ΣτΕ 1593 - 2011 - Για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες έχουν διαφύγει την καταβολή φόρω

ΣτΕ 1593 - 2011 - Για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες έχουν διαφύγει την καταβολή φόρω

ΘΕΜΑ: Για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες έχουν διαφύγει την καταβολή φόρων, το ύψος των οποίων υπερβαίνει το όριο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 14 του νόμου 2523 του 1997, επιβάλλονται τα ανωτέρω απαγορευτικά μέτρα στα φυσικά πρόσωπα, τα οποία κατά το χρόνο διαπράξεως της φοροδιαφυγής, είχαν την ιδιότητα του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ανωνύμου εταιρείας ή του διευθύνοντος ή εντεταλμένου ή συμπράττοντος συμβούλου ή διοικητού ή γενικού διευθυντού ή διευθυντού και γενικότερα την ιδιότητα προσώπου, το οποίο ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, εντεταλμένο στη διοίκηση ή διαχείριση της ανωνύμου εταιρείας, είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση. Μόνον δε εάν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, τα εν λόγω απαγορευτικά μέτρα λαμβάνονται εις βάρος των (λοιπών) μελών του διοικητικού συμβουλίου, εφ’ όσον η αρμόδια διοικητική αρχή αποδεικνύει ότι τα τελευταία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, είχαν ασκήσει πράγματι, προσωρινά ή διαρκώς, τουλάχιστον ένα από τα καθήκοντα διοικήσεως ή διαχειρίσεως της ανώνυμης εταιρείας.

ΣτΕ 1593/2011 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ  ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Μαΐου 2011, με την εξής σύνθεση: Δ.  Κωστόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του  Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ι. Γράβαρης, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Ι. Σύμπλης, Π. Γρουμπού,  Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.

Για να δικάσει την από 20 Ιανουαρίου 2010 αίτηση:

του .............................................., κατοίκου Κηφισιάς Αττικής.............., ο οποίος  παρέστη με τον δικηγόρο Μιχάλη Ραψομανίκη (Α.Μ. 9953), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού  Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 2180/2009 απόφαση του  Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Εμμ. Κουσιουρή.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και  προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την  αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  κ α ι

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α  

 
Σ κ έ φ θ η κ ε    κα τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

1. Επειδή για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αρ.  1047171 και 1047172/2010 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων, πρόεδρος του προσωρινού διοικητικού συμβουλίου  της ανώνυμης εταιρείας......... .., ζητεί την αναίρεση της  2180/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεσή του  κατά της 14031/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή  απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της υπ΄ αριθμ. 1044397/12208/ΔΕ- Γ΄/28.5.2004 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία είχε, επίσης,  απορριφθεί η υπ’ αριθμ. 1094275/22.11.2002 αίτησή του περί άρσεως των απαγορευτικών μέτρων  της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 που είχαν ληφθεί σε βάρος του με την υπ’  αριθμ. 1073010/11871/ΔΕ-Γ΄/11.10.2002 απόφαση του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Ελέγχου  της Γενικής Διευθύνσεως Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, η οποία δεν συνδέεται προς συγκεκριμένο ποσό διαφοράς,  παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση κατ’ άρθρο 53 παρ.4 του π.δ/τος 18/1989 (Α-8), όπως ίσχυε  κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά, δηλαδή, την τροποποίησή του με το άρθρο 35 παρ. 2 του ν.  3772/2009 (Α΄ 112), εφόσον με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση της  αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και ειδικότερα  με όσα δέχθηκε η 691/2009 απόφαση αυτού.

