Άρειος Πάγος 1266/2017 Διάκριση εργάτη - υπαλλήλου: Για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται και εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας

Άρειος Πάγος 1266/2017 Διάκριση εργάτη - υπαλλήλου: Για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται και εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας

ΑΠ 1266 / 2017   

(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Κατά τη διάταξη του άρθρου 10 του ν. 3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 π.δ., όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του ν. 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 2655/1953, "ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ` αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικής ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορίας, καθώς και παν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγωγή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικάς εν γένει υπηρεσίας".
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση χαρακτηρισμό αυτού ή τον τρόπο της αμοιβής του.
Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων.
Έτσι, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται και εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού. Ειδικότερα, για τον χαρακτηρισμό ως ιδιωτικών υπαλλήλων των απασχολούμενων στη βιομηχανική παραγωγή, δεν αρκεί η άσκηση στο χειρισμό και στη ρύθμιση των μηχανικών μέσων με τα οποία, λόγω της αλματώδους τεχνολογικής προόδου, αναπληρώνεται η καταβολή μυϊκής δυνάμεως, αλλά απαιτείται εξιδιασμένη εμπειρία και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας, το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 90/2009).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση.

Αριθμός 1266/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την 98/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασίας Καρέλλου, Δήμητρα Κοκοτίνη - Εισηγήτρια, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Μαΐου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Α. Σ. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .................., με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ι. Γ. του Ν., και 2)Χ. Γ. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/4/2012 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 223/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 68/2016 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29/8/2016 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον αναιρεσείοντα υπ’ αριθμ. ... /5-12-2016 και ... /5-12-2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πατρών Χ. Γ., προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, στο τέλος της οποίας είναι συνημμένη η πράξη, με την οποία ορίσθηκε δικάσιμος για τη συζήτησή της η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, καθώς και κλήση για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσίβλητους με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής. Οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου τους, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, η συζήτηση όμως θα προχωρήσει παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ. 2 εδ. α’ και γ’ ΚΠολΔ).

2. Με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87) και ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο (30-8-2016) προβλέπεται η καταβολή παραβόλου από εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της αναίρεσης, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου. Όμως, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής, η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 614 αρ. 3 και 5 (εργατικές διαφορές και διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας) και 592 αρ. 1 και 3 (διαφορές που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων). Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την κατάθεση της ένδικης, από 29-8-2016, αίτησης αναίρεσης κατά της 68/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, που αφορά διαφορά μεταξύ των διαδίκων από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο αναιρεσείων προέβη στην επισύναψη παραβόλου ύψους τριακοσίων (300) ευρώ κατά την άσκηση της αναίρεσης. Η ως άνω διαφορά, όμως, ως εργατική απαλλάσσεται της καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης και κατά συνέπεια το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στον αναιρεσείοντα, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω αίτησης αναίρεσης (ΑΕΔ 3, 4/2014).

3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 10 του ν. 3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 π.δ., όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του ν. 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 2655/1953, "ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ` αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικής ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορίας, καθώς και παν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγωγή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικάς εν γένει υπηρεσίας". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση χαρακτηρισμό αυτού ή τον τρόπο της αμοιβής του.
Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων. Έτσι, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται και εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού. Ειδικότερα, για τον χαρακτηρισμό ως ιδιωτικών υπαλλήλων των απασχολούμενων στη βιομηχανική παραγωγή, δεν αρκεί η άσκηση στο χειρισμό και στη ρύθμιση των μηχανικών μέσων με τα οποία, λόγω της αλματώδους τεχνολογικής προόδου, αναπληρώνεται η καταβολή μυϊκής δυνάμεως, αλλά απαιτείται εξιδιασμένη εμπειρία και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας, το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 90/2009).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση.
Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (Ολ ΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 42/2002).
Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, να καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (Ολ ΑΠ 2/2008, ΑΠ 14/2005, ΑΠ 322/2011, ΑΠ 371/2009).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 9/2016, 1/1999).
Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες.
Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.
Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε, εξ άλλου, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, το μεν να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ ΑΠ 20/2005, ΑΠ 1184/2015). Συνακόλουθα η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες (άρθρο 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ) πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης και κατά τούτο συνιστούν, κατά τα ήδη προεκτεθέντα, στοιχεία του ορισμένου του προβαλλόμενου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης (ΟλΑΠ 27/1998). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθμός 10 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο όρος ‘ ‘ πράγματα’ ‘ εδώ είναι ταυτόσημος με εκείνον του αριθμού 8, δηλαδή ως ‘ ‘ πράγματα’ ‘ νοούνται οι ισχυρισμοί, θεμελιωτικοί αγωγής, ανταγωγής, ένστασης κλπ (ΑΠ 1935/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 545/2010).
Ο λόγος θεμελιώνεται όταν το δικαστήριο δέχεται ‘ ‘ πράγματα’ ‘ χωρίς να έχει προσκομισθεί οιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκτίθεται, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη (ΑΠ 360/2016, ΑΠ 309/2015, ΑΠ 273/2011).Δεν απαιτείται δε να αξιολογεί η απόφαση τα επιμέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξειδικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη (ΑΠ 1935/2014, ΑΠ 269/2007).

