Άρειος Πάγος 1184/2017 O περιορισμός των 2.000 ευρώ δεν ισχύει, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λόγω αποχώρησης ή απομάκρυνσης του μισθωτού, συμπληρούντος τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος

Άρειος Πάγος 1184/2017 O περιορισμός των 2.000 ευρώ δεν ισχύει, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λόγω αποχώρησης ή απομάκρυνσης του μισθωτού, συμπληρούντος τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος

 

Άρειος Πάγος 1184/2017 
O περιορισμός των 2.000 ευρώ δεν ισχύει, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λόγω αποχώρησης ή απομάκρυνσης του μισθωτού, συμπληρούντος τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος 
Αριθμός 1184/2017
Περίληψη
Με την διάταξη της υποπαράγραφου ΙΑ. 12 του Ν. 4093/2012   όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αποσυνδέθηκε το ύψος της καταβαλλομένης από τον εργοδότη αποζημίωσης στις περιπτώσεις καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του μισθωτού από το χρονικό διάστημα της έγγραφης προειδοποίησης (προμήνυσης) του μισθωτού για την απόλυσή του, που προέβλεπαν οι αρχικές ρυθμίσεις των άρθρων 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και καταργήθηκαν οι ρυθμίσεις του προηγουμένου νομοθετικού καθεστώτος που προέβλεπαν μεγαλύτερη αποζημίωση για τους έχοντες προϋπηρεσία πλέον των 16 ετών συμπληρωμένων στον ίδιο εργοδότη και αναλόγως των ως άνω ετών προϋπηρεσίας (μέχρι και 28 ετών), της οποίας το ύψος περιορίσθηκε το πολύ σε δώδεκα μηνιαίους μισθούς για τους έχοντες 16 και άνω συμπληρωμένα έτη προϋπηρεσίας (αντί της μεγαλύτερης αποζημίωσης και μέχρι 24 μηνιαίων μισθών το πολύ για τους έχοντες 28 και άνω συμπληρωμένα έτη προϋπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη). 
Επιπρόσθετα όμως ο νομοθέτης, με στόχο τη μερική διασφάλιση των δικαιωμάτων των ήδη εργαζομένων με αυξημένη άνω των 16 ετών προϋπηρεσία, οι οποίοι απασχολούνταν στον ίδιο εργοδότη, περιέλαβε, ως μεταβατική διάταξη, την ως άνω παράγραφο 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.12 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 34 του Ν. 4111/2013, η οποία προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι που κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (12 Νοεμβρίου 2012) έχουν συμπληρώσει υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη 17 έτη και άνω δικαιούνται πρόσθετης επιπλέον αποζημίωσης, με βάση τα συμπληρωμένα έτη υπηρεσίας τους κατά την ημερομηνία αυτή (12.11.2012) και με μέγιστο όριο τους δώδεκα επί πλέον μισθούς για τους έχοντες συμπληρώσει κατά την εν λόγω ημερομηνία άνω των 28 ετών υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, ανεξαρτήτως του χρόνου που θα λάβει χώρα η καταγγελία της ανωτέρω σύμβασης. Επομένως η υπηρεσία που ο μισθωτός θα διανύσει στον ίδιο εργοδότη μετά την 12.11.2012 δεν θα συνεχίσει να προσμετράται για τον υπολογισμό της αποζημίωσής του. 
Δηλαδή, η επιπλέον αυτή αποζημίωση παγιώνεται στον αριθμό των μισθών στον οποίο αυτή είχε ανέλθει την 12.11.2012, οποτεδήποτε και αν απολυθεί, μετά την ημερομηνία αυτή, ο ιδιωτικός υπάλληλος με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που είχε στις 12.11.2012 υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη άνω των 17 ετών, καθώς ο μεταγενέστερος χρόνος υπηρεσίας του δεν θα λαμβάνεται πλέον υπόψη (ΑΠ 84/2016). Το ύψος δε της κατά τα ανωτέρω πρόσθετης αποζημίωσης υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου πριν την καταγγελία μήνα, υπό τον περιορισμό ότι αυτές δεν υπερβαίνουν το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Ο ανωτέρω όμως περιορισμός του ποσού των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ μηνιαίως για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αποζημίωσης, δεν ισχύει και για τον υπολογισμό της από το 40% (ή 50%) αποζημίωσης που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 8 περ. β του Ν. 3198/1955 για τους αποχωρούντες ή απομακρυνόμενους από τον εργοδότη μισθωτούς, που έχουν συμπληρώσει τις κατά τις οικείες ρυθμίσεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος των επικουρικά (ή μη επικουρικά) ασφαλισμένων μισθωτών, όπως ορίζει το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.12 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, όπου ρητώς προβλέπεται ότι σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, λαμβάνονται υπόψη για τον ανωτέρω υπολογισμό οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν. 3198/55 (ήτοι του ορίου του 8πλασίου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη επί 30, που ανερχόταν κατά την ημερομηνία αυτή στο ποσό των 6.283,20 ευρώ μηνιαίως), περίπτωση περί της οποίας δεν πρόκειται. 