4. Επειδή, στο υπό τον τίτλο «Διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση  φοροδιαφυγής» άρθρο 14 του ν. 2523/1997 «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική  νομοθεσία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 179), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (πριν  από την αντικατάστασή του με το ν. 3296/2004, Α΄ 253), ορίζονται, εκτός άλλων, τα ακόλουθα:  

«1. Κάθε φορά που η φορολογική αρχή διαπιστώνει φορολογικές παραβάσεις, από τις οποίες βάσει  ειδικής έκθεσης ελέγχου προκύπτει ότι δεν έχει αποδοθεί στο Δημόσιο ποσό πάνω από πενήντα  εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές (150.000 ευρώ κατά το άρθρο 21 του ν. 2948/2001, Α΄ 242)  από Φ.Π.Α., Φ.Κ.Ε., παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές,  απαγορεύεται στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να  χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις και ζητούνται  από τον παραβάτη, για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών  στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή αναστέλλεται έναντι του Δημοσίου και το απόρρητο των  καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί  παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου θυρίδων του φορολογουμένου  σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών. […]  Τα παραπάνω μέτρα λαμβάνονται και για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως  και 4 του άρθρου 20 του παρόντος νόμου. 2. Αντίγραφο της πιο πάνω ειδικής έκθεσης ελέγχου  υποβάλλεται από την αρχή που τη συνέταξε στη Διεύθυνση Σχεδιασμού και Συντονισμού  Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία υποχρεώνεται να ενημερώσει με  οποιονδήποτε τρόπο όλες τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, τις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά  ιδρύματα. Οι ανωτέρω υπηρεσίες και οι φορείς από της ενημερώσεώς τους υποχρεώνονται να  εφαρμόσουν αμέσως τις απαγορεύσεις και δεσμεύσεις της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου, χωρίς  καμία άλλη διαδικασία ή διατύπωση. 3. Η ενέργεια αυτή της Διεύθυνσης Σχεδιασμού και  Συντονισμού Φορολογικών Ελέγχων κοινοποιείται συγχρόνως και στο φορολογούμενο με  αντίγραφο της σχετικής ειδικής έκθεσης ελέγχου στη γνωστή κατοικία του ή στην έδρα της  επιχείρησής του, ο οποίος μπορεί μέσα σε ένα (1) μήνα από την ειδοποίησή του να ζητήσει με  αίτηση στον Υπουργό Οικονομικών την ολική ή μερική άρση των απαγορευτικών μέτρων. Ο  Υπουργός Οικονομικών αποφαίνεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή της αίτησης.  Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η κατά τον Κ.Φ.Δ. προσφυγή. 4. […]». Στη δε παράγραφο 1  του άρθρου 20 του ίδιου ως άνω ν. 2523/1997 ορίζονται, εκτός άλλων, τα εξής: 

«1. Στα νομικά  πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται: α) Στις ημεδαπές  ανώνυμες εταιρίες, οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες  σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο  εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη  διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται  τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή  διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω».

5. Επειδή, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του ν.  2523/1997 συνάγεται ότι για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση που  διαπιστώνεται ότι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες έχουν διαφύγει την καταβολή φόρων, το ύψος των  οποίων υπερβαίνει το όριο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 14, επιβάλλονται τα  ανωτέρω απαγορευτικά μέτρα στα φυσικά πρόσωπα, τα οποία κατά το χρόνο διαπράξεως της  φοροδιαφυγής, είχαν μία από τις ιδιότητες που απαριθμούνται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου  1 του άρθρου 20 του εν λόγω νόμου, ήτοι, είχαν την ιδιότητα του προέδρου του διοικητικού  συμβουλίου της ανωνύμου εταιρείας ή του διευθύνοντος ή εντεταλμένου ή συμπράττοντος  συμβούλου ή διοικητού ή γενικού διευθυντού ή διευθυντού και γενικότερα την ιδιότητα  προσώπου, το οποίο ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, εντεταλμένο στη διοίκηση ή διαχείριση της  ανωνύμου εταιρείας, είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική  απόφαση. Μόνον δε εάν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, τα εν λόγω απαγορευτικά μέτρα  λαμβάνονται εις βάρος των (λοιπών) μελών τού διοικητικού συμβουλίου, εφ’ όσον η αρμόδια  διοικητική αρχή αποδεικνύει ότι τα τελευταία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, είχαν ασκήσει πράγματι,  προσωρινά ή διαρκώς, τουλάχιστον ένα από τα καθήκοντα διοικήσεως ή διαχειρίσεως της  ανώνυμης εταιρείας. (ΣτΕ 691/2009).

6. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων είχε διατελέσει  κατά το χρονικό διάστημα 1995 - 2000 μέλος της ανώνυμης εταιρείας «............................. Α.Ε.», η  οποία προήλθε από μετατροπή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης «......................» και είχε ως  αντικείμενο εργασιών τη ναυπήγηση και εκμετάλλευση τουριστικών σκαφών. Ειδικότερα, η  ανωτέρω επιχείρηση συνεστήθη αρχικά ως ΕΠΕ με το υπ’ αρ. 4664/18.5.1988 συμβόλαιο της  Συμβ/φου Πειραιώς Ζ. Σουρή- Κωνσταντίνου, το οποίο καταχωρήθηκε στα βιβλία ΕΠΕ του  Πρωτοδικείου Πειραιώς με α/α 454/20.5.1988. Ακολούθως, μετετράπη σε Α.Ε. με το υπ’ αρ.  16511/6.7.1995 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Ε. Μορφωπού- Χρόνη και η σύστασή της  δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 4165/14.7.1995 (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ). Το Δ.Σ. της Α.Ε απαρτιζόταν αρχικά  (το έτος 1995) από τους .................... ως Πρόεδρο, ................. σύζυγο .................. και τον  αναιρεσείοντα , ως μέλη. Το έτος 1996 αντικαταστάθηκε η ............. από τη ..................., σύζυγο  του αναιρεσείοντος και το 1998 αντικαταστάθηκε η τελευταία από τον αδελφό του .................  ................. Έτσι, το Δ.Σ. της εταιρείας από τις 26.7.1998 είχε την ακόλουθη σύνθεση: Πρόεδρος ο  .................... και μέλη οι ............................. και ................................................ Μετά το θάνατο  του ............................. (9.2.2000), το Ελληνικό Δημόσιο, με αίτησή του, η οποία υπεβλήθη  ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε, λόγω της μη υπάρξεως νομίμου  διοικήσεως της εταιρείας (άρθρα 21 παρ. 1 του κ.ν. 2190/1920 και 20 του καταστατικού της  εταιρείας), το διορισμό προσωρινής διοικήσεως, προκειμένου να καταστεί δυνατή αφενός η  διενέργεια φορολογικού ελέγχου των βιβλίων και στοιχείων της εταιρείας, αφετέρου η κοινοποίηση  στα μέλη της προσωρινής διοικήσεως διαφόρων πράξεων επιβολής προσθέτων φόρων και  προστίμων. Κατ’ αποδοχή της αιτήσεως αυτής, εκδόθηκε η 2458/2002 απόφαση του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία το δικαστήριο, κατ’ επίκληση του άρθρου 69 του Α.Κ.,  προέβη στο διορισμό του μεν αναιρεσείοντος ως προέδρου του προσωρινού διοικητικού  συμβουλίου της ως άνω εταιρείας, των δε ......................... και .......................,......................,  αδελφού και συζύγου, αντίστοιχα, του αναιρεσείοντος, οι οποίοι είχαν διατελέσει, κατά το  παρελθόν, μέλη της διοικήσεως της εταιρείας, ως μελών του διοικητικού της συμβουλίου. Κατόπιν  της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, ο αναιρεσείων, με εξώδικη δήλωσή του, η οποία απεστάλη  τον Ιούνιο του 2002 στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων και τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, δήλωσε ότι  παραιτείται από τη θέση του προέδρου της ανώνυμης εταιρείας, ενώ έφεση αυτού και των λοιπών  διορισθέντων προσώπων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως απερρίφθη, εν συνεχεία, με την  888/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Κατά τις ειδικότερες κρίσεις της τελευταίας αυτής  αποφάσεως, ο αναιρεσείων και οι λοιποί διορισθέντες, λόγω της κατά το παρελθόν συμμετοχής  τους στη διοίκηση της εταιρείας υπό την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού της συμβουλίου,  είχαν πλήρη γνώση των εταιρικών υποθέσεων και ουσιαστική συμμετοχή στην αντιμετώπιση των  τρεχόντων προβλημάτων της και, ως εκ τούτου, διέθεταν τα εχέγγυα για το διορισμό τους ως  μελών της προσωρινής διοικήσεώς της. Μετά τον, κατά τα