ΣτΕ 404 - 2012 - Ο επιτηδευματίας που έχει έδρα σε άλλο κράτος μέλος της ΕΚ...

ΣτΕ 404 - 2012 - Ο επιτηδευματίας που έχει έδρα σε άλλο κράτος μέλος της ΕΚ...

ΘΕΜΑ: Ο επιτηδευματίας που έχει έδρα σε άλλο κράτος μέλος της ΕΚ και ενεργεί στην Ελλάδα αποκλειστικά φορολογητέες πράξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 12 (άρθρο 14 νυν 2859/2000), δεν αποκτά άνευ ετέρου και εκ μόνου τού λόγου τούτου μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, διαφορετική από την έδρα του, παρά μόνο αν η παρουσία τής επιχείρησής του στην Ελλάδα εμφανίζει τουλάχιστον μια ελάχιστη συνοχή, αν δηλαδή δηλαδή διατηρεί στην Ελλάδα σε μόνιμη βάση το ανθρώπινο και τεχνικό δυναμικό που είναι αναγκαίο για την παροχή των συγκεκριμένων υπηρεσιών. Εξ άλλου, για να κριθεί αν έχει αποκτήσει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, οι πράξεις του που σε οικονομικό επίπεδο συνιστούν ενιαία υπηρεσία λαμβάνονται υπ’ όψη ενιαίως.

Αν μιά επιχείρηση, στα πλαίσια τού  εσωτερικού καταμερισμού τών εργασιών της, κατατμήσει βοηθητικές ή υποστηρικτικές εργασίες,  γιά τις οποίες δεν διαθέτει η ίδια το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό, και αναθέσει, υπεργολαβικώς,  την άσκησή τους σε άλλη επιχείρηση, οι εργασίες αυτές, οι οποίες δεν έχουν οικονομική αυτοτέλεια,  διότι δεν συνιστούν αφ` εαυτών σκοπό γιά τους πελάτες, αλλά μέσο για να λάβουν και να  χρησιμοποιήσουν την κύρια υπηρεσία, αντιμετωπίζονται ως τμήμα τής κύριας παροχής.

Γιά τον λόγο αυτό, οι επιχειρήσεις και το ανθρώπινο και  τεχνικό δυναμικό διά τού οποίου παρέχονται οι εν λόγω παρεπόμενες υπηρεσίες, εφ’ όσον  λειτουργούν ως υπεργολάβος ή βοηθός εκπληρώσεως ή συνεργάτης τού παρόχου τής κυρίας  παροχής και είναι στην διάθεσή του κατά τρόπο μόνιμο και διαρκή και όχι απλώς ευκαιριακό,  αποτελούν δεδομένα που λαμβάνονται και αυτά υπ` όψιν, για να κριθεί αν ο πάροχος τής κύριας  υπηρεσίας έχει αποκτήσει μόνιμη εγκατάσταση στον τόπο παροχής τής υπηρεσίας, δηλαδή,  επί παροχής υπηρεσιών του αρθ. 12 παρ. 3, στον τόπο εγκατάστασης του λήπτη της υπηρεσίας (εν  προκειμένω στην Ελλάδα).

ο υποκείμενος σε ΦΠΑ επιτηδευματίας που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος  τής Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΚ ήδη ΕΕ) έχει δικαίωμα επιστροφής τού ΦΠΑ που επιβάρυνε τα  αγαθά και τις υπηρεσίες που δέχθηκε στην Ελλάδα και τα οποία χρησιμοποίησε γιά την παροχή σε  λήπτη εγκατεστημένο στην Ελλάδα υπηρεσιών τού άρθρου 12 παρ. 3 τού ίδιου νόμου (άρθρο 14 νυν 2859/2000), στις οποίες  περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες επεξεργασίας στοιχείων ή παροχής πληροφοριών, εφ’ όσον δεν  έχει μόνιμη εγκατάσταση και στην Ελλάδα.

