Διεθνής δικαιοδοσία - Αρμοδιότητα - Ευρωπαϊκό δίκαιο - Κανονισμός Βρυξέλλες Ι - Διαφορές εκ σύμβασης - Ενοχές εξ αδικοπραξίας - Ζημία - Προσυμβατική ευθύνη - Εφαρμοστέο δίκαιο - Κανονισμός Ρώμη ΙΙ - Κανονισμός Ρώμη Ι - Ενοχές εκ σύμβασης - Πώληση - Ευθύνη

Διεθνής δικαιοδοσία - Αρμοδιότητα - Ευρωπαϊκό δίκαιο - Κανονισμός Βρυξέλλες Ι - Διαφορές εκ σύμβασης - Ενοχές εξ αδικοπραξίας - Ζημία - Προσυμβατική ευθύνη - Εφαρμοστέο δίκαιο - Κανονισμός Ρώμη ΙΙ - Κανονισμός Ρώμη Ι - Ενοχές εκ σύμβασης - Πώληση - Ευθύνη

ΤρΕφΛαρίσης 348/2015

Δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου αν υπάρχει κατά τόπον αρμοδιότητα. Εφαρμογή σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις του Κανονισμού 44/2001. Γενική δικαιοδοσία της κατοικίας εναγομένου αλλά και ειδικές συντρέχουσες δικαιοδοσίες όπως του τόπου εκπλήρωσης παροχής επί διαφορών εκ σύμβασης, ή του τόπου τέλεσης του ζημιογόνου γεγονότος επί (οιονεί) αδικοπραξίας που συγκαθορίζουν, κατ’ εξαίρεση, και την τοπική αρμοδιότατα. Υπαγωγή στις ενοχές εξ αδικοπραξίας της ευθύνης εκ προσυμβατικού πταίσματος, οπότε δικαιοδοσία του τόπου όπου περιέρχεται η δήλωση διακοπής των διαπραγματεύσεων, ως και, επί περιουσιακής βλάβης, του τόπου επέλευσής της ήτοι όπου βρίσκεται το πληττόμενο περιουσιακό αγαθό. Κατά τον Κανονισμό «Ρώμη II» εφαρμοστέο στις εξωσυμβατικές ενοχές το δίκαιο της χώρας επέλευσης της ζημίας, ανεξαρτήτως της χώρας του ζημιογόνου γεγονότος. Κατά ρητή πρόβλεψη εφαρμοστέο στις ενοχές εκ διαπραγματεύσεων το δίκαιο που είναι ή θα ήταν εφαρμοστέο στη σύμβαση. Κατά τον Κανονισμό «Ρώμη I», ελλείψει επιλογής δικαίου εφαρμοστέο επί πώλησης το δίκαιο της συνήθους διαμονής πωλητή. Προϋποθέσεις προσυμβατικής ευθύνης. Διάρκεια σταδίου διαπραγματεύσεων μέχρι διακοπή τους και ματαίωση της σύμβασης ή την κατάρτισή της. Υποχρεώσεις μερών εκ της καλής πίστης η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με ταχύτητα και σοβαρότητα, έγκαιρη προειδοποίηση διακοπής τους και ενημέρωση, όχι όμως για όσα θέματα ο άλλος μπορούσε να πληροφορηθεί με επιμελή έρευνα. Μη παρανομία η ματαίωση σύμβασης, εκτός αν είχε επέλθει συμφωνία εν όλωως προς τη σύμβαση και απέμεινε η τυπική κατάρτισή της ή επί διαβεβαιώσεων περί κατάρτισής της ή επί αδικαιολόγητης καθυστέρησης αρνητικής απάντησης υπό συνθήκες που παρείχαν εντύπωση ότι θα ακολουθούσε αποδοχή. Αποζημίωση (αρνητικό της σύμβασης διαφέρον) εκ της διάψευσης εμπιστοσύνης του καλόπιστου αντισυμβαλλομένου που υποβλήθηκε σε δαπάνες (θετική ζημία), ή απέκρουσε παρόμοια σύμβαση με ίδιους ή ευνοϊκότερους όρους, όχι όμως και για το θετικό διαφέρον εκπλήρωσης, ήτοι διαφυγόντα κέρδη εκ της μη εκτέλεσης της (μη καταρτισθείσας) σύμβασης, το δε αρνητικό διαφέρον δεν μπορεί να υπερβεί το θετικό. Μη προσυμβατική ευθύνη αφού ο εναγόμενος επέστησε την προσοχή ότι η σύμβαση δεν θα καταρτιζόταν αν δεν συμφωνούσαν εν όλω.

 

 

ΤρΕφΛαρίσης 348/2015

 

 

I. Η κρινόμενη, από 21-3-2014, με αριθμό κατάθεσης 73/27-3-2014 έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας εναγομένης, κατά της υπ' αριθ. 199/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί παραδεκτά αφού κατεβλήθη το προσήκον παράβολο, νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στην Γραμματεία τουεκδόντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου (αρθρ. 495 §1, 513, 516, ΚΠολ.Δικ.), και είναι εμπρόθεσμη, αφού η έφεση ασκήθηκε στις 27-3-2014, χωρίς να έχει προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης, που εκδόθηκε στις 27-9-2013, δηλ. εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των τριών ετών από τη δημοσίευσή της. Η μεταγενέστερη της ασκήσεως της έφεσης επίδοση της εκκαλουμένης προς την εφεσίβλητη (στις 3 Απριλίου 2004 βλ. την με αριθ. …/3-4-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Β.Κ.) είναι αδιάφορη για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης και έχει μόνο σημασία για τυχόν έφεση που ήθελε ασκηθεί από την εφεσίβλητη. Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

 

 

2. Η εφεσίβλητη-ενάγουσα, με την, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, από 18 Οκτωβρίου 2011, υπ' αριθμ. καταθ. 432/21-10-2011, αγωγή της ζήτησε να υποχρεωθεί η εκκαλούσα -εναγόμενη να της καταβάλει κατά μεν την κυρία βάση της, από την επικαλούμενη σύμβαση διεθνούς πώλησης, το ποσό των 265.000 € κατά δε την επικουρική βάση από την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, το ποσό των 275.000 €. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση και δέχτηκε αυτήν, εν μέρει, κατά την επικουρική. Ήδη με την κρινόμενη έφεσή της η εκκαλούσα-εναγομένη παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά α) να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή και β) να γίνει δεκτή η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν την καταβολή προς την εφεσίβλητη του ποσού των 90.000€, για το οποίο η εκκαλουμένη κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, και να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη να της αποδώσει το ποσό αυτό, εντόκως από την επομένη της καταβολής του (17-10-2013), άλλως από την επίδοση της έφεσης προς την εφεσίβλητη, άλλως από την επομένη της συζήτησης της εφέσεως άλλως από την επίδοση της απόφασης αυτής. Το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο. Στηρίζεται στο άρθρο 914, ΚΠολ.Δικ. και θα εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα, εφόσον γίνει δεκτή η έφεση και απορριφθεί η αγωγή. Σημειώνεται ότι η καταβολή του ποσού των 90.000 €, για το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η εκκαλουμένη, έγινε μεν εκουσίως όχι όμως αυθορμήτως, οπότε αποκλείεται ο δικονομικός θεσμός της επαναφοράς, αλλά υπό την απειλή εκτελέσεως της πρωτόδικης απόφασης (Χ. Απαλαγάκη Η Επαναφορά και Αποζημίωση σελ. 78 έως 81). Σε σχέση με τους τόκους το αίτημα είναι μη νόμιμο. Εκτιμάται όμως ότι σ’ αυτό περιλαμβάνεται, ως έλασσον, το αίτημα τοκοδοσίας από την επίδοση της απόφασης που θα διατάξει την επαναφορά των πραγμάτων (Βλ. Απαλαγάκη ο.π. σελ. 134 εκδ.1994).

 

 

3. α) Κατά το άρθρο 3 §1 ΚΠολ.Δικ. στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων υπάγονται έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί να υπάρχει κατά τόπο αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου ανεξάρτητα αν αυτή στηρίζεται σε γενική (αρθρ. 22-26 ΚΠολ.Δικ) ή ειδική βάση (αρθρ. 27-40 ΚΠολ.Δικ, Νίκας Πολιτική Δικονομία I §10 αριθ. 4-5 όπου και πλούσια νομολογία). Περαιτέρω από το άρθρο 4 .περ. 2 ΚΠολ.Δικ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 παρ.1 Ν. 2915/2001, τα δικαστήρια στις περιπτώσεις του άρθρου 3 ερευνούν την έλλειψη δικαιοδοσίας αυτεπαγγέλτως, αν ο εναγόμενος δεν παρίσταται στη συζήτηση (ΕφΑΘ. 7632/1993 Αρμ. 1995, 797 με παρατηρήσεις Βασιλακάκη) ή αν πρόκειται για διαφορές για ακίνητα που βρίσκονται στο εξωτερικό. Το δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση, αν δεν έχει δικαιοδοσία".

