ΣτΕ 884 - 2011 - Για τη γέννηση προσωπικής και αλληλεγγύου ευθύνης των προσώπων που είναι διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών για...

ΣτΕ 884 - 2011 - Για τη γέννηση προσωπικής και αλληλεγγύου ευθύνης των προσώπων που είναι διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών για...

ΘΕΜΑ: Για τη γέννηση προσωπικής και αλληλεγγύου ευθύνης των προσώπων που είναι διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών (α) για την πληρωμή φόρου εισοδήματος των εν λόγω εταιρειών, (β) για την πληρωμή παρακρατουμένων από τις εταιρείες αυτές φόρων (ήτοι παρακρατουμένων και αποδιδομένων φόρων εισοδήματος μισθωτών υπηρεσιών των εργαζομένων) και (γ) για την πληρωμή Φ.Π.Α., απαιτείται τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα να έχουν τις προαναφερθείσες ιδιότητες κατά τον χρόνο, μεταξύ άλλων, της διαλύσεως του νομικού προσώπου της εταιρείας, δηλαδή η ανωτέρω προσωπική και αλληλέγγυος ευθύνη γεννάται, εφόσον επέρχεται κατά νόμο διάλυση του νομικού προσώπου της εταιρείας

Αν ο επίμαχος φόρος έχει παρακρατηθεί ή εισπραχθεί από το υπόχρεο νομικό πρόσωπο και δεν έχει αποδοθεί, συνευθύνονται για την πληρωμή του τα προαναφερθέντα φυσικά πρόσωπα, υπό την προϋπόθεση ότι είχαν τις σχετικές ιδιότητες (του διευθυντή, διαχειριστή κλπ.) κατά τη λήξη της προθεσμίας αποδόσεως του φόρου ή τις απέκτησαν σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής.

Αν, αντιθέτως, ο επίμαχος φόρος δεν έχει παρακρατηθεί ή δεν έχει εισπραχθεί από το υπόχρεο νομικό πρόσωπο, η ως άνω πρόσθετη ευθύνη γεννάται μόνο για τα φυσικά πρόσωπα που είχαν τις σχετικές ιδιότητες κατά τον χρόνο που υπήρχε η (μη εκπληρωθείσα) υποχρέωση παρακρατήσεως ή εισπράξεως του φόρου.

ΣτΕ 884/2011

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Οκτωβρίου 2010 με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ηρ. Τσακόπουλος, Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Κουσούλης, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Ηλ. Μάζος, Ι. Παπαγιάννης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 29 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση: του .........του................, κατοίκου .......................... (οδός ... ....... αρ. .. και ..........), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο ....................... (Α.Μ. ...................), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η άρνηση χορηγήσεως σε αυτόν αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας χρεών προς το Δημόσιο, καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Ι. Παπαγιάννη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ` αριθ. 2452279, 3369250/3.1.2007 ειδικά έντυπα).

2. Επειδή ο αιτών με την από 10.11.2006 αίτησή του προς τη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) Αμαρουσίου ζήτησε να του χορηγηθεί αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας, κατά το άρθρο 26 του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε κατά τον ανωτέρω χρόνο, για την πώληση ακινήτου. Με πράξη της ανωτέρω Δ.Ο.Υ., η οποία καταχωρίσθηκε επί της προαναφερθείσης αιτήσεως, εκδηλώθηκε ρητή άρνηση χορηγήσεως του ως άνω αποδεικτικού στον αιτούντα. Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της αρνήσεως αυτής.

3. Επειδή η κρινόμενη διαφορά ανήκει στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, εισάγεται δε αρμοδίως ενώπιον του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου (βλ. ΣτΕ 3438/1998 ολομ., 646/2005, 4104/2005 κ.ά.), δοθέντος ότι η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. γ΄ του Ν. 1406/1983 (Α΄182), όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το 51 παρ. 1 του Ν. 3659/2008 (Α΄ 77/7.5.2008), με την οποία υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που προκύπτουν «από την άρνηση χορήγησης αποδεικτικού ή βεβαιώσεως ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από οποιαδήποτε αιτία», δεν κατέλαβε τις υποθέσεις που, όπως η κρινόμενη, ήταν εκκρεμείς κατά τον χρόνο που άρχισε να ισχύει ο Ν. 3659/2008 (βλ. άρθρα 51 παρ. 4 και 82 του Ν. 3659/2008).