Επομένως για τον υπολογισμό του 40% (ή 50%) της κατά τα ανωτέρω πρόσθετης αποζημίωσης στις περιπτώσεις αποχώρησης ή απομάκρυνσης του μισθωτού λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων λήψης από αυτόν πλήρους σύνταξης γήρατος, θα ληφθούν υπόψη οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, έστω και εάν αυτές υπερβαίνουν το όριο των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ μηνιαίως, υπό τον όρο ότι δεν υπερβαίνουν το όριο των 6.283,20 ευρώ μηνιαίως. 
Τέλος όλες οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας μισθωτών, οι οποίες διέπονταν από κανονισμό λειτουργίας της επιχείρησης που περιείχαν όρο περί αυτοδίκαιης αποχώρησης του μισθωτού με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας και ως εκ τούτου έφεραν τον χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, (με την επιφύλαξη της πρόβλεψης σε αυτές όρου που παρείχε στον εργαζόμενο το δικαίωμα να παραιτείται και πριν τη συμπλήρωση του ορίου αυτού με παράλληλη υποχρέωση του εργοδότη να αποδεχθεί τη παραίτηση αυτή, οπότε η ανωτέρω σύμβαση εργασίας, ως τελούσα υπό διαλυτική εξουσιαστική αίρεση, μεταπίπτει με τη πλήρωση αυτής σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου), όπως ήταν τόσο ο οργανισμός προσωπικού της ... της Ελλάδος που καταρτίσθηκε με την από 11.11.1977 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας που δημοσιεύθηκε με την υπ’ αριθ. 49468/10730/1977 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β 1135), όσο και ο οργανισμός προσωπικού της αναιρεσίβλητης Τράπεζας που καταρτίσθηκε με την από 26.6.2003 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας που κατατέθηκε στην Επιθεώρηση εργασίας στις 30.6.2003, κατέστησαν από 14 Φεβρουαρίου 2012 αορίστου χρόνου κατά νομοθετικό ορισμό, επί των οποίων, όσον αφορά τη καταγγελία αυτών, εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 5 της υπ’ αριθ. 6/28.2.2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α 38), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 "Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας" (ΦΕΚ Α 28) και στο πλαίσιο της χορηγηθείσας εξουσιοδότησης (ΟλΣτΕ 2307/2014) ορίσθηκε ότι "1. Από 14.2.2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 2112/1920, όπως ισχύει. 
Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982 (Α 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 1892/ 1990 (Α 101). 2. Από 14.2.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας, παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων καταργούνται. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982 (Α 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 1892/1990 (Α 101)". 
Επομένως με τη διάταξη του άρθρου 5 της ως άνω Π.Υ.Σ. το μεν καταργήθηκαν από 14 Φεβρουαρίου 2012 οι λεγόμενες ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή οι κανονιστικοί εκείνοι όροι με τους οποίους ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απολύσει τον εργαζόμενο, παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και των οποίων η βασιμότητα κρίνεται συνήθως με ορισμένη διαδικασία, το δε οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας που έφεραν τον χαρακτήρα ορισμένου χρόνου για το λόγο ότι περιείχαν όρο λήξης αυτών με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας ή των προϋποθέσεων για συνταξιοδότηση, κατέστησαν αόριστης διάρκειας. 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
 
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την 98/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασίας Καρέλλου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα - Εισηγητή και Κωνσταντίνο Πιτταρά, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Μαΐου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
  
Του αναιρεσείοντος: Ε. Μ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του ....................., που κατέθεσε προτάσεις.
  