 

 

Με το Κανονισμό του Συμβουλίου της EE 44/2001 (Βρυξέλλες I) «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» που, δυνάμει του άρθρου 76 αυτού, άρχισε να ισχύει στα κράτη μέλη της EE, από 1-3-2002, έχουν εκτοπιστεί τόσο η εφαρμογή του άρθρου 3 ΚΠολ.Δικ, όσο δε και της Σύμβασης των Βρυξελών του 1968 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», που είχε κυρωθεί από την Ελλάδα με το Νόμο 1814/1988, η οποία είχε εκτοπίσει την εφαρμογή του άρθρου 3 ΚΠολ.Δ. και αποτελεί έκτοτε εσωτερικό δίκαιο αυξημένης τυπικής ισχύος σύμφωνα με το άρθ. 28 του Συντάγματος του 1975.

 

 

Κατά το άρθρο 1 §1 του Κανονισμού 44/2001 (Κανονισμός Βρυξ.Ι) «ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου». Κατά το άρθρο 2 §1 τα πρόσωπα, που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους». Κατά το άρθρο 60 §1 του κανονισμού «για την εφαρμογή του ανά χείρας κανονισμού, εταιρεία η άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της». Στο σύστημα του κανονισμού, όπως και στο σύστημα της Σύμβασης των Βρυξελών, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του συμβαλλόμενου κράτους, στο έδαφος του οποίου ο εναγόμενος έχει την κατοικία του, αποτελεί τη γενική αρχή (άρθρο 2), μόνο δε κατά παρέκκλιση από την αρχή αυτή, προβλέπει η Σύμβαση, περιοριστικά απαριθμούμενος περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο εναγόμενος, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί (στις ειδικές ή συντρέχουσες δικαιοδοσίες) ή οφείλει (στις αποκλειστικές δικαιοδοσίες ή στην περίπτωση παρέκτασης της δικαιοδοσίας) να εναχθεί ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλόμενου κράτους. Έτσι, το άρθρο 5 προβλέπει περιπτώσεις ειδικής ή συντρέχουσας δωσιδικίας, κατά τις οποίες ο ενάγων μπορεί να επιλέξει να εναγάγει τον εναγόμενο σε τόπο άλλον από την κατοικία του τελευταίου- εναγόμενου, για το λόγο ότι υπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου, που μπορεί να κληθεί να επιληφθεί αυτής, προς το σκοπό της αποτελεσματικής εκδίκασης της υπόθεσης και της οικονομίας της δίκης. Ειδικότερα ο Κανονισμός 44/2001 στο άρθρο 5 ορίζει: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1. α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι: - εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,- εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών γ) το στοιχείο α εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β) 2… 3. ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Όπως προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις, μία από τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει και ως προς τις ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία για τις οποίες καθιερώνεται η ειδική δωσιδικία "του δικαστηρίου του τόπου, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός" (άρθρ. 5 σημείο 3). Η έννοια της ενοχής από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία, καθορίζεται με αυτόνομα (κοινοτικά) κριτήρια και περιλαμβάνει κάθε απαίτηση, με την οποία τίθεται ζήτημα ευθύνης του εναγομένου και δεν αφορά "διαφορές από σύμβαση" κατά την έννοια του άρθρου 5 σημ. 1 του κανονισμού ΔΕΚ Kalfelis/Schroder/27-9-1988 συλλ. Νομολογ. 1988,σελ/5565). Έτσι στην έννοια της αδικοπραξίας εμπίπτουν διάφοροι τύποι αδικημάτων, όπως είναι τα αυτοκινητικά ατυχήματα, βλάβες του περιβάλλοντος, βλάβες από ελαττωματικά προϊόντα (ΑΠ 1738/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕΦΑΔ 2010/439, ΧΡΙΔ 2010/630, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2010/725, ΕΠΟΛΔ 2011/316, Δ/ΝΗ 2011/750, προσβολή του γενικού δικαιώματος της προσωπικότητας κ.ά. Περίπτωση που εμπίπτει στο σημείο 3 του άρθρου 5 του κανονισμού δηλ. στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου του τόπου όπου τελέστηκε η αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία κρίθηκε ότι αποτελεί και η ευθύνη από προσυμβατικό πταίσμα, (απόφαση ΔΕΚ της 17-9-2002, c-334/2000 Tacconi/Wagner συλλογή Νομολογ. 2002, I 7357, σκέψεις 88 και 96, Ελ.Δνη 2003, 583, απόφαση της 5-2-2004, c -265/2002, Frahuil'/Assitalia, συλλογή Νομολ. 2004,1- 1543 σκέψη 24- ΕφΑΘ. 9382/2000 Αρμ. 2001, 1239 με σημείωση ΠΣΑ και Βασιλακάκης Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο σελ. 62, με παρατηρήσειςΤσαβδαρίδη). Κατά την απόφαση Tacconi η υποχρέωση αποκαταστάσεως της υποτιθέμενης ζημίας που προκύπτει από αδικαιολόγητη διακοπή των διαπραγματεύσεων δεν μπορεί παρά να είναι απόρροια της παραβιάσεως κανόνων δικαίου, ιδίως εκείνου που επιβάλλει στους συμβαλλομένους να ενεργούν καλοπίστως επ' ευκαιρία των διαπραγματεύσεων με σκοπό την κατάρτιση συμβάσεως. Η αγωγή, στα πλαίσια της οποίας προβάλλεται η προσυμβατική ευθύνη του εναγομένου, εμπίπτει στην κατηγορία των ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η έννοια της έκφρασης "τόπος, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός", δεν είναι πάντοτε σαφής. Ήδη στην έκθεση Jenard είχε τονιστεί πως η Επιτροπή δεν έκρινε, ότι έπρεπε να προσδιορίσει ρητά αν ο τόπος αυτός είναι ο τόπος, όπου έχει παραχθεί το ζημιογόνο γεγονός ή ο τόπος επέλευσης της ζημίας"(βλ. έκθεση εις Ν. Νίκας Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή Δικαιοδοσία σελ. 219 εκδ. 1995). Σημειώνεται ότι ο τόπος που αναφέρεται στα σημεία 1 και 3 του άρθρου 5,σε αντίθεση με το άρθρο 2§1 του κανονισμού (.. ενώπιον των δικαστηρίων το κράτους αυτού), δεν καθορίζει μόνο τη διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αλλά συγκαθορίζει, κατ' εξαίρεση, και την τοπική αρμοδιότητα (...ενώπιον του.. δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή.... / ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός βλ. Ν. Νίκας. Πολιτική Δικονομία I §17 αριθ. 92, Π. Αρβανιτάκης Καθορισμός της Διεθνούς Δικαιοδοσίας στη Σώρευση αγωγών κατά το εσωτερικό Δίκαιο και τη σύμβαση των Βρυξελλών Αρμ. 1992,424 (431) και σημ. 51). Έτσι, ως "τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός" δεν νοείται αυτός, όπου ο ζημιωθείς ισχυρίζεται ότι υπέστη τη ζημία που αποτελεί τη συνέπεια της αρχικά επελθούσας ζημίας που υπέστη εντός άλλου συμβαλλόμενου Κράτους (ΔΕΚ απόφ. 19.9.95, Marinari/LloycTs Bank ΕλλΔ 1997.2719), αλλά ο τόπος όπου το παραγωγικό της ευθύνης από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία ζημιογόνο γεγονός παρήγαγε απ’ ευθείας τα ζημιογόνα αποτελέσματα εις βάρος του αμέσως ζημιωθέντος (ΔΕΚ υπόθ. 11.1.1990 υπόθεση Dumez France/Hessische Landesbank Syll.Nom. 1990 1.49) Για τον προσδιορισμό του "τόπου επέλευσης της ζημίας" έχει σημασία ο καθορισμός της "ζημίας", που είναι ληπτέα υπόψη. Ως "ζημία" νοείται η βλάβη της περιουσίας ή του προσώπου του ενάγοντος, η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή την παράνομη συμπεριφορά, η οποία αποδίδεται στον εναγόμενο. - όχι δε η έμμεση ή η απώτερη ή από αντανάκλαση ζημία, που υποστηρίζει, ότι υφίσταται ο ενάγων (βλ. απόφαση της 30-11-1976, 21/76 Bier/Mines de Potasse d' Alsace 3 1976,613, και αποφάσεις 26-3-1992 C-261/1990 Reichter II 1992,-2149, και Reunion europeenne Συλλ. Νομολ. 1998,1 -6511 σκέψη  17, ΑΠ 1551/ 2003 Ελλ.Δνη 45, -2004) 421(422). Κατά συνέπεια "ο τόπος, στον οποίο επήλθε η ζημία" , είναι ο τόπος στον οποίο το ζημιογόνο γεγονός προκάλεσε στον ενάγοντα ζημία με την έννοια που προαναφέρθηκε. Συνακόλουθα, αν εκτός από τον τόπο στον οποίο εμφανίσθηκε η ζημία (τόπος, όπου εμφανίσθηκε η πρώτη υλική της εκδήλωση) στη συνέχεια επήλθε περαιτέρω ζημία, που αποτελεί τη συνέπεια της αρχικής επελθούσας ζημίας σε άλλο τόπο, που ανήκει σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, ο τελευταίος δεν θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους αυτού και στερείται επομένως, από την άποψη αυτή, αυτοτελώς σημασίας, ο τόπος στον οποίο επήλθε μία περαιτέρω ζημία. Το προσυμβατικό πταίσμα - αδικοπραξία τελείται στο τόπο όπου λαμβάνει χώρα η υπαίτια ματαίωση της σύναψης της σύμβασης. Τέτοιος είναι ο τόπος στον οποίο περιέρχεται και η δήλωση περί διακοπής των διαπραγματεύσεων. Η περιουσιακή ωστόσο βλάβη από την τέλεση προσυμβατικούπταίσματος δυνατόν να επέρχεται στο τόπο όπου προκαλείται η υλική βλάβη και τέτοιος είναι ο τόπος στον οποίο βρίσκεται το πληττόμενο περιουσιακό αγαθό. Επομένως η διαφορά από προσυμβατικό πταίσμαδωσιδικεί και στον ως άνω τόπο.