4. Επειδή η επ` ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως εχώρησε νομίμως παρά τη μη παράσταση του καθ` ου η αίτηση Υπουργού Οικονομικών, δεδομένου ότι αντίγραφα της κρινόμενης αιτήσεως και της από 17.1.2008 πράξεως του Προέδρου περί ορισμού δικασίμου κοινοποιήθηκαν νομοτύπως στον ως άνω Υπουργό (βλ. τα από 2.4.2007 και 25.1.2008 αποδεικτικά επιδόσεως).

5. Επειδή το άρθρο 115 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 2238/1994-Α΄ 151, εφεξής: «Κ.Φ.Ε.») ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής :
«1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών ... κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα [νόμο], καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. ...».
(Η ανωτέρω διάταξη του Κ.Φ.Ε. αποδίδει το περιεχόμενο διατάξεως του άρθρου 17 του Ν.Δ. 3843/1958 «Περί φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων» (Α΄148), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 542/1977- Α΄41).

Με την παράγραφο 6 του άρθρου 22 του Ν. 2648/1998 (Α΄238/22.10.1998) προστέθηκε στο άρθρο 115 του Κ.Φ.Ε. παράγραφος 3, έχουσα ως εξής: «3. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν, ως εξής: α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά. β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου».

Με την παράγραφο 7 του άρθρου 22 του Ν. 2648/1998 ορίσθηκε περαιτέρω ότι: «7. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 εφαρμόζονται και για την περίπτωση β΄ του άρθρου 45 του ν. 1642/1986 (ΦΕΚ 125 Α΄), καθώς και για οφειλές φόρου κύκλου εργασιών». Οι προαναφερθείσες παράγραφοι 6 και 7 του άρθρου 22 του Ν. 2644/1998 άρχισαν να ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 2 του νόμου τούτου, από την πρώτη του μεθεπομένου της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μηνός, δηλαδή από την 1.12.1998. Εξάλλου, το άρθρο 45 του Ν. 1642/1986 «Για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας» (Α΄125), όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 11 παρ. 19 του Ν. 2386/1996 (Α΄43), όριζε ότι: «Για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον υπόχρεο και οι εξής: ... β) οι νόμιμοι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων, κατά το χρόνο διάλυσης, συγχώνευσης ή μετατροπής τους, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης του φόρου...». Η ως άνω διάταξη του Ν. 1642/1986 κωδικοποιήθηκε και ισχύει ήδη ως διάταξη του άρθρου 55 περ. β΄ του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο Ν. 2859/2000 (Α΄248/7.11.2000).

Ο Κώδικας αυτός ισχύει αφότου άρχισαν να ισχύουν οι κωδικοποιηθείσες με αυτόν διατάξεις (άρθρο δεύτερο του Ν. 2859/2000), δηλαδή, ως προς τις διατάξεις του Ν. 1642/1986, από την 1.1.1987 (άρθρο 65 του ως άνω Κώδικα Φ.Π.Α.).

6. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 63 του Ν. 2725/1999 «Ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις» (Α΄121) ορίζει ότι «Με προεδρικό διάταγμα ... μπορεί να ορίζεται ότι τα τμήματα αμειβομένων αθλητών συγκεκριμένου κλάδου άθλησης μπορεί να μετατρέπονται [σε] αθλητικές ανώνυμες εταιρείες (Α.Α.Ε.), για την ίδρυση, την οργάνωση και τη λειτουργία των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 «περί Ανωνύμων Εταιρειών», όπως εκάστοτε ισχύει, καθώς και οι διατάξεις του παρόντος και των σε εκτέλεση αυτού εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων...», το δε άρθρο 113 του ίδιου Ν. 2725/1999 ορίζει ότι «1. Επαγγελματική καλαθοσφαίριση είναι η διεξαγόμενη είτε με ομάδες καλαθοσφαιρικών ανωνύμων εταιρειών (Κ.Α.Ε.) είτε με τμήματα αμειβόμενων καλαθοσφαιριστών (Τ.Α.Κ.) αθλητικών σωματείων. 2. Οι Κ.Α.Ε. είναι αθλητικές ανώνυμες εταιρείες. 3. ...». Εξάλλου, το Π.Δ. 207/1997 περί μετατροπής των Τμημάτων Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών σε Καλαθοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες (Α΄163/19.8.1997), το οποίο είχε εκδοθεί κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 του Ν. 1958/1991 (A΄ 122), όριζε στο άρθρο 1 ότι «α. Τα αθλητικά σωματεία που διατηρούν Τμήματα Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών (ΤΑΚ) και μετέχουν στο Πρωτάθλημα της ανώτατης κατηγορίας καλαθοσφαίρισης Ανδρών συνιστούν υποχρεωτικά Καλαθοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες (ΚΑΕ) κατά τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/20 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών» και της εν γένει εμπορικής νομοθεσίας ... β. ...». Περαιτέρω, ο κωδικοποιημένος Ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», στον οποίο παραπέμπουν οι προαναφερθείσες διατάξεις, ορίζει στο άρθρο 47α παρ. 1, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 27 του Ν.Δ. 4237/1962 (Α΄123), ότι «Η Εταιρεία λύεται: α) άμα τη παρόδω του εν τω καταστατικώ οριζομένου χρόνου διαρκείας αυτής, β) δι` αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως ... και γ) άμα τη κηρύξει της Εταιρείας εις κατάστασιν πτωχεύσεως».

7. Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 17 παρ. 5 του Ν. 2947/2001 (Α΄228) ορίσθηκαν τα εξής: «Οι διατάξεις του άρθρου 46Α του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), όπως αυτός ισχύει, εφαρμόζονται και στις αθλητικές ανώνυμες εταιρείες, όπως αυτές ορίζονται στα άρθρα 63 επ. του Ν. 2725/1999. Ειδικός εκκαθαριστής αθλητικής ανώνυμης εταιρείας διορίζεται το αντίστοιχο ιδρυτικό αθλητικό σωματείο ... Το ιδρυτικό αθλητικό σωματείο αμέσως μετά τη θέση ανώνυμης αθλητικής εταιρείας σε εκκαθάριση, διαθέτει με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό το δικαίωμα σύστασης νέας αθλητικής ανώνυμης εταιρείας προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια συμμετοχής στις αντίστοιχες αθλητικές διοργανώσεις. Ως προς τη διάθεση και του δικαιώματος αυτού ισχύουν αναλόγως οι ρυθμίσεις του άρθρου 46Α του Ν. 1892/1990, όπως αυτός ισχύει. ... Από το πλειστηρίασμα ικανοποιείται ως πρώτος προνομιούχος πιστωτής το Ελληνικό Δημόσιο. ...» (Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 του Ν. 2947/2001 ίσχυσε μέχρι τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Ν. 3372/2005- Α΄187/2.8.2005, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 του νόμου τούτου). Περαιτέρω, με το άρθρο 46α του Ν. 1892/1990 (Α΄101), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 2000/1991 (Α΄206), καθορίσθηκε η διαδικασία της ειδικής εκκαθαρίσεως των επιχειρήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του (το άρθρο αυτό καταργήθηκε από τις 16.9.2007- βλ. άρθρα 180 και 181 περ. δ΄ του Πτωχευτικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 3588/2007-Α΄153/10.7.2007). Όπως ειδικότερα προκύπτει από τις διατάξεις των παρ. 1, 2 και 9 του ως άνω άρθρου 46α του Ν. 1892/1990, η θέση της επιχειρήσεως στη διαδικασία της ειδικής εκκαθαρίσεως γίνεται κατ` αίτηση πιστωτών της με απόφαση του αρμοδίου πολιτικού Εφετείου (της έδρας της επιχειρήσεως). Η διαδικασία αυτή ειδικής εκκαθαρίσεως οδηγεί στην πώληση από τον εκκαθαριστή, με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό, «όλου του ενεργητικού της επιχείρησης ως συνόλου, είτε η επιχείρηση ευρίσκεται εν λειτουργία είτε όχι», από της καταβολής δε όλου του πλειστηριάσματος «επέρχονται όλες οι έννομες συνέπειες της καταβολής όλου του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή, που ορίζονται στο άρθρο 1005 Κ.Πολ.Δικ.» (ήτοι χορήγηση περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως στον υπερθεματιστή, απόσβεση υποθηκών ή προσημειώσεων επί μεταβιβαζομένου ακινήτου), δεν έχει δε εφαρμογή επί της εν λόγω μεταβιβάσεως του συνόλου του ενεργητικού της επιχειρήσεως η διάταξη του άρθρου 479 του Αστικού Κώδικα, η οποία αφορά τις συνέπειες της κατά το κοινό δίκαιο αναδοχής αστικής φύσεως χρεών επί μεταβιβάσεως ομάδος περιουσίας (βλ. περί των ανωτέρω τις παρ. 2 και 9 άρθρου 46α Ν. 1892/1990). Επίσης, κατά την παρ. 12 του άρθρου 46α του Ν. 1892/1990, επί της ειδικής εκκαθαρίσεως του άρθρου αυτού εφαρμόζεται κατά τα λοιπά η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 3 του Ν. 1386/1983 περί Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Α΄107), όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του ως άνω άρθρου 9 με το άρθρο 48 του Ν. 1882/1990 (Α΄43), η οποία ορίζει ότι «Με τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου, που ορίζεται ο εκκαθαριστής, παύει αυτόματα η εξουσία των οργάνων διοίκησης της εταιρείας, ..., αναστέλλεται η περαιτέρω πτωχευτική διαδικασία, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση και η λήψη προσωρινών, συντηρητικών ή προφυλακτικών μέτρων και αναστέλλονται οι τυχόν εκκρεμείς σχετικές διαδικασίες...».

8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την υπ` αριθ. .................... πράξη του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .................. συνεστήθη, σύμφωνα με το μνημονευθέν Π.Δ. 207/1997, καλαθοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «............................................ .................................» (με διακριτικό τίτλο «..............................»). Με την από 1.7.2000 απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως της εταιρείας αυτής εξελέγη Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.), με θητεία μέχρι 30.6.2002, το οποίο συγκροτήθηκε σε σώμα στις 3.7.2000. Στο εν λόγω Δ.Σ. θέση Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου κατέλαβε ο αιτών, με δικαίωμα να εκπροσωπεί και να δεσμεύει την εταιρεία. Εν τούτοις, τον Αύγουστο του 2001 ο αιτών απώλεσε την προαναφερθείσα ιδιότητα, για τον λόγο ότι με την από 20.8.2001 προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης διορίσθηκε προσωρινή διοίκηση της εταιρείας, αποτελούμενη από άλλα πρόσωπα.