ανωτέρω, διορισμό του αιτούντος,  εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1073010/11871/ΔΕ-Γ΄/11.10.2002 απόφαση του Προϊσταμένου της  Διευθύνσεως Ελέγχου της Γενικής Διευθύνσεως Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας  και Οικονομικών, με την οποία επεβλήθησαν σε βάρος της εταιρείας και των μελών της προσωρινής  διοικήσεώς της τα απαγορευτικά μέτρα του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997, για το λόγο ότι  από τον έλεγχο που διενεργήθηκε στην επιχείρηση από τη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία Πλοίων  (εφεξής: Δ.Ο.Υ. Πλοίων), διαπιστώθηκε, ως προς τις φορολογικές της υποχρεώσεις για τις  διαχειριστικές χρήσεις 1994 και 1999, ότι δεν είχαν αποδοθεί στο Δημόσιο ποσά φόρων  προστιθέμενης αξίας που υπερέβαιναν το προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή όριο και τα οποία  ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των 278.159.957 δραχμών ή 816.316,82 ευρώ (βλ. την από  5.9.2002 ειδική έκθεση ελέγχου της Δ.Ο.Υ. Πλοίων). Κατά της αποφάσεως αυτής, ο αναιρεσείων  άσκησε, κατ’ επίκληση του άρθρου 14 παρ. 3 του ν. 2523/1997, την υπ’ αριθμ.  1094275/22.11.2002 αίτησή του περί άρσεως των απαγορευτικών μέτρων που είχαν επιβληθεί σε  βάρος του, η οποία αρχικώς μεν απερρίφθη σιωπηρώς λόγω απράκτου παρελεύσεως της  προβλεπομένης υπό του νόμου δεκαπενθημέρου προθεσμίας, εν συνεχεία δε και ρητώς με την υπ’  αριθμ. 1044397/12208/ΔΕ-Γ΄/28.5.2004 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.  Κατά την ειδικότερη αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, η οποία δεν προκύπτει αν επιδόθηκε στον  αναιρεσείοντα ή αν αυτός έλαβε κατ’ άλλον τρόπο γνώση της εκδόσεως και του περιεχομένου της,  οι λόγοι, για τους οποίους είχαν επιβληθεί τα, κατά τα ανωτέρω, απαγορευτικά μέτρα  εξακολουθούσαν να συντρέχουν. Κατά της προμνησθείσας αποφάσεως του Προϊσταμένου της  Διευθύνσεως Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και της σιωπηρής απορρίψεως  του αιτήματός του περί άρσεως των επιβληθέντων σε βάρος του απαγορευτικών μέτρων, ο  αναιρεσείων άσκησε προσφυγή, η οποία απερρίφθη με την 14031/2008 απόφαση του Διοικητικού  Πρωτοδικείου Αθηνών. Έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης αποφάσεως απερρίφθη με  την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, ειδικότερα, ότι. εσφαλμένως  απερρίφθη η προσφυγή του αναιρεσείοντος, καθ΄ ο μέρος στρεφόταν κατά της  συμπροσβαλλόμενης απορριπτικής αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, η οποία, παρά το  γεγονός ότι η έκδοσή της έλαβε χώρα μετά την πάροδο δεκαπενθημέρου από της ασκήσεως της  κατ’ αυτής προσφυγής, δεν εκδόθηκε, λόγω του ενδεικτικού χαρακτήρα της προβλεπομένης υπό  του άρθρου 14 παρ. 3 του ν. 2523/1997 προθεσμίας, αναρμοδίως κατά χρόνον, όπως εσφαλμένως  είχε κρίνει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το δικάσαν δικαστήριο έκρινε, περαιτέρω, ότι, εφόσον ο  αναιρεσείων είχε διορισθεί με δικαστική απόφαση ως πρόεδρος της προσωρινής διοικήσεως της  προαναφερομένης ανώνυμης εταιρείας, θα μπορούσε να επιτύχει την απαλλαγή του από την  άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων μόνον με απόφαση δευτεροβάθμιου πολιτικού  δικαστηρίου, με την οποία θα γινόταν δεκτή έφεσή του κατά της πρωτόδικης δικαστικής  αποφάσεως, όχι δε και διά της υποβολής δηλώσεως παραιτήσεως, η οποία ουδέν έννομο  αποτέλεσμα παρήγαγε εν προκειμένω. Ενόψει τούτων και δεδομένου ότι η ασκηθείσα κατά της  προμνησθείσης αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έφεση απερρίφθη με την  888/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στο  συμπέρασμα ότι τα, κατά τα ανωτέρω, απαγορευτικά μέτρα επεβλήθησαν σε βάρος του  αναιρεσείοντος συμφώνως προς τους ορισμούς των άρθρων 14 παρ. 1 και 20 παρ. 1 περ. α΄ του  ν. 2523/1997. Κατά τις ειδικότερες κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ουδεμία επιρροή  ασκεί, από της απόψεως αυτής, το γεγονός ότι η διοίκηση της εταιρείας δεν ήταν, εν προκειμένω,  τακτική, αλλά διορισμένη προσωρινώς δυνάμει δικαστικής αποφάσεως εκδοθείσης κατ’ επίκληση  του άρθρου 69 του Α.