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ", και το διακριτικό τίτλο "..." που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της .............. και ................., που κατέθεσαν προτάσεις.
  
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/5/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
  
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2331/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 30/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
  
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21/3/2016 αίτησή του.
  
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
  
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος δήλωσε ότι παραιτείται από α)το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, β)το δεύτερο λόγο αναίρεσης και 3)τον τρίτο λόγο της αναίρεσης και ότι συνεπώς εισάγεται από το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, του οποίου ζήτησε την παραδοχή, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της αίτησης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
  
Από τις διατάξεις των άρθρ. 294, 296 και 297 του Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρ. 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στην αναιρετική δίκη, προκύπτει ότι παραίτηση, ολική ή μερική, από το δικόγραφο του ένδικου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (άρθρ. 495 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση του αναιρεσείοντος που καταχωρίζεται στα πρακτικά, πριν αρχίσει η συζήτηση. Η δήλωση αυτή επιφέρει αντίστοιχη, ανάλογα με το περιεχόμενο και την έκτασή της, κατάργηση της δίκης (ΟλΑΠ 7/1993, ΑΠ 382/2016, ΑΠ 549/2010). Επομένως, η παραίτηση του αναιρεσείοντος από το δικόγραφο της ένδικης από 21.3.2016 και με αριθ. κατάθ. ...2016 αίτησης αναίρεσης από τους πρώτο κατά το πρώτο αυτού σκέλος, δεύτερο και τρίτο λόγους της αναίρεσης, που έγινε με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου αυτού στο ακροατήριο πριν από την συζήτηση της υπόθεσης και καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης, είναι νόμιμη και συνεπάγεται την κατάργηση της δίκης, αλλά μόνο ως προς τους ανωτέρω λόγους αναίρεσης, οι οποίοι θεωρείται ότι δεν ασκήθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 295 παρ. 1 και 299 του ΚΠολΔ. Το περαιτέρω αίτημα της αναιρεσίβλητης Τράπεζας να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, μετά την πιο πάνω παραίτηση, στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων, πρέπει να απορριφθεί, διότι η διάταξη του άρθρου 188 παρ.1 του ΚΠολΔ που προβλέπει την επιβολή των δικαστικών εξόδων σε βάρος του ανακαλούντος ή παραιτουμένου, σε περίπτωση ανάκλησης διαδικαστικής πράξης ή παραίτησης από αυτήν ή από όλη τη δίκη, προϋποθέτει την κατάργηση της ανοιγείσας με τη διαδικαστική πράξη "όλης" δίκης, όπως ρητώς άλλωστε προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη, χωρίς δηλαδή την έκδοση απόφασης επ’ αυτής, περίπτωση που δεν συντρέχει στην παραίτηση από ορισμένους μόνο λόγους αναίρεσης, όπου η υπόθεση εξετάζεται κατά τους εναπομένοντες λόγους και εκδίδεται επ’ αυτών απόφαση.
Με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. β του Ν. 3198/1955 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων", που είχε προστεθεί με την παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3789/1957 και αντικατασταθεί από το άρθρο 5 παρ.1 του Ν. 435/1976 ορίζεται ότι: "Μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού Οργανισμού, δια την χορήγησιν συντάξεως συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου να αποχωρώσι της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρώσι είτε να απομακρύνωνται της εργασίας των παρά του εργοδότου των, λαμβάνοντες εις απάσας τας περιπτώσεις ταύτας οι μεν επικουρικώς ησφαλισμένοι τα 40%, οι δε μη ησφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως της οποίας δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις, δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, εκ μέρους του εργοδότου. Δια την κατά τα ανωτέρω χορηγουμένην εις τους αποχωρούντας ή απομακρυνομένους μισθωτούς αποζημίωσιν εφαρμόζονται κατά τα λοιπά πάντα τα οριζόμενα υπό των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν.Δ. 3198/1955, ως και των διατάξεων του Ν. 2112/1920 "περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων" ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη και του Β.Δ/τος της 16/18 Ιουλίου 1920 "περί επεκτάσεως του Ν.2112 περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών", πλην των διατάξεων των αφορωσών την προειδοποίησιν". 
Περαιτέρω με τη διάταξη της υποπαράγραφου ΙΑ. 12, που φέρει τον τίτλο "Αποζημίωση απόλυσης ιδιωτικών υπαλλήλων με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου" του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 "Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 - 2016. - Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/12 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 - 2016" (ΦΕΚ Α 222/12.11.2012), όπως οι παράγραφοι 1 και 3 αυτής διορθώθηκαν με τις παραγράφους 9 και 10 του άρθρου 10 της από 19-11-2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου "Ρυθμίσεις κατεπειγόντων θεμάτων του Ν. 4046/2012 και 4093/2012" (ΦΕΚ Α 229/19.11.2012), η οποία κυρώθηκε (εμπρόθεσμα, μέσα σε τρεις μήνες, κατά το άρθρο 44 παρ. 1 εδ. τελ. του Συντάγματος) με το άρθρο 34 παρ. 9 και 10 του Ν.4111/2013 (ΦΕΚ Α 18/25.1.2013), που επανέλαβε τις σχετικές ρυθμίσεις της πιο πάνω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, ορίζονται τα εξής: 