Στις 8.11.2001 η έκτακτη Γ.Σ. της εταιρείας εξέλεξε νέο Δ.Σ., στο οποίο επίσης δεν συμμετείχε ο αιτών (περί των ανωτέρω βλ. τις από 12.12.1997, 3.8.2000, 31.10.2001 και 28.11.2001 ανακοινώσεις καταχωρίσεων στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της εταιρείας .........................., οι οποίες δημοσιεύθηκαν στα υπ` αριθ. 8642/12.12.1997, 7453/8.8.2000, 9885/6.11.2001 και 10589/29.11.2001 Φ.Ε.Κ./τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε.). Στη συνέχεια, ο αιτών, με την ιδιότητα πιστωτή της εταιρείας ....................., κατέθεσε αίτηση (16.11.2001) στο Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την οποία ζήτησε να τεθεί η εταιρεία σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με τις μνημονευθείσες διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 5 του Ν. 2947/2001 και 46α του Ν. 1892/1990, επειδή βρισκόταν σε έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων οφειλών της. Μετά την έκδοση της σχετικής αποφάσεως (αριθ. 774/2002) του Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο δέχθηκε την αίτηση του αιτούντος, επακολούθησε η ανωτέρω ειδική εκκαθάριση, η οποία κατέληξε στη μεταβίβαση του ενεργητικού της εταιρείας ως συνόλου, με την υπ` αριθ. 10608/12.1.2004 πράξη του ως άνω συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κ.Γ., στους πλειοδότες του διενεργηθέντος πλειοδοτικού διαγωνισμού. Από τη μεταβίβαση αυτή προέκυψε, ως προϊόν της εκκαθαρίσεως, το ποσό των 129.600 ευρώ, υπολειπόμενο κατά πολύ των απαιτήσεων του Δημοσίου, το οποίο, ως πρώτος προνομιούχος κατά νόμο πιστωτής (άρ. 17 παρ. 5 Ν. 2947/2001), είχε αναγγείλει απαιτήσεις που υπερέβαιναν, κατά το χρόνο της αναγγελίας, τα 3.000.000 ευρώ. Ακολούθως, η προϊσταμένη της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης, στην οποία υπαγόταν η εταιρεία ......., ζήτησε με το υπ` αριθ. πρωτ. 2302/20.1.2006 έγγραφό της προς τη Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου, στην οποία ανήκει ο αιτών, να αρνηθεί τη χορήγηση σε αυτόν αποδεικτικού ενημερότητας, αναφέροντας τα εξής: «[ο .............. .........] ... είναι Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας Κ.Α.Ε. ..... ... και έχει ευθύνη σύμφωνα με το αρ. 10 Ν. 542/1977 για τον οφειλόμενο φόρο εισοδήματος. Επίσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 6 & 7 Ν. 2648/1998 με τις οποίες προστέθηκε η παράγραφος 3 στο άρθρο 115 του Ν. 2238/1994, για τους οφειλόμενους παρακρατούμενους φόρους και ΦΠΑ. Οφειλόμενο ποσό 4.797.215,20 ευρώ». Η Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου αρνήθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη της τη χορήγηση στον αιτούντα του ζητηθέντος αποδεικτικού, επικαλούμενη το ανωτέρω έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης, το οποίο αποτελεί και την αιτιολογία της. Εξάλλου, στο υπ` αριθ. πρωτ. 16900/18.6.2007 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών (προερχόμενο από τη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης) προς το Δικαστήριο, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν χορηγήθηκε στον αιτούντα το ζητηθέν αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας, διότι αυτός θεωρήθηκε ως συνευθυνόμενος κατά τη μνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 115 παρ. 3 του Κ.Φ.Ε. (άρ. 22 παρ. 6 Ν. 2648/1998) για χρέη της εταιρείας ................. από παρακρατούμενους φόρους κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της. Ειδικότερα, στο ανωτέρω έγγραφο διαλαμβάνονται τα εξής: «Τα συγκεκριμένα χρέη της εταιρείας, που αφορούν παρακρατούμενους φόρους και για τα οποία ευθύνεται, κατά τις ανωτέρω διατάξεις [ο αιτών], λόγω του ότι είχε την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου αντιστοιχούν στα υπό στοιχεία βεβαίωσης 7050/14.10.2002, 7261/28.11.2003 και 3036/26.5.2004, όπως αυτά αναλυτικά φαίνονται στον επισυναπτόμενο πίνακα χρεών». Από τον πίνακα αυτόν, ο οποίος αναφέρεται σε στοιχεία προγενέστερα της προσβαλλόμενης πράξεως και επομένως αναγόμενα στην αιτιολογία της, προκύπτει ότι οι προαναφερθείσες βεβαιώσεις αφορούν τις ακόλουθες κατηγορίες φορολογικών χρεών: α) «λοιπούς εμμέσους φόρους» οικονομικών ετών 1996, 1997 και 1998 (βεβαίωση υπ` αριθ. 7050/14.10.2002) και β) «εισόδημα» οικονομικών ετών 1999, 2000 και 2001 (βεβαίωση υπ` αριθ. 7261/28.11.2003) και οικονομικού έτους 2000 (βεβαίωση υπ` αριθ. 3036/26.5.2004).

