαν δικαστήριο δεν διατυπώνει βέβαιη, σαφή και αιτιολογημένη κρίση. Τούτο δε, ενόψει και των ειδικών και συγκεκριμένων ισχυρισμών που είχε προβάλει το Δημόσιο ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, οι οποίοι, μη ειδικώς αντικρουόμενοι, κατέτειναν στην απόδειξη του γεγονότος ότι η αξία της συναλλαγής, όπως διαμορφώθηκε τελικώς μετά από τη διεύρυνση του κύκλου των συναλλασσομένων - πιστωτών του τιμήματος, διαφέρει σημαντικά από την τιμή που έγινε γνωστή στο ευρύ επενδυτικό κοινό κατά το χρόνο διενέργειας της συναλλαγής, στο οποίο, με τον τρόπο αυτό, δημιουργήθηκε παραπλανητική εικόνα για την πορεία των μετοχών και την πραγματική χρηματιστηριακή αξία των συγκεκριμένων εισηγμένων εταιρειών.

6. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, η δε υπόθεση να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στο Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, το οποίο ήδη κατέστη αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρο 218 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 42 του ν. 3900/2010 (Α 213), για νέα νόμιμη κρίση.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται την αίτηση αναιρέσεως.

Αναιρεί την 201/2005 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.

Παραπέμπει την υπόθεση στο Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Πειραιά.
Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Δημοσίου ύψους εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Αυγούστου 2012.
Ο Πρόεδρος του Στ` Τμήματος Η Γραμματέας του Στ` Τμήματος Αθ. Ράντος Ε. Γκίκα Α.Σ.