"1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2112/1920 (Α` 67), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και το εδάφιο β` της παραγράφου 2 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010 (Α` 115), όπως αυτό τροποποιήθηκε από το εδάφιο β` της παρ. 5 του άρθρου 17 του ν. 3899/2010 (Α` 212) αντικαθίστανται ως εξής: 
1. Η καταγγελία σύμβασης εργασίας ιδιωτικού υπαλλήλου με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, δεν δύναται να πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη έγγραφη προειδοποίηση του εργοδότη, και η οποία θα ισχύει από την επομένη της γνωστοποίησης της προς τον εργαζόμενο με τους εξής όρους α)..., β)..., γ)..., δ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δέκα (10) έτη συμπληρωμένα και άνω απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων (4) μηνών πριν την απόλυση. Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο ιδιωτικό υπάλληλο κατά τα ανωτέρω, καταβάλει στον απολυόμενο το ήμισυ της αποζημίωσης απόλυσης για καταγγελία χωρίς προειδοποίηση. 2. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: 3.1. Εργοδότης που παραμελεί την υποχρέωση προειδοποίησης για καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ιδιωτικού υπαλλήλου οφείλει να καταβάλει στον απολυόμενο υπάλληλο αποζημίωση απόλυσης ως κατωτέρω, εκτός αν οφείλεται μεγαλύτερη αποζημίωση βάσει σύμβασης ή εθίμου ως εξής: Χρόνος υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη [...] 16 έτη συμπληρωμένα και άνω, ποσό αποζημίωσης 12 μηνών. Ο υπολογισμός της ως άνω αποζημίωσης γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. 
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 (Α` 98) εξακολουθεί να ισχύει. 3. Για ιδιωτικούς υπαλλήλους με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου που ήδη απασχολούνται και έχουν συμπληρώσει στον ίδιο εργοδότη προϋπηρεσία άνω των 17 ετών, καταβάλλεται αποζημίωση απόλυσης επί πλέον της προβλεπομένης στην προηγούμενη περίπτωση αποζημίωσης, οποτεδήποτε και αν απολυθούν, κατά την εξής αναλογία [....] Για 28 συμπληρωμένα έτη και άνω προϋπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ποσό αποζημίωσης 12 μηνιαίοι μισθοί. Για τον ανωτέρω υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη: α) ο χρόνος προϋπηρεσίας που είχε συμπληρώσει ο υπάλληλος κατά τη δημοσίευση του παρόντος ανεξάρτητα από το χρόνο απόλυσης του και β) οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης που δεν υπερβαίνουν το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. 
Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 8 του ν. 3198/1955, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, λαμβάνονται υπόψη για τον ανωτέρω υπολογισμό οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955". 
Με τις διατάξεις αυτές αποσυνδέθηκε το ύψος της καταβαλλομένης από τον εργοδότη αποζημίωσης στις περιπτώσεις καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του μισθωτού από το χρονικό διάστημα της έγγραφης προειδοποίησης (προμήνυσης) του μισθωτού για την απόλυσή του, που προέβλεπαν οι αρχικές ρυθμίσεις των άρθρων 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και καταργήθηκαν οι ρυθμίσεις του προηγουμένου νομοθετικού καθεστώτος που προέβλεπαν μεγαλύτερη αποζημίωση για τους έχοντες προϋπηρεσία πλέον των 16 ετών συμπληρωμένων στον ίδιο εργοδότη και αναλόγως των ως άνω ετών προϋπηρεσίας (μέχρι και 28 ετών), της οποίας το ύψος περιορίσθηκε το πολύ σε δώδεκα μηνιαίους μισθούς για τους έχοντες 16 και άνω συμπληρωμένα έτη προϋπηρεσίας (αντί της μεγαλύτερης αποζημίωσης και μέχρι 24 μηνιαίων μισθών το πολύ για τους έχοντες 28 και άνω συμπληρωμένα έτη προϋπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη). 