9. Επειδή από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 115 του Κ.Φ.Ε. (άρθρο 10 του Ν. 542/1977) και του άρθρου 55 περ. β΄ του Ν. 2859/2000 (άρθρο 45 περ. β΄ του κωδικοποιηθέντος Ν. 1642/1986), οι οποίες παρατέθηκαν στην πέμπτη σκέψη, προκύπτει ότι για τη γέννηση προσωπικής και αλληλεγγύου ευθύνης των προσώπων που είναι διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών (α) για την πληρωμή φόρου εισοδήματος των εν λόγω εταιρειών, (β) για την πληρωμή παρακρατουμένων από τις εταιρείες αυτές φόρων (ήτοι παρακρατουμένων και αποδιδομένων φόρων εισοδήματος μισθωτών υπηρεσιών των εργαζομένων) και (γ) για την πληρωμή Φ.Π.Α., απαιτείται τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα να έχουν τις προαναφερθείσες ιδιότητες κατά τον χρόνο, μεταξύ άλλων, της διαλύσεως του νομικού προσώπου της εταιρείας, δηλαδή η ανωτέρω προσωπική και αλληλέγγυος ευθύνη γεννάται, εφόσον επέρχεται κατά νόμο διάλυση του νομικού προσώπου της εταιρείας. Περαιτέρω, με την επίσης μνημονευθείσα διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 115 του Κ.Φ.Ε., η οποία προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 6 του Ν. 2648/1998 και εφαρμόζεται σε συνδυασμό με την παρ. 7 του άρθρου τούτου, η προαναφερθείσα προσωπική και αλληλέγγυος ευθύνη των διευθυντών, διαχειριστών κλπ. των ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών επεκτάθηκε, όσον αφορά την πληρωμή των παρακρατουμένων φόρων, καθώς και του φόρου προστιθεμένης αξίας ή άλλων (εμμέσων) φόρων κύκλου εργασιών, πέραν των περιπτώσεων διαλύσεως της εταιρείας, και στα φυσικά πρόσωπα που αποκτούν τις ίδιες αυτές ιδιότητες κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εταιρείας, χωρίς να απαιτείται και διάλυσή της, για οποιονδήποτε λόγο, σε μεταγενέστερο χρόνο. Εν όψει, πάντως, της ισχύος των διατάξεων των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 22 του Ν. 2648/1998, μόνο για το μέλλον, όπως τούτο ρητώς προκύπτει από το άρθρο 48 παρ. 2 του νόμου αυτού, οι σχετικές φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας (από παρακρατούμενους φόρους, Φ.Π.Α., Φ.Κ.Ε.) πρέπει να γεννώνται μετά τη θέση σε ισχύ των ως άνω διατάξεων, δηλαδή μετά την 1.12.1998 (πρβλ. ΣτΕ 2978/2006 επτ.). Εφ` όσον, εξάλλου, συντρέχει η χρονική αυτή προϋπόθεση, ο νόμος (άρθρο 115 παρ. 3 Κ.Φ.Ε.) διακρίνει περαιτέρω δύο περιπτώσεις: α) Αν ο επίμαχος φόρος έχει παρακρατηθεί ή εισπραχθεί από το υπόχρεο νομικό πρόσωπο και δεν έχει αποδοθεί, συνευθύνονται για την πληρωμή του τα προαναφερθέντα φυσικά πρόσωπα, υπό την προϋπόθεση ότι είχαν τις σχετικές ιδιότητες (του διευθυντή, διαχειριστή κλπ.) κατά τη λήξη της προθεσμίας αποδόσεως του φόρου ή τις απέκτησαν σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής. β) Αν, αντιθέτως, ο επίμαχος φόρος δεν έχει παρακρατηθεί ή δεν έχει εισπραχθεί από το υπόχρεο νομικό πρόσωπο, η ως άνω πρόσθετη ευθύνη γεννάται μόνο για τα φυσικά πρόσωπα που είχαν τις σχετικές ιδιότητες κατά τον χρόνο που υπήρχε η (μη εκπληρωθείσα) υποχρέωση παρακρατήσεως ή εισπράξεως του φόρου. Άπαντα τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στις αθλητικές ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες ιδρύονται και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις που παρατέθηκαν στην έκτη σκέψη, δεδομένου ότι δεν υπάρχει αντίθετος σχετικός ορισμός στις ειδικές αυτές διατάξεις.