ΣτΕ 404/2012

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ  ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2011 με την εξής σύνθεση: Φ.  Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Τσιμέκας, Β. Καλαντζή,  Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Ι. Σύμπλης, Ε. Σκούρα, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος,  Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 7 Νοεμβρίου 2002 αίτηση:
του Διευθυντή της 14ης Διεύθυνσης Φ.Π.Α. & Ειδικών Φόρων, ο οποίος παρέστη με τον Παναγιώτη  Πανάγο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του υποκαταστήματος της αμερικανικής εταιρείας με την επωνυμία.................................., που είναι εγκατεστημένη στο Λονδίνο Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία παρέστη με  τη ..........................., που την διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Διευθυντής επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1680/2001  απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του  Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Ι. Σύμπλη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, γιά την άσκηση τής κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή  παραβόλου.

2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση τής 1680/2001 αποφάσεως τού  Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με την απόφαση αυτήν απορρίφθηκε έφεση τού  αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά τής 11297/1998 αποφάσεως τού Διοικητικού  Πρωτοδικείου Αθηνών. Mε την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή προσφυγή τής  αναιρεσίβλητης εταιρείας, είχε ακυρωθεί η απόρριψη από την φορολογική αρχή αιτήματος  επιστροφής φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ), ο οποίος είχε επιβαρύνει τιμολόγια παροχής  υπηρεσιών προς την αναιρεσίβλητη έτους 1993, και είχε διαταχθεί η επιστροφή τού φόρου αυτού,  ύψους 5.940.885 δραχμών, ως αχρεωστήτου.

3. Επειδή, η υπόθεση συζητήθηκε στο Τμήμα με επταμελή σύνθεση, στο οποίο είχε παραπεμφθεί με  την 394/2011 απόφαση τού Τμήματος με πενταμελή σύνθεση, λόγω τής σπουδαιότητάς της.

4. Επειδή, στις παραγράφους 2 και 3 τού άρθρου 27 τού ν. 1642/1986 (όπως η παρ. 2 είχε  τροποποιηθεί με την παρ. 28 του άρθρ. 15 του Ν. 2166/1993 (Α 137) και ίσχυε από 1.1.1993),  ορίζεται ότι
"2. Επίσης, επιστρέφεται στον υποκείμενο στο φόρο, ο οποίος είναι εγκαταστημένος σε  άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ο φόρος που επιβάρυνε τα κινητά αγαθά και τις υπηρεσίες  που του προσφέρθηκαν από άλλους υποκείμενους στο φόρο ή την εισαγωγή αγαθών στο  εσωτερικό της χώρας, κατά το μέρος που τα αγαθά αυτά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν: α)  [...] γ) για τις φορολογητέες πράξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 12.
Για την εφαρμογή των  διατάξεων της παραγράφου αυτής δε θεωρείται ότι αποκτά εγκατάσταση στο εσωτερικό της  χώρας ο υποκείμενος στο φόρο που είναι εγκαταστημένος σε άλλο Κράτος μέλος, ο οποίος  πραγματοποιεί στο εσωτερικό της χώρας παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών για τις οποίες  υπόχρεος στο φόρο είναι ο παραλήπτης των αγαθών ή ο λήπτης των υπηρεσιών, σύμφωνα με τις  διατάξεις της περίπτωσης γ της παραγράφου 1 του άρθρου 28 και της περίπτωσης ε΄ της  παραγράφου 4 του άρθρου 29. 

3. Η επιστροφή του φόρου της προηγούμενης παραγράφου  ενεργείται, εφόσον ο υποκείμενος στο φόρο δεν έχει στην Ελλάδα την έδρα της οικονομικής του  δραστηριότητας ή τη μόνιμη εγκατάσταση από την οποία να ασκείται η δραστηριότητα αυτή ή,  ελλείψει αυτών, την κατοικία ή διαμονή του και δεν πραγματοποίησε στο εσωτερικό της χώρας,  κατά τη διάρκεια της περιόδου που ορίζεται στην επόμενη παράγραφο, άλλες πράξεις εκτός από  των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της προηγούμενης παραγράφου. [...]".
 