4. Στη προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που έχουν σχέση με τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: Ότι ο εναγόμενος διατηρεί στην Πάτρα συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων και πώλησης ανταλλακτικών, εξειδικευμένο σε αυτοκίνητα εργοστασίου κατασκευής ...........
Ο πρώτος των εναγόντων προσελήφθη την 1-2-1993 από τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί στο ως άνω συνεργείο του τελευταίου αρχικά ως βοηθός τεχνίτη επισκευής αυτοκινήτων και στη συνέχεια, από το 1999 και εφεξής, ως μηχανοτεχνίτης αυτοκινήτων. Το έτος 1999 απέκτησε πτυχίο της Τεχνικής Επαγγελματικής Σχολής Πάτρας με ειδικότητα μηχανές αυτοκινήτων και από το ίδιο έτος κατέχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος τεχνίτη αυτοκινήτων, μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων του Υπουργείου Μεταφορών με την ειδικότητα του μηχανοτεχνίτη.
Ότι η εργασία του συνίστατο στη συντήρηση και επισκευή αυτοκινήτων, με την καταγραφή των παρατηρήσεών του για τις βλάβες σε κάθε αυτοκίνητο στις καρτέλες χρέωσης, αλλά και στη διαχείριση και επίβλεψη της αποθήκης των ανταλλακτικών. Ότι ήταν μηχανοτεχνίτης, αλλά και μηχανικός συντηρητής και υπεύθυνος αποθήκης. Ότι για την εκτέλεση της εργασίας του αυτής απαιτούντο θεωρητικές γνώσεις και ιδίως εξιδιασμένη (όχι απλή) πρακτική εμπειρία, καθώς και ανάληψη ευθύνης και ανάπτυξη συνεχούς πρωτοβουλίας εκ μέρους του, εφόσον αυτός εντόπιζε τις βλάβες των αυτοκινήτων και κατέγραφε τις σχετικές παρατηρήσεις του, ενώ ήταν και υπεύθυνος της αποθήκης των ανταλλακτικών, δρώντας αυτόνομα και χωρίς να υπόκειται σε οδηγίες κάποιου τεχνικού προϊσταμένου.
Ότι, επομένως, στην παροχή της εργασίας του πρώτου ενάγοντος υπερείχε το πνευματικό στοιχείο (η καταβολή πνευματικής ενέργειας) και όχι το σωματικό στοιχείο (η καταβολή μυϊκής δύναμης) και συνεπώς αυτός είχε την ιδιότητα του ιδιωτικού υπαλλήλου και όχι του εργάτη. Ότι ο δεύτερος ενάγων προσελήφθη την 1-11-2005 από τον εναγόμενο με ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί στο ως άνω συνεργείο του τελευταίου ως μηχανοτεχνίτης αυτοκινήτων.
Το έτος 1993 έλαβε πτυχίο από την Τεχνική Επαγγελματική Σχολή Πάτρας με ειδικότητα μηχανές αυτοκινήτων και από το έτος 1999 κατέχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος τεχνίτη αυτοκινήτων, μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων του Υπουργείου Μεταφορών με την ειδικότητα του τεχνίτη συστημάτων πέδησης. Ότι η εργασία του δεύτερου ενάγοντος συνίστατο στη συντήρηση και επισκευή αυτοκινήτων με τη διάγνωση και τον εντοπισμό των βλαβών δια μέσου διαγνωστικού μηχανήματος και ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ότι αυτός ήταν μηχανοτεχνίτης και μηχανικός συντηρητής και τεχνίτης διαγνώστης.
Για την εκτέλεση της εργασίας του αυτής απαιτούντο εκ μέρους του θεωρητικές γνώσεις και ιδίως εξιδιασμένη (όχι απλή) εμπειρία, ανάληψη ευθύνης και ανάπτυξη συνεχούς πρωτοβουλίας, εφόσον αυτός εντόπιζε τις βλάβες των αυτοκινήτων με τη χρήση διαγνωστικού μηχανήματος και ηλεκτρονικού υπολογιστή, δρώντας αυτόνομα και χωρίς να υπόκειται σε οδηγίες κάποιου τεχνικού προϊσταμένου.
Ότι, επομένως, στην παροχή της εργασίας του δευτέρου εναγομένου προείχε το πνευματικό στοιχείο (η καταβολή πνευματικής δύναμης) και όχι το σωματικό ( η καταβολή σωματικής δύναμης) και έτσι αυτός είχε την ιδιότητα του ιδιωτικού υπαλλήλου και όχι του εργάτη. Ότι τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι ο γυιός του εναγομένου Ε. Σ. εργαζόταν και αυτός στο συνεργείο του ως τεχνολόγος μηχανικός αυτοκινήτων, πραγματοποιώντας και διάγνωση στις βλάβες αυτοκινήτων, έχοντας λάβει πτυχίο μηχανολόγου μηχανικού τεχνολογικής εκπαίδευσης στις 8-12-2005 από το ΤΕΙ Πάτρας και άδεια ασκήσεως επαγγέλματος τεχνολόγου μηχανικού αυτοκινήτων στις 10-11-2011 από τη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας.