Κ., δεδομένου ότι, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 20 παρ. 1 περ. α΄ του  ν. 2523/1997, τα μέλη της διοικήσεως νομικού προσώπου ευθύνονται ακόμη και όταν έχουν  διορισθεί «με δικαστική απόφαση». Συναφώς κρίθηκε ότι είναι αδιάφορο για τη νομιμότητα της  επιβολής των μέτρων αν τα μέλη της προσωρινής διοικήσεως είχαν συμμετάσχει ενεργώς στη  διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας ή αν η συμμετοχή τους στο διοικητικό της συμβούλιο ήταν  απλώς τυπική. Για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, αρκούσε, κατά την εκτίμηση του  δικαστηρίου, το γεγονός ότι, κατά το χρόνο λήψεως των επίδικων διοικητικών μέτρων, τα  πρόσωπα αυτά είχαν την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας «.............-  Διεθνείς Επιχειρήσεις Θαλαμηγών Α.Ε.». Περαιτέρω, το δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον μετά την κατ’  άρθρο 67 παρ. 1 του ν. 2190/1920 μετατροπή της εταιρείας αυτής από περιορισμένης ευθύνης σε  ανώνυμη το νέο νομικό πρόσωπο ανέλαβε κατά νόμον την υποχρέωση να αποδώσει στο Δημόσιο  και τους μη αποδοθέντες φόρους προστιθέμενης αξίας του έτους 1994, διαχειριστικής, δηλαδή,  περιόδου κατά την οποία η εταιρεία δεν είχε μετατραπεί ακόμη σε ανώνυμη, νομίμως ελήφθησαν  τα επίδικα μέτρα και σε βάρος του αναιρεσείοντος, ο οποίος, κατά το χρόνο λήψεώς τους, είχε,  πάντως, αποκτήσει την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας.  Τούτο δε ανεξαρτήτως του αν οι μη αποδοθέντες φόροι ανάγονται σε χρόνο, κατά τον οποίο ο  αναιρεσείων δεν είχε καμία συμμετοχή στη διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρείας  περιορισμένης ευθύνης. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε, τέλος, ότι η λήψη σε βάρος  του αναιρεσείοντος των επίμαχων διοικητικών μέτρων, τα οποία αποβλέπουν στην εξασφάλιση  των συμφερόντων του Δημοσίου, όπως, επίσης, και η διατήρηση της ισχύος τους δεν αντίκεινται  στις συνταγματικές διατάξεις περί κατοχυρώσεως της ισότητας, της οικονομικής ελευθερίας και της  αρχής της αναλογικότητας. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι η κρίση του  δικάσαντος δικαστηρίου ότι νομίμως ελήφθησαν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα επίδικα μέτρα,  παρά το γεγονός ότι αυτός, κατά το χρόνο τελέσεως της φοροδιαφυγής, δεν είχε την ιδιότητα του  προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας «...............- Διεθνείς Επιχειρήσεις Θαλαμηγών  Α.Ε.», ούτε, άλλωστε, είχε λάβει γνώση των αποδιδομένων σε αυτήν σχετικών παράνομων  πράξεων και παραλείψεων, είναι εσφαλμένη. Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς του  αναιρεσείοντος, από το συνδυασμό των άρθρων 14 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του ν. 2523/1997  συνάγεται ότι τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις αυτές μέτρα επιβάλλονται νομίμως μόνον σε  βάρος προσώπων, τα οποία, κατά το χρόνο διαπράξεως της φοροδιαφυγής, είχαν μία εκ των  αναφερομένων ιδιοτήτων και εφόσον, επιπροσθέτως, εγνώριζαν, ως εκ της ιδιότητάς τους, τις  παράνομες ενέργειες, με τις οποίες κατέστη δυνατή η αποφυγή της καταβολής ή της απόδοσης των  οφειλομένων φόρων.