Στην παρ. 1 τού άρθρου 28  (όπως ίσχυε από 1.1.1993, μετά την αντικατάστασή του άρθρου αυτού, με την παρ. 42 του άρθρ.  1 του Ν. 2093/1992 (Α 181) και την αντικατάσταση τών περ. β΄ και γ΄ τής παρ. 1 με την παρ.30  του άρθρ. 15 του Ν.2166/1993 - Α 137), ορίζεται ότι "Για την παράδοση αγαθών, την  ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, υπόχρεοι στο φόρο είναι: α) ο  εγκαταστημένος στο εσωτερικό της χώρας υποκείμενος στο φόρο, για τις ενεργούμενες απ` αυτόν  πράξεις, β) ο αντιπρόσωπος του εγκαταστημένου εκτός του εσωτερικού της χώρας προσώπου, γ)  ο λήπτης των αγαθών και υπηρεσιών, στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει υποχρέωση  ορισμού αντιπροσώπου, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης ε της παραγράφου 4 του  άρθρου 29 καθώς και σε κάθε περίπτωση που δεν υπάρχει αντιπρόσωπος". 
 
Στην δε παράγραφο 4  τού άρθρου 29 (όπως ίσχυε από 1.1.1993, μετά την αντικατάστασή του άρθρου αυτού με την  παρ. 43 του άρθρ. 1 του Ν. 2093/1992 και την προσθήκη στην παρ. 4 τής περ. ε΄ με την παρ. 31  του άρθρ. 15 του ν. 2166/1993) ορίζεται ότι "Ο υποκείμενος στο φόρο υποχρεούται επίσης: α) [...]  δ) να ορίζει αντιπρόσωπό του, πριν από την ενέργεια οποιασδήποτε φορολογητέας πράξης στο  εσωτερικό της Χώρας, εφόσον πρόκειται για υποκείμενο στο φόρο που δεν είναι μόνιμα  εγκαταστημένος στο εσωτερικό της Χώρας. [...] ε) Δεν υπάρχει υποχρέωση ορισμού  αντιπροσώπου, εφόσον [...]. Επίσης, δεν υπάρχει υποχρέωση ορισμού αντιπροσώπου στην  περίπτωση παροχής υπηρεσιών, οι οποίες εμπίπτουν στις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του  άρθρου 12".
 
Περαιτέρω, στην παρ. 3 τού άρθ. 12 (όπως ισχύει από 1.1.1993, μετά την  αντικατάσταση τού πρώτου εδαφίου αυτής με την παρ. 12 του άρθρου 1 του Ν. 2093/1992)  ορίζεται ότι "3. Επίσης, κατ` εξαίρεση, ο τόπος παροχής υπηρεσιών θεωρείται ότι βρίσκεται στο  εσωτερικό της χώρας στις παρακάτω περιπτώσεις υπηρεσιών, εφόσον παρέχονται από πρόσωπα  εγκατεστημένα σε άλλο κράτος-μέλος σε υποκείμενους στο φόρο, οι οποίοι έχουν στο εσωτερικό  της χώρας την έδρα της οικονομικής τους δραστηριότητας ή τη μόνιμη εγκατάσταση τους ή την  κατοικία, ή τη συνήθη διαμονή τους ή, εφόσον παρέχονται από πρόσωπα εγκαταστημένα εκτός  της Κοινότητας, σε οποιοδήποτε λήπτη εγκαταστημένο στο εσωτερικό της χώρας. α) [...] γ)  συμβούλων γενικά, μηχανικών, γραφείων μελετών, δικηγόρων, λογιστών ή και άλλων παρόμοιων  υπηρεσιών, καθώς και επεξεργασίας στοιχείων ή παροχής πληροφοριών, δ) [...]