Ότι για το χρονικό διάστημα πριν το έτος 2005, προτού δηλαδή ο Ε. Σ. λάβει το ως άνω πτυχίο, καθήκοντα μηχανολόγου ασκούσε ο πρώτος ενάγων. Για το χρονικό διάστημα που αυτός υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία το διαγνωστικό μηχάνημα χειριζόταν ο δεύτερος ενάγων. Δέχεται, ακολούθως το Εφετείο ότι στις 27-3-2012 ο εναγόμενος κάλεσε τους ενάγοντες και τους πρότεινε να εργάζονται εφεξής εκ περιτροπής, ανά εβδομάδα ή 15ήμερο ο καθένας, με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών τους, επικαλούμενος μείωση του κύκλου εργασιών της επιχείρησής του. Ότι οι ενάγοντες απάντησαν στον εναγόμενο ότι θα το σκεφθούν και συμφωνήθηκε να δώσουν την τελική τους απάντηση στις 30-3-2012. Ότι στις 28-3-2012 οι ενάγοντες προσήλθαν κανονικά στην εργασία τους και ζήτησαν από τον εναγόμενο να συζητήσουν και πάλι το καθεστώς εργασίας τους, γιατί η εφαρμογή αμετάβλητης της πρότασης του τελευταίου θα καθιστούσε δυσμενή την οικονομική τους κατάσταση, καθώς και οι δύο ήταν έγγαμοι με ένα ανήλικο τέκνο ο καθένας. Ότι ο εναγόμενος εμφανίσθηκε αδιάλλακτος και κατόπιν διαπληκτισμού μεταξύ τους τους δήλωσε ότι η συνεργασία τους έχει λήξει. Έτσι, στις 28-3-2012, ο εναγόμενος προέβη προφορικά στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, χωρίς να τους καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ήταν εκείνοι που κατήγγειλαν τις εργασιακές τους συμβάσεις, αποχωρώντας οικειοθελώς από την εργασία τους.
Οι ενάγοντες δεν είχαν κανένα λόγο να απεμπολήσουν τις υψηλές απαιτήσεις τους για τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης που εδικαιούντο, ενώ δεν είχαν εξασφαλίσει αλλού εργασία και γι’ αυτό έμειναν άνεργοι πολλούς μήνες μετά την απόλυσή τους. Μάλιστα ο εναγόμενος κάλυψε το κενό των εναγόντων με την εντατικότερη απασχόληση του γιού του και με το δανεισμό από ιδιοκτήτη άλλου συνεργείου, το Ν. Κ., του εργαζόμενου Α. Θ., τον οποίο απασχόλησε από τις αρχές Απριλίου μέχρι τις 8-5-2012 και έκτοτε τον προσέλαβε ως τεχνίτη αυτοκινήτων με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης. Επιπλέον ο εναγόμενος προσέλαβε στις 4-10-2012 και δεύτερο τεχνίτη αυτοκινήτων, τον Σ. Γ., επίσης με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης. Δέχεται ακόμη το Εφετείο ότι στις 28-3-2012 δεν είχε περιορισθεί η παραγωγική δραστηριότητα της επιχείρησης του εναγομένου σε τέτοιο βαθμό που να απειλεί άμεσα τις θέσεις εργασίας των εναγόντων. Ότι η αποζημίωση απόλυσης που δικαιούνται οι ενάγοντες, ενόψει των ετών υπηρεσίας τους και του ύψους των τακτικών αποδοχών που ελάμβαναν κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή τους μήνα, ανέρχεται στο ποσό των 28.358,75 ευρώ για τον πρώτο και στο ποσό των 6.389,83 ευρώ για το δεύτερο.
Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία είχε κρίνει ομοίως. Ήδη, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία ένα έγγραφο, το οποίο είχε επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και είχε προσκομίσει και ειδικότερα την από 2-4-2012 εξώδικη δήλωσή του προς τους αναιρεσίβλητους, η οποία τους επιδόθηκε στις 2-4-2012 και η οποία έχει το εξής περιεχόμενο : ‘ ‘
Με έκπληξη έλαβα την από 30-3-2012 εξώδικη διαμαρτυρία, το περιεχόμενο της οποίας αρνούμαι ως απαράδεκτο, αβάσιμο και ψευδές. Επειδή δεν σας απόλυσα στις 28-3-2012 άκυρα, παράνομα και καταχρηστικά, χωρίς έγγραφο και χωρίς να σας καταβάλω τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσή σας. Επειδή αντιθέτως παράνομα, αιφνίδια, αδικαιολόγητα, δόλια και από κοινού ενεργούντες, σηκωθήκατε και φύγατε από την εργασία σας, αφήνοντάς με εκτεθειμένο απέναντι σε πελάτες μου (τρία αυτοκίνητα προς επισκευή ευρίσκονται ακόμη στους ανυψωτήρες και περιμένουν να ολοκληρώσετε τις εργασίες σας, πέραν των τρεχόντων ραντεβού που δεν μπορώ να εξυπηρετήσω, λόγω έλλειψης προσωπικού, αφού ήσαστε οι μοναδικοί εργαζόμενοι. Μέσα μάλιστα σε αυτό το δυσμενέστατο οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο βρίσκεται η χώρα και ειδικά τα συνεργεία, το οποίο έχει πλήξει και την επιχείρησή μου με σοβαρό περιορισμό των δραστηριοτήτων της).