Επιπρόσθετα όμως ο νομοθέτης, με στόχο τη μερική διασφάλιση των δικαιωμάτων των ήδη εργαζομένων με αυξημένη άνω των 16 ετών προϋπηρεσία, οι οποίοι απασχολούνταν στον ίδιο εργοδότη, περιέλαβε, ως μεταβατική διάταξη, την ως άνω παράγραφο 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.12 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 34 του Ν. 4111/2013, η οποία προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι που κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (12 Νοεμβρίου 2012) έχουν συμπληρώσει υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη 17 έτη και άνω δικαιούνται πρόσθετης επιπλέον αποζημίωσης, με βάση τα συμπληρωμένα έτη υπηρεσίας τους κατά την ημερομηνία αυτή (12.11.2012) και με μέγιστο όριο τους δώδεκα επί πλέον μισθούς για τους έχοντες συμπληρώσει κατά την εν λόγω ημερομηνία άνω των 28 ετών υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, ανεξαρτήτως του χρόνου που θα λάβει χώρα η καταγγελία της ανωτέρω σύμβασης. Επομένως η υπηρεσία που ο μισθωτός θα διανύσει στον ίδιο εργοδότη μετά την 12.11.2012 δεν θα συνεχίσει να προσμετράται για τον υπολογισμό της αποζημίωσής του. 
Δηλαδή, η επιπλέον αυτή αποζημίωση παγιώνεται στον αριθμό των μισθών στον οποίο αυτή είχε ανέλθει την 12.11.2012, οποτεδήποτε και αν απολυθεί, μετά την ημερομηνία αυτή, ο ιδιωτικός υπάλληλος με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που είχε στις 12.11.2012 υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη άνω των 17 ετών, καθώς ο μεταγενέστερος χρόνος υπηρεσίας του δεν θα λαμβάνεται πλέον υπόψη (ΑΠ 84/2016). Το ύψος δε της κατά τα ανωτέρω πρόσθετης αποζημίωσης υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου πριν την καταγγελία μήνα, υπό τον περιορισμό ότι αυτές δεν υπερβαίνουν το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Ο ανωτέρω όμως περιορισμός του ποσού των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ μηνιαίως για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αποζημίωσης, δεν ισχύει και για τον υπολογισμό της από το 40% (ή 50%) αποζημίωσης που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 8 περ. β του Ν. 3198/1955 για τους αποχωρούντες ή απομακρυνόμενους από τον εργοδότη μισθωτούς, που έχουν συμπληρώσει τις κατά τις οικείες ρυθμίσεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος των επικουρικά (ή μη επικουρικά) ασφαλισμένων μισθωτών, όπως ορίζει το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.12 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, όπου ρητώς προβλέπεται ότι σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, λαμβάνονται υπόψη για τον ανωτέρω υπολογισμό οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν. 3198/55 (ήτοι του ορίου του 8πλασίου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη επί 30, που ανερχόταν κατά την ημερομηνία αυτή στο ποσό των 6.283,20 ευρώ μηνιαίως), περίπτωση περί της οποίας δεν πρόκειται. 