5. Επειδή, κατά την έννοια τού άρθρου 27 παρ. 2 (περ γ) και 3, 28 παρ. 1 και 29 παρ. 4 τού ν.  1642/1986, ο υποκείμενος σε ΦΠΑ επιτηδευματίας που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος  τής Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΚ ήδη ΕΕ) έχει δικαίωμα επιστροφής τού ΦΠΑ που επιβάρυνε τα  αγαθά και τις υπηρεσίες που δέχθηκε στην Ελλάδα και τα οποία χρησιμοποίησε γιά την παροχή σε  λήπτη εγκατεστημένο στην Ελλάδα υπηρεσιών τού άρθρου 12 παρ. 3 τού ίδιου νόμου, στις οποίες  περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες επεξεργασίας στοιχείων ή παροχής πληροφοριών, εφ’ όσον δεν  έχει μόνιμη εγκατάσταση και στην Ελλάδα.
 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις αυτές ανωτέρω διατάξεις, ο  επιτηδευματίας που έχει έδρα σε άλλο κράτος μέλος της ΕΚ και ενεργεί στην Ελλάδα αποκλειστικά  φορολογητέες πράξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 12, δεν αποκτά άνευ ετέρου και εκ μόνου  τού λόγου τούτου μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, διαφορετική από την έδρα του, παρά μόνο  αν η παρουσία τής επιχείρησής του στην Ελλάδα εμφανίζει τουλάχιστον μια ελάχιστη συνοχή, αν  δηλαδή δηλαδή διατηρεί στην Ελλάδα σε μόνιμη βάση το ανθρώπινο και τεχνικό δυναμικό που  είναι αναγκαίο για την παροχή των συγκεκριμένων υπηρεσιών (πρβλ ΔΕΚ απόφαση τής 4.7.1985,  C-168/84, G?NTER BERKHOLZ κατά FINANZAMT HAMBURG - MITTE - ALTSTADT, σκ. 18, απόφαση  τής 17.7.1997, 17ης Ιουλίου 1997. C- 190/95 ARO Lease BV κατά Inspecteur van de  Belastingdienst Grote Ondernemingen te Amsterdam, σκ. 16-20).
 
Εξ άλλου, για να κριθεί αν έχει  αποκτήσει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, οι πράξεις του που σε οικονομικό επίπεδο συνιστούν  ενιαία υπηρεσία λαμβάνονται υπ’ όψη ενιαίως.
 
Επομένως, αν μιά επιχείρηση, στα πλαίσια τού  εσωτερικού καταμερισμού τών εργασιών της, κατατμήσει βοηθητικές ή υποστηρικτικές εργασίες,  γιά τις οποίες δεν διαθέτει η ίδια το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό, και αναθέσει, υπεργολαβικώς,  την άσκησή τους σε άλλη επιχείρηση, οι εργασίες αυτές, οι οποίες δεν έχουν οικονομική αυτοτέλεια,  διότι δεν συνιστούν αφ` εαυτών σκοπό γιά τους πελάτες, αλλά μέσο για να λάβουν και να  χρησιμοποιήσουν την κύρια υπηρεσία, αντιμετωπίζονται ως τμήμα τής κύριας παροχής (πρβλ  αποφάσεις της 27.10.2005, C-41/04, Levob Verzekeringen BV και OV Bank NV κατά  Staatssecretaris van Financin, σκ. 20-22, της 25.2.1999, C-349/96, Card Protection Plan Ltd  (CPP) κατά Commissioners of Customs & Excise, σκ. 30-31, C-472/03, Staatssecretaris van  Financi n κατά Arthur Andersen & Co. Accountants c.s., ιδίως σκ. 37-38, πρβλ και τής 12.5.2005,  C-452/03, RAL (Channel Islands) Ltd, RAL Ltd, RAL Services Ltd, RAL Machines Ltd κατά  Commissioners of Customs & Excise).