Γι’ αυτό, μη θέλοντας προς το παρόν να οξύνω τα πράγματα, διαμαρτύρομαι εντονότατα γι’ αυτή τη συμπεριφορά σας. Παρόλο τούτο, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά καλή πίστη, θέληση κλπ, σας θεωρώ εργαζόμενους και σας καλώ την 3-4-2012 να προσέλθετε κανονικά στην εργασία σας...’ ‘ Ισχυρίζεται δε ότι, αν το δικαστήριο ελάμβανε υπόψη του το ανωτέρω έγγραφο θα κατέληγε σε διαφορετική κρίση, ότι δηλαδή δεν κατήγγειλε αυτός τη σύμβαση εργασίας των αναιρεσιβλήτων, αλλά αποχώρησαν αυτοί οικειοθελώς από την εργασία τους. Από τη βεβαίωση, όμως, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση (4ο φύλλο αυτής), ότι λήφθηκαν υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που παραδεκτά επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και η αναφερόμενη ένορκη βεβαίωση, της οποίας γίνεται μνεία του αριθμού αυτής, του ονοματεπωνύμου των μαρτύρων και του συμβολαιογράφου ενώπιον του οποίου δόθηκαν, σε συνδυασμό με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του το ως άνω αποδεικτικό μέσο, το οποίο συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι ο αναιρεσείων κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας των αναιρεσιβλήτων και δεν αποχώρησαν οικειοθελώς οι τελευταίοι από την εργασία τους και συνακόλουθα να κάνει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης, επικαλούμενος ότι αυτή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα της ιδιότητας των αναιρεσιβλήτων ως υπαλλήλων ή εργατών, γιατί δεν αναφέρει σε τι συνίστατο συγκεκριμένα η εργασία των αναιρεσιβλήτων, ποιες ήταν οι θεωρητικές γνώσεις που απαιτούνταν γι’ αυτή, σε τι συνίστατο η συνεχής πρωτοβουλία τους, η ανάληψη ευθύνης εκ μέρους τους και η αυτόνομη δράση τους, δηλαδή αν οι εργασίες που εκτελούσαν προσδιορίζονταν από τους ίδιους, οι οποίοι προηγουμένως προέβαιναν στον έλεγχο των αυτοκινήτων και εντόπιζαν τις βλάβες.
Επίσης, επικαλείται ο αναιρεσείων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει και αντιφατικές αιτιολογίες, καθόσον ενώ δέχεται ότι και οι δύο αναιρεσίβλητοι δρούσαν αυτόνομα χωρίς να υπόκεινται σε οδηγίες τεχνικού προϊσταμένου, στη συνέχεια γίνεται δεκτό ότι μαζί τους εργάζονταν και ο γυιός του αναιρεσείοντος, ο οποίος είχε δίπλωμα ανώτερο από το δικό τους, που αυτό κατ’ ουσίαν σημαίνει επίβλεψη από τον τελευταίο επ’ αυτών. Αντίφαση υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τον αναιρεσείοντα, και όσον αφορά τον πρώτο αναιρεσίβλητο, διότι ενώ γίνεται δεκτό ότι προσλήφθηκε για να εργασθεί ως ‘ ‘ βοηθός τεχνίτη’ ‘ επισκευής αυτοκινήτων αρχικά και στη συνέχεια ως ‘ ‘ μηχανοτεχνίτης’ ‘ , αντιφατικά στη συνέχεια δέχεται το Εφετείο ότι προέχει στην περίπτωσή του το πνευματικό στοιχείο.