7. Επειδή, εν προκειμένω, το δικάσαν δικαστήριο στήριξε την κρίση του περί νομιμότητας των  επιβληθέντων σε βάρος του αναιρεσείοντος μέτρων αποκλειστικώς και μόνον στην ιδιότητα του  τελευταίου ως προέδρου της προσωρινής διοικήσεως της ανώνυμης εταιρείας «....... - Διεθνείς  Επιχειρήσεις Θαλαμηγών Α.Ε.» κατά το χρόνο λήψεως των επίδικων διοικητικών μέτρων, χωρίς να  διερευνήσει ειδικώς εάν ο αναιρεσείων είχε ασκήσει συγκεκριμένα καθήκοντα διοικήσεως κατά το  χρόνο διαπράξεως της φοροδιαφυγής, κατά τον οποίο ήταν απλό μέλος του διοικητικού της  συμβουλίου. Αντιθέτως, μάλιστα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απορρίπτοντας τους σχετικώς  προβληθέντες λόγους εφέσεως, έκρινε ότι δεν ασκεί επιρροή επί της νομιμότητας των ληφθέντων  μέτρων το γεγονός ότι τα μέλη της προσωρινής διοικήσεως της εταιρείας δεν είχαν συμμετάσχει  ενεργώς στη διοίκησή της. Οι κρίσεις, όμως, αυτές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι,  ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, εσφαλμένες. Και τούτο, διότι για την επιβολή των κατ΄  άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 μέτρων δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο αναιρεσείων είχε,  κατά το χρόνο λήψεώς τους, την ιδιότητα του προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου, όπως  εσφαλμένως δέχθηκε το δικάσαν δικαστήριο, αλλά απαιτείτο να αποδειχθεί ότι ο αναιρεσείων είχε  προβεί, κατά το χρόνο διαπράξεως της φοροδιαφυγής, υπό την ιδιότητα του μέλους της τακτικής  διοικήσεώς της, σε συγκεκριμένες πράξεις διοικήσεως ή διαχειρίσεως της ανώνυμης εταιρείας,  εφόσον δεν υπήρχε πλέον ο Πρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρείας, σε βάρος του οποίου λαμβάνονται,  κατ’ αρχήν, τα ως άνω μέτρα. Κατόπιν τούτων, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί,  κατ’ αποδοχήν του βασίμως προβαλλομένου σχετικού λόγου, παρελκομένης ως αλυσιτελούς της  εξετάσεως των λοιπών προβαλλομένων διά της αιτήσεως αναιρέσεως λόγων, η δε υπόθεση, η  οποία χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, πρέπει να αναπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο,  προκειμένου το τελευταίο να κρίνει εάν ο αναιρεσείων είχε ασκήσει, κατά τον κρίσιμο χρόνο,  καθήκοντα διοικήσεως ή διαχειρίσεως της ως άνω ανώνυμης εταιρείας, ώστε να δικαιολογείται  κατά νόμον, μετά το θάνατο του Προέδρου του Δ.Σ., η σε βάρος του λήψη των επίμαχων  απαγορευτικών μέτρων.

Διά ταύτα

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την 2180/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την  υπόθεση σύμφωνα με το σκεπτικό.

Επιβάλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος που ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι  (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια  συνεδρίαση της 25ης Μαΐου 2011.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος                                                           Η Γραμματέας     Δ. Κωστόπουλος                                                                          Κ. Κεχρολόγου