Γιά τον λόγο αυτό, οι επιχειρήσεις και το ανθρώπινο και  τεχνικό δυναμικό διά τού οποίου παρέχονται οι εν λόγω παρεπόμενες υπηρεσίες, εφ’ όσον  λειτουργούν ως υπεργολάβος ή βοηθός εκπληρώσεως ή συνεργάτης τού παρόχου τής κυρίας  παροχής και είναι στην διάθεσή του κατά τρόπο μόνιμο και διαρκή και όχι απλώς ευκαιριακό,  αποτελούν δεδομένα που λαμβάνονται και αυτά υπ` όψιν, για να κριθεί αν ο πάροχος τής κύριας  υπηρεσίας έχει αποκτήσει μόνιμη εγκατάσταση στον τόπο παροχής τής υπηρεσίας(πρβλ ΔΕΚ  απόφαση τής 20.2.1997 C-260/95, Commissioners of Customs & Excise κατά DFDS A/S), δηλαδή,  επί παροχής υπηρεσιών του αρθ. 12 παρ. 3, στον τόπο εγκατάστασης του λήπτη της υπηρεσίας (εν  προκειμένω στην Ελλάδα).

6. Επειδή, εν προκειμένω, το διοικητικό εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε τα  εξής: Η αναιρεσίβλητη εταιρεία "αποτελεί το αγγλικό υποκατάστημα τής αμερικάνικης εταιρείας με  την επωνυμία ................ που είναι εγκατεστημένο στο Λονδίνο" και παρέχει στους  εγκατεστημένους στην Ελλάδα πελάτες της - συνδρομητές τού διεθνούς δικτύου .................  πληροφορίες χρηματοοικονομικής φύσεως, μέσω τής χρηματοοικονομικής βάσης δεδομένων τής  ..........................
 

Γιά τον σκοπό αυτό διαθέτει στους πελάτες της ειδικά τερματικά, έχει δε συνάψει  σύμβαση με την εταιρεία .............. (ITS), δυνάμει τής οποίας η  τελευταία έχει αναλάβει την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και εγκατάστασης τών τερματικών και  τού λοιπού εξοπλισμού τής αναιρεσίβλητης, ως τεχνικός αντιπρόσωπος της, ανάμεσα σε άλλες  χώρες, και στην Ελλάδα, ως εξοπλισμός δε κατά τη σύμβαση αυτή νοείται το σύνολο τού  εξοπλισμού που παρέχει ή προμηθεύει η αναιρεσίβλητη στους πελάτες της, ενώ όλο το τμήμα τού  εξοπλισμού που κατέχει στεγάζεται και φιλοξενείται ή αποθηκεύεται στις κτιριακές εγκαταστάσεις  τής ITS.
 
Γιά τις υπηρεσίες που παρέχει η ITS (υποκατάστημα Ελλάδος) τιμολογεί την αναιρεσίβλητη,  η οποία με τις από 28.9.1993 και 21.6.1994 αιτήσεις της προς την φορολογική αρχή εζήτησε την  επιστροφή τού φόρου προστιθεμένης αξίας που αναλογούσε στις υπηρεσίες αυτές.
 