 

 

Εν προκειμένω η εφεσίβλητη, με την επικουρική βάση της αγωγής της, ισχυρίστηκε ότι στο εργοστάσιό της στο Β. είχε δεσμεύσει από 11-1-2011, κατόπιν αιτήματος της εκκαλούσας, 5.000 μετρικούς τόνους (κτ) χάλυβα προς 508€/ΜΤ., αποκρούοντας πρόταση της Αγγλικής εταιρίας S., που προσέφερε 510 €/ΜΤ, ότι η εκκαλούσα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την σύναψη της σχετικής σύμβασης επέδειξε συμπεριφορά αντίθετη προς την καλή συναλλακτική πίστη και τελικά, με την περιεχόμενη στο από 28-1-2011 ηλεκτρονικό μήνυμά της δήλωσή της, απεσύρθη ξαφνικά και αυθαίρετα από τις διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να πωλήσει την ποσότητα αυτή στις 11-2-2011 στην εταιρία T. B. BV, στη Λουκέρνη της Ελβετίας, προς 455/ΜΤ και να υποστεί ζημία 275.000€, (510-455 = 55 χ 5.000 = 275.000). Κατά το σαφές νόημα του ιστορικού αυτού η εφεσίβλητη επικαλέστηκε ότι από πταίσμα της εκκαλούσας κατά τις διαπραγματεύσεις, που διεξήγοντο με τους προστηθέντες της στην Α., υπέστη βλάβη το περιουσιακό της στοιχείο στο Β. δηλ. οι 5000 μετρικοί τόνοι χάλυβα αφού η αγοραία τους αξία 510 €/ΜΤ, στις 11-1-2011, στην οποία μπορούσε να τους διαθέσει, μειώθηκε στις 11-2-2011 στα 455€. Εν όψει των προαναφερθέντων στη μείζονα σκέψη, ο Β. είναι ο τόπος όπου επήλθε η επικαλούμενη υλική βλάβη της περιουσίας της εφεσίβλητης. Επομένως η ένδικη διαφορά δωσιδικεί, πέραν των Δικαστηρίων των Α. όπου εκδηλώθηκε, με την περιέλευση της ως άνω δήλωσης, η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εκκαλούσας, και στα Δικαστήρια του τόπου αυτού, που είναι ο τόπος στον οποίο βρίσκεται το προσβληθέν περιουσιακό στοιχείο της εφεσίβλητης και επήλθε άμεσα η μείωση της περιουσίας της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την προβληθείσα παραδεκτώς και νομίμως ένσταση αναρμοδιότητας, με διαφορετική αιτιολογία, (έκρινε ότι «η πόλη του Β. ήταν ο τόπος, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, καθόσον στον εν λόγω τόπο συντελέστηκε η ζημία της ενάγουσας, δεδομένου ότι εκεί απώλεσε την ευκαιρία επωφελούς διάθεσης της επίδικης ποσότητας μπιγιετών χάλυβα»), που αντικαθίσταται με την παρούσα (αρθρ. 534 ΚΠολ.Δικ), σε ορθό κατ' αποτέλεσμα συμπέρασμα κατέληξε και πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα εναγομένη παραπονείται για έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας και κατά τόπο αρμοδιότητας του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

 

 

 