Όμως, με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, ότι δηλαδή οι αναιρεσίβλητοι είχαν την ιδιότητα του υπαλλήλου και επομένως εδικαιούντο αποζημίωση απόλυσης που αντιστοιχούσε σε αποζημίωση υπαλλήλου, περιέχει η προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα των υπηρεσιών που παρείχαν οι αναιρεσίβλητοι και οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο και δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του ν.2112/1920, 5 του ν. 3198/1955 και 1 του ν.δ. 2655/1953 κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε.

Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται αναλυτικά οι επί μέρους εργασίες που εκτελούσαν οι αναιρεσίβλητοι και από τις οποίες προέκυπτε ότι η εργασία τους ως μηχανοτεχνιτών ήταν κατά κύριο λόγο μη σωματική και προείχε το πνευματικό στοιχείο, αφού αυτοί είχαν τα αναφερόμενα πτυχία και τις αναγκαίες θεωρητικές γνώσεις, προέβαιναν σε καταγραφή των παρατηρήσεών τους στις σχετικές καρτέλες για τις βλάβες κάθε προς επισκευή αυτοκινήτου, είχαν εξειδικευμένη πολυετή εμπειρία από την απασχόληση στο ίδιο αντικείμενο, επιδεικνύοντας πρωτοβουλία και υπευθυνότητα στο αντικείμενο της εργασίας τους ως προς στον εντοπισμό των βλαβών, δεν υπέκειντο στις υποδείξεις κάποιου τεχνικού προϊσταμένου, ο πρώτος δε εξ αυτών ήταν υπεύθυνος και της αποθήκης των ανταλλακτικών, ενώ ο δεύτερος εντόπιζε τις βλάβες των αυτοκινήτων με τη χρήση διαγνωστικού μηχανήματος και ηλεκτρονικού υπολογιστή, στοιχεία που αρκούσαν για να τους προσδώσουν το χαρακτηρισμό της ιδιότητας του υπαλλήλου.

Οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προαναφέρθηκαν, είναι αβάσιμες, διότι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, οι δε ελλείψεις που ανάγονται μόνο στην ανάλυση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, εφόσον αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν αποτελούν ανεπάρκεια αιτιολογιών, ούτε υπάρχει αντίφαση στις αιτιολογίες από την παραδοχή ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος προσελήφθη αρχικά ως τεχνίτης και στη συνέχεια από το 1999, που απέκτησε το δίπλωμα, εργαζόταν με την ιδιότητα του μηχανοτεχνίτη και από την παραδοχή ότι ο γυιός του αναιρεσείοντος που εργαζόταν μαζί τους είχε ανώτερο δίπλωμα από το δικό τους. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, επικαλούμενος ότι, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο από τον αντίδικό του πρώτο αναιρεσίβλητο, το Εφετείο δέχθηκε ότι η εργασία του συνίστατο στη συντήρηση και επισκευή αυτοκινήτων με την καταγραφή των παρατηρήσεών του για τις βλάβες σε κάθε αυτοκίνητο στις καρτέλες χρέωσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, αφού έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα της υπόθεσης (καταθέσεις εξετασθέντων μαρτύρων, ένορκη βεβαίωση και με επίκληση προσκομισθέντα έγγραφα) σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος ήταν υπάλληλος και μία από τις βασικές υποχρεώσεις του ως εργαζόμενου ήταν και η καταγραφή των παρατηρήσεών του για τις βλάβες των προς επισκευή αυτοκινήτων στην ειδική καρτέλα χρέωσης για κάθε αυτοκίνητο. Επομένως το Εφετείο δεν δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη και έτσι ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. . Συνακόλουθα, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η ένδικη αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα.

Απορρίπτει την από 29-8-2016 αίτηση του Α. Σ. για αναίρεση της 68/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2017.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιουλίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