Οι αιτήσεις  αυτές απορρίφθηκαν από την φορολογική αρχή, 1) με την κύρια αιτιολογία ότι οι υπηρεσίες  εγκατάστασης τερματικών (που παραμένουν στην κυριότητα της αιτούσης) και συντήρησης  αυτών, μέσω εμπορικού αντιπροσώπου (τής ITS) συνιστούν,  αντιστοίχως, «υπηρεσίες  εγκατάστασης ή συναρμολόγησης αγαθών προερχόμενων από άλλο κράτος» (αρθ. 12 παρ. 2 περ.  δ΄ ν. 1642/1986) και «εργασίες συναφείς με ενσώματα κινητά αγαθά» (αρθ. 12. παρ. 2 περ. στ΄  υποπερ. γγ΄ ν. 1642/1986), γιά τις οποίες η αναιρεσίβλητη είχε υποχρέωση, κατ` αρθ. 29 παρ. 4  περ. δ΄ τού ν. 1642/1986, να ορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο στην Ελλάδα, ο οποίος, κατά την  υποβολή δηλώσεως φόρου προστιθεμένης αξίας, θα προέβαινε στην έκπτωση τού αντίστοιχου  φόρου εισροών και 2) με την επικουρική αιτιολογία ότι σύμφωνα με τις διατάξεις τών άρθρων 7  παρ. 3 περ. ε΄ («Θεωρείται επίσης ως παράδοση αγαθών η μεταφορά από έναν υποκείμενο στο  φόρο αγαθών της επιχείρησής του προς ένα άλλο κράτος-μέλος») και 10β περ. α΄ («Θεωρείται ως  ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών […] «η παραλαβή αγαθού στο εσωτερικό της χώρας από  υποκείμενο στο φόρο για τις ανάγκες της επιχείρησής του, το οποίο αποστέλλεται ή μεταφέρεται  […] από ένα άλλο κράτος-μέλος εντός του οποίου έχει παραχθεί, εξορυχθεί, μεταποιηθεί,  αγορασθεί, αποκτηθεί ή έχει εισαχθεί σ’ αυτό το κράτος μέλος από τον ίδιο στα πλαίσια της  επιχείρησής του») τού ν. 1642/1986 (αντιστοίχως άρθ. 4 παρ. 1 και 6 παρ. 1 ν. 2093/1992,που  ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 48 του ίδιου νόμου από 1.1.1993), η (διαρκής) μεταφορά αγαθών  (εξειδικευμένα τερματικά) τής αναιρεσίβλητης, τα οποία παραμένουν στην ιδιοκτησία της, στο  ελληνικό έδαφος και η χρησιμοποίησή τους γιά τις ανάγκες τής επιχείρησης, όχι κατά τρόπο  προσωρινό, αποτελεί (κατά πλάσμα δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 10β) ενδοκοινοτική απόκτηση  αγαθών και, συνεπώς πράξη φορολογητέα στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην πληρούται ο όρος  τής παρ. 3 τού αρθ. 27 τού ν. 1642/1986.
 
Όπως συνάγεται από την ανωτέρω αιτιολογία, κατά την  αντίληψη της φορολογικής αρχής, η αναιρεσίβλητη, πέραν της παροχής οικονομικών  πληροφοριών, ενεργεί στην Ελλάδα και άλλες φορολογητέες πράξεις (εγκατάσταση και συντήρηση  ενσώματων κινητών και ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών), έχει δε αποκτήσει, για το σκοπό  αυτό, μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Κατά τής αρνητικής αυτής απαντήσεως η αναιρεσίβλητη  εταιρεία άσκησε προσφυγή.
 
Το διοικητικό πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή, κατά το μέρος  που αφορούσε επιστροφή φόρου γιά το έτος 1994, και την έκανε δεκτή, κατά το μέρος που  αφορούσε επιστροφή φόρου γιά το έτος 1993.
 
Το Δημόσιο άσκησε έφεση κατά το μέρος αυτό. Το  διοικητικό εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη επιχείρηση  έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών οικονομικών πληροφοριών με  βάση υπολογιστή ανοικτής γραμμής και ότι η μεν κύρια βάση τής απόρριψης τού αιτήματος της  αναιρεσίβλητης στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η αναιρεσίβλητη παρέχει η ίδια  υπηρεσίες εγκατάστασης και συντήρησης τού εξοπλισμού τον οποίο διαθέτει στους πελάτες της  (ως μέσο γιά την λήψη και χρήση τής κύριας παροχής), ενώ τις υπηρεσίες αυτές δεν τις παρέχει η  ίδια η αναιρεσίβλητη, διότι δεν είναι σε θέση, αλλά η εταιρεία ITS, η οποία έχει αναλάβει σχετική  υποχρέωση έναντι αυτής, η δε επικουρική αιτιολογία απόρριψης τού αιτήματος τής αναιρεσίβλητης  στηρίζεται ομοίως σε εσφαλμένη προϋπόθεση, τούτο δε διότι "η εκκαλούσα - εφεσίβλητη [ήδη  αναιρεσίβλητη] μεταφέρει στην Ελλάδα αγαθά (τερματικά κλπ), τα οποία ανήκουν στην ιδιοκτησία  της, γιά τις ανάγκες παροχής τών υπηρεσιών της που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, η  χρησιμοποίησή τους όμως δεν είναι διαρκής, αλλά προσωρινή, αφού διαρκεί όσο η παροχή  υπηρεσιών της [...] προς τους εκάστοτε πελάτες της - συνδρομητές".