Β) Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κανονισμού 864/2007 «Ρώμη II» για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές 1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις εξωσυμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου, σε περίπτωση που περιλαμβάνουν σύγκρουση δικαίων. Κατά το άρθρο 21. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έννοια της ζημίας περικλείει όλες τις συνέπειες των αδικοπραξιών, .... ή της ευθύνης κατά τις διαπραγματεύσεις (culpa in contrahendo). Κατά το άρθρο 4 παρ. 1. Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής, η οποία απορρέει από αδικοπραξία, είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό. Κατά το άρθρο 12 «Ευθύνη κατά τις διαπραγματεύσεις» (Culpa in contrahendo). Το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από συζητήσεις πριν από τη σύναψη σύμβασης, ανεξαρτήτως του εάν συνήφθη τελικά η σύμβαση, είναι το δίκαιο που είναι, ή που θα ήταν, εφαρμοστέο στη σύμβαση, εάν αυτή είχε συναφθεί. Τέλος κατά το άρθρο 31, «ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του», που κατά το άρθρο 32 είναι η 11 Ιανουαρίου 2009. Εξ άλλου σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού 593/2008 εφαρμόζεται στις συμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου στις περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση νόμων 1. Ελλείψει επιλογής του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 3 και με την επιφύλαξη των άρθρων 5 έως 8, το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση καθορίζεται ως εξής: α) η σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του. Εν όψει των διατάξεων αυτών εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο στην προκειμένη περίπτωση είναι το Ελληνικό και ειδικότερα οι διατάξεις των άρθρων 197-198 ΑΚ. γ) Κατά το άρθρο 197 του Α.Κ., κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της σύμβασης, τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να τηρούν τη συμπεριφορά που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Κατά δε το άρθρο 198 παρ 1 του Α.Κ. όποιος, κατά τις διαπραγματεύσεις, από πταίσμα του, προξενήσει στον άλλον ζημία υποχρεούται να την ανορθώσει και αν η σύμβαση δεν καταρτίστηκε. Προϋποθέσεις της προσυμβατικής ευθύνης είναι η ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων, συμπεριφορά αντίθετη προς τη καλή πίστη, υπαιτιότητα, ζημία και ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στον νόμιμο λόγο ευθύνης και τη ζημία. Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών διαπραγματεύσεις νοούνται οι προφορικές ή έγγραφες ανταλλαγές απόψεων των ενδιαφερομένων για τη σύναψη ορισμένης συμβάσεως με τις οποίες επιδιώκεται η βαθμιαία προσέγγιση των διαφορετικών αρχικών θέσεων τους σχετικά με τους όρους της υπό συζήτηση σύμβασης μέχρι την τελική σύμπτωση τους ή την αδυναμία τέτοιας σύμπτωσης. Το στάδιο των διαπραγματεύσεων διαρκεί μέχρι την διακοπή τους και ματαίωση της σύμβασης ή την κατάρτιση της. Οι απαιτήσεις της καλής πίστης είναι δυνατόν να παραλλάσσουν κατά τις ατομικές περιστάσεις. Πρόβλεψη εκ των προτέρων για το ποιες ανάγκες θα προκύψουν και γι’ αυτό πρόβλεψη εκ των προτέρων για το ποιες διαφοροποιήσεις θα επιβάλλει εκάστοτε η καλή πίστη δεν είναι πάντοτε και με ακρίβεια δυνατή (Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο § 5 αριθ. 20, Τσολακίδης Εφ.ΑΔ, 2009, 274). Ο νομοθέτης σκόπιμα δεν καθόρισε λεπτομερειακά ποιά συμπεριφορά πρέπει να τηρούν οι συναλλασσόμενοι αλλά θέσπισε ως κριτήριο της συμπεριφοράς αυτής την συναλλακτική καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ώστε ο δικαστής εξειδικεύοντας τη συναλλακτική καλή πίστη τη να διαμορφώνει τον κατάλληλο κάθε φορά για την ατομική σχέση που πρόκειται να κρίνει ,κανόνα δικαίου Παπαντωνίου Γενικές Αρχές σελ. 343). Η συναγωγή ωστόσο από τη γενική ρήτρα της καλής πίστης των ειδικότερων, κανόνων που θα επιτρέψουν την συγκεκριμενοποίηση της γενικής ρήτρας της καλής πίστης στην προσυμβατιική ευθύνη παρίσταται αναγκαία. Προσφορότερος τρόπος είναι η αναγωγή σε αξιολογικά κριτήρια κατώτερης βαθμίδας και η διαμόρφωση ενδιάμεσων κανόνων με αντικείμενο συγκεκριμένες υποχρεώσεις των μερών κατά το προσυμβατικό στάδιο. Οι ενδιάμεσοι αυτοί κανόνες και οι επί μέρους υποχρεώσεις καλόπιστης συμπεριφοράς που απορρέουν από αυτούς, μπορεί να εξειδικευθούν περαιτέρω, με προσαρμογή στα ειδικότερα δεδομένα, αφού πάντοτε συνεκτιμάται ότι ο χαρακτηρισμός μιας συμπεριφοράς ως κακόπιστης συναρτάται με συγκεκριμένες περιστάσεις. Με τη διαμόρφωση ενδιάμεσων κανόνων και ομάδων περιπτώσεων, οι οποίες υπάγονται στους κανόνες αυτούς, επιτυγχάνεται η μετάβαση από το αφηρημένο επίπεδο των αρχών του δικαίου στο επίπεδο των συγκεκριμένων κανόνων που είναι δεκτικοί υπαγωγής και εφαρμογής σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι η συγκεκριμενοποίηση αυτή εξαντλεί το κανονιστικό εύρος της γενικής ρήτρας, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί ανά πασά στιγμή σε ένα βιοτικό περιστατικό που δεν ομοιάζει με τις ήδη αντιμετωπισθείσες περιπτώσεις (Τσολακίδης ο.π.). Στο πλαίσιο αυτό έχουν καθορισθεί - νομολογηθεί οι σπουδαιότερες υποχρεώσεις των μερών κατά το προσυμβατικό στάδιο. Αυτές είναι οι υποχρεώσεις διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων με ταχύτητα και σοβαρότητα, οι υποχρεώσεις διαφώτισης, που δεν φτάνει μέχρι το σημείο να επεκτείνεται και σε όσα θέματα το άλλο μέρος θα όφειλε και θα μπορούσε να πληροφορηθεί με δική του επιμελή έρευνα, υποχρεώσεις αληθείας, προστασίας, έγκαιρης προειδοποίησης για τη διακοπή των διαπραγματεύσεων (Βλ. Ν. Παπαντωνίου Γενικές Αρχές σελ. 343, Απ. Γεωργιάδης Γενικές Αρχές σελ. 452 επ., Λαδάς Γενικές Αρχές σελ. 224 επ.). Από την αρχή της καλής πίστης δεν γεννιέται υποχρέωση κατάρτισης της σύμβασης και η μη κατάρτιση της σύμβασης δεν στοιχειοθετεί παρανομία. Διαφορετική αντίληψη θα κατέλυε την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Έτσι η διακοπή των διαπραγματεύσεων καθ' εαυτή δεν συνιστά αντισυναλλακτική συμπεριφορά. Ομοίως και η νομολογία αποφαίνεται η ματαίωση της σύμβασης δεν συνιστά καθ εαυτή αντισυναλλακτική συμπεριφορά, εκτός αν από την προηγούμενη συμπεριφορά αυτού που ματαίωσε τη σύμβαση δικαιολογείται τούτο. Αυθαίρετη και αδικαιολόγητη ματαίωση της κατάρτισης της σύμβασης είναι αντίθετη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη μόνον αν είχε επέλθει συμφωνία επί όλων των αφορώντων τη σύμβαση σημείων και απέμεινε η τήρηση τύπου ή όταν υπήρχαν διαβεβαιώσεις ότι θα καταρτιζόταν η σκοπούμενη σύμβαση (ΑΠ 1678/2001 Ελ.Δνη 45,112, ΑΠ 1175/2007 ΕλΔνη 49,1395, ΑΠ 1505/1988 Νοβ 38, 62, ΕφΑΘ. 8566/2007 ΕλΔνη 2008, 840, ΑΠ 309/1996, ΕλΔνη 38,83,) ή σημειώθηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση της αρνητικής απάντησης υπό συνθήκες που παρείχαν την εντύπωση στο άλλο μέρος ότι θα ακολουθούσε αποδοχή (ΑΠ 1232/2000ΕλΔνη 2002,112, ΕΕΝ 2002,135, Ολ. ΑΠ 10/91, Παπαντωνίου Γενικές Αρχές Λαδάς ο.π. σελ. 237). Πταίσμα κατά την έννοια των αυτών ως άνω διατάξεων νοείται η μη τήρηση της επιμέλειας του μέσου συνετού συναλλασσομένου (άρθρο 330 του Α.Κ) και έτσι αρκεί και αμέλεια, ακόμη και ελαφρά. Περαιτέρω, από τις αυτές πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 197, 198 ΑΚ προκύπτει ότι η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις περιορίζεται στη ζημία η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη γενεσιουργό αιτία (αθέτηση ειδικής ενοχής) και ότι αν ο ένας των συμβαλλομένων προξένησε στον άλλο ζημία από τη συμπεριφορά του, που είναι αντίθετη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση αυθαίρετης ματαίωσης της κατάρτισης της σύμβασης ενώ οι διαπραγματεύσεις είχαν τερματισθεί επιτυχώς και απέμεινε μόνον η τυπική κατάρτιση της σύμβασης, για την οποία ο ματαιώσας παρείχε στον αντισυμβαλλόμενο διαβεβαιώσεις περί του ότι αυτή ήταν βέβαιη, υποχρεούται σε ανόρθωση της ζημίας του αντισυμβαλλομένου, που πίστεψε στην κατάρτιση της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, η αποζημίωση, με την οποία σκοπείται η αποκατάσταση της ζημίας, η οποία δεν θα γινόταν αν αυτός τηρούσε αρνητική στάση ως προς την κατάρτιση της σύμβασης (αρνητικό της σύμβασης διαφέρον), περιλαμβάνει την περιουσιακή μείωση που προήλθε από τη διάψευση της εμπιστοσύνης του καλόπιστου αντισυμβαλλομένου, ο οποίος είτε υποβλήθηκε σε δαπάνες (θετική ζημία), είτε απέκρουσε άλλη ευκαιρία προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με τους αυτούς ή ευνοϊκότερους όρους προς εκείνους της ματαιωθείσας σύμβασης (ΑΠ 309/1996 ΕλΔνη 38,83, ΑΠ 628/1995 ΝοΒ 45,598, ΑΠ 1303/1984 ΕλΔ 26,402, ΕΘεσσαλον. 3097/1998 ΔΕΕ 1999,307 με σημείωμα Παπαντώνη). Δεν περιλαμβάνει όμως η αποζημίωση αυτή το θετικό διαφέρον εκπλήρωσης στο οποίο περιλαμβάνεται όχι μόνο η θετική ζημία αλλά και η αποθετική ζημία δηλ. το διαφυγόν κέρδος από τη μη εκπλήρωση-εκτέλεσης της σύμβασης, αφού σύμβαση δεν καταρτίστηκε (σχ. ΑΠ 1565/2000 Ελλ.Δνη 2001, 1290. ΧρΙδΔικ. 2001,200 με παρτηρ. Γ. Ιατρού ΑΠ 628/1995 ό.π., ΕΑ 6504/1995 ΕλΔ 38,885, 11120/1986 ΕλΔ 29,139, Μπαλής, Γεν. Αρχ., παρ. 87, Κουμάντος, ΕρμΑΚ 197-198, αρ. 57,58 επομ. Σ. Ματθίας, ΕλΔ 28,1459, Α. Βαλτούδης Θέματα Προσυμβατικής Ευθύνης εις ΕΝΟΒΕ σελ. 75- 78). Μάλιστα στην περίπτωση αυθαίρετης διακοπής των διαπραγματεύσεων όχι λόγω παραβίασης του καθήκοντος διαφώτισης ή του καθήκοντος αληθείας αλλά λόγω διάψευσης της εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε από τη συμπεριφορά του διαπραγματευόμενου που αποσύρθηκε από τη διαπραγμάτευση, όπως εν προκειμένω συμβαίνει κατά το ιστορικό της αγωγής, το αρνητικό της συμβάσεως διαφέρον δεν μπορεί να υπερβεί το θετικό, διότι, αν δεν είχε διαψευσθεί η εμπιστοσύνη του αξιούντος αποζημίωση μέρους, θα είχε καταρτιστεί η σύμβαση και αυτό που θα είχε ο αξιών αποζημίωση θα ήταν το θετικό της συμβάσεως διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως και τίποτα περισσότερο (Α. Βαλτούδης ο.π. 75-78 και Χρ.ΙδΔικ. 2005 691-692). Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής πρέπει να διαλαμβάνονται σ' αυτό τα ακόλουθα: α) περιγραφή της κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμβάσεως, αθέμιτης και αντίθετης προς τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς του εναγομένου, β) ακριβής περιγραφή της ζημίας την οποία υπέστη ο καλόπιστος αντισυμβαλλόμενος ενάγων και γ) ότι η ζημία αυτή τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την εν λόγω συμπεριφορά του εναγομένου (ΕφΑθ. 3839/2007 Νοβ 55,2139, ΕφΑΘ 6504/95 ΕλλΔνη 38/885, ΕφΑΘ4931/91 ΕλλΔνη 33/881, Κουμάντος ΕρμΑΚ αρθρ.197-198 αριθ. 59).