Επομένως για τον υπολογισμό του 40% (ή 50%) της κατά τα ανωτέρω πρόσθετης αποζημίωσης στις περιπτώσεις αποχώρησης ή απομάκρυνσης του μισθωτού λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων λήψης από αυτόν πλήρους σύνταξης γήρατος, θα ληφθούν υπόψη οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, έστω και εάν αυτές υπερβαίνουν το όριο των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ μηνιαίως, υπό τον όρο ότι δεν υπερβαίνουν το όριο των 6.283,20 ευρώ μηνιαίως. 
Τέλος όλες οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας μισθωτών, οι οποίες διέπονταν από κανονισμό λειτουργίας της επιχείρησης που περιείχαν όρο περί αυτοδίκαιης αποχώρησης του μισθωτού με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας και ως εκ τούτου έφεραν τον χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, (με την επιφύλαξη της πρόβλεψης σε αυτές όρου που παρείχε στον εργαζόμενο το δικαίωμα να παραιτείται και πριν τη συμπλήρωση του ορίου αυτού με παράλληλη υποχρέωση του εργοδότη να αποδεχθεί τη παραίτηση αυτή, οπότε η ανωτέρω σύμβαση εργασίας, ως τελούσα υπό διαλυτική εξουσιαστική αίρεση, μεταπίπτει με τη πλήρωση αυτής σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου), όπως ήταν τόσο ο οργανισμός προσωπικού της ... της Ελλάδος που καταρτίσθηκε με την από 11.11.1977 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας που δημοσιεύθηκε με την υπ’ αριθ. 49468/10730/1977 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β 1135), όσο και ο οργανισμός προσωπικού της αναιρεσίβλητης Τράπεζας που καταρτίσθηκε με την από 26.6.2003 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας που κατατέθηκε στην Επιθεώρηση εργασίας στις 30.6.2003, κατέστησαν από 14 Φεβρουαρίου 2012 αορίστου χρόνου κατά νομοθετικό ορισμό, επί των οποίων, όσον αφορά τη καταγγελία αυτών, εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 5 της υπ’ αριθ. 6/28.2.2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α 38), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 "Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας" (ΦΕΚ Α 28) και στο πλαίσιο της χορηγηθείσας εξουσιοδότησης (ΟλΣτΕ 2307/2014) ορίσθηκε ότι "1. Από 14.2.2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 2112/1920, όπως ισχύει. 
Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982 (Α 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 1892/ 1990 (Α 101). 2. Από 14.2.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας, παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων καταργούνται. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982 (Α 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 1892/1990 (Α 101)". 
Επομένως με τη διάταξη του άρθρου 5 της ως άνω Π.Υ.Σ. το μεν καταργήθηκαν από 14 Φεβρουαρίου 2012 οι λεγόμενες ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή οι κανονιστικοί εκείνοι όροι με τους οποίους ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απολύσει τον εργαζόμενο, παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και των οποίων η βασιμότητα κρίνεται συνήθως με ορισμένη διαδικασία, το δε οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας που έφεραν τον χαρακτήρα ορισμένου χρόνου για το λόγο ότι περιείχαν όρο λήξης αυτών με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας ή των προϋποθέσεων για συνταξιοδότηση, κατέστησαν αόριστης διάρκειας. 

Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς.
Στη προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, ο οποίος γεννήθηκε στις 14.11.1952 προσελήφθη αρχικά ως δόκιμος λογιστής στις 14.6.1979 από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... της Ελλάδος ΑΕ", της οποίας καθολική διάδοχος με απορρόφηση κατέστη από 25.4.2003 η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη Τράπεζα, και στη συνέχεια εντάχθηκε στο προσωπικό της και εξελίχθηκε βαθμολογικά μέχρι το βαθμό του βοηθού τμηματάρχη. Ότι με την από 3.9.2012 δήλωσή του, την οποία αυθημερόν κοινοποίησε στην εναγομένη, της γνωστοποίησε ότι προτίθεται να αποχωρήσει της υπηρεσίας του στις 31.12.2012 λόγω συνταξιοδότησης. Ότι πράγματι αυτός παρείχε την εργασία του μέχρι τις 31.12.2012, οπότε αποχώρησε από την εργασία του και διαγράφηκε από το προσωπικό αυτής, έχοντας συμπληρώσει υπηρεσία τριάντα τριών (33) ετών, έξι (6) μηνών και δέκα έξι (16) ημερών στην αναιρεσίβλητη Τράπεζα. Ότι αυτός κατά το χρόνο αποχώρησής του πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος από τον κύριο ασφαλιστικό του φορέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42 του καταστατικού του ΤΑΠΙΛΤ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ.2 και 5 εδάφ. δ του Ν. 1976/1991, άρθρου 48 παρ.4 εδ. γ του Ν. 2084/1992 και άρθρου 2 παρ.12 του Ν. 3029/2002, η οποία του απονεμήθηκε με την υπ’ αριθ. ....7.2013 απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Ότι σε αυτόν, ως επικουρικά ασφαλισμένο στο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού ..., χορηγήθηκε μηνιαίο επικουρικό βοήθημα από το ΤΑΠΙΛΤ - ΑΤ. Ότι κατά συνέπεια δικαιούται να λάβει την προβλεπομένη από το άρθρο 8 εδάφιο β του Ν. 3198/1955 αποζημίωση που ισχύει στη περίπτωση αυτή, ήτοι δικαιούται να λάβει ποσοστό 40% της αποζημίωσης, που θα ελάμβανε σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας του. Ότι τον Δεκέμβριο του έτους 2012 οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές αυτού ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 2.750, 94 ευρώ μηνιαίως. Ότι κατά συνέπεια η κατά τα ανωτέρω οφειλομένη στον ενάγοντα αποζημίωση, ο οποίος κατά το χρόνο δημοσίευσης του Ν. 4093/2012 (12.11.2012) είχε συμπληρώσει στην εναγομένη χρόνο υπηρεσίας άνω των 33 ετών, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 25.555,46 ευρώ με βάση το από 40% ποσοστό. Με βάση δε τους γενόμενους από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπολογισμούς, από το ποσό αυτό των 25.555,46 ευρώ η κύρια αποζημίωση των δώδεκα μηνών για τα πρώτα 16 έτη συμπληρωμένης υπηρεσίας στην εναγομένη Τράπεζα ύψους 15.955, 44 ευρώ υπολογίσθηκε ορθά με βάση το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος κατά τον τελευταίο πριν την αποχώρησή του μήνα από 2.750,94 ευρώ μηνιαίως, ενώ η επί πλέον πρόσθετη αποζημίωση των δώδεκα μηνών λόγω συμπληρωμένης υπηρεσίας στην εναγομένη Τράπεζα άνω των 28 ετών ύψους 9.600 ευρώ υπολογίσθηκε με βάση το ανώτατο όριο των 2.000 ευρώ.
Με τη κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως και κατά παράβαση του τελευταίου εδαφίου της μεταβατικού χαρακτήρα διάταξης την παράγραφο 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.12 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, την οποία δεν εφάρμοσε αν και ήταν εφαρμοστέα στη προκειμένη περίπτωση, υπολόγισε την πρόσθετη αποζημίωση την οποία δικαιούτο ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων με βάση το ανώτατο όριο των 2.000 ευρώ, αντί να υπολογίσει αυτήν με βάση τις υπέρτερες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος κατά τον τελευταίο πριν την αποχώρησή του μήνα των 2.750,94 ευρώ, εφόσον ο περιορισμός των 2.000 ευρώ δεν ισχύει, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λόγω αποχώρησης ή απομάκρυνσης του μισθωτού, συμπληρούντος τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, κατ’ εφαρμογή του εδαφίου β του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955. Επομένως κατά παραδοχή του μοναδικού εναπομείναντος μετά τη πιο πάνω παραίτηση πρώτου κατά το δεύτερο αυτού σκέλος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση [κατά το μέρος μόνο που αφορά τον υπολογισμό της πρόσθετης αποζημίωσης] και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλο δικαστή. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη Τράπεζα, λόγω της ήττας της, στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθρ. 176, 183 του ΚΠολΔ)
 
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την με αριθ. 30/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
  
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.
  
Και
  
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος από δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
  
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Ιουνίου 2017.
  
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιουνίου 2017.
  
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