Η κρίση όμως αυτή τού  διοικητικού εφετείου είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι, εν όψει όσων δέχθηκε το διοικητικό  εφετείο, οι πιο πάνω υπηρεσίες (μεταφορά στην Ελλάδα, εγκατάσταση και συντήρηση τεχνικού  εξοπλισμού), έτσι όπως περιγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι παρεπόμενες της  κύριας υπηρεσίας, που είναι η παροχή οικονομικών πληροφοριών.
 

Επομένως, σύμφωνα με όσα  έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη, για να κριθεί αν η αναιρεσίβλητη έχει μόνιμη εγκατάσταση  στην Ελλάδα πρέπει να ληφθεί υπ` όψιν και να συνεκτιμηθεί τόσο το ανθρώπινο και λοιπό δυναμικό  το οποίο έχει τεθεί στην διάθεση της από την εταιρεία ITS, εφ` όσον η τελευταία αυτή εταιρεία  ενεργεί ως βοηθός εκπληρώσεως τής αναιρεσίβλητης, όσο και ο τεχνικός εξοπλισμός τον οποίο η  αναιρεσίβλητη έχει μεταφέρει στην χώρα προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την εκπλήρωση της  κύριας παροχής.
 
Εξ άλλου, το γεγονός ότι η παραχώρηση τής χρήσης εξοπλισμού κυριότητος τής  αιτούσης στους πελάτες της είναι προσωρινή δεν συνεπάγεται, άνευ ετέρου, ότι και η μεταφορά  του στο εσωτερικό τής χώρας είναι προσωρινή, δοθέντος ότι, πάντως, η αναιρεσίβλητη παρέχει  στην Ελλάδα υπηρεσίες οικονομικών πληροφοριών κατά τρόπο πάγιο και συστηματικό, το δε  διοικητικό εφετείο, ενώ εμμέσως δέχεται (όπως συνάγεται από την αναφορά σε "τερματικά κλπ")  ότι η αναιρεσίβλητη έχει μεταφέρει στο εσωτερικό τής χώρας και άλλου είδους αγαθά, ούτε τα  περιγράφει, ούτε εξήτασε αν σε αυτά περιλαμβάνεται και πάγιος εξοπλισμός (όπως, ενδεικτικά, είναι  οι ενδιάμεσοι εξυπηρετητές δικτύου), δεν αναφέρει δε ούτε και αν η αναιρεσίβλητη διατηρεί κατά  τρόπο πάγιο στην Ελλάδα, διά τού υπεργολάβου της, αποθέματα και ανταλλακτικά τού εξοπλισμού  που διαθέτει στους πελάτες της.
 

Γιά τον λόγο αυτό, εμμέσως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή  η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται  διευκρίνιση ως προς το πραγματικό της μέρος, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο,  γιά νέα κρίση.

Διά ταύτα

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την 1680/2001 απόφαση τού Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το αιτιολογικό.
Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη τη δικαστική δαπάνη τού Δημοσίου, που ανέρχεται σε χίλια  τριακόσια ογδόντα (1380) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 και 15 Νοεμβρίου 2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε  δημόσια συνεδρίαση της 1ης Φεβρουαρίου 2012.

Ο Πρόεδρος του Β` Τμήματος                                                  Ο Γραμματέας του Β` Τμήματος     Φ. Αρναούτογλου                                                                                Ι. Μητροτάσιος        Ν.Σ.