 

 

Εν προκειμένω, με την επικουρική βάση της αγωγής της η εφεσίβλητη-ενάγουσα, ισχυρίστηκε, κατ' ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι στις 11-1-2011 απέκρουσε αίτημα πώλησης 5000 μετρικών τόνων χάλυβα, προς την εταιρία stemko με τιμή 510 €/μετρικό τόνο και δέσμευσε την ποσότητα αυτή για να την πωλήσει προς την εκκαλούσα-εναγόμενη, έναντι 508/€ ανά μετρικό τόνο, ότι η εκκαλούσα εναγομένη, μολονότι είχε συμφωνήσει στα ουσιώδη σημεία της σύμβασης, δολίως χρονοτριβούσε να υπογράψει το ιδιωτικό συμφωνητικό που η εφεσίβλητη της είχε αποστείλει, διότι, τις επόμενες ημέρες της ανταλλαγής των ηλεκτρονικών μηνυμάτων, διαπίστωσε πτωτική τάση των τιμών και ότι όταν παγιώθηκε η πτώση της τιμής, ύστερα από 17 ημέρες, στις 28-1-2011 απεσύρθη από τις διαπραγματεύσεις, ότι η συμπεριφορά αυτή της εκκαλούσας-εναγομένης, που την διαβεβαίωνε ότι η σύμβαση θα καταρτιστεί και της είχε δημιουργήσει την πεποίθηση ότι επίκειται η κατάρτισή της με την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού, είναι κακόπιστη και αντίθετη προς τα συναλλακτικά ήθη του κλάδου, στον οποίο οι σχετικές συμφωνίες κλείνονται εντός συντομοτάτου χρονικού διαστήματος, λόγω της οιονεί χρηματιστηριακής αξίας του προϊόντος, ότι συνεπεία της αντίθετης προς την καλή πίστη συμπεριφοράς της εναγομένης-εκκαλούσας και της εκ του λόγου τούτου διάψευσης της εμπιστοσύνης της για την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, υπέστη ζημία 275.000 €, διότι υποχρεώθηκε να πωλήσει την ποσότητα των 5000 μετρικών τόνων χάλυβα, την οποία είχε δεσμεύσει να πωλήσει στην εναγομένη, στην εταιρία T., στην χαμηλότερη τιμή που είχε διαμορφωθεί στις 11-2-2011 δηλ. 455€ ανά μετρικό τόνο και να απωλέσει έτσι το ποσό των 275.000€ (510χ5000=2550.000€ μείον 5000χ455=2275.000=275.000), το οποίο αποτελεί το αρνητικό της συμβάσεως διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης και τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την συμπεριφορά της εκκαλούσας. Ζήτησε λοιπόν, κατά την επικουρική βάση από τη ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, να υποχρεωθεί η εκκαλούσα -εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 275.000 €. Η αγωγή με το περιεχόμενο αυτό, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, είναι πλήρως ορισμένη. Τα περιστατικά που η εκκαλούσα εναγομένη τα οποία επικαλείται ότι λείπουν από την αγωγή (τιμή χάλυβος κάθε ημέρα ) δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται στην αγωγή. Αυτά αποτελούν αντικείμενο αποδείξεως και με τη συνδρομή τους η τη μη συνδρομή τους θα κριθεί αν η επικαλούμενη συμπεριφορά είναι κακόπιστη ή όχι. Επομένως ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη έκρινε την αγωγή ορισμένη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

 

4. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, την υπ' αριθμ. 1…/11.2.2013 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, την οποία προσκομίζει μετ' επικλήσεως η ενάγουσα και η οποία ελήφθη μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ' αριθμ. …/5.2.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Ν.Τ. προς το Δ. Μ., πληρεξούσιο δικηγόρο και νόμιμο αντίκλητο στην Ελλάδα της εναγομένης) και την υπ' αριθμ. …/7.2.2013 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, την οποία προσκομίζει μετ' επικλήσεως η εναγομένη και η οποία ελήφθη μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ' αριθμ. …/23.1.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Κ.Β.), και την προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως από την εναγομένη υπ' αριθμ. …/8.2.2013 ένορκη βεβαίωση ως μάρτυρα του S. A. C. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, ληφθείσα μετά νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου (βλ. την προαναφερθείσα υπ' αριθ. …/23.1.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Κ.Β.), η οποία αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, διότι, κατά το χρόνο λήψης αυτής (ένορκης βεβαίωσης), ο ανωτέρω δεν ήταν, όπως συνομολογήθηκε με τις προτάσεις, ένας εκ των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης εταιρίας δηλ. πρόσωπο εξομοιούμενο με την τελευταία-διάδικο (εναγομένη), που ως εκ τούτου δεν μπορούσε να εξετασθεί ως μάρτυρας (ΑΠ 745/2007, ΑΠ 1401/2006 τ.ν.π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1312/2002 ΝοΒ 2003.1031, ΕφΠατρ 266/2011 Αρμ 2013.290), διότι αφενός η ιδιότητα ως νομίμου εκπροσώπου δεν είναι πραγματικό περιστατικό, που η ύπαρξη του αποτελεί αντικείμενο ομολογίας, αλλά νομική σχέση, αφετέρου η με τις προτάσεις επικληθείσα ομολογία ανεκλήθη με την προσθήκη και την προσκομιδή εγγράφων από τα οποία αποδεικνύεται ότι ο ενόρκως βεβαιών δεν είναι νόμιμος εκπρόσωπος της εκκαλούσας εναγομένης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

 

Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, η οποία έχει την καταστατική έδρα της στην Α., δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, μεταξύ άλλων στην παραγωγή και εμπορία διαφόρων προϊόντων χάλυβα και διατηρεί τρία βιομηχανικά συγκροτήματα στον Α.Α., στο Β. και το Β.Μ.. Η εναγόμενη εταιρία, η οποία έχει την έδρα της στο Essen της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και ανήκει στον όμιλο εταιριών της πολυεθνικής γερμανικής μεταλλουργίας «T. AG», δραστηριοποιείται, κυρίως, στην εμπορία διαφόρων προϊόντων χάλυβα και μηχανολογικού εξοπλισμού. Η τιμή του προϊόντος αυτού παρουσιάζει καθημερινές διακυμάνσεις, ως αν ήταν χρηματιστηριακό προϊόν. Οι συμβάσεις πώλησης του προϊόντος αυτού καταρτίζονται κατά κανόνα-συνήθως σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η εκκαλούσα είχε αγοράσει από την εφεσίβλητη επτά μήνες πριν τις επίδικες διαπραγματεύσεις 5000 μπιγέτες χάλυβα. Η σύμβαση πώλησης τότε βασίστηκε στο ιδιωτικό συμφωνητικό που η εφεσίβλητη απέστειλε στην εκκαλούσα και καταρτίστηκε εντός δύο ημερών. Οι επίδικες διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν τηλεφωνικώς και με ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) για λογαριασμό της εναγομένης-εκκαλούσας από τον υπάλληλο της J. G. –T. και από την πλευρά της εφεσίβλητης-ενάγουσας από τον υπάλληλό της Β. Γ.. Στις 10.1.2011 ο J. G.-T. απέστειλε στον Β. Γ. το από 11.1.2011 ηλεκτρονικό μήνυμα με το εξής περιεχόμενο: «Αγαπητέ κύριε Γ., με την παρούσα κλείνουμε 5.000 ΜΤ (μετρικούς τόνους) μπιγιετών 125 Χ 125 χιλ. Χ 12000 χιλ. σε τιμή ευρώ 508 ανά τόνο, ΓΟΒ φορτωμένα και στοιβαγμένα στο λιμάνι του Β.. Ετοιμότητα για φόρτωση 2° δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου. Χημική σύνθεση, όπως συζητήθηκε. Παρακαλούμε να μας στείλετε συμφωνητικό». Ο υπάλληλος της εφεσίβλητης-ενάγουσας, Β. Γ., απάντησε αυθημερόν (11.1.2011) με το εξής e-mail: «Αγαπητέ κύριε, με την παρούσα επιβεβαιώνουμε την αποδοχή της παραγγελίας σας για 5.000 ΜΤ μπιγιετών χάλυβα 125 χιλ. Χ 125 χιλ. Χ 12000 χιλ., με χημική σύνθεση/σύσταση όπως στο e-mail σας της 11.1.2011 έναντι της αξίας ανά τόνο ευρώ 508/ΜΤ φορτωμένα και στοιβαγμένα στο λιμάνι του Β., πληρωμή με ανέκκλητη πιστωτική επιστολή/εντολή, πληρωτέα εν όψει, προς φόρτωση μέσα στο 2°δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου. Σας αποστέλλουμε το σχετικό συμφωνητικό πώλησης»... Με το μήνυμα αυτό η εφεσίβλητη-ενάγουσα εταιρία (δια του ως άνω υπαλλήλου της) επιβεβαίωσε την αποδοχή της παραγγελίας της εναγομένης, πλην όμως προσέθεσε και έναν όρο πληρωμής, ο οποίος προηγουμένως δεν είχε καταστεί αντικείμενο των συζητήσεων των δύο πλευρών («πληρωμή με ανέκκλητη πιστωτική επιστολή σε όψη»), και συγχρόνως απέστειλε το σχετικό συμφωνητικό πώλησης, στο οποίο περιγράφονταν λεπτομερώς όλοι οι όροι της (υπό κατάρτιση) σύμβασης. Με το από 12.1.2011 ηλεκτρονικό μήνυμα ο υπάλληλος της εναγομένης, J. G. – T., ενημέρωσε την ενάγουσα, ότι το σχέδιο της σύμβασης διαβιβάστηκε στο νομικό τμήμα της (εναγομένης) για έλεγχο. Την επόμενη ημέρα (13.1.2011) η εναγομένη απέστειλε νέο ηλεκτρονικό μήνυμα στην ενάγουσα, με το οποίο την ενημέρωνε ότι ανέμενε τα σχόλια του νομικού της τμήματος έως την επόμενη ημέρα, και διευκρίνισε ότι δεν είχε συζητηθεί και συμφωνηθεί ο τρόπος πληρωμής, ότι δηλαδή η πληρωμή θα γινόταν με ανέκκλητη τραπεζική πίστωση. Η ενάγουσα απάντησε με μήνυμα της ίδιας ημέρας (13.1.2011) ότι χρησιμοποιεί πάντα τους ίδιους εμπορικούς όρους, δηλαδή ενέγγυα πίστωση πληρωτέα εν όψει, όπως και τις προηγούμενες φορές. Την επομένη (14.1.2011) με το υπογεγραμμένο από τους υπαλλήλους της S. C. και J. G. –T. - μήνυμα η εναγομένη κατέστησε σαφές, ότι δεν θα υπήρχε δεσμευτική σύμβαση, παρά μόνο μετά την υπογραφή του σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Επίσης, με το μήνυμα αυτό κατέστησε σαφές, ότι οι όροι πληρωμής καθορίζονται πάντα χωριστά για την κάθε περίπτωση και ότι η πληρωμή με ενέγγυα πίστωση δεν είχε συζητηθεί και συμφωνηθεί, προσέτι δε ανέφερε ότι δεν είχαν συζητηθεί και άλλα ζητήματα, όπως η διευθέτηση των αξιώσεων σε περίπτωση πραγματικών ελαττωμάτων, η δωσιδικία κλπ. Και το μήνυμα αυτό καταλήγει «Δεν θα υπάρξει δεσμευτικό συμφωνητικό πριν να συζητηθούν αυτά τα ζητήματα και υπογραφεί το συμφωνητικό από αμφότερα τα μέρη». Στις 18-1-2011 η εναγομένη-εκκαλούσα απέστειλε στην εφεσίβλητη-ενάγουσα τις παρατηρήσεις του νομικού της τμήματος με e-mail το οποίο έχει ως εξής: «Αγαπητέ κύριε Μ., Παρακαλώ βρείτε παρακάτω τα σχόλια του Νομικού μας τμήματος σχετικά με το ιδιωτικό συμφωνητικό σας. Δεν θα υπάρξει καμία δεσμευτική σύμβαση πριν υπογραφεί και από τις δύο πλευρές. Σχόλια για το σχέδιο συμφωνητικού της 11 Ιανουαρίου 2011 Ποσότητα Η απόκλιση +/- 10% είναι πολύ υψηλή, παρακαλούμε να τροποποιηθεί σε +/- 3%. Καθορισμός/Προσδιορισμός της ποιότητας. Δεν είναι ουδόλως αποδεκτό το πιστοποιητικό ποιότητας που εκδίδεται από τον πωλητή να είναι οριστικό όσον αφορά ζητήματα ποιότητας. Η ρήτρα θα πρέπει είτε να διαγραφεί είτε αντί για "θα είναι οριστικό" να αντικατασταθεί με «θα είναι ενδεικτική»". Η ρήτρα δεν θα έπρεπε να διαβάζεται: "Προσδιορισμός Ποιότητας" αλλά "Ένδειξη Ποιότητας". Πληρωμή με άνοιγμα τραπεζικής πίστωσης δεν είναι αποδεκτή. Παρατηρήσεις σχετικά με την φορτωτική ή απόδειξη παραλαβής φορτίου. Παρακαλούμε να διαγραφεί το ""μερική χρώση οξείδωσης" και "επιφανειακή/γωνιακή οξείδωση". Εφαρμοστέο Δίκαιο Παρακαλούμε να γίνει η κάτωθι αντικατάσταση: "Η παρούσα σύμβαση θα διέπεται και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με το Γερμανικό Δίκαιο. Τα μέρη υποβάλλονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Ντίσελντορφ Γερμανίας, σε σχέση με οποιαδήποτε αξίωση, διένεξη ή διαφορά που μπορεί να ανακύψει από αυτό το συμφωνητικό." Ανωτέρα Βία: Στην τέταρτη γραμμή παρακαλούμε να διαγραφεί η λέξη "απεργίες". Στην Πέμπτη σειρά να διαγραφεί: "καθυστερήσεις του μεταφορέα λόγω βλάβης ή αντίξοων καιρικών συνθηκών". Εγγυήσεις/Ευθύνη. Παρακαλούμε να προστεθεί νέα ρήτρα στο συμφωνητικό με τίτλο: "Εγγυήσεις / Ευθύνη" με την εξής διατύπωση: "Οι εγγυήσεις και η ευθύνη των μερών θα είναι σύμφωνα με το συμφωνημένο δίκαιο" … Όροι φόρτωσης και θαλάσσιας μεταφοράς. Σύμφωνα με τον όρο 3 (τέλος) η Πωλήτρια μας ζητάει να αποδεχθούμε να μοιράσουμε τη διαφορά από την τυχόν ολοκλήρωση της φόρτωσης σε συντομότερο του υπολογισθέντος χρόνου ( Half Dispatch). Πέρα από το γεγονός ότι τέτοιο μοίρασμα δεν είναι συνηθισμένο σε αυτόν τον κύκλο συναλλαγών, οι πλοιοκτήτες θα συμπεριλάβουν σίγουρα σχετικά έξοδα παράδοσης μέσα στο ναύλο, δηλαδή ο ναύλος θα καταστεί ακριβότερος για την Αγοράστρια. Γι’ αυτό το λόγο παρακαλούμε να διαγράψετε τη φράση "μοίρασμα της διαφοράς από τις σταλίες" (Half Dispatch) στην τελευταία γραμμή του όρου 3.