10. Επειδή, εξάλλου, όπως προκύπτει από τις ήδη παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 46α του Ν. 1892/1990 και του άρθρου 17 παρ. 5 του Ν. 2947/2001, η υπαγωγή επιχειρήσεως και ειδικότερα επιχειρήσεως η οποία ανήκει σε αθλητική ανώνυμη εταιρεία στη διαδικασία ειδικής εκκαθαρίσεως του άρθρου 46α του Ν. 1892/1990, καθώς και η ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής με την εκποίηση του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση εταιρικής επιχειρήσεως, δεν συνιστούν, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, λόγους αυτοδίκαιης διαλύσεως της εταιρείας. Η υπαγωγή, άλλωστε, στην ως άνω διαδικασία ειδικής εκκαθαρίσεως δεν συμπεριελήφθη μεταξύ των περιοριστικώς απαριθμουμένων στο άρθρο 47α του Ν. 2190/1920 λόγων λύσεως των ανωνύμων εταιρειών. Τούτο δε, διότι η ανωτέρω διαδικασία αφορά στην εκκαθάριση επιχειρήσεως με την εκποίηση του ενεργητικού της και όχι στην εκκαθάριση του νομικού προσώπου της εταιρείας, το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει (βλ. ΣτΕ 4104/2005, 1042/2004), όπως συνάγεται και από τη διατύπωση της εισηγητικής εκθέσεως του Ν. 2000/1991, με τον οποίο θεσπίσθηκε η διάταξη του άρθρου 46α του Ν. 1892/1992, σύμφωνα με την οποία η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στη «... θέσπιση ενός σύγχρονου τρόπου πώλησης από τον εκκαθαριστή όλων των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης, ως συνόλου ... με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό ...».

11. Επειδή, εν όψει των εκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, η προσβαλλόμενη άρνηση της Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου να χορηγήσει στον αιτούντα το κατ` άρθρο 26 (παρ. 1 και 3) του Ν. 1882/1990, όπως ισχύει, αποδεικτικό ενημερότητας για χρέη και φορολογικές υποχρεώσεις προς το Δημόσιο, δεν είναι νόμιμη. Και τούτο ειδικότερα, διότι:

α) Η εφαρμογή της διαδικασίας ειδικής εκκαθαρίσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 5 του Ν. 2947/2001 και 46α του Ν. 1892/1990, στην καλαθοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία ............ δεν είχε ως συνέπεια τη λύση της εταιρείας. Συνεπεία τούτου, δεν μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να τύχει εφαρμογής η προϋποθέτουσα διάλυση του νομικού προσώπου της εταιρείας διάταξη του άρθρου 115 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε. (ήτοι του άρθρου 10 του Ν. 542/1977) προς θεμελίωση προσωπικής και αλληλεγγύου ευθύνης του αιτούντος, ως ασκήσαντος καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας .......... κατά τη χρονική περίοδο Ιουλίου 2000-Αυγούστου 2001, για χρέη της εταιρείας αυτής από φορολογία εισοδήματος. Επομένως, κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη άρνηση χορηγήσεως αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας στηρίζεται στην επίκληση ευθύνης του αιτούντος κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 115 παρ. 1 Κ.Φ.Ε. για οφειλόμενους από την εταιρεία ............. φόρους εισοδήματος (υπ` αριθ. πρωτ. 2302/20.1.2006 έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης και υπ` αριθ. 7261/28.11.2003 και 3036/26.5.2004 βεβαιώσεις φόρων εισοδήματος ετών 1999, 2000, 2001), είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα.

β) Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη άρνηση χορηγήσεως αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας, κατά το μέρος που στηρίζεται στην επίκληση ευθύνης του αιτούντος, με την προαναφερθείσα ιδιότητά του, κατά το άρθρο 115 παρ. 3 του Κ.Φ.Ε. (ήτοι χωρίς να απαιτείται διάλυση της ανώνυμης εταιρείας) για χρέη της εταιρείας ........ για «λοιπούς εμμέσους φόρους» των οικονομικών ετών 1996 και 1997 (υπ` αριθ. 7050/14.10.2002 βεβαίωση), είναι επίσης μη νόμιμη και ακυρωτέα, διότι τα προαναφερόμενα χρέη ανάγονται πάντως σε χρόνο προγενέστερο της 1.12.1998, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε αρχίσει να ισχύει και επομένως δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 115 παρ. 3 του Κ.Φ.Ε., κατά τα εκτεθέντα στην ένατη σκέψη της παρούσης αποφάσεως. Τέλος, κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη αρνητική πράξη στηρίζεται στην αόριστη επίκληση χρεών της εταιρείας ............ από «οφειλόμενους παρακρατούμενους φόρους και Φ.Π.Α.» και «λοιπούς εμμέσους φόρους» οικονομικού έτους 1998 (υπ` αριθ. πρωτ. 2302/20.1.2006 έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης, υπ` αριθ. 7050/14.10.2002 βεβαίωση) και στην συνευθύνη του αιτούντος για τα χρέη αυτά κατά το άρθρο 115 παρ. 3 του Κ.Φ.Ε., είναι ακυρωτέα ως πλημμελώς αιτιολογημένη, προεχόντως διότι ούτε από το σώμα της προσβαλλόμενης πράξεως ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει αν οι φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας ......... από τις ανωτέρω αιτίες γεννήθηκαν από την 1.12.1998 και εφεξής, ώστε να μπορεί να τύχει κατ` αρχήν εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 115 παρ. 3 του Κ.Φ.Ε. περαιτέρω δε διότι, ακόμη και αν συνέτρεχε η ανωτέρω προϋπόθεση, ουδόλως προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξεως αν οι σχετικοί φόροι παρακρατήθηκαν ή εισπράχθηκαν από την εταιρεία .......... ή όχι, ώστε, αναλόγως της περιπτώσεως (θετικής ή αρνητικής), να μπορεί να ελεγχθεί ακυρωτικώς αν ιδρύθηκε, κατά νόμο, ευθύνη του αιτούντος ως ασκήσαντος καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας είτε από της λήξεως της προθεσμίας αποδόσεως των παρακρατηθέντων ή εισπραχθέντων φόρων και εφεξής είτε κατά τον χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακρατήσεως ή εισπράξεώς τους, η οποία τυχόν δεν εκπληρώθηκε.

12. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη άρνηση της Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου να χορηγήσει στον αιτούντα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας πρέπει, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθεί, να αναπεμφθεί δε η υπόθεση στην αρμόδια διοικητική αρχή, προκειμένου να ενεργήσει τα νόμιμα.

Διά ταύτα

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Ακυρώνει την προσβαλλόμενη άρνηση της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Αμαρουσίου να χορηγήσει στον αιτούντα αποδεικτικό ενημερότητας για χρέη και φορολογικές υποχρεώσεις προς το Δημόσιο και αναπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια διοικητική αρχή, για να ενεργήσει τα νόμιμα.
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2010

Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος Σωτ. Ρίζος Δ. Μουζάκη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Μαρτίου 2011.