Το ίδιο ισχύει και για τον όρο 4: "το φορτίο να είναι στοιβαγμένο, όχι όμως συνδεδεμένο, δηλαδή το στοίβαγμα/δέσιμο να κανονισθεί/πληρωθεί από την Αγοράστρια. Η Αγοράστρια θα δώσει εντολή στον μεταφορέα/πλοιοκτήτη να διενεργήσει το στοίβαγμα, δηλαδή ο ναύλος καθίσταται επίσης ακριβότερος. Σύμφωνα με τον όρο 6, η Αγοράστρια αναλαμβάνει να αναθέσει στους πλοιοκτήτες να διορίσουν τον πράκτορα της Πωλήτριας στο λιμάνι φόρτωσης. Σε περίπτωση που ο πράκτορας της Πωλήτριας είναι πολύ ακριβός, τότε, η πλοιοκτήτρια θα πρέπει να αυξήσει επίσης το ναύλο σε βάρος της ναυλώτριας-Αγοράστριας. Ο όρος 6 θα πρέπει να αντικατασταθεί ως ακολούθως: "Η πλοιοκτήτρια θα επιλέξει τον πράκτορά της στο λιμένα φόρτωσης". Σύμφωνα με τον όρο 2, η Πωλήτρια επιθυμεί όπως η Αγοράστρια επιλέξει «κιβωτιόσχημη» φόρτωση. Αυτό είναι ασύνηθες/ μη αναγκαίο για το εμπόρευμα. Η κιβωτιόσχημη φόρτωση είναι ακριβότερη σε σύγκριση με τα κανονικά πλοία μεταφοράς χύδην φορτίου. Δεδομένου ότι τα πλοία «κιβωτιόσχημης φόρτωσης» είναι λιγότερα σε αριθμό από τα κανονικά πλοία μεταφοράς χύδην φορτίου, η κιβωτιόσχημη φόρτωση είναι, κατά συνέπεια, ακριβότερη απ' τη φόρτωση σε κανονικά πλοία μεταφοράς χύδην φορτίου. Για το λόγο αυτό, παρακαλούμε διαγράψτε τη λέξη «κιβωτιόσχημο» στην πρώτη γραμμή του όρου 2. Η εφεσίβλητη απάντησε αυθημερόν (18-1-2011) με e-mail που έχει το εξής περιεχόμενο: Σχόλια για το σχέδιο συμφωνητικού της 11 Ιανουαρίου 2011. Ποσότητα: Η απόκλιση +/-10% είναι πολύ υψηλή, παρακαλούμε να τροποποιηθεί σε +/-3%. Αποδέχεστε απόκλιση +/- 5%. Καθορισμός/Προσδιορισμός της ποιότητας: Δεν είναι ουδόλως αποδεκτό το πιστοποιητικό ποιότητας που εκδίδεται από τον πωλητή να είναι οριστικό όσον αφορά ζητήματα ποιότητας. Η ρήτρα θα πρέπει είτε να διαγραφεί είτε αντί για "θα είναι οριστικό" να αντικατασταθεί με «θα είναι ενδεικτική»". Αποδέχεστε έκδοση πιστοποιητικού από ανεξάρτητο επιθεωρητή με δαπάνη της Πωλήτριας. Η ρήτρα δεν θα έπρεπε να διαβάζεται: "Προσδιορισμός Ποιότητας" αλλά "Ένδειξη Ποιότητας". Πληρωμή: Πληρωμή με άνοιγμα τραπεζικής πίστωσης δεν είναι αποδεκτή. Δεκτό, αλλά η πληρωμή να γίνει με Υποσχετική Επιστολή η οποία θα εκδοθεί από την ThyssenKrupp Mannex που θα αναγράφει ότι η πληρωμή θα πραγματοποιηθεί μετά την παραλαβή των φορτωτικών εγγράφων μέσω e-mail και ειδικής αποστολής. Παρατηρήσεις σχετικά με την φορτωτική ή απόδειξη παραλαβής φορτίου: Παρακαλούμε να διαγραφεί το "μερική χρώση οξείδωσης" και "επιφανειακή/γωνιακή οξείδωση". Δεκτό. Εφαρμοστέο Δίκαιο: Παρακαλούμε να γίνει η κάτωθι αντικατάσταση: "Η παρούσα σύμβαση θα διέπεται και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με το Γερμανικό Δίκαιο. Τα μέρη υποβάλλονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Ντίσελντορφ Γερμανίας, σε σχέση με οποιαδήποτε αξίωση, διένεξη ή διαφορά που μπορεί να ανακύψει από αυτό το συμφωνητικό. "Προτείνουμε μια διεθνώς αποδεκτή θέση - Ελβετία. Ανωτέρα Βία: Στην τέταρτη γραμμή παρακαλούμε να διαγραφεί η λέξη "απεργίες". Στην Πέμπτη σειρά να διαγραφεί: " καθυστερήσεις του μεταφορέα λόγω βλάβης ή αντίξοων καιρικών συνθηκών". Αυτός είναι ένας τυποποιημένος όρος, παγκοσμίως αποδεκτός σε όλες τις χώρες και παρακαλούμε να αναθεωρήσετε τη θέση σας Εγγυήσεις/Ευθύνη: Παρακαλούμε να προστεθεί νέα ρήτρα στο συμφωνητικό με τίτλο: "Εγγυήσεις/Ευθύνη" με την εξής διατύπωση: «Οι εγγυήσεις και η ευθύνη των μερών θα είναι σύμφωνα με το συμφωνημένο δίκαιο". ΕΛΒΕΤΙΑ. Παρακαλούμε βρείτε παρακάτω τα σχόλια του δικού μας τμήματος - logistics σχετικά με τους όρους φόρτωσης και θαλάσσιας μεταφοράς. Όροι φόρτωσης και θαλάσσιας μεταφοράς: Σύμφωνα με τον όρο 3 (τέλος) η Πωλήτρια μας ζητάει να αποδεχθούμε να μοιράσουμε τη διαφορά από την τυχόν ολοκλήρωση της φόρτωσης σε συντομότερο του υπολογισθέντος χρόνου (Half daisptatch). Πέρα από το γεγονός ότι τέτοιο μοίρασμα δεν είναι συνηθισμένο σε αυτόν τον κύκλο συναλλαγών, οι πλοιοκτήτες θα συμπεριλάβουν σίγουρα σχετικά έξοδα παράδοσης μέσα στο ναύλο, δηλαδή ο ναύλος θα καταστεί ακριβότερος για την Αγοράστρια. Γι' αυτό το λόγο παρακαλούμε να διαγράψετε τη φράση "μοίρασμα της διαφοράς από τις σταλίες" (Half daisptatch), στην τελευταία γραμμή του όρου 3. Δεκτό. Το ίδιο ισχύει και για τον όρο 4: "το φορτίο να είναι στοιβαγμένο, όχι όμως συνδεδεμένο, δηλαδή το στοίβαγμα/δέσιμο να κανονισθεί/πληρωθεί από την Αγοράστρια. Η Αγοράστρια θα δώσει εντολή στον μεταφορέα/πλοιοκτήτη να διενεργήσει το στοίβαγμα, δηλαδή ο ναύλος καθίσταται επίσης ακριβότερος. Συνήθως δεν απαιτείται στοίβαξη και δεν είναι και τεχνικά δυνατή στο λιμάνι του Β.. Το φορτίο να φυλαχθεί και να τοποθετηθεί με ενδιάμεσα ξύλα αλλά όχι στοιβαγμένο. Σύμφωνα με τον όρο 6, η Αγοράστρια αναλαμβάνει να αναθέσει στους πλοιοκτήτες να διορίσουν τον πράκτορα της Πωλήτριας στο λιμάνι φόρτωσης. Σε περίπτωση που ο πράκτορας της Πωλήτριας είναι πολύ ακριβός, τότε, η πλοιοκτήτρια θα πρέπει να αυξήσει επίσης το ναύλο σε βάρος της ναυλώτριας-Αγοράστριας. Ο όρος 6 θα πρέπει να αντικατασταθεί ως ακολούθως: "Η πλοιοκτήτρια θα επιλέξει τον πράκτορα της στο λιμένα φόρτωσης". Δεκτό, αλλά παρακαλούμε να προτείνετε στην Πλοιοκτήτρια ως πράκτορες τους A. με μια ανταγωνιστική τιμή, γιατί λόγω της εμπειρίας τους τα πράγματα θα είναι πολύ πιο απλά. Σύμφωνα με τον όρο 2, η Πωλήτρια επιθυμεί όπως η Αγοράστρια επιλέξει «κιβωτιόσχημη» φόρτωση. Αυτό είναι ασύνηθες/μη αναγκαίο για το εμπόρευμα. Η κιβωτιόσχημη φόρτωση είναι ακριβότερη σε σύγκριση με τα κανονικά πλοία μεταφοράς χύδην φορτίου. Δεδομένου ότι τα πλοία «κιβωτιόσχημης φόρτωσης» είναι λιγότερα σε αριθμό από τα κανονικά πλοία μεταφοράς χύδην φορτίου, η κιβωτιόσχημη φόρτωση είναι, κατά συνέπεια, ακριβότερη απ' ό,τι η φόρτωση σε κανονικά πλοία μεταφοράς χύδην φορτίου. Για το λόγο αυτό, παρακαλούμε διαγράψτε τη λέξη «κιβωτιόσχημο» στην πρώτη γραμμή του όρου 2. Δεκτό αλλά να εισάγετε "ΧΩΡΙΣ ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΟ ΑΜΠΑΡΙ". Παρακαλούμε για την άμεση απάντησή σας. Εν όψει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών και ειδικότερα εν όψει του ότι, στο μήνυμα αποδοχής της πρότασης της εναγομένης, περιελήφθη ο όρος του τρόπου πληρωμής, η σύμβαση πώλησης δεν καταρτίστηκε και τα μέρη εξακολούθησαν να διαπραγματεύονται τους όρους τις πώλησης, με βάση την ισχύουσα ως νέα πλέον πρόταση δήλωση της εφεσίβλητης που περιελήφθη στο απαντητικό e-mail της 11-1-2011. Η δήλωση της εκκαλούσας στην οποία περιλαμβάνεται η φράση «κλείνουμε 5.000 ΜΤ», εκτός από το ότι, λόγω της τροποποιημένης αποδοχής-νέας πρότασης της εφεσίβλητης, έπαυσε να ισχύει, δεν μπορεί, ερμηνευομένηκαλόπιστα και όχι με προσήλωση στη λέξη «book», να σημαίνει ότι η εφεσίβλητη ανέλαβε υποχρέωση δέσμευσης της ποσότητας των 5.000 €. Σε μια τέτοια περίπτωση οι επακολουθήσασες διαπραγματεύσεις και η αναμενόμενη κατάρτιση της σύμβασης θα ήταν χωρίς αντικείμενο. Η εφεσίβλητη ενάγουσα δεν απέδειξε τον ισχυρισμό της ότι η εκκαλούσα εναγομένη άρχισε να χρονοτριβεί τις αμέσως επόμενες ημέρες, όταν η τιμή του προϊόντος άρχισε να παρουσιάζει πτωτική τάση. Τούτο διότι, στις 13-1-2011, δύο ημέρες μετά την παραλαβή του κειμένου του ιδιωτικού συμφωνικού που της είχε αποστείλει η εφεσίβλητη-ενάγουσα, η τιμή του χάλυβα, από 510 €/μετρικό τόνο που ήταν στις 10-1-2011, είχε αυξηθεί στο ποσό των 511,85€/μετρικό τόνο (βλ. προτάσεις της εφεσίβλητης - ενάγουσας στο Δικαστήριο αυτό σελ. 61), η πτωτική δε τάση την οποία αναφέρει, δεν αποδεικνύεται σε καθημερινή βάση αλλά σε εβδομαδιαία και επομένως δεν μπορεί να συσχετιστεί άμεσα με την, κατά την εφεσίβλητη, προσχηματική απόφαση της εκκαλούσας να επεξεργαστεί τους όρους του συμφωνητικού προκειμένου να καθυστερήσει την υπογραφή του. ιδιωτικού συμφωνητικού. Την πτωτική τάση των τιμών, που επικαλείται η εφεσίβλητη, την γνώριζε και η ίδια, αφού κατά κοινή πείρα η αγορά του προϊόντος αυτού είναι ολιγοπωλιακή και δεν μπορεί, αυτό, το πέρα από τη σφαίρα επιρροής της εκκαλούσας, αντικειμενικό γεγονός της συγκεκριμένης αγοράς, να θεωρηθεί ότι αποτελεί στοιχείο της συναλλακτικής της συμπεριφοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση θα καθιερωνόταν ο κανόνας ότι η διακοπή των διαπραγματεύσεων σε περίοδο διακύμανσης των τιμών θα ήταν τελικά απαγορευμένη, που προφανώς καταλύει την ελευθερία των διαπραγματευομένων. Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν η αποχώρηση της εκκαλούσας από τις διαπραγματεύσεις, στις 28-1-2011, ήταν αντίθετη στην καλή πίστη, επειδή στην ενάγουσα, από τη συμπεριφορά της εναγομένης και ιδίως τις επικαλούμενες διαβεβαιώσεις της τελευταίας, δημιουργήθηκε αντικειμενικά η πεποίθηση ότι επέκειτο η κατάρτιση της υπό διαπραγμάτευση συμβάσεως πωλήσεως και αν η διάψευση της εμπιστοσύνης αυτής προκάλεσε στην εφεσίβλητη-ενάγουσα ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με την διακοπή των διαπραγματεύσεων. Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα επέστησε την προσοχή της εφεσίβλητης ότι η σύμβαση δεν θα καταρτιζόταν αν δεν συμφωνούσαν σε όλα τα ζητήματα που είχαν τεθεί. Η συμφωνία επί όλων των ζητημάτων, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, είναι απαραίτητη αφού αυτά τέθηκαν έστω από το ένα μέρος και δεν σημαίνει ότι η σύμβαση θα καταρτιστεί επειδή υπάρχει συμφωνία σε σημεία που είναι ουσιώδη ή το ένα μόνο μέρος θεωρεί ουσιώδη. Αποδεικνύεται επίσης ότι η εφεσίβλητη πρότεινε στην εκκαλούσα, όσον αφορά τον τρόπο πληρωμής, την πληρωμή, αντί της ανέκκλητης πιστωτικής επιστολής εντολής σε όψη με υποσχετική επιστολή και ότι στην πρόταση αυτή της εφεσίβλητης η εκκαλούσα δεν απάντησε. Μέχρι τις 28-1-2011 οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν ολοκληρωθεί αφού τα μέρη δεν είχαν συμφωνήσει σε όλα τα προς διαπραγμάτευση σημεία της σύμβασης, όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα ηλεκτρονικά μηνύματα, ώστε να απομένει η υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού. Στα περισσότερα σχόλια-απαιτήσεις-προτάσεις της εκκαλούσας η εφεσίβλητη απαντούσε όχι με αποδοχή αλλά με δικές της προτάσεις. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης-ενάγουσας ότι η εκκαλούσα-εναγομένη είχε δώσει στην ενάγουσα εφεσίβλητη διαβεβαιώσεις ότι η σύμβαση πώλησης θα καταρτιστεί και δεν μπορεί αντικειμενικά να λεχθεί ότι η εφεσίβλητη, εν όψει των προαναφερθέντων, είχε σχηματίσει την πεποίθηση ότι η σύμβαση θα καταρτιστεί. Επομένως ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα-εναγομένη παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι, αφού αυτή (η εκκαλούσα) είχε δώσει διαβεβαιώσεις στην εφεσίβλητη ότι θα καταρτιστεί σύμβαση πώλησης και ότι αφού οι διαπραγματεύσεις είχαν ολοκληρωθεί, η εφεσίβλητη είχε σχηματίσει την εύλογη ή εδραία πεποίθηση ότι η σύμβαση θα καταρτιστεί, πρέπει να γίνει δεκτός, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, το Δικαστήριο αυτό να κρατήσει την αγωγή, να δικάσει αυτήν κατ’ ουσίαν και να την απορρίψει. Μετά από αυτά η εξέταση των λοιπών λόγων της έφεσης καθίσταται άνευ αντικειμένου.

 

 

Αφού έγινε δεκτή η έφεση και απορρίφτηκε η αγωγή, αποδεικνύεται δε ότι η εκκαλούσα κατέβαλε στην εφεσίβλητη το ποσό των 90.000€, για το οποίο η εκκληθείσα είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και να υποχρεωθεί η ενάγουσα να αποδώσει στην εναγομένη το ποσό των 90.000€ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της απόφασης αυτής.

 

 

Επίσης πρέπει να διαταχτεί η επιστροφή στην εναγομένη-εκκαλούσα του ποσού των 200 € που κατεβλήθη με τα υπ' αριθ. … σειρά Α και … σειρά Β παράβολα του Ελληνικού Δημοσίου. Τα δικαστικά έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των νομικών ζητημάτων που αντιμετωπίστηκαν (αρθρ. 183,179 ΚΠολ.Δικ).